Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 120/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης

120/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τα κάτωθι δικόγραφα: α) Η από 9.4.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./9.4.2019 και ………/10.4.2019) έφεση της όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό καθ’ης η τριτανακοπή – ημεδαπής ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας κατά της υπ’αριθμ.828/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή η σε βάρος της ανωτέρω εκκαλούσας ασκηθείσα από 2.7.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../2.7.2018)  τριτανακοπή της εφεσίβλητης – αλλοδαπής εταιρείας, με αίτημα την ακύρωση της υπ’αριθμ.1981/2018 απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, και β) η ασκηθείσα το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 15.1.2010 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../16.1.2020) αυτοτελής πρόσθετη υπέρ της εκκαλούσας παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «…………» στην εκκρεμή επί της έφεσης δίκη, τα οποία (δικόγραφα) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό καθ’ης η τριτανακοπή – ημεδαπής ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας κατά της υπ’αριθμ.828/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, και με την οποία έγινε δεκτή τυπικά, και κατόπιν παραδοχής ενός εκ των περιλαμβανομένων στο δικόγραφό της λόγων, και κατ’ουσίαν, η σε βάρος της ανωτέρω εκκαλούσας ασκηθείσα από 2.7.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2.7.2018) τριτανακοπή της εφεσίβλητης – αλλοδαπής εταιρείας, με αίτημα την ακύρωση της εκδοθείσας κατά την αυτή ειδική διαδικασία επί αίτησης της καθ’ης η τριτανακοπή υπ’αριθμ.1981/2018 απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, που κήρυξε εκτελεστή στην Ελλάδα  ναυτική υποθήκη, παραχωρηθείσα από την τριτανακόπτουσα με βάση το δίκαιο της Μάλτας, επί πλοίου πλοιοκτησίας της, υπέρ της δικαιοπαρόχου της καθ’ης η τριτανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………….», προς εξασφάλιση απαίτησης της τελευταίας από δανειακή σύμβαση, και ήδη υπέρ της καθ’ης η τριτανακοπή ως καθολικής διαδόχου της ανωτέρω τράπεζας, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1, 520 παρ.1, 583, 586 επ., 761, 762, 764, και 773 του ΚΠολΔ) με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 9.4.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………./9.4.2019), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στην καθ’ης η τριτανακοπή και ήδη εκκαλούσα, με την επιμέλεια της αντιδίκου της, που συντελέσθηκε στις 13.3.2019, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη υπ’αριθμ. ……/13.3.2019 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ………… (με την επισήμανση ότι η ανωτέρω προθεσμία του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ εφαρμόζεται και επί εφέσεων κατά αποφάσεων, που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, ελλείψει άλλης ειδικής ρύθμισης, βλ. σχετ. ΕφΛαρ 892/2000 Δικογραφία 2001.56), και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ.1 και 215 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης ,που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται, όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο, υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, ΑΠ 1248/1998 δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ.2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθμ.2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017 ΑΠ 1731/2011, ΑΠ 1191/2003, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).  Ειδικότερα από τη διάταξη του άρθρου 225 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση όμως του επιδίκου πράγματος ή δικαιώματος, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτό δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων εωσότου νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος που μεταβίβασε, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, ή σε περίπτωση θανάτου αυτού, ο νομιμοποιούμενος, σύμφωνα με το άρθρο 290 του ΚΠολΔ, να συνεχίσει στο όνομά του τη δίκη, κληρονόμος αυτού. Ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν υπεισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του διαδίκου, ούτε μετά τον θάνατο του τελευταίου, αλλά έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση (ΟλΑΠ 1/1996, ΑΠ 1073/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 522/2014 ΔΕΕ 2014.590, ΑΠ 1136/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1345/2009 ΧρΙΔ 2010.273, ΑΠ 4047/2007 Αρμ 2008.449, ΑΠ 1920/2006 ΝοΒ 2007.1115). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.1 του ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α). Από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β). Από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως «ιδιωτική τοποθέτηση» θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δε μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. «Μεταβιβάζων», κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και «αποκτών» νομικό μόνο πρόσωπο – ανώνυμη εταιρεία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρεία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και «τιτλοποιεί» τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα «ομολογίες» ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 ευρώ η κάθε μία (βλ. παράγραφο 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πώλησης) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρείας προς μια άλλη εταιρεία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρεία εκδίδει για το σκοπό αυτό. Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (βλ. παράγραφο 8 του άρθρου αυτού). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την Εταιρία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (βλ. παράγραφο 9 του ιδίου άρθρου). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Η ratio της δημοσιότητας είναι η ανάγκη προστασίας των καλόπιστων τρίτων ομολογιούχων ή μη (εξοομολογιακά αποκτώντων) και επομένως πριν από τη δημόσια καταχώριση της σύμβασης μεταβίβασης (εκχώρησης) λόγω πώλησης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο, δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα (βλ.ΕφΔυτΜακ 63/2013 Αρμ.2014.489, ΕφΠειρ 655/2005 ΔΕΕ 2005.1073). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και σε περίπτωση επανεκχώρησης των ως άνω απαιτήσεων, ακολουθείται η ίδια διαδικασία με την εκχώρηση, ήτοι η σύμβαση επανεκχώρησης πρέπει να καταχωρηθεί στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2144/2000, προκειμένου να αποκτηθούν έναντι τρίτων δικαιώματα. Τέλος, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιρειών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρείες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α΄246). Εφόσον οι Εταιρείες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και το δικαιούχο της απαίτησης”.  Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν.4354/2015: « Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (Α΄ 220). Τυχόν συμφωνίες μεταξύ μεταβιβάζοντος πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος και δανειοληπτών περί ανεκχώρητου των μεταξύ τους απαιτήσεων δεν αντιτάσσονται στον εκδοχέα. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος. Ο εκχωρητής θεωρείται αντίκλητος του εκδοχέα για οποιαδήποτε κοινοποίηση σχετίζεται με τη μεταβιβασθείσα απαίτηση. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, οι Εταιρείες Διαχείρισης της περίπτωσης α΄της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου υποχρεούνται να αποδίδουν την εισφορά του άρθρου 1 του ν.128/1975 (Α΄178), που βαρύνει τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων εφαρμοζομένων των διατάξεων του ως άνω νόμου και των κατ’εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων. 4…Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1. Καταβολή προς το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα πριν από την αναγγελία ελευθερώνει τον δανειολήπτη έναντι του μεταβιβάζοντος και των ελκόντων δικαιώματα από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου». Στην προκειμένη περίπτωση, όπως εκ των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει, η ανώνυμη εταιρεία παροχής υπηρεσιών διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4354/2015 με την επωνυμία «…….» και το διακριτικό τίτλο «………», όπως μετονομάσθηκε η εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «………» (με αριθμό ΓΕΜΗ ……, και ΑΦΜ … της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ), κατόπιν τροποποίησης του καταστατικού της, σύμφωνα με την από 23.10.2019 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της, διά της τροποποίησης άρθρων του, προσθήκης άλλων άρθρων, αναρίθμησης και τροποποίησης άρθρων, και κατάργησης άρθρων με προσθήκη άρθρου, της με αριθμό 6331/19 – 01.11.2019 απόφασης του Αντιπεριφερειάρχη Κεντρικού Τομέα Αθηνών, με την οποία εγκρίθηκε η εν λόγω τροποποίηση, καταχωρισθείσης στο Γ.Ε.ΜΗ. την 1η.11.2019 με αριθμό καταχώρισης ……… (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από την ανωτέρω υπ’αριθμ.πρωτ………/5.11.2019 σχετική ανακοίνωση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, στην οποία παρατίθενται αναλυτικά τα συγκεκριμένα άρθρα, και επιπροσθέτως αναφέρεται ότι την ίδια ημερομηνία καταχωρίσθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. ολόκληρο το νέο κείμενο του καταστατικού της εταιρείας, που επισυνάφθηκε συνημμένο ως αναπόσπαστο μέρος της ιδίας ανακοίνωσης, στο οποίο αναγράφεται η νέα επωνυμία, κατά τρόπον ώστε ουδεμία αμφιβολία να καταλείπεται ότι πρόκειται περί ενός και του αυτού νομικού προσώπου με διαφορετική επωνυμία), η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί ως τέτοια εταιρεία ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που επιτρέπεται να παρέχει υπηρεσίες μόνον προς άσκηση της συγκεκριμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας, δυνάμει της υπ’αριθμ.326/2/17.9.2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ., τεύχος δεύτερο, αριθμ.φύλλου 3533/20.9.2019), κατέστη διαχειρίστρια επιχειρηματικών απαιτήσεων της καθ’ης η τριτανακοπή και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες της, η οποία, δυνάμει της από 12.9.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπομένης από το ελληνικό δίκαιο και τα άρθρα 10 και 14 του ν.3156/2003, που καταχωρίσθηκε στις 16.9.2019 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν.2844/2000, και συγκεκριμένα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό 237/16.9.2019, στον τόμο …. και με αριθμό ….., της καταχώρισης αυτής υπέχουσας θέσης αναγγελίας κατ’άρθρο 10 παρ.10 του ν.3156/2003, μεταβίβασε, μέσω τιτλοποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 παρ.13 του ν.3156/2003,  μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας από την άσκηση της τριτανακοπής, στην αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…………» ανώνυμη εταιρεία ειδικού σκοπού, με έδρα το Δουβλίνο της Ιρλανδίας, χαρτοφυλάκιο απαιτήσεών της από χορηγήσεις δανείων, ή και πιστώσεων σε βάρος οφειλετών της, των οποίων οι οφειλές, ή τινές εξ αυτών, έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες, ή/και έχουν καταγγελθεί, ή έχουν ρυθμισθεί, με αποτέλεσμα η ανωτέρω αλλοδαπή ανώνυμη εταιρεία να καταστεί πλέον μοναδική δικαιούχος των εν λόγω απαιτήσεων ως ειδική διάδοχος της πωλήτριας/μεταβιβάζουσας τράπεζας. Περαιτέρω, εκ των ιδίων εγγράφων αποδείχθηκε ότι στη συνέχεια η ως άνω εταιρεία με την επωνυμία «…………….» με την από 12.9.2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, νόμιμα καταχωρισθείσα στις 16.9.2019 στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. ……../16.9.2019, στον τόμο … με αριθμό ……, ανέθεσε τη διαχείριση του προς αυτήν πωληθέντος και μεταβιβασθέντος χαρτοφυλακίου στην «…………..», σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ. 