Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 111/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

2ο ΤΜΗΜΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης

111/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η από 19.6.2019 έφεση των ηττηθέντων – εναγόντων, εταιρίας με την επωνυμία “………”, …….. και ………, κατά της οριστικής απόφασης 1624/2019 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην των τελευταίων (λόγω εκπρόθεσμης κατάθεσης των προτάσεών τους) και απέρριψε την από 11.4.2017 αγωγή τους, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως δε, φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα), ενώ έχει κατατεθεί και το σχετικό παράβολο, ποσού 150 ευρώ, αρκούντος ενός παραβόλου από όλους τους εκκαλούντες (άρθρο 495 §3Α περ. γ´ και Γ εδ. γ´ του Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, επειδή η έφεση ασκήθηκε εμπρόθεσμα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρα 532 και 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.) και, λόγω της ερημοδικίας των εναγόντων στον πρώτο βαθμό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 του Κ.Πολ.Δ., να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση (χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αφού αρκεί μόνο η τυπική παραδοχή της), μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της (Α.Π. 579/2018 και Α.Π. 546/2014 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Κατά την αναδίκαση δε, της υπόθεσης από το Δικαστήριο τούτο, αυτό μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Α.Π. 579/2018 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 495/2017 Αρμ. 2017, σελ. 1515). Πρέπει επομένως, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί η ως άνω αγωγή, ως προς τη βασιμότητα της (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω (τακτική) διαδικασία.

ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 140, 141, 142, 147 και 184 του Α.Κ. προκύπτει ότι, αν κατά την κατάρτιση δικαιοπραξίας, όπως είναι και η κατά το άρθρο 361 του Α.Κ. σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους και η κατά το άρθρο 873 του ίδιου Κώδικα σύμβαση αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους, η δήλωση του οφειλέτη, δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούλησή του ή αν αυτός παρασύρθηκε σε δήλωση με απάτη, ο πλανηθείς ή απατηθείς, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση, για τους λόγους αυτούς της δικαιοπραξίας, είτε με αγωγή, είτε με ένσταση προς απόκρουση αγωγής του αντισυμβαλλομένου του, η συνδρομή δε κάθε μίας από τις περιστάσεις αυτές (πλάνης ή απάτης) θεμελιώνει χωριστή βάση αγωγής ή ένστασης. Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητά του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτουμένης για τον προσδιορισμό της βούλησης του δηλούντος πραγματική κατάσταση, προς την πλάνη δε με την παραπάνω έννοια εξομοιώνεται και η έλλειψη γνώσης (άγνοια) της πραγματικής κατάστασης, όταν δεν είναι συνειδητή εκ μέρους του δηλούντος, όταν δηλαδή αυτός δεν είναι εν γνώσει ότι αγνοεί την απαιτούμενη πραγματική κατάσταση, διότι, αν έχει πλήρη επίγνωση της αγνοίας του, δεν πλανάται (Α.Π. 406/2019, Α.Π. 110/2019, Α.Π. 725/2014, Α.Π. 1655/2012 και Α.Π. 957/2009 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Η ουσιώδης αυτή πλάνη μπορεί να αφορά ακόμη και στο περιεχόμενο της δήλωσης, έστω και αν έχει σχέση με το δίκαιο, δηλαδή με το είδος της δικαιοπραξίας ή τη νομική ενέργεια κάποιου όρου ή με τις έννομες συνέπειες της δήλωσης (Α.Π. 406/2019 ό.π., Α.Π. 1/2017, Α.Π. Α.Π. 993/2014 και Α.Π. 335/2012 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εξάλλου, κατά το άρθρο 178 του Α.Κ. δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη, κατά δε το άρθρο 179 του ίδιου Κώδικα, άκυρη, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, είναι και η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτον, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για να θεωρηθεί μια δικαιοπραξία ως αισχροκερδής (ή καταπλεονεκτική) και, ως τέτοια, άκυρη πρέπει να συντρέχουν, αθροιστικά, οι πιο κάτω προϋποθέσεις : 1) η ύπαρξη φανερής, υπό την έννοια της προφανούς, του αρχικού κειμένου (προ της μεταγλώτισης) του άρθρου 179, δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, που αναφέρεται στην αντικειμενικώς εκτιμώμενη οικονομική τους αξία κατά τον χρόνο της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, 2) η συνδρομή ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου και 3) η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μίας ή περισσοτέρων από τις ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου, που ήταν γνωστές σ’ αυτόν, η οποία συντρέχει όταν επωφελείται κάποιος της κατάστασης αυτής και με τον κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Ως ανάγκη νοείται, εκτός άλλων και η οικονομική, η οποία έχει χαρακτήρα επιτακτικό και ανεπίδεκτο αναβολής, ανεξαρτήτως αν είναι παροδικής ή μόνιμης φύσης. Φανερή (προφανής) δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου, με ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία δε των παροχών κρίνεται με βάση τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας. Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς, κατά το άρθρο 179 του Α.Κ., γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μίας από τις γνωστές σ’ αυτόν ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου (Α.Π. 281/2020, Α.Π. 904/2019 και Α.Π. 1118/2011 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Απειρία δε, είναι η έλλειψη πείρας της ζωής και των συναλλαγών λόγω ηλικίας, ελλιπούς μόρφωσης, διανοητικής κατάστασης ή άλλου λόγου. Αρκεί δε και όταν περιορίζεται μόνο σε κάποιο συναλλακτικό τομέα. Προς απειρία όμως, δεν εξομοιώνεται η έλλειψη ειδικών γνώσεων σε εξειδικευμένους τομείς. Τέλος, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, αισχροκερδής μπορεί να είναι και η σύμβαση που συνάπτεται από νομικό πρόσωπο, το οποίο συμβάλλεται με το νόμιμο εκπρόσωπό του (Α.Π. 1527/2008 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 150 §1 του ν. 4261/2014 “Τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα υποχρεούνται να παύουν τη λογιστικοποίηση των τόκων των δανείων ή λοιπών πιστώσεων που χορηγούν, υπό οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων από χρηματοδοτικές μισθώσεις με βάση το ν. 1665/1986, μετά τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο λογισθέντες τόκοι επί των δανείων ή λοιπών πιστώσεων αυτών παραμένουν ανείσπρακτοι και το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, προκειμένου περί οφειλών από δάνεια προς φυσικά πρόσωπα, που εξασφαλίζονται πλήρως με ακίνητα και τους τρεις (3) μήνες, προκειμένου για οφειλές από λοιπές πιστοδοτήσεις. Μετά την πάροδο του ως άνω διαστήματος επιτρέπεται μόνο ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των τόκων, περιλαμβανομένων και των τυχόν τόκων υπερημερίας και από ανατοκισμό, όπου επιτρέπεται, οι οποίοι θα λογιστικοποιούνται, όταν και εφόσον εισπράττονται. Ειδικά, προκειμένου περί δανείων ή λοιπών πιστώσεων με τη μορφή αλληλόχρεων λογαριασμών, εφόσον οι λογιζόμενοι και μη εισπραττόμενοι τόκοι προσαυξάνουν τα χρεωστικά υπόλοιπα των λογαριασμών, θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ισόποση πίστωση των λογαριασμών αυτών εντός του τριμήνου που έπεται της ημερομηνίας λογισμού των τόκων, προκειμένου να μην παύσει ο εκτοκισμός των δανείων ή λοιπών πιστώσεων”. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της ομοίου περιεχομένου διάταξης του άρθρου 88 του ν. 3601/2007, την οποία αντικατέστησε αυτή του άρθρου 150 §1 του ν. 4261/2014, τροποποιήθηκε η προϊσχύουσα ρύθμιση (άρθρο 27 του ν. 2076/1992) και καταργήθηκε, στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, που εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, η υποχρεωτική παύση εκτοκισμού των απαιτήσεων σε καθυστέρηση, ως μη συμβατή με τους σχετικούς κανόνες αποτίμησης και αναγνώρισης εσόδων, που προβλέπουν τα πρότυπα αυτά και δεν επηρεάζει τις υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων για φορολογικούς σκοπούς.

