Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 124/2021

Αριθμός  124/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα K.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Κατά τη διάταξη του άρθρου 226§4 εδ. β΄ και γ΄ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται κατ’ άρθρο 498§2 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ και στην κατ’ έφεση δίκη, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε (ΕφΠειρ 332/2015 Δημ. Νόμος). Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για την μετ’ αναβολή δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και, επομένως, δεν χρειάζεται νέα κλήτευση του διαδίκου, όταν ο απολειπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση ή είχε παραστεί νομίμως κατά τη δικάσιμο αυτή (ΑΠ 92/2017 δημ. Νόμος, ΑΠ 242/2015, ΑΠ 546/2015, ΑΠ …/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, από τις με αριθμ. …./28-4-2015, …΄/27-5-2015 και …΄/8-5-2015 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών …….. του Πρωτοδικείου Καρδίτσας και ……… και …….. του Πρωτοδικείου Αθηνών αντίστοιχα, που προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση οι εκκαλούντες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση από 29 Οκτωβρίου 2014 έφεσης, με σχετική πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 3ης Δεκεμβρίου 2015, οπότε αναβλήθηκε η συζήτηση για τη δικάσιμο της 12ης Μαΐου 2016, στη συνέχεια αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 18ης Μαΐου 2017 και τελικά αναβλήθηκε η συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους πρώτο, τέταρτη και πέμπτο των εφεσιβλήτων αντίστοιχα (άρθρα 128§§1, 4 και 136§2 ΚΠολΔ). Αυτοί, ωστόσο, δεν εμφανίστηκαν στην τελευταία αυτή δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, συνεπώς, πρέπει να δικαστούν ερήμην, χωρίς ν’ απαιτείται νέα κλήτευσή τους, καθώς η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή (άρθρο 226§4 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΑΠ 165/2019 δημ. Νόμος). Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 524§4 εδ. α΄ ΚΠολΔ), χωρίς να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύονται από τους λοιπούς παρισταμένους αναγκαίους ομοδίκους τους, καθώς, σε δίκη διανομής κοινού πράγματος, οπότε η σχετική αγωγή έχει διπλό χαρακτήρα, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 798 και 799 Α.Κ., 480§3, 481 αριθ. 2, 483 και 489 ΚΠολΔ και η θέση κάθε κοινωνού ως ενάγοντος ή εναγομένου είναι συμπτωματική, εξαρτώμενη από το ποιος είχε την πρωτοβουλία να ασκήσει την αγωγή, κάθε δε κοινωνός είναι συγχρόνως ομόδικος και αντίδικος των υπόλοιπων συγκοινωνών (ΟλΑΠ 321/1983), δεν έχει εφαρμογή ο κανόνας της αντιπροσώπευσης του απόντος κοινωνού διαδίκου από τους παρόντες συγκοινωνούς, αναγκαίους ομοδίκους του (βλ. σχετ. ΑΠ 319/2012, ΑΠ 149/2012δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 451/2018 δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 517 του ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξάλλου, με την παράγραφο 1 του άρθρου 76 του ίδιου κώδικα, ορίζονται οι περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας, με την παράγραφο δε 4 του ίδιου άρθρου 76 ΚΠολΔ ορίζεται ότι η άσκηση των ένδικων μέσων από κάποιον από τους στην παράγραφο 1 ομοδίκους επάγεται αποτελέσματα και για τους λοιπούς, αυτό δε υπό την έννοια ότι, αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος άσκησε ένδικο μέσο, θεωρούνται εκ του νόμου ότι άσκησαν αυτό και οι ομόδικοι εκείνου, μολονότι αυτοί δεν το άσκησαν. Συνεπώς, δεν απαιτείται, από το νόμο, η έφεση, που ασκείται από κάποιον από τους αναγκαίους ομοδίκους να απευθύνεται, με ποινή το απαράδεκτο, και κατά των ίδιων των ομοδίκων, αφού σε αντίθετη περίπτωση, ο αναγκαστικός ομόδικος του εκκαλούντος θα εμφανιζόταν να έχει ταυτόχρονα την ιδιότητα του εφεσιβλήτου και του εκκαλούντος, πράγμα που είναι λογικά και νομικά απαράδεκτο (ΟλΑΠ 63/1981, ΑΠ 1822/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 617/2014 Δημ. Νόμος). Εντούτοις, ειδικά επί αναγκαστικής ομοδικίας, που υπάρχει σε δίκη δικαστικής διανομής, δεν είναι δυνατόν να ισχύσουν τα προεκτιθέμενα γιατί, κατ’ άρθρο 478 ΚΠολΔικ, είναι αναγκαία η εναγωγή όλων των κοινωνών (ΑΠ 1822/2017 ό.π., ΑΠ 319/2012 δημ. Νόμος, ΑΠ 617/2014 ό.