Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 123/2021

Αριθμός  123/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη –Εισηγήτρια  και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 28-4-2017 κλήση των εκκαλουσών 1)….. και 2) ΄………, η από 30-9-2015 και με αριθμ.έκθ.κατάθ. …./2015 έφεσή τους κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» και κατά της υπ’αριθμ.2895/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά την έκδοση της υπ’αριθμ.29/2017 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας και για τους λόγους, που αναφέρονται σ’αυτήν, κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της ως άνω έφεσης.

Η υπό κρίση έφεση που κατατέθηκε στην Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 30-9-2015, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρό­θεσμα, καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στις εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες στις 4-8-2015 (βλ.νόμιμα προσκομιζόμενες  με αριθμ. …΄και ..΄/4-8-2015 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρω­τοδικείο Αθηνών, …….) (άρθρ. 495, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 εδάφ.1 υποεδάφ.1 και 3 και 147 παρ.2 ΚΠολΔ), συνοδεύεται, δε, η έφεση, για το παραδεκτό  αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ,η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 93 παρ. 1 του ν. 4139/2013 και όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το ν. 4335/2015 και στη συνέχεια με το άρθρ. 45 του ν. 4446/2016,  από τα υπ’ αριθμ……….παράβολα Δημοσίου και υπ’αριθμ…………… παράβολα ΤΑΧΔΙΚ. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει αυτή τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το πα­ραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 942 και 943 ΑΚ, σαφώς προκύπτει ότι με αυτές χορηγείται στους δανειστές ένδικο βοήθημα (παυλιανή αγωγή) προς διάρρηξη των επιβλαβών γι’ αυτούς απαλλοτριωτικών πράξεων του οφειλέτη τους, εφόσον η υπολειπόμενη περιουσία του τελευταίου, δεν επαρκεί για ικανοποίηση των κατ’ αυτού απαιτήσεων. Οι προϋποθέσεις, λοιπόν, παροχής της ως άνω προστασίας στους δανειστές είναι : α) ύπαρξη απαίτησης κατά του οφειλέτη γεννημένη κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, η οποία να έχει γίνει ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της αγωγής για τη διάρρηξη στο ακροατήριο, χωρίς να απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά, ούτε να είναι εξοπλισμένη με τίτλο εκτελεστό. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 64-67 του ν.δ. της 17.7/13,8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» συνάγεται ότι σε σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, καθένας από τους συμβαλλομένους θεωρείται δανειστής του άλλου, ως προς το τυχόν κατάλοιπο του λογαριασμού, από τη σύναψη της σύμβασης, το οποίο, όμως, είναι απαιτητό μόνο κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, όπως προκύπτει από το άρθρο 112 παρ. 2 του ΕισΝΑΚ, δηλαδή, το κλείσιμο του λογαριασμού δεν συνιστά γενεσιουργό όρο της απαίτησης για το κατάλοιπο, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για το απαιτητό (ληξιπρόθεσμο), του καταλοίπου. Ο συμβαλλόμενος κατά τα παραπάνω προστατεύεται με την αγωγή για την απαίτησή του για το τυχόν κατάλοιπο, αρκεί μόνο, μέχρι του χρόνου της απαλλοτρίωσης να έχει συναφθεί η δικαιοπαραγωγική της απαίτησης σύμβαση και να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη η απαίτηση με την επέλευση του κλεισίματος του λογαριασμού μέχρι την επ` ακροατηρίω συζήτηση της αγωγής. Επομένως, τα παραγωγικά της απαίτησης περιστατικά, ιδίως, η σύμβαση και η χορήγηση των πιστώσεων, έχουν ήδη συντελεσθεί, ώστε η απαίτηση να είναι γεγεννημένη, έστω και αν δεν είναι, πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, βέβαιη και κατά ποσό εκκαθαρισμένη. Συνεπώς, η χορηγήσασα τις πιστώσεις τράπεζα είναι και πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, δανείστρια, έχει, άρα, το δικαίωμα να προσβάλει ως καταδολιευτική, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι του νόμου, κάθε απαλλοτρίωση του πελάτη της, έστω και αν έλαβε χώρα πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, αρκεί αυτό να γίνει έως τη συζήτηση της αγωγής. Διάφορη εκδοχή θα κατέληγε στο άτοπο να είναι ελεύθερος ο οφειλέτης, γνωρίζοντας σε δεδομένη στιγμή την παθητική σε βάρος του κατάσταση, που προκύπτει από την αντιπαραβολή των υπολοίπων πίστωσης και χρέωσης, να προβαίνει χωρίς κύρωση και χωρίς τον κίνδυνο διάρρηξης, σε απαλλοτρίωση περιουσιακού του στοιχείου πριν