Αριθμός 127/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα T.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 29-5-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) έφεση του ηττηθέντος εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, Ελληνικού Δημοσίου, κατά της υπ΄ αρ. 1580/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως(άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ παραβόλου (βλ. άρθρο 19 παρ. 1 του Διατάγματος της 26-6/10-7-1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου»).
Με την από 12-7-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) αγωγή του, που συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 22-10-2018, ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, ισχυρίστηκε ότι είναι αποκλειστικός κύριος του λεπτομερούς περιγραφομένου σ΄ αυτήν (αγωγή) κατ΄ έκταση και όρια ακινήτου (γεωτεμαχίου), ευρισκόμενου στη θέση «.. – . …» της Δημοτικής Κοινότητας Σαλαμίνας του Δήμου Σαλαμίνας, εκτός σχεδίου και εκτός ζώνης πόλης. Ότι την κυριότητα του ως άνω ακινήτου απέκτησε µε πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και µε προσµέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του (άµεσου και απώτερου), τους οποίους, κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 1990, διαδέχθηκε στη νοµή και οι οποίοι νέµονταν (ο ίδιος και οι δικαιοπάροχοί του) το ακίνητο µε διάνοια κυρίων συνεχώς και αδιαλείπτως από το έτος 1931, ασκώντας τις αναφερόµενες σ΄ αυτήν (αγωγή) προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής, δηλωτικές της επ΄ αυτού κυριότητας, χωρίς ουδέποτε να ενοχληθούν από οποιονδήποτε. Στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι ως ημερομηνία έναρξης ισχύος του θεσμού του κτηματολογίου στην περιοχή του Δημοτικού Διαμερίσματος Σαλαμίνας του Δήμου Σαλαμίνας ορίσθηκε η 13-11-2006 και ότι το προαναφερόµενο ακίνητο καταχωρήθηκε στα κτηµατολογικά βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Σαλαµίνας και έλαβε αριθµό ΚΑΕΚ …………. Ότι ελλείψει, εκ παραδρομής, δηλώσεως εκ μέρους του (ενάγοντος), καταχωρήθηκε ανακριβώς ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Στην ένδικη δε αγωγή ενσωματώνεται το από Μάιο του 2017 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού ……… που αφορά το επίδικο ακίνητο, κατά τρόπο ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος (ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος) άμεσο έννομο συμφέρον από την προσβολή του εμπραγμάτου δικαιώματός του, λόγω της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, ζήτησε: α) να αναγνωριστεί κύριος στο επίδικο ακίνητο, β) να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, ώστε στο ακίνητο με ΚΑΕΚ ……… να καταχωρηθεί κύριος με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία και γ) να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συγκροτηθέν από Κτηματολογικό Δικαστή, με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 1580/2019 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισµένη και νόµιµη, δέχθηκε αυτήν (αγωγή) και ως ουσία βάσιμη, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων των ισχυρισμών του εναγομένου και αναγνώρισε κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα τον ενάγοντα δυνάμει εκτάκτου χρησικτησίας αποκλειστικό και πλήρη κύριο στο ακίνητο με ΚΑΕΚ ……….. έκτασης 1.917 τ.μ., εμφαινόμενο στο από Μάιο του 2017, συνταγμένο κατά το ΕΓΣΑ 87 τοπογραφικό διάγραμμα του Αγρονόμου Τοπογράφου Μηχανικού υπό στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΛΑ, κείμενο στη θέση «… – ……..» εκτός σχεδίου πόλης της Σαλαμίνας και διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας και στο ανωτέρω ακίνητο με το ως άνω ΚΑΕΚ με την καταχώριση του ενάγοντος πλήρους και αποκλειστικού κυρίου, δυνάμει εκτάκτου χρησικτησίας. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την προαναφερόμενη έφεση το ηττηθέν εναγόμενο και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ώστε να απορριφθεί καθ΄ ολοκληρία η ένδικη αγωγή.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις», όπως ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Ειδικά στην περίπτωση που αναγράφεται «άγνωστος» ως δικαιούχος κυριότητας και η επικαλούμενη αιτία κτήσης από τον ενάγοντα είναι η έκτακτη χρησικτησία, η εν λόγω αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Η αγωγή αυτή έχει διττό χαρακτήρα, αναγνωριστικό-διορθωτικό, και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων και η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής. Η άνω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ΄ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (ΑΠ 277/2019 Επιθ.