Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 726/2018

Αριθμός    726/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τo Δικαστή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, o οποίoς ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Η από 12.05.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. ……, ειδ. αριθμ. καταθ. …………) έφεση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας κατά της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και της υπ΄ αριθμ. 1415/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων, επί της από 02.2015 (γεν. αριθμ. καταθ. ………, αριθμ. καταθ. ………..) αγωγής και  έκανε αυτή (αγωγή) δεκτή, ασκήθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, στους οποίους συγκαταλέγεται η προσκομιδή του προβλεπόμενου στον νόμο παραβόλου, και εμπρόθεσμα, εφόσον επικυρωμένο νόμιμα φωτοτυπικό αντίγραφο της εκκαλούμενης αποφάσεως επιδόθηκε νόμιμα στην εναγόμενη στις 12.04.2017 (βλ. την προσκομιζόμενη με νόμιμη επίκληση με στοιχεία ……… έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Π.  Κ.) και το πρωτότυπο του δικόγραφου της ένδικης εφέσεως κατατέθηκε στην Γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 12.05.2017 (βλ. την από ….. έκθεση της αρμόδιας δικαστικής υπαλλήλου Β.  Κ.). Ασκήθηκε, δηλαδή, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1, 2, 3 εδάφ. α΄, δ΄, 496, 499, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517, 518§1, 520§1 Κ.Πολ.Δ. και 9§2 ν. 4335/2015. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ.) και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533§1 Κ.Πολ.Δ.).
  2. Στην από 05.02.2015 αγωγή της, η ενάγουσα εταιρεία ………… εξέθεσε ότι διατηρεί επιχείρηση γενικών επισκευών πλοίων κάθε τύπου και εφοδιασμού αυτών με τα απαραίτητα ανταλλακτικά και μηχανήματα. Ότι κατήρτισε με την εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία ………… πλοιοκτήτρια του πλοίου, με το όνομα «B. V.», μέσω της αλλοδαπής, αλλά νόμιμα εγκαταστημένης στην Ελλάδα, εταιρείας ………..), διαχειρίστριας του ως άνω πλοίου, επιμέρους συμβάσεις, κατά το χρονικό διάστημα από τις 25.09.2012 έως και τις 15.04.2013, δυνάμει των οποίων ανέλαβε την υποχρέωση είτε να προμηθεύσει στην ανωτέρω πλοιοκτήτρια υλικά για το πλοίο είτε να ενεργήσει επισκευαστικές εργασίες στο πλοίο. Ότι πραγματοποίησε τις προμήθειες και εκτέλεσε τις εργασίες, τις οποίες ενέκρινε και παρέλαβε η εναγόμενη, επιπλέον δε εξέδωσε τα προβλεπόμενα στον νόμο παραστατικά. Ότι το συνολικό ποσό στο οποίο ανήλθαν το τίμημα των πωληθέντων υλικών και η αμοιβή της για τις συμφωνηθείσες εργασίες ανήλθε σε 114.092,00€ έναντι του οποίου έλαβε από  την εναγόμενη τμηματικά ποσό ανερχόμενο σε 75.000,00€, με αποτέλεσμα να της οφείλεται ποσό 39.092,00€, το οποίο αρνείται αυτή (εναγόμενη) να καταβάλει. Ζήτησε δε, επικαλούμενη τους κανόνες της ενδοσυμβατικής ευθύνης, άλλως αυτούς του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ανωτέρω χρηματικό ποσό νομιμοτόκως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος αυτής (εναγόμενης).
  3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα), με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία και αρμοδιότητα (υλική, τοπική και λειτουργική) να εκδικάσει την αγωγή, ακολούθως έκρινε αυτή νόμιμη ως προς την κύρια αυτής νομική βάση και, μετά ταύτα, αφού απέρριψε αίτημα της εναγόμενης από το άρθρο 249 Κ.Πολ.Δ., δέχτηκε την αγωγή ως βάσιμη στην ουσία της, απορρίπτοντας ισχυρισμό περί εξοφλήσεως της ένδικης απαιτήσεως, υποχρέωσε δε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό 39.092,00€ νομιμοτόκως από της επομένης της επιδόσεως της αγωγής ως και τα δικαστικά έξοδα ποσού 1.500,00€.