π.). Ειδικότερα, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 798 ΑΚ, 479, 480§3, 481§2, 482§1, 483 και 489 ΚΠολΔ, η αγωγή περί διανομής δεν είναι μόνο διαπλαστική, επειδή διώκεται η διάπλαση νέας έννομης σχέσης για κάθε κοινωνό με τη λύση της κοινωνίας, αλλά είναι και διπλού χαρακτήρα, με την έννοια ότι δημιουργεί δίκη, στην οποία, εκ προοιμίου και ανεξάρτητα από την εξέλιξή της στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ενάγων είναι συνάμα και εναγόμενος, όπως και κάθε εναγόμενος ή κυρίως παρεμβαίνων είναι, συγχρόνως, αντίδικος των λοιπών διαδίκων, αφού υφίσταται η δυνατότητα σε οποιονδήποτε από τους αντιδίκους του ενάγοντος να υποβάλει αίτηση (που δεν έχει το χαρακτήρα ανταγωγής, ώστε να πρέπει να εφαρμοσθούν τα οριζόμενα στο άρθρο 268§2 Κ.ΠολΔ), με βάση πραγματικό διάφορο εκείνου της αγωγής ως προς το επίκοινο δικαίωμα και τη διάπλαση αυτού και, σε περίπτωση παραδοχής της αίτησης αυτής, να αποβεί η δίκη εις βάρος των λοιπών, όχι με την απόρριψη της αγωγής, αλλά με τη διάπλαση της έννομης σχέσης κατά τρόπο διάφορο εκείνου, που επιδιώχθηκε με την αγωγή και, συνεπώς, να καταλήξει η δίκη εις βάρος του ενάγοντος ή των εναγόντων και κάποιου από τους αντιδίκους του, οι οποίοι, κατά τούτο, είναι αντίδικοι προς αλλήλους, δεσμευόμενοι από τη διαπλαστική ενέργεια της απόφασης, που με τον τρόπο αυτό εκδίδεται. Ακολούθως, η δίκη περί διανομής, που έχει αρχίσει, είναι, επίσης, διπλή σε όλη την πορεία της και επομένως και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Το ότι κάποιος ή περισσότεροι από τους κοινωνούς, ως επιτιθέμενοι ή αμυνόμενοι, βρίσκονται στην αντίστοιχη δικονομική θέση, κατά την έναρξη του δικαστικού αγώνα, σε κάθε στάδιο αυτού, είναι τελείως συμπτωματικό, γιατί καθένας από αυτούς, ανεξάρτητα από την ανωτέρω θέση του, μπορεί να έχει αντίθετα συμφέροντα ως προς τον άλλον, όπως προαναφέρθηκε, και προβάλλοντας αυτά να είναι ουσιαστικός αντίδικος του άλλου (ΟλΑΠ 32/1983, ΑΠ 1822/2017 ό.π., ΑΠ 617/2014 ό.π.). Επομένως, σε δίκη περί διανομής, ο εναγόμενος, ασκώντας έφεση πρέπει με ποινή απαραδέκτου να απευθύνει αυτήν και κατά του στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας αναγκαίου ομοδίκου του (συνεναγομένου), σύμφωνα προς το άρθρο 517 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, διότι στην ειδική αυτή περίπτωση η παράγραφος 4 του άρθρου 76 του ίδιου κώδικα, κατά την οποία “η άσκηση ένδικων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους του έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους”, δεν εφαρμόζεται. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι λογίζεται από το νόμο ως αντιπροσωπευόμενος στην άσκηση της έφεσης από τον εκκαλούντα ο αναγκαίος ομόδικός του, στο μέτρο που έχει αντίθετα συμφέροντα προς αυτόν και, λόγω του διπλού χαρακτήρα της δίκης αυτής, έχει ουσιαστικά και την ιδιότητα του αντιδίκου (ΟλΑΠ 321/1983, ΑΠ 617/2014 ό.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ήδη εκκαλούντες άσκησαν εναντίον των ήδη εφεσιβλήτων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, την από 20 Δεκεμβρίου 2010 και με αριθμ. κατάθ. …./2011 αγωγή τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αριθμ. 6756/24-12-2013 οριστική απόφασή του, δικάζοντας την υπό κρίση αγωγή ερήμην του πρώτου και πέμπτου των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων και κατ’ αντιμωλία των λοιπών, κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης οι ενάγοντες άσκησαν παραδεκτά την κρινόμενη από 29 Οκτωβρίου 2014 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. καταθ. …./20-3-2015, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γεν. αριθμ. καταθ. …/20-3-2015 και ειδ. αριθμ. καταθ. …/20-3-2015, την οποία έστρεψαν εναντίον όλων των εναγομένων, ενώ η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε από τους ενάγοντες –  εκκαλούντες στον πρώτο εναγόμενο στις 24 Φεβρουαρίου 2015, στον πληρεξούσιο δικηγόρο και νόμιμο αντίκλητο του δεύτερου και του τρίτου εναγόμενου στις 8 Μαΐου 2015, στην τέταρτη εναγόμενη στις 27 Μαΐου 2015 και στον πέμπτο εναγόμενο στις 5 Μαρτίου 2015 (βλ. σχετικά τις με αριθμ. …/24-2-2015, …΄/8-5-2015,….΄/27-5-2015 και …΄/5-3-2015 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών των Πρωτοδικείων Καρδίτσας ……η πρώτη και Αθηνών ……… οι λοιπές, η τελευταία των οποίων συνοδεύεται από τις από 6 Μαρτίου 2015 απόδειξη παραλαβής εγγράφου από τον αξιωματικό υπηρεσίας του Α.