14 και 16 του ν.3156/2003, η οποία στη συνέχεια  εισέφερε σε είδος, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ.1 του ν.4548/2018, τον κλάδο διαχείρισης των μη εξυπηρετουμένων δανείων της, στον οποίο περιλαμβάνεται και η προαναφερθείσα από 12.9.2019 σύμβαση διαχείρισης των ως άνω τιτλοποιημένων απαιτήσεών της, στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..», ήδη μετονομασθείσα σε «…………..», με αποτέλεσμα να τροποποιηθεί η από 12.9.2019 συμφωνία (διαχείρισης τιτλοποιημένων απαιτήσεων) στις 18.9.2019 ως προς το πρόσωπο του διαχειριστή των απαιτήσεων αυτών, της νεότερης συμφωνίας επί της λαβούσας χώρα ως άνω μεταβολής επίσης καταχωρισθείσας στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στις 23.9.2019, με αριθμό πρωτ. …./23.9.2019, στον τόμο …., με αύξοντα αριθμό ….. Συνεπώς, η ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία «………..», κατέστη διαχειρίστρια των τιτλοποιημένων απαιτήσεων, οι οποίες πωλήθηκαν και μεταβιβάσθηκαν από την «………» στην εταιρεία με την επωνυμία «…………», που τοιουτοτρόπως κατέστη ειδική διάδοχος της πωλήτριας τράπεζας και πλέον μοναδική δικαιούχος των απαιτήσεων αυτών, και στις οποίες περιλαμβάνεται και η απαίτηση από την από 22.2.2011 με αριθμ……. δανειακή σύμβαση, που καταρτίσθηκε μεταξύ της τριτανακόπτουσας και ήδη εφεσίβλητης και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…………”, προς εξασφάλιση της οποίας (απαίτησης) η τριτανακόπτουσα παραχώρησε στις 22.2.2011 ναυτική υποθήκη, σύμφωνα με τους νόμους της Δημοκρατίας της Μάλτας, επί πλοίου, πλοιοκτησίας της, νομίμως καταχωρηθείσα αυθημερόν στο Νηολόγιο Πλοίων του λιμένα της Valletta (Βαλλέττα) της Μάλτας, μέχρι του ποσού των 11.900.000 ευρώ, όπως λεπτομερώς θα εκτεθεί κατωτέρω [την κήρυξη της οποίας (υποθήκης) ως εκτελεστής και στην Ελλάδα ζήτησε η καθ’ης η τριτανακοπή με αίτησή της ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπερ και εγένετο με την ακυρωθείσα διά της εκκαλουμένης απόφασης, που εκδόθηκε επί της τριτανακοπής, υπ’αριθμ.1981/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου], υπέρ της προαναφερθείσας αρχικής δανείστριας τράπεζας, της οποίας η καθ’ης η τριτανακοπή «…………..» κατέστη καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσής τους, επελθούσας με απορρόφηση της εταιρείας “…………….” από την έτερη τραπεζική εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ.2 και 78 του Κ.Ν. 2190/1920 περί Ανωνύμων Εταιρειών, τις διατάξεις των άρθρων 16 του ν.2515/1997 και 1-5 του ν.2166/1993, όπως ισχύουν, και την υπ’αριθμ………/29.11.2013 Πράξη του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………… (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο ΦΕΚ. τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. υπ’αριθμ. 8678/9.12.2013, στο οποίο δημοσιεύθηκε ανακοίνωση καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο της με αριθμό …………./9.12.2013,  εγκριτικής της εν λόγω συγχώνευσης, απόφασης του Υφυπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας). Ειδικότερα, η μεταβίβαση μετά την εκρεμοδικία της παρούσης υπόθεσης και της συγκεκριμένης απαίτησης από την ως άνω δανειακή σύμβαση σε βάρος της τριτανακόπτουσας, προς εξασφάλιση της οποίας (απαίτησης) παραχωρήθηκε από την τελευταία η επίμαχη ναυτική υποθήκη επί πλοίου της, από την καθ’ης η τριτανακοπή «………» στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…… .», μεταξύ άλλων απαιτήσεών της, προκύπτει από το προσκομιζόμενο απόσπασμα από το κατατεθειμένο στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμ…./16.9.2019 Παράρτημα της ανωτέρω σύμβασης μεταβίβασης, στο οποίο αναφέρονται όλες οι πωληθείσες και μεταβιβασθείσες στην εταιρεία αυτή απαιτήσεις της τράπεζας, στις οποίες  περιλαμβάνεται και η εν λόγω απαίτηση. Η ως άνω εταιρεία με την επωνυμία «……..», όπως κατά τα προεκτεθέντα μετονομάσθηκε η εταιρεία με την επωνυμία «. …..», με το από 15.1.2010 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../16.1.2020) ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, και επιδόθηκε σε όλους τους διαδίκους  της κύριας δίκης επί της έφεσης, και συγκεκριμένα στην εκκαλούσα – καθ’ης η τριτανακοπή, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ……./20.1.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……, αλλά και στην εφεσίβλητη – τριτανακόπτουσα, σύμφωνα με τις επίσης προσκομιζόμενες υπ’αριθμ…../20.1.2020, …/20.1.2020 και …./20.1.2020 εκθέσεις επίδοσης των διορισμένων στο Εφετείο Αθηνών Δικαστικών Επιμελητών …………. αντίστοιχα, άσκησε το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου πρόσθετη παρέμβαση στην εκκρεμή επί της ένδικης έφεσης δίκη υπέρ της εκκαλούσας – ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», επικαλούμενη για τη θεμελίωση του εννόμου προς τούτο συμφέροντός της την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου διαδίκου, και συγκεκριμένα ως διαχειρίστριας πλέον της απαίτησης, προς εξασφάλιση της οποίας παραχωρήθηκε από την εφεσίβλητη κατά το δίκαιο της Μάλτας η επίμαχη ναυτική υποθήκη επί πλοίου της (απόφαση, της οποίας ζητήθηκε από την εκκαλούσα η κήρυξη στην Ελλάδα της εκτελεστότητας, όπερ και εγένετο με την υπ’αριθμ.1918/2018 απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που ακυρώθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση κατόπιν άσκησης σε βάρος της τριτανακοπής από την εφεσίβλητη), και συνακόλουθα ως ειδικής διαδόχου μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας από την άσκηση της τριτανακοπής στα δικαιώματα της αρχικής διαδίκου – εκκαλούσας – καθ’ης η τριτανακοπή και ήδη υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ……….. (καθώς και δικαιοπαρόχου της ήδη δικαιούχου της απαίτησης αυτής αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………»), τα οποία αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης, προκειμένου να συμμετάσχει στη δίκη αυτή προς υποστήριξη της έφεσης, ώστε να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτό το ασκηθέν ένδικο μέσο, και να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη πρωτόδικη επί της τριτανακοπής απόφαση. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης υπέρ της εκκαλούσας παρέμβασης του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, καθόσον η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και την ίδια την προσθέτως παρεμβαίνουσα (βλ. σχετ.ΤριμΕφΑιγ 31/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), ως ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία στην επίδικη ουσιαστική έννομη σχέση της αρχικής διαδίκου – εκκαλούσας, που εξακολουθεί, παρόλα αυτά, να νομιμοποιείται προς διεξαγωγή της δίκης επί της έφεσης, όπως προεκτέθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εφεσίβλητη – καθ’ης η  πρόσθετη παρέμβαση στο δεύτερο κεφάλαιο της προσθήκης – αντίκρουσης των κατατεθεισών ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης προτάσεών της απορριπτομένων ως αβασίμων, έχει ασκηθεί παραδεκτά (άρθρα 80, 81 και 83 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 4354/2015, που αφορά στις εταιρείες διαχείρισης τραπεζικών απαιτήσεων και αναφέρθηκαν αναλυτικά στην αυτή μείζονα σκέψη). Σημειωτέον επ’αυτού, ότι η νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον της ανωτέρω νομότυπα συσταθείσας, αδειοδοτηθείσας, και καταχωρισθείσας στο Γ.Ε.ΜΗ. εταιρείας προς άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης υπέρ της εκκαλούσας παρέμβασης ως μη δικαιούχου διάδικου στην επίδικη έννομη σχέση, αδιαμφισβήτητα αποδεικνύονται εκ των προσκομιζομένων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εγγράφων, όπως και η ιδιότητα της εταιρείας με την επωνυμία «……….» ως ειδικής διαδόχου της εκκαλούσας – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ………….. στην επίδικη έννομη σχέση, με αποτέλεσμα ουδέν έτερον να απαιτείται να προσαχθεί και να ληφθεί υπόψη για το σχηματισμό πλήρους επί των θεμάτων αυτών δικανικής πεποίθησης, ενώ δεν κρίνεται απαραίτητη η προσκόμιση ολοκλήρου του κειμένου της προαναφερθείσας σύμβασης διαχείρισης (εν προκειμένω προσκομίζονται μόνον αποσπάσματα αυτής), που η προσθέτως παρεμβαίνουσα έχει καταρτίσει με την ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «………….», στην οποία έχει πωληθεί και μεταβιβασθεί μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας η απαίτηση της εκκαλούσας σε βάρος της εφεσίβλητης από τη δανειακή σύμβαση, προς εξασφάλιση τυχόν απορρέουσας εκ της οποίας οφειλής έχει παραχωρηθεί στη Μάλτα η επίμαχη ναυτική υποθήκη επί πλοίου της εφεσίβλητης, προκειμένου, όπως ισχυρίζεται η τελευταία, να λάβει γνώση του συνόλου των επιμέρους όρων και των παραρτημάτων της σύμβασης αυτής (η οποία, άλλωστε, όπως προβλέπεται στις προαναφερθείσες διατάξεις έχει νομότυπα καταχωρισθεί με το πλήρες περιεχόμενό της στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών), όπως επί της σύμβασης εφαρμοστέο δίκαιο, η δικαιοδοσία των δικαστηρίων επί των εξ αυτής ανακυψασών διαφορών, καθώς και το ακριβές ποσό της αμοιβής διαχείρισης, διότι ουδεμία έννομη επιρροή ασκούν (τα στοιχεία αυτά) στην παρούσα υπόθεση, αλλά ως περιεχόμενο της σύμβασης αφορούν αποκλειστικά και μόνον τους σ’αυτήν συμβληθέντες, τους οποίους και δεσμεύουν. Επιπροσθέτως, πρέπει να επισημανθεί ότι εκ της προδήλως εσφαλμένης αναγραφής στην με αριθμ. πρωτ. ………/23.9.2019 δημοσιευθείσα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περίληψη της τροποποίησης της ανωτέρω από 12.9.2019 σύμβασης διαχείρισης τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων ως προς το πρόσωπο του διαχειριστή, ορισθείσης έκτοτε ως τέτοιας της εταιρείας με την επωνυμία «……….», ακολούθως νομότυπα μετονομασθείσας σε «………..» (ήδη προσθέτως παρεμβαίνουσας), κατά τα προεκτεθέντα, του Α.Φ.Μ. της ανωτέρω εταιρείας (ανεγράφη εκ προφανούς παραδομής ο αριθμός … αντί του ορθού ….., που αναφέρεται στο δικόγραφο της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης και στα λοιπά έγγραφα που την αφορούν) ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται, ούτε σύγχυση προκαλείται ως προς την ταυτότητα της διαχειρίστριας των μεταβιβασθεισών τραπεζικών απαιτήσεων εταιρείας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η καθ’ης η πρόσθετη παρέμβαση, καθώς σε κάθε περίπτωση αναφέρεται στην ως άνω περίληψη η πλήρης επωνυμία της ως άνω εταιρείας, και βέβαια ο αριθμός καταχώρισής της στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, ο οποίος ασφαλώς και σαφώς προσδιορίζει και πλήρως ταυτοποιεί την εταιρεία αυτή από πλευράς δημοσιότητας έναντι παντός τρίτου, και είναι ο ίδιος παντού σε κάθε έγγραφο εκ των λοιπών εν προκειμένω προσκομιζομένων (………).

