ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός αποφάσεως
770/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενον από τον Δικαστή Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη, τον οποίον ώρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από την Γραμματέα Δ.Π.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Ι) Η κρινομένη έφεσις (υπ’ αριθ. καταθ. …………..) κατά της κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων εκδοθείσης υπ’ αριθ. 3862 /2015 αποφάσεως ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αρμοδίως εισαγομένη προς συζήτησιν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου [άρθρο 19 ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασιν του διά του άρθρου 4§2 Ν. 3994 /2011], έχει ασκηθεί, κατά τα άρθρα 495§1, 511, 513§1περ.β, 518§1 και 674§1 ΚΠολΔ, νομοτύπως και εμπροθέσμως (ήτοι εντός μηνός από της επιδόσεως της εκκαλουμένης συντελεσθείσης την 10η Νοεμβρίου 2015), ενώ δεν απαιτείται κατά την κατάθεσίν της η καταβολή παραβόλου εφέσεως (άρθρο 495§4εδ.στ΄ ΚΠολΔ). Κρίνεται, επομένως, τυπικώς δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτόν, καθώς και το νόμω και ουσία βάσιμον των λόγων αυτής.
ΙΙ) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. ………. αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αι ενάγουσαι ισχυρίσθησαν τα ακόλουθα: α) ότι την 22α Μαΐου 2001 η πρώτη εξ αυτών προσελήφθη διά εγγράφου συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπό της εναγομένης ως εργάτρια καθαριότητος (καθαρίστρια) των εγκαταστάσεων της «……… (Α.Ε.)» αντί των εκ των οικείων συλλογικών συμβάσεων εργασίας και διαιτητικών αποφάσεων προβλεπομένων ελαχίστων νομίμων ορίων μηνιαίου μισθού, ο οποίος έπρεπε να καταβάλλεται εντός του πρώτου δεκαημέρου του επομένου μηνός από τον αντίστοιχον της παρασχεθείσης εργασίας, β) ότι μετά την ισχύν της ΥΑ 13129 /2004 (ΦΕΚ Β΄ 1643 /5-11-2004) η εργασία έδει να είναι πενθήμερος αλλά και συνεφωνήθη κυλιομένη πενθήμερος πλήρους απασχολήσεως και ότι η οικογενειακή κατάσταση της εργαζομένης εν σχέσει προς τα αντίστοιχα επιδόματα συνεφωνήθη να αποδεικνύεται διά προσκομιδής αντιστοίχου πιστοποιητικού οικογενειακής καταστάσεως (η ιδία εγνωστοποίησεν εγκαίρως στην εναγομένη την ιδιότητα αυτής ως εγγάμου γυναικός), γ) ότι το ωράριον εργασίας αυτής συνεφωνήθη να παρέχεται (και παρείχετο) από ώραν 21:30 έως ώραν 05:00 (επί επτά και ημισείαν ώρες) ημερησίως κατά το χρονικό διάστημα από της προσλήψεώς της έως της 30ής Ιουνίου 2005 και από ώραν 13:40 έως ώραν 21:20 (επί επτά ώρες και τεσσαράκοντα λεπτά) κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Ιουλίου 2005 έως και της αποχωρήσεως αυτής την 24ην Οκτωβρίου 2011, δ) ότι, όμως (παρά το προβλεπόμενον και συμφωνηθέν πενθήμερον σύστημα εργασίας), εκείνη ειργάσθη επί έξ ημέρες εβδομαδιαίως (συμπεριλαμβανομένης και της Κυριακής ημέρας), δίχως να χορηγείται εις αυτήν ημέρα αναπληρωματικής αναπαύσεως ως αντιστάθμισμα της παροχής εργασίας κατά την ημέραν του Σαββάτου ή την έκτην ημέραν της εβδομάδος και χωρίς να καταβάλλεται εις αυτήν η νόμιμος προσαύξησις και να χορηγείται ετέρα ημέρα αναπαύσεως διά την εργασίαν κατά την ημέραν της Κυριακής, ε) ότι καθ’ όλην την διάρκειαν της συμβάσεως και σχέσεως εργασίας κατεβλήθησαν προς αυτήν υπό της αντιδίκου αποδοχές ελάσσονες των προβλεπομένων νομίμων ελαχίστων, στ) ότι συνακολούθως διά το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2002 έως και 24ης Οκτωβρίου 2011 οφείλεται προς αυτήν ως διαφορά μεταξύ καταβλητέων και καταβληθέντων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματος αδείας καθαρόν χρηματικόν ποσόν 31.171,49 ευρώ (νομιμοτόκως ως προς τις διαφορές μισθού από την επομένην της δεκάτης ημέρας του επομένου μηνός της παρασχεθείσης αντίστοιχης εργασίας και ως προς τις διαφορές των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας από την επομένην των διά της αγωγής αναφερομένων ημερομηνιών δι’ έκαστον επίδομα), ζ) ότι επιπροσθέτως διά το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2002 έως και 30ής Ιουνίου 2005 οφείλεται προς αυτήν υπό της αντιδίκου ως διαφορά μεταξύ καταβλητέας και καταβληθείσης αμοιβής διά νυκτερινήν εργασίαν καθαρόν χρηματικόν ποσόν 7.492,73 ευρώ (νομιμοτόκως από την επομένην της δεκάτης ημέρας του επομένου μηνός της παρασχεθείσης εργασίας), η) ότι επί πλέον κατά το χρονικόν διάστημα από Νοεμβρίου 2006 έως και 24ης Οκτωβρίου 2011 διά νόμιμον προσαύξησιν παροχής εργασίας κατά την ημέραν της Κυριακής και διά αξίωσιν αδικαιολογήτου πλουτισμού ένεκα μη χορηγήσεως άλλης ημέρας εβδομαδιαίας αναπαύσεως λόγω της παροχής εργασίας κατά την ημέραν της Κυριακής η εναγομένη οφείλει προς αυτήν καθαρόν χρηματικόν ποσόν 10.380,66 ευρώ (νομιμοτόκως από την επομένην της δεκάτης ημέρας του επομένου μηνός της παρασχεθείσης αντίστοιχης εργασίας), θ) ότι ένεκα της καθυστερήσεως καταβολής των ως άνω δεδουλευμένων η ιδία υπέστη ψυχική στενοχωρία και ηθική βλάβη, διά την εύλογην χρηματικήν ικανοποίησιν της οποίας ζητεί χρηματικόν ποσόν 5.000 ευρώ, ι) ότι την 27η Μαρτίου 2007 η δευτέρα εξ αυτών προσελήφθη διά εγγράφου συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπό της εναγομένης ως εργάτρια καθαριότητος (καθαρίστρια) των σταθμών της «………. (Α.Ε.)» (μετ’ ενάρξεως παροχής εργασίας την 28η Μαρτίου 2007) αντί των εκ των οικείων συλλογικών συμβάσεων εργασίας και διαιτητικών αποφάσεων προβλεπομένων ελαχίστων νομίμων ορίων μηνιαίου μισθού, ο οποίος έπρεπε να καταβάλλεται εντός του πρώτου δεκαημέρου του επομένου μηνός από τον αντίστοιχον της παρασχεθείσης εργασίας, ια) ότι η εργασία συνεφωνήθη κυλιομένη πενθήμερος πλήρους απασχολήσεως και ότι η οικογενειακή κατάστασις της εργαζομένης εν σχέσει προς τα αντίστοιχα επιδόματα συνεφωνήθη να αποδεικνύεται διά προσκομιδής αντιστοίχου πιστοποιητικού οικογενειακής καταστάσεως (η ιδία εγνωστοποίησεν εγκαίρως στην εναγομένη την ιδιότητα αυτής ως εγγάμου γυναικός), ιβ) ότι το ωράριον εργασίας αυτής συνεφωνήθη να παρέχεται (και παρείχετο) από ώραν 06:00 έως ώραν 13:40 (επί επτά ώρες και τεσσαράκοντα λεπτά) καθ’ όλον το χρονικό διάστημα της εργασιακής απασχολήσεως αυτής από 28ης Μαρτίου 2007 έως και της απολύσεως αυτής την 30ήν Αυγούστου 2011, ιγ) ότι, όμως (παρά το προβλεπόμενον και συμφωνηθέν πενθήμερον σύστημα εργασίας), εκείνη ειργάσθη επί έξ ημέρες εβδομαδιαίως (συμπεριλαμβανομένης και της Κυριακής ημέρας), δίχως να χορηγείται εις αυτήν ημέρα αναπληρωματικής αναπαύσεως ως αντιστάθμισμα της παροχής εργασίας κατά την ημέραν του Σαββάτου ή την έκτην ημέραν της εβδομάδος και χωρίς να καταβάλλεται εις αυτήν η νόμιμος προσαύξησις και να χορηγείται ετέρα ημέρα αναπαύσεως διά την εργασίαν κατά την ημέραν της Κυριακής, ιδ) ότι καθ’ όλην την διάρκειαν της συμβάσεως και σχέσεως εργασίας κατεβλήθησαν προς αυτήν υπό της αντιδίκου αποδοχές ελάσσονες των προβλεπομένων ελαχίστων νομίμων, ιε) ότι συνακολούθως διά το χρονικό διάστημα από 28ης Μαρτίου 2007 έως και 30ής Αυγούστου 2011 οφείλεται προς αυτήν ως διαφορά μεταξύ καταβλητέων και καταβληθέντων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματος αδείας καθαρό χρηματικόν ποσόν 16.507,30 ευρώ (νομιμοτόκως ως προς τις διαφορές μισθού από την επομένην της δεκάτης ημέρας του επομένου μηνός της παρασχεθείσης εργασίας και ως προς τις διαφορές των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας από την επομένη των διά της αγωγής αναφερομένων ημερομηνιών δι’ έκαστον επίδομα), ιστ) ότι επιπροσθέτως κατά το ίδιον ως άνω χρονικό διάστημα διά νόμιμον προσαύξησιν παροχής εργασίας κατά την ημέραν της Κυριακής η εναγομένη οφείλει προς αυτήν καθαρόν χρηματικόν ποσόν 2.682,90 ευρώ (νομιμοτόκως από την επομένην της δεκάτης ημέρας του επομένου μηνός της παρασχεθείσης αντίστοιχης εργασίας), ιζ) ότι επίσης κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα διά αξίωσιν αδικαιολογήτου πλουτισμού ένεκα της παροχής εργασίας κατά την ημέραν της Κυριακής άνευ χορηγήσεως άλλης ημέρας αναπληρωματικής αναπαύσεως η εναγομένη οφείλει προς αυτήν καθαρόν χρηματικόν ποσόν 7.553,98 ευρώ (νομιμοτόκως από την επομένην της δεκάτης ημέρας του επομένου μηνός από τον αντίστοιχον της παρασχεθείσης εργασίας) και ιη) ένεκα της καθυστερήσεως καταβολής των ως άνω δεδουλευμένων η ιδία υπέστη ψυχική στενοχωρία και ηθική βλάβη, διά την εύλογην χρηματικήν ικανοποίησιν της οποίας ζητεί χρηματικόν ποσόν 5.000 ευρώ. Εζήτησαν δέ: α΄) η πρώτη ενάγουσα [κατόπιν πλήρους περιορισμού των ως άνω υπό στοιχεία «ζ» έως και «θ» επί μέρους αγωγικών κονδυλίων από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά και μερικού περιορισμού του ως άνω υπό στοιχείον «στ» επί μέρους αγωγικού κονδυλίου (εκ κεφαλαίου 31.171,49 ευρώ) από καταψηφιστικού εις αναγνωριστικόν μόνον διά το υπεράνω του ύψους των 20.000 ευρώ επιδιωκόμενον επιπρόσθετον χρηματικό μέρος εξ 11.171,49 ευρώ] αφ’ ενός να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει προς την ενάγουσα χρηματικόν ποσόν 20.000 ευρώ διά μέρος του ως άνω υπό στοιχείον «στ» επί μέρους αγωγικού κονδυλίου και αφ’ ετέρου να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει προς την ενάγουσα χρηματικόν ποσόν 34.044,88 (= 11.171,49 + 7.492,73 + 10.380,66 + 5.000) ευρώ διά το υπόλοιπον μέρος του ως άνω υπό στοιχείον «στ» επί μέρους αγωγικού κονδυλίου και διά τα ως άνω υπό στοιχεία «ζ», «η» και «θ» επί μέρους αγωγικά κονδύλια και δή νομιμοτόκως από του χρόνου καταστάσεως εκάστου μερικωτέρου κονδυλίου απαιτητού κατά τις εν τη αγωγή αναφερόμενες διακρίσεις, επικουρικώς από της επιδόσεως της υπ’ αριθ. καταθ. ……… αγωγής, άλλως από της επιδόσεως της υπ’ αριθ. καταθ. ……….. αγωγής της ιδίας κατά της εναγομένης (απορριφθείσης ως αορίστου διά της υπ’ αριθ. 1117 /2013 αποφάσεως ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) και επικουρικώτερον από της επιδόσεως της ενδίκου αγωγής και β΄) η δευτέρα ενάγουσα (κατόπιν περιορισμού των ως άνω υπό στοιχεία «ιζ» και «ιη» επί μέρους αγωγικών κονδυλίων από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά) αφ’ ενός να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει προς την ενάγουσα χρηματικόν ποσόν 19.190,20 (= 16.507,30 + 2.682,90) ευρώ διά τα ως άνω υπό στοιχεία «ιε» και «ιστ» επί μέρους αγωγικά κονδύλια και αφ’ ετέρου να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει προς την ενάγουσαν χρηματικό ποσό 12.553,98 (= 7.553,98 + 5.000) ευρώ διά τα υπό στοιχεία «ιζ» και «ιη» επί μέρους αγωγικά κονδύλια και δή νομιμοτόκως από του χρόνου καταστάσεως εκάστου μερικωτέρου κονδυλίου απαιτητού κατά τις εν τη αγωγή αναφερόμενες διακρίσεις, επικουρικώς από της επιδόσεως της υπ’ αριθ. καταθ. ……… αγωγής της ιδίας κατά της εναγομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (από του δικογράφου της οποίας παρητήθη διά της προς την αντίδικον επιδόσεως της ενδίκου αγωγής) και επικουρικώτερον από της επιδόσεως της ενδίκου αγωγής. Επί της ως άνω αγωγής εξεδόθη η υπ’ αριθ. 3862 /2015 απόφασις ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας: α΄΄) η αγωγή κατά το σκέλος ασκήσεως αυτής υπό της πρώτης εναγούσης εκρίθη αφ’ ενός ως απαράδεκτος (αόριστος) κατά το ως άνω υπό στοιχείον «στ» επί μέρους αγωγικόν κονδύλιον (διά οφειλές διαφορών δεδουλευμένων αποδοχών, δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματος αδείας) υπό το σκεπτικόν ότι επί περισσοτέρων αγωγικών κονδυλίων ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής εις εν μέρει καταψηφιστικόν και εν μέρει αναγνωριστικόν, δίχως να προσδιορίζεται υπό του ενάγοντος διά δηλώσεως στο ακροατήριον καταχωρουμένης στα πρακτικά ή διά των προτάσεων αυτού εις ποίον ή ποία ειδικώτερα κεφάλαια ή κονδύλια ούτος αφορά ή χωρίς να αναφέρεται ότι τα αγωγικά κονδύλια περιορίζονται κατά ποσοστόν ανάλογον του όλου αιτήματος, καθιστά την αγωγήν αόριστον εν συνόλω, διότι, εφ’ όσον δεν διευκρινίζεται ποίων συγκεκριμένων αξιώσεων επιδιώκεται η αναγνώρισις και ποίων η καταψήφισις, δεν καθίσταται δυνατόν να διαγνωσθεί εν περιπτώσει εκτιμήσεως αυτών ως νομίμων ή και ουσιαστικώς βασίμων, εάν πρόκειται περί αξιώσεων, των οποίων ζητείται η αναγνώρισις ή η καταψήφισις και συνακολούθως δεν είναι δυνατόν να αποφασισθεί ποίες από τις γενόμενες δεκτές αξιώσεις πρέπει να αναγνωρισθούν και ποίες να καταψηφισθούν στον ενάγοντα (βλ. ΑΠ 291 /2015, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1855 /2013, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 25 /2013, ΤΝΠΔΣΑ) και αφ’ ετέρου ως μη νόμιμος κατά το ως άνω υπό στοιχείον «θ» επί μέρους αγωγικόν κονδύλιον (διά χρηματικήν ικανοποίησιν ηθικής βλάβης), ενώ κατά την ουσιαστικήν εξέτασιν των λοιπών επί μέρους αγωγικών κονδυλίων, αφού απερρίφθη ως παραγεγραμμένη κατά το ως άνω υπό στοιχείον «ζ» επί μέρους αγωγικον κονδύλιον (διά διαφοράν αμοιβής εκ της παροχής νυκτερινής εργασίας) και διά μέρος (εκ ποσού 256,86 ευρώ) του ως άνω υπό στοιχείον «η» επί μέρους αγωγικού κονδυλίου (διά προσαύξησιν λόγω παροχής εργασίας κατά την ημέραν της Κυριακής και δι’ αποζημίωσιν λόγω μη χορηγήσεως αναπληρωματικής ημέρας ένεκα της εργασίας κατά την ημέραν της Κυριακής διά το έτος 2006) και ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη διά σκέλος του ως άνω υπό στοιχείο «η» επί μέρους αγωγικού κονδυλίου (περί καταβολής αποζημιώσεως λόγω μη χορηγήσεως αναπληρωματικής ημέρας αναπαύσεως ένεκα της παροχής εργασίας κατά την ημέραν της Κυριακής) έγινε κατά τα λοιπά εν μέρει δεκτή ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν και ανεγνωρίσθη ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει προς την πρώτην ενάγουσα χρηματικόν κεφάλαιον 1.602,45 ευρώ νομιμοτόκως κατά τις διά τους σκεπτικού της ως άνω αποφάσεως αναφερόμενες διακρίσεις και β΄΄) η αγωγή κατά το σκέλος ασκήσεως αυτής υπό της δευτέρας εναγομένης απερρίφθη ως μη νόμιμη κατά το ως άνω υπό στοιχείον «ιζ» αίτημα περί αποζημιώσεως λόγω μη χορηγήσεως αναπληρωματικής ημέρας αναπαύσεως ένεκα εργασίας κατά την ημέραν της Κυριακής και κατά το ως άνω υπό στοιχεία «ιη» επί μέρους αγωγικό κονδύλιον (περί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης) και κατά τα λοιπά έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν και υπεχρεώθη η εναγομένη να καταβάλει προς την ενάγουσα χρηματικό ποσόν 16.376,34 ευρώ κατά τις διά τους σκεπτικού της ως άνω αποφάσεως αναφερόμενες διακρίσεις. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εναγομένη η οποία διά τους διά του δικογράφου της εφέσεως προβαλλομένους λόγους ζητεί την εξαφάνισιν της εκκαλουμένης και την ολοκληρωτικήν απόρριψιν της εις βάρος της ασκηθείσης ως άνω αγωγής.