το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού προς βλάβη του δανειστή του. Οφειλέτης, δε, κατά τα ανωτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 847, 848 και 851 ΑΚ είναι και ο εγγυητής και κάθε απαλλοτρίωση που έγινε από αυτόν προς βλάβη του δανειστή του, που είναι ο ίδιος με του πρωτοφειλέτη, εφόσον δεν επαρκεί η υπόλοιπη περιουσία του για την ικανοποίησή του, υπόκειται σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 επ. του ΑΚ (Ολ. ΑΠ 709/1974 ΝοΒ 23.300, ΑΠ 1116/2018, ΕφΠατρ 161/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, απαιτείται: β) απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη, ως τέτοια, δε, νοείται κάθε διαθετική ή εκποιητική δικαιοπραξία καθώς και κάθε άλλη ενέργεια ή παράλειψη ανάλογου χαρακτήρα (ΑΠ 1734/2007, ΕφΛαρ 16/ 2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Απ. Γεωργιάδης – Μιχ. Σταθόπουλος, Ερμηνεία ΑΚ, τόμος 4 εκδ. 1982, σελ. 849). Ως απαλλοτρίωση, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, πρέπει να θεωρηθεί και η, λόγω γονικής παροχής (κατ` άρθρο 1509 ΑΚ), γενομένη, ακόμη και αν η απαλλοτρίωση (διάθεση) αυτή γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης του γονέα προς το τέκνο, επειδή αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νομικών (ΑΠ 1217/2014, 805/2013, 207/2007, ΕφΠειρ 184/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, γ) η απαλλοτρίωση θα πρέπει να γίνεται με πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία πρόθεση θεωρείται ότι υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξης του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται. Η πρόθεση αυτή εξακολουθεί να υφίσταται και όταν άλλος, εις ολόκληρον οφειλέτης, διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση του δανειστή, καθόσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτριώσεως κρίνεται από στοιχεία που συντρέχουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος και δεν επηρεάζεται από την οικονομική κατάσταση των λοιπών συνοφειλετών, όπως άλλωστε συνάγεται και από τη διάταξη του άρθρου 486 ΑΚ (ΕφΛαρ 206/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπροσθέτως, δ) βλάβη των δανειστών, δηλαδή ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε η υπόλοιπη περιουσία να μην αρκεί προς ικανοποίηση των δανειστών. Η αφερεγγυότητα αυτή του οφειλέτη, που είναι ένα από τα στοιχεία της αγωγής, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης των δανειστών, η οποία υπάρχει μόνο όταν ο οφειλέτης είναι κατά το χρόνο αυτό αφερέγγυος και ε) γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, η οποία γνώση τεκμαίρεται όταν ο τρίτος είναι κατά την απαλλοτρίωση σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο βαθμό, ενώ η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται, αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία. Η γονική, δε, παροχή που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 ΑΚ, συνιστά διάθεση από ελευθεριότητα και συνεπώς, η περί αυτής δικαιοπραξία είναι χαριστική, χωρίς να συνάγεται το αντίθετο από το χαρακτηρισμό της στο εδ. α` της τελευταίας διάταξης, ως δωρεάς, ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, αφού αυτό αποσκοπεί στο να αποκλείσει τη δυνατότητα ανάκλησης αυτής, ως προς το μέρος που αυτή δεν αποτελεί δωρεά και όχι να τη χαρακτηρίσει, εξ αντιδιαστολής ως επαχθή δικαιοπραξία (ΑΠ 1567/2008, ΕφΛαρ 206/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μεταξύ των στοιχείων, που πρέπει να περιέχει η αγωγή διάρρηξης για να είναι ορισμένη, περιλαμβάνονται το ποσό της απαίτησης του ενάγοντος δανειστή και η αξία του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαίως ολική, αλλά επέρχεται μόνον κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, αν, δε, το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από την απαίτηση του δανειστή, η διάρρηξη είναι μερική και εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο με την αξία της απαίτησης του δανειστή προς την αξία του απαλλοτριωθέντος (Ολ. ΑΠ 15/2012, ΑΠ 661/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την από 24-2-2012 αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη, εφεσίβλητη τραπεζική εταιρία ιστορούσε ότι μεταξύ αυτής και της (μη διαδίκου) ετερόρρυθμης εταιρίας «………» καταρτίσθηκε η υπ’αριθμ…………./24-5-2002 σύμβαση πίστωσης, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε στην τελευταία για κεφάλαιο κίνησης πίστωση με πιστωτικό όριο το ποσό των 15.000 ευρώ. Ότι το ποσό της ανωτέρω πίστωσης αυξήθηκε κατά 15.000 ευρώ, δυνάμει της υπ’αριθμ. …/20-2-2004 Πρόσθετης Πράξης