Με την από 2.7.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../2.7.2018) τριτανακοπή, που η τριτανακόπτουσα, εταιρεία εδρεύουσα στη Βαλλέττα της Μάλτας, άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε, την ακύρωση, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο αυτής λόγους, της υπ’αριθμ. 1981/2018 οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί αίτησης της καθ’ης η τριτανακοπή, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, και με την οποία κηρύχθηκε εκτελεστή στην Ελλάδα ναυτική υποθήκη, παραχωρηθείσα από την ίδια (την τριτανακόπτουσα), με βάση το δίκαιο της Μάλτας, σε πλοίο, πλοιοκτησίας της, υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “……………..”, της οποίας η καθ’ης η τριτανακοπή κατέστη καθολική διάδοχος στο σύνολο των εννόμων σχέσεών της, της επίδικης συμπεριλαμβανομένης, επικαλούμενη έννομο συμφέρον προς τούτο, ειδικότερα συνιστάμενο στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στην επί της οποίας διεξαχθείσα δίκη δεν έλαβε μέρος ως διάδικος, της προκαλεί βλάβη, σύμφωνα με τα αναλυτικά επ’αυτού στο δικόγραφο της τριτανακοπής εκτιθέμενα. Επί της ανωτέρω τριτανακοπής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, η υπ’αριθμ.828/2019 οριστική απόφαση, με την οποία, αφού έγινε δεκτό ότι παραδεκτά εισήχθη αυτή προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμοδίου προς εκδίκασή της, που έχει διεθνή δικαιοδοσία προς τούτο, καθώς και ότι είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, όπως και νόμιμο το αίτημά της περί ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, και απορρίφθηκαν τα περί του αντιθέτου υποστηριχθέντα από την καθ’ης η τριτανακοπή, αλλά και ότι το έννομο συμφέρον της τριτανακόπτουσας εταιρείας προς άσκηση της τριτανακοπής δεν αναιρείται εκ του γεγονότος ότι η άρση της βλάβης της, που επήλθε με την τριτανακοπτόμενη απόφαση, θα μπορούσε να επιτευχθεί με την άσκηση άλλου ένδικου βοηθήματος, και διερευνήθηκε στη συνέχεια περαιτέρω η τριτανακοπή ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, έγινε ακολούθως αυτή δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, και ακυρώθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση, κατόπιν παραδοχής ως κατ’ουσίαν βασίμου του πρώτου λόγου της τριτανακοπής (κατά συνέπεια η εξέταση των λοιπών λόγων κατέστη άνευ αντικειμένου), σύμφωνα με τον οποίο εσφαλμένα το Δικαστήριο, που εξέδωσε την πληττόμενη απόφαση, εφήρμοσε για την κήρυξη της εκτελεστότητας του αλλοδαπού τίτλου (ναυτική υποθήκη επί πλοίου πλοιοκτησίας της τριτανακόπτουσας) τη διάταξη του άρθρου 905 του ΚΠολΔ, και όχι τις διατάξεις των άρθρων 38 επ. του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δεσμεύει τα κράτη – μέλη της, και ήταν αποκλειστικά και μόνον, και δη άμεσα, εφαρμοστέος στην προκειμένη περίπτωση, και ο οποίος, σε περίπτωση που εκδίδετο απόφαση κατά τις διατάξεις του, προβλέπει τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης αυτής, η προθεσμία της οποίας αναστέλλει αυτοδίκαια την εκτελεστότητα της απόφασης, μέχρι την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας προς άσκηση της προσφυγής, ή την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσης προσφυγής, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν άμεσα εκτελεστή, με αποτέλεσμα η καθ’ης η τριτανακοπή να επισπεύσει σε βάρος της τριτανακόπτουσας διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, με εκτελεστό τίτλο την εν λόγω υποθήκη, εκθέτοντας σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό το ενυπόθηκο πλοίο της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η καθ’ης η τριτατανακοπή, έχουσα προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη της ως εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό διαδίκου, με την κρινόμενη έφεσή της, και τον παραδεκτά ασκηθέντα με τις προτάσεις της, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, και πλήττοντα ήδη εκκληθέν κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης, πρόσθετο λόγο έφεσης, ενόψει της ειδικής διαδικασίας της εκουσίας δικαιοδοσίας, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και εφαρμόζεται και στην έκκλητη δίκη (άρθρα 520 παρ.2 και 764 παρ.1 του ΚΠολΔ), με τους οποίους, με την επίκληση αιτιάσεων, που, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά την κρίση του περί του παραδεκτού και της βασιμότητας του πρώτου λόγου της τριτανακοπής, που έγινε δεκτός και ακυρώθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση (με τον πρόσθετο λόγο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ειδικότερα ότι εσφαλμένα με την εκκαλουμένη έγινε δεκτό ότι η εφεσίβλητη και τριτανακόπτουσα υπέστη βλάβη στα έννομα συμφέροντά της από την εφαρμογή με την τριτανακοπτόμενη απόφαση της διάταξης του άρθρου 905 του ΚΠολΔ, και όχι των διατάξεων του Κανονισμού 44/2001, για την κήρυξη εκτελεστού στην Ελλάδα του αλλοδαπού τίτλου), υποβάλλει αίτημα καθολικής εξαφάνισης της εκκαλουμένης, με σκοπό την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης και την καθ’ολοκληρίαν απόρριψη της τριτανακοπής.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 586 παρ. 1 και 588 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι κάθε τρίτος, ο οποίος δεν συμμετέχει στη δίκη μεταξύ άλλων – με την έννοια της μη ουσιαστικής συμμετοχής του είτε εκουσίως είτε παρά την πρόσκληση άλλου – ούτε προσεπικλήθηκε, ούτε ανακοινώθηκε σ’αυτόν η δίκη από την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο (με την έννοια της πρόσκλησης για τη συμμετοχή στη συγκεκριμένη δίκη η οποία προέρχεται από ενέργεια άλλου, δηλαδή δυνατότητας γνώσης της ύπαρξης εκκρεμούς δίκης και συμμετοχής σ’ αυτήν, χωρίς να είναι απαραίτητη η μετά από πρόσκληση συμμετοχή σε αυτήν μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή κατά της εκδοθείσας απόφασης, η οποία πρέπει να είναι οριστική. Αίτημα της τριτανακοπής είναι η ως προς αυτόν ακύρωση ή κήρυξη ανενεργού της απόφασης, εφόσον προκαλεί βλάβη ή θέτει σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντά του και εφόσον ο ίδιος έχει κατά το χρόνο έκδοσης της τριτανακοπτόμενης απόφασης κεκτημένο ή προστατεύσιμο δικαίωμα, κατά το άρθρο 69 ΚΠολΔ, με βάση το οποίο θα μπορούσε να ασκήσει, αγωγή ή παρέμβαση. Ο τρίτος που δεν συμμετέχει στη δίκη -, ούτε δεσμεύεται από το δεδικασμένο, μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή χωρίς άλλη προϋπόθεση, ενώ δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί δόλο ή συμπαιγνία των διαδίκων δεδομένου ότι περιορισμοί στην άσκηση της τριτανακοπής προβλέπονται μόνο, α) για τους διαδίκους και τους διαδόχους τους, που ταυτίζονται μ’ αυτούς, όπως οι καθολικοί διάδοχοι, οι οποίοι δεν μπορούν να ασκήσουν τριτανακοπή, παρά μόνο μπορούν να προσβάλλουν την απόφαση στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες επιτρέπεται αναψηλάφηση (άρθρ. 333 παρ. 1 ΚΠολΔ) και β) για εκείνους που δεσμεύονται από το δεδικασμένο, οι οποίοι μπορούν να ασκήσουν τριτανακοπή, μόνο αν επικαλούνται κοινό δόλο ή συμπαιγνία των διαδίκων (άρθρ.586 παρ. 2 του ΚΠολΔ), οι οποίοι είχαν λάβει μέρος στη δίκη που εκδόθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση. Η τριτανακοπή δεν είναι ένδικο μέσο, αλλά ένδικο βοήθημα, που δεν υπόκειται σε ορισμένη προθεσμία, δεν ασκείται με αυτήν κάποιο ουσιαστικό δικαίωμα ούτε επιδιώκεται η διάγνωσή του, αλλά η ενέργειά της εξαντλείται στην ανενέργεια ή ακύρωση της απόφασης απέναντι στον τριτανακότττοντα. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και επί των υποθέσεων που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741, 773 του ΚΠολΔ). Στην εκούσια δικαιοδοσία, τα πρόσωπα που δικαιούνται να ασκήσουν τριτανακοπή εντοπίζονται σε όσους δεν συμμετείχαν στη δίκη ως αιτούντες ή με έναν από τους τρόπους που αναφέρονται στα άρθρα 748 § 3, 752 και 753 του ΚΠολΔ, δηλαδή δεν κλητεύθηκαν με διαταγή του δικαστηρίου, δεν άσκησαν παρέμβαση και δεν προσεπικλήθηκαν από τον διάδικο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Συνεπώς, και επί των εν λόγω υποθέσεων, ο τρίτος που δεν κλητεύθηκε μετά από διαταγή του δικαστηρίου ή δεν προσεπικλήθηκε ή δεν άσκησε παρέμβαση κατά την εκδίκαση της σχετικής υπόθεσης, είναι μεν υποχρεωμένος να δεχθεί την διάπλαση της έννομης σχέσης που έγινε με την εκδοθείσα απόφαση, πλην όμως, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, δικαιούται να ασκήσει κατ’αυτής τριτανακοπή και να ζητήσει την ακύρωση της τριτανακοπτόμενης απόφασης, επικαλούμενος ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την έκδοση της ή ότι, εάν οι απόψεις του ετίθεντο ενώπιον του εκδόσαντος την τριτανακοπτόμενη απόφαση, δικαστηρίου, το τελευταίο θα έκρινε διαφορετικά, στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας. Σε περίπτωση παραδοχής της τριτανακοπής, η απόφαση θα ακυρωθεί για το μέλλον (ex nunc), ενώ τα αποτελέσματα που είχαν επέλθει εν τω μεταξύ δεν ανατρέπονται. Για την άσκηση τριτανακοπής κατ’απόφασης της εκούσιας δικαιοδοσίας αρκεί η υπό τον τριτανακόπτοντα επίκληση υφιστάμενης βλάβης ή κινδύνου των συμφερόντων του από την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να απαιτείται η από αυτόν επίκληση δόλου ή συμπαιγνίας των αρχικών διαδίκων, αφού οι αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν παράγουν δεδικασμένο κατά την έννοια του άρθρου 321 του ΚΠολΔ, ούτως ώστε να τύχει εφαρμογής η ρύθμιση της παρ.2 του άρθρου 586 του ΚΠολΔ, αλλά η κατά τα ανωτέρω δέσμευση του τριτανακόπτοντος είναι απόρροια της διαπλαστικής ενέργειας της πιο πάνω απόφασης (ΑΠ 477/2013, ΑΠ 1040/2009 αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 288 της ΣΛΕΕ (Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), πρώην άρθρο 249 ΣΕΚ (Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας), και παλαιότερα ΣΕΟΚ (Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας), ο κανονισμός που εκδίδεται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχει γενική ισχύ, είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο κανονισμός αποτελεί πηγή παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου (της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και ότι έχει άμεση εφαρμογή, τιθέμενος σε ισχύ από την έκδοση και δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελώντας πλέον μέρος του εφαρμοστέου εσωτερικού δικαίου κάθε κράτους μέλους, χωρίς να απαιτείται, καταρχήν, για την εφαρμογή του η λήψη μέτρων από τις εθνικές αρχές (ΑΠ 93/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Από 1.3.2002, σύμφωνα με το άρθρο 76 αυτού, τέθηκε σε εφαρμογή ο 44/2001 Κανονισμός του Συμβουλίου της 22.12.2000 για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ο ανωτέρω κανονισμός αντικατέστησε την από 27.9.1968 Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών για την διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, όπως αυτή ίσχυε τροποποιηθείσα από την Σύμβαση του Σαν Σεμπάστιαν