Αριθμός 112/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 1.7.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019 έφεση των ηττηθέντων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων, κατά της με 1933/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών (614 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης την 3.6.2019 (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 591 παρ. 1 εδ. α`του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 2.7.2019 και δεν γίνεται επίκληση κοινοποίησης της εκκαλουμένης από τα διάδικα μέρη, ούτε προκύπτει τέτοια κοινοποίηση. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) εφόσον για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί κατά την άσκησή της από τους εκκαλούντες, το απαιτούμενο παράβολο, ποσού 100 ευρώ υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. α` του ΚΠολΔ (όπως αυτό ίσχυε μετά την αντικατάσταση του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α’ 240/22.12.2016, με ισχύ από 23-01-2017) (βλ. το ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό ……….).
Με την από 6.7.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/6.7.2018 ανακοπή τους, που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες αιτήθηκαν την ακύρωση της με αριθμό …./2018 διαταγής απόδοσης χρήσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκαν αυτοί αφενός μεν να αποδώσουν στους καθών η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητους εκμισθωτές το μίσθιο ακίνητο, που βρίσκεται στη … Σαντορίνης στη συνοικία …., αφετέρου να καταβάλουν στους ίδιους το ποσό των 75.284 ευρώ για οφειλόμενα μισθώματα, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, διότι διατηρούν κατά των καθών η ανακοπή εκμισθωτών ληξιπρόθεσμη απαιτητή αξίωση ύψους 113.185,42 ευρώ, την οποία προτείνουν προς συμψηφισμό και αφορά αναγκαίες και επωφελείς δαπάνες, στις οποίες προέβησαν τα έτη από το 2014 έως και το 2018, σύμφωνα με την πραγματική η εικαζόμενη βούληση τους, και με δεδομένο ότι το μίσθιο είχε πραγματικά ελαττώματα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι, λόγω παρεκτάσεως, διότι δεν υφίστατο αποκλειστικά αρμοδιότητα άλλου δικαστηρίου, αφού η ανακοπή δε έβαλε κατά της επιταγής προς πληρωμή και συνεπώς δεν συνιστούσε δίκη περί των εκτέλεση, ήταν το καθ’ύλη και κατά τόπον αρμόδιο, έκρινε ότι η ανακοπή ασκήθηκε εντός της προθεσμίας του άρθρου 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και ακολούθως εκδικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ δέχθηκε τυπικά την ανακοπή και στη συνέχεια την απέρριψε στην ουσία της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα οι εκκαλούντες ανακόπτοντες με την κρινόμενη έφεση τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, που άπτονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή στην ουσία της η ανακοπή τους και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή απόδοσης μισθίου.
Τα δικαιώματα που παρέχονται από το άρθρο 576 ΑΚ στο μισθωτή είναι διαζευκτικά δύο: η μείωση ή η ολοσχερής μη καταβολή του μισθώματος. Τα δικαιώματα αυτά υφίστανται μόνο για όσο χρονικό διάστημα διήρκεσε το ελάττωμα ή η έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας. Ο βαθμός μείωσης ή η ολοσχερής μη καταβολή του μισθώματος είναι ζήτημα πραγματικό και εξαρτάται κάθε φορά από το βαθμό ελαττωματικότητας της χρήσης του μισθίου. Αν και δεν απαιτείται το ελάττωμα ή η ιδιότητα να είναι σημαντικά αφού το άρθρο 576 ΑΚ δεν διακρίνει σχετικά, το ασήμαντο πάντως του ελαττώματος κλπ μπορεί να επηρεάσει το ποσοστό της μείωσης ή την μη καταβολή του μισθώματος (281 ΑΚ) (Ραψομανίκης σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο 576 ΑΚ αρ. 7,9,10, έκδ. 1980). Επιπλέον, αν κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου ή ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το πραγματικό ελάττωμα του