Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 133/2021

Αριθμός     133/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(3ο Τμήμα)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ζωή Καραχάλιου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εισάγονται προς εκδίκαση: α) η από 10-1-2020 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020 έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγομένων και β) η από 11-9-2019 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019 έφεση του ενάγοντος κατά της υπ’ αριθμό 2912/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 παρ. 5, 622 Α ΚΠολΔ) και δέχθηκε κατά ένα μέρος την από 23-9-2018 αγωγή του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος- εφεσίβλητου. Οι ως άνω εφέσεις ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της τασσόμενης από το νόμο 30ήμερης προθεσμίας, η οποία αρχίζει από την επομένη ημέρα της επίδοσης της εκκαλουμένης (άρθρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού η τελευταία επιδόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος στους εναγομένους  στις 13-12-2019 (βλ. τις υπ΄ αριθμ. ……….΄/13-12-2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά ……….), ενώ τα εφετήρια κατατέθηκαν από μεν τον ενάγοντα στις 13-9-2019 (προ της επίδοσης), από δε τους εναγομένους στις 13-1-2020 (άρθρα 495 παρ. 1,2,511,513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517  εδ.α΄, 518 παρ.1 του ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, αφού διαταχθεί η συνεκδίκασή τους, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 σε συνδ. με 524 παρ.1 ΚΠολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω  διαδικασία.

ΙΙ. Με την από 23-9-2018 (με αριθμ. έκθ. κατ. ………./4-10-2018) αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ο ενάγων, ήδη εκκαλών- εφεσίβλητος, ισχυρίσθηκε ότι τυγχάνει δικηγόρος Αθηνών και ότι  δυνάμει προφορικής εντολής οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες- εφεσίβλητοι, περί το τέλος Απριλίου 2014 του ανέθεσαν τον αποκλειστικό χειρισμό της υπόθεσης που αφορούσε στο θάνατο συγγενικού τους προσώπου σε τροχαίο ατύχημα στις 8-4-2014 έναντι αμοιβής, ανερχόμενης σε ποσοστό 20% επί του επιδικασθέντος- σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της δίκης- κατά  κεφάλαιο και τόκους ποσού, καθώς επίσης και στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης. Ότι, μολονότι, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4-9-2014 αγωγή, η οποία και συζητήθηκε στις 13-10-2015, εκδοθείσας της υπ΄αριθμ. 3146/2015 οριστικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία η ως άνω αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή, στη συνέχεια δε άσκησε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς την από 5-10-2015 έφεση, η οποία και συζητήθηκε, συνεκδικασθείσα με έτερες αντίθετες εφέσεις, στις 19-10-2017, εκδοθείσας της υπ΄ αριθμ. 69/2018 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία η εν λόγω αγωγή έγινε τελεσίδικα εν μέρει δεκτή, εν τούτοις οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να του καταβάλουν τη συμφωνηθείσα δικηγορική του αμοιβή, μη υπογράφοντες το σχετικό εργολαβικό δίκης. Ότι, ελλείψει έγγραφης συμφωνίας, το συνολικό ποσό της δικαιούμενης αμοιβής του, με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Περί Δικηγόρων, ανέρχεται, σύμφωνα με τους αναλυτικώς αναφερόμενους στην αγωγή υπολογισμούς, στο ύψος των  34.201,75 ευρώ, που του οφείλεται από την πρώτη εναγομένη, των 6.600 ευρώ, που του οφείλεται από τη δεύτερη εναγομένη, των 6.600 ευρώ, που του οφείλεται από τον τρίτο εναγόμενο και των 8.800 ευρώ, που του οφείλεται από την τέταρτη εναγόμενη, καθώς και των 3.644,77 ευρώ, που του οφείλεται από όλους τους εναγομένους, πλέον του αναλογούντος σε έκαστο των ανωτέρω ποσών Φ.Π.Α, ύψους 8.208,42 ευρώ, 1.584 ευρώ, 1.584 ευρώ, 2.112 ευρώ και 874,74 ευρώ αντίστοιχα. Ότι, από την υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, προσβλήθηκε η προσωπικότητά και υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση ύψους 10.000 ευρώ. Με βάση το περιεχόμενο αυτό, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με προφορική ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του (άρθρ. 223, 295 παρ. 1 εδ. α, 297 ΚΠολΔ), ο ενάγων ζήτησε, κυρίως κατά τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων που διέπουν τη μεταξύ των διαδίκων άτυπη συμφωνία, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού: α) να αναγνωρισθεί ότι η πρώτη εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 42.410,17 ευρώ (34.201,75+8.208,42), η δεύτερη εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 8.184 ευρώ (6.600 + 1.584), ο τρίτος εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 8.184 ευρώ (6.600 + 1.584) και η τέταρτη εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 10.912 ευρώ (8.800+2.112) και β) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, οφείλουν να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 14.519,91 ευρώ (3.644,77+874,74+10.000), όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57,58 παρ. 3, 63,64,68,69,80 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013- ΦΕΚ Α΄208/27.9.2013), 346 ΑΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ, 13 παρ. 3 Π.