ΙΙΙ. Με το άρθρο 2 §6 του ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 §24 του ν. 2741/1999 και το άρθρο 2 §2 του ν. 3587/2007, γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης τράπεζας, στον οποίο αυτή, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί οιασδήποτε μορφής πίστωση. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας των γενικών αυτών όρων κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Πρέπει δηλαδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ν. 2251/1994, οι οποίες, ως προς τον έλεγχο των όρων των συναλλαγών (ΓΟΣ) αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 Α.Κ., με τα αναφερόμενα σ’ αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών, να λαμβάνεται υπόψη, κατά κύριο λόγο, το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως, της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού αυτής, πάντοτε δε, στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών. Ως μέτρο δε ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει ένα γενικό όρο άκυρο, ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η δε διατάραξη αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Τα περιστατικά αυτά, τα οποία διαταράσσουν την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και καθιστούν τον όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να προβάλλονται με σαφήνεια ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, για να έχει αυτό τη δυνατότητα να κρίνει, στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών, για την ακυρότητα ή μη, ως καταχρηστικού, του σχετικού όρου (Α.Π. 350/2016 και Α.Π. 561/2014 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εκτός, όμως, από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., που συνεπάγεται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην επομένη παρ. 7 του ιδίου άρθρου απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς, ως προς αυτούς, να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δε λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ., εντούτοις, ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν δηλαδή έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (Ολ.Α.Π. 15/2007 και Α.Π. 2037/2014 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Περαιτέρω, ο Γ.Ο.Σ. που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 §3 του Α.Κ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ’ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή – δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών (Α.Π. 1419/2019 και Α.Π. 368/2019 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

ΙV. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 “επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεων, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 του Α.Κ., δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγόρευσης. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 §3 του ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως, να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του, ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβάρυνσης, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξης “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξης σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά, ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδότησης των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων, επ’ ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, οπότε, υπό το καθεστώς αυτό, η θέσπιση απαγόρευσης μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο, γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975, στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως, η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 §3 του ν. 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και αν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διάταξης του άρθρου 293 Α.Κ., ως συνέπεια την, κατά το ποσοστό της εισφοράς, αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από το ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το ν. 128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων – δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου σύμβασης πίστωσης, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 §3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 του Α.Κ., ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη αποτέλεσε, από την ισχύ του ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στην παγίωση της οποίας, συντέλεσαν: α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια – πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά, ότι για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού, μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό. β) Το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 του ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου, που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100 κατοίκους και το άρθρο19 §4β του ν. 3152/2003, κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις Ι. Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Εύξεινου Πόντου και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα θεσπίζονταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν. 128/1975, ουδέποτε θεώρησε, ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη, κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή “ειδικών εισφορών” και η εισφορά του ν. 128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΔΤΕ 2501/2002 μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (Α.Π. 368/2019 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 430/2005 Δ.Ε.Ε. 2005, σελ. 460). Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975 προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (Α.Π. 368/2019 ό.π.). Τέλος, η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται (Εφ.Δυτ.Μακ. 39/2019, Μον.Εφ.Θεσ. 2256/2018 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Τριμ.Εφ.Κερκ. 7/2017 Αρμ. 2018, σελ. 1683, Εφ.Αθ. 4424/2012 και Εφ.Αθ. 4424/2009 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Σ. Ψυχομάνης “Τα τραπεζικά επιτόκια” Νο.Β. 1995, σελ. 16).

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 361 και 874 του Α.Κ., 112 Εισ.Ν.Α.Κ., 669 του Εμπ.Ν. και 64 – 67 του ν.δ. 17.7/13.8.1923, με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι εκατέρωθεν απαιτήσεις των μερών δεν επιδιώκονται μεμονωμένα, χάνουν την αυτοτέλεια τους με την καταχώριση στο λογαριασμό και τελικά το, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, τυχόν κατάλοιπο αποτελεί τη μοναδική απαίτηση μεταξύ των μερών που υπόκειται στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 249 εικοσαετή παραγραφή, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και τυχόν κονδύλια οφειλόμενων τόκων και όχι στην πενταετή, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 250 αρ. 1 του Α.Κ., στην οποία υπόκεινται όχι όλες οι αξιώσεις μεταξύ εμπόρων, αλλά εκείνες μόνο που έχουν ως περιεχόμενο την καταβολή τιμήματος για χορηγηθέντα εμπορεύματα ή την καταβολή ανταλλάγματος για την εκτέλεση εργασιών και την επιμέλεια αλλότριων υποθέσεων (Α.Π. 248/2014, Α.Π. 910/2010, Α.Π. 715/2009 και Α.Π. 725/2000 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), αδιάφορα από την αναγνώριση ή μη του καταλοίπου από τον οφειλέτη (Α.Π. 910/2010 ό.