Τ. Εξαρχείων και βεβαίωση κατάθεσης συστημένου) και, όπως φαίνεται από τα προαναφερθέντα, από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης μέχρι την κατάθεση της κρινόμενης έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν παρήλθε τριετία (άρθρα 495§§1 και2, 499, 511, 513§1β΄, 516§1, 517, 518§2, όπως η τελευταία διάταξη ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-, 520, 522, 524§§1 και 2 και 533§1 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 δημ. Νόμος). Κατόπιν, σύμφωνα με τα παραπάνω, εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο παράβολο ύψους διακοσίων (200)ευρώ (βλ. άρθρο 495§3 Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015-), πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυ­πικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 1021 εδάφιο β΄ του ΚΠολΔ, όταν, σύμφωνα με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ή με συμφωνία των μερών, γίνεται εκούσιος πλειστηριασμός εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 954§4, 955§1, 960§2, 965, 966, 967, 969§1, 999, 1001§1, 1002, 1003§§1,2 και 4, 1004, 1005§§1 και 2 και 1010 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη άρθρου 484§2 του ίδιου κώδικα, η οποία είναι ειδικότερη από εκείνη του άρθρου 1021 ΚΠολΔ, η διαδικασία του πλειστηριασμού, ο οποίος διατάσσεται από το δικαστήριο, όταν η κατά τα άρθρα 480 και 480Α ΚΠολΔ αυτούσια διανομή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη, αρχίζει με την περιγραφή των επικοίνων κατά το άρθρο 954 ΚΠολΔ και διεξάγεται, όπως ορίζουν τα άρθρα 959 επ. ΚΠολΔ. Οι προθεσμίες του άρθρου 960§§1 και 2 αρχίζουν από την κατάρτιση της έκθεσης περιγραφής, στην οποία περιγράφονται το όνομα, το επώνυμο, το επάγγελμα και η κατοικία όλων των κοινωνών. Με την καταβολή του πλειστηριάσματος επέρχεται απόσβεση της υποθήκης ή του ενεχύρου που υπάρχει στα πράγματα, τα οποία εκπλειστηριάστηκαν. Ο εκούσιος πλειστηριασμός, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ΚΠολΔ, συνιστά, ως έννομη σχέση, πώληση του ιδιωτικού δικαίου, η οποία ενεργείται με τις εγγυήσεις και τη δημοσιότητα της δημόσιας αρχής για την επίτευξη του κατά το δυνατό μεγαλύτερου τιμήματος και δεν αποτελεί μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων των δανειστών, ούτε υφίσταται το στοιχείο της αντιδικίας μεταξύ των ενδιαφερομένων, αλλά με αυτόν επιδιώκεται η διασφάλιση ορισμένων συμφερόντων και κατά κανόνα του συμφέροντος του κυρίου του πράγματος. Ειδικότερα, το άρθρο 1021 ΚΠολΔ απαριθμεί ορισμένες από τις διατάξεις του κώδικα αυτού, οι οποίες εφαρμόζονται “αναλόγως” στον εκούσιο πλειστηριασμό και στις τρεις περιπτώσεις (είτε αυτός γίνεται με διάταξη νόμου είτε με δικαστική απόφαση είτε με συμφωνία των μερών). Δηλαδή, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται κατά τρόπο, ώστε να επέρχεται το επιδιωκόμενο έννομο αποτέλεσμα με κατάλληλη προσαρμογή των καθοριζόμενων από αυτές όρων και προϋποθέσεων στα πραγματικά δεδομένα καθεμιάς από τις πιο πάνω περιπτώσεις. Η διαδικασία του κατ’ άρθρο 1021 ΚΠολΔ εκούσιου πλειστηριασμού, επομένως, και του πλειστηριασμού, που διατάσσεται με δικαστική απόφαση, λόγω του ανέφικτου ή ασύμφορου της αυτούσιας διανομής, ρυθμίζεται πρωτίστως από το άρθρο 484§2 και περαιτέρω από τις διατάξεις για τον αναγκαστικό πλειστηριασμό του ΚΠολΔ, όπου παραπέμπει το άρθρο 1021 ΚΠολΔ ή απαιτείται για τη συμπλήρωση των εμφανιζόμενων κενών.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή τους, οι ενάγοντες, κατ’ ορθή εκτίμηση, εκθέτουν ότι οι ίδιοι και οι εναγόμενοι είναι εξ αδιαιρέτου συγκύριοι του, λεπτομερώς περιγραφόμενου κατά θέση, έκταση και όρια, ακινήτου, που αποτελείται από δυο όμορα ακίνητα, το ένα, εμβαδού 40.118,18 τμ, εντός του ρυμοτομικού σχεδίου του οικισμού …… του δήμου Κυθήρων και το άλλο, εμβαδού 83.381,82 τμ, εκτός του ρυμοτομικού σχεδίου, συνολικής αξίας 750.000 ευρώ, τα οποία περιήλθαν σε κάθε διάδικο, κατά τον αναλυτικά αναφερόμενο στην αγωγή παράγωγο τρόπο κατά τα αναφερόμενα σ’ αυτή (αγωγή) ιδανικά μερίδια, τα οποία εκφράζονται σε αναλογία της αντιστοιχούσας σ’ αυτά (ιδανικά μερίδια) επιφάνειας σε σχέση με το συνολικό εμβαδόν της όλης έκτασης, όπως αυτή είχε υπολογισθεί κατά το χρόνο της απόκτησης του δικαιώματος του κάθε συγκυρίου. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούν, λόγω άρνησης των εναγομένων να συναινέσουν στην εξώδικη διανομή του κοινού ακινήτου, να διαταχθεί η αυτούσια διανομή αυτού κατ’ αναλογία της συγκυριότητάς τους, κατά τα προαναφερόμενα ιδανικά μερίδια και, επικουρικά, σε περίπτωση που η αυτούσια διανομή κριθεί αδύνατη, η κατά ένα μέρος αυτούσια διανομή και κατά ένα μέρος πώλησή τους με πλειστηριασμό και η διανομή του πλειστηριάσματος μεταξύ των διαδίκων κατ’ αναλογία της συγκυριότητάς τους και, ακόμη επικουρικότερα, η πώλησή τους με πλειστηριασμό και η διανομή του πλειστηριάσματος.