της 26 Μαΐου 1989, που κυρώθηκαν από την Ελλάδα με τον Ν. 1814/1988 και τον Ν. 2004/1992, αντίστοιχα. Η θέσπιση του ανωτέρω Κανονισμού κατέστη αναγκαία μετά την Συνθήκη του Άμστερνταμ, που τέθηκε σε ισχύ από 1η Μαΐου 1999 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 2691/1999, οπότε τα ζητήματα συνεργασίας των κρατών – μελών στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις πέρασαν από τον τρίτο πυλώνα της διακυβερνητικής συνεργασίας των κρατών – μελών, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί στα πλαίσια της Συνθήκης του Μάστριχτ (1992), υπό τον ευρύτερο τίτλο “Συνεργασία στην Δικαιοσύνη και τις Εσωτερικές υποθέσεις”, όπου το πρόσφορο μέσο προς ρύθμιση αυτών ήταν η σύναψη Διεθνούς Συνθήκης (βλ. και παλαιό άρθρο 220 Συνθ. ΕΟΚ), στον πρώτο πυλώνα, που ενσωματώνεται πλέον στην Συνθήκη, στο τρίτο μέρος αυτής, υπό τον τίτλο IV (άρθρ. 61-69), με στόχο την εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, όπου πλέον το πρόσφορο μέσο προς ρύθμιση αυτών είναι η θέσπιση κανόνων στα πλαίσια του δευτερογενούς κοινοτικού δικαίου. Στόχος της κατάρτισης του πιο πάνω Κανονισμού ήταν, αφενός μεν η εισαγωγή συγχρόνων κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, αφετέρου δε η περαιτέρω απλούστευση των απαραιτήτων διατυπώσεων για την ταχεία αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων στις υποθέσεις αυτές, μέσω απλής και ομοιόμορφης διαδικασίας και, συνακόλουθα, η αντιμετώπιση και η λύση των προβλημάτων, που είχαν προκύψει κατά την εφαρμογή της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών. Ο Κανονισμός αυτός σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντ/τος έχει αυξημένη τυπική ισχύ (ΑΠ 630/2019, 93/2017, 1027/2011, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, η διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας αλλοδαπού τίτλου στην Ελλάδα εξαρτάται από τη χώρα προέλευσης και το είδος του προς εκτέλεση τίτλου. Η βασική διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας αλλοδαπού τίτλου στην Ελλάδα ρυθμίζεται στο άρθρο 905 του ΚΠολΔ (και 906 για τις διαιτητικές αποφάσεις) και προβλέπει την κήρυξή της με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου του τόκου κατοικίας, άλλως διαμονής του οφειλέτη, εφόσον πληρούνται οι ειδικότερες προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος, αναλόγως του είδους του τίτλου. Η διαδικασία αυτή ακολουθείται, όπως ορίζει το ίδιο το άρθρο 905 παρ.1 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά το άρθρο 18 του ν.4055/2012) “με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις και κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης”. Επομένως, οι διαδικασίες αναγνώρισης και κήρυξης της εκτελεστότητας, που ορίζουν οι διεθνείς συμβάσεις (άρθρο 28 του Συντάγματος) και οι ευρωπαϊκοί δικονομικοί Κανονισμοί (άρθρο 288 ΣΛΕΕ) υπερισχύουν της αντίστοιχης διαδικασίας του ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ο συγκεκριμένος τίτλος που επιχειρείται κάθε φορά να εκτελεσθεί στην Ελλάδα, εμπίπτει στο εκάστοτε πεδίο εφαρμογής των όχι πάντοτε κοινών προϋποθέσεων των νομοθετικών αυτών κειμένων.  Ανάμεσα στους αλλοδαπούς εκτελεστούς τίτλους, που μπορούν να εκτελεστούν στην Ελλάδα είναι υπό προϋποθέσεις και τα εκτελεστά στη χώρα προέλευσής τους έγγραφα (άρθρο 904 παρ.2 περ.δ΄του ΚΠολΔ). Η δυνατότητα, αλλά και η διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας των τίτλων αυτών εξαρτάται από το νομοθετικό καθεστώς στο οποίο υπάγονται, δηλαδή στον ΚΠολΔ, ή στην ειδικότερη διεθνή σύμβαση ή στον αντίστοιχο ευρωπαϊκό Κανονισμό, στον οποίο εντάσσεται η συγκεκριμένη διαφορά. Και τούτο διότι κάθε νομοθετικό κείμενο μπορεί να αποδέχεται στο πεδίο εφαρμογής του διαφορετικούς εκτελεστούς τίτλους. Ειδικότερα, όσον αφορά την εκτελεστότητα των εγγράφων, ο μεν Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 (άρθρο 46 ΚανΒρ ΙΙα) “για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας” εντάσσει στο περίο εφαρμογής του, τόσο τα δημόσια, όσο και ορισμένα ιδιωτικά έγγραφα, και δη αυτά που περιέχουν “…συμφωνίες των μερών οι οποίες είναι εκτελεστές στο κράτος μέλος, όπου συνήφθησαν”, ο Κανονισμός όμως 1215/2012 (ΚανΒρ Ια) όπως και οι ισχύσαντες πριν απ’αυτόν Σύμβαση των Βρυξελλών και Κανονισμός 44/2001 “για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, περιορίζουν τη δυνατότητα διασυνοριακής  εκτέλεσης μόνον στα δημόσια έγγραφα (άρθρο 57 του Κανονισμού 44/2011 και άρθρο 58 του Κανονισμου 1215/2012). Επομένως, εάν ένας εκτελεστός τίτλος δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής συγκεκριμένου ευρωπαϊκού νομοθετήματος, όπως (δεν εμπίπτουν) τα ιδιωτικά έγγραφα από το πεδίο εφαρμογής του ως άνω Κανονισμού, τότε η μόνη οδός κήρυξής τους εκτελεστών στην Ελλάδα παραμένει αυτή του άρθρου 905 του ΚΠολΔ, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις  της εν λόγω διάταξης (βλ. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙΙ, Η διεθνής αναγκαστική εκτέλεση, 2006, παρ.73, σελ.164-165). Όταν πρόκειται για εκτελεστό έγγραφο, που αφορά ειδικότερα σε αστική ή εμπορική υπόθεση, η δυνατότητα εκτέλεσης του συγκεκριμένου τίτλου στην αλλοδαπή, εξαρτάται από το περιεχόμενο που θα δοθεί στην έννοια του “δημοσίου εγγράφου”, το οποίο και μόνον εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής όλων των μέχρι σήμερα ευρωπαϊκών νομοθετημάτων, που αναφέρονται στις διαφορές αυτές. Η έννοια του “δημοσίου εγγράφου” δεν οριζόταν ρητώς πριν από την ήδη ισχύοντα Κανονισμό  (ΕΚ) 1215/2012 (ΚανΒρ Ια). Η αρχική Σύμβαση των Βρυξελλών “για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, κυρωθείσα στην Ελλάδα με το ν.1814/11.11.1988 (ΦΕΚ Α΄249), προέβλεπε στο άρθρο 50 αυτής ότι:  “Τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε συμβαλλόμενο κράτος περιβάλλονται, κατόπιν αιτήσεως, τον εκτελεστήριο τύπο σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος κατά τη διαδικασία των άρθρων 31 επ. Η αίτηση απορρίπτεται μόνο αν η εκτέλεση του δημοσίου εγγράφου αντίκειται στη δημόσια τάξη του κράτους εκτελέσεως”. Ίδιο ακριβώς περιεχόμενο, με ορισμένες μόνο διαδικαστικές προσαρμογές στην εισαχθείσα από τον ίδιο νεώτερη διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας των αλλοδαπών τίτλων, περιείχε και ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 (ΚανΒρ Ι), που δεν προσδιορίζει όμως την έννοια του “δημοσίου εγγράφου”, το οποίο μπορεί να κηρυχθεί με βάση τις διατάξεις του εκτελεστό σε άλλο κράτος μέλος.  Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ.1 αυτού: “Τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε συμβαλλόμενο κράτος περιβάλλονται, κατόπιν αιτήσεως, τον εκτελεστήριο τύπο σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος κατά τη διαδικασία των άρθρων 38 και επ. Το δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε η προσφυγή δυνάμει των άρθρων 43 ή 44 δύναται να απορρίψει ή προφανώς να ανακαλέσει κήρυξη εκτελεστότητας μόνο αν η εκτέλεση του δημοσίου εγγράφου αντίκειται στη δημόσια τάξη του κράτους εκτελέσεως”. Στοιχεία για την ειδικότερη έννοια των “δημοσίων εγγράφων” απαντώνται για πρώτη φορά στην Αιτιολογική Έκθεση της Συμβάσεως του Λουγκάνο της 16.9.1988, που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν.2460/1997, και όρισε, στο πρότυπο της Σύμβασης των Βρυξελλών, τις σχέσεις των κρατών μελών της τότε ΕΚ με τις χώρες της ΕΖΕΣ, δεδομένου ότι στις τελευταίες δεν υπήρχε ενιαία αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών (Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙΙ, ό.π., παρ.82, αριθμ.3, σελ.554 -555). Έτσι στην Αιτιολογική Έκθεση Jenard/Möller (EE-C189/28.7.1990, αριθμ.72) της Σύμβασης του Λουγκάνο οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συγκεντρώνει ένα έγγραφο, προκειμένου να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δημόσιο, είναι: α) Να έχει βεβαιωθεί η γνησιότητά του από δημόσια αρχή, β) όχι μόνον ως προς την υπογραφή, αλλά και ως προς το περιεχόμενό του, και γ) το έγγραφο να είναι εκτελεστό στο κράτος όπου έχε καταρτισθεί. Την έννοια του “δημοσίου εγγράφου”ορίζει πλέον ρητά ο Κανονισμός (ΕΚ) 1215/2012, που αντικατέστησε τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001, και επέλεξε, στο πρότυπο άλλων ευρωπαϊκών νομοθετημάτων (π.χ. Κανονισμοί 4/2009, 650/2012)  να προτάξει, στο άρθρο 2 αυτού, ορισμό των βασικών εννοιών του, ώστε να διευκολύνει την ερμηνεία του. Έτσι, ως “δημόσιο έγγραφο”, στο πνεύμα ακριβώς της Αιτιολογικής Έκθεσης Jenard/Möller, νοείται σύμφωνα με το άρθρο 2 περ.γ΄Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 “το έγγραφο που έχει συνταχθεί ή καταχωρισθεί ως δημόσιο έγγραφο στο κράτος μέλος προέλευσης και του οποίου η γνησιότητα: i) συνδέεεται με την υπογραφή και το περιεχόμενο του δημοσίου εγγράφου, και ii) έχει πιστοποιηθεί από δημόσια αρχή η οποιαδήποτε άλλη εξουσιοδοτημένη προς τούτο αρχή. Κάθε άλλο έγγραφο, που δεν περιέχει τα στοιχεία αυτά, δε μπορεί να χαρακτηρισθεί  ως “δημόσιο έγγραφο”, και, επομένως, δεν υπάγεται στη διαδικασία αναγνώρισης ή εκτέλεσής του δυνάμει του συγκεκριμένου Κανονισμού. Δυνατότητα εκτέλεσής του στην Ελλάδα, εφόσον πρόκειται για αλλοδαπό εκτελεστό (μη δημόσιο, άρα ιδιωτικό) έγγραφο, υπάρχει πλέον, μόνον εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 905 του ΚΠολΔ. Από άποψη διαχρονικού δικαίου ο Κανονισμός (ΕΚ) 1215/2012 εφαρμόζεται για δικαστικές διαδικασίες, που άρχισαν πριν από τις 10.1.2015, ή για δημόσια έγγραφα ή δικαστικούς συμβιβασμούς, που καταρτίσθηκαν πριν από την ίδια αυτή ημερομηνία (άρθρο 66 παρ.1 του Κανονισμού 1215/2012). Για διαδικασίες, που άρχισαν ή για έγγραφα που καταρτίσθηκαν (ή καταχωρίσθηκαν) πριν από την ημερομηνία αυτή εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις του προϊσχύσαντος Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 (Νίκας/Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, Ερμηνεία κατ’άρθρον του Κανονισμού Βρυξέλλες 1α (1215/2012), 2016, Εισαγωγικές Παρατηρήσεις, άρθρ.36-57, αριθμ.12, άρθρ.66, αριθμ.1). Ο ρητός εννοιολογικός προσδιορισμός των “δημοσίων εγγράφων” στο άρθρο περ.γ του νυν ισχύντος Κανονισμού 1215/2012 κάθε άλλο παρά ανεξάρτητος από την ερμηνευτική πορεία της έννοιας κατά το διάστημα ισχύος της αρχικής Συμβάσεων των Βρυξελλών και του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 παρουσιάζεται. Αντίθετα, αντιστοιχεί ακριβώς στο περιεχόμενο της έννοιας που διέπλασε με σαφή τρόπο το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), υπό το καθεστώς των προϊσχυσάντων του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012  ως άνω νομοθετημάτων. Το ζήτημα ερμηνείας του όρου εμφανίσθηκε στο ΔΕΚ ήδη υπό την ισχύ της αρχικής Συμβάσεως των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Το Δικαστήριο με την απόφασή του ….. κατά ……… της 17.6.1999 (C-269/97, ΣυλλΝομομ 1999.