ΙΙΙ) Διά του άρθρου 6 της από 26-2-1975 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, η οποία εκυρώθη διά του Ν. 133 /1975, εισήχθη η εβδομάς των πέντε (5) εργασίμων ημερών, ήτοι το πενθήμερον καθεστώς εβδομαδιαίας εργασίας. Κατά δέ το άρθρον 6 της από 14-2-1984 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, η οποία εδημοσιεύθη εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως διά της ΥΑ 11770 /2030 /20-3-1984 του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β΄ 81 /1984), από 1ης Ιανουαρίου 1984 η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ωρίσθη εις τεσσαράκοντα ώρες. Επίσης από τα άρθρα 1§3, 7§1 και 10§1 ΒΔ 748 /1966 «περί κωδικοποιήσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας περί εβδομαδιαίας και Κυριακής αναπαύσεως και ημερών αργίας» ορίζονται τα ακόλουθα: α) εις τους μισθωτούς τους παρέχοντες τις υπηρεσίες αυτών προς οιονδήποτε εργοδότην διά σχέσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου παρέχεται καθ’ εκάστην εβδομάδα, ως εβδομαδιαία ανάπαυσις, συνεχής ελεύθερος χρόνος είκοσι τεσσάρων ωρών, ο οποίος αρχίζει από 00:00 ώραν της Κυριακής και λήγει την 24:00 ώραν της ιδίας ημέρας (1§3), β) οι διατάξεις περί υποχρεωτικής αναπαύσεως την Κυριακήν και την ημέραν αργίας δεν εφαρμόζονται εις μισθωτούς απασχολουμένους σε επιχειρήσεις εστιατορίων, ζαχαροπλαστείων, καφενείων, καταστημάτων προσφοράς ποτών, γαλακτοπωλείων, κυλικείων και συναφών καταστημάτων (7§1) και γ) μισθωτοί απασχολούμενοι νομίμως την Κυριακή δικαιούνται αναπληρωματικής εβδομαδιαίας αναπαύσεως διαρκείας είκοσι τεσσάρων ωρών εις άλλην ημέραν της εβδομάδος, η οποία αρχίζει από την Κυριακήν, κατά την οποίαν ειργάσθησαν (10§1). Από τον συνδυασμόν των προαναφερθεισών διατάξεων και των από 19-1-1985 (ΦΕΚ Β΄ 50 /1985) και 13-3-1986 (ΦΕΚ Β΄ 123 /1986), άρθρου 6 της υπ’ αριθ. 6 /1979 αποφάσεως του Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών (κυρωθείσης διά του άρθρου 15 Ν. 1082 /1980), ΠΝΠ 30-12-1980 (κυρωθείσης διά του άρθρου πρώτου Ν. 1157 /1981), ΚΥΑ 8900 /1946 (ερμηνευθείσης διά της ΚΥΑ 25825 /1951 και διά του άρθρου 2 Ν. 435 /1976), άρθρου 2 Ν. 3755 /1957, άρθρου 1 Ν. 435 /1976 και 904 ΑΚ συνάγεται ότι υπό το σύστημα της πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας των οκτώ ωρών ημερησίως και των τεσσαράκοντα εβδομαδιαίως από ημέρας Δευτέρας έως ημέρας Παρασκευής: α΄) κατά την ημέραν του Σαββάτου (ως έκτην ημέραν της εβδομάδος), η οποία αποτελεί πρόσθετον ημέραν εβδομαδιαίας αναπαύσεως, η έκτακτος απασχόλησις του μισθωτού επιτρέπεται μόνον κατ’ εξαίρεσιν, εφ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 659 ΑΚ, και ότι, εφ όσον δεν συντρέχει τέτοια εξαίρεσις, η επί οκτάωρον (εκουσία ή εξαναγκαστική) παροχή εργασίας κατά την ημέραν του Σαββάτου είναι άκυρος και δημιουργεί απαίτησιν του μισθωτού προς απόδοσιν της ωφελείας του εργοδότου κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, δίχως, όμως, κατά την περίπτωσιν τέτοιας απασχολήσεως να προβλέπεται και χορήγησις αναπληρωματικής προσθέτου εβδομαδιαίας αναπαύσεως, παρά μόνον εάν πρόκειται διά μισθωτούς του δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή εάν ορίζεται το αντίθετον διά κλαδικών ή ειδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και χωρίς ο μισθωτός να δικαιούται προσθέτου αμοιβής διά την τοιαύτην εργασίαν του (κατά το Σάββατον), β΄) εάν ο εργαζόμενος απασχοληθεί νομίμως ή παρανόμως (πέραν των πέντε ωρών) κατά την ημέραν της Κυριακής, τότε (πέραν της προσαυξήσεως του ημερομισθίου) δικαιούται συνεχούς εικοσιτετραώρου αναπληρωματικής αναπαύσεως εις άλλην εργάσιμον ημέραν της εβδομάδος, η οποία αρχίζει την Κυριακήν της απασχολήσεως του μισθωτού, ενώ εάν δεν χορηγηθεί υπό του εργοδότου προς τον εργαζόμενον αναπληρωματική ανάπαυσις αλλά απασχοληθεί υπ’ αυτού ο μισθωτός καθ’ όλες τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος της επακολουθούσης την Κυριακήν της απασχολήσεως του μισθωτού, τότε η απασχόλησις κατά μίαν των επομένων εργασίμων ημερών της ως άνω εβδομάδος δεν παρέχεται νομίμως, ως αντικειμένη εις την δημοσίας τάξεως διάταξιν του άρθρου 10 ΒΔ 748 /1966, και ο εργοδότης υπέχει, βάσει των διατάξεων των άρθρων 904 επ. ΑΚ, υποχρέωσιν να αποδώσει την ωφέλειαν, την οποίαν απεκόμισεν εκ της συγκεκριμένης παρανόμου απασχολήσεως του μισθωτού και επί ζημία αυτού και γ΄) κατ’ αμφότερες τις ως άνω περιπτώσεις παροχής παρανόμου εργασίας (αφ’ ενός κατά την ημέραν του Σαββάτου και αφ’ ετέρου κατά την ημέραν της Κυριακής άνευ χορηγήσεως αναπληρωματικής ημέρας αναπαύσεως κατά τις επακολουθούσες της Κυριακής εργάσιμες ημέρες της διανυομένης εβδομάδος), το κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού υπό του εργοδότου προς τον μισθωτόν οφειλόμενον χρηματικόν ποσόν συνίσταται εις ό,τι ο εργοδότης έδει να καταβάλει ως αστικήν αμοιβήν βάσει του νομίμου μισθού εις άλλον μισθωτόν των αυτών ικανοτήτων και προσόντων προς τα αντίστοιχα του απασχοληθέντος διά την αυτήν εργασίαν και υπό έγκυρον σύμβασιν απασχολήσεως, δίχως, όμως, να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι προσωπικές περιστάσεις του απασχοληθέντος (γάμος, τέκνα, πολυετής υπηρεσία και προϋπηρεσία) και χωρίς συνακολούθως να συνυπολογίζονται τυχόν πρόσθετες αμοιβές, τις οποίες ο εργοδότης έπρεπε να καταβάλει προς τον παρανόμως απασχοληθέντα μισθωτόν του, εάν αυτός ειργάζετο νομίμως, όταν οι αμοιβές αυτές συνδέονται προς την προσωπική κατάστασιν αυτού (όπως, επιδόματα γάμου και τέκνων και επίδομα πολυετίας) αλλά δεν συντρέχουν κατ’ ανάγκην και εις το πρόσωπον, το οποίο ηδύνατο να προσληφθεί αντί του παρανόμως απασχοληθέντος κατά τον ίδιον χρόνον (βλ. ΑΠ 506 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 700655, ΑΠ 314 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 698273, ΑΠ 413 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 450028, ΑΠ 2126 /2007, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 331 /2003, ΤΝΠΔΣΑ). Από δέ τις διατάξεις της ΚΥΑ 8900 /1946 των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας (όπως ερμηνεύθη διά της υπ’ αριθ. 25825 /1951 αποφάσεως των ιδίων Υπουργών), εν συνδυασμώ προς το άρθρο 10§1 ΒΔ 748 /1966, συνάγεται ότι η προβλεπομένη προσαύξησις εκ ποσοστού 75%, την οποίαν δικαιούται ο κατά την ημέραν της Κυριακής απασχολούμενος μισθωτός, υπολογίζεται βάσει των νομίμων και ουχί των καταβαλλομένων αποδοχών (βλ. ΑΠ 1241 /2007, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 659 /2003, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 1218 /2003, ΤΝΠΔΣΑ) και οφείλεται εκ του νόμου ασχέτως του κύρους της εργασιακής σχέσεως και της οφειλής της αντιστοίχου απαιτήσεως εκ της σχέσεως εργασίας ή κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και ανεξαρτήτως εάν η απασχόλησις κατά την Κυριακή προβλέπεται ρητώς υπό του νόμου και εάν χορηγηθεί ή μη η αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυσις (βλ. ΑΠ 192 /2011, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 807 /2008, ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΛαρ 452 /2009, ΤΝΠΔΣΑ και Ιωάννου Κουκιάδη, «Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», Β΄ έκδοσιν, σελ. 408). Περαιτέρω, διά της ΥΑ 13129 /2004 (ΦΕΚ Β΄ 1643 /5-11-2004) «περί κηρύξεως υποχρεωτικής της ΔΑ 39 /2004 «περί των όρων αμοιβής και εργασίας των διά σχέσεως εξηρτημένης εργασίας εργαζομένων εις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της Χώρας», εις το πεδίον εφαρμογής της οποίας συμπεριλαμβάνονται και οι ως βοηθητικόν προσωπικόν καθαριότητος απασχολούμενοι εργαζόμενοι των επιχειρήσεων στους χώρους καθαρισμού κτιρίων, καθιερούται διά τους καταλαμβανομένους από την ρύθμισίν της εργαζομένους εβδομαδιαία εργασία πέντε ημερών οκταώρου ημερησίας απασχολήσεως συμποσουμένης εις τεσσαράκοντα ώρες εβδομαδιαίας απασχολήσεως, ενώ οι όροι της από 26-2-1975 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας (όπως ισχύει) αποτελούν μέρος αυτής και ισχύουν και διά τους υπαγομένους εις την ρύθμισιν αυτής μισθωτούς, της ισχύος αυτής αρχομένης από 1ης Ιανουαρίου 2004 (βλ. ΑΠ 314 /2017, ο.π. και ΑΠ 1166 /2014, ΤΝΠΔΣΑ). Εξ άλλου από το άρθρο 38§§1,3&5 Ν. 1892 /1990 ωρίζετο ότι δι’ εγγράφου ατομικής συμφωνίας κατά την σύστασιν της σχέσεως εργασίας ή κατά την διάρκειαν αυτής ο εργοδότης και ο μισθωτός δύνανται να συμφωνήσουν διά ορισμένον ή αόριστον χρόνον διάρκειαν ημερησίας ή εβδομαδιαίας εργασίας μικροτέραν της κανονικής, ήτοι μερικήν απασχόλησιν. Εάν η τοιαύτη συμφωνία δεν κοινοποιηθεί εις την οικείαν επιθεώρησιν εργασίας εντός οκταημέρου από της καταρτίσεώς της τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέσιν εργασίας πλήρους απασχολήσεως (§1). Αι αποδοχαί των μερικώς απασχολουμένων μισθωτών δεν δύνανται να είναι κατώτεραι των από τις κείμενες εκάστοτε διατάξεις προβλεπομένων αντιστοίχων διά τους απασχολουμένους κατά το κανονικόν ωράριον και διά την αυτήν εργασίαν συναδέλφους αυτών και αντιστοιχούν εις τις ώρες εργασίας μερικής απασχολήσεως (§3). Αξίωσις διά παροχήν εργασίας από μερικώς απασχολούμενον πέραν της, κατ’ άρθρον 659 ΑΚ, συμφωνηθείσης δεν παρέχεται εις τον εργοδότην, όταν ο μισθωτός έχει και άλλην απασχόλησιν ή βαρύνεται μετ’ οικογενειακών υποχρεώσεων (§5). Διά του άρθρου 2(§§1,3εδ.α΄,4,5α,7,9&14) Ν. 2639 /1998 (ως συνεπληρώθη και ετροποποιήθη διά των άρθρων 14 Ν. 2747 /1999 και 7§7 Ν. 2874 /2000), διά του οποίου αντικατεστάθη το άρθρον 38 Ν. 1992 /1990, ωρίζοντο τα ακόλουθα: κατά την σύστασιν της συμβάσεως εργασίας ή κατά την διάρκειάν της ο εργοδότης και ο μισθωτός δύνανται διά εγγράφου ατομικής συμβάσεως εργασίας να συμφωνήσουν διά ορισμένον ή αόριστον χρόνον ημερησίαν ή εβδομαδιαίαν ή δεκαπενθήμερον ή μηνιαίαν εργασίαν, η οποία να τυγχάνει μικροτέρας διαρκείας από την κανονική (μερικήν απασχόλησιν). Εφ’ όσον η συμφωνία δεν γνωστοποιηθεί προς την οικείαν επιθεώρησιν εργασίας εντός δέκα πέντε ημερών από της καταρτίσεώς της, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέσιν εργασίας πλήρους απασχολήσεως (§1). Οι έγγραφες ατομικές συμβάσεις των προηγουμένων παραγράφων πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τα στοιχεία ταυτότητος των συμβαλλομένων, β) τον τόπον παροχής της εργασίας, την έδραν της επιχειρήσεως ή την διεύθυνσιν του εργοδότου, γ) τον χρόνον απασχολήσεως, τον τρόπον κατανομής και τις περιόδους εργασίας, δ) τον τρόπον αμοιβής και ε) τους τυχόν όρους τροποποιήσεως της συμβάσεως (§3εδ.