Επί της αγωγής αυτής, η οποία συζητήθηκε ερήμην του πρώτου και του πέμπτου εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτων και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την απέρριψε ως κατ’ ουσία αβάσιμη με την κρίση ότι δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του ακριβούς ποσοστού συνιδιοκτησίας του κάθε συγκυρίου.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση οι ενάγοντες, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αιτούμενοι την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή τους, στο σύνολό της.

Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, οι εκκαλούντες παραπονούνται για το ότι η διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας, μετά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, δεν έγινε ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλ’ ενώπιον ορισθείσας εισηγήτριας Δικαστή. Ο λόγος, όμως, αυτός στηρίζεται, κατ’ αρχάς, σε εσφαλμένη προϋπόθεση γιατί, όπως προκύπτει απ’ τα, ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη, πρακτικά της οικείας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η όλη συζήτηση και η διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας με την εξέταση των προταθέντων από τους διαδίκους μαρτύρων έγινε στο ακροατήριο, ενώπιον όλης της σύνθεσης του Δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση. Επομένως, ο λόγος αυτός της κρινόμενης έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος.

Εξάλλου, ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται γενικά για το ότι απορρίφθηκε η αγωγή τους από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς την επίκληση συγκεκριμένου σφάλματος, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αόριστος.

Με τους άλλους δυο λόγους της κρινόμενης έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για την κρίση της εκκαλούμενης περί του ακριβούς εμβαδού της επίκοινης έκτασης και περί του ότι δεν αποδείχθηκαν τα ακριβή ποσοστά συνιδιοκτησίας του κάθε συγκυρίου, με την οποία κρίση της και οδηγήθηκε στην απόρριψη της αγωγής τους.

Κατά το άρθρο 798 ΑΚ η λύση της κοινωνίας επέρχεται με διανομή, ενώ κατά το άρθρο 795 ΑΚ κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να απαιτήσει οποτεδήποτε τη λύση της κοινωνίας, εφόσον το δικαίωμα αυτό δεν αποκλείεται από δικαιοπραξία ή από τον προορισμό του κοινού πράγματος για κάποιο διαρκή σκοπό. Αν συμφωνήσουν όλοι οι κοινωνοί, η λύση είναι εκούσια και η σχετική συμφωνία έχει τη μορφή σύμβασης (ΑΠ 297/2017 δημ. Τρ.Νομ.Πληρ. Νόμος). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 799 και 800 ΑΚ, καθώς και εκείνων των 480§§1 και 3 και 480Α΄ΚΠολΔ προκύπτει ότι επί αγωγής διανομής, το δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, χωρίς να μειώνεται η αξία του. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 481 αρ. 1 ΚΠολΔ, κατά την οποία το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει απόδειξη, αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη, συνάγεται ότι η κρίση περί του αδυνάτου ή ασυμφόρου της αυτούσιας διανομής, ή αντιθέτως περί του δυνατού αυτής, είναι κρίση περί πραγματικών γεγονότων και γιαυτό είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των ίδιων διατάξεων, σαφώς προκύπτει ότι για να οδηγηθεί το δικαστήριο της ουσίας στην κρίση ότι η απαιτούμενη αυτούσια διανομή συγκεκριμένου κοινού ακινήτου, την οποία διώκει κατά κύριο λόγο και ευνοεί το δίκαιο, είναι εφικτή ή ανέφικτη, πρέπει να διαλάβει στην απόφασή του ότι ερεύνησε όλες τις προϋποθέσεις και τις πιθανές περιπτώσεις αυτούσιας διανομής και ότι από την έρευνα αυτή κατέληξε στην κρίση ότι αυτή είναι ή δεν είναι εφικτή, σύμφωνα με το νόμο και το συμφέρον των κοινωνών (ΑΠ 179/2017, ΑΠ 557/2017 δημοσιευμένες Τρ.Νομ.