Ακιν. 2019.521). Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής θα πρέπει, πέραν των λοιπών στοιχείων που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 1094 του ΑΚ και 70, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο η κυριότητα του ενάγοντος επί του επίδικου ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, είδος και όρια, ενώ, όταν το επίδικο ακίνητο φέρεται, με την αγωγή, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει να εκτίθεται η θέση του μέσα σε αυτό και τα όριά του, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται σ΄ αυτήν οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του επίδικου ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αυτό να εμφαίνεται (ΑΠ 1089/2019, ΑΠ 1052/2019, ΑΠ 479/2019, ΑΠ 860/2018, ΑΠ 289/2016 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Η ακριβής, όμως, περιγραφή του ακινήτου, μπορεί να γίνει και με αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα (ΑΠ 164/2014, ΕφΑθ 5214/2019, ΕφΑθ 212/2018). Επίσης, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ΄ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (άρθρο 974 του ΑΚ), συνυπολογιζομένου και του χρόνου νομής του προκατόχου του, και να καθορίσει συγχρόνως και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε εμφανείς πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και, κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη, είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, είναι και η επίβλεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επιμέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 80/2015, ΑΠ 27/2015 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Οι εμφανείς υλικές πράξεις νομής που αναφέρονται στην ως άνω αγωγή σε περίπτωση αμφισβήτησης, πρέπει να αποδεικνύονται από εκείνον που επικαλείται βούληση για εξουσίαση του πράγματος.
Από δε τις διατάξεις των άρθρων 983 και 1051 του ΑΚ, προκύπτει ότι με το θάνατο του κληρονομούμενου η νομή ακινήτου που είχε αυτός μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αυτοδικαίως από το νόμο και χωρίς αποδοχή της κληρονομιάς και μεταγραφή της σχετικής δήλωσης ή του κληρονομητηρίου. Ο καθολικός και ο ειδικός διάδοχος δικαιούται να συνυπολογίσει και το χρόνο νομής του προκτήτορά του στο δικό του χρόνο, εφόσον τόσον αυτός, όσο και οι διάδοχοι έχουν νομή χρησικτησίας και δεν χώρησε διακοπή στη διαδοχή της νομής ανάμεσά τους. Στην έκτακτη χρησικτησία για το συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων αρκεί ειδική διαδοχή στη νομή, η οποία επέρχεται ακόμη και αν πρόκειται για μεταβίβαση του ακινήτου με άτυπη και αφηρημένη ή αναιτιώδη σύμβαση (ΟλΑΠ 1593/1979, ΑΠ 289/2016). Εκείνος, που προβάλλει τη χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θελήσεως του κατόχου να κατέχει το ακίνητο ως κύριος (ΑΠ 668/2020, ΑΠ 20/2019).
Με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του, το εκκαλούν, επαναφέρει τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό του περί αοριστίας της ένδικης αγωγής. Με αυτό το περιεχόμενο, όμως, η ένδικη αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, καθόσον περιέχονται σ΄ αυτήν (αγωγή) όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 του ΚΠολΔ, στοιχεία, ήτοι περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Ειδικότερα στο δικόγραφο της αγωγής περιγράφεται επαρκώς το επίδικο ακίνητο και με αποτύπωσή του στο ενσωματωμένο σ` αυτήν (αγωγή) προαναφερθέν τοπογραφικό διάγραμμα, [η δε ενσωμάτωση αυτή δεν συνιστά παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έτσι ώστε να καθιστά την αγωγή αόριστη (πρβλ. ΑΠ 839/2006)], κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, με αναφορά μάλιστα και των πλευρικών διαστάσεών του, χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός της θέσης αυτού σε σχέση προς το μείζον ακίνητο των 30 στρεμμάτων, το οποίο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, είχε αποκτήσει ο απώτερος δικαιοπάροχος του ενάγοντος, δεδομένου ότι αναφέρεται ο αριθμός ΚΑΕΚ του επίδικου ακινήτου (που, κατά την αγωγή, είναι αυτοτελές και όχι τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου του ενάγοντος), (καθώς και ο αριθμός ΚΑΕΚ των όμορων ακινήτων) ώστε να μην προκύπτει αμφιβολία ως προς τη θέση και την ταυτότητά του, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Επίσης, γίνεται σαφής έκθεση α) της κυριότητας του ενάγοντος, β) του τρόπου κτήσεως αυτής (με έκτακτη χρησικτησία, πρωτότυπο τρόπο, που είναι η μόνη βάση της ένδικης αγωγής), γ) των γεγονότων που