α΄). Εις πάσαν περίπτωσιν η απασχόλησις κατά την Κυριακήν ή άλλην ημέραν αργίας, ως και η νυκτερινή εργασία συνεπάγονται την καταβολήν της νομίμου προσαυξήσεως (§4). Η παροχή της συμπεφωνημένης εργασίας των μερικώς απασχολουμένων μισθωτών πρέπει να είναι συνεχομένη και να παρέχεται άπαξ εντός της ημέρας (§5εδ.α΄). Αι αποδοχαί των μερικώς απασχολουμένων μισθωτών προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 7,5%, εφ’ όσον αμείβονται διά του κατωτάτου, κατά τις κείμενες διατάξεις, ορίου αποδοχών και το ωράριον αυτών είναι μικρότερον των τεσσάρων (4) ωρών ημερησίως (§7). Ο εργοδότης δεν έχει, κατ’ άρθρον 659 ΑΚ, αξίωσιν διά παροχήν εργασίας πέραν της συμφωνηθείσης από μερικώς απασχολούμενον, όταν αυτός έχει και άλλην απασχόλησιν ή βαρύνεται μετά οικογενειακών υποχρεώσεων (§9). Κατά τα λοιπά διά τους μερικώς απασχολουμένους εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (§14). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι διά την κατάρτισιν της συμβάσεως εργασίας μερικής απασχολήσεως απαιτείται κατά νόμον έγγραφος τύπος, ο οποίος τυγχάνει συστατικός, η δέ μη τήρησις αυτού συνεπάγεται την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της συμβάσεως εργασίας, οπότε η συμφωνία ισχύει ως τέτοια διά πλήρη απασχόλησιν. Η εν λόγω ακυρότης, η οποία, κατ’ άρθρον 159 ΑΚ, είναι απόλυτος και λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως, δεν θεραπεύεται, ακόμη και αν εκπληρωθεί η παροχή εν επιγνώσει της ελλείψεως του απαιτουμένου τύπου. Η τήρησις του εγγράφου τύπου μετά του διά του άρθρου 38§3 Ν. 1892 /1990 προβλεπομένου ελαχίστου περιεχομένου αποβλέπει κατά τον σκοπόν του νόμου εις την προστασίαν του συμφέροντος τόσον του εργαζομένου όσον και του εργοδότου, διότι ο έγγραφος τύπος καθιστά δυσχερεστέραν και κατά συνέπειαν συνειδητήν εις αμφοτέρους τους συμβαλλομένους την κατάρτισιν της συμβάσεως με το διά της ως άνω διατάξεως προβλεπόμενον περιεχόμενον. Το διά του άρθρου 38§1εδ.β΄ Ν. 1892 /1990 καθιερούμενον τεκμήριον αφορά μόνον εις την περίπτωσιν μη εγκαίρου γνωστοποιήσεως της συμφωνίας περί μερικής απασχολήσεως στην οικείαν επιθεώρησιν εργασίας, πλήν, όμως προϋποθέτει εις πάσαν περίπτωσιν την τήρησιν του εγγράφου τύπου κατά την σύναψιν της συμφωνίας περί μερικής απασχολήσεως. Ούτως, εφ’ όσον τηρηθεί ο συστατικός έγγραφος τύπος αλλά δεν γνωστοποιηθεί εγκαίρως η μερική απασχόλησις στην επιθεώρησιν εργασίας, δύναται ο εργοδότης να ανταποδείξει ότι η σύμβασις εργασίας αφορά εις μερικήν και ουχί εις πλήρη απασχόλησιν, διότι πρόκειται περί μαχητού τεκμηρίου. Το αυτό ισχύει, και όταν η μερική απασχόλησις συνεφωνήθη εντός εδάφους προϋπαρχούσης συμβάσεως πλήρους απασχολήσεως, οπότε η τυχόν παροχή μειωμένης εργασίας ακόμη και κατόπιν συναινέσεως του μισθωτού τόσον εις την μείωσιν του χρόνου εργασίας όσον και εις την μείωσιν του οφειλομένου μισθού δεν συνιστά έγκυρον σύμβασιν μειωμένης απασχολήσεως και ο εργοδότης οφείλει τον μισθόν διά πλήρη απασχόλησιν (βλ. ΑΠ 261 /2016, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 202 /2015, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1161 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 636718, ΑΠ 965 /2014, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 368 /2013, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 627465, ΑΠ 811 /2012, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 15 /2012, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 1583 /2009, ΕλλΔνη 50: 1714). Η υποχρέωσις τηρήσεως του εγγράφου τύπου εκτείνεται μόνον εις τον όρον, διά του οποίου προβλέπεται η μερική απασχόλησις. Κατά τα λοιπά η σύμβασις εργασίας δύναται να είναι και άτυπη και να έχει το περιεχόμενον, το οποίον τα συμβληθέντα μέρη πραγματικώς ηθέλησαν να προσδώσουν σε αυτήν. Το κύρος της συμβάσεως εργασίας δεν επηρεάζεται από την έλλειψιν του εγγράφου τύπου ως προς τον όρον διά την μερικήν απασχόλησιν, διότι εν προκειμένω ο νόμος περιορίζει τις συνέπειες της ελλείψεως αυτής και τις προσδιορίζει στην λειτουργία του τεκμηρίου, ούτως ώστε να πληρούται το πραγματικόν της εξαιρέσεως από τον κανόνα του άρθρου 159§1 ΑΚ και να αποκλείεται η ακυρότης αλλά να υπάρχει σύμβασις εξηρτημένης εργασίας πλήρους απασχολήσεως (βλ. ΑΠ 1264 /2012, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 587958 και ΜονΕφΑνΚρ 58 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 640004). Ειδικώς, όμως, ως προς το αποτέλεσμα της ακυρότητος της προαναφερομένης ρήτρας εκ της μη τηρήσεως του εγγράφου τύπου υποστηρίζεται ότι πρέπει να γίνουν δεκτές οι ακόλουθες διακρίσεις: α) εάν συνεφωνήθη η τροποποίησις ήδη υπαρχούσης συμβάσεως πλήρους απασχολήσεως, ώστε εφ’ εξής ο μισθωτός να απασχολείται μερικώς, εφ’ όσον η ρήτρα περί μερικής απασχολήσεως τυγχάνει έγκυρος, τότε η αρχική σύμβασις πλήρους απασχολήσεως μετατρέπεται εγκύρως εις σύμβασιν μερικής απασχολήσεως, ενώ, όταν η τροποποιητική συμφωνία είναι άκυρος ελλείψει τηρήσεως του συστατικού εγγράφου τύπου, τότε δεν παράγονται τα δι’ αυτής επιδιωχθέντα έννομα αποτελέσματα, ήτοι δεν μετατρέπεται η σύμβασις πλήρους εις σύμβασιν μερικής απασχολήσεως, και η ακυρότης αύτη δεν θεραπεύεται ακόμη και αν εκπληρωθεί η σύμβασις εν επιγνώσει της ελλείψεως του απαιτουμένου εγγράφου τύπου, ενώ ο εργοδότης θεωρείται υπερήμερος ως προς την αποδοχήν των υπηρεσιών του μισθωτού υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως και οφείλει εις αυτόν αμοιβήν διά πλήρη απασχόλησιν και β) εάν συνεφωνήθη η μεταβολή της πλήρους εις μερικήν απασχόλησιν διά ταυτοχρόνου λύσεως της συμβάσεως πλήρους απασχολήσεως ή εάν μερική απασχόλησις συνεφωνήθη, δίχως να προϋπάρχει σύμβασις πλήρους απασχολήσεως, τότε, εφ’ όσον η συμφωνία αυτή τυγχάνει άκυρος, επειδή δεν είναι έγγραφος, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι εξ αυτής γεννάται αυτομάτως έγκυρος σύμβασις πλήρους απασχολήσεως, αφού τέτοια δεν υπήρξε, αλλά κατ’ αυτήν την περίπτωσιν λόγω της τοιαύτης ακυρότητος θεωρείται ότι υπάρχει απλή σχέσις εργασίας, οπότε ο δι’ ακύρου συμβάσεως παρασχών μερικήν εργασίαν δικαιούται να αξιώσει κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού την ωφέλειαν, την οποίαν απεκόμισεν ο εργοδότης από την αποφυγήν καταβολής της αμοιβής σε άλλον εργαζόμενον, ο οποίος ηδύνατο να προσφέρει την ίδιαν εργασίαν συνδεόμενος μετ’ αυτού διά εγκύρου συμβάσεως μερικής απασχολήσεως (βλ. ΑΠ 15 /2012, ο.π., ΑΠ 969 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 553365, ΑΠ 640 /2008, ΕλλΔνη 51: 78, ΑΠ 339 /2008, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 330 /2008, ΕλλΔνη 50: 486, ΑΠ 1676 /2007, ΕλλΔνη 50 :1090, ΕφΑθ 1992 /2010, ΕλλΔνη 52: 1071 και ΕφΑθ 4320 /2005, ΕλλΔνη 49: 556). Ήδη διά του άρθρου 2 Ν. 3846 /2010 (ΦΕΚ Α΄ 66 /11-5-2010), διά του οποίου αντικατεστάθη το άρθρον 38 Ν. 1892 /1990 (όπως είχε αντικατασταθεί διά του άρθρου 2 Ν. 2639 /1998 και συμπληρωθεί διά του άρθρου 7 Ν. 2874 /2000), ορίζονται τα ακόλουθα: κατά την κατάρτισιν της συμβάσεως εργασίας ή κατά την διάρκειάν της ο εργοδότης και ο μισθωτός δύνανται δι’ εγγράφου ατομικής συμβάσεως εργασίας να συμφωνήσουν ημερησίαν ή εβδομαδιαίαν ή δεκαπενθήμερον ή μηνιαίαν εργασίαν διά ορισμένον ή αόριστον χρόνον, η οποία να είναι μικροτέρας διαρκείας από την κανονικήν (μερικήν απασχόλησιν). Εφ’ όσον εντός οκτώ ημερών από της καταρτίσεώς της η συμφωνία αυτή δεν γνωστοποιηθεί εις την οικείαν επιθεώρησιν εργασίας, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέσιν εργασίας πλήρους απασχολήσεως (§1). Διά την εφαρμογήν του παρόντος άρθρου νοείται ως: α) «εργαζόμενος μερικής απασχολήσεως» πάς εργαζόμενος διά συμβάσεως ή σχέσεως εξηρτημένης εργασίας, του οποίου οι ώρες εργασίας, υπολογιζόμενες κατά ημερησίαν, εβδομαδιαίαν, δεκαπενθήμερον ή μηνιαίαν βάσιν τυγχάνουν ολιγότερες του κανονικού ωραρίου εργασίας του συγκρισίμου εργαζομένου πλήρους απασχολήσεως και β) «συγκρίσιμος εργαζόμενος πλήρους απασχολήσεως» πάς εργαζόμενος πλήρους απασχολήσεως, ο οποίος απασχολείται εις την αυτήν επιχείρησιν διά συμβάσεως ή σχέσεως εξηρτημένης εργασίας και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα υπό τις αυτές συνθήκες. Όταν εντός της επιχειρήσεως δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος πλήρους απασχολήσεως, η σύγκρισις γίνεται μετ’ αναφοράς εις την συλλογικήν ρύθμισιν, εις την οποίαν ηδύνατο να υπαχθεί ο εργαζόμενος, εάν είχε προσληφθεί διά πλήρους απασχολήσεως. Οι εργαζόμενοι διά συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας μερικής απασχολήσεως δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται δυσμενώς εν σχέσει προς τους συγκρισίμους εργαζομένους κανονικής απασχολήσεως, εκτός εάν υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι, οι οποίοι δικαιολογούν αυτήν, όπως η διαφοροποίησις του ωραρίου εργασίας (§2). Η έγγραφος ατομική σύμβασις μερικής απασχολήσεως πρέπει να περιλαμβάνει: α) τα στοιχεία ταυτότητος των εργαζομένων, β) τον τόπον παροχής εργασίας, γ) τον χρόνον απασχολήσεως, τον τρόπον κατανομής και τις περιόδους εργασίας, δ) τον τρόπον αμοιβής και ε) τους τυχόν όρους τροποποιήσεως της συμβάσεως (§5εδ.α΄). Εις πάσαν περίπτωσιν η απασχόλησις κατά την Κυριακήν ή άλλην ημέραν αργίας, ως και η νυκτερινή εργασία συνεπάγεται την καταβολήν της νομίμου προσαυξήσεως (§6). Αν η μερική απασχόλησις έχει καθορισθεί κατά ημερήσιον ωράριον μικροτέρας διαρκείας του κανονικού, η παροχή της συμπεφωνημένης εργασίας των μερικώς απασχολουμένων πρέπει να είναι συνεχομένη και να παρέχεται άπαξ εντός της ημέρας (§7εδ.