Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 756/2018

Αφορά ευθύνη διαχειρίστριας εταιρίας για απαιτήσεις ναυτικού σε πλοίο αλλοδαπής πλοιοκτήτριας/εφοπλίστριας.

Αριθμός 756 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …………  έφεση των εναγομένων  κατά της 4316/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και δέχθηκε  την από 15-5-2016 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης  ……… αγωγή του ενάγοντα ναυτικού, έχει  ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα  495, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ.1, 591 και 614 του ΚΠολΔ).  Επομένως και δεδομένου ότι φέρεται ενώπιον του κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ αρμόδιου Δικαστηρίου,   πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ειδική διαδικασία,  ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ) και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Με την άνω αναφερόμενη αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι κατάρτισε στον Πειραιά στις 24-11-2015 σύμβαση ναυτικής εργασίας με τον τρίτο εναγόμενο και με την ιδιότητα αυτού ως νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, αντιπροσώπου στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης, αλλοδαπής πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Παναμά φ/γ πλοίου  «D.D.», σε εκτέλεση της οποίας ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του πρώτου μηχανικού  στο πλοίο, αντί κλειστών μηνιαίων αποδοχών 8.500 ευρώ. Ότι  η σύμβασή του έληξε στον προβλεφθέντα χρόνο και ανανεώθηκε στις 23-3-2016, πλην όμως αποναυτολογήθηκε λόγω ασθένειας στις 8-4-2016 και ενώ το πλοίο βρισκόταν στη Γαλλία. Ότι αν και ο ίδιος παρείχε συνεχώς και αδιαλείπτως τις υπηρεσίες του, καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι σ’ ολόκληρον δεν του κατέβαλαν τις συμφωνηθείσες αποδοχές,  πλην του ποσού των 5.533,82 ευρώ και ζητά να υποχρεωθούν αυτοί με απόφαση κηρυσσόταν προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλουν το υπόλοιπο, οφειλόμενο, ποσό των 32.716,78   ευρώ, νομιμοτόκως κάθε επιμέρους ποσό  από το τέλος κάθε μήνα στο οποίο καθίστατο απαιτητό, επικουρικά δε από την απόλυσή του άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν σ’ ολόκληρον ο καθένας εξ αυτών το αιτούμενο ποσό, νομιμοτόκως από την απόλυση του ενάγοντα, ήδη δε οι εναγόμενοι με την κρινόμενη έφεσή τους και τους λόγους αυτής με τους οποίους επικαλούνται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προς το σκοπό πλήρους απόρριψης της αγωγής.

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξέτασε ο ενάγων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, αντίγραφο των οποίων επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, εκτιμώμενη δε και σταθμιζόμενη ανάλογα με το λόγο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας του μάρτυρα, σε συνδυασμό α] με όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση από  τους διαδίκους έγγραφα  ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τα οποία με τον ίδιο τρόπο επαναπροσκομίζονται από αυτούς και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (Ολ ΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, Ολ ΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010,  ΑΠ 1697/2010, ΑΠ 722/2004 δημοσ στην ΤΝΠ « Νόμος»), είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3 , 