μισθίου, που υπήρχε κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης ή αν ο εκμισθωτής έγινε υπερήμερος ως προς την άρση του πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητα, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, αντί για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος, να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης, η οποία είναι πλήρης και περιλαμβάνει τη θετική και αποθετική ζημία, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας. Στις περιπτώσεις αυτές, όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 306 εδ α ΑΚ ο μισθωτής έχει κατ’ επιλογή αγωγή για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος ή αγωγή για αποζημίωση. Τα προαναφερόμενα δικαιώματα του μισθωτή για μη καταβολή ή μείωση του μισθώματος ή για αποζημίωση μπορούν να ασκηθούν όχι μόνο με αγωγή, αλλά και με ανταγωγή ή κατ’ ένσταση, ακόμη και εξώδικα με μονομερή, άτυπη, απευθυντέα (στον εκμισθωτή) και αμετάκλητη δήλωση, που αναλώνει το δικαίωμα επιλογής του (βλ. ΟλΑΠ 50/2005 ΕλλΔνη 47, 84, ΑΠ 1269/2004 ΧρΙΔ 2005, 213, ΑΠ 1270/2004 ΕλλΔνη 48,832, ΑΠ 922/2004 ΕλλΔνη 46,1702, ΑΠ 1600/2002 ΕλλΔνη 44,766, ΜΕφΔωδ 54/2013 δημ. νόμος, Απ. Γεωργιάδη Ενοχ. Δικ. Ειδ. μέρος, έκδ. 2004, τόμος Ι, σελ 345 αρ. 10 και σελ 352 αρ. 35, Γεωργιάδη-Σταθόπουλο στην ΕρμΑΚ άρθρα 577-578 αρ 15). Περαιτέρω τα άρθρα 440 και 441 Α.Κ. που ρυθμίζουν το συμψηφισμό ορίζουν το μεν πρώτο ότι “Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες”, το δε δεύτερο ότι “Συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του (κύρια ή ενεργητική απαίτηση), προτείνοντας την ανταπαίτησή του (ή παθητική απαίτηση) σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται αναδρομικά, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Απαίτηση και ανταπαίτηση πρέπει να είναι τέλειες, δηλαδή να είναι ληξιπρόθεσμες, να μην τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, να μην υπόκεινται σε ανατρεπτική ή αναβλητική ένσταση και να είναι αγώγιμες, δηλαδή να μην είναι απλώς φυσικές ενοχές. Αντίθετα, ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους αλλά ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που αντιτάσσεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα είτε ενώπιον δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης (άρθρο 442 Α.Κ.) (ΑΠ 486/2016, ΑΠ 1235/2012, ΑΠ 343/2009, ΑΠ 1438/2005, ΑΠ 1219/1997 δημ. νόμος). Έτσι, η ανταπαίτηση του ανακόπτοντος κατά της απαίτησης του καθ` ου η ανακοπή, εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις συμψηφισμού αυτής, μπορεί να προταθεί και με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία έχει ως αντικείμενο την ακύρωση αυτής ως εκτελεστού τίτλου, καθόσον συνιστά ένσταση που αναφέρεται στην αμφισβήτηση της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε αυτή, δηλαδή αποσβεστική ένσταση, εξαιτίας της οποίας δεν ίσχυσε η οφειλή κατά το χρόνο που εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής (ΑΠ 1235/2012 ο.π.). Όμως όπως συνάγεται από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων με αυτή του 262 παρ. 1 ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των παραγωγικών της ανταπαιτήσεως γεγονότων, προσδιορισμό της απαίτησης του ενάγοντος, στην οποία αναφέρεται η δήλωση συμψηφισμού, καθορισμό του αντικειμένου και του χρόνου γεννήσεώς τους, όπως επίσης και ορισμένο αίτημα, ήτοι την απόσβεση των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων και την απόρριψη της αγωγής. (ΑΠ 84/2019 1057/2019 ΑΠ 123/2020 δημ. νόμος). Ειδικότερα όταν αυτή αφορά δαπάνες σε μίσθιο πρέπει να προσδιορίζονται ξεχωριστά οι δαπάνες που αφορούν την αγορά των αναγκαίων υλικών και ξεχωριστά οι δαπάνες που αφορούν την αμοιβή της απαιτούμενης κάθε επιμέρους εργασίας (βλ. ΑΠ 125/1992 ΝοΒ 41. 475, ΕφΛαρ 16/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 5215/2002 ΕΔΠ 2003. 