  4. Κατά της αποφάσεως αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται με την ένδικη έφεσή της η εναγόμενη αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, άλλως κακή εκτίμηση του εισφερθέντος ενώπιόν του αποδεικτικού υλικού. Ειδικότερα, με την έφεσή της, που διαρθρώνεται σε δύο λόγους εφέσεως, αλλά συνιστούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ένα τέτοιο, η ενάγουσα παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως αόριστο τον ισχυρισμό της από το άρθρο 416 Κ.Πολ.Δ. ενώ αυτός ήταν ορισμένος, νομικά και ουσιαστικά βάσιμος. Ζητεί δε να γίνει η έφεσή της δεκτή τυπικά και κατ΄ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη δικαστική απόφαση, να διακρατηθεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο, να δικαστεί και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη τα δε δικαστικά της έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, επιβληθούν εις βάρος της αντιδίκου της.
  5. Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 873, 874 Α.Κ., 112 Εισ.Ν.Α.Κ. και 47, 64-67 ν. δ. της 17 Ιουλ./13 Αυγ. 1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» (ΦΕΚ Α΄ 224), που εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Α.Κ., σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 41§1 του Εισ.Ν.Α.Κ., προκύπτει, ότι αναγκαία προϋπόθεση για την σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού είναι η ύπαρξη δυνατότητας να προκύψουν απαιτήσεις και οφειλές και από τις δύο πλευρές και να μην είναι δεδομένο, από το περιεχόμενο και την φύση της συμβάσεως, ότι ένας από τους συμβαλλόμενους θα είναι μόνο πιστωτής και ο άλλος μόνο οφειλέτης. Ειδικότερα, για την ύπαρξη αλληλόχρεου λογαριασμού, και ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που δίνουν τα συμβαλλόμενα μέρη στην συνδέουσα αυτά σχέση, απαιτείται να μην είναι εκ των προτέρων γνωστό, ποιος από τους συμβαλλόμενους κατά την τελική εκκαθάριση των δοσοληψιών τους, θα είναι οφειλέτης ή πιστωτής του άλλου και, συνεπώς, δεν υπάρχει τέτοιος λογαριασμός, όταν από τη φύση της συμβάσεως ο ένας καθίσταται μόνο πιστωτής και ποτέ οφειλέτης, ο άλλος δε μόνο οφειλέτης και ποτέ πιστωτής, δυνάμενος μόνο να εξοφλεί τμηματικά το χρέος του, οι εκάστοτε δε καταβολές γίνονται προς αντίστοιχη απαλλαγή του από το χρέος. ΄Ετσι, όταν ο πελάτης εμπόρου, αγοράζει με πίστωση του τιμήματος συγκεκριμένα είδη και καταβάλλει κατά διαστήματα διάφορα ποσά σε μερική εξόφληση της οφειλής του, δεν υφίσταται μεταξύ τους σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, αφού αποκλείεται η δυνατότητα να καταστεί ο πωλητής οφειλέτης του αγοραστή, ο δε τελευταίος πιστωτής του πωλητή, αλλά υπάρχουν περισσότερες ανεξάρτητες μεταξύ τους αγοραπωλησίες με πίστωση του τιμήματος, τμηματικώς εξοφλητέου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η τήρηση λογαριασμού («καρτέλας»), που απεικονίζει, κατά τους κανόνες της λογιστικής, τις εκατέρωθεν τμηματικές παροχές, από τις οποίες οι παροχές του ενός αποτελούν καταβολές απέναντι στις απαιτήσεις του άλλου, που δημιουργούνται εξαιτίας της μη άμεσης τακτοποιήσεως των δοσοληψιών τους, δεν αποτελεί αλληλόχρεο λογαριασμό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων που προηγήθηκαν, αλλά έχει τον χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού (ΕΑ 636/2017 ΔΕΕ 2017.684 = τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος, 4058/2012 ΔΕΕ 2013.149 – τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος, ΕΠ 359/2011 ΕΝαυτΔ 2012.61 = τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος). Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 416 Α.Κ., η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία για την πληρότητα του σχετικού περί εξοφλήσεως ισχυρισμού, αλλά και του αιτιολογικού της αποφάσεως, που δέχεται τον ισχυρισμό αυτόν, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος της καταβολής (ΑΠ 1781/2014 δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος). Εξάλλου, κατά τα άρθρα 416 και 417 Α.Κ. “Η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή”. “Η καταβολή απαιτείται να γίνει στο δανειστή ή σε όποιον ο δανειστής ή το δικαστήριο ή ο νόμος έχει επιτρέψει να δεχθεί την καταβολή. Η καταβολή που έγινε σε άλλον ισχύει εν ο δανειστής την εγκρίνει ή εφόσον ωφελείται από αυτήν”. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 211, 236, 361 και 424 εδάφ. α΄ Α.Κ. συνάγεται ότι για να έχει αποσβεστικό αποτέλεσμα της ενοχής η εκπλήρωση της παροχής που συντελείται με καταβολή πρέπει αυτή να γίνει: 1) Είτε προς τον δανειστή προσωπικά ή τον επιτετραμένο από το δικαστήριο ή τον νόμιμο ή δικαστικό αντιπρόσωπο του δανειστή, εφοδιασμένο, στην τελευταία περίπτωση, με πληρεξούσιο έγγραφο, 2) είτε προς τον έχοντα ειδική εξουσιοδότηση του δανειστή, ρητή (π.χ. με έκταξη του άρθρου 876 Α.Κ.) ή και σιωπηρή προκύπτουσα από την σχέση του δανειστή με τον εξουσιοδοτημένο (π.χ. του ταμία μιας επιχειρήσεως προς είσπραξη των πωλούμενων από αυτή πραγμάτων) να λάβει την παροχή ενεργώντας στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό με την συγκατάθεση του δανειστή, 3) είτε προς τρίτο δεκτικό καταβολής πρόσωπο, το οποίο προσδιόρισε ο δανειστής, κατόπιν συμβάσεώς του με τον οφειλέτη, παρέχοντας (κληρονομητό) δικαίωμα στον οφειλέτη να καταβάλει με αποσβεστικά αποτελέσματα την παροχή προς τον δεκτικό καταβολής, ο οποίος δεν είναι μονομερώς ανακλητός. Καταβολή που έγινε σε άλλον, εκτός από τα προαναφερόμενα πρόσωπα, δεν ενεργεί κατ΄ αρχήν έναντι του δανειστή, έστω και αν ο καταβαλών τελούσε σε συγγνωστή πλάνη – με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 889, 224, 1654, 1540, 1541, 426  Α.Κ. και 822  Κ.Πολ.Δ. – εκτός αν ο δανειστής εγκρίνει μια τέτοια καταβολή ή ωφελείται από αυτή, λόγω αποδόσεως του ληφθέντος στον δικαιούχο ή κληρονομήσεως του ενός από αυτούς από τον άλλον ή αποσβέσεως της υποχρεώσεως αποδόσεως του καταβληθέντος από τον λαβόντα τρίτο στον δανειστή από άλλη αιτία. Ο οφειλέτης, σε κάθε περίπτωση, φέρει το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως της καταβολής κατά τον προσήκοντα τρόπο (ΑΠ 285/2011 ΝοΒ 2011.1528 = ΕλλΔνη 2011.781 = τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος). Τέλος, από τα άρθρα 416 και 422 Α.