Αριθμός 113/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 26.2.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2020 έφεση κατά της οριστικής με αριθμό 111/10.1.2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων και τη διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών επί της από 17.7.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2.10.2018 αγωγής έχει ασκηθεί νοµότυπα και εµπρόθεσµα, εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια, καθώς το πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραµµατεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 5.3.2020 (άρθρα 495, 496, 498, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ), αρµοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει επομένως αυτή να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, με δεδομένο ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.
Στην προκειμένη περίπτωση, με το από 17.7.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2.10.2018 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου άνευ τίτλου δικόγραφο και εκτιμώμενο ως αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθετε ότι δυνάμει άτυπης συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε, στις 14-1-2014, με την ήδη εφεσίβλητη εναγομένη κάτοικο Πειραιά, προσελήφθη από την τελευταία προκειμένου να εργαστεί ως ρεσεψιονίστ στο ευρισκόμενο στον Πειραιά ξενοδοχείο που εκμεταλλευόταν η τελευταία, με πενθήμερο καθεστώς εβδομαδιαίας εργασίας, για τις ημέρες από Τρίτη έως Σάββατο, από ώρα 23:00 έως ώρα 07:00 και έναντι ωρομισθίου 5,42 ήτοι ημερομισθίου 43,36 ευρώ, προσαυξανόμενου αντιστοίχως λόγω της νυχτερινής του εργασίας. Ότι παρά την παραπάνω συμφωνία αυτός εργαζόταν δύο επιπλέον ώρες ημερησίως (22.00-23.00 και 07.00-08.00) και όλες τις ημέρες της εβδομάδας και τις αργίες χωρίς τις αντίστοιχες προσαυξήσεις και επιδόματα. Ότι ακολούθως, δυνάμει έγγραφης συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης, που κατήρτισε, στις 2-9-2014, με την ήδη εφεσίβλητη εναγόμενη, προσελήφθη από την τελευταία, με τα ίδια καθήκοντα και με πενθήμερο καθεστώς εβδομαδιαίας εργασίας, για τις ημέρες από Τρίτη έως Σάββατο, από ώρα 23:00 έως ώρα 03:00 και έναντι ωρομισθίου 5,42 ήτοι ημερομισθίου 21,68 ευρώ, όμως στην πραγματικότητα συνέχισε να εργάζεται στην ήδη εφεσίβλητη εναγομένη και πάλι αδιαλείπτως και καθ’ υπέρβαση του νομίμου ωραρίου του, οκτώ ώρες ημερησίως ήτοι από ώρα 23:00 έως ώρα 07:00 και δύο επιπλέον ώρες ημερησίως (22.00-23.00 και 07.00-08.00) και όλες τις ημέρες της εβδομάδας και τις αργίες χωρίς τις αντίστοιχες προσαυξήσεις και επιδόματα μέχρι και τις 4-4-2018 οπότε και η εδώ εφεσίβλητη εναγομένη του επέδωσε την από 3-4-2018 έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του, χωρίς όμως να του καταβάλει την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης. Ότι επιπλέον η τελευταία δεν του έχει καταβάλει για όλο το ως άνω χρονικό διάστημα, τη διαφορά των νομίμων αποδοχών του, την αμοιβή του για την προσαύξηση της υπερωριακής εργασίας του κατά τις ως άνω ημέρες, για την εργασία του την 6η ημέρα της εβδομάδας, τις Κυριακές, τις εορτές και τις αργίες, για τη νυχτερινή του απασχόληση καθ’ όλες τις ημέρες της εβδομάδας, για την προσαύξηση της νυχτερινής εργασίας