Δ. 186/1992 (Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων), 16 παρ. 2 περ. α΄Ν. 2859/2000 (Κώδικας ΦΠΑ), πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί επιδίκασης τόκων για τα επιμέρους κονδύλια του ΦΠΑ από την επίδοση της αγωγής, το οποίο απέρριψε ως νόμω αβάσιμο, καθώς τόκος οφείλεται από την έκδοση της σχετικής απόδειξης παροχής υπηρεσιών και της παράδοσης στους εναγομένους, καθώς επίσης και της επικαλούμενης από τον ενάγοντα εξ αδικοπραξίας βάσης της αγωγής -και συνεπώς και του αιτήματος περί επιδικάσεως του ποσού των 10.000 ευρώ ως χρηματικής ικανοποίησης- και της επικουρικής βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τις οποίες απέρριψε ως μη νόμιμες, εν συνεχεία δέχθηκε εν μέρει αυτήν (αγωγή) και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα: α) η πρώτη εναγόμενη το ποσό των 7.482,90 ευρώ, β) η δεύτερη εναγόμενη το ποσό των 2.107,38 ευρώ, γ) ο τρίτος εναγόμενος το ποσό των 2.107,38 ευρώ, δ) η τέταρτη εναγόμενη το ποσό των 2.107,38 ευρώ και ε) όλοι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, το ποσό των 2.659,35 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο ο ενάγων όσο και οι εναγόμενοι με τις υπό κρίση εφέσεις τους για τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά μεν τον ενάγοντα να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή του, κατά δε τους εναγομένους να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή. Σημειώνεται, ότι κατά τις απορριπτικές διατάξεις της (αδικαιολόγητου πλουτισμού- αδικοπραξίας), η εκκαλουμένη δεν πλήττεται με λόγο έφεσης, με συνέπεια την μη μεταβίβαση της υπόθεσης ως προς το μέρος αυτό, στο παρόν Δικαστήριο, δεδομένου ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

ΙΙΙ. Α.Στη διάταξη του άρθρου 63 του Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) και έχει εν προκειμένω εφαρμογή λόγω του χρόνου κατάρτισης της  σύμβασης εντολής και της εκτέλεσης αυτής «περί καθορισμού αμοιβής με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης», ορίζεται ότι: «1. Η αμοιβή, σε περίπτωση μη ύπαρξης έγγραφης συμφωνίας, καθορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης ως εξής: ί. Η αμοιβή για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής όπως παρακάτω: α) 2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ, β) 1,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 200.001 ευρώ μέχρι 750.000 ευρώ, γ) 1% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 750.001 ευρώ μέχρι 1.500.000 ευρώ, δ) 0,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 1.500.001 ευρώ μέχρι 3.000.000 ευρώ, ε) 0,3% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 3.000.001 ευρώ μέχρι 6.000.000 ευρώ, στ) 0,2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 6.000.001 ευρώ μέχρι 12.000.000 ευρώ». Επίσης, κατά το άρθρο 68 του ίδιου ως άνω νόμου για τη σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, η αμοιβή του δικηγόρου του εναγόμενου είναι ίση με την αμοιβή της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Κώδικα και του δικηγόρου του ενάγοντος ορίζεται στο μισό της αμοιβής αυτής (ΑΠ 1014/2019, ΑΠ 1444/2018, ΑΠ 1275/2018, ΕφΠειρ 500/2016, ΕφΠειρ 684/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος), ενώ, κατά το άρθρο 75 (παρ. 1), εάν οι αναφερόμενες στα προηγούμενα άρθρα πράξεις και εργασίες έγιναν κατόπιν εντολής περισσοτέρων του ενός εντολέων, σε περίπτωση μη ύπαρξης γραπτής συμφωνίας, η αμοιβή του δικηγόρου αυξάνεται κατά 5% για καθέναν των πέραν του ενός απ΄ αυτούς. Σε καμία περίπτωση η αμοιβή αυτή δεν μπορεί να υπερβεί το διπλάσιο. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 64 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα, εάν περισσότερες αγωγές ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο, οφείλεται ιδιαίτερη αμοιβή για κάθε αγωγή που σωρεύεται με βάση την αξία του αντικειμένου της. Σώρευση δε περισσότερων αγωγών πρόκειται, εφόσον η διάταξη αυτή δε διακρίνει, όχι μόνο στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης περισσοτέρων αιτημάτων του ιδίου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου (άρθρο 218 ΚΠολΔ), αλλά και στην περίπτωση της υποκειμενικής σώρευσης, όταν δηλαδή στο ίδιο δικόγραφο, σωρεύονται απαιτήσεις κατά περισσοτέρων εναγομένων, ομοδίκων (άρθρα 74 επ.ΚΠολΔ), από καθένα των οποίων ζητείται διαιρετώς το ίδιο ή διαφορετικό ποσό.