Κ. συνάγεται ότι, εναγόμενος οφειλέτης προς πληρωμή ορισμένου χρέους και ισχυριζόμενος απόσβεση αυτού με καταβολή αρκεί να αποδείξει την καταβολή αυτή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η εν λόγω καταβολή αφορά το επίδικο χρέος. Ο δανειστής, αμυνόμενος, δικαιούται, κατ’ αντένσταση, να ισχυριστεί ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή δεν αφορά στο επίδικο, αλλά σε άλλο χρέος του προς αυτόν. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον ο οφειλέτης αρνείται την ύπαρξη του άλλου χρέους, ο δανειστής είναι υποχρεωμένος να αποδείξει τα παραγωγικά του χρέους αυτού γεγονότα, ο δε οφειλέτης να αποκρούσει την αντένσταση προβάλλοντας, κατ’ επανένσταση, και αποδεικνύοντας, ότι η καταβολή έγινε για την εξόφληση του επίδικου χρέους με βάση το μονομερή καθορισμό του εξοφλητέου (από τα περισσότερα) χρέους είτε βάσει της διατάξεως του άρθρου 422 εδάφ.  β΄ Α.Κ. . Όπως, όμως, σε κάθε ένσταση, πρέπει να αναφέρονται από αυτόν που προβάλλει την ανωτέρω αντένσταση για ύπαρξη άλλου χρέους τα γεγονότα που, κατά νόμο, την θεμελιώνουν και μάλιστα, κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί από τo δικαστήριο και να έχει ο οφειλέτης τη δυνατότητα να αμυνθεί, δηλαδή πλήρη τα παραγωγικά γεγονότα του άλλου χρέους ή των τυχόν επικαλούμενων περισσότερων χρεών και το ύψος αυτών, γιατί αλλιώς η αντένσταση αυτή είναι απορριπτέα. Έτσι, αν τελικά ο δανειστής δεν μπορέσει να αποδείξει ότι η καταβολή του οφειλέτη αφορά άλλο χρέος του προς αυτόν, τότε το καταβληθέν ποσό καταλογίζεται στο μοναδικό πλέον χρέος που οφείλει ο τελευταίος (ΑΠ 1221/2017 δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος).
  6. Στην ένδικη υπόθεση η εναγόμενη ισχυρίστηκε πρωτοδίκως ότι με την ενάγουσα διατηρεί συναλλακτική σχέση επί μακρό χρονικό διάστημα. Ότι στο πλαίσιο της συναλλακτικής αυτής σχέσεως ανέθετε στην ενάγουσα την διενέργεια επισκευαστικών εργασιών σε πλοία που διαχειριζόταν καθώς επίσης και την προμήθεια υλικών για τα πλοία αυτά. Ότι μεταξύ αυτών (εναγόμενης – ενάγουσας) υπήρχε δοσοληπτικός λογαριασμός στον οποίο καταχωρούνταν οι απολογιστικά υπολογιζόμενες απαιτήσεις της ενάγουσας για τις επισκευαστικές εργασίες και οι αξίες των πωλούμενων υλικών όπως και οι εκ μέρους αυτής (εναγόμενης) καταβολές. Ότι από τον επιμέρους λογαριασμό που αφορά το υπόψη πλοίο και αφορά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το αγωγικό προκύπτει ότι έχει καταβληθεί το σύνολο του οφειλόμενου χρηματικού ποσού και μάλιστα υφίσταται υπέρ αυτής (εναγόμενης) πιστωτικό υπόλοιπο. Περαιτέρω, η εναγόμενη, συμπληρώνοντας τον ισχυρισμό της αυτό, παρέθεσε στις προτάσεις της πίνακα στον οποίο εμφαίνονταν οι χρεώσεις και οι πιστώσεις που αφορούν το ένδικο πλοίο καθώς και το υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού. Ακολούθως, με βάση το ιστορικό αυτό, η εναγόμενη ζήτησε την παραδοχή του ισχυρισμού της από το άρθρο 416 Α.