και κατά το ποσό των 20.000 ευρώ, δυνάμει της υπ’αριθμ. …/28-12-2006 Πρόσθετης Πράξης και έτσι, το συνολικό ποσό της πίστωσης ανήλθε, τελικώς σε 50.000 ευρώ. Ότι η πρώτη εναγόμενη και ήδη, πρώτη εκκαλούσα εγγυήθηκε εγγράφως την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της πιστούχου από την ως άνω σύμβαση και τις πρόσθετες πράξεις, ευθυνόμενη εις ολόκληρον με αυτήν, ως αυτοφειλέτης και παραιτούμενη από την ένσταση διζήσεως. Ότι δυνάμει της μνημονευόμενης σύμβασης εκχώρησης η ενάγουσα και ήδη, εφεσίβλητη μεταβίβασε νομότυπα στη (μη διάδικο) εταιρία ειδικού σκοπού «…………» όλες τις απορρέουσες από την ανωτέρω πιστωτική σύμβαση αλληλόχρεου απαιτήσεις της. Ότι σε εξυπηρέτηση της προμνησθείσας πίστωσης λειτούργησε ο αναφερόμενος λογαριασμός, την κίνηση του οποίου παρέθετε η ενάγουσα στην αγωγή, από την χορήγηση της πίστωσης έως το κλείσιμο αυτού στις 27-11-2009, μετά από καταγγελία της «…………», με χρεωστικό σε βάρος της πιστούχου ετερόρρυθμης εταιρίας υπόλοιπο, ύψους  52.874,19 ευρώ, το οποίο μεταφέρθηκε σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ανερχόταν στο ποσό των 76.440,61 ευρώ. Ότι το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού γνωστοποιήθηκε εγγράφως και στην εγγυήτρια πρώτη εναγόμενη, την 9-12-2009  και ήδη, πρώτη εκκαλούσα, την οποία κάλεσε να εξοφλήσει το χρεωστικό υπόλοιπο, το οποίο ανερχόταν κατά την ημερομηνία του κλεισίματος στο ποσό των 52.874,19 ευρώ,  ενώ σε βάρος της εξεδόθη, στη συνέχεια και της επιδόθηκε η μνημονευόμενη διαταγή πληρωμής. Ότι η εταιρία «………….» προέβη σε αναμεταβίβαση, λόγω πώλησης, προς την ενάγουσα  και ήδη, εφεσίβλητη του συνόλου των απαιτήσεων από την ανωτέρω σύμβαση πίστωσης. Ότι την 6-3-2007 και 26-11-2007, η πρώτη εναγόμενη και ήδη, πρώτη εκκαλούσα, γνωρίζοντας το προρρηθέν χρέος της και ενεργώντας δόλια, για να ματαιώσει την ικανοποίηση της ως άνω απαίτησης από τη σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, με το αναφερόμενο και νομίμως μεταγεγραμμένο συμβόλαιο, μεταβίβασε, με αιτία τη γονική παροχή, προς τη δεύτερη εναγόμενη και ήδη, δεύτερη εκκαλούσα, ενήλικη θυγατέρα της, κατά πλήρη κυριότητα τις δύο λεπτομερώς περιγραφόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες (γραφείο και αποθήκη), αντικειμενικής αξίας, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, 34.483,52 ευρώ και 6.641,25 ευρώ, αντιστοίχως. Ότι κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, η εμφανής περιουσία της πρώτης εναγόμενης και ήδη, πρώτης εκκαλούσας δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της προμνησθείσας απαίτησης της ενάγουσας και ήδη, εφεσίβλητης. Με βάση τα ανωτέρω ιστορούμενα, η ενάγουσα και ήδη, εφεσίβλητη ζητούσε να απαγγελθεί η διάρρηξη της ανωτέρω δικαιοπραξίας (συμβολαίου γονικής παροχής) ως καταδολιευτικής των δικών της συμφερόντων, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενες και ήδη, εκκαλούσες, στη δικαστική της δαπάνη.

Η αγωγή με το προαναφερόμενο περιεχόμενο είναι σαφής και ορισμένη και περιέχει για τη δικαστική εκτίμηση της όλα τα απαιτούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 118 και 216 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 939 επ. του ΑΚ, στοιχεία εγκυρότητας του δικογράφου της, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι στοιχείο της περί διαρρήξεως αγωγής (παυλιανής) είναι να έχει καταστεί η απαίτηση του δανειστή απαιτητή και ληξιπρόθεσμη μέχρι την πρώτη συζήτηση της αγωγής, που, σε περίπτωση απαίτησης από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού επέρχεται με το οριστικό κλείσιμο αυτού, το οποίο στην προκείμενη περίπτωση έλαβε χώρα πριν από την άσκηση της αγωγής και την πρώτη συζήτηση αυτής και συγκεκριμένα, στις 27-11-2009, όταν κοινοποιήθηκε η σχετική, με ίδια ημερομηνία καταγγελία στην πρώτη εναγόμενη και ήδη, πρώτη εκκαλούσα, επιπλέον, δε, στην αγωγή σαφώς εκτίθεται και το ποσό της απαίτησης, αλλά και η αξία των περιουσιακών στοιχείων που απαλλοτριώθηκαν, η οποία, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ανερχόταν στο ποσό των ευρώ, 34.483,52, για το γραφείο και 6.641,25 ευρώ, για την υπό στοιχεία Υ-3 αποθήκη και συνολικά, στο ποσό των 41.124,77 ευρώ, καθώς και ότι η υπολειπόμενη μετά την απαλλοτρίωση περιουσία της πρώτης εναγόμενης-πρώτης εκκαλούσας δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της δανείστριας ενάγουσας και ήδη, πρώτης εφεσίβλητης. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος της κατά το πρώτο σκέλος του οποίου, οι εκκαλούσες υποστηρίζουν την αοριστία της αγωγής και της σ’αυτήν περιεχόμενης απαίτησης.