π.). Επίσης, στην ίδια γενική παραγραφή υπόκειται και η αξίωση του δικαιούχου του καταλοίπου έναντι του εγγυηθέντος υπέρ του πρωτοφειλέτη (Α.Π. 248/2014 ό.π.). Από τα ανωτέρω, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 250 αρ. 1 του A.K. προκύπτει ότι σε πενταετή παραγραφή υπόκεινται, όχι όλες οι αξιώσεις μεταξύ εμπόρων, αλλά εκείνες μόνο που έχουν ως περιεχόμενο την καταβολή τιμήματος για χορηγηθέντα εμπορεύματα ή την καταβολή ανταλλάγματος για την εκτέλεση εργασιών και την επιμέλεια αλλότριων υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένων και των γενομένων δαπανών και άρα η απαίτηση της πιστώτριας τράπεζας εναντίον εμπόρου, στον οποίο χορήγησε πίστωση με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, για την καταβολή του, κατά το οριστικό κλείσιμο, προκύπτοντος καταλοίπου, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και τυχόν κονδύλια οφειλόμενων τόκων, υπόκειται στη συνήθη κατά το άρθρο 249 του Α.Κ. εικοσαετή παραγραφή, αδιάφορα από την αναγνώριση ή μη του καταλοίπου από τον οφειλέτη και όχι στην κατά το άρθρο 250 Α.Κ. πενταετή παραγραφή (Α.Π. 248/2014, Α.Π. 910/2010, Α.Π. 715/2009 και Α.Π. 725/2000 ό.π.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 250 αρ. 15 του Α.Κ. σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των τόκων, κατά δε το άρθρο 251 του ίδιου Κώδικα η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Ακόμη, κατά το άρθρο 253 του Α.Κ., η παραγραφή των αξιώσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 250 Α.Κ., αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής, που ορίζεται στα προηγούμενα άρθρα. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι σε πέντε χρόνια παραγράφονται και οι τόκοι της υπερημερίας (οφειλόμενοι από την όχληση – άρθρα 340, 345 Α.Κ.), η εν λόγω δε βραχυπρόθεσμη (πενταετής) παραγραφή αρχίζει να τρέχει από την αρχή κάθε επόμενου έτους εκείνου εντός του οποίου έχουν παραχθεί αυτοί (τόκοι) και κατά το οποίο ο δικαιούχος μπορούσε να εγείρει αγωγή και να τους ζητήσει. Κατά δε, το άρθρο 268 του Α.Κ., κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπάγεται σε συντομότερη παραγραφή. Αξιώσεις όμως, παροχών που επαναλαμβάνονται περιοδικά και βεβαιώθηκαν με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, ληξιπρόθεσμες στο μέλλον, υπάγονται στη συντομότερη παραγραφή. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι, κατ’ εξαίρεση του καθιερούμενου στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 268 κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής των με τελεσίδικη απόφαση βεβαιωθεισών αξιώσεων, οσάκις πρόκειται περί περιοδικής παροχής, όπως είναι η περί τόκων, εφόσον κατά την τελεσιδικία της απόφασης, που την βεβαιώνει, δεν είναι απαιτητή ως καθισταμένη μεταγενεστέρως ληξιπρόθεσμη, η περί αυτής αξίωση του καθιερούμενου στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 268 του Α.Κ. κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής των, με τελεσίδικη απόφαση, βεβαιωθεισών απαιτήσεων, υπόκεινται στην από το άρθρο 250 αρ. 15 Α.Κ. προβλεπόμενη βραχυπρόθεσμη παραγραφή, η οποία αρχίζει (άρθρο 253 Α.Κ.) μόλις λήξει το έτος, εντός του οποίου έγινε η απαίτηση απαιτητή (Α.Π. 1419/2019, Α.Π. 535/2015 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 623/2011 Νο.Β. 2012, σελ. 50 και Α.Π. 592/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

VΙ. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του ν. 1266/1982 καταργήθηκε η Νομισματική Επιτροπή, η οποία με βάση την εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί από το άρθρο 2 §3 του ν.δ. 588/1948 “περί ελέγχου πίστεως”, καθόριζε με απόφασή της (ΝΕ) τα “τραπεζικά επιτόκια” και παράλληλα ορίστηκε ότι οι αρμοδιότητές της μεταβιβάσθηκαν αυτοδίκαια στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της. Έκτοτε, με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) καθορίζονταν τα “τραπεζικά επιτόκια”, τα επιτόκια δηλαδή, που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή συναλλαγές. Ο Διοικητής ειδικότερα, καθόριζε το ελάχιστο και το ανώτατο όριο των τραπεζικών επιτοκίων και οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να προσδιορίζουν τα επιτόκια των διαφόρων μορφών χορηγήσεων ή καταθέσεων μέχρι του ύψους αυτού. Τα οριζόμενα με βάση τις παραπάνω διατάξεις τραπεζικά επιτόκια μπορεί να ήταν και πολλές φορές συνέβαινε αυτό, ανώτερα των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων, δηλαδή των επιτοκίων των λοιπών, πλην των τραπεζικών συναλλαγών, αφού ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να λειτουργεί, σύμφωνα με την παραπάνω νομοθετική εξουσιοδότηση και “κατά παρέκκλιση από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου…”. Μέχρι τον Ιανουάριο 1987 τα τραπεζικά επιτόκια τόσο ως προς το ανώτατο, όσο και ως προς το κατώτερο όριο, υπάγονταν σε αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτόκια, αλλά, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 6 του ν.δ. 548/1948, τα οριζόμενα αυτά επιτόκια ήταν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για τους δανειζόμενους. Με την ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, με στόχο την, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω, αλλά και προς εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρχισε η μερική απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, στις βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίσθηκε, για πρώτη φορά, με την άνω πράξη μόνο το ελάχιστο όριο των επιτοκίων αυτών. Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο τραπεζικό επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων. Ειδικότερα, με την ΠΔ/ΤΕ 2286/1994, σχετικά με την καταναλωτική πίστη, τη χορήγηση δανείων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη προσωπικών αναγκών, καθώς και για τις αγορές μέσω πιστωτικών καρτών κ.τ.λ., πλην των άλλων, ως προς το ύψος των επιτοκίων ορίζονται τα εξής: “… Με την προϋπόθεση της τήρησης του ενώπιον συνολικού κατ’ άτομο ορίου των δρχ. οκτώ εκατομμυρίων και των ειδικότερων ορίων των παρ. β. και γ., το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν”. Η εν λόγω πράξη του Διοικητή κάνει λόγο για επιφύλαξη “επιτοκίων χορηγήσεων”, πράγμα που παραπέμπει σαφώς στις τραπεζικές χορηγήσεις και όχι τις εξωτραπεζικές δικαιοπραξίες, αφού στις τελευταίες δεν τίθεται θέμα “χορηγήσεων”, αλλά συμβάσεων, καθόσον η λέξη “χορηγήσεις” υποδηλώνει σαφώς τις κατ’ εξοχήν τραπεζικές συναλλαγές. Στόχος της απελευθέρωσης αυτής ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και, λόγω και των οικονομικών συνθηκών, άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. Εξαίρεση αποτελούν τα επιτόκια που ισχύουν στις χορηγήσεις της καταναλωτικής πίστης (κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κτλ), τα οποία λόγω της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν αυτά τα δάνεια (χορήγηση χωρίς πρόσθετες εξασφαλίσεις, μεγάλες επισφάλειες, απασχόληση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων κλπ), διαμορφώθηκαν από όλες τις τράπεζες σε ύψος μεγαλύτερο από τα εξωτραπεζικά (δικαιοπρακτικά) επιτόκια. Κατά συνέπεια, με σειρά πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος επήλθε ουσιαστικά απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων, οπότε η επέμβαση του νομοθέτη ως προς τον καθορισμό ανώτατου ορίου περιορίζεται στη ρύθμιση των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) μόνο επιτοκίων, σύμφωνα με τα άρθρα 293 – 295 του Α.