του κατά τις ως άνω ημέρες, για τη μη λήψη αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, την αμοιβή του για τις μη χορηγούμενες ετήσιες άδειες και τα επιδόματα αδείας καθώς και τα μη καταβληθέντα επιδόματα – δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, περαιτέρω δε, του οφείλει την αποζημίωση απόλυσής του, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ακολούθως αιτήθηκε κυρίως με βάση την εργασιακή σχέση και επικουρικά με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού να υποχρεωθεί η εδώ εφεσίβλητη με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλει το ποσό των 20.227,44 ευρώ για διαφορές νόμιμων και καταβαλλόμενων αποδοχών, το ποσό των 12.457,33 ευρώ άλλως των 9.625,92 ευρώ για εργασία κατά την 6η ημέρα της εβδομάδας, το ποσό των 16.617,72 για εργασία κατά την Κυριακή, το ποσό των 1.821,12 ευρώ για εργασία κατά τις εορτές και αργίες, το ποσό των 10.113,72 ευρώ για νυχτερινή εργασία για τις πέντε ημέρες τις εβδομάδας, το ποσό των 2.406,48 ευρώ για νυχτερινή εργασία κατά την 6η ημέρα της εβδομάδας, το ποσό των 2.373,96 ευρώ για νυχτερινή εργασία κατά την Κυριακή, το ποσό των 260,16 ευρώ για νυχτερινή εργασία κατά τις εορτές και αργίες, το ποσό των 9.495,84 ευρώ για μη λήψη αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, το ποσό των 4.379,36 ευρώ για μη χορήγηση αδειών, το ποσό των 4.379,36 για προσαύξηση λόγω μη χορήγησης αδειών, το ποσό των 1.951,20 για μη χορήγηση επιδομάτων αδείας, το ποσό των 4.336 ευρώ για δώρα Χριστουγέννων, το ποσό των 2.991,84 ευρώ για δώρα Πάσχα, το ποσό των 6.601,56 ευρώ για υπερεργασία, το ποσό των 17.824,25 ευρώ για κατ’ εξαίρεση υπερωρία και το ποσό των 8.202,64 ευρώ που αντιστοιχεί στην αποζημίωση απόλυσης και συνολικά το ποσό των 126.439,98 ευρώ, άλλως και επικουρικώς το ποσό των 123.608,57 ευρώ, όλα δε τα επιμέρους αγωγικά κονδύλια, με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο τούτων κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, σύμφωνα με τις ειδικότερες στην υπό κρίσιν αγωγή διακρίσεις, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τις διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 2, 22, 33 του ΚΠολΔ, κατά τη διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614επ.) την έκρινε ορισμένη, ότι το αίτημα καταβολής αποζημίωσης λόγω απόλυσης έχει ασκηθεί εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, και περαιτέρω έκρινε ότι η αγωγή έχει νομικό έρεισμα ως προς αμφότερες τις βάσεις τις στις διατάξεις των άρθρων 361, 648 επ., 904 του ΑΚ, 4 του Ν.2874/2000, 1 επ. του Ν.3385/2005, 74 του Ν. 3863/2010, 1 παρ. 1 και 2 του Ν.1082/1980 και 1 παρ.1 & 2, 2, 3 παρ. 1 και 6 της 1904011981 Κ.Υ.Α. Οικονομικών και Εργασίας, 2 παρ. 1, 5 παρ. 5 του Α.Ν.539/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν.1346/1983, 3 παρ. 16 Ν.4504/1966 και 3 Ν.Δ. 3755/1957, της 18.31011946 Κ.Υ.