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής τους, οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διάρρηξης, καθώς κατά τον χρόνο της μεταβίβασης των απαλλοτριωθέντων ακινήτων δεν υφίστατο εκκαθαρισμένη απαίτηση της ενάγουσας, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, αρκεί αυτός που ασκεί την αγωγή διάρρηξης να έχει την ιδιότητα του δανειστή κατά τον χρόνο που ο οφειλέτης επιχειρεί την απαλλοτρίωση, έστω και αν η απαίτηση του τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία ή είναι ανεκκαθάριστη και, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης των αναφερόμενων ακινήτων, η ενάγουσα είχε καταστεί δανείστρια της πρωτοφειλέτριας εταιρείας, καθώς υπήρχε γεγεννημένη απαίτησή της, που, κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής διάρρηξης, οπότε είχε, ήδη, επέλθει και το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού της πίστωσης, είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη. Συνεπώς, ενόψει και του ότι δεν αναφέρεται από τις εκκαλούσες-εναγόμενες, συγκεκριμένα, το ύψος της απαίτησης, που οι ίδιες θεωρούν ως εκκαθαρισμένο, κατά το χρόνο οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού της πίστωσης, ώστε μόνον ως προς το κατ’αυτές εκκαθαρισμένο ποσό της απαίτησης να ζητούν τη μερική διάρρηξη των επίδικων καταδολιευτικών απαλλοτριώσεων, πρέπει και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης, ως μη νόμιμο να απορριφθεί.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού έκρινε, ορθά, την αγωγή, ως επαρκώς ορισμένη (άρθ. 216 παρ.1 ΚΠολΔ) και νόμω βάσιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 939, 941, 942, 943 παρ.1, 1509 και 1192 του ΑΚ, την έκανε δεκτή, ως και κατ’ουσίαν βάσιμη και απήγγειλε τη διάρρηξη των απαλλοτριωτικών δικαιοπραξιών, που έγιναν, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, υπ’αριθμ……/6-3-2007 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Νίκαιας  …………., με το οποίο η πρώτη εναγόμενη και ήδη, πρώτη εκκαλούσα μεταβίβασε με αιτία την γονική παροχή, προς τη δεύτερη εναγόμενη και ήδη, δεύτερη εκκαλούσα, κατά δικαίωμα πλήρους κυριότητας τα περιγραφόμενα στο σκεπτικό της εκκαλουμένης και ευρισκόμενα στον Πειραιά και στο Νέο Φάληρο Αττικής, ακίνητα (οριζόντιες ιδιοκτησίες).

Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται με την κρινόμενη έφεσή τους, οι ηττηθείσες εναγόμενες και ήδη, εκκαλούσες, για λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνει δεκτή η έφεσή τους και να απορριφθεί η σε βάρος τους ασκηθείσα αγωγή.

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος ανταπόδειξης, που δόθηκε νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με  την  εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επαναπροσκομίζουν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα περιστατικά: Με τη με αριθμό …………/24-5-2002 σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………..» και με διακριτικό τίτλο «………» και ήδη μετονομασθείσα σε «……….»-ενάγουσα και ήδη, εφεσίβλητη- χορήγησε στη (μη διάδικο) ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «………..» και με διακριτικό τίτλο «……….» πίστωση έως του ποσού των 15.000 ευρώ, το οποίο αυξήθηκε δυνάμει των υπ’ αριθμ. ../20-2-2004 και ../28-12-2006 Πρόσθετων Πράξεων και ανήλθε στο ποσό των 50.000 ευρώ, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της σύμβασης. Η πρώτη εναγόμενη και ήδη, πρώτη εκκαλούσα, ……. εγγυήθηκε εγγράφως την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της ως άνω πιστούχου τόσο από τη σύμβαση πίστωσης, όσο και από τις πρόσθετες πράξεις, ευθυνόμενη εις ολόκληρον με αυτήν ως αυτοφειλετης και παραιτούμενη από την ένσταση διζήσεως (συνεγγυητής υπήρξε και ο μη διάδικος, ………, σύζυγος της πρώτης εκκαλούσας).