Πληρ. Νόμος). Αυτούσια διανομή είναι η φυσική διαίρεση του κοινού αντικειμένου σε περισσότερα μέρη, ώστε κάθε κοινωνός ή ομάδα κοινωνών να αποκτήσει αποκλειστικό δικαίωμα σε ένα από αυτά τα μέρη ίσο κατ’ αξία προς την ιδανική μερίδα επί του κοινού αντικειμένου. Η αυτούσια διανομή, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε με συμφωνία όλων των μερών είτε με δικαστική απόφαση, γίνεται με διάφορους τρόπους, όπως, μεταξύ άλλων, είναι η διαίρεση του κοινού αντικειμένου σε μέρη ανάλογα των μερίδων των κοινωνών ή με τη σύσταση χωριστών ιδιοκτησιών, εφόσον αυτή είναι εφικτή και συμφέρουσα, δεν αντιβαίνει δηλαδή στο συμφέρον των λοιπών συγκοινωνών. Περαιτέρω, στο άρθρο 481 περ. 2 ΚΠολΔ ορίζεται ότι, στις περιπτώσεις των άρθρων 480 και 480Α΄, το δικαστήριο μπορεί για την εξίσωση άνισων μερίδων να αποφασίσει ότι οι κοινωνοί, που λαμβάνουν ορισμένα μέρη, θα καταβάλουν σε άλλους κοινωνούς ορισμένο χρηματικό ποσό ή να συστήσει δουλεία σε ορισμένα μέρη υπέρ άλλων κοινωνών, στο δε άρθρο 486 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 14 του ν. 1562/1985, ορίζεται ότι αν τα μέρη που σχηματίσθηκαν κατά τα άρθρα 480 ή 480Α΄ είναι ίσα, η αυτούσια διανομή τους μεταξύ των κοινωνών γίνεται με κλήρωση … (§1), και ότι, αν τα μέρη που σχηματίσθηκαν κατά τα άρθρα 480 ή 480Α΄ είναι άνισα, η αυτούσια διανομή γίνεται με επιδίκασή τους στους συγκυρίους ή στις ομάδες εκείνων που ζήτησαν κοινή μερίδα, κατά τον λόγο των μερίδων τους” (§2). Με τις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 480 και 486 ΚΠολΔ επιτράπηκε, υπό τις διαλαμβανόμενες σε αυτές προϋποθέσεις, η αυτούσια διανομή με απονέμηση, δηλαδή χωρίς κλήρωση, με απευθείας επιδίκαση στους συγκυρίους άνισων, ομοειδών ή μη, μερών, κατά τον λόγο των μερίδων τους (ΑΠ 170/2017 Τρ.Νομ.Πληρ. Νόμος, ΑΠ 557/2017 ό.π.). Στη διάταξη δε του άρθρου 482 του ΚΠολΔ προβλέπεται, ότι: “Κατά το σχηματισμό των μερών πρέπει, όσο είναι δυνατό, να αποφεύγεται η κατάτμηση των ακινήτων …” (§ 1) και “Για να σχηματιστούν τα μέρη λαμβάνεται υπόψη η αξία των αντικειμένων, που πρέπει να διανεμηθούν, κατά το χρόνο του σχηματισμού τους. Το δικαστήριο καθορίζει την αξία με βάση τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί χωρίς να διατάζει γι’ αυτό νέες αποδείξεις στην περίπτωση, που έχει, κατόπιν, μεταβληθεί η αξία” (§ 2) (ΑΠ 557/2017 Τρ.Νομ.Πληρ. Νόμος). Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 368 Κ.Πολ.Δ, όπως η §2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 37§1 του Ν. 3994/2011, «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει ένα ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει, ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (§1). «Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (§2). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, αλλά “ιδιάζουσες” τέτοιες γνώσεις, οπότε οφείλει, στην περίπτωση αυτή, να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Επομένως, εάν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματος αυτού, δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 187/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 300/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 757/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 594/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 821/2013, ΑΠ 89/2013, ΕφΛαμ 162/2011 Δημ. Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση απ’ την εκτίμηση των ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προσαχθέντων αποδεικτικών μέσων και, ειδικότερα, απ’ τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και απ’ όλα, χωρίς καμιά εξαίρεση, τα νόμιμα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, κυρίως, όμως, από την προσεκτική μελέτη και αντιπαραβολή των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους τίτλων κτήσης τους, που έχουν μεταγραφεί νόμιμα, αποδεικνύεται η συγκυριότητά τους στις όμορες συνεχόμενες εδαφικές εκτάσεις, όπως λεπτομερώς περιγράφονται στην αγωγή. Αποδεικνύεται, επίσης, ότι η διαφωνία τους ως προς το ακριβές μέγεθος της ιδανικής μερίδας εκάστου οφείλεται στο, καθαρά τεχνικό, πρόβλημα του ότι, κατά τους τίτλους κτήσης τους, οι ιδανικές αυτές μερίδες εκφράζονται σε ποσοστά, συνιστάμενα σε κλάσματα με αριθμητή τον αριθμό των τετραγωνικών μέτρων που τους αναλογούν και παρονομαστή τον αριθμό των τετραγωνικών μέτρων της όλης επίκοινης έκτασης και, ενόψει του ότι οι τίτλοι αυτοί έχουν συνταχθεί με βάση διαφορετικά μεταξύ τους τοπογραφικά διαγράμματα με αποκλίσεις μεταξύ τους ως προς το συνολικό εμβαδόν της επίκοινης έκτασης, τα κλάσματα αυτά δεν έχουν τον ίδιο παρονομαστή και γιαυτό δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια η ιδανική μερίδα του κάθε κοινωνού. Ειδικότερα, στους περισσότερους τίτλους κυριότητας το κλάσμα αυτό έχει παρονομαστή 127.547,34, ενώ σε άλλους 123.500, αριθμοί που αντιστοιχούν στο εμβαδόν του επικοίνου κατά τον αντίστοιχο τίτλο. Κατά τα λοιπά, οι διάδικοι συμφωνούν για τη διανομή των συνεχόμενων κοινών ακινήτων, προκρίνοντας την αυτούσια εφόσον αυτή είναι εφικτή και συμφέρουσα, δεν αντιβαίνει δηλαδή στο συμφέρον κάποιου από αυτούς και, αν αυτή δεν είναι  δυνατή, με πλειστηριασμό. Σύμφωνα με τα παραπάνω, τόσο για τον ακριβή προσδιορισμό των ιδανικών μερίδων των κοινωνών, όσο και για το εφικτό ή μη της αυτούσιας διανομής των επίδικων ακινήτων, δηλαδή αν είναι δυνατή η διαίρεση αυτών σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών, χωρίς να επέρχεται μείωση της αξίας τους, το Δικαστήριο δεν μπορεί να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση απ’ όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα, διότι, στην προκειμένη περίπτωση, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, για την ορθή διερεύνηση της υπόθεσης, είναι αναγκαίο να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησής της, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, χωρίς να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, προς συμπλήρωση των αποδείξεων, με τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, κατά τα άρθρα 254§1, 368§2, 369 και 524§1 του ΚΠολΔ, από πολιτικό μηχανικό, περί των κρίσιμων αυτών θεμάτων, κατά παραδοχή και σχετικού αιτήματος των παρισταμένων διαδίκων, προκειμένου ν’ αποφανθεί με έγγραφη και πλήρως αιτιολογημένη γνωμοδότησή του, περί του εάν είναι δυνατή ή αδύνατη, συμφέρουσα ή ασύμφορη, η αυτούσια διανομή των επίδικων ακινήτων, που βρίσκονται στον οικισμό ….. του Δήμου Κυθήρων, στα απαιτούμενα τμήματα, ώστε να λάβει ο κάθε κοινωνός την αναλογία της μερίδας του, χωρίς όμως να υποστούν μείωση της αξίας τους, λαμβάνοντας υπόψη ότι επιτρέπεται για την εξίσωση άνισων μερών η καταβολή χρηματικού ποσού από τον ένα κοινωνό στον άλλον ή η σύσταση δουλείας, όπως επίσης να προσδιορίσει (ο πραγματογνώμονας) το ακριβές ποσοστό της κάθε μερίδας με αναγωγή του ποσοστού που αναγράφεται στον τίτλο του κάθε κοινωνού (με βάση το εμβαδόν της όλης έκτασης που αναγράφεται στον οικείο τίτλο), στο ποσοστό αυτού του κοινωνού που αντιστοιχεί στο εμβαδόν της όλης έκτασης, όπως θα καταμετρηθεί επακριβώς από τον ίδιο. Το Δικαστήριο πρέπει ν’ αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, επιφυλασσόμενο να ερευνήσει στη συνέχεια την ουσία της υπόθεσης, μετά από συνεκτίμηση των νέων αυτών αποδείξεων και εκείνων που ήδη εκτίμησε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να κρίνει αν έσφαλε ή όχι και στη συνέχεια να την εξαφανίσει ή όχι, αντίστοιχα (ΟλΑΠ 1285/1982 Δ 14 σελ. 568, ΝοΒ 31 σελ. 219, ΑΠ 2/2006 ΕλΔνη 47 σελ. 1047, ΑΠ 527/1985 ΝοΒ 34 σελ. 196, ΕΑ 5509/2007 ΕλΔνη 43 σελ. 502, ΕΑ 3671/2007 ΕΦΑΔ 2008 σελ. 814, ΕΑ 5827/2004 ΕλΔνη 46 σελ. 243).Τέλος, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων σε βάρος κάποιου διαδίκου, διότι η παρούσα, ως προς τη διάταξή της αυτή, είναι μη οριστική (άρθρο 191§1 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας ερήμην του δευτέρου, της τετάρτης και του πέμπτου των εφεσιβλήτων και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την υπό κρίση έφεση.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, η οποία θα γίνει από ένα πραγματογνώμονα, με επιμέλεια οποιουδήποτε από τους διαδίκους.

Διορίζει πραγματογνώμονα από τον κατάλογο πραγματογνωμόνων, που τηρείται στο Δικαστήριο αυτό, τον  …….., Αγρονόμο και Τοπογράφο, Απόφοιτο του ΕΜΠ, κάτοικο … (οδός … αριθ ..) τηλ. ……., ο οποίος, αφού δώσει τον νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον του μέλους του Δικαστηρίου αυτού Εφέτη Ευαγγελίας Πανταζή και, σε περίπτωση κωλύματός της, ενώπιον του αμέσως νεότερου Εφέτη που υπηρετεί στο παρόν Δικαστήριο σε ημέρα και ώρα που αυτή θα ορίσει, εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών, από την προς αυτόν (πραγματογνώμονα) νόμιμη κοινοποίηση της παρούσας απόφασης και, αφού λάβει υπόψη του κάθε αναγκαίο στοιχείο από τη δικογραφία που είναι χρήσιμο για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και ιδίως, μεταξύ άλλων, τους επικαλούμενους από τους διαδίκους τίτλους ιδιοκτησίας τους, καθώς και όποια άλλα έγγραφα και λοιπά στοιχεία θέσουν στην διάθεσή του οι διάδικοι και γενικά προβεί σε όποιες τεχνικές ενέργειες κρίνει αναγκαίες και χρήσιμες, μετά από την επιτόπια εξέταση των επίδικων ακινήτων, θα ενεργήσει τα ακόλουθα:

1)Θα καταμετρήσει με μεγάλη ακρίβεια τα επίκοινα ακίνητα, τα οποία βρίσκονται στο Δημοτικό Διαμέρισμα … του Δήμου Κηθύρων, στον οικισμό …., είναι συνεχόμενα και, κατά την αγωγή, έχουν συνολική έκταση 123.500 τ.μ. Πιο συγκεκριμένα πρόκειται περί α)ενός οικοπέδου, εμβαδού, κατά την αγωγή, 40.118,18 τμ, που βρίσκεται στο νότιο μέρος της συνολικής πιο πάνω έκτασης, εντός του ρυμοτομικού σχεδίου του παραπάνω οικισμού και αποτυπώνεται με τα στοιχεία Α-Δ1-Γ1- Β1-Α1-Ε1-Ε2-Κ-Ι-Θ-Η1-Η-Ζ-Ε-Δ-Γ-Β-Α στο από Μάιο 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …….., που επισυνάπτεται στην αγωγή. Σύμφωνα με αυτό συνορεύει ανατολικά σε πλευρές Α-Δ1 μήκους 31,93 μέτρων με πλατεία ………, Γ1-Β1 μήκους 121,31 μέτρων και Β1-Α1 μήκους 104,14 μέτρων με δημοτική οδό προς Φράτσια, δυτικά σε πλευρές Κ-Ι μήκους 140,10 μέτρων, Ι-Θ μήκους 36,10 μέτρων, Θ-Η1 μήκους 33,93 μέτρων, Η-Ζ μήκους 114,41 μέτρων με δημοτική οδό προς Καρβουνάδες, Ε-Δ- μήκους 18,05 μέτρων και Δ-Γ μήκους 15,48 μέτρων με ιδιοκτησία …., βόρεια σε πλευρές Κ-Ε2 μήκους 261,94 μέτρων και Ε1-Α1 μήκους 111,33 μέτρων με το έτερο επίκοινο ακίνητο που περιγράφεται ακολούθως, σε πλευρά Β-Γ- μήκους 14,93 μέτρων με ιδιοκτησία .. και νότια σε πλευρές Ζ-Εμήκους 15,20 μέτρων με ιδιοκτησία …., Β-Α μήκους 64,17 μέτρων με δημοτική οδό προς Καρβουνάδες και Δ1-Γ1 μήκους 13,50 μέτρων με πλατεία ……… και β)ενός γεωτεμαχίου επιφάνειας, κατά την αγωγή, 83.381,82 τμ που βρίσκεται στο βόρειο μέρος της συνολικής πιο πάνω έκτασης, εκτός του ρυμοτομικού σχεδίου του παραπάνω οικισμού και αποτυπώνεται με τα στοιχεία Κ-Ε2-Ε1- Α1-Ω2-Ω1-Ψ-Χ-Φ-Υ-Τα-Σ-Ρ-Π-0-Ξ-Ν-Μ-Λ-Κ στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα, σύμφωνα με το οποίο συνορεύει ανατολικά σε πλευρές Α1-Ω2 μήκους 99,52 μέτρων, Ω1-Ω μήκους 61,53 μέτρων με αγροτική οδό (πλάτους 6 μέτρων), Ω-Ψ μήκους 158,01 μέτρων και Ψ- X μήκους 50,19 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων ……., δυτικά σε πλευρές Π-Ο μήκους 71,78 μέτρων με ιδιοκτησία ……., Ξ-Ν μήκους 23,13 μέτρων με νεκροταφείο Αγ. Ηλία, και Λ-Κ μήκους 164,30 μέτρων με δημοτική οδό προς Καρβουνάδες, βόρεια σε πλευρές Λ-Μ μήκους 25,85 μέτρων με αύλειο χώρο νεκροταφείου, Μ-Ν μήκους 18,40 μέτρων με νεκροταφείο Αγ. Ηλία, Ξ-Ο μήκους 4,50 μέτρων με ιδιοκτησία …….., Π-Ρ- μήκους 25,07 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων ……., Ρ-Σ μήκους 15,53 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων …….. και Σ-Τ μήκους 48,04 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων ………., Τ-Υ μήκους 54,68 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων …………., Υ-Φ μήκους 158,20 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων ….. .. και Φ-Χ μήκους 28,94 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων …..και νότια σε πλευρές Κ-Ε2 μήκους 261,94 μέτρων και Ε1-Α1 μήκους 111,33 μέτρων με το υπό στοιχείο (α) παραπάνω οικόπεδο.

2)Αφού υπολογίσει με ακρίβεια την επιφάνεια αυτών, θα προσδιορίσει  το ακριβές ποσοστό της ιδανικής μερίδας του κάθε διαδίκου με αναγωγή του ποσοστού που αναγράφεται στον τίτλο του (με βάση το εμβαδόν της όλης έκτασης που αναγράφεται στον οικείο τίτλο του), στο ποσοστό της ιδανικής του μερίδας που αντιστοιχεί στο πραγματικό εμβαδόν της όλης έκτασης, όπως θα το έχει καταμετρήσει επακριβώς ο ίδιος.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τους τίτλους ιδιοκτησίας που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν στο Δικαστήριο οι διάδικοι: α)με το υπ’ αριθμό …./96 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Καρδίτσας ………., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Κηθύρων (τ. ../..), η ……….. μεταβίβασε, λόγω δωρεάς εν ζωή, στους ενάγοντες (… και .. …) και στον πρώτο των εναγομένων (………), κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο, εξ αδιαιρέτου ποσοστό κυριότητάς της που αντιστοιχούσε σε 5.000 τμ,, ήτοι 1.666,66 τμ εξ αδιαιρέτου σε έκαστο (δηλαδή το αναφερόμενο στην αγωγή ποσοστό συνιδιοκτησίας εκάστου), από ενιαίο αγροτεμάχιο εμβαδού 127.547,34 τμ, ήτοι τα ένδικα ακίνητα σε μείζονα έκταση, β)με το υπ’ αριθμό …./94 συμβόλαιο της ιδίας πιο πάνω συμβολαιογράφου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών (τ…/…), η …….., το γένος …………., μεταβίβασε, λόγω πώλησης, στον δεύτερο των εναγόντων (……….) ποσοστό εξ αδιαιρέτου που αντιστοιχούσε σε 1.957,5 τμ (δηλαδή το αναφερόμενο στην αγωγή ποσοστό συνιδιοκτησίας αυτού), από το εξ αδιαιρέτου μερίδιό της εμβαδού 3.915 τμ από το ενιαίο ως άνω αγροτεμάχιο εμβαδού 127.547,34 τ.