απαιτούνται για τη θεμελίωση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων, καθώς επίσης, αναφέρονται και πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του που διενήργησαν (κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς) στο επίδικο ο ενάγων, καθώς και οι δικαιοπάροχοί του (οι οποίοι κατονομάζονται),και είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού με διάνοια κυρίων, μη απαιτούμενων άλλων επιπλέον στοιχείων, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας. Εξάλλου για το ορισμένο της ένδικης αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, δεν απαιτείτο να εκτίθενται, πέραν των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, και το αν το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας έναντι του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, αν δηλαδή, απέκτησαν κυριότητα επ΄ αυτού οι απώτεροι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας πριν από την 11-9-1915 ούτε αν εξαιρούνταν της χρησικτησίας, ως Δημόσιο κτήμα, αφού οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβληθούν από το εναγόμενο (πρβλ. ΑΠ 1125/2018, ΕφΠειρ 533/2020). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ορισμένη την αγωγή ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.
Κατά τις διατάξεις δε των Ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), Ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), Ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), Ν. 6 πρ. Πανδ. (44.3), Ν. 76 παρ. 1 (Πανδ. 18.1) και Ν. 7 παρ. 3 (Πανδ. 23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, ήτοι πριν την 23-2-1946, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν ασκήσεως νομής πάνω σ΄ αυτό με καλή πίστη, ήτοι, όπως αναφέρεται κατωτέρω, με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει (ο χρησιδεσπόζων) κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητος τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της ίδιας του νομής και εκείνου του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Νόμου της 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων», που κατά το προαναφερόμενο άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ εφαρμόζονται για τον πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα χρόνο, συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, ανεξαρτήτως της μορφολογίας τους, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11 Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του Νόμου ΔΞΗ/1912 «Περί δικαιοστασίου» και των Διαταγμάτων που εκδόθηκαν με βάση αυτόν τον νόμο και αφετέρου του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 22-4/16-5-1926 «Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ», που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του Α.Ν. 1539/1938 «Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων» διατηρηθέντων σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 53 ΕισΝ αυτού, με τις οποίες ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, επομένως και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ΄ αυτά (ΟλΑΠ 75/1987 ΕλλΔνη 32.1483, ΑΠ 17/2004, ΑΠ 1812/2001 ΕλλΔνη 43.1433). Έτσι κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου για την κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, όπως προαναφέρθηκε, απαιτείται νομή, η οποία εκδηλώνεται με συγκεκριμένες υλικές πράξεις, που επιχειρούνται με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριάντα έτη, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1045 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 65 του ΕισΝΑΚ, από την έναρξη της ισχύος του Αστικού Κώδικα αρκεί η επί 20ετία διανοία κυρίου νομή. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τους Ν. 20 παρ. 12 Πανδ. (5.3), Ν. 25 Πανδ.(24.1), Ν. 27 Πανδ. (18.1), Ν. 10, 13 παρ. 1, 17, 48 Πανδ. (41.3), Ν. 5 Πανδ. (41.7), Ν. 3 Πανδ. (41.10), Ν. 7 παρ. 6 Πανδ. (41.4), Ν.109 Πανδ. (50.16) καλή πίστη, κατά τα ως άνω, αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα του κυρίου (ΑΠ 1103/2018 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 638/2016 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 384/2014 ΕλλΔνη 2015/705, ΑΠ 309/2012 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ). Εν αντιθέσει ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία, αυτό συντρέχει, κατ΄ άρθρα 1041, 1042 και 1044 του ΑΚ, όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει, κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα, βαρυνόμενος με το σχετικό βάρος απόδειξης (ΑΠ 1222/2018). Επιπροσθέτως, μετά την απελευθέρωση και δυνάμει των από 3/22-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, των ερμηνευτικών των εν λόγω πρωτοκόλλων κειμένων των τριών προστάτιδων δυνάμεων και της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, αφενός μεν τα ανήκοντα στο Τουρκικό Δημόσιο κτήματα, αφετέρου δε τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε, καθώς και εκείνα τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του Ν. 