171, ΕφΘεσ 1983/2001 Αρμ 2003. 513, ΕφΑΘ 4598/1999 ΕΔΠ 1999. 273, ΕφΑΘ 6923/1993 Δνη 35. 1117). Τέλος κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκησή του, από την οποία αντιθέτως προκύπτει προφανής υπέρβαση των ορίων της καλής πίστεως. Ειδικότερα στην περίπτωση της μακράς αδράνειας του δικαιούχου υπάρχει τέτοια κατάχρηση, εφόσον συντρέχουν προσθέτως περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και εκείνου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία γεννάται στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ` αυτού, έτσι ώστε η, με τη μεταγενέστερη άσκηση, επιδίωξη ανατροπής της καταστάσεως που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις (ΕφΘεσ 721/2010 Αρμ 2011.951).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι εκκαλούντες μισθώτρια και εγγυητής με τους τρεις πρώτους συναφείς λόγους εφέσεως παραπονούνται αφενός για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και αφετέρου για κακή εκτίμηση αποδείξεων ισχυριζόμενοι πρωτίστως ότι η έκδοση της προσβαλλόµενης διαταγής δεν ήταν νόµιµη, διότι εξέλιπε η προϋπόθεση της δυστροπίας στο πρόσωπο τη μισθώτριας και ότι η ένδικη απαίτηση περί οφειλόμενων μισθωμάτων δεν ήταν είναι βέβαιη και εκκαθαρισµένη. Και τούτο διότι το µίσθιο έφερε ουσιώδη πραγµατικά ελαττώµατα, τα οποία παρεµπόδιζαν τη λειτουργική χρήση του και συγκεκριµένα ότι µέχρι το 2017 από τα δέκατρία (13) δωµάτια, που συµφώνησαν να τους παραδοθούν τους παραδόθηκαν µόνο τα οκτώ (8), τα οποία ήταν σε άθλια κατάσταση αφού δεν υπήρχαν µονώσεις, οι τσιµεντοκονίες ήταν φουσκωµένες. Ότι δεν υπήρχαν πόρτες, νιπτήρες και νεροχύτες, οι σωλήνες ύδρευσης και αποχέτευσης ήταν µε µπαλώµατα, οι κλίσεις αποχετεύσεων ήταν ανάποδα. Ότι δεν υπήρχαν διακόπτες φωτισµού και τα υπάρχοντα έπιπλα ήταν σάπια, οι κουζίνες και ο αποροφητήρας στο δωµάτιο “αρχοντικό” ήταν κατεστραµµένος. Ότι υπήρχε ληξιπρόθεσµη οφειλή του πρώτου εκµισθωτή στην Δηµοτική Επιχείρηση Ύδρευσης και αποχέτευσης Θήρας ύψους 6.500 ευρώ και γι’αυτό η παροχή νερού στο ένα ρολόι ήταν κοµµένη, µε αποτέλεσµα να µην υπάρχει αρκετή πίεση στους σωλήνες, και ότι η ηλεκτρική εγκατάσταση δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες της επιχείρησης, καθόσον υπήρχε ένα µονοφασικό ρολόι, και ότι επιπλέον υφίστατο και οφειλή στη ΔΕΗ ύψους 2.200 ευρώ. Ότι εξαιτίας πολεδοµικών αυθαιρεσιών δεν εκδόθηκε σήµα λειτουργίας της επιχείρησης για όλα τα δωµάτια από τον ΕΟΤ, δραστηριότητα η οποία και αποτελούσε τη συµφωνηµένη χρήση, κατά τα ειδικότερα εκτιθέµενα στο δικόγραφο. Ότι εξαιτίας των ανωτέρω οι καθ’ ών η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητοι εκμισθωτές ζήτησαν οι ίδιοι από τη μισθώτρια να καταβάλει εξ ιδίων τις δαπάνες για να καταστεί λειτουργικό το µίσθιο, τις οποίες θα συµψήφιζαν βάσει αποδείξεων µε το µίσθωµα. ‘Οτι ακολούθως η µισθώτρια, πρώτη ανακόπτουσα ήδη εκκαλούσα υποβλήθηκε σε δαπάνες για επισκευές και αγορά εξοπλισµού του µισθίου συνολικού ποσού α) 14.711,16 ευρώ και 9.621,70 ευρώ αντίστοιχα το έτος 2014, β) 3.967,80 ευρώ και 6.769,47 ευρώ αντίστοιχα για το έτος 2015, γ) 1.862,75 ευρώ και 31.617,55 ευρώ αντίστοιχα για το έτος 2016, δ) 9.177,81 ευρώ και 10.485,63 ευρώ αντίστοιχα για το έτος 2017 και 12.117,34 και 12.854,21 ευρώ αντίστοιχα για το έτος 2018 και συνολικά 113.185,42 ευρώ, εκ των οποίων 41.836,86 ευρώ για επισκευές και 71.348,56 ευρώ για εξοπλισµό, προκειµένου να καταστήσει λειτουργικό το µίσθιο. Ότι μετά τις παραπάνω δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η μισθώτρια μεσολάβησε πράγματι μεταγενέστερη προποποιητική συμφωνία με τους εκμισθωτές με βάση την οποία αυτή δικαιούταν να µην καταβάλει µίσθωµα για το πρώτο µισθωτικό έτος και να καταβάλλει µικρότερο µίσθωµα και δη εκείνο των 20.000 ευρώ, για τα επόµενα µισθωτικά έτη, πράγμα το οποίο έπραξε μετά από αυτή τη συμφωνία. Ότι κατά τα ανωτέρω διατηρούν βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση σε βάρος των εκμισθωτών ύψους 113.185,42 ευρώ την οποία παραδεκτώς, διότι είναι ορισμένη, προτείνουν σε συμψηφισμό και ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε αόριστο τον ισχυρισμό τους. Τέλος ότι σε κάθε περίπτωση συνιστά κατάχρηση δικαιώματος η έκδοση της διαταγής απόδοσης μισθίου υπό τις παραπάνω συνθήκες.