Κ. Ο προσδιορισμός των επιτοκίων αυτών γινόταν αρχικά, κατά τη νομοθετική εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί με το άρθρο 109 §1 του Εισ.Ν.Α.Κ., με βασιλικό διάταγμα, εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας και στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 15 §5 του ν. 876/1979, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ). Σε εφαρμογή των διατάξεων αυτών, με το β.δ. 21/1946, το ανώτατο από δικαιοπραξία επιτόκιο ορίστηκε σε 10% ετησίως και το νόμιμο και από υπερημερία επιτόκιο ορίστηκε σε 12% ετησίως. Τα ποσοστά αυτά ίσχυσαν μέχρι το έτος 1979 και έκτοτε αναπροσαρμόζονται κάθε φορά, ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες, από τις εκδιδόμενες ΠΥΣ, σε πολλές από τις οποίες ορίζεται ότι η εφαρμογή τους εκτείνεται μόνο στα εξωτραπεζικά επιτόκια. Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) και τα τραπεζικά επιτόκια αποτελούσαν ανέκαθεν δύο διακριτά μεταξύ τους και μάλιστα μη συγκρίσιμα μεγέθη, που δεν επικαλύπτονται από άποψη πεδίου εφαρμογής, υποκείμενα σε απολύτως μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις, αφού κάθε μία κατηγορία ρυθμίζεται από διαφορετικά όργανα με διαφορετική νομοθετική εξουσιοδότηση, τα δε τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, αλλά και τη στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών, που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους και χωρίς οι τράπεζες, κατά τον καθορισμό τους, να δεσμεύονται από το ύψος των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων. Ενόψει αυτών, συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, που καταρτίσθηκαν μετά την απελευθέρωσή τους και με τις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν κατά περίπτωση, υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι, από μόνο το λόγο αυτό, αθέμιτες. Συνακόλουθα, η συμφωνία μεταξύ πιστούχου και πιστωτικού ιδρύματος περί χορήγησης δανείου από το τελευταίο, με την οποία, κατά περίπτωση και με βάση τις προαναφερόμενες συνθήκες και ιδίως, των χρηματοπιστωτικών αγορών και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών, που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους, σαφώς καθορίζεται κυμαινόμενο επιτόκιο και περιγράφεται ο τρόπος υπολογισμού του με κριτήρια αντικειμενικά, δεν καθίσταται άκυρη, από το γεγονός και μόνο ότι κατά την κατάρτισή της το συμβατικά προβλεπόμενο ύψος του τραπεζικού επιτοκίου υπερέβαινε τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά), κατά ορισμένες μονάδες και κατά την καταγγελία ακόμη περισσότερες, και τούτο, διότι η συμφωνία περί καθορισμού κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου στηρίζεται στις επικρατούσες, κατά το χρόνο συνομολόγησής της, προαναφερόμενες συνθήκες, οι οποίες μάλιστα, σε περίπτωση μεταβολής τους θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν όχι μόνο τη μείωση υπέρ του πιστούχου, αλλά και την υπέρ του πιστωτικού ιδρύματος αύξησή του. Ενόψει των εκτεθέντων, με βάση την αρχή του απαραβιάστου των συμβάσεων (pacta sunt servanda), παραμένει για τα συμβαλλόμενα μέρη η άνω συμφωνία έγκυρη και δεσμευτική, κατά το υπερβάλλον ποσοστό του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου, ελεγχόμενη, ενδεχομένως, εάν συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις και γίνει σχετική επίκληση αυτών, στο πλαίσιο των γενικών ρητρών του Α.Κ. (άρθ. 281, 388), καθώς και του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 “προστασία καταναλωτή” και όχι διότι αυτό, δηλαδή το συμβατικά καθορισθέν κυμαινόμενο τραπεζικό επιτόκιο, υπερβαίνει απλώς και μόνο τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια (Α.Π. 994/2018, Α.Π. 756/2015 και Α.Π. 370/2012 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

VΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες με την από 11.4.2017 αγωγή, όπως αυτή εκτιμάται από το Δικαστήριο, ισχυρίζονται ότι η πρώτη (ενάγουσα), στο Κερατσίνι Αττικής, στις 13.10.2003, σύναψε με την εναγόμενη, σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, καθώς και πρόσθετη πράξη, για τη χορήγηση πίστωσης μέχρι του ποσού των 75.000 ευρώ, οι οποίες ενσωματώνονται (στην αγωγή). Ότι ο δεύτερος (ενάγων) – νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης και η τρίτη συμβλήθηκαν ως εγγυητές. Ότι, λόγω αδυναμίας τους να καταβάλουν τα οφειλόμενα ποσά, στις 3.1.2006, η εναγόμενη προέβη στο κλείσιμο της πίστωσης, με κατάλοιπο 81.684,80 ευρώ και με την από 23.2.2006 εξώδικη δήλωση κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση. Ότι με τη διαταγή πληρωμής ………../2006 επιτάσσονταν να καταβάλουν το πιο πάνω ποσό, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από 4.1.2006, όπως είχε καθοριστεί συμβατικά και με τις πράξεις του διοικητή της Τ.τ.Ε., των τόκων αυτών και των τόκων επί των τόκων, ανατοκιζόμενων ανά εξάμηνο. Ότι για την εξυπηρέτηση της πίστωσης ανοίχθηκαν από την εναγόμενη έξι λογαριασμοί από τις 17.10.2003 έως και τις 29.6.2015, η δε οφειλή τους, στις 30.6.2015, ανερχόταν στο ποσό των 47.137,78 ευρώ. Ότι το επιτόκιο, με το οποίο εκτοκιζόταν η οφειλή τους, μετά την καταγγελία της σύμβασης, είχε συμφωνηθεί, με το άρθρο 6 §1 εδ. α της σύμβασης, ως το επιτόκιο για δάνεια, που ορίζει κάθε φορά η τράπεζα, πλέον 3,25% και της εισφοράς του ν. 128/1975, που ανερχόταν σε 0,60%, με την επιβάρυνση 2,50% του τόκου υπερημερίας, δυνάμει της Πράξης του Διοικητή της Τ.τ.Ε., ήτοι επιβαρύνθηκαν παράνομα και καταχρηστικά με ένα απαγορευτικό επιτόκιο. Ότι μετά την έκδοση της πιο πάνω διαταγής πληρωμής ο δεύτερος (ενάγων) – νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης, υπέγραψε για την οφειλή αυτή, στις 2.5.2007 και στις 11.10.2010, δύο χειρόγραφες επιστολές αναγνώρισης χρέους, ποσών 89.626,93 και 22.766,95 ευρώ αντίστοιχα, οι οποίες είναι άκυρες, αφού δεν είχε τις εξειδικευμένες γνώσεις για να ελέγξει το νόμιμο ή μη του καταλοίπου της οφειλής, ούτε του δόθηκαν τα σχετικά παραστατικά και ο χρόνος για να τα ελέγξει. Ότι, μετά το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού, κατέβαλαν τμηματικά για την οφειλή των 81.684,80 ευρώ, ποσό 110.132,94 ευρώ. Ότι η εναγόμενη, αν και της κατέβαλαν το τελευταίο ποσό, λόγω των πιο κάτω παράνομων και καταχρηστικών όρων, που προβλέφθηκαν στη μεταξύ τους σύμβαση και κατά παράβαση του νόμου, εμφανίζει ότι της οφείλουν, στις 29.6.2016, το επιπλέον ποσό των 47.138,04 ευρώ. Ότι ειδικότερα, η εναγόμενη για τη διόγκωση της οφειλής τους : α) κατά παράβαση του άρθρου 150 του ν. 4261/2015, από τις 3.1.2006 δεν σταμάτησε να πιστώνει στο λογαριασμό τους χρεωθέντες τόκους, τους οποίους όφειλε, μετά από ανείσπρακτη περίοδο τριών μηνών να χρεώνει εξωλογιστικά, σε ξεχωριστό λογαριασμό τόκων, σε συνδυασμό με την άκυρη παραίτησή τους από τα άρθρα 422 – 423 Α.Κ. (άρθρο 26 της σύμβασης), αφού δεν είχαν τις νομικές και οικονομικές γνώσεις για να σταθμίσουν τις συνέπειες μιας τέτοιας παραίτησης, οι οποίες και δεν τους εξηγήθηκαν κατά την κατάρτιση της σύμβασης (άρθρα 174, 178, 179 και 281 Α.