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008, 1201/2007 δημοσ στην ΤΝΠ «Νόμος»), με την επισήμανση ότι η νομιμότητα των αποδεικτικών μέσων συναρτάται με τη διαδικασία εκδίκασης της διαφοράς και συγκεκριμένα επί μονομελών πρωτοδικείων και επί υποθέσεων πολυμελούς, που δικάζονται κατά το άρθρο 270 ΚΠολΔ, λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, ακόμα και  ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Στη διαδικασία αυτή είναι παραδεκτά και έγγραφα ανεπίσημα, άκυρα, ανυπόγραφα ή έγγραφα που φέρεται ότι έχουν σφάλματα, ακόμα δε και τα ξενόγλωσσα (ΑΠ 1627/2010, ΧρΙΔ 2011.586, ΑΠ 1462/1996, ΕφΔωδ 17/2017, ΕφΠειρ 809/2014 δημοσ στην τνπ «Νόμος»). Περαιτέρω σε συνδυασμό β] με  τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια (άρθρο 261 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπάγγελτα (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Ο ενάγων ναυτικός κατάρτισε στον Πειραιά στις 24-11-2015 σύμβαση ναυτικής εργασίας με τη δεύτερη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «………» η οποία έχει νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο στην ημεδαπή και συγκεκριμένα στην …….. σύμφωνα με το α.ν. 89/1967, όπως ισχύει  και η οποία συμβλήθηκε στην άνω σύμβαση, εκπροσωπούμενη από τον πράκτορα της στον …….., με την ιδιότητα της διαχειρίστριας εταιρίας του   υπό σημαία Παναμά φ/γ πλοίου «D. D.» του οποίου τον εφοπλισμό ασκούσε, κατά τον ένδικο χρόνο, η πρώτη των εναγομένων, αλλοδαπή επίσης, εταιρία με την επωνυμία «………». Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής της οποίας η διάρκεια ορίστηκε τρίμηνη με δυνατότητα παράτασης ενός μήνα,  ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο πλοίο με την ειδικότητα του πρώτου μηχανικού αντί μηνιαίων «κλειστών» αποδοχών ύψους 8.500 ευρώ. Από τα πραγματικά αυτά περιστατικά τα οποία συνομολογούνται από τα διάδικα μέρη αποδεικνύεται ότι για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την προαναφερόμενη σύμβαση ναυτικής εργασίας ευθύνονται, ενεχόμενες σ’ ολόκληρον, σύμφωνα με το άρθρο 1 του  ν. 762/1978 αφενός μεν η εργοδότρια εταιρία, ήτοι η πρώτη εναγόμενη με την ιδιότητα της εφοπλίστριας του πλοίου αφού,  κατά τη σαφή διατύπωση του νόμου,  ο εργοδότης του ναυτικού μπορεί να έχει την ιδιότητα είτε του πλοιοκτήτη είτε του εφοπλιστή και αφετέρου η δεύτερη εναγόμενη με την ιδιότητα της διαχειρίστριας και αντιπροσώπου της πρώτης στην Ελλάδα για λογαριασμό της  οποίας (πρώτης) κατάρτισε την ένδικη σύμβαση. Περαιτέρω για τις ίδιες υποχρεώσεις ευθύνεται σ’ολόκληρον με τις άνω εταιρίες  και ο τρίτος εναγόμενος με την συνομολογούμενη ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου  της δεύτερης αλλοδαπής εταιρίας που εκπροσώπησε την εργοδότρια στην σύναψη της σύμβασης, αφού σύμφωνα με την  σαφή διατύπωση του ίδιου νόμου, το φυσικό πρόσωπο  που εκπροσωπεί το νομικό πρόσωπο, το οποίο συνήψε, στην Ελλάδα, για λογαριασμό του εργοδότη, την εν λόγω σύμβαση, ευθύνεται για τις εξ αυτής απαιτήσεις του ναυτικού, χωρίς να απαιτείται ως προϋπόθεση της ευθύνης του φυσικού προσώπου, η αυτοπρόσωπη συμμετοχή του στην κατάρτιση της σύμβασης. Αυτό προκύπτει αναμφισβήτητα από την διατύπωση της σχετικής διάταξης   (άρθρο 1 του ν. 762/1978) κατά την οποία «εάν την ανωτέρω σύμβαση με το ναυτικό συνήψε στην Ελλάδα νομικό πρόσωπο, ημεδαπό ή αλλοδαπό, με τον εργοδότη ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρον για τις κατά την προηγούμενη παράγραφο απαιτήσεις του ναυτικού, όλα τα, από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της από το ναυτικό ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεων του, εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικό αυτό πρόσωπο, φυσικά πρόσωπα», επομένως και αυτά που δεν  είχαν την εν λόγω ιδιότητα κατά την κατάρτιση της σύμβασης και δεν συμμετείχαν σ’ αυτήν αλλά απέκτησαν την ιδιότητα του εκπροσώπου μετά την κατάρτιση και ενώ διαρκούσε η σύμβαση ναυτικής εργασίας αλλά και εκείνα που την απέκτησαν κατά το χρόνο άσκησης των αξιώσεων του ναυτικού.  (ΑΠ 168/1999 ΕΝΔ 27.278, ΑΠ 424/1995 ΕΝΔ 24.124, ΕφΠειρ 456/2015, 761/2013, 764/2012 307/2005 δημ. ΝΟΜΟΣ). Στις 23-3-2016 ενόψει της συμπλήρωσης του χρόνου που είχε αρχικά προβλεφθεί ως διάρκεια της σύμβασης, πλέον ενός μήνα, υπογράφηκε σε πανομοιότυπο έγγραφο με εκείνο της πρώτης σύμβασης, η από 23-3-2016 σύμβαση μεταξύ του ενάγοντα και της δεύτερης εναγομένης, εκπροσωπούμενης από τον αρχιμηχανικό της που προέβλεπε την δίμηνη ναυτολόγηση του ενάγοντα με τους ίδιους ακριβώς όρους στο πλοίο, το οποίο κατά τον άνω χρόνο βρισκόταν σε λιμάνι της Γαλλίας και έτσι ο ενάγων συνέχισε αδιάκοπα να παρέχει τις υπηρεσίες του στο πλοίο μέχρι την λόγω ασθένειας απόλυσή του στις 8-4-2016.  Με δεδομένο ότι η σύμβαση πρόσληψης του ναυτικού για να ναυτολογηθεί σε πλοίο είναι ιδιότυπη οριστική σύμβαση και παράγει τα αποτελέσματα που θέλησαν τα μέρη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, προκύπτει από τα παραπάνω αποδειχθέντα και μη αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά ότι με την  κατάρτιση της από 23-3-2016 σύμβασης οι διάδικοι θέλησαν να συνεχιστεί η μεταξύ τους συνεργασία και η αρχική μεταξύ αυτών σύμβαση και όχι να καταρτίσουν μια εξ αρχής, νέα, διαφορετική σύμβαση και μάλιστα  παρά τα προκληθέντα προβλήματα από την μη τήρηση των υποχρεώσεων των εναγομένων οι οποίοι, δεν κατέβαλαν, ως όφειλαν (άρθρο 648 Α.Κ.), εξ αρχής, στον ενάγοντα αλλά και στο σύνολο του πληρώματος, τις αποδοχές τους. Οι μεν εναγόμενοι επιζητούσαν τη συνέχιση της ναυτολόγησης του ενάγοντα ώστε να είναι εφικτή η λειτουργία του πλοίου, ο δε ενάγων συμφώνησε στην παραμονή του ελπίζοντας στην καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών του, έναντι των οποίων είχε λάβει μόλις δυο ημέρες πριν, στις 21-3-2016, το ελάχιστο ποσό των 5.000 ευρώ για εργασία τεσσάρων μηνών.  Συνεπώς ενόψει του ότι η από 23-3-2016 σύμβαση αποτελεί ανανέωση και συνέχεια της πρώτης εξακολουθούν να ευθύνονται για τις ένδικες αξιώσεις όλοι οι εναγόμενοι, όπως ορθά εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και όσα αντίθετα υποστηρίζουν με τον πρώτο λόγο της έφεσής του οι εναγόμενοι είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Αποδείχθηκε στη συνέχεια,  από τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα αποδεικτικά μέσα, την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, τον από 8-4-2016 λογαριασμό μισθοδοσίας που έχει εκδοθεί από τον πλοίαρχο του πλοίου που αναγράφει το οφειλόμενο ποσό και την επισήμανση ότι αυτό θα διακανονιζόταν στα γραφεία της δεύτερης εναγομένης στην ……, μη αντικρουόμενα από αντίθετο αποδεικτικό μέσο,   ότι ο ενάγων δικαιούται από την παροχή της εργασίας του το συνολικό ποσό των 8.500 ευρώ χ 4,5 μήνες, όπως ο ίδιος ζητά και