Α Οικονομικών και Εργασίας, 1 και 3 του Ν.2112/1920, 2 και 5 παρ.1 και 3 του Ν.3198/1955. Στη συνέχεια δε την έκανε δεκτή κατά ένα μικρό μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη επιδικάζοντας μέρος της αιτηθείσας μη καταβληθείσας αποζημίωσης λόγω απόλυσης και κατά τα λοιπά την απέρριψε στην ουσία της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο ενάγων ήδη εκκαλών με την υπό κρίση έφεση του και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους που άπτονται σε κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού (ο τρίτος λόγος περί του προσδιορισμού της καταβληθείσας αποζημίωσης είναι συναφής, αφού αφορά μεν τον κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου εσφαλμένο προσδιορισμό των τακτικών αποδοχών, άπτεται όμως πλήρως της επικαλούμενης εσφαλμένης εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού, δηλαδή την κρίση του Πρωτοβάθμιου ότι δεν τελέστηκε υπερωριακή απασχόληση κλπ). Ακολούθως ο εκκαλών ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος που δεν τον ωφελεί ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολο της.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.2 του ν. 2112/ 1920 και 5 παρ.1 του ν. 3198/1955, η καταβαλλόμενη στο μισθωτό αποζημίωση απόλυσης υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του απολυόμενου κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (ΟλΑΠ 1144/1983). Ως τακτικές αποδοχές θεωρούνται και οι πρόσθετες παροχές που καταβάλλονται κατά τη διάρκεια της εργασιακής σύμβασης σταθερά και μόνιμα, ως τακτικό, νόμιμο ή συμβατικό αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας. Ως τακτικές αποδοχές θεωρούνται και η πρόσθετη αμοιβή που καταβάλλεται κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο για παρεχόμενη υπερεργασία και για εργασία κατά τη νύχτα ή τις Κυριακές (ΑΠ 1205/1998). Στην ίδια έννοια εμπίπτει και η αμοιβή με τις προσαυξήσεις της για παροχή υπερωριακής εργασίας (ΑΠ 174/1999), εάν πρόκειται, όμως, για παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας, η οφειλόμενη αποζημίωση δεν συνυπολογίζεται, έστω και αν η παράνομη υπερωριακή εργασία παρέχεται τακτικά. Ως τακτικές αποδοχές, που συνυπολογίζονται για τον καθορισμό της αποζημίωσης, θεωρούνται, μεταξύ άλλων, τα επιδόματα εορτών και αδείας και οι οικειοθελείς παροχές, τις οποίες ο εργοδότης καταβάλλει για μεγάλο χρονικό διάστημα σταθερά, ομοιόμορφα και ανεπιφύλακτα, οπότε παύουν να είναι ελευθέρως ανακλητές και αποκτούν μισθολογικό χαρακτήρα. Δεν έχουν το χαρακτήρα τακτικών αποδοχών τυχόν πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη οικειοθελώς και χωρίς νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση μεν να αποτελέσουν αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αλλά με την εξ υπαρχής δηλωθείσα βούλησή του ότι μπορεί αυτός, κατά την κρίση του και οποτεδήποτε θελήσει, να παύσει τη χορήγησή τους. Τότε, οι παροχές αυτές δεν λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό, μεταξύ άλλων, του ύψους των επιδομάτων που καταβάλλονται κατά τις εορτές και, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από τον εργοδότη. (ΑΠ 865/2018 δημ. νόμος)
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, από προσκομιζόμενες μετ’επίκληση ένορκες βεβαιώσεις των μη εξαιρετέων μαρτύρων που λήφθησαν πρωτοδίκως κατά τις διατάξεις του άρθρου 421 του ΚΠολΔ, μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους και δεν υπερβαίνουν τις πέντε για κάθε πλευρά, δηλαδή τις ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά με αριθμό ……./8.3.2019 του …………. μηχανικού πετρελαίου που διαμένει προσωρινά στον Πειραιά, της ………, κατοίκου Καστέλλας και της ………, κατοίκου Πειραιά, μετά τη με αριθμό …../5.3.