Ι.3715) αναφερόμενο ρητώς στην ως άνω έκθεση  Jenard/Möller, δέχθηκε ότι για το χαρακτηρισμό ορισμένου εγγράφου ως “δημοσίου” είναι αναγκαία η συμμετοχή δημόσιας αρχής κατά την κατάρτισή του ή κατά την καταχώρισή του σε δημόσιο βιβλίο, εφόσον κατ’αυτήν βεβαιώνεται η “γνησιότητά” του από τη δημόσια αρχή ή άλλη προς τούτο εξουσιοδοτημένη αρχή. Ειδικότερα με την απόφαση έγιναν δεκτά τα κάτωθι: Το άρθρο 50 της Συμβάσεως των Βρυξελλών ορίζει τα εξής:…«Τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε συμβαλλόμενο κράτος περιβάλλονται, κατόπιν αιτήσεως, τον εκτελεστήριο τύπο σε άλλο συμβαλ­λόμενο κράτος κατά τη διαδικασία των άρθρων 31 και επ. Η αίτηση απορρίπτεται μόνο αν η εκτέλεση του δημοσίου εγγράφου αντίκειται στη δημόσια τάξη του κρά­τους εκτελέσεως. Το προσκομιζόμενο έγγραφο πρέπει να συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας στο κράτος προελεύσεως. …Το άρθρο 50, πρώτη παράγραφος, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών αντικαταστάθηκε, κατ’εφαρμογήν του άρθρου 14 της Συμβάσεως της 26ης Μαΐου 1989 σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 285, σ. 1, στο εξής: τρίτη σύμβαση προσχωρήσεως), από το ακόλουθο πανομοιότυπο κείμενο (όσον αφορά το γαλλικό κείμενο του ίδιου άρθρου, η διατύπωση του υπέστη ορισμένες τροποποιήσεις): « Τα δημόσια έγγραφα, που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε συμβαλλόμενο κράτος, περιβάλλονται, κατόπιν αιτήσεως, τον εκτελεστήριο τύπο σε άλλο συμβαλ­λόμενο κράτος κατά τη διαδικασία των άρθρων 31 και επόμενα.» …Συναφώς υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι το άρθρο 50 της Συμβάσεως των Βρυξελλών εξομοιώνει τα «δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε συμβαλλόμενο κράτος», όσον αφορά την εκτελεστότητά τους εντός των άλλων συμβαλλομένων κρατών, προς τις δικαστικές αποφάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 25 της ίδιας αυτής Συμβάσεως, καθόσον ορίζει ότι στα εν λόγω έγγραφα εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εκτελέσεως των άρθρων 31 επ. της Συμβάσεως. Με τις εν λόγω διατάξεις επιδιώκεται, συγκεκριμένα, η επίτευξη ενός από τους θεμε­λιώδεις σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών, δηλαδή της κατά το δυνατόν διευκολύνσεως της «ελεύθερης κυκλοφορίας» των δικαστικών αποφάσεων, με τη θέσπιση μιας απλής και ταχείας διαδικασίας για την περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου (βλ. αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 1985,148/84, Deutsche Genossenschaftsbank, Συλλογή 1985, σ. 1981, σκέψη 16, και της 2ας Ιουνίου 1994, C-414/92, Solo Klein­motoren, Συλλογή 1994, σ. 1-2237, σκέψη 20). 15 Εφόσον για την πραγματοποίηση αναγκαστικής εκτελέσεως βάσει των εγγράφων που εμπίπτουν στο άρθρο 50 της Συμβάσεως των Βρυξελλών ισχύουν οι ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις που ισχύουν για τις δικαστικές αποφάσεις, η γνησιότητα των εγγράφων αυτών πρέπει να αποδεικνύεται αναμφισβήτητα, ώστε το δικαστήριο του κράτους εκτελέσεως να μπορεί να θεωρήσει δεδομένη τη γνησιότητά τους. Εφόσον όμως για τα έγγραφα που καταρτίζονται μεταξύ ιδιωτών δεν ισχύει το τεκμήριο γνησιότητας, η συμμετοχή δημόσιας αρχής ή άλλης αρχής εξουσιοδοτημένης προς τούτο από το κράτος καταρτίσεως του εγγράφου είναι αναγκαία για να προσδοθεί στα έγγραφα αυτά η ιδιότητα των δημοσίων εγγράφων. Η ορθότητα αυτής της ερμηνείας του άρθρου 50 της Συμβάσεως των Βρυξελλών επιβεβαιώνεται από την έκθεση Jenard-Möller σχετικά με τη Σύμβαση του Λουγκάνο (ΕΕ 1990, C 189, σ. 57, στο εξής: έκθεση Jenard-Möller). 17 Συγκεκριμένα, στο σημείο 72 της εκθέσεως Jenard-Möller υπενθυμίζεται ότι οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) είχαν ζητήσει να διευκρινισθούν οι προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να συγκεντρώνει ένα δημόσιο έγγραφο για να θεωρηθεί δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 50 της Συμβάσεως του Λουγκάνο. Συναφώς αναφέρονται τρεις προϋπο­θέσεις, οι οποίες είναι οι εξής: «Η γνησιότητα του εγγράφου πρέπει να έχει θεωρηθεί από μια δημόσια αρχή, η γνησιότητα αυτή πρέπει να αναφέρεται στο περιεχόμενο του εγγράφου και όχι μόνο, για παράδειγμα, στην υπογραφή του, το έγγραφο πρέπει να είναι το ίδιο εκτελεστό στο κράτος στο οποίο έχει καταρτισθεί. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την έκθεση αυτή, η συμμετοχή δημόσιας αρχής είναι αναγκαία για τον χαρακτηρισμό ενός εγγράφου ως δημοσίου υπό την έννοια του άρθρου 50 της Συμβάσεως του Λουγκάνο”. ‘Οπως είναι προφανές από τη συγκεκριμένη απόφαση, για τον προσδιορισμό της έννοιας του “δημοσίου εγγράφου” το ΔΕΚ υιοθέτησε, στο πλαίσιο της αυτόνομης ερμηνείας, που γενικά ακολουθεί για τους όρους των ευρωπαϊκών Κανονισμών, την προσέγγιση της Έκθεσης Jenard-Möller, η ίδια δε η απόφαση αυτή του ΔΕΚ αποτέλεσε στη συνέχεια το πρότυπο για τη ρύθμιση του άρθρου 2 περ.γ΄του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012. Επομένως, για τον προσδιορισμό της έννοιας του “δημοσίου εγγράφου”, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ευρωπαϊκών δικονομικών νομοθετημάτων, ακολουθείται διαχρονικά, από τη Σύμβαση των Βρυξελλών, τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 έως  και τον Κανονισμό (ΕΚ) 1215/2012 η ίδια ακριβώς εννοιολογική προσέγγιση, θεμελιωμένη στην ίδια πάντοτε τελολογία, έτσι ώστε για την ερμηνεία του συγκεκριμένου όρου να παρουσιάζεται απολύτως αδιάφορο το εκάστοτε εθνικό νομοθετικό καθεστώς. Έτσι, η έννοια του “δημοσίου εγγράφου”, που διαπλάσθηκε νομολογιακά κατ’αυθεντικό και δεσμευτικό τρόπο με την ανωτέρω απόφαση του ΔΕΚ, διατήρησε αυτούσια τη σημασία της και κατά το διάστημα ισχύος του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, ισχύει δε και σήμερα μέσα από τη διάταξη του άρθρου 2 περ.γ΄του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012. Το ΔΕΚ στην ανωτέρω κρίσιμη απόφασή του Unibank A/S υιοθέτησε απόλυτα την επί της υπόθεσης προηγηθείσα Πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα La Pergola (Προτάσεις  Γενικού Εισαγγελέα La Pergola της 2.2.1999, EurLex ECLI:EU:C1999.44, 61997CCo269), που είναι ιδιαίτερα κρίσιμη στην υπό εξέταση διαφορά, διότι αναλύει διεξοδικά, τόσο τις προϋποθέσεις υπαγωγής μίας έγγραφης αποτύπωσης στην έννοια του “δημοσίου εγγράφου”, ιδίως σε σχέση με το στοιχείο της κατάρτισης του εγγράφου με τη σύμπραξη δημοσίου οργάνου ή της βεβαίωσης της γνησιότητάς του από τη δημόσια αρχή, όσο και την τελολογία της υπαγωγής αποκλειστικά και μόνον των δημοσίων εγγράφων στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του συγκεκριμένου ευρωπαϊκού νομοθετήματος. Ειδικότερα, αναφερόμενος ο Γενικός Εισαγγελέας στην ειδικότερη διατύπωση του άρθρου 50 της τότε εφαρμοστέας Συμβάσεως των Βρυξελλών, όπου γινόταν λόγος για “δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε συμβαλλόμενο κράτος”, ο Γενικός Εισαγγελέας παρατηρεί (σκέψη 7 των Προτάσεών του) τα εξής:”…Συγκεκριμένα, η λέξη «εκδοθεί» υποδηλώνει μια διαδικασία καταρτίσεως του εγγράφου που δεν προ­βλέπει μόνον τη συμμετοχή των ενδιαφερο­μένων, αλλά και ενός άλλου προσώπου, το οποίο καλείται ακριβώς να εκδώσει το έγγ­ραφο και να του προσδώσει τα χαρακτηρισ­τικά του «δημοσίου εγγράφου». Από το γράμμα επομένως της υπό εξέταση διατά­ξεως – και ειδικότερα από τη χρήση του όρου «εκδοθεί» – μπορεί να συναχθεί ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στην κατηγορία εγγράφων, η οποία συνιστά το αποτέλεσμα της επιτελέσεως του έργου της καταρτίσεως δημοσίων εγγράφων, το οποίο κατανέμεται, ανάλογα με την έννομη τάξη, μεταξύ δημο­σίων λειτουργών και άλλων προσώπων των οποίων η αρμοδιότητα έχει προσδιορισθεί με νόμο”. Τη θεμελιώδη αυτή για την έννοια των “δημοσίων εγγράφων” σκέψη του συνοδεύει ο Γενικός Εισαγγελέας με ρητή αναφορά στην τελολογία της συγκεκριμένης διάταξης. Έτσι, στη συνέχεια, στην ίδια πάντοτε σκέψη των Προτάσεών του (αριθμ.7) αναφέρει: Το συμπέρασμα αυτό είναι το μόνο που συμβιβάζεται … με τον σκοπό της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Πράγματι, η Σύμβαση αποσκοπεί στην «κατά το δυνατόν διευκόλυνση της “ελεύθερης κυκλοφορίας” των δικαστικών αποφάσεων, με τη θέσπιση μιας απλής και ταχείας διαδι­κασίας για την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου» 9. Προς τις δικαστικές αποφάσεις το άρθρο 50 της Συμβάσεως των Βρυξελλών εξομοιώνει «τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε συμβαλλόμενο κράτος». Τα έγγραφα αυτά επομένως μπο­ρούν, θα λέγαμε, να «κυκλοφορούν» όπως ακριβώς οι δικαστικές αποφάσεις, δηλαδή αναγνωρίζεται, δυνάμει του άρθρου 50, η προτιμησιακή μεταχείριση των εν λόγω εγγ­ράφων σε σχέση με την εκτέλεσή τους σε άλλα συμβαλλόμενα κράτη. Θα μπορούσε μάλιστα να υποθεί ότι το καθεστώς που προβλέπει η Σύμβάση των Βρυξελλών για τα δημόσια έγγραφα είναι ευνοϊκότερο από το προβλεπόμενο για τις δικαστικές αποφάσεις: πράγματι, όπως προβλέπει το ίδιο το άρθρο 50, η αίτηση περιαφής του εκτε­λεστήριου τύπου απορρίπτεται μόνον αν η εκτέλεση του δημοσίου εγγράφου αντίκειται στη δημόσια τάξη του κράτους εκτελέσεως, ενώ, στην περίπτωση των δικαστικών αποφάσεων, η απόρριψη της αιτήσεως μπο­ρεί να στηριχθεί και σε άλλους λόγους 10. Αν επομένως ληφθούν υπόψη οι συνέπειες που μπορεί να έχει ο χαρακτηρισμός ενός εγγράφου ως «δημοσίου», είναι σκόπιμο να οριστεί με μεγάλη προσοχή η υπό εξέταση κατηγορία. Το δημόσιο έγγραφο εξομοιώνε­ται δηλαδή με δικαστική απόφαση. Αυτή δε η εξομοίωση είναι δικαιολογημένη στην περίπτωση ακριβώς κατά την οποία το δημόσιο έγγραφο αποτελεί την απόρροια της νοητικής και αξιολογικής δραστηριότητας ενός δημόσιου λειτουργού, δηλαδή προέρ­χεται – έμμεσα έστω και μόνο για λόγους γνησιότητας από τις δημόσιες αρχές. Τα ιδιαίτερα αυτά αποτελέσματα των «δημο­σίων εγγράφων» προβλέπονται μάλιστα από τη Σύμβαση των Βρυξελλών αποκλειστικά και μόνο λόγω των χαρακτηριστικών της ανωτέρω αναφερθείσας δραστηριότητας και λόγω της ασκήσεως της δραστηριότητας αυτής από τα προς τούτο ενδεδειγμένα πρόσωπα – όργανα της διοικήσεως ή ιδιώ­τες στους οποίους έχει ανατεθεί ορισμένο δημόσιο έργο. Τα αποτελέσματα αυτά των δημοσίων εγγράφων δικαιολογούνται επο­μένως μόνον επειδή συναρτώνται προς το τεκμήριο ακρίβειας και βεβαιότητας που δημιουργείται κατά τη διενέργεια των πρά­ξεων των ειδικευμένων συντακτών δημοσίων εγγράφων. Αυτός είναι επομένως ο λόγος για τον οποίο ο χαρακτηρισμός ενός εγγράφου ως «δημοσίου» δεν επιτρέπεται να προσδί­δεται σε οποιοδήποτε έγγραφο που αποτελεί απόρροια της ελεύθερης βουλήσεως ιδιωτών, αλλά μόνο στα έγγραφα για τα οποία προβ­λέπονται συγκεκριμένες διαδικασίες βεβαιώσεως της γνησιότητας, οι οποίες να δικαιολογούν την εξομοίωση της υπό εξέταση κατηγορίας προς τις δικαστικές αποφάσεις. Αντίθετα, δεν θα ήταν σύμφωνη προς τον σκοπό και το πνεύμα της Συμβά­σεως των Βρυξελλών η επιβολή στα συμβαλλόμενα κράτη της υποχρεώσεως να προβλέπουν για τα ιδιωτικά έγγραφα, ανε­ξαρτήτως οποιασδήποτε διαδικασίας βεβαιώσεως της γνησιότητας, την ίδια μετα­χείριση που προβλέπουν για τις αποφάσεις που εκδίδουν τα δικαστικά όργανα. 