Β. Εξάλλου, από τις διατάξεις 63 επ. του Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων), σαφώς προκύπτει ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική αξία, την οποία έχει το αντικείμενο της αγωγής, κατά το χρόνο της άσκησής της ή, εάν επακολουθήσει συζήτηση αυτής, κατά το χρόνο της πρώτης στο ακροατήριο συζήτησής της και όχι κατά το χρόνο της παροχής της σχετική υπηρεσίας από το δικηγόρο. Και τούτο, διότι κατά το χρόνο αυτό διαμορφώνεται τελικά, σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠολΔ, το αντικείμενο της αγωγής και συνεπώς, οι προϋποθέσεις του προσδιορισμού της αξίας αυτού. Περαιτέρω, προκειμένου περί συντάξεως προτάσεων κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοδικείου συζήτηση της υπόθεσης, ρητώς ορίζεται από το άρθρο 68 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα, ότι το ελάχιστο όριο αμοιβής του δικηγόρου του μεν εναγόμενου είναι ίσο με εκείνο που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 63 του Κώδικα για τη σύνταξη της αγωγής, του δε δικηγόρου του ενάγοντος το μισό  αυτής, το οποίο είναι καταβλητέο, επίσης, κατά το άρθρο 68 παρ. 2 του αυτού Κώδικα, ως αμοιβή των δικηγόρων αμφοτέρων των διαδίκων για τη σύνταξη προτάσεων των επομένων συζητήσεων ενώπιον του αυτού δικαστηρίου. Προκειμένου δε περί σύνταξης προτάσεων ενώπιον του εφετείου, το ελάχιστο όριο αμοιβής του δικηγόρου αμφοτέρων των διαδίκων ορίζεται από το άρθρο 69 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα επί μεν της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης στο διπλάσιο εκείνου που ορίζεται στο άρθρο 68 παρ. 1 αυτού για το δικηγόρο του ενάγοντος, επί μεν των επομένων συζητήσεων στο διπλάσιο του οριζόμενου στο άρθρο 69 παρ. 2 αυτού ορίου. Η τυχόν, μετά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επερχόμενη αύξηση ή μείωση της πραγματικής αξίας του αντικειμένου της διαφοράς δεν λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της ποσοστιαίας αμοιβής του δικηγόρου για μεταγενέστερες πράξεις του κατά τη διάρκεια της δίκης  (βλ. προσκομιζόμενη ΑΠ 16/2013 ). IV. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα του ενάγοντος και της ανωμοτί κατάθεσης της πρώτης εναγομένης, οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες- εφεσίβλητοι, περί το τέλος Απριλίου του  2014, χορήγησαν στον ενάγοντα, ήδη εκκαλούντα- εφεσίβλητο, δικηγόρο Αθηνών, υπό την ιδιότητα του τελευταίου ως δικηγόρου Αθηνών, την εντολή να χειριστεί ενώπιον παντός αρμοδίου δικαστηρίου την υπόθεση τους που αφορούσε στο θάνατο του συγγενή τους, ………., σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη στις 8-4-2014. Στα πλαίσια της εντολής αυτής, ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4-9-2014 και με αριθμό κατάθεσης ……../2014 αγωγή των α) ………. (πρώτης εναγομένης), β) ………… (δεύτερης εναγομένης), γ) ……… (τρίτου εναγομένου), δ) ………., ε) . …….. και στ) ……… (τέταρτης εναγομένης), κατά των α) ……… (οδηγού του ζημιογόνου οχήματος), β) …….. (ιδιοκτήτη του ζημιογόνου οχήματος) και γ) του Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ», καθόσον το ζημιογόνο όχημα στερείτο ασφαλιστικής κάλυψης κατά το χρόνο του ατυχήματος, με αίτημα (της αγωγής) την επιδίκαση στην ως άνω πρώτη ενάγουσα και ήδη πρώτη εναγομένη του συνολικού ποσού των 347.900 ευρώ, άλλως του ποσού των 153.500 ευρώ και 450 ευρώ μηνιαίως, στους δεύτερη και τρίτο των εναγόντων και ήδη δεύτερη και τρίτο των εναγομένων του ποσού των 60.000 ευρώ σε καθένα και στην έκτη των εναγόντων και ήδη τέταρτη των εναγομένων του ποσού των 80.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής, η οποία επιδόθηκε σε όλους του εναγομένους σ΄ αυτήν, ενώ κοινοποιήθηκε και προς τη Δ.Ο.Υ Δ΄ Πειραιά και συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τη δικάσιμο της 13-10-2015, συνεκδικασθείσα με παρεμπίπτουσα αγωγή του Επικουρικού Κεφαλαίου, εκδόθηκε η με αριθμό 3146/2015 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση των εκεί εναγομένων να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην πρώτη ως άνω ενάγουσα και ήδη πρώτη εναγομένη το ποσό των 72.800 ευρώ και το ποσό των 280 ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 1-7-2014 μέχρι 1-9-2014, πλέον δικαστικής δαπάνης 2.200 ευρώ, σε καθένα από τους δεύτερη και τρίτο των εναγόντων και ήδη δεύτερη και τρίτο των εναγομένων, το ποσό των 20.000 ευρώ, πλέον δικαστικής δαπάνης 540 ευρώ και στην έκτη ενάγουσα, ήδη τέταρτη εναγομένη, το ποσό των 20.000 ευρώ, πλέον δικαστικής δαπάνης 600 ευρώ. Κατά της παραπάνω απόφασης, ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, την από 5-10-2015 και με αριθμό κατάθεσης ………./2015 έφεση, ενώ κατά της ίδιας απόφασης και κατά των ως άνω εναγόντων, ήδη εναγομένων, ασκήθηκαν: α) η από 8-10-2015 έφεση του πρωτοδίκως εναγομένου ΝΠΙΔ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ», β) η από 6-10-2015 έφεση του πρωτοδίκως εναγομένου οδηγού ………. και γ) η από 14-10-2015 έφεση του πρωτοδίκως εναγομένου ιδιοκτήτη του ζημιογόνου οχήματος ………., τον προσδιορισμό και τις κοινοποιήσεις των οποίων προς άπαντες τους εναγομένους της προσβαλλόμενης απόφασης πραγματοποίησε ο ενάγων, άπασες δε οι ως άνω εφέσεις συνεκδικάσθηκαν στις 19-10-2017 και επ΄ αυτών εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 69/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (3146/2015) και έκανε δεκτή εν μέρει, τελεσιδίκως, την από 4-9-2014 αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση των εκεί εναγομένων να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, στην πρώτη-εκκαλούσα, ήδη πρώτη εναγομένη, το ποσό των 52.800 ευρώ ευρώ και το ποσό των 280 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-7-2014 έως 1-9-2014, πλέον δικαστικής δαπάνης 1.500 ευρώ, σε καθένα από τους δεύτερη και τρίτο των εναγόντων- εκκαλούντων, ήδη δεύτερης και τρίτης των εναγομένων το ποσό των 15.000 ευρώ, πλέον δικαστικής δαπάνης 450 ευρώ και στην έκτη ενάγουσα- εκκαλούσα, ήδη τέταρτη εναγομένη το ποσό των 15.000 ευρώ, πλέον δικαστικής δαπάνης 450 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Αντίγραφο της ως άνω απόφασης κοινοποιήθηκε από τον ενάγοντα σε άπαντες τους εκεί εναγομένους. Ο ενάγων, στο πλαίσιο της ως άνω εντολής, προέβη σε δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, για τις οποίες δικαιούται αμοιβής κατά τα κατωτέρω εκτεθέντα. Σημειώνεται, ότι η αμοιβή του ενάγοντος δικηγόρου πρέπει να εκκαθαριστεί κατά τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων (άρθρα 63 επ. του Ν. 4194/2013), λαμβανομένων υπόψη των προσδιοριζόμενων ελαχίστων ορίων δικηγορικών αμοιβών. Ειδικότερα, οφείλονται στον ενάγοντα, σε σχέση με την προαναφερόμενη υπόθεση και δεδομένου ότι δεν υπήρξε ειδική συμφωνία μεταξύ τους για το ύψος της αμοιβής του και τις δαπάνες του, τα εξής ποσά: Α) 1. Αμοιβή για τη σύνταξη της από 4-9-2014 (με αριθμ. έκθ. κατ. ………./2014) αγωγής αποζημίωσης (για ζημίες από αυτοκίνητο), ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ενάγοντες, πλην άλλων, τους νυν εναγομένους, επί αντικειμένου της αγωγής, το οποίο διαμορφώνεται, σύμφωνα με τα προλεχθέντα στην υπό στοιχείο Β μείζονα πρόταση, κατ΄ άρθρο 224 ΚΠολΔ, κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο. Ωστόσο, ενόψει του ότι το αίτημα της αγωγής για καταβολή στην πρώτη ενάγουσα, ήδη πρώτη εναγομένη, ποσού 150.000 ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα, ήδη δεύτερη εναγομένη, ποσού 60.000 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα, ήδη τρίτο εναγόμενο, ποσού 60.000 ευρώ και στην έκτη ενάγουσα, ήδη τέταρτη εναγομένη, ποσού 80.000 ευρώ, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, κρίνεται προφανώς εξογκωμένο, όπως βάσιμα κατ΄ ένσταση ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, με τις πρωτοδίκως υποβληθείσες προτάσεις τους, αυτό δε ήταν δυνατόν να το αντιληφθεί ο ενάγων δικηγόρος, η αμοιβή του για το αίτημα αυτό πρέπει να οριστεί επί του ποσών των 70.000 ευρώ, 30.000 ευρώ, 30.000 ευρώ και 30.000 αντιστοίχως, το οποίο έπρεπε να ζητηθεί και συνεπώς, δικαιούται τα κάτωθι ποσά : α) από την πρώτη εναγομένη, επί αντικειμένου αγωγής, που διαμορφώνεται σε ποσό 267.900 ευρώ (347.900-80.000) ευρώ, του οφείλεται το ποσό των 4.018,50 ευρώ  (ήτοι 267.900 χ 1,5%). Σημειώνεται, ότι η αμοιβή προσδιορίζεται με βάση το ποσοστό, που αντιστοιχεί, ενιαίως, στην αξία του όλου αντικειμένου της δίκης (βλ. ΑΠ 1275/2018 Τρ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με την άποψη που ακολουθεί και το Δικαστήριο τούτο, διότι φαίνεται σύμφωνη με την γραμματική διατύπωση του άρθρου 63 παρ.1 εδ. (i) ν. 4194/2013 και όχι κατά φθίνουσα κλίμακα, δηλ. για κάθε τμήμα του χρηματικού αντικειμένου της δίκης, η αμοιβή να υπολογίζεται, με το αντίστοιχο ποσοστό, β) από τη δεύτερη εναγομένη, επί αντικειμένου αγωγής εκ ποσού 30.000 ευρώ (60.000-30.000), του οφείλεται το ποσό των 600 ευρώ  (ήτοι 30.000 χ 2%), γ) από τον τρίτο εναγόμενο, επί αντικειμένου αγωγής εκ ποσού 30.000 ευρώ (60.000 χ 2%), του οφείλεται το ποσό των 600 ευρώ  (ήτοι 30.000 χ 2%), δ) από την τέταρτη εναγομένη, επί αντικειμένου αγωγής εκ ποσού 30.000 ευρώ, του οφείλεται το ποσό των 600 ευρώ (ήτοι 30.000 χ 2%). Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή του για την ανωτέρω αιτία από την πρώτη εναγομένη, το ποσό των 1.097,20 ευρώ, ήτοι ποσοστό 2% επί του συνολικώς επιδικασθέντος σ΄ αυτήν τελεσιδίκως  ποσού των 54.860 ευρώ, από τη δεύτερη εναγομένη το ποσό των 309 ευρώ, ήτοι ποσοστό 2% επί του συνολικώς επιδικασθέντος σ΄ αυτήν τελεσιδίκως ποσού των 15.450 ευρώ, από τον τρίτο εναγόμενο το ποσό των 309 ευρώ, ήτοι ποσοστό 2% επί του συνολικώς επιδικασθέντος σ΄ αυτόν τελεσιδίκως ποσού των 15.450 ευρώ και από την τέταρτη εναγομένη το ποσό των 309 ευρώ, ήτοι ποσοστό 2% επί του συνολικώς επιδικασθέντος σ΄ αυτήν τελεσιδίκως ποσού των 15.450 ευρώ,  έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, όπως βάσιμα παραπονείται ο ενάγων- εκκαλών με τον πρώτο λόγο της έφεσής του. 2) για έξοδα που πραγματοποίησε αναφορικά με την ως άνω αγωγή, ήτοι: α) για τη χαρτοσήμανση της αγωγής, το ποσό των 13,15 ευρώ (3 ευρώ ΤΑΧΔΙΚ, 4 Χ 2ΤΝ, 1,15 ευρώ Χ 2 ΤΠΔΑ), β) για τη χαρτοσήμανση των αντιγράφων, το ποσό των 8 ευρώ (4 αντίγραφα Χ 2 € ΤΑΧΔΙΚ έκαστο), γ) για τη λήψη αντιγράφων, το ποσό των 7,92 ευρώ (12 σελίδες Χ 0,11 ευρώ ανά σελίδα Χ 6 αντίγραφα), δ) για τη σύνταξη και υπογραφή παραγγελίας προς επίδοση (άρθρ. 80 του Κώδικα Δικηγόρων), το ποσό των 50 ευρώ, ε) για τα έξοδα επίδοσης της αγωγής προς