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ………, τις με αριθμό … και …/15.3.2019 ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά του επιχειρηματία ………., κατοίκου Πειραιώς, και του ιδιωτικού υπαλλήλου ……., κατοίκου Καστέλλας, μετά τη με αριθμό …../12.3.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ……., τις με αριθμό … και ../21.1.2019 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά του υπαλλήλου ΔΕΔΔΗΕ …., κατοίκου Αθηνών και της ……, κατοίκου Γαλατσίου Αθήνας, μετά τη με αριθμό ……/11.1.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών . ….., και αυτές που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού σύμφωνα με το άρθρο 529 του ΚΠοΔ, αφού γίνονται προς αντίκρουση των ισχυρισμών της άλλης πλευράς και δεν κρίνεται ότι δεν είχαν προσδιοριστεί στον πρώτο βαθμό από στρεψοδικία ή βαριά αμέλεια, δηλαδή την ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά με αριθμό …/9.12.2020 ένορκη βεβαίωση της αρχιτέκτονος μηχανικού ……….. κατοίκου Κερατσινίου, μετά τη με αριθμό …../4.12.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …… και την ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά με αριθμό …../15.12.2020 ένορκη βεβαίωση της λογίστριας ……… κατοίκου Καστέλλας, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση και τα οποία εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 336 παρ. 3 του ΚΠολΔ) σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), πλήρως αποδείχθηκαν κατά την κρίση αυτού του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εφεσίβλητη, με καταγωγή από την Ισπανία είχε χηρέψει από το έτος 2005 και διατηρούσε ήδη πριν το θάνατο του συζύγου της την μικρή επιχείρηση ξενοδοχειακών υπηρεσιών, στην οποία απασχολήθηκε ο εκκαλών. Το ξενοδοχείο αυτό βρίσκεται στην ….., δηλαδή σε κεντρικό σημείο στον Πειραιά και έχει μόλις 12 δωμάτια προς ενοικίαση, καθώς, σύμφωνα με την ένορκη βεβαίωση της εκεί παλαιότερα εργαζόμενης ………. το διάστημα που εδώ ενδιαφέρει, δύο από τα υφιστάμενα δωμάτια χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες της εφεσιβλητης (διαμονή και γραφείο) και ένα για τυχόν χρήση από το προσωπικό. Επειδή η εφεσίβλητη ήταν επιβαρυμένη με την ανατροφή του ανήλικου τέκνου που είχε αποκτήσει από το γάμο της, χρειαζόταν, μεταξύ άλλων, προσωπικό και στην υποδοχή του ξενοδοχείου της στο οποίο, όπως προαναφέρθηκε, και η ίδια διέμενε. Συγκεκριμένα χρειαζόταν προσωπικό υποδοχής για τις νυχτερινές ώρες από 11 το βράδυ μέχρι 3 το πρωί, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ένορκη βεβαίωση της λογίστριας ………… που κατοικεί δίπλα στο ξενοδοχείο. Το έτος 2014 προσέλαβε για την εργασία αυτή τον εκκαλούντα για να απασχολείται εκεί τις παραπάνω τέσσερις περίπου ώρες τη νύχτα, ώστε να μειώνεται έτσι η δική της απασχόληση. Ακολούθως η έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης καταρτίστηκε στις 2-9-2014, και ο εκκαλών προσελήφθη ως ρεσεψιονιστ με πενθήμερο καθεστώς εβδομαδιαίας εργασίας, για τις ημέρες από Τρίτη έως Σάββατο, από ώρα 23:00 έως ώρα 03:00 και έναντι ωρομισθίου 5,42 ήτοι ημερομισθίου 21,68 ευρώ, προσαυξανόμενου αντιστοίχως λόγω της νυχτερινής του εργασίας. Ο αγωγικός ισχυρισμός του εδώ εκκαλούντος ότι τόσο από