8. Τα ανωτέρω συμπεράσματα επιβεβαιώ­νονται από την έκθεση Jenard -Möller επί της Συμβάσεως του Λουγκάνο. Σε σχέση με το άρθρο 50 της εν λόγω Συμβάσεως, το οποίο αντιστοιχεί προς την επίμαχη εν προκειμένω διάταξη και έχει ουσιαστικά πανομοιότυπη διατύπωση η έκθεση διευκρινίζει ότι δημόσιο έγγραφο», υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, είναι το έγγραφο που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: η γνησιότητα τον εγγράφου πρέπει να έχει θεωρηθεί από μια δημόσια αρχή· η γνησιότητα αυτή πρέπει να αναφέρε­ται στο περιεχόμενο του εγγράφου και όχι μόνο, για παράδειγμα, στην υπο­γραφή του· το έγγραφο πρέπει να είναι το ίδιο εκτε­λεστό στο κράτος στο οποίο έχει καταρ­τισθεί». Επομένως, σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση – η οποία αποτελεί, ακόμη και κατά την άποψη των θεωρητικών του δικαίου 14, χρήσιμο ερμηνευτικό βοήθημα για την ερμη­νεία του άρθρου 50 της Συμβάσεως των Βρυξελλών – δημόσιο έγγραφο είναι μόνον το έγγραφο που έχει καταρτιστεί με τη συμμετοχή δημόσιας αρχής, η οποία ακριβώς καλείται να θεωρήσει τη γνησιότητα του εγγράφου, δηλαδή να του προσδώσει τα χαρακτηριστικά της βεβαιότητας και γνησιότητας όχι μόνο σε σχέση με τα εξωτε­ρικά στοιχεία του, όπως είναι π.χ. η ημε­ρομηνία ή η υπογραφή, αλλά και σε σχέση με τα στοιχεία του περιεχομένου του.9…Η γνησιότητα απο­τελεί ουσιώδες στοιχείο της κατηγορίας εγ­γράφων που ρυθμίζεται από την υπό κρίση διάταξη και για τη βεβαίωση της γνησιότητας αυτής είναι αναγκαία… η παρέμβαση της δημόσιας αρχής κατά την κατάρτιση του εγγράφου”. Εκ των Προτάσεων αυτών του Γενικού Εισαγγελέα La Pergola συνάγεται ότι για την υπαγωγή μίας έγγραφης αποτύπωσης στην έννοια του ” δημοσίου εγγράφου” κρίσιμη είναι η συμμετοχή ή μη του δημόσιου λειτουργού κατά τη σύνταξη ή την καταχώριση του εγγράφου στα δημόσια βιβλία. Για να είναι “δημόσιο” το έγγραφο θα πρέπει να συμπράττει κατά τη σύνταξη, μαζί με τους ιδιώτες, και ο δημόσιος λειτουργός, βεβαιώνοντας έτσι, λόγω άμεσης, εξ ιδίων γνώσης, περί της γνησιότητας της υπογραφής, όσο όμως υποχρεωτικά και του περιεχομένου του εγγράφου. Αν αντίθετα ο δημόσιος λειτουργός απλώς καταχωρίζει το καταρτισθέν από τους ιδιώτες έγγραφο, χωρίς να έχει καμία άμεση συμμετοχή στη σύνταξή του ή στη διαπίστωση κατά την καταχώριση του εγγράφου στο δημόσιο βιβλίο περί του περιεχομένου του, τότε το έγγραφο αυτό δε μπορεί να αναβαθμισθεί σε “δημόσιο” κατά την έννοια του ευρωπαϊκού δικαίου, αλλά παραμένει ιδιωτικό, μη υπαγόμενο στο πεδίο εφαρμογής των ευρωπαϊκών δικονομικών νομοθετημάτων. Η ιδιάζουσα σημασία που προσδίδει ο ευρωπαίος δικονομικός νομοθέτης στην άμεση συμμετοχή του  δημόσιου λειτουργού κατά την κατάρτιση ή την καταχώριση του εγγράφου, ώστε να το αναβαθμίσει σε “δημόσιο έγγραφο” και να το δεχθεί στους κόλπους της ευνοϊκής του μεταχείρισης, απονέμοντάς του την ικανότητα να θεμελιώνει διασυνοριακή εκτέλεση, αποκλείει παντελώς κάθε σκέψη διασταλτικής ερμηνείας του όρου. Όπως χαρακτηριστικά σημειώθηκε από τον ανωτέρω Γενικό Εισαγγελέα στις  Προτάσεις του (προαναφερθείσα Σκέψη 7) “αν…ληφθούν υπόψη οι συνέπειες που μπορεί να έχει ο χαρακτηρισμός ενός εγγράφου ως «δημοσίου», είναι σκόπιμο να οριστεί με μεγάλη προσοχή η υπό εξέταση κατηγορία… και προς τούτο θα πρέπει “το δημόσιο έγγραφο (να) αποτελεί την απόρροια της νοητικής και αξιολογικής δραστηριότητας ενός δημόσιου λειτουργού, δηλαδή (να) προέρ­χεται – έμμεσα έστω και μόνο για λόγους γνησιότητας – από τις δημόσιες αρχές”. Επίσης το ίδιο στοιχείο τόνισε εμφατικά και η ανωτέρω απόφαση του ΔΕΚ, στην υπ’αριθμ.15 σκέψη της οποίας το Δικαστήριο δέχθηκε ότι “εφόσον για την πραγματοποίηση αναγκαστικής εκτελέσεως βάσει των εγγράφων που εμπίπτουν στο άρθρο 50 της Συμβάσεως των Βρυξελλών ισχύουν οι ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις που ισχύουν για τις δικαστικές αποφάσεις, η γνησιότητα των εγγράφων αυτών πρέπει να αποδεικνύεται αναμφισβήτητα”. Συνεπώς, η τελολογία της διάταξης αυτής, όπως αυθεντικά και δεσμευτικά ορίσθηκε από την ανωτέρω απόφαση, αποκλείει παντελώς κάθε ενδεχόμενο υιοθέτησης στο πεδίο εφαρμογής της οποιουδήποτε εγγράφου, συνταχθέντος από ιδιώτες, χωρίς τη συμμετοχή κατά τη σύνταξή του κάποιου δημόσιου λειτουργού, ακόμη και εάν αυτό καταχωρίσθηκε, λχ. για λόγους δημοσιότητας σε δημόσιο βιβλίο (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω την προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα και υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση από 12.9.2018 γνωμοδότηση του Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Πάρι Αρβανιτάκη).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: (α) Την κατάθεση του εκτός δίκης εξετασθέντος, με πρωτοβουλία της τριτανακόπτουσας και ήδη εφεσίβλητης, μάρτυρός της ……….., η οποία δόθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της αντιδίκου της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη  υπ’αριθμ. …../12.9.2018 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας …., και περιέχεται στην υπ’αριθμ. …../17.9.2018 ένορκη βεβαίωση, που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, στα οποία περιλαμβάνονται και οι υπ’αριθμ. …./19.7.2018 και …../23.7.2018 ένορκες βεβαιώσεις του ιδίου μάρτυρα ενώπιον της αυτής ως άνω Συμβολαιογράφου, καθώς και η υπ’αριθμ. …../19.7.2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της καθ’ης η τριτανακοπή και ήδη εκκαλούσας ………. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που δόθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών μεταξύ των διαδίκων και εκτιμώνται από το παρόν Δικαστήριο ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 5/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με την υπ’αριθμ. 1981/2018 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας επί της από 5.10.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./5.10.2017) αίτησης της καθ’ης η τριτανακοπή – ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, κηρύχθηκε εκτελεστή στην Ελλάδα η δεύτερη (β’) ναυτική υποθήκη, η οποία παραχωρήθηκε από την τριτανακόπτουσα, εταιρεία εδρεύουσα στη Βαλλέττα της Μάλτας, δυνάμει του από 22.2.2011 εγγράφου, τύπου “Mortgage (Body Corporate], υπογραφέντος από τη …………., που ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας αυτής ως εκπρόσωπός της, παρουσία ενός ακόμη φυσικού προσώπου, της Dr …….., επίσης υπογράψασας το έγγραφο, ως μάρτυρος κατά την υπογραφή αυτού από την εκπρόσωπο της εταιρείας, υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………..”, της οποίας καθολική διάδοχος τυγχάνει η καθ’ης η τριτανακοπή λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της πρώτης από τη δεύτερη, όπως έχει ήδη εκτεθεί, επί του υπό σημαία Μάλτας, νηολογίου λιμένος Valletta Mάλτας, με αριθμό ……., με ΙΜΟ ……., και με Διεθνές Διακριτικό Σήμα ……., κόρων ολικής χωρητικότητας 4.934 και κόρων καθαρής χωρητικότητας 1.480, πλοίου με την ονομασία “PT”, ήδη μετονομασθέντος σε “ΚP”, πλοιοκτησίας της τριτανακόπτουσας, μέχρι του ποσού των 11.900.000 ευρώ, προς εξασφάλιση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας εκπλήρωσης από την τελευταία των υποχρεώσεών της εκ της ισόποσης δανειακής σύμβασης, που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής και της υπέρ ης η υποθήκη  – δικαιοπαρόχου της καθ’ης η τριτανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…………..”, επίσης στις 22.2.2011. Η ως άνω ναυτική υποθήκη, η οποία συστάθηκε σύμφωνα με το δίκαιο της Δημοκρατίας της Μάλτας [παρ. 38 (1)  του Νόμου Εμπορικής Ναυτιλίας της Μάλτας (κεφάλαιο 234)], καταχωρίσθηκε νόμιμα στο Νηολόγιο Πλοίων του προαναφερθέντος λιμένος αυθημερόν της σύστασής της, ήτοι στις 22.2.2011, και ώρα 12.52 [βλ.σχετικώς το προσκομιζόμενο σε μετάφραση στην ελλληνική γλώσσα σχετικό πιστοποιητικό καταχώρισης (transcript of register) μετά του αγγλικού πρωτοτύπου κειμένου, που φέρει την υπογραφή του αρμοδίου Νηολόγου ………….]. Ειδικότερα με την ανωτέρω απόφαση, αφού κρίθηκε ότι η αίτηση της καθ’ης η τριτανακοπή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 905 του ΚΠολΔ, και στη συνέχεια, κατά τη διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητάς της, ότι η ναυτική υποθήκη, της οποίας ζητήθηκε η κήρυξη της εκτελεστότητας στην Ελλάδα, έχει περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, καθώς και ότι είναι εκτελεστός τίτλος, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους της Μάλτας, και η κήρυξή της ως εκτελεστής στην Ελλάδα δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη και στην ημεδαπή δημόσια τάξη, έγινε δεκτή η αίτηση και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, λόγω συνδρομής των προβλεπομένων στην προαναφερθείσα και κριθείσα από το επιληφθέν Δικαστήριο ως εφαρμοστέα στην υπόθεση διάταξη του ΚΠολΔ προϋποθέσεων. Ακολούθως, με βάση τον εκτελεστό αυτό τίτλο επισπεύθηκε από τη δικαιοπάροχο της καθ’ης η τριτανακοπή διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, στο πλαίσιο της οποίας η ανωτέρω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία επέδωσε στην τριτανακόπτουσα – καθ’ης η εκτέλεση ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου του εν λόγω εκτελεστού τίτλου (της από 22.2.2011 δεύτερης ναυτικής υποθήκης), μετά της από 12.6.2018 επιταγής προς εκτέλεση, καθώς και ακριβούς επικυρωμένου αντιγράφου της τριτανακοπτομένης απόφασης, και επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση δυνάμει της υπ’αριθμ……/20.6.2018 κατασχετήριας έκθεσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………. επί του ενυπόθηκου πλοίου, ο πλειστηριασμός του οποίου ορίσθηκε να διενεργηθεί με ηλεκτρονικά μέσα την 1η.1.2018. Η επισπευθείσα σε βάρος της τριτανακόπτουσας διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης ανεστάλη με την εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων επί της από 10.7.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./2018) αίτησης αναστολής της ανωτέρω καθ’ης η εκτέλεση υπ’αριθμ.1333/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί των ασκηθεισών από την ίδια α) από 10.7.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………./10.7.2018) ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ και β) από 14.9.