τους τρεις εναγομένους, το ποσό των 90 ευρώ (30 ευρώ Χ 3), και συνολικά δικαιούται από τους εναγομένους το ποσό των 169,07 ευρώ. Ο ενάγων δεν δικαιούται το αιτούμενο ποσό των 16 ευρώ για τις παρακρατήσεις επί του εκδοθέντος για την κατάθεση γραμματίου προκαταβολής εισφορών, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Κώδικα Δικηγόρων, η παρακράτηση από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο μέρους της προεισπραττόμενης από αυτόν δικηγορικής αμοιβής για την από το δικηγόρο  παράσταση σε ποινικές ή πολιτικές δίκες επιρρίπτεται σε βάρος του δικαιούχου δικηγόρου και όχι σε βάρος του εντολέα πελάτη του, διότι τα ποσά αυτά αφορούν εισφορές του δικηγόρου σε διάφορα ταμεία και συμμετοχή του στην κάλυψη δαπανών προείσπραξης του οικείου δικηγορικού συλλόγου, καθώς και προκαταβολή φόρου εισοδήματος (ΕφΑθ 473/2020 Τρ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ), όπως βάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους.  Β) 1) Ως αμοιβή του για τη σύνταξη και την κατάθεση προτάσεων  κατά την πρώτη συζήτηση της από 4-9-2014 (με αριθμ. έκθ. κατ. ………/2014) αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις 13-3-2015, δικαιούται, με βάση τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων, το ήμισυ της αμοιβής, που καθορίζεται στο άρθρο 63 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, ήτοι : α) από την πρώτη εναγομένη, το ποσό των 2.009,25 ευρώ (4.018,50 € χ ½), β) από τη δεύτερη εναγομένη, το ποσό των 300 ευρώ (600 χ ½), γ) από τον τρίτο εναγόμενο, το ποσό των 300 ευρώ (600 χ ½), δ) από την τέταρτη εναγομένη, το ποσό των 300 ευρώ (600 χ ½). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή του για την ανωτέρω αιτία από την πρώτη εναγομένη, το ποσό των 548,60 ευρώ, από τη δεύτερη εναγομένη το ποσό των 154,50 ευρώ, από τον τρίτο εναγόμενο το ποσό των 154,50 ευρώ και από την τέταρτη εναγομένη το ποσό των 154,50 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, όπως βάσιμα παραπονείται ο ενάγων- εκκαλών με τον πρώτο λόγο της έφεσής του. 2) Για έξοδα που πραγματοποίησε ο ενάγων για τη σύνταξη των ως άνω προτάσεων δικαιούται: α) για χαρτοσήμανση των προτάσεων, ποσό 8,15 ευρώ (3 € ΤΑΧΔΙΚ, 4 € ΤΝ, ΤΠΔΑ 1,15€), β) για λήψη αντιγράφων των προτάσεων των αντιδίκων, ποσό 3,74 ευρώ (0,11 ευρώ Χ 34 σελίδες) και συνολικά δικαιούται από τους εναγομένους το ποσό των 11,89 ευρώ, ενώ δεν δικαιούται, όπως προεκτέθηκε το αιτούμενο ποσό των 32 ευρώ για τις παρακρατήσεις επί του εκδοθέντος για τη συζήτηση γραμματίου προκαταβολής εισφορών. Γ) Ως αμοιβή του για τη σύνταξη της από 5-10-2015 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ………./2015) έφεσης των εναγομένων κατά της υπ΄ αριθμ. 3146/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι εναγόμενοι οφείλουν στον ενάγοντα το εύλογο ποσό των 400 ευρώ (άρθρ. 80 του Κώδικα Δικηγόρων), καθώς και το ποσό των 50 ευρώ για τον προσδιορισμό της ανωτέρω έφεσης. Επίσης, οι εναγόμενοι του οφείλουν : α) για έξοδα αντιγράφων της υπ΄ αριθμ. 3146/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το ποσό 11,44 (26 σελίδες Χ 0,11 ευρώ ανά σελίδα   Χ 4 αντίγραφα), β) για ένσημα επικύρωσης των τεσσάρων αντιγράφων, το ποσό των 8 ευρώ (2€ ΤΑΧΔΙΚ Χ 4(), γ) για την κοινοποίηση της απόφασης στους τρεις εναγομένους, το ποσό των 90 ευρώ (3 κοινοποιήσεις Χ 30€), δ) για σύνταξη και υπογραφή παραγγελίας προς επίδοση της υπ΄ αριθμ. 3146/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το ποσό των 50 ευρώ (άρθρ. 80 του Κ.Δ.), ε) για αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης, το ποσό των 7,92 ευρώ (6 αντίγραφα Χ 12 σελίδες Χ 0,11€), στ) για το παράβολο κατάθεσης της έφεσης, το ποσό των 200 ευρώ, ζ) για ένσημα ΤΑΧΔΙΚ των τεσσάρων αντιγράφων και του βιβλίου Εφέσεων, το ποσό των 10 ευρώ, η) για τη χαρτοσήμανση της έφεσης, το ποσό των 17,30 ευρώ (8€ Τ.Ν, 3,30 € ΤΠΔΑ, 6 € ΤΑΧΔΙΚ), θ) για τη σύνταξη και υπογραφή παραγγελίας προς επίδοση της έφεσης, το ποσό των 50 ευρώ, ι) για την κοινοποίηση της έφεσης προς τους τρεις εφεσίβλητους, το ποσό των 90 ευρώ (3 κοινοποιήσεις Χ 30€) και συνολικά το ποσό των 534,66 ευρώ, ενώ δεν του οφείλουν, για τους λόγους  που προεκτέθηκαν, το αιτούμενο ποσό των 19 ευρώ για τις παρακρατήσεις επί του εκδοθέντος για τη κατάθεση της έφεσης γραμματίου προκαταβολής εισφορών. Δ) Για τον προσδιορισμό ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και την κοινοποίηση της από 8-10-2015 και με αριθμό κατάθεσης ………../2015 έφεσης του ΝΠΙΔ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» κατά των ήδη εναγομένων και της υπ΄ αριθμ. 3146/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με βάση τη διάταξη του άρθρου 80 του Κώδικα Δικηγόρων, οι εναγόμενοι οφείλουν στον ενάγοντα το εύλογο ποσό των 50 ευρώ. Επίσης, οι εναγόμενοι του οφείλουν : α) για τα έξοδα αντιγράφων της ως άνω έφεσης, το ποσό των 11,22 ευρώ (34 σελίδες Χ 0,11 € ανά σελίδα Χ 3 αντίγραφα), β) για τα ένσημα επικύρωσης των δύο αντιγράφων, το ποσό των 4 ευρώ (2 ευρώ ΤΑΧΔΙΚ Χ 2), γ) για την κοινοποίηση της έφεσης προς το εκκαλούν ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ, το ποσό των 30 ευρώ, δ) για τη σύνταξη και υπογραφή παραγγελίας προς επίδοση της έφεσης, το ποσό των 50 ευρώ και συνολικά το ποσό των 95,22 ευρώ. Ε) Για τον προσδιορισμό ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς  και την κοινοποίηση της από 14-10-2015 με αριθμό κατάθεσης …………./2015 έφεσης του  ……… κατά των ήδη εναγομένων και της υπ΄ αριθμ. 