Κ.), με αποτέλεσμα πάντα οι καταβολές τους να καταλογίζονται στους νέους τόκους που παράγονται και να καθίσταται σχεδόν αδύνατη η αποπληρωμή της οφειλής τους, β) κατ’ άρθρο 22 της σύμβασης, παράνομα χρέωνε τα έξοδα της σύμβασης σε έντοκο λογαριασμό, στον οποίο και ανατοκίζονταν, αν και διατηρούσαν λογαριασμό όψεως άτοκο, η δε σχετική συμφωνία της σύμβασης είναι άκυρη, αφού αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 12 του ν. 2601/1998, 30 του ν. 2789/2000 και 39 του ν. 3259/2004, αλλά είναι και καταπλεονεκτική, γ) υπολόγιζε τους τόκους με βάση το έτος των 360 ημερών (άρθρο 8.2 της σύμβασης), κάτι το οποίο προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, κατ’ άρθρο 2 §6 του ν. 2251/1995, αφού ως καταναλωτής δεν πληροφορούνταν το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο και δημιουργώντας τους έτσι, πρόσθετη επιβάρυνση ημερήσια κατά 1,3889%, με αποτέλεσμα να υποστούν ζημία ποσού 609,21 ευρώ, δ) παράνομα τους επιβάρυνε με την εισφορά του ν. 128/1975, την οποία και ανατόκιζε, αφού ο σχετικός όρος της σύμβασης (άρθρο 21.1) είναι άκυρος, διότι δεν προβλεπόταν η αιτία της μετακύλισης αυτής, με αποτέλεσμα να υποστούν ζημία ποσού 1.018,10 ευρώ, ε) με την άκυρη χρέωση επιτοκίων, τα οποία είναι ανώτερα από τα νόμιμα εξωτραπεζικά (άρθρο 6.2 της σύμβασης) και καταχρηστικά, αντίθετα με το άρθρο 2 §7 περ. ια του ν. 2251/1994, με αποτέλεσμα να υποστούν ζημία ποσού 13.227,88 ευρώ και στ) με τον, κατά παράβαση της αρχής της διαφάνειας, καταχρηστικό υπολογισμό του χρόνου διαθεσιμότητας (valeur) και μετάθεσης της τοκοφορίας καταθέσεων, για ποσά που διακινούνται μέσω καταστημάτων, διαφορετικών από εκείνου, που τηρείται ο λογαριασμός, με αποτέλεσμα να υποστούν ζημία ποσού 188,44 ευρώ. Ότι η εναγόμενη, αντίθετα με τις πράξεις του διοικητή της Τ.τ.Ε., τους χρέωσε παράνομα με έξοδα, ποσού 28.910,83 ευρώ, η χρέωση δε, των οποίων σε έντοκο λογαριασμό, αντίθετα με το νόμο, είχε ως αποτέλεσμα να επιβαρυνθούν με τόκους, ποσού 29.262,08 ευρώ. Ότι, με βάση τα ανωτέρω και τους ειδικά επισυναπτόμενους στην αγωγή πίνακες, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης υπέστησαν ζημία, από την εφαρμογή των ανωτέρω καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., ποσού 73.216,53 ευρώ. Ότι, με βάση επισυναπτόμενους πίνακες, υπολογίζουν πως η ζημία αυτή, μετά την καταγγελία της σύμβασης, ήτοι από 3.1.2006 έως 30.6.2016, ανέρχεται σε 40.519,59 ευρώ (32,06 από τον παράνομη εκτοκισμό της εισφοράς του ν. 128/1975, 406,80 ευρώ από τον παράνομο εκτοκισμό της σύμβασης με έτος 360 ημερών, 11.271,79 ευρώ από τη χρέωση επιτοκίων ανώτερων των νομίμων εξωτραπεζικών και 28.808,83 ευρώ από τον παράνομο εκτοκισμό των εξόδων της σύμβασης), πλέον 28.910,83 ευρώ από την παράνομη χρέωση εξόδων (της σύμβασης). Ότι, ανεξαρτήτως των ανωτέρω, οι αξιώσεις της εναγομένης από τόκους, που αφορούν στο χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 30.6.2016, συνολικού ποσού 20.379,28 ευρώ (3.974,02 ευρώ για το έτος 2012, 4.557,67 ευρώ για το 2013, 4.054,36 ευρώ για το 2014, 5.000,85 ευρώ για το 2015 και 2.792,38 ευρώ για το έτος 2016), έχουν υποπέσει στη πενταετή παραγραφή, αρχής γενομένης από το επόμενο έτος (1.1.2007), από το οποίο η εκδοθείσα σε βάρος τους διαταγή πληρωμής, ……./2006, απέκτησε ισχύ δικαστικής απόφασης. Με βάση τα ανωτέρω, ζήτησαν να αναγνωριστεί: α) η ακυρότητα των δύο χειρόγραφων αναγνωρίσεων χρέους, με ημερομηνίες 2.5.2007 και 11.10.2010, που συνέταξε ο δεύτερος ενάγων, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης ενάγουσας, λόγω πλάνης, β) η ακυρότητα της παραίτησής τους από τον καταλογισμό των άρθρων 422 και 423 Α.Κ., δυνάμει του άρθρου 26 της σύμβασης πίστωσης, ως καταπλεονεκτικής, γ) η ακυρότητα των Γ.Ο.Σ. των άρθρων 22 (χρέωση του λογαριασμού της πίστωσης με τα έξοδα της σύμβασης), 8.1 – εννοούν 8.2 (εκτοκισμός της σύμβασης με έτος 360 ημερών), 21.1 (μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975) και 6.2 – εννοούν 6.1 (συμβατικό επιτόκιο που υπερβαίνει το εξωτραπεζικό) της υπό κρίση σύμβασης, από τους οποίους έχουν υποστεί ζημία 73.216,53 ευρώ καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης και μετά την καταγγελία αυτής, ποσού 40.519,59 ευρώ, δ) η παράνομη χρέωση των λογαριασμών με έξοδα 28.910,83 ευρώ, από τα οποία τα 28.637,83 μετά το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού, του σχετικού όρου της σύμβασης όντος και καταπλεονεκτικού, ε) ότι οι κάθε είδους τόκοι, συνολικού ποσού 20.379,28 ευρώ, που αφορούν στο χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 30.6.2016, έχουν παραγραφεί και στ) ότι η εναγόμενη δεν έχει καμία απαίτηση σε βάρος τους από τη μεταξύ τους σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστη, όσον αφορά στα αιτήματα για την αναγνώριση της ακυρότητας, ως καταπλεονεκτικών : α) της παραίτησης των εναγόντων από τον καταλογισμό των καταβολών των άρθρων 422 και 423 του Α.Κ., κατά το άρθρο 26 της σύμβασης πίστωσης και β) της χρέωσης των εξόδων της σύμβασης σε έντοκο λογαριασμό, κατά το άρθρο 22 αυτής, στον οποίο και ανατοκίζονταν, αν και διατηρούσαν λογαριασμό όψεως άτοκο, αφού, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη, δεν γίνεται επίκληση ύπαρξης φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, που αναφέρεται στην αντικειμενικώς εκτιμώμενη οικονομική της αξία, κατά τον χρόνο της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, ούτε η συνδρομή απειρίας των εναγόντων, διότι με απειρία δεν εξομοιώνεται η έλλειψη ειδικών γνώσεων σε εξειδικευμένους τομείς (νομικών και οικονομικών), όπως επικαλούνται οι τελευταίοι, ούτε ανάγκης οικονομικής με την έννοια της διάταξης του άρθρου 179 του Α.Κ. (χαρακτήρα επιτακτικό και ανεπίδεκτο αναβολής), ενώ τέλος, δεν γίνεται επίκληση ότι η εναγόμενη εκμεταλλεύτηκε κάποια από τις ανωτέρω καταστάσεις των εναγόντων, που ήταν γνωστή σ’ αυτήν. Σημειωτέον ότι μη νόμιμη είναι και η επίκληση του άρθρου 150 του ν. 4261/2014, για την μείωση των τόκων της πίστωσης, αφού, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη, στη διάταξη αυτή, όπως και στο προϊσχύσαν άρθρο 88 του ν. 3601/2007, με όμοιο περιεχόμενο, ο όρος περί «εκτοκισμού των δανείων» σημαίνει μονάχα τον λογιστικό υπολογισμό των τόκων επί των καθυστερούμενων τόκων και ότι, αν τέτοιοι τόκοι παραμείνουν ανείσπρακτοι για χρονικό διάστημα έξι ή τριών μηνών, κατά τις σχετικές στο νόμο επιμέρους διακρίσεις, δεν επιτρέπεται να λογιστικοποιούνται, ήτοι να εμφανίζονται στους ισολογισμούς των τραπεζών. Τούτο όχι μόνο δεν σημαίνει ότι οι εν λόγω τόκοι δεν οφείλονται, το αντίθετο μάλιστα, ότι αντικαταστάθηκε η προϊσχύουσα ρύθμιση (άρθρο 27 του ν. 2076/1992) και καταργήθηκε, στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, που εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, η υποχρεωτική παύση εκτοκισμού των απαιτήσεων σε καθυστέρηση, ως μη συμβατή με τους σχετικούς κανόνες αποτίμησης και αναγνώρισης εσόδων, που προβλέπουν τα πρότυπα αυτά και δεν επηρεάζει (η μη λογιστικοποίηση αυτή) τις υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων για φορολογικούς σκοπούς. Επίσης, μη νόμιμο είναι το αίτημα περί αναγνώρισης της ακυρότητας του άρθρου 22 της σύμβασης, που αφορά στη χρέωση των εξόδων αυτής σε έντοκο λογαριασμό, στον οποίο και ανατοκίζονταν, κατά το μέρος που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 12 του ν. 2601/1998, 30 του ν. 2789/2000 και 39 του ν. 3259/2004, αφού οι νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις, που υποδήλωναν τη βούληση του νομοθέτη να απαλλάξει τους δανειολήπτες από τη, σημειούμενη κατά τα τελευταία χρόνια, προ των νόμων αυτών, υπέρμετρη επιβάρυνσή τους εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από υψηλά επιτόκια και επαναλαμβανόμενους ανατοκισμούς (προϊσχύουσα απόφαση 289/1980 της Ν.