α΄). Καταγγελία της συμβάσεως εργασίας λόγω μη αποδοχής από τον μισθωτόν εργοδοτικής προτάσεως διά μερικήν απασχόλησιν είναι άκυρος (§8). Οι αποδοχές των εργαζομένων διά συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας μερικής απασχολήσεως υπολογίζονται, όπως και οι αποδοχές του συγκρισίμου εργαζομένου και αντιστοιχούν εις τις ώρες εργασίας της μερικής απασχολήσεως. Εφ’ όσον το ωράριον απασχολήσεως αυτών είναι μικρότερον των τεσσάρων ωρών ημερησίως, οι αποδοχές των μερικώς απασχολουμένων μισθωτών προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 7,5% (§9). Οι μερικώς απασχολούμενοι μισθωτοί έχουν δικαίωμα ετησίας αδείας μετ’ αποδοχών και επιδόματος αδείας βάσει των αποδοχών, τις οποίες έπρεπε να λάβουν, εάν ειργάζοντο κατά τον χρόνον της αδείας αυτών, διά την διάρκειαν της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 2§§1&2 ΑΝ 539 /1945, όπως ισχύει (§10). Εάν παραστεί ανάγκη διά πρόσθετον εργασίαν πέραν της συμφωνηθείσης, ο εργαζόμενος έχει υποχρέωσιν να παράσχει ταύτην, εάν είναι εις θέσιν να πράξει τούτο και η άρνησις αυτού είναι αντίθετος εις την καλήν πίστιν. Εάν παρασχεθεί εργασία πέραν της συμπεφωνημένης, ο μερικώς απασχολούμενος δικαιούται αντιστοίχου αμοιβής μετά προσαυξήσεως κατά ποσοστόν 10% (§11). Διά του άρθρου 17§1&2 Ν. 3899 /2010 (ΦΕΚ Α΄ 212 /17-12-2010) αντικατεστάθησαν αφ’ ενός η 9η παράγραφος του άρθρου 2 Ν. 3846 /2010, ως ακολούθως: οι αποδοχές των εργαζομένων βάσει συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας μερικής απασχολήσεως υπολογίζονται, όπως και οι αποδοχές του συγκρισίμου εργαζομένου και αντιστοιχούν εις τις ώρες εργασίας της μερικής απασχολήσεως και αφ’ ετέρου η 11η παράγραφος (του άρθρου 2 Ν. 3846 /2010) ως ακολούθως: εάν παραστεί ανάγκη διά πρόσθετον εργασίαν πέραν της συμφωνηθείσης, ο μερικώς απασχολούμενος εργαζόμενος έχει υποχρέωσιν να παράσχει αυτήν, εάν είναι σε θέσιν να παράσχει ταύτην και η άρνησις αυτού αντίκειται εις την καλήν πίστιν. Ο μερικώς απασχολούμενος δύναται να αρνηθεί την παροχήν της εργασίας πέραν της συμφωνηθείσης, όταν αυτή η πρόσθετος εργασία λαμβάνει χώραν κατά συνήθη τρόπον (ήτοι προσετέθη το αμέσως ως άνω εδάφιον). Ούτως, από το προπαρατεθέν άρθρον 38§§2&9 Ν. 1892 /1990 (όπως αντικατεστάθη διά του άρθρου 2 Ν. 2639 /1998 και συνεπληρώθη διά του άρθρου 7 Ν. 2874 /2000) συνάγεται ότι λαμβανομένου υπ’ όψιν αφ’ ενός ότι διά τους εργαζομένους επί πενθήμερον, εφ’ όσον αυτοί εξακολουθούν να λαμβάνουν τις αποδοχές των έξ ημερών εργασίας και να απασχολούνται διά του αυτού ωραρίου εργασίας, ως ημερομίσθιο θεωρείται, όπως ακριβώς και διά τους απασχολουμένους επί έξ ημέρες εργασίας, το έν έκτον (1/6) της εβδομαδιαίας αμοιβής διά τους εργατοτεχνίτες ή το έν εικοστόν πέμπτον (1/25) του μηνιαίου μισθού διά τους υπαλλήλους και αφ’ ετέρου ότι όσον αφορά εις τους διά μηνιαίου μισθού αμειβομένους μισθωτούς διά την εξεύρεσιν του ωρομισθίου ακολουθείται η διά της από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ ακολουθουμένη μέθοδος: «6/25 του μηνιαίου μισθού : 40 ώρες /εβδομαδιαίως» (και εάν η εβδομαδιαία απασχόλησις είναι μικροτέρα των τεσσαράκοντα ωρών, ο διαιρέτης της ως άνω μεθόδου ορίζεται ίσος προς τον αριθμόν των ολιγοτέρων ωρών εβδομαδιαίας εργασίας), ενώ όσον αφορά εις τους βάσει ημερομισθίου απασχολουμένους εργατοτεχνίτες το ωρομίσθιον εξευρίσκεται, βάσει της ιδίας ως άνω ΕΓΣΣΕ διά της μεθόδου του πολλαπλασιασμού του ημερομισθίου επί του αριθμού έξ (6) ημερών εβδομάδος και της διαιρέσεως διά των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας, συνακολούθως, κατ’ εφαρμογήν απασών των ως άνω διατάξεων, διά την εξεύρεσιν της ημερησίας αμοιβής του μερικώς απασχολουμένου πολλαπλασιάζεται το ωρομίσθιον του συγκεκριμένου εργαζομένου πλήρους απασχολήσεως επί τις ώρες εργασίας του μερικώς απασχολουμένου μισθωτού. Ήτοι, το (δικαιούμενον) ημερομίσθιον του απασχολουμένου τόσον ημερησίως όσον και εβδομαδιαίως διά μειωμένου ωραρίου εν σχέσει προς το ωράριον (των τεσσαράκοντα ωρών εβδομαδιαίως) της πλήρους απασχολήσεως του συγκρισίμου εργαζομένου υπολογίζεται βάσει των αποδοχών του συγκρισίμου εργαζομένου πλήρους απασχολήσεως, οι οποίες αντιστοιχούν εις τις ώρες καθημερινής εργασίας του μερικώς απασχολουμένου μισθωτού και ουχί βάσει των αποδοχών του συγκρισίμου εργαζομένου πλήρους απασχολήσεως, οι οποίες αντιστοιχούν εις τις ώρες πλήρους καθημερινής εργασίας του μισθωτού πλήρους απασχολήσεως. Ήτοι, διά την εξεύρεσιν της ημερησίας αμοιβής του μερικώς απασχολουμένου πολλαπλασιάζεται το ωρομίσθιον, το οποίον λαμβάνει ο συγκεκριμένος εργαζόμενος πλήρους απασχολήσεως επί τις ώρες εργασίας του μερικώς απασχολουμένου (βλ. ΑΠ 2075 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 727950, ΑΠ 315 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 698274, ΑΠ 313 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 698272 και ΑΠ 1166 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 634868). Κατά το σημείον τούτο πρέπει να επισημανθεί ότι ως χρόνος εργασίας νοείται ο αντίστοιχος, κατά την διάρκειαν του οποίου ο εργαζόμενος δύναται και οφείλει να παράσχει την εργασία του, ενώ διά του άρθρου 14§1 ΠΔ 27-6 /4-7-1932 ορίζεται ότι ως ώρες εργασίας θεωρούνται οι πραγματικές, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται οι διακοπές και τα διαλείμματα (βλ. ΑΠ 1087 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 475814, ΕφΑθ 6559 /1998, ΝΟΜΟΣ: 276650 και ΜονΕφΘεσσ 1762 /2018, ΤΝΠΔΣΑ). Επί πλέον κατά τα άρθρα 3§§1&3 ΑΝ 539 /1945 και 1§2 Ν. 1082 /1980, 3§16 Ν. 4504 /1966 και ΚΥΑ 19040 /1981 των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας ως τακτικές αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, όπως επίσης και τα επιδόματα (δώρα) εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, νοούνται ουχί μόνον ο βασικός μισθός αλλά και πάσα άλλη κατά την διάρκειαν της συμβάσεως εργασίας πρόσθετος παροχή εις χρήμα ή είδος καταβαλλομένη σταθερώς και μονίμως ως συμβατικόν αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας. Ούτως, τακτική αποδοχή υπό την ως άνω έννοιαν αποτελεί η προσαύξηση διά εργασίαν κατά την Κυριακήν ημέραν και τις αργίες, εφ’ όσον αύτη παρέχεται τακτικώς και μονίμως. Διά τον υπολογισμόν των επιδομάτων εορτών περιλαμβάνεται κατά την ως άνω έννοιαν εις τις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, και το επίδομα αδείας (βλ. ΑΠ 2075 /2017, 315 /2017 & 313 /2017, ο.π.). Εξ ετέρου δήλη ημέρα καταβολής των επιδομάτων (δώρων) εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας, καθώς και της εργασίας κατά τις ημέρες της Κυριακής και των αργιών τυγχάνουν, κατά τα άρθρα 648, 649, 655 ΑΚ, 10 ΥΑ 18040 /1981, Ν. 1082 /1980, 4§1 ΑΝ 539 /1945, Ν. 4504 /1961 και 1§3 ΝΔ 4547 /1966, η 31η Δεκεμβρίου, η 30ή Απριλίου, η τελευταία ημέρα του έτους αντιστοίχως ή εν περιπτώσει λύσεως της συμβάσεως εργασίας η ημερομηνία λύσεως της συμβάσεως εργασίας, καθώς και η δήλη ημέρα καταβολής του μισθού του μηνός, εντός του οποίου εμπίπτει η ημέρα της Κυριακής ή της αργίας αντιστοίχως (βλ. ΑΠ 331 /2015, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 286 /2013, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 627452, ΑΠ 253 /2012, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 201 /2008, ΤΝΠΔΣΑ). Εν τέλει, διά του άρθρου 2§5 ΚΥΑ 33700 /2890 /1950 των Υπουργών Συντονισμού, Εργασίας και Οικονομικών «περί αυξήσεως ημερομισθίων ανειδικεύτων και μαθητευομένων εργατών», η οποία εξεδόθη κατ’ εξουσιοδότησιν του Ν. 28 /1944, ορίζεται: «αι παρ’ οιωδήποτε εργοδότη κατά πλήρες ωράριον απασχολούμεναι καθαρίστριαι, ών η σχέσις εργασίας διέπεται διά συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου, δικαιούνται κατ’ ελάχιστον όριον του ημερομισθίου της ανειδικεύτου εργατρίας. Μείωσις των ωρών εργασίας κατά έν τέταρτον (1/4) δι’ οιονδήποτε λόγον δεν απαλλάσσει τον εργοδότην της υποχρεώσεως καταβολής του ανωτέρω ημερομισθίου». Επομένως η διά συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου εργαζομένη καθαρίστρια δικαιούται διά πλήρες ωράριον εργασίας (τεσσαράκοντα ωρών εβδομαδιαίως) ή διά ωράριον ελαττωμένον κατά έν τέταρτον (1/4) την πλήρη αμοιβήν, η οποία προβλέπεται διά τους ανειδικεύτους εργάτας υπό των εκάστοτε ισχυουσών εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ενώ καθ’ ήν περίπτωσιν αι καθαρίστριαι απασχολούνται κατά μικρότερον ωράριον, η αμοιβή μειούται αναλόγως (βλ. ΑΠ 261 /2016, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 676656, ΑΠ 811 /2012, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 587892, ΜονΕφΠειρ 415 /2016, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 706823, ΜονΕφΠειρ 414 /2016, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 706822, ΜονΕφΠειρ 320 /2016, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 702483, ΜονΕφΠειρ 729 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 698850, ΜονΕφΠειρ 691 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 669311 και ΜονΕφΠειρ 166 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 653696). Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι διά της προεκτεθείσης διατάξεως αποσκοπείται η διασφάλισις και εξασφάλισις εις τις καθαρίστριες, οι οποίες εργάζονται βάσει μειωμένου ωραρίου μέχρι κατά έν τέταρτον του πλήρους, του διά των εκάστοτε εθνικών γενικών συμβάσεων εργασίας προβλεπομένου ελαχίστου ημερομισθίου της βάσει πλήρους ωραρίου εργαζομένης ανειδικεύτου εργασίας, δίχως, όμως, να αναιρείται η δυνατότης (δικαστικής) επιδιώξεως υπό της ως άνω εργαζομένης των τυχόν μεγαλυτέρων από το ελάχιστον ημερομίσθιον του ανειδικεύτου εργάτου δικαιουμένων αποδοχών βάσει της ατομικής συμβάσεως εργασίας ή των εκάστοτε ισχυουσών κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είτε αυτές υπολογίζονται συμφώνως προς το μειωμένον ωράριον της μερικής απασχολήσεως είτε συμφώνως προς το πλήρες ωράριον εν περιπτώσει ακυρότητος του συμβατικού όρου περί μερικής απασχολήσεως.