Με την υπ’ αριθμ. πρωτ. ………/6-11-2006 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, νομίμως καταχωρηθείσα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τ. 3, α/α 186), η οποία συνήφθη μεταξύ της εφεσίβλητης και της (μη διαδίκου) εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», μεταβιβάσθηκε στην τελευταία η απορρέουσα από την ανωτέρω σύμβαση πίστωσης (και τις πρόσθετες πράξεις) απαίτηση, πλην του δικαιώματος τροποποίησης του εγκεκριμένου πιστωτικού ορίου αυτής, το οποίο ασκήθηκε από την εφεσίβλητη με την ως άνω αναφερομένη από 28-12-2006 δεύτερη πρόσθετη πράξη. Προσέτι δε, με την υπ’ αρ. πρωτ. ……./6-11-2006 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, νομίμως καταχωρηθείσα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τ. …, α/α …), η ενάγουσα ανέλαβε για λογαριασμό της εταιρίας «……….» την τήρηση των πάσης φύσεως στοιχείων καθώς και τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν. Προς εξυπηρέτηση μάλιστα της προμνησθείσας-πίστωσης ανοίχθηκε ο υπ’ αριθμ…….. λογαριασμός, του οποίου έκανε χρήση η πιστούχος ετερόρρυθμη εταιρία. Την 27-11-2009 ο ως άνω λογαριασμός εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος της πιστούχου, ποσού 52.874,19 ευρώ και η εταιρία «………….» (νομίμως εκπροσωπούμενη στην Ελλάδα από την εφεσίβλητη, ως διαχειρίστρια της ως άνω εκχωρηθείσας τιτλοποιημένης απαίτησης) προέβη στην καταγγελία της εν λόγω σύμβασης και στο οριστικό κλείσιμο του τηρηθέντος λογαριασμού, το δε χρεωστικό υπόλοιπο μεταφέρθηκε στον υπ’ αριθμ. ……… λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Τα ανωτέρω γνωστοποίησε η εταιρία «…….» στην πρώτη εκκαλούσα-εγγυήτρια, με την από 27-11-2009 εξώδικη καταγγελία της, νομίμως επιδοθείσα σε αυτήν (καθώς και στην πιστούχο και στον έτερο εγγυητή) στις 9-12-2009. Στη συνέχεια, κατόπιν της  άσκησης εκ μέρους της εταιρίας  «…………» της από 18-2-2010 αίτησης, εκδόθηκε σε βάρος της πιστούχου και των δύο εγγυητών, μεταξύ των οποίων η πρώτη εκκαλούσα, η υπ’ αριθμ. ………/1-4-2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η πιστούχος και οι δύο εγγυητές, διετάχθησαν να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 52.874,19 ευρώ, εντόκως από 27-2-2009 με το συμβατικό επιτόκιο και από 27-11-2009 με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας μέχρις εξοφλήσεως, των τόκων τούτων κεφαλαιοποιούμενων και ανατοκιζομένων έκτοτε ανά εξάμηνο. Η ως άνω διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στις 9-4-2010 στους ως άνω ενεχόμενους με την παρά πόδας από 6-4-2010 επιταγή προς πληρωμή (βλ. προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη, με αριθμ. …΄ και ….. εκθέσεις επίδοσης προς τις εκκαλούσες, πιστούχο και εγγυήτρια). Με την ως άνω, από 6-4-2010 επιταγή προς πληρωμή, οι ενεχόμενοι από τη σύμβαση πίστωσης και τις πρόσθετες αυτής πράξεις, επιτάσσονταν να καταβάλουν στην ως άνω εταιρία ειδικού σκοπού και εις ολόκληρον  έκαστος, 1)για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των 52.874,19 ευρώ, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο από 27-2-2009 και από 27-11-2009 με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, μέχρις εξοφλήσεως, των τόκων τούτων, κεφαλαιοποιουμένων και ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο, 2) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 1.350 ευρώ και 3) για λήψη απογράφου, αντιγράφου, σύνταξη της από 6-4-2010 επιταγής προς πληρωμής, παραγγελία προς επίδοση και επίδοση αυτής το ποσό των 150 ευρώ, δηλαδή, συνολικά, το ποσό των 54.374,19 ευρώ και μάλιστα, νομιμοτόκως, του μεν κεφαλαίου κατά τα ως άνω αναφερόμενα, των, δε, λοιπών κονδυλίων από την επίδοση του αντιγράφου του α΄απογράφου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, χωρίς ωστόσο, οι ως άνω ενεχόμενοι εκ της σύμβασης πίστωσης, ούτε, τότε, να καταβάλουν στην αιτούσα-δανείστρια, ουδέν ποσό. Με την υπ’ αριθμ. …../21-11-2011 σύμβαση, η οποία καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τ. ., α/α ..), η εταιρία «…………» προέβη στην επανεκχώρηση και αναμεταβίβαση λόγω πώλησης προς την εφεσίβλητη του συνόλου των απαιτήσεων του χαρτοφυλακίου δανείων και πιστώσεων που της ανήκαν, σύμφωνα με τους όρους της από 6-11-2006 σύμβασης μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων και συνεπώς, η εφεσίβλητη, ως ειδική διάδοχος απέκτησε τις ανωτέρω επιχειρηματικές απαιτήσεις από τη σύμβαση πίστωσης ελεύθερες του νομίμου ενεχύρου  του άρθρου 10 παρ. 18 του ν. 3156/2003, ενώ, με την υπ’ αριθμ. …/21-11-2011 σύμβαση, που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τ. .., α/α …), λύθηκε και η ως άνω 6-11-2006 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων.

Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι την 6-3-2007, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …../6-3-2007 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Νίκαιας, ………., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τ. …, α/α ….), η πρώτη εκκαλούσα μεταβίβασε, με αιτία τη γονική παροχή, προς την ενήλικη θυγατέρα της, …….. (δεύτερη εκκαλούσα) και κατά δικαίωμα πλήρους κυριότητας τα κάτωθι ακίνητα (οριζόντιες ιδιοκτησίες), ήτοι Α) το υπ’ αριθμ. ένα (1) γραφείο του έκτου (ΣΤ) σε τρίτη εσοχή ορόφου, το οποίο ευρίσκεται επί ενός ακινήτου (Μεγάρου επτά ορόφων), στην περιφέρεια του Δήμου Πειραιά, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλεως και επί της διασταυρώσεως των οδών …… με αριθμό … και …. με αριθμούς …. και …., έχει επιφάνεια 27,03 τ.μ., ποσοστό εξ αδιαιρέτου στο όλο οικόπεδο 9,40/000, εμφαίνεται με τον αριθμό αυτό στο υπαριθμ. 7 σχεδιάγραμμα του μηχανικού I…. και συνορεύει βόρεια με κλιμακοστάσιο, νότια με οδό …….., δυτικά με ιδιοκτησία .. και … και ανατολικά με το υπ’ αριθμ. 2 γραφείο και Β) την υπό στοιχεία ΥΨΙΛΟΝ ΤΡΙΑ (Υ-3) αποθήκη του υπογείου πολυκατοικίας, η οποία ευρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Πειραιά, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλεως, στη θέση “Νέο Φάληρο” και επί της οδού …… (πρώην ……..) με αριθμούς .-…, αποτελείται από δύο χώρους και WC, έχει επιφάνεια 55 τ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 49/000, εμφαίνεται στο από μηνός Απριλίου 1986 σχεδιάγραμμα κάτοψης υπογείου και στον από μηνός Ιουνίου 1986 πίνακα κατανομής ποσοστών του πολιτικού μηχανικού …………. και συνορεύει βόρεια με εξώστες στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και πέραν από αυτούς με βόρειο όριο οικοπέδου, νότια με κεντρικό κλιμακοστάσιο, κοινόχρηστο διάδρομο ορόφου και αποθήκη Υ-6, ανατολικά με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου, όπου έχει εξώστες και κεντρικό κλιμακοστάσιο μερικώς και δυτικά με Υ-2 αποθήκη ίδιου ορόφου. Συνακόλουθα, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εκκαλούσα, την 6-3-2007, προέβη σε απαλλοτριωτική πράξη, ήτοι σε διάθεση δικαιώματος περιουσιακής φύσης, με τη μεταβίβαση του δικαιώματος κυριότητάς της στα ανωτέρω ακίνητα προς τη δεύτερη εφεσίβλητη. Κατά το χρόνο επιχείρησης της ως άνω απαλλοτριωτικής πράξης -ως τέτοιος δε, επί μεταβιβάσεως ακινήτου, νοείται ο χρόνος της κατάρτισης της δικαιοπραξίας και όχι της μεταγραφής της (βλ. ΕφΘεσ 1689/1979 ΝοΒ 29. 132, ΠΠρΘεσ 111/1991 Αρμ 45. 239), υφίστατο σε βάρος της πρώτης εκκαλούσας-εγγυήτριας απαιτητή και ληξιπρόθεσμη απαίτηση της εφεσίβλητης, απορρέουσα από την προαναφερόμενη σύμβαση πίστωσης, με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, ήτοι, η εφεσίβλητη είχε αποκτήσει την ιδιότητα της δανείστριας, ενόψει και του ότι το οριστικό κλείσιμο του ως άνω λογαριασμού συντελέσθηκε την 27-11-2009 και πάντως έως τη συζήτηση (την 6-5-2015) της αγωγής (βλ. ΑΠ 1/2002 σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1256/2000 ΕλλΔνη 2000. 1475, ΕφΠειρ 9/2001 ΔΕΕ 2001. 505, ΕφΑθ 582/2000 ΔΕΕ 2000. 878). Κατά το χρόνο, δε, που διενεργήθηκαν οι ανωτέρω μεταβιβάσεις (6-3-2007), η πρώτη εναγόμενη γνώριζε την σε βάρος της απαίτηση της εφεσίβλητης, καθόσον είχε ήδη συμβληθεί από το έτος 2002, ως εγγυήτρια στην ανωτέρω σύμβαση πίστωσης. Εντούτοις, η πρώτη εκκαλούσα προέβη στη χαριστική αυτή δικαιοπραξία (γονική παροχή) προς τη θυγατέρα της -η οποία, όμως (γονική παροχή), ως εκδήλωση ηθικού καθήκοντος και όχι νομικής υποχρέωσης των γονέων προς τα τέκνα, έπεται των τυχόν ενοχικών υποχρεώσεων του παρέχοντος γονέα και υπόκειται σε διάρρηξη (ΑΠ 818/1998 ΕλλΔνη 40. 125), με σκοπό βλάβης της δανείστριας εφεσίβλητης, ήτοι, έχοντας τουλάχιστον ενδεχόμενο δόλο, συνιστάμενο στη γνώση της πιθανής πρόκλησης αφερεγγυότητας λόγω των απαλλοτριωτικών μεταβιβάσεων και δη, σε βαθμό που να καθίστατο αδύνατη η ικανοποίηση της δανείστριας, και αποδοχής της πιθανότητας αυτής (βλ. ΑΠ 1230/2008 σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1798/2007, ΕφΠειρ 934/2002 ΠειρΝομ 2003. 