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/ 14.9.2018) δικογράφου προσθέτων λόγων ανακοπής, με αίτημα αμφοτέρων την ακύρωση των με τα δικόγραφα αυτά προσβαλλομένων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας (επιταγής προς εκτέλεση και κατασχετήριας έκθεσης, που προαναφέρθηκαν). Η εν λόγω ναυτική υποθήκη, καταρτισθείσα υπό το νομοθετικό καθεστώς του δικαίου της Μάλτας, με έγγραφο, το οποίο συνέταξε και υπέγραψε, παρουσία μάρτυρος, η οφειλέτρια, πλοιοκτήτρια του ενυπόθηκου πλοίου, διά εξουσιοδοτηθέντος σχετικώς αντιπροσώπου της, και καταχωρίσθηκε εκ των υστέρων στο αρμόδιο δημόσιο βιβλίο (το νηολόγιο του λιμένος νηολόγησης του πλοίου), προκειμένου να εξασφαλισθεί η απαιτούμενη δημοσιότητα της υποθήκης και να υπάρξει βεβαιότητα ως προς τη σειρά σε περίπτωση πλειόνων υποθηκών, και του οποίου η γνησιότητα του περιεχομένου δεν έχει βεβαιωθεί, είτε κατά τη σύνταξή του, είτε κατά την καταχώρισή του στο ως άνω δημόσιο βιβλίο, από δημόσιο λειτουργό, δεν αποτελεί “δημόσιο έγγραφο”, κατά την αυτόνομη ερμηνεία της έννοιας αυτής στο πλαίσιο της διάταξης του τότε ισχύσαντος και in concreto εν προκειμένω εφαρμοζομένου Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, όπως αναλυτικά η ερμηνεία της έννοιας αυτής στο πεδίο του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου, αποκρυσταλλωθείσας και αποσαφηνισθείσας και με τη νομολογία του ΔΕΚ, εκτέθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αλλά ιδιωτικό. Επομένως, εφόσον ο συγκεκριμένος, εκτελεστός κατά το δίκαιο της Μάλτας, τίτλος δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω Κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνει μόνον δικαστικές αποφάσεις και δημόσια έγγραφα, και σε κάθε περίπτωση όχι ιδιωτικά, για την κήρυξη της εκτελεστότητάς του και στην Ελλάδα, θα έπρεπε να εφαρμοσθεί υποχρεωτικά και αποκλειστικά η διαδικασία, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 905 του ΚΠολΔ, όπως ορθά κρίθηκε και με την τριτανακοπτόμενη απόφαση. Ειδικότερα, πρόκειται περί εγγράφου που δεν έχει συνταχθεί, καταρτισθεί, εκδοθεί ή υπογραφεί από οποιαδήποτε δημόσια αρχή ή δημόσιο λειτουργό, αλλά έχει συνταχθεί από ιδιώτη και φέρει αποκλειστικά και μόνον τις υπογραφές ιδιωτών, και δη της νομίμου εκπροσώπου της τριτανακόπτουσας – πλοιοκτήτριας εταιρείας, η οποία παραχωρεί την υποθήκη, και ενός ακόμη φυσικού προσώπου, που παρέστη ως μάρτυρας κατά την υπογραφή του εγγράφου από την εκπρόσωπο της πλοιοκτήτριας, κατά τα προεκτεθέντα (η επ’αυτού υπογραφή του αρμοδίου Νηολόγου και η σφραγίδα της υπηρεσίας του υπέχουν θέση βεβαίωσης της ακρίβειας του εξαχθέντος και  χορηγηθέντος αντιγράφου εκ του εις χείρας του ανωτέρω δημόσιου λειτουργού πρωτοτύπου), ούτε βέβαια κατά τη σύνταξή του, ή κατά την καταχώρισή του στο ως άνω δημόσιο βιβλίο, αποδείχθηκε ότι συνέπραξε καθ’οιονδήποτε τρόπο, μαζί με τους ιδιώτες, και δημόσιος λειτουργός, βεβαιώνοντας έτσι, λόγω άμεσης εξ ιδίων γνώσης, περί της γνησιότητας του περιεχομένου του, ως απόρροιας κάποιας νοητικής και αξιολογικής δραστηριότητας από πλευράς του, όπερ θα το καθιστούσε, έστω και έμμεσα για λόγους γνησιότητας, έγγραφο προερχόμενο από δημόσιες αρχές, πολλώ δε μάλλον που εν προκειμένω ακόμη και η γνησιότητα της υπογραφής της εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας εταιρείας πιστοποιήθηκε μόνον από ιδιώτη, που παρέστη ως μάρτυρας του γεγονότος. Εκ μόνης δε της απλής καταχώρισης από δημόσιο λειτουργό του εν λόγω  καταρτισθέντος από ιδιώτες εγγράφου στο ως άνω δημόσιο βιβλίο, χωρίς αυτός να έχει καμία άμεση συμμετοχή και σύμπραξη στη σύνταξή του ή στη διαπίστωση κατά την καταχώρισή του στο νηολόγιο του περιεχομένου του, δε μπορεί να αναβαθμισθεί το συγκεκριμένο έγγραφο σε «δημόσιο», κατά την προεκτεθείσα έννοια του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου, ικανό να θεμελιώσει διασυνοριακή εκτέλεση, αλλά παραμένει ιδιωτικό, μη υπαγόμενο στο πεδίο εφαρμογής των ευρωπαϊκών δικονομικών νομοθετημάτων, το δε γεγονός της καταχώρισης του εγγράφου στο δημόσιο βιβλίο ουδόλως προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση και άνευ ετέρου προηγούμενο έλεγχο του περιεχομένου του από το νηολόγο, κατά τρόπον ώστε να προσδίδεται δημόσια πίστη περί την αυθεντικότητά του από δημόσια αρχή, ως εγγύηση έναντι πάντων, αλλά είναι προφανές ότι συνιστά μία τυπική διαδικασία, που λαμβάνει χώρα για λόγους δημοσιότητας της εγγραφείσας επί του πλοίου υποθήκης, χωρίς να παρέχει καμία βεβαιότητα, ούτε για την υπογραφή, πολλώ δε μάλλον για το περιεχόμενο του εγγράφου.  Επομένως, καθίσταται φανερό ότι εν προκειμένω δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις που έθεσε το ΔΕΚ για την υπαγωγή μίας έγγραφης αποτύπωσης στην έννοια του «δημοσίου εγγράφου», όπερ συγχρόνως αποκλείει και κάθε σκέψη περί διασταλτικής ερμηνείας της έννοιας αυτής κατά τους όρους του Κανονισμού 44/2001, όπως ρητά αναφέρεται στις επί της απόφασης Unibank A/S Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα, αλλά και στην ίδια την απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με  την οποία εκφράσθηκε αυθεντικά και δεσμευτικά για όλα τα δικαστήρια των κρατών μελών η άποψη του Δικαστηρίου αυτού περί της έννοιας του «δημοσίου εγγράφου», ισχύουσας ειδικότερα και υπό το καθεστώς του εν προκειμένω in concreto εφαρμοζομένου Κανονισμού 44/2001, καθώς έτσι θα ταυτιζόταν ένα ιδιωτικό έγγραφο, που δεν έχει τα ελάχιστα εχέγγυα του δημοσίου, με μία αλλοδαπή δικαστική απόφαση, δυνάμενη να εκτελεσθεί στην αλλοδαπή με τις διευκολύνσεις, που εισάγει το ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο στους αλλοδαπούς εκτελεστούς τίτλους, και δη με ευνοϊκότερες των δικαστικών αποφάσεων προϋποθέσεις, όπως διαπίστωσε χαρακτηριστικά στις Προτάσεις του ο Γενικός Εισαγγελέας La Pergola. Τοιαύτη μάλιστα ερμηνεία, την οποία δέχθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση, ώστε να περιλαμβάνονται στην έννοια του «δημοσίου εγγράφου» κατά τους  όρους του Κανονισμού 44/2001, όχι μόνο τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί από δημόσια αρχή, αλλά και εκείνα που έχουν συνταχθεί από ιδιώτες και απλώς έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία της δημόσιας αρχής, έρχεται σε ευθεία αντίθεση, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τόσο με το γράμμα του άρθρου 57 παρ.1 του Κανονισμού 44/2001 (ήδη άρθρο 2 περ.γ΄του Κανονισμού 1215/2012, όπου γίνεται ρητά λόγος για «δημόσιο έγγραφο», που έχει συνταχθεί ή καταχωρισθεί), όσο ιδίως με την τελολογία της ρύθμισης, όπως αυτή προκύπτει από την ανωτέρω απόφαση του ΔΕΚ και τις αντίστοιχες επ’αυτής Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα, και εντοπίζεται αντίθετα στην απολύτως αναγκαία συσταλτική ερμηνεία του όρου, προκειμένου να μην αποδοθεί ευνοϊκότερο, ακόμη και των δικαστικών αποφάσεων, καθεστώς αναγνώρισης στην αλλοδαπή σε ένα έγγραφο, που δεν αποτελεί απόρροια της νοητικής και αξιολογικής δραστηριότητας ενός δημόσιου λειτουργού, όπως είναι και η επίμαχη ναυτική υποθήκη. Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου δεν αναιρείται εκ του ότι στην επισημείωση (apostille) κατά τη Σύμβαση της Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961, που φέρει η εν λόγω ναυτική υποθήκη, για την επικύρωση της υπογραφής του Νηολόγου, αυτή (η υποθήκη) αναφέρεται ως «public document», ήτοι ως δημόσιο έγγραφο, όπερ επικαλείται το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην εκκαλουμένη απόφασή του ως επιχείρημα για την εξαγωγή του συμπεράσματός του, διότι, αφενός μεν η ερμηνεία του όρου «δημόσιο έγγραφο» κατά τους όρους του Κανονισμού 44/2001, που τυγχάνει ερευνητέα στην παρούσα υπόθεση, θα πρέπει να γίνεται με τα αυτόνομα κριτήρια του ανωτέρω Κανονισμού, χωρίς να επηρεάζεται από τα ισχύοντα στα κράτη μέλη, και δη από διατάξεις του ημεδαπού δικαίου, όπως είναι και η προαναφερθείσα Σύμβαση, που έχει κυρωθεί στην Ελλάδα με το ν.1497/1984, αφετέρου δε ο χαρακτηρισμός ενός εγγράφου ως δημοσίου για τους σκοπούς της Σύμβασης αυτής δε μπορεί και δεν πρέπει να συγχέεται με το χαρακτηρισμό ενός εγγράφου ως δημοσίου με τους όρους του Κανονισμού 44/2001, για τον οποίο λαμβάνονται υπόψη διαφορετικά κριτήρια, πολλώ δε μάλλον που, σύμφωνα με το άρθρο 1 της εν λόγω Σύμβασης, ως δημόσια έγγραφα θεωρούνται  και «δ) επίσημες βεβαιώσεις, όπως βεβαιώσεις καταχωρίσεως, θεωρήσεις για βέβαιη χρονολογία και επικυρώσεις υπογραφής, που τίθενται σε  ιδιωτικό έγγραφο», όπερ σημαίνει ότι, με βάση τους ορισμούς της Σύμβασης αυτής, τέτοια επικύρωση υπογραφής μπορεί να τεθεί και σε ιδιωτικό έγγραφο, όπως συνέβη εν προκειμένω, οπότε ως δημόσιο έγγραφο θεωρείται η επικύρωση αυτή καθεαυτή, όχι το έγγραφο, με την περαιτέρω επισήμανση ότι στην κρινόμενη περίπτωση ο χαρακτηρισμός αυτός στην επισημείωση (apostille) είναι προφανές ότι δεν αποτελεί περιεχόμενο του ίδιου του κειμένου της ναυτικής υποθήκης, καθώς αυτή έχει τεθεί εκτός του κυρίου σώματος του εγγράφου και βεβαιώνει το γνήσιο της υπογραφής του Νηολόγου, που επικύρωσε το χορηγηθέν αντίγραφο ως ακριβές αντίγραφο του καταχωρημένου στο Νηολόγιο πρωτοτύπου. Συνεπώς, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, για την κήρυξη της εκτελεστότητας της παραχωρηθείσας στην Μάλτα από την τριτανακόπτουσα – επί πλοίου της – από 22.2.2011 ναυτικής υποθήκης υπέρ της δικαιοπαρόχου της καθ’ης η τριτανακοπή, η οποία δεν εντάσσεται στην κατηγορία των «δημοσίων εγγράφων» κατά την έννοια του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου, και ειδικότερα του Κανονισμού 44/2001, που ίσχυε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, εφαρμοστέα ήταν η διαδικασία του άρθρου 905 του ΚΠολΔ, όπως ορθά δέχθηκε και η τριτανακοπτόμενη απόφαση, η οποία και κήρυξε εκτελεστή στην Ελλάδα την ως άνω υποθήκη κατόπιν της παραδοχής ότι πληρούνται οι προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις, ως εκ τούτου, σε κάθε περίπτωση, ο στηριζόμενος στην τηρηθείσα διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας στην ημεδαπή του αλλοδαπού τίτλου σχετικός λόγος της τριτανακοπής της καθ’ης η εκτέλεση – οφειλέτιδος εταιρείας δεν θα έπρεπε να ευδοκιμήσει, αλλά ν’απορριφθεί. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε τον ανωτέρω πρώτο λόγο της τριτανακοπής και ως κατ’ουσίαν βάσιμο, και, συνακόλουθα,  την τριτανακοπή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, και ακύρωσε την τριτανακοπτόμενη απόφαση, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η καθ’ης η τριτανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με τις περιληφθείσες στο δικόγραφο της έφεσής της αιτιάσεις. Πρέπει, επομένως, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση της καθ’ης η τριτανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας και κατ’ουσίαν (η εξέταση της βασιμότητας του ασκηθέντος με τις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις της εκκαλούσας πρόσθετου λόγου έφεσης παρέλκει, έχοντας πλέον καταστεί άνευ αντικειμένου), και, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση επί της τριτανακοπής, ν’απορριφθεί ο πρώτος λόγος αυτής, και να διερευνηθούν οι λοιποί λόγοι της κατά το παραδεκτό και το βάσιμό τους, οι οποίοι δεν εξετάσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Τέλος, εφόσον η έφεση έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ουσίαν, πρέπει  να διαταχθεί η επιστροφή στη νικήσασα εκκαλούσα του κατατεθέντος απ’αυτήν κατά την άσκηση του ένδικου μέσου παραβόλου (άρθρο 495 παρ.4 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ).