ΙV) Από τις ένορκες καταθέσεις των εκατέρωθεν εξετασθέντων μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένην απόφασιν πρακτικά, από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, και από την υπ’ αριθ. …….. ένορκον βεβαίωσιν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Β.Δ. μετά νομότυπον και εμπρόθεσμον, κατ’ άρθρον 671§1 ΚΠολΔ, κλήτευσιν της εναγομένης υπό των εναγουσών (βλ. υπ’ αριθ. …….. έκθεσιν επιδόσεως της δικαστικής επιμελητρίας της περιφερείας του Πρωτοδικείου Αθηνών Α.Λ.), απεδείχθησαν τα ακόλουθα: Α) Την 7ην Ιουνίου 2001 στον Πειραιά η πρώτη ενάγουσα και η εναγομένη συνήψαν την από 7-6-2001 σύμβασιν εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, διά της οποίας συνεφώνησαν να εργασθεί η πρώτη ενάγουσα ως εργάτρια καθαριότητος στην εργοδότιδα εναγομένη. Οι ημέρες εργασίας ωρίσθησαν εις έξ εβδομαδιαίως και το ημερομίσθιο συνεφωνήθη το οριζόμενον διά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας. Από 1ης Ιανουαρίου 2004 καθιερώθη, κατά τα εν τη μείζονι σκέψει αναφερόμενα, υποχρεωτική πενθήμερος εβδομαδιαία εργασία και διά το βοηθητικό προσωπικό καθαριότητος το απασχολούμενον υπό επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέως. Διά δέ του από 9-10-2006 προσθέτου ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ των ως άνω διαδίκων, το οποίον κατετέθη εις τον Τμήμα Κοινωνικής Επιθεωρήσεως Κεντρικού Τομέως Πειραιώς της Διευθύνσεως Κοινωνικής Επιθεωρήσεως Πειραιώς του Σώματος Επιθεωρήσεως Εργασίας του Υπουργείου Απασχολήσεως υπ’ αύξοντα αριθμόν πρωτοκόλλου ….. την 23ην Οκτωβρίου 2006, συνεφωνήθη ότι η παροχή της εργασίας της πρώτης εναγούσης έδει πλέον να είναι πενθήμερος εβδομαδιαίως. Διά του προσθέτου τούτου ιδιωτικού συμφωνητικού αναφέρεται επί πλέον ρητώς ότι η εργασία της πρώτης εναγούσης καθίσταται μερικής απασχολήσεως, δίχως, όμως, να γίνεται οιοσδήποτε καθορισμός του χρόνου εργασίας, ως βάσει του εν τη μείζονι σκέψει της παρούσης προεκτιθεμένου άρθρου 2§3εδ.α΄ – περ.γ΄ Ν. 2639 /1998 έδει να αναφέρεται, αλλά γίνεται αόριστος μνεία ότι η ανάλυσις των ημερών και ωρών απασχολήσεως συμφωνείται να καθορίζονται διά του προγράμματος εργασίας της επιχειρήσεως (εργοδότιδος) και ότι κατά τα λοιπά ισχύουν οι όροι και οι συμφωνίες της από 22-5-2001 ατομικής συμβάσεως εργασίας. Ως εκ τούτου δεν θεωρείται ότι έχει συναφθεί έγκυρη σύμβασις μερικής απασχολήσεως αλλά η εργασιακή σχέσις κρίνεται πλήρους απασχολήσεως, αφού η αρχική σύμβασις εργασίας δεν κατηργήθη διά του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού (πρβλ. ως προς την ακυρότητα του όρου περί μερικής απασχολήσεως εν περιπτώσει μη προσδιορισμού του χρόνου εργασίας εν τη συμβάσει περί μερικής απασχολήσεως: ΑΠ 917 /2006, ΤΝΠΔΣΑ – αντιθέτως: ΑΠ 261 /2016, ο.π.). Η πρώτη ενάγουσα παρέσχεν την εργασίαν της προς την εναγομένην εις τις εγκαταστάσεις της ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «……….. Α.Ε.», την καθαριότητα των σταθμών της οποίας η ως εναγομένη εργοδότις είχε αναλάβει διά συμβάσεως έργου. Λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι αι διά της ενδίκου αγωγής επιδιωκόμεναι αξιώσεις της πρώτης εναγούσης διά το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2002 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2006 εκρίθησαν ως παραγεγραμμένες και ότι το κεφάλαιον τούτο της εκκαλουμένης δεν έχει προσβληθεί διά αυτοτελούς εφέσεως της πρώτης εναγούσης, κρίσιμον επίδικον εις δεύτερον βαθμόν χρονικό διάστημα εργασίας τυγχάνει το αντίστοιχον από 1ης Ιανουαρίου 2007 έως και 24ης Οκτωβρίου 2011, οπότε και ελύθη η σύμβασις λόγω συνταξιοδοτήσεως της πρώτης εναγούσης (όπως διευκρίνισεν ως προς τον χρόνον λύσεως της εργασιακής σχέσεως η μάρτυς αποδείξεως και αποδεικνύεται επιπροσθέτως διά της επί των αποδείξεων αποδοχών – εκκαθαριστικού σημειώματος της εκκαλούσης συνημμένης από 27-10-2011 δηλώσεως της ως άνω εργοδότιδος περί λύσεως της ως άνω συμβάσεως εργασίας την 24ην Οκτωβρίου 2011 και κυρίως διά της υπ’ αριθ. ……… αποφάσεως περί απονομής συντάξεως γήρατος του Διευθυντού του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Νέου Κόσμου). Κατά το ως άνω (εις δεύτερον βαθμόν κρίσιμον) χρονικό διάστημα παρά το νόμιμο (αλλά και συμβατικό) πενθήμερο σύστημα εβδομαδιαίας εργασίας η πρώτη ενάγουσα παρείχεν την εργασίαν αυτής εις την εναγομένην επί έξ ημέρες εβδομαδιαίως. Η παροχή εργασίας επί έξ ημέρες ανά εβδομάδα αποδεικνύεται αφ’ ενός διά της πρωτοβαθμίου ενόρκου καταθέσεως της μάρτυρος αποδείξεως, η οποία ωσαύτως είχε εργασθεί (ως καθαρίστρια) στην εναγομένη (μάλιστα είχε προτείνει την πρόσληψιν της πρώτης εναγούσης εις την εναγομένην) και διευκρίνισεν ότι «ήταν πενθήμερο αλλά εμείς δουλεύαμε έξι ημέρες … και παίρναμε τέσσερα “ρεπό” … ήταν πέντε ημέρες η δουλειά αλλά εμείς δουλεύαμε έξι και στον μήνα με τριάντα μία ημέρες ήταν πέντε τα ρεπό και (στον μήνα) με τριάντα ημέρες ήταν τέσσερα “ρεπό”» και αφ’ ετέρου από την ένορκον βεβαίωσιν της ………., η οποία ετύγχανε πρώην συνάδελφος της πρώτης εναγούσης (εργασθείσα από 14ης Απριλίου 2006 έως 3ης Σεπτεμβρίου 2014) και εβεβαίωσεν ότι η ως άνω διάδικος ειργάζετο και τα Σάββατα. Η εργασία της πρώτης εναγούσης παρείχετο αδιαλείπτως από ώρας 13:40 έως ώρας 21:20, όπως επιπροσθέτως κατέθεσεν η ως άνω μάρτυς αποδείξεως, η οποία επεσήμανεν ότι κάποιες φορές είχαν διάλειμμα ενός τετάρτου της ώρας και ότι υπήρχε φόρτος εργασίας, ώστε δεν είχαν χρόνο διά διάλειμμα. Η ως άνω κρίσις περί συνεχούς εργασίας κατά την διάρκειαν του ως άνω ωραρίου (ήτοι περί πραγματικής εργασίας επτά ωρών και τεσσαράκοντα λεπτών) δεν δύναται να αποδυναμωθεί από τα εκ μέρους της εκκαλούσης (εναγομένης) προσκομιζόμενα προγράμματα εργασίας – στοιχεία απασχολουμένων μισθωτών του χρονικού διαστήματος από 2-12-2006 έως και 30-9-2011, τα οποία φέρουν τις υπ’ αριθ. πρωτ. ………….. θεωρήσεις του Κεντρικού Τομέως Πειραιώς του Τμήματος Κοινωνικής Επιθεωρήσεως του Σώματος Επιθεωρήσεως Εργασίας και διά των οποίων έχει αναγραφεί ότι κατά την διάρκειαν της ημερησίας εργασίας της πρώτης εναγούσης (από ώρας 13:40 έως ώρας 21:20) παρείχετο προς αυτήν διάλειμμα μιάς ώρας και δέκα λεπτών (μεταξύ των ωρών 16:00 και 17:10), αφού αυτά φέρουν μόνον την υπογραφήν της εργοδότιδος και την βάσει της υπευθύνου δηλώσεως αυτής αντίστοιχον θεώρησιν της ως άνω Υπηρεσίας αλλά δεν φέρουν και υπογραφήν της εργαζομένης ως προς την αλήθειαν των δηλωθέντων στοιχείων ούτε προέκυψεν ότι εις ανύποπτον χρόνον έχει γίνει επιτόπιος έλεγχος της ως άνω Υπηρεσίας προς πιστοποίησιν του ως άνω διαλείμματος κατά τον εν ταις ως άνω καταστάσεσιν αναγραφόμενον χρόνον. Πρέπει, επιπροσθέτως να σημειωθεί ότι, ενώ διά του προπαρατεθέντος άρθρου 2§5 Ν. 2639 /1998 ορίζεται ότι η παροχή της συμπεφωνημένης εργασίας των μερικώς απασχολουμένων πρέπει να είναι συνεχομένη και να παρέχεται άπαξ της ημέρας, εις την προκειμένην περίπτωσιν, αν και το εκ μέρους της εκκαλούσης (εναγομένης) επικαλούμενον διάλειμμα μιάς ώρας και δέκα λεπτών ημερησίως δεν δύναται να εκτιμηθεί ότι καθιστά το ωράριον απασχολήσεως της ως άνω μισθωτού διακεκομμένον, εν τούτοις ουδόλως δύναται να αιτιολογηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336§4 ΚΠολΔ), ο λόγος παροχής διαλείμματος μιάς ώρας και δέκα λεπτών επί συνολικού χρόνου δηλωθείσης ημερησίας απασχολήσεως επτά ωρών και τεσσαράκοντα λεπτών, εξ ού καταδεικνύεται διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου ότι η εκ μέρους της εκκαλούσης (εναγομένης) διά των ως άνω προγραμμάτων εργασίας αναγραφή και δήλωσις διαλείμματος μιάς ώρας και δέκα λεπτών υπήρξε προσχηματική προς τον σκοπόν συγκαλύψεως του πραγματικού ωραρίου των επτά ωρών και τεσσαράκοντα λεπτών ημερησίως (= έξι ωρών και τριάντα λεπτών δηλωθείσης εργασίας σύν μιάς ώρας και δέκα λεπτών δηλωθέντος αλλά μη χορηγηθέντος διαλείμματος), δι’ όν λόγον και η περί παροχής του ως άνω διαλείμματος ένορκος κατάθεσις του μάρτυρος ανταποδείξεως, ο οποίος τελεί σε σχέσιν εξηρτημένης εργασίας ως επόπτης της εκκαλούσης (εναγομένης), δεν κρίνεται πρόσφορος να αποδυναμώσει την περί του αντιθέτου, κατά τα ως άνω, σχηματισθείσαν κρίσιν. Διά του πρώτου λόγου εφέσεως η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι διά της εκκαλουμένης εσφαλμένως δεν ελήφθη υπ’ όψιν ότι (τουλάχιστον διά το κρίσιμον χρονικό διάστημα) η επίδικος σύμβασις εξηρτημένης εργασίας της πρώτης εναγούσης είχεν υποχρεωτικώς υπαχθεί εις το πενθήμερον σύστημα εργασίας και ότι διά της ενδίκου αγωγής η πρώτη ενάγουσα δεν προέβαλε ισχυρισμόν διά απασχόλησιν κατά την έκτην ημέραν εντός καθεστώτος πενθημέρου παροχής εργασίας ούτε ήσκησεν αξίωσιν επιστηριζομένην εις βάσιν αδικαιολογήτου πλουτισμού διά τυχόν εργασίαν κατά την έκτην ημέραν (του Σαββάτου). Ανεξαρτήτως, όμως, του ότι αφ’ ενός διά της τετάρτης σελίδος της ενδίκου αγωγής ρητώς αναφέρεται ότι η σύμβασις διείπετο από «κυλιόμενο πρόγραμμα πενθημέρου» αλλά ότι εν τοις πράγμασιν η πρώτη ενάγουσα ειργάζετο επί έξι ημέρες ανά εβδομάδα και αφ’ ετέρου διά του ενάτου φύλλου (τέλους της δεκάτης εβδόμης και αρχής της δεκάτης ογδόης σελίδων) της εκκαλουμένης ρητώς αναγράφεται ότι η πρώτη ενάγουσα «απησχολείτο πολλές φορές επί έξι ημέρες την εβδομάδα, καθώς και κάποιες Κυριακές με μία ημέρα ανάπαυσης (ρεπό) εβδομαδιαίως, παρότι στο από 9-10-2006 πρόσθετο συμφωνητικό αναγράφεται ότι οι ημέρες απασχόλησής της ορίζονται από έξι που ήταν από την πρόσληψή της σε πέντε ημέρες της εβδομάδας» (ήτοι ρητώς και ανενδοιάστως διά της εκκαλουμένης γίνεται δεκτόν ότι κατά το κρίσιμον χρονικό διάστημα η εργασία της πρώτης εναγούσης κατά την έκτην ημέραν παρείχετο εντός πλαισίου πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας), εις πάσαν περίπτωσιν ο ως άνω λόγος εφέσεως προβάλλεται αλυσιτελώς και ως στηριζόμενος επί εσφαλμένου προϋποθέσεως κατά του κεφαλαίου της εκκαλουμένης, διά του οποίου εγένετο εν μέρει δεκτή η αγωγή της πρώτης εναγούσης, δεδομένου ότι διά της εκκαλουμένης επεδικάσθη, όπως προκύπτει διά της επισκοπήσεως του σκεπτικού και του διατακτικού αυτής, υπέρ της πρώτης εναγούσης χρηματικόν κεφάλαιον 1.602,45 ευρώ αποκλειστικώς διά προσαύξησιν ποσοστού 75% λόγω παροχής εργασίας κατά την ημέραν της Κυριακής, δίχως να επιδικασθεί οιονδήποτε χρηματικόν ποσόν (κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού) διά εργασίαν κατά την ημέραν του Σαββάτου. Ο δεύτερος λόγος εφέσεως περί του ότι ο χρόνος πραγματικής ημερησίας απασχολήσεως της πρώτης εναγούσης εντός του ως άνω ημερησίου ωραρίου ήτο έξ ώρες και τριάντα λεπτά (υπό την αιτιολογίαν της παροχής διαλείμματος μιάς ώρας και δέκα λεπτών) τυγχάνει απορριπτέος, διότι, όπως προανεφέρθη, η πραγματική εργασιακή απασχόλησις της πρώτης εναγούσης ήτο επτά ωρών και τεσσαράκοντα λεπτών και κατά την ώδε κρίσιμον ημέραν της Κυριακής. Διά των τρίτου και τετάρτου λόγων εφέσεως η εκκαλούσα ισχυρίζεται αφ’ ενός ότι, ενώ διά του άρθρου 2§5 ΚΥΑ 33700 /2890 /1950 των Υπουργών Συντονισμού, Εργασίας και Οικονομικών «περί αυξήσεως ημερομισθίων ανειδικεύτων και μαθητευομένων εργατών», η οποία εξεδόθη κατ’ εξουσιοδότησιν του Ν. 28 /1944, ορίζεται ότι αι παρ’ οιωδήποτε εργοδότη κατά πλήρες ωράριον απασχολούμεναι καθαρίστριαι, ών η σχέσις εργασίας διέπεται διά συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου, δικαιούνται κατ’ ελάχιστον όριον του ημερομισθίου της ανειδικεύτου εργατρίας [και ότι μείωσις των ωρών εργασίας κατά έν τέταρτον (1/4) δι’ οιονδήποτε λόγον δεν απαλλάσσει τον εργοδότην της υποχρεώσεως καταβολής του ανωτέρω ημερομισθίου], εν τούτοις διά της εκκαλουμένης ο υπολογισμός του ημερομισθίου της πρώτης εναγούσης δεν έγινε βάσει του ημερομισθίου της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, όπως ορίζεται διά της, κατά τα ως άνω, εφαρμοσθείσης Κοινής Υπουργικής Αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού, Εργασίας και Οικονομικών, αλλά βάσει του αυξημένου ημερομισθίου των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, οι οποίες ισχύουν διά τους καθαριστές – καθαρίστριες (βοηθητικόν προσωπικόν) των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών, και ότι ούτως, ακόμη και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2§5 ΚΥΑ 33700 /2890 /1950 των Υπουργών Συντονισμού, Εργασίας και Οικονομικών «περί αυξήσεως ημερομισθίων ανειδικεύτων και μαθητευομένων εργατών» επεδικάσθησαν μη νομίμως μεγαλύτερα χρηματικά ποσά των διά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας προβλεπομένων ελαχίστων νομίμων, και αφ’ ετέρου ότι διά της εκκαλουμένης δεν εγένετο δεκτός ο -κατά τα υπ’ αυτής εκτιθέμενα «πλήρως αποδεδειγμένος»- ισχυρισμός της περί του ότι η ενάγουσα ειργάζετο επί έξ ώρες και τριάκοντα λεπτά ημερησίως και ότι εις πάσαν περίπτωσιν συνωμολογήθη (εξιστορήθη) υπό της πρώτης εναγούσης διά του αγωγικού δικογράφου ότι το ημερήσιον ωράριον εργασίας αυτής ήτο επτά ωρών και τεσσαράκοντα λεπτών. Όμως, διά της ενδίκου αγωγής η πρώτη ενάγουσα προέβαλεν αξίωσιν διά καταβολήν προσαυξήσεως ποσοστού 75% διά απασχόλησιν επτά ωρών και τεσσαράκοντα λεπτών κατά την ημέραν της Κυριακής, οπότε, κατά