Κ. και την απόρριψη της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε ως αόριστο τον ως άνω ισχυρισμό της εναγόμενης με την εξής αιτιολογία: « … η ως άνω προβληθείσα ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας καθόσον η εναγομένη αναφέρεται μεν σε συμφωνία τήρησης ανοικτού δοσοληπτικού λογαριασμού για την εξυπηρέτηση της ενιαίας, όπως τη χαρακτηρίζει η ίδια (εναγομένη), σύμβασης έργου και σε αγορά των επίδικων πλοίων σε διαφορετικούς χρόνους και διενέργεια επισκευών επ΄ αυτών σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, δεν εξειδικεύει, ωστόσο, με σαφήνεια πότε και για λογαριασμό ποιών πλοιοκτητριών εταιρειών συνήψε η ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία ………….. με την ενάγουσα την επικαλούμενη από αυτήν (εναγομένη) ως άνω συμφωνία ούτε πότε και υπό ποιους όρους προσχώρησαν μεταγενέστερα σε αυτή (συμφωνία) οι λοιπές πλοιοκτήτριες εταιρείες αλλά ούτε και πότε έλαβε χώρα η εκκαθάριση (κλείσιμο) του εν λόγω λογαριασμού ώστε να διαπιστωθεί, κατά τα συμφωνηθέντα, το κατάλοιπο αυτού, η ως άνω αοριστία δε, ενισχύεται περαιτέρω από το ότι η εναγομένη, μολονότι αναφέρεται σε ενιαία σύμβαση, προβαίνει, όλως αντιφατικώς, σε επιμερισμό των γενομένων προς την ενάγουσα καταβολών ανά πλοίο ανατρέχοντας μάλιστα και σε χρόνους προγενέστερους αυτών κατά τους οποίους καταρτίσθηκαν και εκπληρώθηκαν οι επικαλούμενες από την ενάγουσα συμβάσεις, έτι περαιτέρω δε, συμπεριλαμβάνει στις φερόμενες ως γενόμενες προς την ενάγουσα καταβολές, εκείνες (καταβολές) που έλαβαν χώρα προς Τρίτη εταιρεία, μη συμβαλλόμενη στην ως άνω φερόμενη ενιαία σύμβαση.». Η ανωτέρω, απορριπτική της ενστάσεως εξοφλήσεως που προβλήθηκε από την εναγόμενη, αιτιολογία δεν είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, ορθή και τούτο γιατί, σύμφωνα με όσα σημειώθηκαν υπ΄ αριθμ. 4, η ύπαρξη ή μη δοσοληπτικού (και όχι αλληλόχρεου) λογαριασμού στην υπόψη περίπτωση είναι αδιάφορη για την αξιολόγηση της ενστάσεως εξοφλήσεως όπως αδιάφορος είναι και ο ισχυρισμός περί καταβολής χρηματικών ποσών καταλογιστέων στο επίδικο χρέος σε τρίτη εταιρεία. Στοιχεία που ενδιαφέρουν όπως η αιτία καταβολής, ο χρόνος καταβολής και το χρηματικό ποσό που καταβλήθηκε περιλαμβάνονται στον προβληθέντα από την εναγόμενη ισχυρισμό (ένσταση) με αποτέλεσμα αυτός να κρίνεται ως απόλυτα ορισμένος και νόμιμος να αποβαίνει δε εξεταστέος από απόψεως ουσίας.
  7. Από την δικαστική ομολογία της εναγόμενης (άρθρα 261, 352§1 Κ.Πολ.Δ.) αναφορικά με τις επισκευαστικές εργασίες που εκτελέστηκαν στο ένδικο πλοίο από την εναγόμενη και την προμήθεια αυτού (ένδικου πλοίου) με κινητά πράγματα, τις ανώμοτες καταθέσεις του εκ των νομίμων εκπροσώπων της ενάγουσας …………… και του νόμιμου εκπρόσωπου της εναγόμενης ……………, οι οποίοι κατέθεσαν σχετικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και των οποίων οι καταθέσεις περιέχονται στην έκθεση απομαγνητοφωνημένων πρακτικών της συνεδριάσεως της 06.12.2016 του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και από το σύνολο, όλων ανεξαιρέτως, των εγγράφων, τα οποία τα διάδικα μέρη προσκομίζουν νομίμως και επικαλούνται είτε προς άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτής: Με το υπ΄ αριθμ. …….. συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Μ. , που καταχωρίστηκε νόμιμα στα Βιβλία Εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αύξοντα αριθμό …… και περίληψή του δημοσιεύθηκε νόμιμα στο υπ΄ αριθμ. …… Φ.