77), απορριπτομένου, ως αβάσιμου, του δεύτερου λόγου της έφεσης των εκκαλουσών, σύμφωνα με τον οποίο, αφ’ενός, μεν, η γονική παροχή δεν συνιστά χαριστική αιτία, αφ’ετέρου, δε, υπήρχαν σοβαροί λόγοι για τους οποίους έλαβε χώρα, ενόψει του ότι ως απαλλοτρίωση κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 939, 941 κι 949ΑΚ, πρέπει να θεωρηθεί και η λόγω γονικής παροχής (κατ’ άρθρ.1509ΑΚ) γενομένη, διότι το γεγονός ότι η απαλλοτρίωση(διάθεση) αυτή γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης του γονέα προς το τέκνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νομικών (ΑΠ 1796/2006). Περαιτέρω, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, πρόκειται για μεταβιβάσεις από χαριστική αιτία, δεν απαιτείται στο πρόσωπο της τρίτης υπέρ’ ης οι απαλλοτριωτικές πράξεις (2ης εκκαλούσας) το στοιχείο της θετικής γνώσης των απαλλοτριώσεων, της βλάβης της δανείστριας και του δόλου της οφειλέτιδος (βλ. ΑΠ 1796/2006 Αρμ. 2007. 723, ΑΠ 207/2007 ΔΕΕ 2007. 1223). Κατά το χρόνο, άλλωστε, άσκησης της αγωγής της ενάγουσας και ήδη, εφεσίβλητης, η υπολειπόμενη, μετά τις γενόμενες την 6-3-2007 απαλλοτριώσεις, εμφανής περιουσία της πρώτης εκκαλούσας δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της δανείστριας-εφεσίβλητης, καθόσον την 26-11-2007 με το υπ’ αριθμ. …../26-11-2007 συμβόλαιο γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου ………… (νομίμως καταχωρηθέν στα Κτηματολογικά Βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας, με αριθμ. καταχ. …/14-12-2007), η πρώτη εκκαλούσα μεταβίβασε προς τη δεύτερη και την υπόλοιπη εμφανή περιουσία της, ήτοι, το Α-1 διαμέρισμα, με ΚΑΕΚ ……… και την Υ-1 αποθήκη, με ΚΑΕΚ ………., που ευρίσκονται επί οικοδομής στον Κορυδαλλό Αττικής, επί της οδού … με αριθμό ….. Η ανεπάρκεια, άλλωστε, της περιουσίας της πρώτης εκκαλούσας, αφ’ενός συνδέεται αιτιωδώς με τις ως άνω απαλλοτριωτικές πράξεις, αφ’ετέρου καλύπτεται από την καταδολιευτική ως άνω πρόθεσή της (βλ. ΑΠ 1189/2003 ΕλλΔνη 2004. 461, ΠΠρΘεσ 7423/1998 Αρμ. 1998. 431), καθόσον, κατά την άσκηση της αγωγής, η αντικειμενική αξία της απαλλοτριωθείσας περιουσίας της (ήτοι των μεταβιβασθέντων ως άνω ακινήτων) ανερχόταν στο ποσό των 34.483,52 ευρώ και 6.641,25 ευρώ, αντιστοίχως (ήτοι συνολικά στο ποσό των 41.124,77 ευρώ), το οποίο υπολείπεται της απαίτησης της εφεσίβλητης, η οποία ανερχόταν στο ποσό των 52.874,19 ευρώ.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως «δικαίωμα» νοείται αυτό που απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, θεωρείται, δε, ότι ασκείται καταχρηστικώς και όταν συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 7/2002 ΝΟΜΟΣ). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική ή όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από την σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 828/2018, ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 1472/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΑΠ 385/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 381/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση οι εκκαλούσες επαναφέρουν με την έφεσή τους την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, που είχαν προβάλει στον πρώτο βαθμό, στην οποία είχαν ισχυρισθεί ότι η ενάγουσα και ήδη, εφεσίβλητη άσκησε την αγωγή της καταχρηστικά, για τον λόγο ότι α) η απαίτηση της δεν είναι εκκαθαρισμένη, καθώς ενσωματώθηκαν  καταχρηστικοί όροι συναλλαγών, όπως  ο γενικός όρος ότι οι τόκοι θα υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, β) ουδέποτε έγινε σαφής μνεία και υπόδειξη στην πρώτη απ’αυτές  κατά την υπογραφή της αρχικής σύμβασης και των πρόσθετων πράξεων και ουδείς  των γενικών όρων διαφυλάσσει τα οικονομικά της συμφέροντα έναντι της εφεσίβλητης τράπεζας, γ) η εφεσίβλητη προέβη στην άσκηση της αγωγής της εντός πενταετίας από την μεταβίβαση των επίδικων ακινήτων, λίγες ημέρες πριν τη συμπλήρωση της πενταετούς παραγραφής και δίχως να έχει εξοπλιστεί με τελεσίδικο εκτελεστό τίτλο.