Ε. περί ανατοκισμού τόκων από την πρώτη ημέρα), αλλά και να οριοθετήσει την εν γένει έκταση των εκ του δανεισμού υποχρεώσεών τους, αφορούσαν σε συμβάσεις, που είχαν καταγγελθεί προ της έναρξης ισχύος του τελευταίου νόμου (3.8.2004). Μάλιστα, καθιερώθηκε και διαδικασία υποβολής των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε επαναπροσαρμογή ή επαναρρύθμιση με την υποβολή σχετικής αίτησης προς τα πιστωτικά ιδρύματα έως τις 31.10.2004, η οποία, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν υποβλήθηκε από τους ενάγοντες, προς τούτο μάλιστα, διακόπτονταν, μέχρι τις 31.12.2004, οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης. Στις ως άνω δε, ρυθμίσεις δεν υπάγεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η οποία, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή καταγγέλθηκε στις 23.2.2006. Περαιτέρω, το αίτημα να αναγνωριστεί η ακυρότητα των δύο χειρόγραφων αναγνωρίσεων χρέους, με ημερομηνίες 2.5.2007 και 11.10.2010, που συνέταξε ο δεύτερος ενάγων, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης ενάγουσας, λόγω πλάνης, είναι μη νόμιμο, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν είχε τις εξειδικευμένες γνώσεις για να ελέγξει το νόμιμο ή μη του καταλοίπου της οφειλής, ούτε του δόθηκαν τα σχετικά παραστατικά και ο χρόνος για να τα ελέγξει, αυτή δε η πλάνη, δεν είναι συνειδητή εκ μέρους του δηλούντος, δηλαδή αυτός ήταν εν γνώσει του ότι αγνοεί την απαιτούμενη πραγματική κατάσταση, ώστε, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη, δεν πλανάται, διότι έχει πλήρη επίγνωση της αγνοίας του. Επίσης, μη νόμιμο είναι το αίτημα για την ακύρωση του όρου 21.1 της σύμβασης, με το οποίο συμφωνήθηκε η μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή και σύμφωνα και με όσα ορίζονται στην υπό στοιχείο ΙV. μείζονα σκέψη, ο σχετικός όρος της σύμβασης είναι νόμιμος, όπως και ο ανατοκισμός του ποσού από την εισφορά αυτήν. Περαιτέρω, μη νόμιμο είναι και το αίτημα για άκυρη χρέωση επιτοκίων, τα οποία είναι ανώτερα από τα νόμιμα εξωτραπεζικά, κατ’ άρθρο άρθρο 6.2 της σύμβασης, αφού, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο VΙ μείζονα σκέψη, το συμβατικά καθορισθέν κυμαινόμενο τραπεζικό επιτόκιο δεν καθίσταται καταχρηστικό κατά το υπερβάλλον, απλώς και μόνο επειδή υπερβαίνει τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια. Σημειωτέον ότι α) για τα αναφερόμενα διηγηματικά στην αγωγή περί παράβασης της αρχής της διαφάνειας, ως προς τον όρο περί καταχρηστικού υπολογισμού του χρόνου διαθεσιμότητας (valeur) και μετάθεσης της τοκοφορίας καταθέσεων, για ποσά που διακινούνται μέσω καταστημάτων, διαφορετικών από εκείνου, που τηρείται ο λογαριασμός, με αποτέλεσμα να υποστούν (οι ενάγοντες) ζημία ποσού 188,44 ευρώ, δεν έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα, ανεξαρτήτως του ότι ο όρος αυτός δεν είναι αντίθετος στην αρχή της διαφάνειας (Εφ.Θεσ. 2256/2018 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”) και β) η αναφορά αορίστως ότι όροι της σύμβασης, όπως οι 21.1, 22 και 6.2, είναι καταχρηστικοί, χωρίς όμως καμία αναφορά των στοιχείων εκείνων που διαταράσσουν την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, δεν συνιστούν ορισμένο αίτημα, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη με στοιχείο ΙΙΙ. Κατά τα λοιπά, η αγωγή είναι αρκούντος ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 184, 243 §3, 247, 250 αρ. 15, 251, 253, 268, 281, 361, 847, 873 του Α.Κ., Κεφάλαιο Β παρ. 2 α) vi) και 3 εδ. τελευταίο της ΠΔΤΕ 2501/2002, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 18 §5 του ν. 2076/1992, 1, 2 του ν. 2251/1994 και 70 του Κ.Πολ.Δ. και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, κατ’ ουσία. Σημειωτέον ότι η πρώτη ενάγουσα ως δανειολήπτρια επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελική αποδέκτης των πιστωτικών υπηρεσιών της εναγομένης – τράπεζας και συνεπώς και καταναλωτής, υπό την έννοια του άρθρου 1 §4 περ. α του ν. 2251/1994, όσον αφορά δε, στους λοιπούς ενάγοντες – εγγυητές υπέρ αυτής, θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, εάν ενεργούν στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, ώστε να εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας του άνω νόμου, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγύησης (Ολ.Α.Π. 13/2015, Α.Π. 1137/2019 και Α.Π. 1463/2017 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

VΙΙΙ. Κατά το άρθρο 873 του Α.Κ., η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή, ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη, αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι με τη σύμβαση αυτή γεννιέται αυτοτελής ενοχή από αναγνώριση χρέους, που δημιουργεί νέα βάση αγωγής για τον πιστωτή, ανεξάρτητα από τη βασική σχέση και ότι ο αναγνωρίσας οφειλέτης δεν δύναται, ακριβώς λόγω του αφηρημένου χαρακτήρα της, να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια (βασική) σχέση. Ακυρότητα της βασικής σχέσης κατ’ αρχήν, δεν θίγει το κύρος της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους. Έτσι, επί συμβάσεως αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους και στη συγκεκριμένη περίπτωση του χρεωστικού καταλοίπου ανοικτού δανειακού λογαριασμού, που έκλεισε (άρθρα 873, 874 Α.Κ.), δεν μπορούν να προταθούν κατά του κύρους της ενστάσεις, που στηρίζονται στη βασική σχέση, δηλαδή σε συμφωνημένους όρους της δανειακής σύμβασης (Α.Π. 192/2005 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 458, Μον.Εφ.Λαρ. 499/2019 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Εφ.Θεσ. 1027/2010 Αρμ. 2012, σελ. 577 και Εφ.Δυτ.Μακ. 26/2007 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

ΙΧ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση των ένορκων βεβαιώσεων …. και …../2.11.2018 ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά (εκ προφανούς παραδρομής αναγράφεται στο κείμενό τους ως ημέρα που έλαβαν χώρα το έτος 2019 αντί του ορθού 2018), τις οποίες επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες, μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγομένης, όπως προκύπτει από την από 30.10.2018 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …….., στην έγγραφη κλήση της εναγομένης, της ένορκης βεβαίωσης …../25.10.2018 ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιά, ……., την οποία επικαλείται και προσκομίζει η εναγόμενη, μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγόντων, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις επίδοσης ………../19.10.2018 της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά ………… (άρθρα 421, 422 §1 και 424 του Κ.Πολ.Δ.), καθώς και όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (η τυχόν αναφορά πιο κάτω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς – Α.Π. 386/2015 και Α.