Ε.Κ. (τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.) συστήθηκε η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….» και με τον διακριτικό τίτλο «……..». Το καταστατικό της εν λόγω εταιρείας (ενάγουσα) υπέστη αλλεπάλληλες τροποποιήσεις με τελευταία αυτή που επήλθε με το υπ΄ αριθμ. ………. συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ε.  Ζ., το οποίο δημοσιεύθηκε στα Βιβλία Εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αύξοντα γενικό αριθμό …….. και ειδικό ….. περίληψή του δημοσιεύθηκε στο υπ΄ αριθμ. ….. Φ.Ε.Κ. (τεύχος Α.Ε. – Ε.Π.Ε. και Γ.Ε.Μ.Η.), δυνάμει της οποίας εξήλθε από την εταιρεία ο έως τότε εταίρος της …….., λαβών την πραγματική αξία της συμμετοχής του σε αυτήν, ποσού 20.040,00€, μειώθηκε ισόποσα το εταιρικό κεφάλαιο σε εκτέλεση αποφάσεως έκτακτης γενικής συνελεύσεως των εταίρων αυτής (εταιρείας) και το κεφάλαιο της εταιρείας ορίστηκε σε 20.040,00€, διαιρούμενο σε 668 μερίδια, αξίας 30,00€ έκαστο. Τα μερίδια αυτά ανέλαβαν οι παραμένοντες εταίροι ……….. και ……….. συγκεκριμένα δε έκαστος αυτών έλαβε 334 εταιρικά μερίδια. Σκοπός της εταιρείας ήταν και εξακολούθησε να είναι η ανάληψη εργασιών γενικών επισκευών πλοίων, η εισαγωγή και εμπορία μηχανών και ανταλλακτικών πλοίων και οι πάσης φύσεως σχετικές αντιπροσωπείες και εργασίες συναφείς προς τους παραπάνω σκοπούς. Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της η ενάγουσα είχε συναλλακτική σχέση με την εταιρεία «…………», η οποία είναι αλλοδαπή εταιρεία με νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και αντικείμενο δραστηριότητας έχει την διαχείριση πλοίων τρίτων πλοιοκτητριών εταιρειών και στην προκείμενη περίπτωση του  πλοίου M/V B.V., πλοιοκτησίας της εναγόμενης αλλοδαπής εταιρείας. Η συναλλακτική σχέση των δύο εταιρειών άρχισε τα έτη 2002 – 2003, διακόπηκε για κάποιο χρονικό διάστημα κατά το οποίο η διαχειρίστρια εταιρεία έπαυσε να δραστηριοποιείται και επανήρχησε όταν αυτή (διαχειρίστρια εταιρεία) επαναδραστηριοποιήθηκε σχετικά. Η συνεργασία των δύο αυτών εταιρειών, σε όση έκταση αφορούσε επισκευαστικές εργασίες σε πλοία διαχειρίσεως της διαχειρίστριας εταιρείας, λάμβανε χώρα ως εξής: Η ενάγουσα και η διαχειρίστρια εταιρεία συμφωνούσαν για τις αναγκαίες επισκευαστικές παρεμβάσεις στο πλοίο, η ενάγουσα εκτελούσε αυτές με υλικά κυριότητάς της και δικό της προσωπικό, λαμβάνοντας έναντι της τελικής αμοιβής της διάφορα χρηματικά ποσά από την διαχειρίστρια εταιρεία, στο τέλος δε των εργασιών υπέβαλλε «κοστολόγιο» για τις εργασίες της το οποίο περιελάμβανε «διογκωμένα» το κατά κυριολεξία κοστολόγιο και το εργολαβικό της κέρδος και με βάση αυτό το χρηματικό ποσό, μετά από συνεννοήσεις με την διαχειρίστρια εταιρεία, η οποία λάμβανε υπόψη της τις τιμές της επισκευαστικής αγοράς, καθοριζόταν η τελικά αμοιβή της ενάγουσας, εκδιδόταν το νόμιμο φορολογικό παραστατικό και χωρούσε η εξόφληση του οφειλόμενου εν τέλει ποσού. Έτσι, στο προαναφερόμενο πλοίο εκτελέστηκαν από την ενάγουσα επισκευαστικές εργασίες και εκδόθηκαν φορολογικά παραστατικά με αρχική ημερομηνία την 31.12.2010 