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων μερών …….. και …………… που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όλα τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 336 παρ. 3 του ΚΠολΔ) μεταξύ των οποίων ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν προς εκδίκαση ασφαλιστικών μέτρων επί της παρούσας υπόθεσης, δύο προσκομιζόμενες τεχνικές εκθέσεις (σχετ. 29 και στα δύο διάδικα μέρη) και φωτογραφίες, τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), πλήρως αποδείχθηκαν κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Με το από 23-11-2013 ιδιωτικο συµφωνητικό µισθώσεως που καταρτίστηκε στη Γλυφάδα ο πρώτος εφεσίβλητος αρχιτέκτων εκµίσθωσε στην πρώτη εκκαλούσα: α) την υπό στοιχεία Δ1 (υπόσκαφη) διόροφη κατοικία επιφάνειας 32 µτ και µια,αποθήκη επιφάνειας 30τµ, β) την µε στοχεία Δ2 διόροφη κατοικία” …….” επιφάνειας 100 τµ, γ) την υπό στοιχεία Δ3 ισόγεια κατοικία (υπόσκαφη) επιφάνειας 35 τµ, δ) την υπό στοιχεία Δ4 ισόγεια κατοικία (υπόσκαφη) επιφάνειας 40 τµ, ε) µια εκκλησία επιφάνειας 6τµ και στ) την υπό στοιχεία Δ5 κατοικία, άνωθεν της Δ4 επιφάνειας 25 τµ. Ο δεύτερος εφεσίβλητος υιός του πρώτου εκµίσθωσε στην πρώτη εκκαλούσα : α) µια πισίνα επιφάνειας 35 τµ, µηχαν. και δεξαµενή 10 τµ, ένα µπάρµπεκιου µε πέργκολα – µπαρ 45 τµ, ένα παρασεκυαστήριο-κουζίνα 12 τµ, β) τρία δίκλινα δωµάτια µε τρία wc συνολικής επιφάνειας 68 τµ, ένα µονόκλινο δωµάτιο µε wc επιφάνειας 15 τµ, ένα µονόκλινο δωµάτιο µε µπάνιο επιφάνειας 15 τµ και τρία δωµάτια επιφάνειας 25 τµ, όλα τα άνω ακίνητα ευρισκόµενα στο χωριό …….., συνοικία ………….. της Σαντορίνης. Η διάρκεια της µίσθωσης ορίστηκε εξαετής, με αρχή την 1-12-2013 και λήξη την 30-11-2019 και µε ετήσιο µίσθωµα ανερχόμενο στο ποσό των 30.000 ευρώ συµπεριλαµβανοµένου τέλους χαρτοσήµου, το οποίο έπρεπε να προκαταβάλλεται µέχρι την 10η Οκτωβρίου κάθε µισθωτικού έτους και να αναπροσαρμόζεται κατά τα ειδικότερα αναφερόµενα στο ως άνω ιδιωτικό συµφωνητικό µετά την παρέλευση διετίας από την εκπνοή του πρώτου µισθωτικού έτους. Ο δεύτερος εκκαλών δήλωσε ότι εγγυάται την πιστή τήρηση των όρων της άνω σύµβασης. Για το πρώτο μισθωτικό έτος (από 1-12-2013 έως 30-11-2014) η μισθώτρια κατέβαλε με την υπογραφή του ανωτέρω μισθωτηρίου το ποσό των 10.000 ευρώ ως προκαταβολή του ετήσιου μισθώματος, ενώ το υπόλοιπο μέρος αυτού (20.000 ευρώ) συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε δύο δόσεις των 10.000 ευρώ έκαστη, καταβλητέας της 1ης την 1-5-2014 και της 2ης την 30-9-2014
Ως σκοπός της µίσθωσης συµφωνήθηκε ο οριζόµενος στο άρθρο ΙΙΙ του µισθωτηρίου, δηλαδή η ενοικίαση δωµατίων και η παροχή υπηρεσιών ξενοδοχείου και η επιχείρηση αυτή πράγματι ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2014. Ακολούθως το προπεριγραφόμενο στο μισθωτήριο ξενοδοχείο αποτελείτο από 5 αυτοτελείς κατοικίες µε αρκετά δωµάτια, έκτασης άνω των 260 τ.µ που θα µπορούσαν να µισθωθούν είτε ως σύνολο, είτε ξεχωριστά το κάθε ένα, και περιλάµβαναν από τρίκλινο δωµάτιο έως και κατοικία που µπορούσε να εξυπηρετήσει και 8 άτοµα (το λεγόµενο «……»), πισίνα και εξωτερικό χώρο που προοριζόταν για το σερβίρισµα του πρωινού δίπλα στην πισίνα και παρασκευαστήριο µε µπαρ (συνολικά οι χώροι αυτοί γύρω στα 100 τ.µ) άλλα 3 δίκλινα δωµάτια περί τα 22-23 τ.µ έκαστο και κάποια µικρότερα δωµάτια. Τα µικρότερα αυτά δωµάτια ήταν δύο µακρόστενα µονόκλινα δωµάτια µε WC και ντους, γύρω στα 12 τ.