τα εν τη μείζονι σκέψει προεκτεθέντα, καλώς επεδίωξεν τον υπολογισμόν της τοιαύτης νομίμου προσαυξήσεως βάσει των πραγματικών ωρών απασχολήσεως και συμφώνως προς το διά των οικείων κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και διαιτητικών αποφάσεων διά τους καθαριστές επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών. Οι δέ ώρες πραγματικής απασχολήσεως ήσαν, ως κατά τα προαναφερθέντα απεδείχθη, επτά ωρών και τεσσαράκοντα λεπτών και κατά την ημέραν της Κυριακής. Διά της εκκαλουμένης αποφάσεως ανεξαρτήτως του ότι διά της κυρίας αιτιολογίας (σκέψεως) της εκκαλουμένης εγένετο δεκτόν ότι η σχέσις εργασίας μεταξύ της πρώτης εναγούσης και της εναγομένης ήτο πλήρους απασχολήσεως [όπως και πράγματι ήτο, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, αφού ο αντίστοιχος όρος του του από 9-10-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού (περί τροποποιήσεως της από 7-6-2001 αρχικής συμβάσεως πλήρους απασχολήσεως διά θεσπίσεως μερικής απασχολήσεως) δεν ήτο έγκυρος ελλείψει προσδιορισμού του χρόνου μερικής απασχολήσεως], οπότε επί συμβάσεως πλήρους απασχολήσεως δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 2§5 ΚΥΑ 33700 /2890 /1950 των Υπουργών Συντονισμού, Εργασίας και Οικονομικών «περί αυξήσεως ημερομισθίων ανειδικεύτων και μαθητευομένων εργατών», εις πάσαν περίπτωσιν ειδικώς ως προς την προσαύξησιν ποσοστού 75% λόγω εργασίας κατά την ημέραν της Κυριακής επεδικάσθη βάσει των οικείων κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και διαιτητικών αποφάσεων διά τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων (άρα και των καθαριστών – καθαριστριών) στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της Χώρας [ΔΑ 39 /2006 κηρυχθείσης υποχρεωτικής διά της ΥΑ 12633 /5-9-2006 Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β΄1449 /3-10-2006), ΔΑ 19 /2007 κηρυχθείσης υποχρεωτικής διά της ΥΑ 37866 /1972 /2-5-2008 Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β΄ 1165 /25-6-2008) και ΔΑ 11 /2008 κηρυχθείσης υποχρεωτικής διά της ΥΑ 51871 /2440 /11-7-2008 (ΦΕΚ Β΄ 1448 /23-7-2008)] χρηματικόν ποσόν έλασσον του βάσει ημερησίας απασχολήσεως επτά ωρών και τεσσαράκοντα λεπτών αιτηθέντος αντιστοίχου, οπότε οι ως άνω λόγοι εφέσεως τυγχάνουν απορριπτέοι, αφού άλλωστε υπό της εκκαλούσης δεν προβάλλεται αυτοτελής λόγος εφέσεως περί τυχόν επιδικάσεως μείζονος του αιτηθέντος. Προς τούτο πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι διά των ως άνω λόγων εφέσεως δεν προσδιορίζεται ποίον μικρότερο χρηματικόν ποσόν του πρωτοδίκως επιδικασθέντος αντιστοίχου έδει να επιδικασθεί εις την ενάγουσαν διά απασχόλησιν επτά ωρών και τεσσαράκοντα λεπτών. Ο πέμπτος λόγος εφέσεως, διά του οποίου η εκκαλούσα (εναγομένη) παραπονείται ότι εσφαλμένως διά της εκκαλουμένης αποφάσεως απερρίφθη η πρωτοδίκως προβληθείσα ένστασις περί «μερικής ή ολικής» εξοφλήσεως, προς απόδειξιν της οποίας η ιδία είχε προσκομίσει μετά νομίμου επικλήσεως τα εκκαθαριστικά σημειώματα πληρωμής της ως άνω αντιδίκου, βάσει των οποίων είχε καταβάλει προς την πρώτην εφεσίβλητον (πρώτην ενάγουσαν) συνολικό χρηματικόν ποσόν 59.906,95 ευρώ διά τακτικές αποδοχές, προσαυξήσεις εργασίας κατά τις ημέρες της Κυριακής και των αργιών, δώρα εορτών και επιδόματα του εις δεύτερον βαθμόν επιδίκου χρονικού διαστήματος (από 1-1-2007 έως 24-10-2011), τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος, διότι, ενώ διά το ορισμένον της επί του άρθρου 416 ΑΚ ερειδομένης ενστάσεως περί εξοφλήσεως των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέσιν εργασίας δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά γενικόν τρόπον εις την ιστορικήν βάσιν αυτής το εις τον μισθωτόν συνολικώς καταβληθέν χρηματικόν ποσόν διά την πληρωμήν της υπ’ αυτού παρασχεθείσης εργασίας (εκτός εάν επιδιώκεται δικαστικώς μία και μόνη απαίτησις και διά της ενστάσεως καταβολής προσδιορίζεται το ποσόν και η αιτία καταβολής) αλλά πρέπει να προσδιορίζονται τα επί μέρους χρηματικά ποσά, τα οποία έχουν καταβληθεί δι’ εκάστην αντίστοιχον αιτίαν και ο χρόνος εκάστης μερικωτέρας καταβολής, αφού μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπον προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγησιν των εργατικών νόμων, διά των οποίων απαγορεύεται ο περιορισμός των δικαιωμάτων αυτού προς απόληψιν των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθρα 3, 174, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112 /1920 και 8§4 Ν. 4020 /1959), δι’ όν λόγον διά του άρθρου 18§1 Ν. 1082 /1980 επιβάλλεται εις τον εργοδότην η κατά την εξόφλησιν των αποδοχών του προσωπικού υποχρέωσις χορηγήσεως εκκαθαριστικού σημειώματος ή αναλύσεως μισθοδοσίας (εν περιπτώσει εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος), διά των οποίων πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικώς αι πάσης φύσεως αποδοχές (και αι απ’ αυτών κρατήσεις) του προσωπικού (βλ. ΑΠ 1400 /2017, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 1030 /2011, ΤΝΠΔΣΑ), εν τούτοις ούτε διά του κρινομένου λόγου εφέσεως αλλά ούτε και διά της πρωτοδίκως προβληθείσης ενστάσεως περί εξοφλήσεως έχει προσδιορισθεί εάν και ποίον χρηματικόν ποσόν έχει καταβληθεί υπό της εκκαλούσης (εναγομένης) προς την πρώτην εφεσίβλητον (πρώτην ενάγουσαν) ειδικώς διά την δυνάμει της ενδίκου αγωγής επιδιωχθείσαν και πρωτοδίκως επιδικασθείσαν νόμιμον προσαύξησιν λόγω παροχής εργασίας κατά την ημέραν της Κυριακής. Αναφορικώς προς τον έκτον λόγον εφέσεως περί του αριθμού των ημερών Κυριακής και αργιών παροχής εργασίας υπό της πρώτης εναγούσης από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψεν ότι η πρώτη ενάγουσα ειργάσθη εντός του Ιανουαρίου 2007 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Φεβρουαρίου 2007 δύο ημέρας Κυριακής, εντός του Μαρτίου 2007 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Μαΐου 2007 μίαν ημέραν Κυριακής, εντός του Ιουνίου 2007 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουλίου 2007 τέσσερεις ημέρες Κυριακής, εντός του Αυγούστου 2007 τέσσερεις ημέρας Κυριακής και την αργίαν της ημέρας του Δεκαπενταυγούστου (Κοιμήσεως της Θεοτόκου), εντός του Σεπτεμβρίου 2007 πέντε ημέρας Κυριακής, εντός του Οκτωβρίου 2007 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Νοεμβρίου 2007 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Ιανουαρίου 2008 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Φεβρουαρίου 2008 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Μαρτίου 2008 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Απριλίου 2008 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Μαΐου 2008 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουνίου 2008 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουλίου 2008 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Αυγούστου 2008 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Σεπτεμβρίου 2008 δύο ημέρας Κυριακής, εντός του Οκτωβρίου 2008 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Νοεμβρίου 2008 πέντε ημέρας Κυριακής, εντός του Δεκεμβρίου 2008 τέσσερεις ημέρας Κυριακής και την αργίαν της ημέρας των Χριστουγέννων, εντός του Ιανουαρίου 2009 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Φεβρουαρίου 2009 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Μαρτίου 2009 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Μαΐου 2009 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουνίου 2009 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουλίου 2009 δύο ημέρας Κυριακής, εντός του Αυγούστου 2009 πέντε ημέρας Κυριακής και μίαν εξαιρετέα ημέραν του Δεκαπενταυγούστου (ημέρα Κοιμήσεως της Θεοτόκου), εντός του Σεπτεμβρίου 2009 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Οκτωβρίου 2009 δύο ημέρας Κυριακής, εντός του Νοεμβρίου 2009 πέντε ημέρας Κυριακής, εντός του Δεκεμβρίου 2009 τέσσερεις ημέρας Κυριακής και την εξαιρετέαν ημέραν των Χριστουγέννων, εντός του Ιανουαρίου 2010 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Μαρτίου 2010 τέσσερεις ημέρας Κυριακής και την αργίαν της 25ης Μαρτίου (Ευαγγελισμού της Θεοτόκου), εντός του Απριλίου 2010 τέσσερεις ημέρας Κυριακής και την αργίαν της Δευτέρας του Πάσχα, εντός του Μαΐου 2010 πέντε ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουνίου 2010 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουλίου 2010 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Αυγούστου 2010 πέντε ημέρας Κυριακής, εντός του Σεπτεμβρίου 2010 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Οκτωβρίου 2010 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Νοεμβρίου 2010 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Δεκεμβρίου 2010 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Ιανουαρίου 2011 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Φεβρουαρίου 2011 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Μαρτίου 2011 δύο ημέρας Κυριακής, εντός του Απριλίου 2011 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Μαΐου 2011 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουνίου 2011 δύο ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουλίου 2011 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Αυγούστου 2011 δύο ημέρας Κυριακής και εντός του Σεπτεμβρίου 2011 δύο ημέρας Κυριακής. Η (βάσει των προς το Τμήμα Κοινωνικής Επιθεωρήσεως Εργασίας του Κεντρικού Τομέως Πειραιώς του Σώματος Επιθεωρήσεως Εργασίας υποβληθέντων προγραμμάτων εργασίας – στοιχείων απασχολουμένων μισθωτών του χρονικού διαστήματος από 2-12-2006 έως και 30-9-2011) δήλωσις της εναγομένης εργοδότιδος περί εργασίας της πρώτης εναγούσης επί μίαν έως δύο Κυριακές ανά μήνα και περί χορηγήσεως συνολικώς δύο ημερών εκτός εργασίας ανά εβδομάδα εις την πρώτην ενάγουσαν δεν δύναται να αποδυναμώσει την ως άνω σχηματισθείσαν κρίσιν, αφού, ως προανεφέρθη αυτά δεν φέρουν την υπογραφήν της ως άνω εργαζομένης. Μάλιστα, ενώ διά των πρωτοδίκων προτάσεων η εκκαλούσα (εναγομένη) ισχυρίσθη ότι οι αποδοχές της πρώτης εναγούσης εξήγοντο βάσει ουχί μόνον των προγραμμάτων εργασίας αλλά και των παρουσιολογίων εργασίας, η ως άνω εργοδότις δεν προσεκόμισεν κάποιον παρουσιολόγιον εργασίας (δελτίον εκτυπώσεως αφίξεως εις και αποχωρήσεως από την εργασίαν), διά των οποίων να επιβεβαιούνται οι πραγματικές ημέρες εργασίας της πρώτης εναγούσης εις την εναγομένην. Επομένως, ορθώς διά της εκκαλουμένης αποφάσεως εκρίθησαν ως προς το κεφάλαιον τούτο αι αποδείξεις και ο έκτος λόγος εφέσεως (περί του ότι η πρώτη ενάγουσα ειργάσθη ολιγότερον αριθμόν Κυριακών ημερών και αργιών εν συγκρίσει προς τις διά της εκκαλουμένης αποφάσεως γενόμενες δεκτές αντίστοιχες) τυγχάνει απορριπτέος. Διά του εβδόμου λόγου εφέσεως η εκκαλούσα (εναγομένη) ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως διά της εκκαλουμένης αποφάσεως απερρίφθη η υπ’ αυτής πρωτοδίκως προβληθείσα ένστασις περί ανυπαιτίου καθυστερήσεως καταβολής του πρωτοβαθμίως επιδικασθέντος χρηματικού ποσού διά προσαύξησιν ποσοστού 75% λόγω εργασίας κατά την ημέραν της Κυριακής, διά τον λόγον ότι η καθυστέρησις καταβολής των τυχόν οφειλομένων διαφορών οφείλεται σε ανυπαίτιον άγνοιαν εαυτής διά την ύπαρξιν της οφειλής, αφού επί σειραν ετών η πρώτη εφεσίβλητος ελάμβανε τις αποδοχές αυτής ανεπιφυλάκτως και εν γνώσει ότι αυτές είχαν υπολογισθεί συμφώνως προς τους επί των προγραμμάτων εργασίας και της ηλεκτρονικής ωρομετρήσεως (παρουσιολογίων εργασίας) υπολογισμούς του λογιστηρίου της εργοδότιδος, καθ’ όσον μάλιστα η αντίδικος υπέγραφεν τα κατά νόμον εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών, δίχως επί πολλά έτη να προβάλει οιανδήποτε αξίωσιν περί τυχόν υπάρξεως οφειλομένων διαφορών. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριτπέος ως αόριστος, διότι δι’ αυτού δεν εξειδικεύονται επαρκώς τα πραγματικά στοιχεία, επί των οποίων να δύναται να θεμελιωθεί η ανυπαίτιος άγνοια της εκκαλούσης ως προς την έκτασιν της οφειλής, μη τυγχανούσης προσφόρου προς τούτο μόνης της εξιστορήσεως της επί μακρόν λήψεως εκ μέρους της πρώτης εφεσιβλήτου αδιαμαρτυρήτως χρηματικών ποσών ελασσόνων των πράγματι καταβλητέων. Β) Την 27η Μαρτίου 2007 στον Πειραιά η δευτέρα ενάγουσα και η εναγομένη συνήψαν την από 27-3-2001 σύμβασιν εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, διά της οποίας συνεφώνησαν να εργασθεί η δευτέρα ενάγουσα ως εργάτρια καθαριότητος στην εργοδότιδα εναγομένη μετά των υπό της εργατικής νομοθεσίας προβλεπομένων αποδοχών. Ουδαμώς εν τω σώματι της ως άνω συμβάσεως γίνεται οιαδήποτε μνεία περί μερικής απασχολήσεως, οπότε, κατά τα εν τη μείζονι σκέψει, η ως άνω σύμβασις αφεώρα εις παροχήν εργασίας πλήρους απασχολήσεως. Διά του (μετά μίαν ημέραν από την ως άνω σύμβασιν συναφθέντος) από 28-3-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού περί των όρων της αμέσως ως άνω αναφερομένης συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας συμπεριελήφθη ο τίτλος «ΟΡΟΙ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕΡΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ» και διά του περιεχομένου του οι ημέρες εργασίας ωρίσθησαν εις πέντε εβδομαδιαίως, η εργασιακή αμοιβή συνεφωνήθη ότι έδει να υπολογίζεται βάσει ημερομισθίου, πλήν, όμως, το ωράριον ημερησίας απασχολήσεως ουδόλως προσδιωρίσθη αλλά ανεφέρθη ότι τυγχάνει το αναφερόμενο διά των προγραμμάτων εργασίας, Ούτως, κατά την αυτήν αιτιολογίαν, η οποία διελήφθη ανωτέρω υπό το στοιχείον «ΙV-A» του παρόντος σκεπτικού, ο όρος περί μερικής απασχολήσεως τυγχάνει άκυρος, αφού εν τοις πράγμασιν δεν υφίσταται εντός των όρων της ατομικής συμβάσεως εργασίας ειδικός όρος περί μερικής απασχολήσεως αλλά η φράσις «μερική απασχόλησις» συμπεριελήφθη μόνον εις τον τίτλον του από 28-3-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού, δίχως μάλιστα να έχει προσδιορισθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπον διά του περί ωραρίου ημερησίας απασχολήσεως όρου του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού ο ημερήσιος χρόνος παροχής εργασίας της δευτέρας εναγούσης, αφού δι’ αυτού έγινε μόνον αόριστος παραπομπή εις τα υπό της εργοδότιδος εκάστοτε εκδιδόμενα προγράμματα εργασίας. Η δευτέρα ενάγουσα παρέσχεν την εργασίαν της προς την εναγομένην εις τις εγκαταστάσεις της ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «……….. Α.