και τελικά ημερομηνία την 18.12.2013. Η ενάγουσα, θεωρώντας ότι εξοφλήθηκε για τις εργασίες της στο ένδικο πλοίο για τις οποίες εκδόθηκαν φορολογικά παραστατικά έως τις 03.10.2011, με την αγωγή της ζήτησε την συνολική αμοιβή της για την οποία εκδόθηκαν σχετικά παραστατικά από τις 25.09.2012 έως και τις 18.12.2013, συνολικού ποσού ύψους 114.092,00€, έναντι του οποίου έλαβε τμηματικά συνολικά ποσό 75.000,00€, με αποτέλεσμα να της οφείλεται ακόμη ποσό 39.092,00€. Το φερόμενο ως οφειλόμενο χρηματικό ποσό αμφισβητεί η εναγόμενη ισχυριζόμενη ότι, πέραν των καταβολών προς την ενάγουσα, έχει καταβάλει χρηματικά ποσά προς τρίτη εταιρεία, την εταιρεία με την επωνυμία «…………….», μετά από παρότρυνση της ενάγουσας με την αιτιολογία ότι αμφότερες οι εν λόγω εταιρείες (ενάγουσα και τρίτη) ανήκουν στα αυτά επιχειρηματικά συμφέροντα και την διαβεβαίωση ότι κάθε καταβολή προς την τρίτη εταιρεία θα καταλογιζόταν στον λογαριασμό που υπήρχε κάθε φορά μεταξύ των διαδίκων εταιρειών. Την εκδοχή αυτή αποκρούει κατηγορηματικά η ενάγουσα ισχυριζόμενη ότι ουδαμώς συνδέεται με την προαναφερόμενη τρίτη εταιρεία και, επομένως, ουδέποτε παρότρυνε την εναγόμενη να καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό σ΄ αυτή. Για το κομβικής σημασίας ως άνω θέμα, αλλά και το θέμα του ακριβούς περιεχομένου της συνεργασίας μεταξύ των μερών, το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι είναι αναγκαία η περαιτέρω επεξήγηση των ισχυρισμών των διαδίκων μερών η οποία μπορεί να παρασχεθεί με την εξέταση των νομίμων εκπροσώπων τους που εξετάστηκαν πρωτοδίκως, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 245§1 και 254§1 εδάφ. α΄, β΄, γ΄ Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζονται και στο πλαίσιο της έκκλητης δίκης (άρθρο 524§1 Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει, συνεπώς, να αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ουσίας της εφέσεως και να διαταχθεί η επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου ώστε σε νέα συνεδρίαση του Δικαστηρίου τούτου που θα λάβει χώρα σε δικάσιμο που θα οριστεί με μέριμνα του επιμελέστερου διαδίκου μέρους να εμφανιστούν οι πρωτοδίκως καταθέσαντες νόμιμοι εκπρόσωποι τόσο της ενάγουσας όσο και της εναγόμενης και να παράσχουν επεξηγήσεις επί του εριζόμενου θέματος.
  8. Διάταξη για τον προσδιορισμό και την επιβολή δικαστικών εξόδων δεν περιλαμβάνεται στην απόφαση αυτή γιατί δεν έχει οριστικό χαρακτήρα (άρθρο 191§2 Κ.Πολ.Δ.).

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 12.05.2017 έφεση  κατά της υπ΄ αριθμ. 1415/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα.

Αναβάλλει να αποφανθεί επί της ουσίας της εφέσεως. Και

Διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου ώστε σε νέα συνεδρίαση αυτού που θα λάβει χώρα σε δικάσιμο που θα οριστεί με μέριμνα του επιμελέστερου διαδίκου μέρους να εμφανιστούν οι πρωτοδίκως καταθέσαντες νόμιμοι εκπρόσωποι τόσο της ενάγουσας όσο και της εναγόμενης και να παράσχουν επεξηγήσεις επί του εριζόμενου θέματος.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  6 Δεκεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