Π. 1001/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες και η εναγόμενη σύναψαν στις 13.10.2003, στο Κερατσίνι, την σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό με αριθμό ……….. και την επομένη, την από 14.10.2003 πρόσθετη πράξη. Με αυτές, η εναγόμενη χορήγησε στην πρώτη ενάγουσα – εταιρία πίστωση μέχρι του ποσού των 75.000 ευρώ, ενώ ο δεύτερος και η τρίτη ενάγοντες συμβλήθηκαν ως εγγυητές για την τήρηση των όρων της σύμβασης, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον με την πρώτη (ενάγουσα) και ως αυτοφειλέτες, για την εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου των λογαριασμών της πίστωσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη έκλεισε στις 3.1.2006, το λογαριασμό …………., που εξυπηρετούσε τη σύμβαση και με την από 23.2.2006 εξώδικη δήλωση, κατήγγειλε αυτήν, με υπάρχον χρεωστικό υπόλοιπο, ποσού 81.684,80 ευρώ. Το Μάιο του 2007, η πρώτη ενάγουσα, δια του νομίμου εκπροσώπου της – δεύτερου ενάγοντος – κατέθεσε χειρόγραφη δήλωση με ημερομηνία 2.5.2007, με την οποία αναγνώρισε τη μέχρι τότε οφειλή της πρώτης ενάγουσας, ενώ στις 11.10.2010, καταβάλλοντας ποσό 2.000 ευρώ, αναγνώρισε ότι το υπόλοιπο της οφειλής της, μέχρι την ημέρα εκείνη, ανερχόταν στο ποσό των 22.766,95 ευρώ, προερχόμενο από έξοδα ποσού 2.934,82 ευρώ και από μη λογιστικοποιημένους τόκους, ποσού 19.832,13 ευρώ. Σύμφωνα δε, με τον όρο 25.2 της ίδιας ως άνω σύμβασης, οι εγγυητές δήλωσαν ότι τους δεσμεύει αυτοδικαίως κάθε αναγνώριση χρέους της πιστούχου προς την Τράπεζα, χωρίς άλλη διατύπωση ή κοινοποίηση εκ μέρους της τελευταίας. Επομένως, με την ως άνω έγγραφη σύμβαση αναγνώρισης χρέους, η οποία καταρτίστηκε ιδιοχείρως από τον δεύτερο ενάγοντα, για λογαριασμό της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρίας – πρώτης ενάγουσας, αναγνωρίστηκε έως τότε (11.10.2010) το χρέος της τελευταίας προς την εναγόμενη και γεννήθηκε ενοχή, ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους. Επομένως, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην πιο πάνω μείζονα σκέψη VΙΙΙ, δεν μπορούν να προταθούν, κατά του κύρους της, ούτε από τους λοιπούς εναγόμενους – εγγυητές ενστάσεις που στηρίζονται στη βασική σχέση, δηλαδή σε συμφωνημένους όρους της δανειακής σύμβασης. Κατά συνέπεια, από το αίτημα της αγωγής, με το οποίο οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι κακώς χρεώθηκαν σε βάρος τους έξοδα της σύμβασης, ποσού 28.910,83 ευρώ, αφού δεν τους έχει ανακοινωθεί από την εναγόμενη το ύψος αυτών και σε τι αφορούν, πρέπει να απορριφθεί, για το χρονικό διάστημα μέχρι και την ημερομηνία της αναγνώρισης του χρέους (11.10.2010), γενομένου δεκτού και του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης. Τα ίδια ισχύουν και για το ποσό που οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι έχουν επιβαρυνθεί από τον υπολογισμό τόκων με βάση το έτος των 360 ημερών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος ενάγων – νόμιμος εκπρόσωπος και μοναδικός εταίρος της πρώτης ενάγουσας – εταιρίας ανέπτυσσε την ατομική επιχειρηματική του δραστηριότητα μέσω της πιστούχου εταιρίας, κατά τρόπο, άμεσο και ουσιαστικό, τούτη δε η δραστηριότητά του ταυτίζονταν με εκείνη της πιστούχου εταιρίας, δοθέντος ότι η πορεία των εταιρικών υποθέσεων και τα αποτελέσματα της, είχαν άμεση επίδραση στην οικονομική του κατάσταση, χωρίς ν’ αποδεικνύεται ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα είχε (ο ενάγων αυτός) οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Επιπλέον δε, είναι πρόδηλο ότι ο τελευταίος προέβη στην παροχή εγγύησης στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, ήτοι ως εταίρος της πιστούχου εταιρίας, αποσκοπώντας στην εξυπηρέτηση συμφερόντων αυτής και κατ’ επέκταση και των προσωπικών του, καθώς απέβλεπε σε κέρδη που θα απέφεραν στην πιστούχο τα κεφάλαια κίνησης της σύμβασης του επιδίκου αλληλόχρεου λογαριασμού και στην απόδοση προσωπικού οφέλους, ενώ ουδόλως αποσκοπούσε σε κάλυψη προσωπικών – καταναλωτικών του αναγκών. Με βάση τα ανωτέρω ο εν λόγω εγγυητής, ο οποίος και την πείρα διαθέτει και την οικονομική δυνατότητα να διαπραγματευθεί τους όρους της σύμβασης με την εναγόμενη, δεν ομοιάζει με το μέσο αποταμιευτή, επενδυτή ή επαγγελματία και κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να τύχει της ειδικής προστασίας που προσφέρει ο νόμος για τον καταναλωτή, για την εφαρμογή του οποίου απαραίτητη προϋπόθεση είναι η διαπραγματευτική μειονεξία του αντισυμβαλλόμενου – καταναλωτή έναντι του προμηθευτή και η διατάραξη της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Ως προς τον ενάγοντα αυτόν λοιπόν, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής των διατάξεων του ν. 2251/1994 (άρθρου 1 §4 στοιχ. ββ, όπως η §4 αντικαταστάθηκε με την §5 του άρθρου 5 §1 του ν. 3587/2007), περί προστασίας του καταναλωτή. Αντίθετα, η τρίτη ενάγουσα δεν αποδείχθηκε ότι εγγυήθηκε υπέρ της πρώτης (ενάγουσας), ενεργώντας στο πλαίσιο της επαγγελματικής – επιχειρηματικής της δραστηριότητας, ούτε ότι είχε την πείρα να διαπραγματευθεί τους όρους της σύμβασης με την εναγόμενη και κατά συνέπεια, φέρει την ιδιότητα του καταναλωτή. Εξάλλου, η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η αγωγή ασκείται καταχρηστικά, αφού από το έτος 2003, οπότε υπογράφηκε η σύμβαση με τους ενάγοντες, έως και την άσκησή της, το 2017, παρήλθε χρονικό διάστημα ικανό, ώστε να θεωρήσει εύλογα, σε συνδυασμό και με τις δύο αναγνωρίσεις χρέους από την πιστούχο, πως δεν θα διεκδικήσουν οτιδήποτε από τη σύμβαση αυτή. Ο ισχυρισμός τούτος, ως ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος με τη μορφή της αδράνειας, είναι αόριστος, αφού η εναγόμενη δεν επικαλείται ότι με την άσκηση του δικαιώματος των εναγόντων θα ανατραπεί η κατάσταση που δημιουργήθηκε με επαχθείς συνέπειες σε βάρος της (Ολ.Α.Π. 8/2001 Ελλ.Δ/νη 2001, σελ. 382, Ολ.Α.Π. 1/1997 Ελλ.Δ/νη 1997, σελ. 534, Α.Π. 654/2013 και Α.Π. 353/2009 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Περαιτέρω, με τον όρο 8.2 της, μεταξύ των διαδίκων, σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, ορίζεται ότι “ο τόκος υπολογίζεται τοκαριθμικώς με βάση έτος 360 ημερών, επί του εκάστοτε χρεωστικού υπολοίπου”. Με τον όρο αυτό, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην ως άνω μείζονα σκέψη με αριθμό ΙΙΙ παραβιάστηκε η αρχή της διαφάνειας, καθόσον η διατύπωση του δεν υπήρξε σαφής ούτε κατανοητή, το περιεχόμενο του δεν ήταν ορισμένο, ούτε οι συνέπειες του ευκρινείς, υπό την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από τους πρώτη και τρίτη ενάγουσες – που φέρουν την ιδιότητα του καταναλωτή, κατά το νόμο και δεν διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις. Επομένως, για το χρονικό διάστημα μετά την τελευταία αναγνώριση του χρέους (12.10.2010 έως 30.6.2016) από τον όρο αυτό της σύμβασης, που παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας ως προς τις πρώτη και τρίτη ενάγουσες, αυτές, με την ιδιότητα του καταναλωτή, επιβαρύνθηκαν με το συνολικό ποσό των 320,16 ευρώ, όπως προκύπτει από τον ενσωματωμένο στην αγωγή πίνακα, που προσκομίζουν οι ενάγοντες και έχει συνταχθεί από την εταιρεία συμβούλων Μηχανικών και πραγματογνωμόνων “……….” και την ……………. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τον αντίστοιχο πίνακα των τελευταίων (Πιν. 6), αλλά και από τη σχετική κίνηση των λογαριασμών, που προσκομίζεται, για το μετά την ίδια ως άνω αναγνώριση χρέους, χρονικό διάστημα (12.10.2010 έως και 29.6.2016) στους ενάγοντες έχουν καταλογιστεί ως έξοδα, τα ποσά των 116 ευρώ, στις 13.1.2011, των 730 ευρώ, στις 3.2.2011, των 121 ευρώ, στις 11.5.2011 και των 984 ευρώ, την 1.7.2011, συνολικά δε, ποσό 1.951 ευρώ. Ωστόσο, για τα ως άνω ποσά των εξόδων θα έπρεπε, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Β παρ. 2 α) vi) και 3 εδ. τελευταίο της ΠΔΤΕ 2501/2002, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 18 §5 του ν. 2076/1992 και συνεπώς, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, “να αναφέρεται αναλυτικά το ύψος των αμοιβών για τυχόν παρεχόμενες ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπανών καθώς και των εξόδων υπέρ τρίτων, που εισπράττουν” (Κ.