Τα ανωτέρω όμως περιστατικά, που παραθέτουν οι εκκαλούσες δεν  συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος, αφού αφ’ενός, μεν, η συμπεριφορά της εφεσίβλητης δεν παρίσταται αντιφατική με προηγούμενη, η αδράνεια αυτής που αναφέρεται χρονικά δεν είναι μεγάλη, καθώς έλαβε χώρα εντός του χρόνου παραγραφής της απαίτησής της, ούτε η ενάγουσα κωλύεται για τη διαχείριση της περιουσίας της, να προβεί στην ικανοποίηση της απαίτησής της με όποιο τρόπο κρίνει σκοπιμότερο, ενόψει και του ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής που δεν έχει καταστεί τελεσίδικη δεν καθιστά άκαιρη την άσκηση της παυλιανής αγωγής. Ομοίως, δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος οι ισχυρισμοί ότι  η απαίτηση της εφεσίβλητης δεν είναι εκκαθαρισμένη, καθώς ενσωματώθηκαν  καταχρηστικοί όροι, όπως ο γενικός όρος ότι οι τόκοι θα υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών και ότι ουδέποτε έγινε σαφής μνεία και υπόδειξη στην πρώτη απ’αυτές  κατά την υπογραφή της αρχικής σύμβασης και των πρόσθετων πράξεων και ουδείς  των γενικών όρων διαφυλάσσει τα οικονομικά της συμφέροντα έναντι της εφεσίβλητης τράπεζας, αφού οι εκκαλούσες, με τον όρο του υπολογισμού τόκων, με βάση έτος 360 αντί 365 ημερών, αμφισβητούν αόριστα την απαίτηση της εφεσίβλητης, χωρίς να  προσδιορίζουν το ποσό κατά το οποίο, υπολογίστηκε εσφαλμένα η απαίτηση της εφεσίβλητης, ισχυρισμός, που, σε κάθε περίπτωση, εντάσσεται στις ενστάσεις αυτών από τη βασική σχέση (ΕισΝΑΚ 112), επιπλέον, δε, δεν ισχυρίζονται οι εκκαλούσες ότι υπήρχε υποχρέωση ενημέρωσης και παροχή συμβουλών από την εφεσίβλητη τράπεζα, καθώς ήταν πρόδηλο ότι η πρώτη απ’αυτές, εγγυήτρια στην επίμαχη πιστωτική σύμβαση και τις πρόσθετες αυτής πράξεις δεν αντιλαμβανόταν τους κινδύνους από τη σκοπούμενη συναλλαγή ή ότι η εφεσίβλητη τράπεζα  γνώριζε ορισμένα γεγονότα, που αν γνώριζε η πρώτη εκκαλούσα, πελάτης της, πιθανότατα δεν θα προέβαινε στη σύναψή της(βλ.ΕφΑιγ86/2017 ΝΟΜΟΣ, Ψυχομάνης, Τραπεζικό δίκαιο, Δίκαιο τραπεζικών συμβασεων, Γεν. Μέρος, σελ.31επ., Ανδρέα-Νικολάου Κουκούλη, «Οι καταχρηστικοί ΓΟΣ στις τραπεζικές συμβάσεις», σελ.32), κατόπιν, δε, τούτων, λαμβανομένου υπόψιν και του ότι η πρώτη εφεσίβλητη, στην οποία επιδόθηκε, την 9-4-2010, η κατά τα ανωτέρω εκδοθείσα διαταγή πληρωμής με την παρά πόδας, από 6-4-2010 επιταγή προς πληρωμή, δεν άσκησε οιαδήποτε ανακοπή εκ των άρθρων 632 παρ.1 και 933 του ΚΠολΔ, για να αμυνθεί έναντι των επικαλούμενων ως καταχρηστικών γενικών όρων συναλλαγών, δεν αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά της εφεσίβλητης-ενάγουσας υπερέβη προφανώς τα όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, ούτε ότι η άσκηση του δικαιώματος της συνεπάγεται συγκεκριμένες επαχθείς για τις εκκαλούσες -εναγόμενες συνέπειες (ΟλΑΠ 1/1997 ΕλλΔνη 38. 1755, ΑΠ 863/2007 σε ΝΟΜΟΣ).

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, ως προς την απόρριψη των υποβληθέντων ενστάσεων, έκανε δεκτή την αγωγή, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη και απήγγειλε τη διάρρηξη της απαλλοτριωτικής μεταβίβασης των αναφερόμενων ακινήτων, που έγινε δυνάμει του υπ’αριθμ……../6-3-2007 νομίμως μεταγραφέντος συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Νίκαιας, ………….., δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου συναφείς λόγοι της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι. Συνεπώς, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα πρέπει, αφού αντικατασταθεί, κατ’άρθρ.534 ΚΠολΔ, η αιτιολογία της εκκαλούμενης απόφασης, να απορριφθεί η έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να  επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος των εκκαλουσών, λόγω της ήττας τους στην παρούσα δίκη (άρθρ. 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ)  και να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ, που κατατέθηκαν.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 30-9-2015 και με αριθμ.έκθ.κατάθ…../2015 έφεση κατά της υπ’αριθμ. 2895/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων, που κατατέθηκαν,  στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλουσών τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε εξακόσια ευρώ (600 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 15η Ιανουαρίου 2021  και δημοσιεύθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