3146/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με βάση τη διάταξη του άρθρου 80 του Κώδικα Δικηγόρων, οι εναγόμενοι οφείλουν στον ενάγοντα το εύλογο ποσό των 50 ευρώ. Επίσης, οι εναγόμενοι του οφείλουν : α) για τα έξοδα αντιγράφων της ως άνω έφεσης, το ποσό των 5,61 ευρώ (17 σελίδες Χ 0,11 € ανά σελίδα Χ 3 αντίγραφα), β) για τα ένσημα επικύρωσης των δύο αντιγράφων, το ποσό των 4 ευρώ (2 ευρώ ΤΑΧΔΙΚ Χ 2), γ) για την κοινοποίηση της έφεσης προς τον εκκαλούντα ……., το ποσό των 30 ευρώ, δ) για τη σύνταξη και υπογραφή παραγγελίας προς επίδοση της έφεσης, το ποσό των 50 ευρώ και συνολικά το ποσό των 139,61 ευρώ. ΣΤ) Για τον προσδιορισμό ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς  και την κοινοποίηση της από 16-10-2015 με αριθμό κατάθεσης ……/2015 έφεσης του  …………. κατά των ήδη εναγομένων και της υπ΄ αριθμ. 3146/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με βάση τη διάταξη του άρθρου 80 του Κώδικα Δικηγόρων, οι εναγόμενοι οφείλουν στον ενάγοντα το εύλογο ποσό των 50 ευρώ. Επίσης, οι εναγόμενοι του οφείλουν : α) για τα έξοδα αντιγράφων της ως άνω έφεσης, το ποσό των 6,27 ευρώ (19 σελίδες Χ 0,11 € ανά σελίδα Χ 3 αντίγραφα), β) για τα ένσημα επικύρωσης των δύο αντιγράφων, το ποσό των 4 ευρώ (2 ευρώ ΤΑΧΔΙΚ Χ 2), γ) για την κοινοποίηση της έφεσης προς τον εκκαλούντα ……….., το ποσό των 30 ευρώ, δ) για τη σύνταξη και υπογραφή παραγγελίας προς επίδοση της έφεσης, το ποσό των 50 ευρώ και συνολικά το ποσό των 140,27 ευρώ. Ζ) Για τη σύνταξη και την κατάθεση προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, στις 19-10-2017, της από 5-10-2015 και με αριθμό κατάθεσης ………../2015 έφεσης των εναγομένων, ο ενάγων δικαιούται, κατ΄ άρθρο 69 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων, αμοιβή διπλάσια από την αμοιβή που ορίζεται στο άρθρο 68 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Ως εκ τούτου, δικαιούται: α) από την πρώτη των εκκαλούντων και ήδη πρώτη εναγομένη, το ποσό των 4.018,50 ευρώ (2.009,25 ευρώ Χ 2), β) από τη δεύτερη εκκαλούσα και ήδη δεύτερη εναγομένη, το ποσό των 600 ευρώ (300€ Χ 2), γ) από τον τρίτο των εκκαλούντων και ήδη τρίτο εναγόμενο, το ποσό των 600 ευρώ (300€ Χ 2) και δ) από την έκτη εκκαλούσα και ήδη τέταρτη εναγομένη, το ποσό των 600 ευρώ (300€ Χ 2).  Επίσης, για έξοδα που πραγματοποίησε για τη σύνταξη και την κατάθεση των ως άνω προτάσεων, δικαιούται από τους εναγομένους :α) για τη χαρτοσήμανση των προτάσεων, το ποσό των 14,30 ευρώ και β) για τη λήψη αντιγράφων των προτάσεων των αντιδίκων, το ποσό των 10 ευρώ. Η) Για τη σύνταξη και την κατάθεση προτάσεων κατά τη συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, στις 19-10-2017, της από 8-10-2015 και με αριθμό κατάθεσης ………./2015 έφεσης του ν.π.ι.δ. «Επικουρικό Κεφάλαιο», της από 16-10-2015 και με αριθμό κατάθεσης ……../2015 έφεσης του …….. και της από 14-10-2015 με αριθμό κατάθεσης ………./2015 έφεσης του ……….. κατά των ήδη εναγομένων και της υπ΄αριθμ. 3146/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν με την παραπάνω έφεση των εναγομένων, με βάση τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων, ο ενάγων δικαιούται αμοιβή διπλάσια από την αμοιβή που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 68 του ίδιου Κώδικα. Ως εκ τούτου, δικαιούται: α) από την πρώτη των εφεσίβλητων και ήδη πρώτη εναγομένη, το ποσό των 4.018,50 ευρώ (2.009,25 ευρώ Χ 2), β) από τη δεύτερη των εφεσίβλητων και ήδη δεύτερη εναγομένη, το ποσό των 600 ευρώ (300€ Χ 2), γ) από τον τρίτο των εφεσίβλητων και ήδη τρίτο εναγόμενο, το ποσό των 600 ευρώ (300€ Χ 2) και δ) από την έκτη εφεσίβλητη και ήδη τέταρτη εναγομένη, το ποσό των 600 ευρώ (300€ Χ 2). Ενόψει της συνεκδίκασης της έφεσης των εναγομένων και των αντίθετων εφέσεων, για τη συζήτηση των οποίων, σύμφωνα με το άρθρ. 61 παρ. 1 και 4 του ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων) σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι του ίδιου Κώδικα, στο οποίο ορίζεται ότι στις πολιτικές υποθέσεις στο εφετείο, σε περίπτωση συνεκδίκασης αντίθετων εφέσεων κατατίθεται από το δικηγόρο μόνο ένα (1) γραμμάτιο προκαταβολής του οικείου δικηγορικού Συλλόγου (ΑΠ 890/2019 Τρ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ), και του γεγονότος ότι οι προτάσεις αφορούσαν την αντίκρουση εφέσεων με το ίδιο βιοτικό γεγονός, με ίδια νομική και ιστορική αιτία, δεν οφείλεται ιδιαίτερη αμοιβή για την σύνταξη και την κατάθεση των προτάσεων προς απόκρουση κάθε συνεκδικαζόμενης έφεσης, όπως βάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους. Περαιτέρω, για έξοδα που πραγματοποίησε ο ενάγων για τη σύνταξη και την κατάθεση των ως άνω προτάσεων, δικαιούται από τους εναγομένους :α) για τη χαρτοσήμανση των προτάσεων, το ποσό των 14,30 ευρώ και β) για τη λήψη αντιγράφων των προτάσεων των αντιδίκων, το ποσό των 10 ευρώ. ΙΑ) Επιπλέον, ο ενάγων δικαιούται για τη λήψη αντιγράφου και κοινοποίηση της υπ΄ αριθμ. 