Αριθμός 136/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 2556/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 24-10-2019, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, δεδομένου ότι αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 26-9-2019 (βλ. την σχετική επισημείωση της δικ. επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……….., επί του προσκομιζομένου επιδοθέντος σε αυτήν αντιγράφου) (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), ποσού 100 ευρώ (βλ. e-παράβολο ………../ 2019). Κατόπιν αυτών, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, στα πλαίσια που ορίζονται από αυτήν, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ως άνω ίδια διαδικασία (άρθρα 522, 533 Κ.Πολ.Δ). ΙΙ. Ο ενάγων και νυν εφεσίβλητος με την από 20-8-2018 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε, ότι η εναγομένη, σύζυγος του, και νυν εκκαλούσα, στις 26-1-2018 ανέλαβε αυθαίρετα το συνολικό ποσό των 38.000 ευρώ από τρεις κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς τους, που περιείχαν αποκλειστικά δικές του καταθέσεις προερχόμενες από τα εκ της προσωπικής του εργασίας εισοδήματα καθώς και ότι υφαίρεσε από την συζυγική τους οικία το ποσό των 42.000 ευρώ εκ των οποίων 40.000 ευρώ σε μετρητά και 2.000 ευρώ ως αξία τραπεζικής επιταγής, που συνέχεια εισέπραξε, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα. Με το ιστορικό αυτό και μετά από παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 80.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που αυτή ανέλαβε και υφήρεσε τα άνω ποσά μέχρι την εξόφληση. Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, που την έκανε μερικώς δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 76.200 ευρώ (ήτοι 36.200 ευρώ που ανέλαβε από τους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς και 40.000 ευρώ που υφήρεσε σε μετρητά από την οικία τους). Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη με την υπό κρίση έφεση, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά να εξαφανισθεί αυτή προκειμένου να απορριφθεί η σε βάρος της αγωγή.
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1 και 2 εδ.α` και β` του Ν. 5638/1932 περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό, όπως το πρώτο αντικ. από το άρθρο 1 του Ν. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ` στοιχ. α` του ΝΔ 118/1973, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΝΔ 17.7/13.8.1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, 117 ΕισΝΑΚ και 19 παρ. 4 του Ν 1969/1991, συνδυασμένες με εκείνες των άρθρων 489, 491, 822 και 830 ΑΚ, συνάγεται ότι η σύμβαση καταθέσεως χρημάτων σε τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη ή τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, ενόψει του ότι αποσκοπεί στην ασφαλή φύλαξη των χρημάτων, προς την οποία και δεν αντιτίθεται η συνομολόγηση του συνηθισμένου για τραπεζικές εργασίες τόκου, καταρτίζεται με την εκ μέρους του καταθέτη μεταβίβαση της κυριότητας του κατά τη σύναψη της καταβαλλόμενου απ` αυτόν χρηματικού ποσού, ως πρώτης τμηματικής παροχής του, προς την τράπεζα, ατύπως (re), η οποία από τότε που με την παράδοση έγινε κυρία των χρημάτων (άρθρο 1034 ΑΚ), έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στον δικαιούχο όταν της ζητηθεί (ΑΠ 467/1991, ΑΠ 432/1990). Περαιτέρω, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών είτε ένας είτε μερικοί είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι (ΑΠ 1122/2005). Η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί και μία ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Από την πιο πάνω σύμβαση τρίτος μη συμβαλλόμενος αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης (άρθρο 411 ΑΚ), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από το δότη της υπόσχεσης-τράπεζα για τον εαυτό του. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης. Παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 του ΑΚ, συνάγεται δε σαφώς από τη διάταξη του άρθρου 493 του ΑΚ, κατά το οποίο, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, συνδυαζόμενο με το άρθρο 491 παρ. 1 εδ. α` του ίδιου Κώδικα, ότι σε περίπτωση αναλήψεως ολόκληρου του ποσού της χρηματικής καταθέσεως από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται μεν έναντι του δέκτη της καταθέσεως η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα δανειστή, αποκτά όμως ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος, για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση της οποίας το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα (ΑΠ 877/2008, ΑΠ 1031/2003, ΑΠ 855/2002, ΑΠ 1563/2000). Η εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί το λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η εσωτερική αυτή σχέση όμως δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και των συνδικαιούχων. Η σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση είναι επαχθής, όταν οι συνδικαιούχοι συνδέονται μεταξύ τους με εταιρεία ή με σύμβαση δανείου ή εντολής, βάσει της οποίας ο εντολέας ορίζει άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντας του, απλώς προς διευκόλυνσή του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού, και τα χρήματα, τα οποία έχει καταθέσει σ` αυτόν. Κατ` αντιδιαστολή, η εσωτερική σχέση είναι χαριστική όταν μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι συνδέονται με σύμβαση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, με κληροδοσία ή άλλη χαριστική επίδοση εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής (ΑΠ 539/1992). Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρη ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση. Δεν αποκλείεται η εσωτερική σχέση να προβλέπει ότι δεν υπάρχει δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των συνδικαιούχων (ΑΠ 540/1998). Στην περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής, πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, η οποία θεμελιώνει μια εκ του νόμου εσωτερική μεταξύ των συνδικαιούχων σχέση ως εκ των έσω αντανάκλαση της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που η εσωτερική σχέση δεν προβλέπει τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιούχων. Στις περιπτώσεις αυτές οι συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη (ΑΠ 1001/ 2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
VIII. Από την εκτίμηση: α) της υπ’ αριθμ. ……./15-11-2018 ένορκης βεβαίωσης του ……. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών και των υπ’αριθμ. ……/22-11-2018 και ……/22-11-2018 ενόρκων βεβαιώσεων των ….. και ……… αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που ελήφθησαν με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από νόμιμη κλήτευση της εναγομένης [βλ. την υπ’αριθμ. …/10-9-2018 έκθεση επίδοσης της αγωγής της δικαστικής επιμελήτριας με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, . ……, στην οποία- αγωγή- γίνεται ρητή μνεία-κλήση προς αυτήν να παραστεί κατά την λήψη τους, καθώς και την υπ’ αριθμ. …. /19-11 -2018 έκθεση επίδοσης της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας) και β) των υπ’αριθμ. …./19-11-2018 και …/19-11-2018 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …… και …….. αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης μετά από νόμιμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’αριθμ. ……../14-11 -2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………), καθώς και των εγγράφων που προσκομίζονται νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο το έτος 1987, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, που γεννήθηκαν τα έτη 1987 και 1989. Από την αρχή του γάμου τους ο ενάγων εργαζόταν ως τεχνίτης σιδηροαλουμινοκατασκευών, και δη αρχικά ως μισθωτός σε διάφορους εργοδότες, ενώ το έτος 2013 ξεκίνησε να δραστηριοποιείται ως ελεύθερος επαγγελματίας με ατομική επιχείρηση, που συνέστησε για τυπικούς (φορολογικούς και κοινωνικοασφαλιστικούς) και μόνον λόγους στο όνομα της εναγομένης, την οποία έκτοτε λειτουργούσε και εκμεταλλευόταν ο ίδιος, με αρχική έδρα στον …….. και ακολούθως στο …… Αττικής. Στην εν λόγω επιχείρηση απασχολούταν σε τακτική βάση και η εναγομένη, η οποία βοηθούσε στη παράδοση των παραγγελιών με το φορτηγό της επιχείρησης και την διεκπεραίωση των διάφορων οικονομικών της υποχρεώσεων έναντι τρίτων μέσω τραπέζης και web banking, χωρίς να έχει συμφωνήσει να λαμβάνει προς τούτο κάποια αμοιβή. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι διάδικοι ήταν συνδικαιούχοι τριών αποταμιευτικών λογαριασμών, που τηρούνταν στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, στην Alpha Bank και στην Τράπεζα Πειραιώς, στους οποίους ο ενάγων κατέθετε τα εισοδήματα, που αποκόμιζε από την ως άνω προσωπική του εργασία, την διαχείριση των οποίων είχε αποκλειστικά ο ίδιος, ενώ στην εναγόμενη ανέθετε να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση τους προς διευκόλυνσή του και μόνον κατόπιν εντολής του. Στις 26-1-2018, ημέρα Παρασκευή, αυτός επιστρέφοντας στην οικία του μετά την εργασία του διαπίστωσε, ότι η εναγόμενη είχε μαζέψει τα προσωπικά της είδη και τον ρουχισμό της και είχε εγκαταλείψει την συζυγική οικία, ενώ του είχε αφήσει ένα ιδιόγραφο σημείωμα, όπου έγραφε ότι «Αν ήμουν γύφτισσα θα τα έπαιρνα όλα, πήρα ο,τι μου αναλογεί». Όπως δε, προέκυψε στη συνέχεια, η εναγόμενη προέβη σε αναλήψεις διαφόρων χρηματικών ποσών από τους κοινούς τους λογαριασμούς και συγκεκριμένα στις 26-1-2018 ανέλαβε από τον υπ’ αριθμ. …….. κοινό τραπεζικό τους λογαριασμό στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, το ποσό των 19.900 ευρώ, καταλείποντας σε αυτόν μόνον το ποσό των 26,19 ευρώ, και από τον υπ’αριθμ………. κοινό λογαριασμό τους στην Alpha Bank το ποσό των 12.500 ευρώ, ενώ στις 29-1-2018 ανέλαβε από τον τελευταίο και το επιπλέον ποσό των 3.800 ευρώ, ακολούθως δε κατέθεσε τα ως άνω ποσά στον υπ’αριθμ. ……… ατομικό τραπεζικό λογαριασμό της, στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Η ίδια για να δικαιολογήσει την πράξη της ισχυρίζεται, ότι είχε κάθε δικαίωμα να αναλάβει τα ανωτέρω ποσά, καθόσον ανέκαθεν εισέφερε στις ανάγκες της οικογένειας, καταβάλλοντας το μίσθωμα που εισέπραττε από ακίνητο της, ποσού αρχικώς 400 ευρώ και ακολούθως 300 ευρώ για τη δόση του στεγαστικού δανείου, που είχε λάβει ο ενάγων ως πρωτοφειλέτης, με εγγυήτρια την ίδια για την αγορά της οικίας τους, ενώ από το έτος 2000 έως το έτος 2012 εργαζόταν και ως καθαρίστρια αποκερδαίνοντας μηνιαίως το ποσό των 825 ευρώ, που διέθετε για τις ανάγκες του συζυγικού οίκου, επιπλέον δε, η αξία της παρεχόμενης εκ μέρους της εργασίας στην επιχείρηση του ενάγοντος αποτιμάται τουλάχιστον στο ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως, που υπό άλλες συνθήκες ο ενάγων θα υποχρεούταν να καταβάλει ως μισθό σε τρίτο που θα προσελάμβανε ως υπάλληλο. Ο ως άνω ισχυρισμός, ωστόσο, δεν ασκεί εν προκειμένω κάποια έννομη