τον Ιανουάριο του 2014 οπότε προσελήφθη ατύπως, όσο και από το Σεπτέμβριο του 2014 οπότε δηλώθηκε ως εργαζόμενος της επιχείρησης με την προαναφερόμενη τετράωρη απασχόληση, στην πραγματικότητα εργαζόταν καθ’ υπέρβαση του νομίμου ωραρίου του, οκτώ ώρες ημερησίως ήτοι από ώρα 23:00 έως ώρα 07:00 και δύο επιπλέον ώρες ημερησίως (22.00-23.00 και 07.00-08.00) και όλες τις ημέρες της εβδομάδας και τις αργίες χωρίς τις αντίστοιχες προσαυξήσεις και επιδόματα μέχρι και τις 4-4-2018, οπότε και απολύθηκε, δεν αποδείχθηκε στον απαιτούμενο βαθμό ώστε να οδηγηθεί το παρόν δικαστήριο σε πλήρη δικανική πεποίθηση. Τούτο δε πρωτίστως διότι αυτός τα τέσσερα και πλέον έτη της απασχόλησης του, δεν διατύπωσε καμία επιφύλαξη ως προς το εργασιακό του καθεστώς, ώστε να οδηγηθεί το παρόν δικαστήριο σε τέτοια δικανική κρίση. Εξάλλου όλα τα ευρισκόμενα στη δικογραφία έγγραφα που αφορούν δηλώσεις της εργοδότριας σχετικά με το καθεστώς απασχόλησης του εκκαλούντος αναφέρονται σε πενθήμερη τετράωρη απασχόληση, απασχόληση εξάλλου για την οποία εξαρχής κατά τα προαναφερόμενα προσλήφθηκε ο εκκαλών. Πέραν των δηλώσεων της εργοδότριας στις δημόσιες υπηρεσίες, σε όλα τα πρόχειρα βιβλία της επιχείρησης στα οποία αναγράφονται τα ημερήσια έξοδα αυτής, υπάρχει αναγραφή που αφορά ποσό που καταβάλλεται στον εκκαλούντα ημερησίως, το οποίο, πλην μιας φοράς, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 25 ευρώ. Από την άλλη μεριά ο εκκαλών δεν έχει προβεί σε κάποια πρόχειρη σημείωση αριθμού υπερωριών (τακτική ή μη) όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα, πράγμα που συνηθίζουν οι εργαζόμενοι οι οποίοι εργάζονται υπερωριακά. Επίσης όλο το παραπάνω διάστημα ο εκκαλών δεν προέβη σε κάποια καταγγελία στην επιθεώρηση εργασίας, ώστε να προκαλέσει σχετική έρευνα σχετικά με το εργασιακό του καθεστώς, παρόλο που, όπως ήδη προαναφέρθηκε, το ξενοδοχείο είναι κοντά στην …… σε κεντρικό σημείο στον Πειραιά. Συνεπώς έρχεται σε αντίθεση με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας αυτός να εργάζεται 70 ώρες τη βδομάδα αντί για 20, όπως είχε συμφωνηθεί, να μη λαμβάνει επιδόματα εορτών και αδείας για την απασχόληση του αυτή και να εξακολουθεί να απασχολείται, χωρίς να διαμαρτυρηθεί, ούτε μία φορά για διάστημα τεσσάρων και πλέον ετών. Αυτός διαμαρτυρήθηκε για πρώτη φορά στην αρμόδια υπηρεσία μόλις στις 5.4.1998 οπότε περιέγραψε την κατά αυτόν φερόμενη συνθήκη εκμετάλλευσης του από την εδώ εφεσίβλητη, συνθήκη την οποία περιγράφει στην αγωγή του. Την προαναφερόμενη ημεροχρονολογία, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, στην από 26.6.2018 έγκληση που έχει υποβάλει σε βάρος της εφεσίβλητης για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως και εξυβρίσεως (βλ. σχετ. 4), έλαβε με έκπληξη, την από την εφεσίβλητη από 3.4.2018 έγγραφη εξώδικη καταγγελία συμβάσεως εργασίας του. Πλην όμως δύο περίπου μήνες αργότερα, την 4.6.2018 κατά την απόπειρα επίλυσης διαφοράς της επιθεωρήσεως εργασίας, η εδώ εφεσίβλητη, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της αρνήθηκε ότι απασχολούσε επί 7ημερο και για 10 ώρες κάθε μέρα τον εκκαλούντα και δήλωσε ότι το οφειλόμενο επίδομα αδείας και η άδεια του 2018 θα του καταβληθούν μέσω τραπέζης (σχετ. 6). Λίγες μέρες δε μετά στις 8.6.2018 με επιστολή της