Νο.Β. 2002, σελ. 2288), υποχρέωση η οποία δεν τηρείται μόνο με την αναφορά από την εναγόμενη δίπλα στο αναγραφόμενο ποσό, της λέξης “έξοδα” και κατ’ επέκταση, κακώς επιβαρύνθηκαν με αυτά οι ενάγοντες. Τέλος, μετά την καταγγελία της σύμβασης ανοικτού – αλληλόχρεου λογαριασμού και ύστερα από την από 7.3.2006 αίτηση της εναγομένης, εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής …../2006 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για το κατάλοιπο του ως άνω λογαριασμού, η οποία επιδόθηκε στους ενάγοντες, στις 22.6.2006. Οι τελευταίοι άσκησαν την από 11.7.2006 ανακοπή τους, με μοναδικό λόγο το ότι κακώς εκδόθηκε η ως άνω διαταγή πληρωμής και ότι η εναγόμενη έπρεπε να ασκήσει αγωγή για την καταβολή του κατάλοιπου του ως άνω λογαριασμού, ανακοπή η οποία ματαιώθηκε και τελικά δεν συζητήθηκε, οπότε δεν απέκτησε την ισχύ δικαστικής απόφασης, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Ωστόσο, οι αξιώσεις από τους τόκους, που βεβαιώθηκαν με τον ως άνω εκτελεστό τίτλο, υπόκεινται επίσης στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 15 του Α.Κ. εφόσον ήταν απαιτητές και δικαστικά επιδιώξιμες και η παραγραφή τους αρχίζει από το τέλος του έτους του οποίου συμπίπτει η έναρξή της, ήτοι 31.12.2006 (άρθρα 251 και 253 Α.Κ.). Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 30.6.2016, έχουν καταλογιστεί σ’ αυτούς τόκοι, συνολικού ποσού 20.379,28 ευρώ, που έχουν υποπέσει σε παραγραφή, αφού παρήλθαν πέντε έτη από το επόμενο έτος από το οποίο εκδόθηκε η ως άνω διαταγή πληρωμής, ήτοι από 1.1.2007 έως και 31.12.2011. Εξάλλου, η εναγόμενη, με τις προτάσεις της ισχυρίζεται κατ’ αρχήν, ότι οι τόκοι αυτοί, λόγω του αλληλόχρεου λογαριασμού, έχασαν την αυτοτέλειά τους και πλέον υπάγονται στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 του Α.Κ. Ο ισχυρισμός της αυτός είναι αβάσιμος, αφού δεν πρόκειται για κονδύλια του αλληλόχρεου λογαριασμού, αλλά, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη V, για αξιώσεις που επαναλαμβάνονται περιοδικά και βεβαιώθηκαν με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, ληξιπρόθεσμες στο μέλλον, με αποτέλεσμα να υπάγονται στη συντομότερη – πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 15 Α.Κ. Περαιτέρω, ισχυρίζεται (η εναγόμενη) ότι η παραγραφή διακόπηκε με τις αναγνωρίσεις χρέους της πρώτης ενάγουσας, τελευταία δε, με αυτήν που συντάχθηκε και υπογράφηκε από τον νόμιμο εκπρόσωπό της – δεύτερο ενάγοντα, στις 11.10.2010, ισχυρισμός ο οποίος συνιστά νόμιμη ένσταση, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 260 του Α.Κ. (Α.Π. 212/2019, Α.Π. 1507/2014 και Α.Π. 794/2012 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Η ένσταση αυτή πρέπει να γίνει δεκτή, ως και κατ’ ουσία βάσιμη, αφού, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, υπήρξε αναγνώριση της οφειλής από την πιστούχο – πρώτη ενάγουσα, για το οφειλόμενο από αυτήν ποσό έως τις 11.10.2010. Επομένως, εφόσον διακόπηκε η πενταετής παραγραφή, στις 11.10.2010, αρχίζει εκ νέου από το επόμενο έτος (άρθρο 270 §2 Α.Κ.), ήτοι από 1.1.2011. Εφόσον δε, δεν επικαλείται η εναγόμενη άλλο διακοπτικό της παραγραφής γεγονός, έχουν παραγράφονται οι τόκοι μετά την πάροδο πέντε ετών, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 30.6.2016, ποσού 2.792,38 ευρώ, σύμφωνα με τον επισυναπτόμενο πίνακα της εταιρείας συμβούλων Μηχανικών και πραγματογνωμόνων “…. ..” και της …………. Σημειωτέον ότι οι εγγυητές ευθύνονται και για την οφειλή από την αναγνώριση της πρωτοφειλέτιδος εταιρίας, εφόσον υπάρχει και σχετική ρύθμιση της ευθύνης τους για την ενοχή από την αναγνώριση, με τους όρους 21.1 και 25.2 της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων (Α.Π. 1341/2019, Εφ.Πατρ. 9/2020, Μον.Εφ.Λαρ. 499/2019 και Εφ.Αθ. 2120/2014 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Επομένως, οι ενάγοντες δεν οφείλουν μόνο τα ως άνω αναφερόμενα ποσά, κατά περίπτωση και πρέπει να απορριφθεί το τελευταίο αίτημα της αγωγής, με το οποίο αιτούνται να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη δεν έχει καμία απαίτηση σε βάρος τους, από τη μεταξύ τους σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού.

Χ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι : α) λόγω του όρου 8.2 της, μεταξύ των διαδίκων, σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας η πρώτη και η τρίτη ενάγουσες δεν οφείλουν στην εναγόμενη, για το χρονικό διάστημα από 12.10.2010 έως 30.6.2016, το ποσό των 320,16 ευρώ, β) όλοι οι ενάγοντες δεν οφείλουν, στην τελευταία, ως έξοδα της ως άνω σύμβασης, για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, το ποσό των 1.951 ευρώ και γ) όλοι οι ενάγοντες δεν οφείλουν στην εναγόμενη από την ως άνω σύμβαση, τόκους, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 30.6.2016, συνολικού ποσού 2.792,38 ευρώ. Τέλος, επειδή έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατέθεσαν με το ηλεκτρονικό παράβολο ………… και να καταδικαστεί η εναγόμενη – εφεσίβλητη, ανάλογα με την έκταση της ήττας της, στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων – εκκαλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν του σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 178 §1, 183, 191 §2 του Κ.Πολ.Δ., 63 §§1 στοιχ. i περ. α, 2, 68 §1 και 69 §1 του ν. 4194/2013 – Κώδικας Δικηγόρων), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 19.6.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2019 έφεση των : 1) εταιρίας με την επωνυμία “……………”, 2) ………. και 3) …………

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 1624/2019 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 11.4.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2017 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Αναγνωρίζει ότι : α) λόγω του καταχρηστικού όρου 8.2 της, μεταξύ των διαδίκων, σύμβασης πίστωσης με ανοικτό – αλληλόχρεο λογαριασμό, που παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας, η πρώτη και η τρίτη ενάγουσες δεν οφείλουν στην εναγόμενη, για το χρονικό διάστημα από 12.10.2010 έως 30.6.2016, το ποσό των 320,16 ευρώ, β) όλοι οι ενάγοντες δεν οφείλουν, ως έξοδα της ως άνω σύμβασης, στην τελευταία, για το ως άνω χρονικό διάστημα, το ποσό των 1.951 ευρώ και γ) όλοι οι ενάγοντες δεν οφείλουν στην εναγόμενη από την ως άνω σύμβαση, τόκους, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 30.6.2016, ποσού 2.792,38 ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος από αυτούς παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και

Καταδικάζει την εναγόμενη – εφεσίβλητη, εταιρία με την επωνυμία “………..”, στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων – εκκαλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 4  Φεβρουαρίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξούσιας δικηγόρου της εφεσίβλητης, στις 18 Φεβρουαρίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