συνολικά το ποσό των 38.250 ευρώ  από το οποίο οι εναγόμενοι  έχουν καταβάλει το ποσό των 5.533,82 ευρώ και οφείλουν το υπόλοιπο από 32.716, 78 ευρώ. Προς απόδειξη του ισχυρισμού τους περί εξόφλησης οι εναγόμενοι κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προσκόμισαν, όπως εξοφλητική απόδειξη ή απόδειξη αποστολής εμβάσματος σε λογαριασμό του ενάγοντα ή οικείου προσώπου αυτού είτε, τέλος, κατάθεση ως μάρτυρα άλλου μέλους του πληρώματος, ούτε μπορεί να συναχθεί αντίθετη κρίση από τους αναπόδεικτους και προσχηματικούς ισχυρισμούς τους περί  σχετικών εξοφλητικών εγγράφων που παρέμειναν στο πλοίο το οποίο στο μεταξύ πήγε για διάλυση. Αλυσιτελώς δε  οι εναγόμενοι οι οποίοι όφειλαν σε όλα τα μέλη του πληρώματος του πλοίου τους, τις δεδουλευμένες αποδοχές πολλών μηνών και για αυτό αντιμετώπισαν προβλήματα με την απαγόρευση απόπλου αυτού επί είκοσι δύο ημέρες, στο λιμάνι της Ναντ στην Γαλλία, προβάλλουν ισχυρισμούς  ότι ο ενάγων απέκρυψε ότι ήταν συνταξιούχος ναυτικός ενώ  απαιτούσε να καταβάλλονται οι αποδοχές του σε διαφορετικούς λογαριασμούς  καθώς και αληθείς υποτιθέμενοι δεν  απαλλάσσουν τους εναγόμενους από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.  Εξάλλου και ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι αν δεν είχαν εξοφλήσει τους ναυτικούς δεν θα επιτρεπόταν ο απόπλους του πλοίου, αντικρούεται από το ηλεκτρονικό μήνυμα της επιθεωρήτριας της Διεθνούς Οργάνωσης των εργαζομένων στις Μεταφορές (ITF) στο οποίο σαφώς αναφέρει  ότι η εργοδότρια εκμεταλλευόμενη την απουσία του πρώτου μηχανικού στο νοσοκομείο, εμφάνισε ψεύτικη (fake) απόδειξη καταβολής προκειμένου να επιτύχει την αποδέσμευση του πλοίου. Ενόψει όλων των ανωτέρω και εκτιμωμένης της μη προσκόμισης αποδεικτικών μέσων από τους εκκαλούντες και ιδίως προς απόδειξη του ισχυρισμού τους περί εξόφλησης, η βασιμότητα του οποίου δεν μπορεί να στηριχθεί σε συλλογισμούς και εκλογικεύσεις, ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την ένδικη αξίωση του ενάγοντα και όσα αντίθετα υποστηρίζουν  με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους οι εναγόμενοι είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Τέλος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 176 ΚΠολΔ ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα, επομένως η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 476/2017). Κατά συνέπεια  ο τελευταίος λόγος της έφεσης με τον οποίοι οι εναγόμενοι παραπονούνται για την επιβολή σε βάρος τους των δικαστικών εξόδων της πρωτοβάθμιας δίκης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ενόψει του ότι δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως ουσία αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, του εφεσίβλητου-ενάγοντα, σε βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων-εναγομένων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης  και κατόπιν αποδοχής σχετικού αιτήματος αυτού (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την  με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …….  έφεση των εναγομένων  κατά της 4316/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

Δέχεται τυπικά την έφεση και

Απορρίπτει την έφεση κατ’ ουσίαν .

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων και τα ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20ης Δεκεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