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων». Εξάλλου όσον αφορά τα οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του νέου Ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική, η Εύβοια και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πωλήσεώς τους εντός προθεσμίας (ΕφΑθ 2516/2008). Περαιτέρω, εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, στο οποίο περιλαμβάνεται και το δάσος, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά την 11-9-1915, εάν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (ΑΠ 1256/1997 ΕλλΔνη 1998.596). Ακολούθως, κατά το άρθρο 1 του με ημερομηνία 3/15-12-1833 Β.Δ. «Περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834», όλα τα λιβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο «ταπί» εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή, όμως, αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Τούτο προκύπτει από α) το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. ΚΘ΄ της 31-1/18-2-1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητουμένων λιβαδίων χωρίς βλάβη των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους και β) το άρθρο 3 του Ν. ΨΗΖ/1880, κατά το οποίο οι κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λιβάδια, διατηρούν έναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων γίνονταν μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Επιπλέον, για τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο, με το άρθρο 16 του Ν. της 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων», με το οποίο ορίσθηκε ότι «Όλα τα παρ΄ ιδιωτών, ή κοινοτήτων, μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, ή τα εγκαταλελειμμένα από των κληρονόμων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμέναι απαιτήσεις, ανήκουν εις το δημόσιον».Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των Ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2.1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του Ν. 21-6/10-7-1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός «Περί διακρίσεως κτημάτων» τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν «δικαιώματι πολέμου» ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων107, 254 παρ. 1, 522, 527, 529, 532, 533 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για την ολοκλήρωση της έρευνας για τη βασιμότητα του λόγου εφέσεως και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς μπορεί χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις με τα αποδεικτικά μέσα, που αναφέρονται στο άρθρο 339 του ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων οι μάρτυρες, έτσι ώστε μετά τη συνεκτίμηση των αποδείξεων αυτών και των αποδείξεων, που εκτιμήθηκαν από την εκκαλουμένη απόφαση, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη η απόφαση αυτή και σε καταφατική περίπτωση να αποφανθεί για τη βασιμότητα του λόγου εφέσεως και να εξαφανίσει συνεπεία αυτού κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΟλΑΠ 1285/1982 Δ. 14.568, ΑΠ 2/2006 ΕλλΔνη 47.1047, ΕφΛαμ 63/2013). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Δεν είναι, συνεπώς, νόμιμη η κατ΄ έφεση επίκληση αποδεικτικού εγγράφου, για άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις στο Εφετείο περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα, που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσκομίσει πρωτόδικα, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των πρωτόδικων προτάσεων που επανυποβάλλει, όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου ή με ενσωμάτωση στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων (ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 753/2019). Περαιτέρω δεν πρόκειται για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 149/2020, ΑΠ 258/2019, ΑΠ 696/2017, ΑΠ 224/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι προς απόδειξη και ανταπόδειξη των περιστατικών, τα οποία επικαλούνται σε σχέση με την κυριότητα του επιδίκου, καθίσταται αμφίβολος ο σχηματισμός ασφαλούς δικανικής πεποιθήσεως προς ορθή επίλυση της επίδικης διαφοράς. Ειδικότερα, στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, προσκόμισε με επίκληση, μεταξύ άλλων, α) την υπ΄ αρ. 153/30-11-2017 ένορκη βεβαίωση του µάρτυρα Αθανασίου Μπούταλη του Σπυρίδωνα και β) την υπ΄ αρ. 154/30-11-2017 ένορκη βεβαίωση του µάρτυρα Χρήστου Βελούδη του Αλεξάνδρου, που δόθηκαν αµφότερες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαµίνας, τις οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) ανέφερε ρητά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του. Περαιτέρω, με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού έγγραφες προτάσεις του, ο εφεσίβλητος επικαλείται όλα τα σχετικά έγγραφα που νόμιμα προσκόμισε και επικαλέστηκε στην πρωτόδικη συζήτηση. Δεν επικαλείται, όμως, ρητώς και σαφώς τα έγγραφα που επικαλέστηκε και προσκόμισε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Στις προτάσεις του δε του παρόντος βαθμού δεν περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζήτησης, καλυπτόμενες από την υπογραφή της πληρεξούσιας Δικηγόρου του, έτσι ώστε να καθίστανται ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ούτε γίνεται ειδική αναφορά στα συγκεκριμένα μέρη των πρωτόδικων προτάσεών του (ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου), όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των εγγράφων. Επομένως, αυτά δεν λαμβάνονται υπόψη. Ο εφεσίβλητος, εκτός από τα παραπάνω έγγραφα που απαραδέκτως προσκομίζει και δεν λαμβάνονται υπόψη, προσκομίζει παραδεκτώς με ρητή επίκλησή τους με τις έγγραφες προτάσεις του που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, εκτός άλλων και, τα σχετικά αρ. 13 και 14, ήτοι επικυρωμένο αντίγραφο της Βεβαίωσης Δηλωθείσας Περιουσιακής Κατάστασης, όπως έχει δηλωθεί έως την 12-12-2017, που αφορά τον ίδιο, και επικυρωμένο αντίγραφο της Δήλωσης Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α) του έτους 2017, που, επίσης, αφορά τον ίδιο, αντίστοιχα. Τα έγγραφα αυτά προσκομίζει ο εφεσίβλητος επικαλούμενος ότι δηλώνει ως νόμιμος ιδιοκτήτης κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας το επίδικο και ότι καταβάλει ως ιδιοκτήτης (στο εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο) τους αναλογούντες φόρους. Στα ως άνω έγγραφα ο εφεσίβλητος έχει επισημάνει, ως αφορούσα το επίδικο ακίνητο, την εγγραφή Σαλαμίνα, Βασιλικά, πολυετής καλλιέργεια (λοιπές δενδροκαλλιέργειες), επιφάνεια 25.964,06 τ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας 100,00000%. Τίθεται, λοιπόν ζήτημα εάν στο μείζον ακίνητο των 25.964,06 τ.μ., που βρίσκεται στα Βασιλικά Σαλαμίνας, για το οποίο το εκκαλούν γνωρίζει τις ως άνω πράξεις, ήτοι τη δήλωση αυτού από τον ενάγοντα ως ιδιοκτήτη και την φορολόγηση για το λόγο αυτό του ενάγοντος, εμπεριέχεται ή όχι και το επίδικο. Κατόπιν τούτων, πρέπει, προκειμένου το Δικαστήριο να αχθεί σε κρίση για τη βασιμότητα των λοιπών λόγων (πλην του πρώτου λόγου) της κρινόμενης εφέσεως, που ανάγονται, όπως προαναφέρθηκε, και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης (άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ, βλ. και ΑΠ 1088/2018, ΕφΠατρ 303/2011), πριν από την προηγούμενη εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως και την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υπόθεσης, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της ένδικης υπόθεσης, που έχει κηρυχθεί περατωμένη, στο σύνολό της, (οπότε στην επαναλαμβανόμενη δίκη θα ερευνηθούν και όσοι από τους ισχυρισμούς προβλήθηκαν στην πρωτόδικη δίκη και επανυποβάλλονται νομίμως κατ΄ άρθρο 240 του ΚΠολΔ στην παρούσα δίκη ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου), προκειμένου να εξετασθεί στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού ένας από εκείνους που έδωσαν ένορκη βεβαίωση (και περιλαμβάνονται τα ονόματά τους στην προσβαλλόμενη απόφαση) ή σε περίπτωση κωλύματος αυτών ο προτεινόμενος από τον ενάγοντα, ήδη εφεσίβλητο, ώστε να διευκρινισθούν τα ανωτέρω, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την από 29-5-2019 (αρ. καταθ. …./2019) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 1580/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).
Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής αποφάσεως.
Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης της υποθέσεως, προκειμένου να εξετασθεί στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού ένας από εκείνους που έδωσαν ένορκη βεβαίωση (και περιλαμβάνονται τα ονόματά τους στην προσβαλλόμενη απόφαση) ή σε περίπτωση κωλύματος αυτών ο προτεινόμενος από τον ενάγοντα, ήδη εφεσίβλητο, ώστε να διευκρινισθούν τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 1 Μαρτιου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