µ έκαστο, το ένα στην άκρη της πισίνας και το άλλο πάνω από την πισίνα. Αυτά δεν µπορούσαν να μισθωθούν ως κατάλυμα λόγω της επιφάνειας (πολύ µικρά) και του σχήµατος τους (πολύ στενά), και το ένα το χρησιµοποιούσαν ως πλυσταριό, το δε δεύτερο για να κοιµάται το προσωπικό. Επιπλέον υφίσταντο µικροί μη ολοκληρωμένοι χώροι πάνω από την πισίνα που είχαν τριγύρω τοίχους και πλάκα από πάνω, οι οποίοι επίσης δεν μπορούσαν να μισθωθούν ως κατάλυμα. Τα υπόσκαφα κτίσματα ήταν ηλικίας 100 – 150 ετών και είχαν αναστηλωθεί με διατηρητέες κατασκευές του πρώτου εφεσιβλήτου. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι με τον όρο VΙ Γ και Ε του µισθωτηρίου προβλέφθηκε ότι: «Γ: Η µισθώτρια δικαιούται να προβαίνει µε δικά της έξοδα και δαπάνες σε κάθε είδους µετατροπές του µισθίου ή προσθήκες επ’ αυτού για την καλύτερη εκυπηρέτηση των επαγγελµατικών της αναγκών κατά την απόλυτη κρίση της, εφόσον δεν θίγεται η στατικότητα των κτιρίων και ο φέρων οργανισµός των κτιρίων. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος, επεµβάσεις στην εξωτερική εµφάνιση θα γίνονται κατόπιν συνεννοήσεως µε τους εκµισθωτές, εφόσον δεν αποτελούν εύλογες προσθήκες, τροποποιήσεις και συναφή για την εξυπηρέτηση της επαγγελµατικής δραστηριότητας της µισθώτριας» και «Ε: Η µισθώτρια αναλαµβάνει να καλύψει εξ ιδίων τις δαπάνες, που θα απαιτηθούν για την ανακαίνιση ή ανάπλαση ή βελτίωση ή/και επέκταση του µισθίου (οι” Δαπάνες Ανακαίνισης”) κατά τη διάρκεια της µίσθωσης …. ». Σύµφωνα δε µε τον όρο Ε1 του άρθρου νι του µισθωτηρίου ορίζεται ότι : «Στις δαπάνες ανακαίνισης περιλαµβάνονται ιδίως οι δαπάνες οι οποίες απαιτούνται για τη σύνταξη και εκπόνηση των σχετικών µελετών, των συνοδευόντων αυτές τεχνικών και λοιπών σχεδίων, οι δαπάνες έκδοσης των σχετικών αδειών εκτέλεσης των εργασιών, όπως φόροι, τέλη δικαιώµατα και αµοιβές µηχανικών και αρχιτεκτόνων, µηχανολόγων εισφορές υπέρ τρίτων και επικουρικών ταµείων ασφάλισης, µισθοί και ηµεροµίσθια εργατοτεχνιτών, που θα εργαστούν στο έργο, αµοιβές εργολάβων και υπεργολάβων, προµήθειες πάσης φύσεως και είδους υλικών και εξοπλισµού του µισθίου, παντός είδους φόροι, δασµοί και τέλη δηµόσια και δηµοτικά, σχέση έχοντα µε την εκτέλεση των εργασιών και γενικά κάθε δαπάνη, η οποία είναι αναγκαία και σκόπιµη», ενώ µε τον όρο Ε2 του ιδίου άρθρου ρητά συµφωνείται ότι πέρα των δαπανών ανακαίνισης, και κάθε άλλη δαπάνη που θα γίνεται µε πρωτοβουλία της µισθώτριας καίτοι δεν αναφέρεται ρητά, βαρύνει αποκλειστικά τη µισθώτρια. Σε εκτέλεση της ανωτέρω µισθωτικής σύµβασης, η µισθώτρια (πρώτη εκκαλούσα) παρέλαβε τον Δεκέµβριο του έτους 2013 το µίσθιο και ξεκίνησε εργασίες ανακαίνισης και βελτίωσης, προκειµένου αυτό να λειτουργήσει κατά την θερινή περίοδο του έτους 2014. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι από τις φωτογραφίες που προσκομίζουν μετ’επίκληση οι ήδη εκκαλούντες αποδεικνύεται ότι πράγματι στο μίσθιο χρειαζόταν ανακαίνιση προκειμένου αυτό να λειτουργήσει. Όμως τόσο από τις προαναφερόμενες φωτογραφίες και τις τεχνικές εκθέσεις, όσο και από τις φωτογραφίες του συγκροτήματος στο διαδίκτυο υπό τον τίτλο ……….., που επίσης προσκομίζονται, αποδεικνύεται ότι οι φθορές του µισθίου συγκροτήµατος δεν ήταν του µεγέθους και της εκτάσεως για τα οποία παραπονούνται οι εκκαλούντες. Ειδικά για τη στατικότητα του συγκροτήματος πρέπει να αναφερθεί ότι αυτή ήταν επαρκής ακόμα και στο χώρο της πισίνας, και γι’αυτό εξάλλου τα υπόσκαφα κτίσματα δεν κατέρρευσαν στο σεισμό του 1956, ενώ οι εργασίες που τελικά πραγματοποιήθηκαν αφορούσαν κυρίως το ηλεκτρολογικό σύστημα και αυτό της ύδρευσης και αποχέτευσης. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι στο δικόγραφο της ανακοπής σε κάθε περίπτωση δεν διευκρινιζόταν ποιο μέρος του ποσού των επικαλούμενων από τη μισθώτρια δαπανών αφορούσε αγορά υλικών, και ποιο καταβολή εργολαβικού ανταλλάγματος για τις εργασίες, και συνεπώς ορθώς κρίθηκε ότι ο ισχυρισμός περί συμψηφισμού δεν προτάθηκε παραδεκτά, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν εδώ στη νομική σκέψη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε εσφαλμένα το νόμο κρίνοντας δικονομικά απαράδεκτο λόγω αοριστίας το σχετικό ισχυρισμό, και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο δεύτερο λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι η ανακαίνιση αυτή θα γινόταν με δαπάνες του ιδιοκτήτη, πέραν της γενικής και αόριστης δήλωσης του ηλεκτρολόγου ……………. στον επίλογο της τεχνικής του έκθεσης που έχει ως πηγή γνώσης ως προς αυτό τους εκκαλούντες και φυσικά δεν αποτελεί μαρτυρική κατάθεση. Είναι δε ενδεικτικό του ότι δεν καταρτίστηκε τελικά τέτοια μεταγενέστερη τροποποιητική συμφωνία, το γεγονός ότι σε προηγούμενες διαπραγματεύσεις ο πρώτος εφεσίβλητος είχε ζητήσει μεγαλύτερο ετήσιο μίσθωμα δηλαδή 35.000 έως 40.000 ευρώ από τον ……….., χωρίς ποτέ να γίνει λόγος ότι η ανακαίνιση θα γινόταν με δικά του έξοδα, δηλαδή με έξοδα του ιδιοκτήτη. Επίσης ενδεικτικό του ότι δεν έγινε τέτοια μεταγενέστερη τροποποιητική συμφωνία, αποτελεί το ότι ο πρώτος εφεσίβλητος υπό την ιδιότητα του αρχιτέκτονα µηχανικού ανέλαβε να επιµεληθεί την εκτέλεση των εργασιών ανακαίνισης έναντι πρόσθετης αµοιβής, η οποία ανήλθε συνολικά στο ποσό των 10.324 ευρώ και για την οποία αυτός εξέδωσε τα με αριθμούς …/2-8-2014 και …/5-8-2014 τιµολόγια παροχής υπηρεσιών. Το τελικό ετήσιο μίσθωμα για αυτή την περιοχή είναι απολύτως λογικό (γι’αυτό εξάλλου η μισθώτρια το θεώρησε εύλογο) και αν η εκµισθώτρια είχε αναλάβει και τις δαπάνες ανακαίνισης, είναι σίγουρο ότι θα το μετακύλυε στο ύψος του μισθώματος. Όμως τέτοια ρήτρα δεν αναφέρεται στο μισθωτήριο. Σε αυτό αντίθετα υπάρχει μόνο ρήτρα αποζημίωσης της μισθώτριας για τις δαπάνες ανακαίνισης μετατροπής και προσθηκών που θα παραμείνουν σε όφελος του μισθίου και ορίζεται ότι η αποζημίωση αυτή θα αντιστοιχεί στο σύνολο της δαπάνης απομειούμενης κατά ποσοστό 17% για κάθε μισθωτική περίοδο. Συνεπώς, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισµός των εδώ εκκαλούντων περί προφορικής συµφωνίας αρχικά µε τον πρώτο εφεσίβλητο περί συμψηφισμού των πραγματοποιηθεισών δαπανών αποκατάστασης του µισθίου µε το ετήσιο µίσθωµα των 30.000 ευρώ µέχρι να αρθούν εκ µέρους των εκµισθωτών τα κατά τους εκκαλούντες επικαλούμενα ελαττώµατα του µισθίου. Επίσης δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός περί προφορικής συμφωνίας µε τον δεύτερο εφεσίβλητο για μεγάλη μείωση του καταβλητέου ετήσιου μισθώματος (δια συμψηφισμού) και τελικά το Νοέµβριο του έτους 2016 περί προφορικής συµφωνίας μειώσεως του µισθώµατος στα 20.000 ευρώ, έως ότου παραδοθούν απ’ αυτόν αποπερατωµένα τα τρία µίσθια δωµάτια συνολικής εκτάσεως 25 τ.µ. Τέλος δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός τους ότι κατόπιν όλων των ανωτέρω συµφωνήθηκε ότι δεν οφείλεται μίσθωμα για τις ετήσιες µισθωτικές περιόδους 2013-2014, 2014-2015 και 2015-2016. Κατά την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου αυτού είναι βέβαιο ότι μετά τη σύναψη του συγκεκριμένου λεπτομερούς μισθωτηρίου οποιοσδήποτε τροποποιητικός όρος θα καταρτιζόταν εγγράφως. Είναι χαρακτηριστικό της βούλησης των συμβαλλόμενων μερών (τουλάχιστον των εκμισθωτών) να τηρήσουν τύπο το γεγονός ότι ακόμη και η τμηματική καταβολή του πρώτου ετήσιου μισθώματος περιλήφθηκε τον τύπο (όρος β σελ. 4). Εξάλλου, η μισθώτρια για πρώτη φορά παραπονέθηκε για την ύπαρξη ουσιωδών ελαττωμάτων την 25.7.2016 με το εξώδικο που κοινοποίησε. Μάλιστα σε αυτό ουδεµία αναφορά κάνει για ύπαρξη άτυπης προφορικής συµφωνίας µε τον πρώτο εφεσίβλητο για συµψηφισµό των δαπανών αποκατάστασης του µισθίου µε το ετήσιο µίσθωµα. Αντίθετα με το εξώδικο αυτό του ανακοινώνει την απόφαση της, ασκώντας έτσι και αναλώνοντας το δικαίωμα επιλογής της, το οποίο αναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, να καταβάλει ετήσιο μειωμένο