Με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης τριτανακοπής της η τριτανακόπτουσα εταιρία ισχυρίσθηκε ότι το Δικαστήριο, που εξέδωσε την τριτανακοπτόμενη απόφαση, αρκέσθηκε για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί της εκτελεστότητας της επίμαχης ναυτικής υποθήκης και σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους της Μάλτας, όπου και ο τίτλος αυτός εκδόθηκε, μόνον στην αναφερόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση «από 24.8.2018 γνωμοδότηση του Δικηγόρου Μάλτας Dr ……….», ήτοι σε μία γνωμοδότηση που φέρει μεταγενέστερη ημερομηνία της έκδοσης της απόφασης, α) χωρίς να παραθέσει στην απόφασή του το περιεχόμενο της γνωμοδότησης, αυτής, ούτως ώστε να καταστεί σαφές και αντιληπτό στον αναγνώστη της πως ακριβώς επέδρασε το εν λόγω έγγραφο στην κρίση του επί του ως άνω ζητήματος, ποιες οι προϋποθέσεις κήρυξης μίας ναυτικής υποθήκης ως εκτελεστού τίτλου στη Μάλτα και εάν τούτες συνέτρεχαν εν προκειμένω, ποιος ο νόμος της Μάλτας και τα συγκεκριμένα άρθρα του, που αφορούν στην εκτελεστότητα της ναυτικής υποθήκης, αλλά και εάν απαιτείται, προκειμένου να κηρυχθεί εκτελεστή μία ναυτική υποθήκη στη Μάλτα, αποδεδειγμένη όχληση του οφειλέτη ή προηγούμενη κοινοποίηση σ’αυτόν προς συμμετοχή του σε δίκη για ακρόασή του, και β) χωρίς να γίνεται μνεία στην απόφαση περί του εάν η ως άνω γνωμοδότηση προσκομίσθηκε σε επικυρωμένη μετάφραση στην ελληνική γνώσσα, ώστε να αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο, ούτε καν περί της γλώσσας, στην οποία έχει συνταχθεί, περί του εάν η εκτελεστότητα της ναυτικής υποθήκης είναι σύμφωνη με τον εν προκειμένω αποκλειστικά και μόνον εφαρμοστέο στην υπόθεση υπ’αριθμ.44/2001 Κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και περί των άρθρων του δικαίου της Μάλτας, επί των οποίων εδράζεται το συμπέρασμά του, διά της αναφοράς επιπροσθέτως του περιεχομένου τους, με αποτέλεσμα η απόφασή του να στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ενώ θα έδει, εφόσον αγνοούσε το δίκαιο της Μάλτας και εκ της προσκομισθείσας γνωμοδότησης δεν προέκυπταν όλα τα ουσιώδη και κρίσιμα για το δίκαιο αυτό στοιχεία, είτε να απορρίψει την αίτηση, είτε να αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης μέχρι την προσκόμιση από την αιτούσα και ήδη καθ’ης η τριτανακοπή γνωμοδότησης επί του θέματος της εκτελεστότητας της ναυτικής υποθήκης κατά το δίκαιο αυτό του Ινστιτούτου Αλλοδαπού Δικαίου. Με την επίκληση των όσων προεκτέθηκαν ισχυρίσθηκε τέλος ότι η τριτανακοπτόμενη απόφαση τυγχάνει απορριπτέα. Ο λόγος αυτός της τριτανακοπής όμως, με τον οποίο η τριτανακόπτουσα παραπονείται για ελλείψεις της αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης, με την οποία κηρύχθηκε εκτελεστή και στην Ελλάδα η παραχωρηθείσα από την ίδια με βάση το δίκαιο της Μάλτας ναυτική υποθήκη σε βάρος πλοίου της, υπέρ της δικαιοπαρόχου της καθ’ης η τριτανακοπή, δεν είναι νόμιμος και πρέπει ν’απορριφθεί, διότι η ανωτέρω δεν ισχυρίζεται ταυτόχρονα ότι από το επικαλούμενο και μόνον αυτό σφάλμα το δικαστήριο, που εξέδωσε την τριτανακοπτόμενη, κατέληξε τελικά σε εσφαλμένο διατακτικό με το να δεχθεί  – μεταξύ άλλων – και ότι η εν λόγω ναυτική υποθήκη αποτελεί εκτελεστό τίτλο στην αλλοδαπή, όπερ η ίδια εντούτοις δεν αμφισβητεί ρητά, ειδικά και επί της ουσίας, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ως μία εκ των προϋποθέσεων για την παραδοχή της αίτησης, λαμβανομένου υπόψη ότι το ουσιώδες της πληττόμενης απόφασης δεν είναι οι αιτιολογίες, αλλά το διατακτικό της, και εξ αυτού θα κριθεί κατά πόσον η εκεί εκφρασθείσα δικαστική κρίση προκάλεσε βλάβη ή κίνδυνο βλάβης στα έννομα συμφέροντα της τριτανακόπτουσας, ώστε να δικαιολογείται και το έννομο συμφέρον της να προσβάλλει την απόφαση.

Ομοίως απορριπτέος τυγχάνει και ο τρίτος λόγος της τριτανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο η απόφαση πρέπει να ακυρωθεί διότι δεν αναφέρονται σ’αυτήν τα περί ύπαρξης σε βάρος της ληξιπρόθεσμης και εκκαθαρισμένης απαίτησης της καθ’ης η τριτανακοπή, περί όχλησής της για την αποπληρωμή της οφειλής της, αλλά και περί προηγηθείσης νόμιμης καταγγελίας από την αντίδικό της της μεταξύ τους καταρτισθείσας δανειακής σύμβασης, προς εξασφάλιση της αποπληρωμής της οφειλής εκ της οποίας παραχωρήθηκε η επίμαχη υποθήκη, καθώς η τριτανακόπτουσα δεν αμφισβητεί ταυτόχρονα ειδικά την ενεργητική νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον της ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ως δανείστριάς της προς υποβολή της αίτησης για την κήρυξη της εκτελεστότητας και στην ημεδαπή του αλλοδαπού τίτλου, με αποτέλεσμα οι ως άνω αιτιάσεις να προβάλλονται αλυσιτελώς, εφόσον δε συνδέονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο με άρνηση συνδρομής των προϋποθέσεων για την παραδοχή της αίτησης.

Ο τέταρτος λόγος της κρινόμενης τριτανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο η τριτανακοπτόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί διότι δε διαλαμβάνεται σ’αυτήν ότι η κηρυχθείσα ως εκτελεστή και στην Ελλάδα ως άνω ναυτική υποθήκη έχει συμπληρωθεί και τροποποιηθεί  από την από 22.2.2011 Πράξη Συμφωνιών («Deed of  Covenants») και από την από 28.2.2012 πρώτη Προσθήκη σε Πράξη Συνομολογήσεων, που καταρτίσθηκαν μεταξύ της ιδίας και της δικαιοπαρόχου της καθ’ης η τριτανακοπή, επίσης προβάλλεται αλυσιτελώς και, ως εκ τούτου πρέπει ν’απορριφθεί, διότι με αυτόν δεν προσάπτεται συγκεκριμένη, σαφής και ορισμένη αιτίαση στην προσβαλλόμενη απόφαση, που να αφορά σε έλλειψη συνδρομής εν προκειμένω των προβλεπομένων στην εφαρμοσθείσα από το επιληφθέν επί της αίτησης της αντιδίκου της Δικαστήριο διάταξη του άρθρου 905 του ΚΠολΔ προϋποθέσεων για την κήρυξη στην Ελλάδα εκτελεστού του προαναφερθέντος αλλοδαπού τίτλου, που θα καθιστούσε την αίτηση διά τούτο απορριπτέα.

Με τους πέμπτο, έκτο, έβδομο και όγδοο λόγους της κρινόμενης τριτανακοπής η τριτανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως με την τρινακοπτόμενη απόφαση κηρύχθηκε εκτελεστή και στην Ελλάδα η ως άνω ναυτική υποθήκη σε βάρος του πλοίου της για το ποσό των 11.900.000 ευρώ, για το οποίο αρχικά παραχωρήθηκε, ενώ με το από 13.9.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο υπογράφηκε – μεταξύ άλλων συμβαλλομένων μερών – και της ιδίας και της δικαιοπαρόχου της καθ’ης η τριτανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “. …….”, ενόψει της από 13.9.2012, καταρτισθείσας σύμφωνα με το άρθρο 106 του Πτωχευτικού Κώδικα, συμφωνίας εξυγίανσης, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’αριθμ.124/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’αριθμ.34/2014 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης για την αιτούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………» (………), μοναδική μέτοχο της ιδίας (της τριτανακόπτουσας), συμφωνήθηκε ότι, με την επικύρωση και δημοσίευση της συμφωνίας εξυγίανσης της ΝΕΛ από το αρμόδιο δικαστήριο και υπό την αναβλητική αίρεση της επικύρωσης της συμφωνίας αυτής, η τράπεζα θα διαγράψει την απαίτησή της σε βάρος της (της τριτανακόπτουσας) κατά το ισόποσο του αναλογούντος σε ποσοστό 72% αυτής κατά το χρόνο της επικύρωσης, ούτως ώστε να περιορισθεί στο ποσό των 3.502.620,50 ευρώ, και ότι προς εξασφάλιση καταβολής της ως άνω απαίτησης, ούτως διαμορφωθείσας, θα διατηρηθεί η υποθήκη υπέρ της τράπεζας επί του πλοίου της, περιοριζομένου όμως του ασφαλιζομένου με την υποθήκη ποσού στο 140% του ποσού της μειωμένης απαίτησης, με αποτέλεσμα, πληρωθείσης της αναβλητικής αίρεσης του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού με την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης, η εν λόγω απαίτηση σε βάρος της να έχει πλέον διαμορφωθεί στο ποσό των 3.502.620,50 ευρώ και, συνακόλουθα, το ασφαλιζόμενο με την υποθήκη ποσό να έχει περιορισθεί σε αυτό των 4.903.669 ευρώ, για το οποίο και μόνον και θα έπρεπε να κηρυχθεί εκτελεστή στην ημεδαπή η αλλοδαπή υποθήκη. Επιπροσθέτως, ισχυρίζεται ότι η τριτανακοπτόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και για το λόγο ότι δυνάμει των ανωτέρω δικαστικών αποφάσεων και ιδιωτικού συμφωνητικού, που εξακολουθούν να ισχύουν, απαγορεύεται η επίσπευση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της, όπερ εντούτοις πράττει εν προκειμένω η καθ’ης η τριτανακοπή, με εκτελεστό τίτλο την κηρυχθείσα με την απόφαση αυτή εκτελεστή στην ημεδαπή αλλοδαπή ναυτική υποθήκη. Οι ανωτέρω λόγοι πρέπει άπαντες ν’ απορριφθούν. Και τούτο διότι, όπως προεκτέθηκε, όταν ζητείται η κήρυξη εκτελεστού αλλοδαπού τίτλου, με βάση τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 905 του ΚΠολΔ, που ορθά εφαρμόσθηκε εν προκειμένω από το δικαστήριο,  το οποίο εξέδωσε την τρινακοπτόμενη απόφαση, ερευνάται μόνον αν ο τίτλος αυτός είναι εκτελεστός κατά το δίκαιο του τόπου της έκδοσής του, όπως επίσης και αν αντίκειται στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη, συνεπώς, το ελληνικό δικαστήριο δε λύνει τη διαφορά, αλλά με την απόφασή του, που έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, χωρίς να αντικαθιστά τον αλλοδαπό τίτλο, παρέχει σ’αυτόν τη δύναμη της εκτελεστότητας στην Ελλάδα, περιοριζόμενο, επομένως, στην κήρυξή του εκτελεστού, χωρίς να δικαιούται να μεταβάλει το περιεχόμενό του, να τον ερμηνεύσει ή να τον διορθώσει, ή να επαυξήσει ή να περιορίσει το περιεχόμενο ή την εκτελεστότητά του (βλ. σχετ. Νικολόπουλο σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, II, έκδοση 2000, παρατηρήσεις υπό άρθρο 905, αριθμ.10-11, σελ.1708). Επομένως, στην κρινόμενη περίπτωση το δικαστήριο, που εξέδωσε την τριτανακοπτόμενη απόφαση, δεν εδικαιούτο, στο πλαίσιο εκδίκασης της αίτησης της καθ’ης η τριτανακοπή, της στηριζομένης στη διάταξη του άρθρου 905 του ΚΠολΔ, να κηρύξει εκτελεστή στην  Ελλάδα την αλλοδαπή ναυτική υποθήκη, για ποσό μικρότερο αυτού, για το οποίο παραχωρήθηκε αρχικά, και δη για το ποσό, στο οποίο περιορίσθηκε στη συνέχεια το ασφαλιζόμενο με το συγκεκριμένο εμπράγματο βάρος ποσό της απαίτησης της δικαιοπαρόχου της καθ’ης η τριτανακοπή και ήδη της τελευταίας εκ της δανειακής σύμβασης με την επικαλούμενη από την τριτανακόπτουσα – μεταγενέστερη της σύστασης της υποθήκης – συμφωνία των διαδίκων, και, συνεπώς, μη πράττοντας τούτο, αλλά κηρύσσοντας την εκτελεστότητα στην ημεδαπή του αλλοδαπού τίτλου για το αρχικό ασφαλιζόμενο με αυτόν ποσό, δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, που να μπορεί να προταθεί από την παραχωρήσασα την υποθήκη – οφειλέτρια με σχετικό λόγο τριτανακοπής. Τέλος, ο ισχυρισμός της τριτανακόπτουσας περί αναστολής της εκτελεστότητας του αλλοδαπού τίτλου δυνάμει της αυτής ως άνω συμφωνίας των διαδίκων δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης, και, συνεπώς, περιεχόμενο σχετικού λόγου τριτανακοπής, αλλά ενδεχόμενης δίκης περί την εκτέλεση επί ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ (βλ.σχετ. ΕφΘεσ 1157/2008 ΕΠΟΛΔ 2008.689).

Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, μη υπάρχοντος έτερου λόγου προς διερεύνηση, ν’απορριφθεί η ένδικη τριτανακοπή στο σύνολό της. Η δικαστική δαπάνη της καθ’ης η τριτανακοπή – εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, καθώς και η  δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας της αυτοτελώς προσθέτως υπέρ της εκκαλούσας παρεμβάσας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκαν σχετικά αιτήματα από τις ανωτέρω, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της τριτανακόπτουσας – εφεσίβλητης – καθ’ης η πρόσθετη παρέμβαση, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 182 παρ.1, 183, και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων: α) Την από 9.4.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/9.4.2019 και ……/10.4.2019) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 828/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και τον ασκηθέντα με τις προτάσεις της εκκαλούσας πρόσθετο λόγο έφεσης, και β) την από 15.1.2010 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/16.1.2020) αυτοτελή πρόσθετη υπέρ της εκκαλούσας παρέμβαση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου του ένδικου μέσου.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 2.7.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/2.7.2018) τριτανακοπής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την τριτανακοπή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της τριτανακόπτουσας τη δικαστική δαπάνη της καθ’ης η τριτανακοπή αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της τριτανακόπτουσας τη δικαστική δαπάνη της αυτοτελώς προσθέτως υπέρ της εκκαλούσας παρεμβάσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 23.2.2021

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