προς το υπουργείο εργασίας, διευκρίνισε ότι δεν του κατέβαλε την οφειλόμενη αποζημίωσης διότι, κατά την άποψη της, αυτός δεν τη δικαιούται λόγω της ανεπίτρεπτης συμπεριφοράς που αυτή είχε προηγουμένως περιγράψει στην προαναφερόμενη από 3.4.2018 εξώδικη καταγγελία της σύμβασης εργασίας που είχε κοινοποιήσει στον εκκαλούντα. Ειδικότερα σε αυτή η εφεσίβλητη επικαλέστηκε εξυβρίσεις και εκφοβιστικές παρακολουθήσεις από μέρους του εκκαλούντος. Σημειωτέον ότι ο εκκαλών, στις 4.4.2018 παρόλο που όπως ομολογεί του είχε προεπιδοθεί η έγγραφη εξώδικη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από μέρους της εφεσίβλητης, θεώρησε σκόπιμο να την αγνοήσει, και να προσέλθει την ίδια ημερομηνία στο ξενοδοχείο της εφεσίβλητης για να αναλάβει και πάλι τα εργασιακά του καθήκοντα. Αποτέλεσμα της παραπάνω συμπεριφορά του ήταν να κληθεί η αστυνομία στο σημείο, διότι η εφεσίβλητη επανέλαβε στα αστυνομικά όργανα που επιλήφθηκαν του περιστατικού, ότι δεν επιθυμούσε να εργάζεται ο εκκαλών πλέον στην επιχείρηση της (βλ. σχετ. 3 το από 30.4.2018 ημερήσιο δελτίο οχήματος). Τότε μόνο ο εκκαλών απευθύνθηκε πλέον την ίδια ημερομηνία στην επιθεώρηση εργασίας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι έκτοτε το αστυνομικό τμήμα της περιοχής εξακολούθησε να απασχολείται με διενέξεις των εδώ διαδίκων μερών. Ειδικότερα στις 20.10.2018 η εφεσίβλητη προσήλθε στο αστυνομικό τμήμα για να παραπονεθεί ότι ο εκκαλών πραγματοποιούσε πυκνές διελεύσεις εξωτερικά του ξενοδοχείου της, και ταυτόχρονα της εκτόξευε απειλές και την εξύβριζε. Η εφεσίβλητη επίσης ισχυρίστηκε ότι επιπλέον ο εκκαλών βιντεοσκοπούσε την είσοδο του ξενοδοχείου της από την απέναντι οικία στην οποία διαμένει φιλικό του πρόσωπο, ο δε εκκαλών αρνήθηκε όλα τα παραπάνω όταν προσήλθε στο αστυνομικό τμήμα (βλ. σχετ. 18). Στις 7.11.2018 η εφεσίβλητη προσήλθε και πάλι στο αστυνομικό τμήμα παραπονούμενη για διατάραξη της οικιακής ειρήνης της εκ μέρους του εκκαλούντος, ο οποίος και πάλι κατά τους ισχυρισμούς της, βρισκόταν έξω από το ξενοδοχείο της, με αποτέλεσμα να κληθεί και πάλι ο εκκαλών για να του υποβληθούν συστάσεις (βλ. σχετ. 18α). Να σημειωθεί ότι νωρίτερα την ίδια ημερομηνία η εργαζόμενη στο ξενοδοχείο της εφεσίβλητης ………. είχε καλέσει αστυνομικό όχημα ισχυριζόμενη ότι ύποπτο άτομο περιφερόταν έξωθεν του ξενοδοχείου. Σε αυτήν την περίπτωση πράγματι μετά από σχετικό αστυνομικό έλεγχο ταυτοποιήθηκε ο εκκαλών ως το φυσικό πρόσωπο που περιφερόνταν έξω από το ξενοδοχείο (σχετ. 18β). Τέλος την 15.1.2019 εκλήθη στο αστυνομικό τμήμα η εφεσίβλητη για συστάσεις επειδή ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι τον εξύβρισε (σχετ. 19). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη προσήλθε στις 14.12.2018 στον Εισαγγελέα ακροάσεων Πειραιά παραπονούμενη για απειλητικά μηνύματα στο κινητό της (βλ. σχετ. 10), ενώ στις 26.11.2018 ζήτησε να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα προκειμένου ο εκκαλών να μην πλησιάζει το ξενοδοχείο της. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με τη με αριθμό 902/2019 απόφαση του απέρριψε την αίτηση επειδή έκρινε ότι η εδώ εφεσίβλητη επικαλείται απρεπή συμπεριφορά του εκκαλούντος προκειμένου να αποφύγει την καταβολή των νόμιμων εργατικών αποδοχών του (σχετ. 20), στηριζόμενο στο γεγονός ότι αυτή κατήγγειλε απρόθεσμα την σύμβαση εργασίας χωρίς να καταβάλει τη νόμιμη και προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση, ενώ τα πραγματικά περιστατικά που είχε αναφέρει δεν είχαν αποδειχθεί με δικαστική απόφαση ώστε να δικαιούται αυτή να μην καταβάλει την οφειλόμενη στον εργαζόμενο αποζημίωση λόγω της καταγγελίας της εργασιακής του σχέσης. Στην παραπάνω απόφαση αναφέρεται η με αριθμό …./2019 ένορκη βεβαίωση της ……….. (άνεργης αυτό το διάστημα) που δόθηκε για να χρησιμεύσει στην παρούσα (ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) δίκη. Πλην όμως η προαναφερόμενη ενόρκως βεβαιώσασα αν και αναφέρει ότι και η ίδια εργαζόταν από το έτος 2002 με το ίδιο καθεστώς στο ξενοδοχείο και ότι απολύθηκε το Φεβρουάριο του 2015, αφενός ουδεμία καταγγελία στην επιθεώρηση εργασίας υπέβαλε για να ζητήσει τα όσα, κατά τους ισχυρισμούς της, της οφείλονται, αφετέρου κατά το παρελθόν φέρεται να έχει υπογράψει εξοφλητική απόδειξη που δεν έχει ακριβή χρονολογία. Επιπροσθέτως τα όσα αναφέρει περί τακτικής της εδώ εφεσίβλητης εργοδότριας να απασχολεί τους εργαζόμενους της επί οκταώρου, πλην όμως να τους αμείβει για τετράωρο και μάλιστα επί μακρόν, δεν επιβεβαιώνονται από την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση της ………, επίσης εργαζόμενης στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο ως καθαρίστρια με διακεκομμένο τετράωρο ωράριο, η οποία μάλιστα εμφαίνεται στις καταστάσεις εργαζομένων της επιχείρησης το διάστημα που εδώ ενδιαφέρει. Η συγκεκριμένη εργαζόμενη, η οποία σημειωτέον είναι άνεργη αυτό το διάστημα και συνεπώς δεν φαίνεται να έχει εργασιακή εξάρτηση από την εφεσίβλητη, αναφέρει ότι η απασχόληση στο ξενοδοχείο ήταν περιορισμένη, και ότι προτεραιότητα της εδώ εργοδότριας ήταν η πάντα η πλήρης καταβολή των αποδοχών των εργαζόμενων. Καταθέτει τέλος ότι αν και εργαζόταν το ίδιο διάστημα με την προαναφερόμενη ενόρκως βεβαιώσασα …………, δεν αντιλήφθηκε να έχει η τελευταία παράπονα από την εργοδότρια της και να διατηρεί επιπλέον αξιώσεις από την εργασία της. Σε κάθε περίπτωση η μεταγενέστερη της απολύσεως του συμπεριφορά του εκκαλούντος, είναι ασυνήθιστη για εργαζόμενο που απολύεται και καταμαρτυρεί ότι αυτός επίμονα, ακόμη και εξωδίκως θα επιχειρούσε στην περίπτωση που αδικείτο, και μάλιστα με μη καταβολή δεδουλευμένων, να διεκδικήσει τα δικαιώματα του. Η συμπεριφορά αυτή δεν συνάδει με τον αγωγικό ισχυρισμό του ότι εργαζόταν τουλάχιστον τριπλάσιες ώρες από αυτές για τις οποίες αμειβόταν για διάστημα τεσσάρων και πλέον ετών, χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθεί για διαφορές αποδοχών που κατά την αγωγή του υπερβαίνουν τις 100.000 ευρώ, και ότι η αλλοδαπή εργοδότρια, μητέρα ανήλικου τότε παιδιού τον εκμεταλλεύθηκε επί τετραετία. Και ναι μεν ο μάρτυρας απόδειξης ……….. που μένει απέναντι ακριβώς από το ξενοδοχείο καταθέτει ότι ο εκκαλών εργαζόταν όλη τη νύχτα από τις δέκα το βράδυ μέχρι τις οκτώ το πρωί, οπότε τον αντικαθιστούσε η εφεσίβλητη, και ότι πολλές φορές βοηθούσε ακόμα και η σύζυγος του εκκαλούντος στο ξενοδοχείο, πλην όμως η κατάθεση του δεν κρίνεται πειστική, διότι εμφανίζει αντιφάσεις, καθώς ο μάρτυρας δεν μπόρεσε να εξηγήσει γιατί η αντιπαράθεση για τα οικονομικά ξεκίνησε μόλις το 2018, αν και