Ε.», την καθαριότητα των σταθμών της οποίας η ως εναγομένη εργοδότις είχε αναλάβει διά συμβάσεως έργου. Η δευτέρα ενάγουσα παρέσχε την ως άνω εργασίαν της εις την εναγομένη μέχρι την απόλυσιν αυτής την 30ήν Αυγούστου 2011. Παρά το νόμιμο (αλλά και συμβατικό) πενθήμερο σύστημα εβδομαδιαίας εργασίας η δευτέρα ενάγουσα παρείχεν την εργασίαν αυτής εις την εναγομένην επί έξ ημέρες εβδομαδιαίως. Η παροχή εργασίας επί έξ ημέρες ανά εβδομάδα αποδεικνύεται, όπως και εν σχέσει προς την πρώτην ενάγουσαν, αφ’ ενός διά της πρωτοβαθμίου ενόρκου καταθέσεως της μάρτυρος αποδείξεως, η οποία ωσαύτως είχε εργασθεί (ως καθαρίστρια) στην εναγομένη και διευκρίνισεν ότι «ήταν πενθήμερο αλλά εμείς δουλεύαμε έξι ημέρες … και παίρναμε τέσσερα “ρεπό” … ήταν πέντε ημέρες η δουλειά αλλά εμείς δουλεύαμε έξι και στον μήνα με τριάντα μία ημέρες ήταν πέντε τα ρεπό και (στον μήνα) με τριάντα ημέρες ήταν τέσσερα “ρεπό”» και αφ’ ετέρου από την ένορκον βεβαίωσιν της ………., η οποία ετύγχανε πρώην συνάδελφος (εργασθείσα από 14ης Απριλίου 2006 έως 3ης Σεπτεμβρίου 2014) και εβεβαίωσεν ότι η ως άνω διάδικος ειργάζετο και τα Σάββατα. Η εργασία της δευτέρας εναγούσης παρείχετο αδιαλείπτως από ώρας 06:00 έως ώρας 13:40, όπως επιπροσθέτως κατέθεσεν η ως άνω μάρτυς αποδείξεως, η οποία επεσήμανεν ότι κάποιες φορές είχαν διάλειμμα ενός τετάρτου της ώρας και ότι υπήρχε φόρτος εργασίας, ώστε δεν είχαν χρόνο διά διάλειμμα. Η ως άνω κρίσις περί συνεχούς εργασίας κατά την διάρκειαν του ως άνω ωραρίου (ήτοι περί πραγματικής εργασίας επτά ωρών και τεσσαράκοντα λεπτών) δεν δύναται να αποδυναμωθεί από τα εκ μέρους της εκκαλούσης (εναγομένης) προσκομιζόμενα προγράμματα εργασίας – στοιχεία απασχολουμένων μισθωτών του χρονικού διαστήματος από 17-7-2007 έως και 30-9-2011, τα οποία φέρουν τις υπ’ αριθ. πρωτ. ………………. θεωρήσεις του Κεντρικού Τομέως Πειραιώς του Τμήματος Κοινωνικής Επιθεωρήσεως του Σώματος Επιθεωρήσεως Εργασίας και διά των οποίων έχει αναγραφεί ότι κατά την διάρκειαν της ημερησίας εργασίας της δευτέρας εναγούσης (από ώρας 06:00 έως ώρας 13:40) παρείχετο προς αυτήν διάλειμμα μιάς ώρας (μεταξύ των ωρών 10:00 και 11:00), αφού αυτά φέρουν μόνον την υπογραφήν της εργοδότιδος και την βάσει της υπευθύνου δηλώσεως αυτής αντίστοιχον θεώρησιν της ως άνω Υπηρεσίας αλλά δεν φέρουν και υπογραφήν της εργαζομένης ως προς την αλήθειαν των δηλωθέντων στοιχείων ούτε προέκυψεν ότι εις ανύποπτον χρόνον έχει γίνει επιτόπιος έλεγχος της ως άνω Υπηρεσίας προς πιστοποίησιν του ως άνω διαλείμματος κατά τον εν ταις ως άνω καταστάσεσιν αναγραφόμενον χρόνον. Η περί παροχής του ως άνω διαλείμματος ένορκος κατάθεσις του μάρτυρος ανταποδείξεως, ο οποίος τελεί σε σχέσιν εξηρτημένης εργασίας ως επόπτης της εκκαλούσης (εναγομένης), δεν κρίνεται πρόσφορος να αποδυναμώσει την περί του αντιθέτου, κατά τα ως άνω, σχηματισθείσαν κρίσιν. Διά του πρώτου λόγου εφέσεως η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι διά της εκκαλουμένης εσφαλμένως δεν ελήφθη υπ’ όψιν ότι η επίδικος σύμβασις εξηρτημένης εργασίας της δευτέρας εναγούσης είχεν υποχρεωτικώς υπαχθεί εις το πενθήμερον σύστημα εργασίας και ότι διά της ενδίκου αγωγής η δευτέρα ενάγουσα δεν προέβαλε ισχυρισμόν διά απασχόλησιν κατά την έκτην ημέραν εντός καθεστώτος πενθημέρου παροχής εργασίας ούτε ήσκησεν αξίωσιν επιστηριζομένην εις βάσιν αδικαιολογήτου πλουτισμού διά τυχόν εργασίαν κατά την έκτην ημέραν (του Σαββάτου) και ότι ένεκα τούτου διά της εκκαλουμένης επεδικάσθη εργασιακή αμοιβή διά την έκτην ημέραν ως ημέραν κανονικής εργασίας, ενώ έδει να έχει γίνει δεκτή εργασιακή απασχόλησις 20 έως 22 ημερών κανονικής εργασίας μηνιαίως αντί των γενομένων δεκτών 25 έως 26 ημερών κανονικής εργασίας. Ο ως άνω λόγος τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος, διότι δι’ αυτού δεν προσδιορίζεται ποίον αντίστοιχον χρηματικόν ποσόν επεδικάσθη, κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσης, εσφαλμένως υπέρ της δευτέρας εναγούσης διά παροχήν εργασίας κατά την έκτην ημέραν ουχί ως ημέραν Σαββάτου επί πενθημέρου αλλά ως έκτην ημέραν κανονικής εργασίας. Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, διά της πεντηκοστής σελίδος της ενδίκου αγωγής ρητώς αναφέρεται ότι η σύμβασις διείπετο από «κυλιόμενο πρόγραμμα πενθημέρου» αλλά ότι εν τοις πράγμασιν η πρώτη ενάγουσα ειργάζετο επί έξι ημέρες ανά εβδομάδα. Επί πλέον εις τις διά της ενδίκου αγωγής επιδιωκόμενες διαφορές δεδουλευμένων η ενάγουσα έχει συμπεριλάβει και την ημέραν του Σαββάτου ως έκτην ημέραν εργασίας, εν σχέσει προς την οποίαν μάλιστα αναφέρει διά της πεντηκοστής τρίτης σελίδος του αγωγικού δικογράφου ότι η απασχόλησις αυτής κατά την συγκεκριμένην ημέραν ήτο άκυρος, οπότε θεμελιοί την αντίστοιχον αξίωσιν επί των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού, συμπεριλαβούσα τις ημέρες εργασίας του Σαββάτου εις τις επιδιωκόμενες διαφορές απολαβών εκάστου αντιστοίχου μηνός, καθ’ όσον επιδιώκει διαφορές 25 ημερών εργασίας διά τον Μάιον 2007 και 26 ημερών εργασίας δι’ έκαστον των μηνών Απριλίου και Ιουνίου έως και Δεκεμβρίου 2007, 26 ημερών εργασίας δι’ έκαστον των μηνών Ιανουαρίου και Απριλίου έως Νοεμβρίου 2008, 24 ημερών εργασίας διά τον Μάρτιον 2008 και 25 ημερών εργασίας δι’ έκαστον των μηνών Φεβρουαρίου και Δεκεμβρίου 2008, 26 ημερών εργασίας δι’ έκαστον των μηνών Ιανουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Ιουνίου έως και Αυγούστου και Οκτωβρίου έως Νοεμβρίου 2009, 24 ημερών εργασίας διά έκαστον των μηνών Φεβρουαρίου και Μαΐου 2009, 25 ημερών διά τον Σεπτέμβριον 2009 και 27 ημερών εργασίας διά τον Δεκέμβριον 2009, 26 ημερών εργασίας διά έκαστον των μηνών Ιανουαρίου και Οκτωβρίου 2010, 22 ημερών εργασίας δι’ έκαστον των μηνών Φεβρουαρίου και Μαΐου 2010, 25 ημερών εργασίας δι’ έκαστον των μηνών Μαρτίου και Απριλίου 2010, 24 ημερών εργασίας δι’ έκαστον των μηνών Ιουνίου και Ιουλίου 2010, 27 ημερών εργασίας διά τον μήνα Νοέμβριο 2010 και 23 ημερών εργασίας διά τον μήνα Δεκέμβριο 2010, 23 ημερών εργασίας διά τον Ιανουάριον 2011, 22 ημερών εργασίας διά τον Φεβρουάριον 2011, 24 ημερών εργασίας διά τον Μάρτιον 2011, 25 ημερών εργασίας διά τον Απρίλιον 2011, 26 ημερών εργασίας δι’ έκαστον των μηνών Μαΐου, Ιουνίου και Αυγούστου 2011 και 27 ημερών εργασίας διά τον Ιούλιον 2011. Αντιστοίχως διά του ενάτου φύλλου (τέλους της εικοστής εβδόμης και αρχής της εικοστής ογδόης σελίδων) της εκκαλουμένης ρητώς αναγράφεται ότι η δευτέρα ενάγουσα «απησχολείτο πολλές φορές επί έξι ημέρες την εβδομάδα, καθώς και κάποιες Κυριακές με μία ημέρα ανάπαυσης (ρεπό) εβδομαδιαίως, παρότι στην από 28-3-2007 σύμβαση εργασίας αναγράφεται ότι οι ημέρες απασχόλησής της ορίζονται σε πέντε» (ήτοι ρητώς και ανενδοιάστως διά της εκκαλουμένης γίνεται δεκτόν ότι κατά το κρίσιμον χρονικό διάστημα η εργασία της δευτέρας εναγούσης κατά την έκτην ημέραν παρείχετο εντός πλαισίου πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας) και επεδικάσθησαν διαφορές αποδοχών και διά την εργασίαν κατά την ημέραν του Σαββάτου, οι οποίες συμπεριελήφθησαν στις πρωτοδίκως επιδικασθείσες αποδοχές 25 ημερών εργασίας διά τον Μάιον 2007 και 26 ημερών εργασίας δι’ έκαστον των μηνών Απριλίου και Ιουνίου έως και Δεκεμβρίου 2007, 26 ημερών εργασίας δι’ έκαστον των μηνών Ιανουαρίου και Απριλίου έως Νοεμβρίου 2008, 24 ημερών εργασίας διά τον Μάρτιον 2008 και 25 ημερών εργασίας δι’ έκαστον των μηνών Φεβρουαρίου και Δεκεμβρίου 2008, 26 ημερών εργασίας δι’ έκαστον των μηνών Ιανουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Ιουνίου έως και Αυγούστου και Οκτωβρίου έως Νοεμβρίου 2009, 24 ημερών εργασίας διά έκαστον των μηνών Φεβρουαρίου και Μαΐου 2009, 25 ημερών διά τον Σεπτέμβριον 2009 και 26 ημερών εργασίας διά τον Δεκέμβριον 2009, 26 ημερών εργασίας διά έκαστον των μηνών Ιανουαρίου και Οκτωβρίου 2010, 22 ημερών εργασίας δι’ έκαστον των μηνών Φεβρουαρίου και Μαΐου 2010, 25 ημερών εργασίας δι’ έκαστον των μηνών Μαρτίου και Απριλίου 2010, 24 ημερών εργασίας διά τον μήνα Ιούλιον 2010, 26 ημερών εργασίας διά τον μήνα Νοέμβριο 2010 και 23 ημερών εργασίας διά έκαστον των μηνών Ιουνίου και Δεκεμβρίου 2010, 23 ημερών εργασίας διά τον Ιανουάριον 2011, 22 ημερών εργασίας διά τον Φεβρουάριον 2011, 24 ημερών εργασίας διά τον Μάρτιον 2011, 25 ημερών εργασίας διά τον Απρίλιον 2011 και 26 ημερών εργασίας δι’ έκαστον των μηνών Μαΐου, Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου 2011. Ο δεύτερος λόγος εφέσεως περί του ότι ο χρόνος πραγματικής ημερησίας απασχολήσεως της πρώτης εναγούσης εντός του ως άνω ημερησίου ωραρίου ήτο έξ ώρες και τεσσαράκοντα λεπτά (υπό την αιτιολογίαν της παροχής διαλείμματος μιάς ώρας) τυγχάνει απορριπτέος, διότι, όπως προανεφέρθη, η πραγματική εργασιακή απασχόλησις της δευτέρας εναγούσης ήτο επτά ωρών και τεσσαράκοντα λεπτών τόσον κατά τις πέντε ημέρες της εβδομάδος όσον και κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής, η δέ σύμβασις εργασίας ήτο πλήρους και ουχί μερικής απασχολήσεως. Διά των τρίτου και τετάρτου λόγων εφέσεως η εκκαλούσα ισχυρίζεται αφ’ ενός ότι, ενώ διά του άρθρου 2§5 ΚΥΑ 33700 /2890 /1950 των Υπουργών Συντονισμού, Εργασίας και Οικονομικών «περί αυξήσεως ημερομισθίων ανειδικεύτων και μαθητευομένων εργατών», η οποία εξεδόθη κατ’ εξουσιοδότησιν του Ν. 28 /1944, ορίζεται ότι αι παρ’ οιωδήποτε εργοδότη κατά πλήρες ωράριον απασχολούμεναι καθαρίστριαι, ών η σχέσις εργασίας διέπεται διά συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου, δικαιούνται κατ’ ελάχιστον όριον του ημερομισθίου της ανειδικεύτου εργατρίας [και ότι μείωσις των ωρών εργασίας κατά έν τέταρτον (1/4) δι’ οιονδήποτε λόγον δεν απαλλάσσει τον εργοδότην της υποχρεώσεως καταβολής του ανωτέρω ημερομισθίου], εν τούτοις διά της εκκαλουμένης ο υπολογισμός του ημερομισθίου της πρώτης εναγούσης δεν έγινε βάσει του ημερομισθίου της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, όπως ορίζεται διά της, κατά τα ως άνω, εφαρμοσθείσης Κοινής Υπουργικής Αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού, Εργασίας και Οικονομικών, αλλά βάσει του αυξημένου ημερομισθίου των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, οι οποίες ισχύουν διά τους καθαριστές – καθαρίστριες (βοηθητικόν προσωπικόν) των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών, και ότι ούτως, ακόμη και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2§5 ΚΥΑ 33700 /2890 /1950 των Υπουργών Συντονισμού, Εργασίας και Οικονομικών «περί αυξήσεως ημερομισθίων ανειδικεύτων και μαθητευομένων εργατών» επεδικάσθησαν μη νομίμως μεγαλύτερα χρηματικά ποσά των διά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας προβλεπομένων ελαχίστων νομίμων, και αφ’ ετέρου ότι διά της εκκαλουμένης δεν εγένετο δεκτός ο -κατά τα υπ’ αυτής εκτιθέμενα «πλήρως αποδεδειγμένος»- ισχυρισμός της περί του ότι η δευτέρα ενάγουσα ειργάζετο επί έξ ώρες και τεσσαράκοντα λεπτά ημερησίως και ότι εις πάσαν περίπτωσιν συνωμολογήθη (εξιστορήθη) υπό της δευτέρας εναγούσης διά του αγωγικού δικογράφου ότι το ημερήσιον ωράριον εργασίας αυτής ήτο επτά ωρών και τεσσαράκοντα λεπτών. Όμως, διά της εκκαλουμένης αποφάσεως εγένετο δεκτόν ότι η δευτέρα ενάγουσα ειργάσθη πραγματικώς επί οκτάωρον μετ’ ενίοτε ολιγολέπτου διαλείμματος. Επί πλέον, εφ’ όσον από την δευτεροβάθμιον επανεκτίμησιν των αποδείξεων κρίνεται ότι εις πάσαν περίπτωσιν η συναφθείσα σύμβασις αφεώρα εις πλήρη απασχόλησιν, εξ αυτού παρέπεται ότι η δευτέρα ενάγουσα δικαιούται εργασιακής αμοιβής (ημερομισθίου και επιδομάτων δώρων και αδείας) διά πλήρη απασχόλησιν, επί της οποίας (συμβάσεως πλήρους απασχολήσεως) δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 2§5 ΚΥΑ 33700 /2890 /1950 των Υπουργών Συντονισμού, Εργασίας και Οικονομικών «περί αυξήσεως ημερομισθίων ανειδικεύτων και μαθητευομένων εργατών» αλλά ο υπολογισμός των αποδοχών (και επιδομάτων εορτών