μ.,  γ) με το υπ’ αριθμό ……../94 συμβόλαιο της ιδίας συμβολαιογράφου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών (τ. …/…), η ……., το γένος ………, μεταβίβασε, λόγω πώλησης, στον πρώτο των εναγομένων (………), ποσοστό εξ αδιαιρέτου που αντιστοιχούσε σε 5.000 τμ (δηλαδή το αναφερόμενο στην αγωγή ποσοστό συνιδιοκτησίας αυτού), από το εξ αδιαιρέτου μερίδιό της εμβαδού 8.915 τμ, από το ενιαίο πιο πάνω αγροτεμάχιο εμβαδού 127.547,34 τμ, δ)με το υπ’ αριθμό …./93 συμβόλαιο της ιδίας συμβολαιογράφου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών (τ. ../…), η …….., το γένος …….. μεταβίβασε, λόγω πώλησης, στον δεύτερο των εναγομένων (……..)  ποσοστό εξ αδιαιρέτου που αντιστοιχούσε σε 10.000 τμ (δηλαδή το αναφερόμενο στην αγωγή ποσοστό συνιδιοκτησίας αυτού), από το εξ αδιαιρέτου μερίδιό της των ¾του ¼ από το ενιαίο ως άνω αγροτεμάχιο εμβαδού 127.547,34 τμ, ε)με το υπ’ αριθμό …/94 συμβόλαιο της ιδίας συμβολαιογράφου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών (τ…./…), η ………., το γένος ……. μεταβίβασε, λόγω πώλησης, στον τρίτο των εναγομένων (………) ποσοστό εξ αδιαιρέτου που αντιστοιχούσε σε 1.957,5 τ.μ. (δηλαδή το αναφερόμενο στην αγωγή ποσοστό συνιδιοκτησίας αυτού), από το ενιαίο πιο πάνω αγροτεμάχιο εμβαδού 127.547,34 τ.μ., στ)με το υπ’ αριθμό ………../2008 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών (…/….), η ……… μεταβίβασε λόγω δωρεάς στον δεύτερο και τρίτο των εναγομένων (… και ……..) ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου από το ενιαίο ως άνω αγροτεμάχιο εμβαδού 127.547,34 τμ κατά τον αρχικό τίτλο κτήσης, σύμφωνα δε με μεταγενέστερη καταμέτρησή του που έγινε από τον πολιτικό μηχανικό ……….. εμβαδού 123.500 τμ (τα δύο δηλαδή ένδικα ακίνητα), ήτοι ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο, ή ποσοστό εξ αδιαιρέτου που αντιστοιχούσε σε 15.437,50 τμ, ως το αναφερόμενο στην αγωγή ποσοστό συνιδιοκτησίας εκάστου, ζ)με το υπ’ αριθμό ……./2005 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Καρδίτσας …….., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών (τ. …/…..), η …….., το γένος ……, μεταβίβασε, λόγω πώλησης, στον τρίτο των εναγομένων (………….) ποσοστό 6% εξ αδιαιρέτου από το ενιαίο ακίνητο εμβαδού 123.500 τμ (τα δύο δηλαδή ένδικα ακίνητα), ήτοι ποσοστό εξ αδιαιρέτου που αντιστοιχούσε σε 7.410 τμ, ως το αναφερόμενο στην αγωγή ποσοστό συνιδιοκτησίας και η)με τις υπ’ αριθμό …/2011 και …/2011 πράξεις αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Περιστερίου ……., νομίμως μεταγεγραμμένες στα οικεία βιβλία μεταγραφών (τ. ../.. και τ. ../.. αντίστοιχα), η τετάρτη των εναγόμενων αποδέχθηκε τις επαχθείσες σε αυτήν κληρονομιές του ………. και του πατέρα της …….. αναφορικά με ποσοστά εξ αδιαιρέτου επί ακινήτων συνολικού εμβαδού 123.500 τμ (ένδικα ακίνητα).

3)Αφού εκτιμήσει την αγοραία αξία των υπό διανομή ακινήτων κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και περιγράψει αυτά, καθώς και τυχόν ευρισκόμενα κτίσματα εντός αυτών, θα αποφανθεί με σαφήνεια, αιτιολογημένα και χωρίς υποθέσεις, με αιτιολογημένη έκθεση, που θα συντάξει και θα συνοδεύεται από σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα, για το αν είναι δυνατή ή αδύνατη, συμφέρουσα ή ασύμφορη, η αυτούσια διανομή των επίδικων αυτών συνεχόμενων ακινήτων, που βρίσκονται στον οικισμό …. του Δημοτικού Διαμερίσματος ….. του Δήμου Κυθήρων, σε τόσα τμήματα, ώστε να λάβει ο κάθε κοινωνός κατά πλήρη κυριότητα την αναλογία της μερίδας του, όπως αυτή θα έχει υπολογισθεί επακριβώς κατά τα παραπάνω, στο καθένα από τα δύο (ενόψει του ότι το νοτιότερο είναι εντός του ρυμοτομικού σχεδίου, ενώ το βορειότερο είναι εκτός αυτού), χωρίς, όμως, να υποστούν μείωση της αξίας τους, λαμβάνοντας υπόψη, ότι επιτρέπεται για την εξίσωση άνισων μερών η καταβολή χρηματικού ποσού από τον ένα κοινωνό στον άλλον ή η σύσταση δουλείας. Την αιτιολογημένη αυτή έκθεσή του και τα σχετικά σχεδιαγράμματα, που θα συντάξει, πρέπει να τα καταθέσει στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών από την όρκισή του, με σύγχρονη σύνταξη πράξης κατάθεσης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 15η Ιανουαρίου 2021  και δημοσιεύθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