ο ίδιος αφενός αφενός γνώριζε λόγω της γειτονικής σχέσης την εφεσίβλητη και μάλιστα είχε παράσχει το έτος 2014 τις συστάσεις για την πρόσληψη του εκκαλούντος, αφετέρου εξαρχής όταν ο εκκαλών του είχε εκμυστηρευθεί ότι απασχολείτο υπερωριακά τον παρότρυνε να διεκδικήσει τις επιπλέον οικονομικές αξιώσεις του. Εξάλλου το ωράριο λειτουργίας της υποδοχής του ξενοδοχείου εκτεινόταν έως τη μια τα ξημερώματα και στη συνέχεια και μέχρι τις τρεις οι εισερχόμενοι ένοικοι θα έπρεπε να χτυπήσουν το κουδούνι για να εισέλθουν. Αυτό αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις ενοίκων του ξενοδοχείου, οι οποίοι μάλιστα βεβαιώνουν ότι όποτε χρειάστηκε να χτυπήσουν κουδούνι τους άνοιξε η εφεσίβλητη. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, κρίνεται ότι ο εκκαλών δεν διατηρεί πλέον αξιώσεις εκ της εργασιακής του σχέσης στην επιχείρηση της εδώ εφεσίβλητης, διότι αυτό έχει λάβει τις αποδοχές του για το διάστημα που εκεί εργάστηκε και τα αγωγικά του αιτήματα περί καταβολής σε αυτόν των ποσών που αφορούν σε διαφορές νόμιμων και καταβαλλόμενων αποδοχών και των αιτουμένων ποσών για εργασία κατά την 6η ημέρα της εβδομάδας, για εργασία κατά την Κυριακή, για εργασία κατά τις εορτές και αργίες, για νυχτερινή εργασία για τις πέντε ημέρες τις εβδομάδας, για νυχτερινή εργασία κατά την 6η ημέρα της εβδομάδας, για νυχτερινή εργασία κατά την Κυριακή, για νυχτερινή εργασία κατά τις εορτές και αργίες, για μη λήψη αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, για μη χορήγηση αδειών, για προσαύξηση λόγω μη χορήγησης αδειών, για μη χορήγηση επιδομάτων αδείας, για δώρα Χριστουγέννων, για δώρα Πάσχα, για υπερεργασία και για κατ’ εξαίρεση υπερωρία πρέπει να απορριφθούν κατ’ουσίαν. Κρίνοντας έτσι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία που εδώ συμπληρώνεται, κατ’άρθρο 534 του ΚΠολΔ, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στους συναφείς δύο πρώτους λόγους της κρινόμενης εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Περαιτέρω με βάση τις τακτικές αποδοχές του Μαρτίου του 2018 (άρθρο 5 του ν. 3198/1955) οι οποίες ανέρχονταν σε 688,34 ευρώ και με βάση τα τέσσερα έτη απασχόλησης του και το γεγονός ότι δεν τηρήθηκε προθεσμία για την απόλυση του, ο εκκαλών δικαιούται με βάση το άρθρο 3 του ν. 2112/1920 αποδοχές τριών μηνών πλέον προσαύξησης στο μηνιαίο ποσό 1/6 λόγω επιδομάτων εορτών και αδείας. Επομένως και με δεδομένο ότι ούτε υπερωριακή εργασία αποδείχθηκε, ούτε άλλες οικειοθελείς τακτικές παροχές της εργοδότριας στον εκκαλούντα, οφείλεται το ποσό των 688,34 χ 3 = 2.065,02 + 114,72 =2.409,18 ευρώ. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στον τελευταίο λόγο εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος στην παρούσα έκκλητη δίκη, (αρθ.176,183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 26.2.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2020 έφεση κατά της οριστικής με αριθμό 111/10.1.2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων επί της από 17.7.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2.10.2018 αγωγής
Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει συνολικά σε εξακόσια (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 19 Φεβρουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