69/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς: α) για τη λήψη τεσσάρων αντιγράφων, το ποσό των 17,16 ευρώ, β) για τη χαρτοσήμανση των τεσσάρων αντιγράφων, το ποσό των 8 ευρώ (2 ευρώ ΤΑΧΔΙΚ Χ 4), γ) για τη δαπάνη επίδοσης της απόφασης προς τους τρεις αντιδίκους, το ποσό των 90 ευρώ, δ) για τη σύνταξη και υπογραφή τριών παραγγελιών προς επίδοση, το ποσό των 150 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 265,16 ευρώ. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού του ενάγοντος περί ύπαρξης ειδικότερης συμφωνίας με τους εναγομένους, σύμφωνα με την οποία το ποινικό σκέλος της υπόθεσης θα ανατίθετο σε έτερο δικηγόρο, την αμοιβή του οποίου θα κατέβαλε ο ενάγων από την αμοιβή που θα ελάμβανε ο ίδιος από τους εναγομένους και ως εκ τούτου το σχετικό κονδύλιο ποσού 1.500 ευρώ είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε, με την ίδια αιτιολογία το ανωτέρω κονδύλιο, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του δεύτερο λόγου της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως αβασίμου.   Τέλος, στον ενάγοντα οφείλεται από τους εναγομένους, ο ανάλογος για τα οφειλόμενα σ΄ αυτόν ποσά Φ.Π.Α, ποσοστού 24%, τον οποίο ο ενάγων θα κληθεί να αποδώσει, εκδιδομένων των αντίστοιχων παραστατικών- τιμολογίων, άμα τη καταβολή της αμοιβής του από τους εναγομένους. Ως εκ τούτου οι εναγόμενοι οφείλουν για την ως άνω αιτία στον ενάγοντα: α) η πρώτη εναγόμενη, το ποσό των 3.375,54 ευρώ {(4.018,50 +2.009,25 +4.018,50 +4.018,50=)14.064,75 χ 24% }, β) η δεύτερη εναγόμενη, το ποσό των 504 ευρώ {(600+300+600+600=) 2.100 χ 24%}, γ) ο τρίτος εναγόμενος, το ποσό των 504 ευρώ {(600+300+600+600=) 2.100 χ 24%}, δ) η τέταρτη εναγόμενη, το ποσό των 504 ευρώ {(600+300+600+600=) 2.100 χ 24%} και ε) άπαντες οι εναγόμενοι, το ποσό των 457,07 ευρώ {(169,07 +11,89 +400 +50 +534,66 +50 +95,22+139,61+140,27+24,30+24,30+265,16=)1.904,48 χ 24%}.  V. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να γίνουν δεκτές οι υπό κρίση εφέσεις ως ουσιαστικά βάσιμες και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση (όχι μόνο ως προς τα κονδύλια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι έφεσης, αλλά στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου- ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26,642, βλ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447). Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 23-9-2018 αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα: α) η πρώτη εναγόμενη, το ποσό των 17.440,29 ευρώ (14.064,75 +3.375,54), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής ως προς το ποσό των 14.064,75 ευρώ και από την επομένη της έκδοσης και παράδοσης του σχετικού παραστατικού ως προς το ποσό των 3.375,54 ευρώ και μέχρι την εξόφληση, β) η δεύτερη εναγόμενη, το ποσό των 2.604 ευρώ  (2.100+504), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής ως προς το ποσό των 2.100 ευρώ και από την επομένη της έκδοσης και παράδοσης του σχετικού παραστατικού ως προς το ποσό των 504 ευρώ και μέχρι την εξόφληση, γ) ο τρίτος εναγόμενος, το ποσό των 2.604 ευρώ  (2.100+504), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής ως προς το ποσό των 2.100 ευρώ και από την επομένη της έκδοσης και παράδοσης του σχετικού παραστατικού ως προς το ποσό των 504 ευρώ και μέχρι την εξόφληση και δ) η τέταρτη εναγόμενη, το ποσό των 2.604 ευρώ  (2.100+504), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής ως προς το ποσό των 2.100 ευρώ και από την επομένη της έκδοσης και παράδοσης του σχετικού παραστατικού ως προς το ποσό των 504 ευρώ και μέχρι την εξόφληση, ε) άπαντες οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, το ποσό των 2.361,55 ευρώ (1.904,48 +457,07), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής ως προς το ποσό των 1.904,48 ευρώ και από την επομένη της έκδοσης και παράδοσης του σχετικού παραστατικού ως προς το ποσό των 457,48 ευρώ και μέχρι την εξόφληση.   VΙ. Κατά το άρθρο 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον εις βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ότι καταλογίστηκαν υπέρ αυτού, αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που, κατά την άποψή του, έπρεπε να υπολογιστούν (Εφ.Αθ. 3080/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τα άρθρα 176, 189, 190 παρ. 3 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως όταν απορρίπτεται η αγωγή του, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση δε στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (Α.Π. 859/2002 ΕλλΔνη 44.1260,Εφ.Αθ.798/2007 ΕλλΔνη 2008.39). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 180 παρ.1 ΚΠολΔ, αν καταδικαστούν περισσότεροι, είτε ομόδικοι είτε όχι, να πληρώσουν τα έξοδα, ενέχονται κατ` ίσα μέρη, το δικαστήριο όμως μπορεί κατά την κρίση του, να κατανείμει τα έξοδα με βάση το μερίδιο που αναλογεί σε καθένα επάνω στο επίδικο αντικείμενο, ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, αν καταδικάσθηκαν περισσότεροι ως συνοφειλέτες εις ολόκληρον, έχουν εις ολόκληρον υποχρέωση και για την πληρωμή των εξόδων, εφόσον η απόφαση δεν ορίζει διαφορετικά, με την επιφύλαξη της διάταξης της §2. Για την ταυτότητα του νομοθετικού λόγου η ρύθμιση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί και στην αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή όταν υπάρχουν περισσότεροι νικητές διάδικοι (ΑΠ 1412/2019 Τρ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εναγόμενοι- εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφενός   δεν προσδιόρισε τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος- εφεσίβλητου  ενιαίως, καθώς αξιώνει την καταβολή του κονδυλίου των δαπανών με την αγωγή του εις ολόκληρον από τον καθένα εξ αυτών, ενώ δεν συμψήφισε αυτήν λόγω της εύλογης αμφιβολίας αυτών (εναγομένων) ως προς την έκβαση της δίκης, άλλως δεν την προσδιόρισε στο ποσό των 500 ευρώ. Ο λόγος αυτός παραδεκτά μεν προβάλλεται κατ` άρθρο 193 ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (Σ. Σαμουήλ: Η Εφεση, έκδοση 2003, παρ. 193, Α.Π.1306/1990 ΕλλΔνη 33.311), ωστόσο, κατά το πρώτο σκέλος του δεν κρίνεται βάσιμος, καθόσον, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα πρόταση, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του, να κατανείμει τα έξοδα με βάση το ποσό που επιδικάζεται σε κάθε ενάγοντα, ενώ κατά το δεύτερο και επικουρικό σκέλος του, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, εφόσον η εκκαλούμενη απόφαση έχει εξαφανιστεί και κατά τη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και θα καθορισθούν από το παρόν δικαστήριο τα δικαστικά έξοδα για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας (βλ. και ΕφΠειρ 90/2014, ΜονΕφΠατρ 89/2017, ΜονΕφΛαρ 96/2015, ΜονΕφΛαρ 61/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ).

Επομένως, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, πρέπει να κατανεμηθούν κατά ένα μέρος μεταξύ του ιδίου και των εναγομένων, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους και να καταδικαστούν οι τελευταίοι να πληρώσουν μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρ. 178, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ασκών το ένδικο μέσο της έφεσης  υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού 200 ευρώ και ότι εν περιπτώσει ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος το Δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα. Η υποχρέωση, όμως, κατάθεσης παραβόλου δεν ισχύει επί διαφορών από αμοιβές (άρθρ. 495 παρ. 3 τελευταίο εδάφιο και 614 παρ. 5 ΚΠολΔ), οπότε, εάν παρά την έλλειψη σχετικής υποχρέωσης κατατεθεί παράβολο, το Δικαστήριο, βάσει των εν λόγω διατάξεων αναλόγως εφαρμοζομένων, διατάσσει την επιστροφή τούτου στον καταθέσαντα ασχέτως της ευδοκίμησης ή μη της έφεσης (ΑΠ 142/2020 Τρ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις κατάθεσης αμφοτέρων των δικογράφων των υπό κρίση εφέσεων, έχει κατατεθεί παράβολο (βλ. τα υπ΄ αριθμ. ………. για την από 11-9-2019 έφεση  και …….. για την από 10-1-2020 έφεση e- παράβολα), χωρίς όμως να υφίσταται σχετική υποχρέωση, αφού οι εφέσεις αφορούν σε διαφορές από αμοιβές. Συνεπώς, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή των εν λόγω παραβόλων στους καταθέσαντες αυτά.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων: α) την από 10-1-2020 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2020 έφεση και β) την από 11-9-2019 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019 έφεση .

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ` ουσίαν αυτές.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 2912/2019 εκκαλούμενη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 23-9-2018 (αρ.εκθ.κατ. ………../4-10-2018 αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα  τα κάτωθι ποσά: α) η πρώτη εναγόμενη το συνολικό ποσό των δέκα επτά χιλιάδων, τετρακοσίων σαράντα ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (17.440,29 €), β) η δεύτερη εναγόμενη το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων τεσσάρων ευρώ (2.604€), γ) ο τρίτος εναγόμενος το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων τεσσάρων ευρώ (2.604€), δ) η τέταρτη εναγόμενη το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων τεσσάρων ευρώ (2.604€) και ε) άπαντες οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων εξήντα ένα ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (2.361,55€ ), με το νόμιμο τόκο κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγομένους σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων πενήντα (1.550) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των κατατεθέντων παραβόλων στους καταθέσαντες αυτά.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 2 Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