μίσθωμα ύψους 20.000 ευρώ από την κοινοποίηση, διότι κατά την άποψη της δεν έχουν ολοκληρωθεί τα κτίσματα και της έχουν παραδοθεί 8 αντί για 13 δωμάτια. Αν είχε πράγματι προηγηθεί συμφωνία μειώσεως ή μη καταβολής του μισθώματος, τότε δεν θα υπήρχε ανάγκη κοινοποίησης του προαναφερόμενου εξωδίκου. Και αυτός όμως ο ισχυρισμός περί μη παραδόσεως όλων των δωματίων, αποδεικνύεται ανακριβής, διότι στο άρθρο 1 του ιδιωτικού συμφωνητικού αναφέρονται πέντε κατοικίες και τρία δίκλινα δωμάτια, τα δε μονόκλινα αναφέρθηκε από τον ξυλουργό …… που συντήρησε τις κλειδαριές, τους μεντεσέδες και τα ξύλινα κουφώματα και αντικατέστησε τις πόρτες του συγκροτήματος ότι αποτελούσαν τους βοηθητικούς χώρους του συγκροτήματος και όχι δωμάτια προς ενοικίαση. Τέλος κατά τον προαναφερόμενο τα τρία δωμάτια 25 τμ δίπλα στην πισίνα που δεν ήταν ολοκληρωμένα, μόνο ως χώροι αποθήκευσης θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν και όχι να διατεθούν προς ενοικίαση. Και τελικά αυτό που είναι σημαντικό και εδώ ενδιαφέρει είναι πως το γεγονός ότι ο χώρος χρειαζόταν ανακαίνιση ήταν σε γνώση της μισθώτριας από την αρχή, και, όπως ήδη προαναφέρθηκε, λήφθηκε υπόψη κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων στον καθορισμό του ύψους του μισθώματος. Για το λόγο αυτό περιλήφθηκε ρήτρα αποζημίωσης της μισθώτριας κατά την αποχώρηση της λόγω των δαπανών που θα είχε εκτελέσει στο συγκρότημα, και τελικά αποδεικνύεται ότι ήταν δική της απόφαση να μετατρέψει σε ενοικιαζόμενα τους τρεις βοηθητικούς χώρους δίπλα στην πισίνα που δεν προορίζονταν προς ενοικίαση λόγω της ιδιαιτερότητας της κατασκευής τους, ούτε οι εκμισθωτές παρέστησαν ψευδώς ότι οι χώροι αυτοί διατίθενται προς ενοικίαση σε τουρίστες. Ακολούθως δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η μη διαμόρφωση των χώρων αυτών εξαρχής για να διατεθούν σε τουρίστες αποτελούσε πραγματικό ελάττωμα του μισθίου ως προς τον αριθμό των παραδοθέντων ενοικιαζόμενων δωματίων, όπως υπαινίσσονται οι εκκαλούντες, αφού η περιγραφή του αντικειμένου μισθώσεως στο ιδιωτικό συμφωνητικό είναι γενική και δεν αναφέρεται ότι τα τρία δωμάτια εκτάσεως 25 τμ είναι προς ενοικίαση σε τουρίστες. Επίσης δεν περιγράφονται άλλοι βοηθητικοί χώροι στο μισθωτήριο, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για τη λειτουργία ξενοδοχειακού συγκροτήματος. Σε κάθε περίπτωση και εκ περισσού να αναφερθεί ότι από την κατάθεση του ……….. αποδείχθηκε ότι οι χώροι αυτοί ήδη έχουν αποτελέσει χώρο που διατίθεται προς μίσθωση στο ξενοδοχείο με το όνομα «…….» και επομένως κρίνειται αβάσιμο ακόμη και το παράπονο που υποβλήθηκε με το σχετικό λόγο ανακοπής (ήδη εφέσεως) ότι λόγω πραγματικών ή άλλων ελαττωμάτων δεν εκδόθηκε σήμα λειτουργίας επιχείρησης από τον ΕΟΤ. Τέλος και αναφορικά με την πίεση των σωλήνων ύδρευσης για την οποία επίσης παραπονέθηκε η μισθώτρια με το προαναφερόμενο εξώδικο της, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό δε συνδέεται με το γεγονός ότι το ακίνητο υδροδοτείται από ένα ρολόι, λόγω προηγούμενης οφειλής και ρύθμισης αυτής από μέρους των εκμισθωτών εφεσιβλήτων, ούτε φυσικά προσκομίζεται τεχνική έκθεση που να πιστοποιεί κάτι τέτοιο. Από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες αποδεικνύεται ότι το μίσθιο βρίσκεται σε ένα από τα ψηλότερα σημεία της Σαντορίνης στα ….., όπου είναι χαρακτηριστική η υποπίεση στο δίκτυο ύδρευσης της περιοχής ιδίως τους θερινούς μήνες με την αυξημένη κατανάλωση. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η μισθώτρια για το τέταρτο και πέµπτο µισθωτικό έτος (από 1-11-2016 έως 30-10- 2017 και από 1-11-2017 έως 30-10-2018, αντίστοιχα) δεν κατέβαλε καθόλου µίσθωµα, ενώ για το τρίτο µισθωτικό έτος από 1-11-2015 έως 30-10-2016 οφείλεται υπόλοιπο µισθώµατος, ποσού 15.284 ευρώ. Επομένως αφού ουδεμία πρόσθετη συμφωνία περί συμψηφισμού αποδείχθηκε η πρώτη εκκαλούσα μισθώτρια με τη μη καταβολή των προναφερόμενων μισθωμάτων κατέστησαν δύστροπη. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στον πρώτο λόγο της κρινόμενης εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι εκµισθωτές αιτήθηκαν και πέτυχαν την έκδοση της με αριθμό 315/6-6-2018 διαταγής απόδοσης µισθίου και καταβολής µισθωµάτων, για οφειλόµενα µισθώµατα ποσού α) 15.824 ευρώ υπόλοιπο µισθώµατος τρίτου έτους 1-11-2015 έως 30-10-2016, β) 30.000 ευρώ για οφειλόµενο µίσθωµα έτους 1-11-2016 έως 30-10-2017 και ποσό 30.000 ευρώ για οφειλόµενο µίσθωµα έτους από 1- 11-2017 έως 30-10-2018 και συνολικά για ποσό 75.284 ευρώ. Με βάση το προαναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως ενώ η µισθώτρια όφειλε 150.000 ευρώ για τα πέντε πρώτα µισθωτικά έτη, κατέβαλε το ποσό των 74.716 ευρώ και οφείλει στους εκµισθωτές το ποσό των 75.284 ευρώ, που τους επιδικάστηκε µε την διαταγή απόδοσης µισθίου και καταβολής µισθωµάτων. Αλυσιτελώς δε παραπονούνται οι εκκαλούντες με τον τέταρτο λόγο εφέσεως ότι με την εκκαλουμένη κρίθηκε ότι το καταβλητέο από αυτούς ποσό ανερχόταν μόλις στο ποσό των στο ποσό των 68.565 ευρώ, καθώς και αν γινόταν δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός λόγος εφέσεως, δεν θα είχε αυτό συνέπεια στη νομιμότητα έκδοσης της προαναφερόμενης διαταγής απόδοσης μισθίου και συνεπώς δεν θα οδηγούσε σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης.
Η δε έκδοση της προαναφερόμενης διαταγής απόδοσης μισθίου δεν συνιστά, κατά την κρίση του δικαστηρίου αυτού, κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος των εφεσιβλήτων, με βάση και τα προαναφερόμενα γεγονότα. Τούτο διότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν νομική υποχρέωση να συνυπολογίσουν το ποσό των δαπανών που πραγματοποίησε η μισθώτρια επί του μισθίου στα μισθώματα που σύμφωνα με το ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως έπρεπε να λάβουν, τη στιγμή μάλιστα που δεν προσδιορίστηκε επακριβώς το είδος της κάθε δαπάνης ώστε να κριθεί αν αυτή πραγματοποιήθηκε για την αποκατάσταση των αρχικών φθορών του συγκροτήματος ή για να αλλάξει η χρήση των βοηθητικών χώρων σε ενοικιαζόμενα δωμάτια σύμφωνα με τη βούληση της μισθώτριας και μόνο. Επίσης αυτοί (οι εφεσίβλητοι) δεν αδράνησαν στην διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους με τρόπο ώστε να δημιουργήσουν στους εκκαλούντες την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσουν τα δικαιώματα τους, οι δε επαχθείς συνέπειες στους εδώ εκκαλούντες δεν αντίκεινται κατά προφανή τρόπο στις αρχές καλής πίστης, των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απορρίπτοντας ως νομικά αβάσιμο το σχετικό ισχυρισμό ορθώς εφάρμοσε το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό τρίτο λόγο της κρινόμενης εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω και με δεδομένο ότι δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος έφεσης, αφού σύμφωνα με όλες τις προηγούμενες σκέψεις, έχουν απορριφθεί όλοι οι λόγοι της υπό κρίση εφέσεως, πρέπει κατ` ακολουθίαν να απορριφθεί και η ίδια η έφεση στο σύνολο της ως κατ` ουσίαν αβάσιμη. Επίσης πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παράβολου εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Τέλος τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του, να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 1.7.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 έφεση κατά της με 1933/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών επί της με αριθμό …………/6.7.2018 ανακοπής
Δέχεται τυπικά την έφεση, και
Απορρίπτει αυτή κατ` ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του ηλεκτρονικού παράβολου της εφέσεως με κωδικό …………. στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει εις βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 19 Φεβρουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