και αδείας) γίνονται βάσει του ελαχίστου προβλεπομένου ημερομισθίου των οικείων κλαδικών συλλογικών συμβάσεων των καθαριστών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών και των αντιστοίχων διαιτητικών αποφάσεων, οι οποίες ορθώς εφηρμόσθησαν διά της εκκαλουμένης. Ειδικώς δέ εν σχέσει προς την επιδιωχθείσαν αξίωσιν διά καταβολήν προσαυξήσεως ποσοστού 75% διά απασχόλησιν κατά την ημέραν της Κυριακής, η δευτέρα ενάγουσα ορθώς, κατά τα εν τη μείζονι σκέψει προεκτεθέντα, επεδίωξεν τον υπολογισμόν της τοιαύτης νομίμου προσαυξήσεως βάσει του πραγματικού χρόνου απασχολήσεως (επτά ωρών και τεσσαράκοντα λεπτών) κατά την συγκεκριμένην ημέραν και συμφώνως προς το βάσει των οικείων κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και διαιτητικών αποφάσεων διά τους καθαριστές επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών προβλεπόμενον ημερομίσθιον. Οι δέ ώρες πραγματικής απασχολήσεως ήσαν, ως κατά τα προαναφερθέντα απεδείχθη, επτά ωρών και τεσσαράκοντα λεπτών και κατά την ημέραν της Κυριακής. Ανεξαρτήτως δέ του ότι αφ’ ενός διά της κυρίας αιτιολογίας (σκέψεως) της εκκαλουμένης αποφάσεως εγένετο δεκτόν ότι η σχέσις εργασίας μεταξύ της δευτέρας εναγούσης και της εναγομένης ήτο πλήρους απασχολήσεως λόγω παροχής οκταώρου εργασίας ημερησίως εκ μέρους της δευτέρας εναγούσης και αφ’ ετέρου ότι πράγματι η δευτέρα ενάγουσα δικαιούται, ως προελέχθη, εργασιακής αμοιβής (ημερομισθίου και επιδομάτων εορτών και αδείας) ως εργαζομένη εντός πλαισίου συμβάσεως εργασίας πλήρους απασχολήσεως, εις πάσαν περίπτωσιν ειδικώς ως προς την προσαύξησιν ποσοστού 75% λόγω εργασίας κατά την ημέραν της Κυριακής επεδικάσθη πρωτοδίκως βάσει των οικείων συλλογικών συμβάσεων εργασίας διά τους καθαριστές επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών χρηματικόν ποσόν έλασσον του βάσει ημερησίας απασχολήσεως επτά ωρών και τεσσαράκοντα λεπτών αιτηθέντος αντιστοίχου, οπότε οι ως άνω λόγοι εφέσεως τυγχάνουν απορριπτέοι, αφού άλλωστε υπό της εκκαλούσης δεν προβάλλεται αυτοτελής λόγος εφέσεως περί τυχόν επιδικάσεως μείζονος του αιτηθέντος. Προς τούτο πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι διά των ως άνω λόγων εφέσεως δεν προσδιορίζεται ποίον μικρότερο χρηματικόν ποσόν του πρωτοδίκως επιδικασθέντος αντιστοίχου έδει να επιδικασθεί εις την δευτέραν ενάγουσαν διά απασχόλησιν επτά ωρών και τεσσαράκοντα λεπτών. Ο πέμπτος λόγος εφέσεως, διά του οποίου η εκκαλούσα (εναγομένη) παραπονείται ότι εσφαλμένως διά της εκκαλουμένης αποφάσεως απερρίφθη η πρωτοδίκως προβληθείσα ένστασις περί «μερικής ή ολικής» εξοφλήσεως, προς απόδειξιν της οποίας η ιδία είχε προσκομίσει μετά νομίμου επικλήσεως τα εκκαθαριστικά σημειώματα πληρωμής της ως άνω αντιδίκου, βάσει των οποίων είχε καταβάλει προς την δευτέραν εφεσίβλητον (δευτέραν ενάγουσαν) συνολικό χρηματικόν ποσόν 49.772,56 ευρώ διά τακτικές αποδοχές, προσαυξήσεις εργασίας κατά τις ημέρες της Κυριακής και των αργιών, δώρα εορτών και επιδόματα του επιδίκου χρονικού διαστήματος παροχής εργασίας εις την εναγομένην, τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος, διότι, ενώ διά το ορισμένον της επί του άρθρου 416 ΑΚ ερειδομένης ενστάσεως περί εξοφλήσεως των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέσιν εργασίας δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά γενικόν τρόπον εις την ιστορικήν βάσιν αυτής το εις τον μισθωτόν συνολικώς καταβληθέν χρηματικόν ποσόν διά την πληρωμήν της υπ’ αυτού παρασχεθείσης εργασίας (εκτός εάν επιδιώκεται δικαστικώς μία και μόνη απαίτησις και διά της ενστάσεως καταβολής προσδιορίζεται το ποσόν και η αιτία καταβολής) αλλά πρέπει να προσδιορίζονται τα επί μέρους χρηματικά ποσά, τα οποία έχουν καταβληθεί δι’ εκάστην αντίστοιχον αιτίαν και ο χρόνος εκάστης μερικωτέρας καταβολής, αφού μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπον προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγησιν των εργατικών νόμων, διά των οποίων απαγορεύεται ο περιορισμός των δικαιωμάτων αυτού προς απόληψιν των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθρα 3, 174, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112 /1920 και 8§4 Ν. 4020 /1959), δι’ όν λόγον διά του άρθρου 18§1 Ν. 1082 /1980 επιβάλλεται εις τον εργοδότην η κατά την εξόφλησιν των αποδοχών του προσωπικού υποχρέωσις χορηγήσεως εκκαθαριστικού σημειώματος ή αναλύσεως μισθοδοσίας (εν περιπτώσει εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος), διά των οποίων πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικώς αι πάσης φύσεως αποδοχές (και αι απ’ αυτών κρατήσεις) του προσωπικού (βλ. ΑΠ 1400 /2017, ο.π. και ΑΠ 1030 /2011, ο.π.), εν τούτοις ούτε διά του κρινομένου λόγου εφέσεως αλλά ούτε και διά της πρωτοδίκως προβληθείσης ενστάσεως περί εξοφλήσεως έχει προσδιορισθεί ποία επί μέρους χρηματικά ποσά έχουν καταβληθεί υπό της εκκαλούσης (εναγομένης) προς την δευτέραν εφεσίβλητον (δευτέραν ενάγουσαν) διά εκάστην από τις δυνάμει της ενδίκου αγωγής επιδιωχθείσες και πρωτοδίκως επιδικασθείσες επί μέρους εργατικές αξιώσεις (ημερομίσθια και επιδόματα εορτών και αδείας και προσαύξησις ποσοστού 75% λόγω εργασίας κατά την ημέραν της Κυριακής) κατά το χρονικό διάστημα παροχής εργασίας από 28-3-2007 έως 30-8-2011. Ούτε υπό της (εκκαλούσης) εναγομένης έχει διευκρινισθεί, άλλωστε, εάν το υπ’ αυτής αναφερόμενον ως συλλήβδην καταβληθέν χρηματικόν ποσόν εκ 49.772,56 ευρώ ήτο επιπρόσθετον του διά της αγωγής καθ’ υποφοράν αναφερομένου ως ήδη καταβληθέντος αντιστοίχου, το οποίον και πράγματι αφηρέθη πρωτοδίκως από τις καταβλητέες αποδοχές προς εξεύρεσιν των πράγματι οφειλομένων διαφορών. Αναφορικώς προς τον έκτον λόγον εφέσεως περί του αριθμού των ημερών Κυριακής και αργιών παροχής εργασίας υπό της δευτέρας εναγούσης από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψεν ότι η δευτέρα ενάγουσα ειργάσθη εντός του Απριλίου 2007 δύο ημέρας Κυριακής, εντός του Μαΐου 2007 τέσσερεις ημέρες Κυριακής, εντός του Ιουνίου 2007 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουλίου 2007 τέσσερεις ημέρες Κυριακής, εντός του Αυγούστου 2007 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Σεπτεμβρίου 2007 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Οκτωβρίου 2007 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Νοεμβρίου 2007 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Δεκεμβρίου 2007 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Ιανουαρίου 2008 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Φεβρουαρίου 2008 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Μαρτίου 2008 πέντε ημέρας Κυριακής και μίαν εξαιρετέαν ημέραν (25η Μαρτίου), εντός του Απριλίου 2008 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Μαΐου 2008 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουνίου 2008 πέντε ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουλίου 2008 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Αυγούστου 2008 πέντε ημέρας Κυριακής, εντός του Σεπτεμβρίου 2008 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Οκτωβρίου 2008 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Νοεμβρίου 2008 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Δεκεμβρίου 2008 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Ιανουαρίου 2009 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Φεβρουαρίου 2009 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Μαρτίου 2009 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Απριλίου 2009 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Μαΐου 2009 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουνίου 2009 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουλίου 2009 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Αυγούστου 2009 δύο ημέρας Κυριακής, εντός του Σεπτεμβρίου 2009 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Οκτωβρίου 2009 δύο ημέρας Κυριακής, εντός του Νοεμβρίου 2009 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Δεκεμβρίου 2009 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Ιανουαρίου 2010 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Φεβρουαρίου 2010 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Μαρτίου 2010 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Απριλίου 2010 δύο ημέρας Κυριακής, εντός του Μαΐου 2010 πέντε ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουνίου 2010 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουλίου 2010 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Αυγούστου 2010 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Οκτωβρίου 2010 τρείς ημέρας Κυριακής, εντός του Νοεμβρίου 2010 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Δεκεμβρίου 2010 τέσσερειςς ημέρας Κυριακής, εντός του Ιανουαρίου 2011 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Φεβρουαρίου 2011 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Μαρτίου 2011 δύο ημέρας Κυριακής, εντός του Απριλίου 2011 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Μαΐου 2011 πέντε ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουνίου 2011 τέσσερεις ημέρας Κυριακής, εντός του Ιουλίου 2011 τρείς ημέρας Κυριακής και εντός του Αυγούστου 2011 δύο ημέρας Κυριακής. Η (βάσει των προς το Τμήμα Κοινωνικής Επιθεωρήσεως Εργασίας του Κεντρικού Τομέως Πειραιώς του Σώματος Επιθεωρήσεως Εργασίας υποβληθέντων προγραμμάτων εργασίας – στοιχείων απασχολουμένων μισθωτών του χρονικού διαστήματος από 17-7-2007 έως και 30-9-2011) δήλωσις της εναγομένης εργοδότιδος περί εργασίας της δευτέρας εναγούσης επί μίαν έως δύο Κυριακές ανά μήνα και περί χορηγήσεως συνολικώς δύο ημερών εκτός εργασίας ανά εβδομάδα εις την δευτέραν ενάγουσαν δεν δύναται να αποδυναμώσει την ως άνω σχηματισθείσαν κρίσιν, αφού, ως προανεφέρθη αυτά δεν φέρουν την υπογραφήν της ως άνω εργαζομένης. Μάλιστα, ενώ διά των πρωτοδίκων προτάσεων η εκκαλούσα (εναγομένη) ισχυρίσθη ότι οι αποδοχές της δευτέρας εναγούσης εξήγοντο βάσει ουχί μόνον των προγραμμάτων εργασίας αλλά και των παρουσιολογίων εργασίας, η ως άνω εργοδότις δεν προσεκόμισεν κάποιον παρουσιολόγιον εργασίας (δελτίον εκτυπώσεως αφίξεως εις και αποχωρήσεως από την εργασίαν), διά των οποίων να επιβεβαιούνται οι πραγματικές ημέρες εργασίας της δευτέρας εναγούσης εις την εναγομένην. Επομένως, ορθώς διά της εκκαλουμένης αποφάσεως εκρίθησαν ως προς το κεφάλαιον τούτο αι αποδείξεις και ο έκτος λόγος εφέσεως (περί του ότι η δευτέρα ενάγουσα ειργάσθη ολιγότερον αριθμόν Κυριακών ημερών και αργιών εν συγκρίσει προς τις διά της εκκαλουμένης αποφάσεως γενόμενες δεκτές αντίστοιχες) τυγχάνει απορριπτέος. Διά του εβδόμου λόγου εφέσεως η εκκαλούσα (εναγομένη) ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως διά της εκκαλουμένης αποφάσεως απερρίφθη η υπ’ αυτής πρωτοδίκως προβληθείσα ένστασις περί ανυπαιτίου καθυστερήσεως καταβολής του πρωτοβαθμίως επιδικασθέντος χρηματικού ποσού διά διαφορές ημερομισθίων και επιδομάτων εορτών και αδείας και διά προσαύξησιν ποσοστού 75% λόγω εργασίας κατά την ημέραν της Κυριακής, διά τον λόγον ότι η καθυστέρησις καταβολής των τυχόν οφειλομένων διαφορών οφείλεται σε ανυπαίτιον άγνοιαν εαυτής διά την ύπαρξιν της οφειλής, αφού επί σειράν ετών η δευτέρα εφεσίβλητος ελάμβανε τις αποδοχές αυτής ανεπιφυλάκτως και εν γνώσει ότι αυτές είχαν υπολογισθεί συμφώνως προς τους επί των προγραμμάτων εργασίας και της ηλεκτρονικής ωρομετρήσεως (παρουσιολογίων εργασίας) υπολογισμούς του λογιστηρίου της εργοδότιδος, καθ’ όσον μάλιστα η αντίδικος υπέγραφεν τα κατά νόμον εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών, δίχως επί πολλά έτη να προβάλει οιανδήποτε αξίωσιν περί τυχόν υπάρξεως οφειλομένων διαφορών. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριτπέος ως αόριστος, διότι δι’ αυτού δεν εξειδικεύονται επαρκώς τα πραγματικά στοιχεία, επί των οποίων να δύναται να θεμελιωθεί η ανυπαίτιος άγνοια της εκκαλούσης ως προς την έκτασιν της οφειλής, μη τυγχανούσης προσφόρου προς τούτο μόνης της εξιστορήσεως της επί μακρόν λήψεως εκ μέρους της δευτέρας εφεσιβλήτου αδιαμαρτυρήτως χρηματικών ποσών ελασσόνων των πράγματι καταβλητέων.
- V) Πρέπει, μετά ταύτα, να απορριφθεί εν συνόλω η κρινομένη έφεσις και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας των υποβαλλουσών αντίστοιχον αίτημα εφεσιβλήτων εις βάρος της ηττηθείσης εκκαλούσης (άρθρα 191§2 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα εν τω διατακτικώ.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν.
Απορρίπτει την υπ’ αριθ. καταθ. – ασκ. ….. έφεσιν κατά της υπ’ αριθ. 3862 /2015 αποφάσεως ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Επιβάλλει εις βάρος της εκκαλούσης την δικαστικήν δαπάνην του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας των εφεσιβλήτων, την οποίαν ορίζει εις επτακόσια (700) ευρώ.
Εκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη σε έκτακτη και δημοσία συνεδρίαση στο ακροατήριό του, δίχως να παρίστανται οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, την 31η Δεκεμβρίου 2018.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