επιρροή, διότι τα κατατεθειμένα στους επίμαχους τραπεζικούς λογαριασμούς χρήματα, από τα οποία και αναλήφθηκαν τα επίδικα ποσά, αφορούσαν προσωπικά έσοδα του ενάγοντος προερχόμενα αποκλειστικά από την εκμετάλλευση της ανωτέρω επιχείρησης του, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι στις εν λόγω καταθέσεις συμμετείχε και η εναγομένη με δικά της χρήματα προερχόμενα από οιαδήποτε πηγή, καθόσον τα αναφερόμενα προσωπικά της εισοδήματα, όπως και η ίδια ισχυρίζεται, δεν αποταμιεύθηκαν αλλά διατέθηκαν σε οικογενειακές ανάγκες. Οι όποιες δε αξιώσεις αυτής για συμμετοχή της στα αποκτήματα του ενάγοντος, συζύγου της, δύναται να γίνει δικαστικά με την έγερση της σχετικής αγωγής κατά τους όρους του άρθρου 1400 ΑΚ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι αυτή υποχρεούται να αποδώσει στον ενάγοντα το ανωτέρω συνολικό ποσό των 36.200 ευρώ, και τα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εναγόμενη με τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο και έκτο λόγο της έφεσης της πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε ότι αυτή υφήρεσε το ποσό των 40.000 ευρώ, που ο ενάγων, κατά τους ισχυρισμούς του, είχε αναλάβει τμηματικά από τους ως άνω τραπεζικούς λογαριασμούς, λίγο πριν την επιβολή των capital controls, και έκτοτε φύλασσε σε ειδικά διαμορφωμένο έπιπλο-κρύπτη στην οικία τους. Ειδικότερα, πέραν του γεγονότος, ότι η ύπαρξη του εν λόγω ποσού δεν προέκυψε με βεβαιότητα, καθόσον η μεν εναγόμενη αποδέχεται την ύπαρξη μόνον 25.000 ευρώ σε μετρητά εντός της οικίας τους (βλ. το από 27-6-2018 σημείωμα που κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων), ο δε ενάγων δεν προσκομίζει την κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών της αντίστοιχης των αναλήψεων σχετικής περιόδου, από την οποία θα μπορούσε ευχερώς να προκύψει η τμηματική ανάληψη τους, ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε από τον τελευταίο σχετικά με την παράνομη αφαίρεση του από την εναγομένη. Πλέον συγκεκριμένα, τα όσα σχετικώς ενόρκως βεβαιώνουν οι ……… και ……….., ανηψιός και αδερφός αντίστοιχα του ενάγοντος, δεν στηρίζονται σε προσωπική τους αντίληψη, αλλά στα όσα τους μετέφερε ο ίδιος ο ενάγων, ενώ το ίδιο ισχύει και για την ένορκη βεβαίωση του υιού των διαδίκων, που δεν κατοικεί μαζί τους, αλλά κατά το κρίσιμο χρόνο διέμενε μόνιμα στη ….. Περαιτέρω, αν και ο ενάγων επικαλείται ότι η εναγόμενη αφαιρώντας το ως άνω χρηματικό ποσό, πέραν των χρημάτων που ανέλαβε από τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, ουσιαστικά του αποστέρησε όλες τις μέχρι τότε οικονομίες του, εν τούτοις αυτός το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα των τριών μηνών φέρεται να κατέβαλε το συνολικό ποσό των 14.000 ευρώ περίπου για την μετεγκατάσταση της επιχείρησης του και την αγορά νέου εξοπλισμού, για το οποίο δεν ισχυρίζεται ότι προέρχεται από δανεισμό (βλ. σχετικά τις αποδείξεις που επικαλείται και επισυνάπτει στην αγωγή του από 7-1-2020 με ΓΑΚ ……../2-020 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς). Εξάλλου, η μη υφαίρεση του ανωτέρω ποσού από την εναγομένη συνάδει και με το περιεχόμενο του προαναφερθέντος χειρόγραφου σημειώματος, που η τελευταία κατέλειπε κατά την αποχώρηση της από την συζυγική οικία, σύμφωνα με το οποίο αυτή φέρεται να μην είχε πρόθεση να αφαιρέσει το σύνολο των χρημάτων του ενάγοντος, αλλά μόνον όσα κατά την ίδια αναλογούσαν στην εν γένει συμβολή της στην επαύξηση της περιουσίας του κατά την διάρκεια του έγγαμου βίου τους. Τέλος, επισημαίνεται ότι η σχετική από 8-2-2018 έγκληση του ενάγοντος σε βάρος της εναγόμενης για το αδίκημα της υφαίρεσης απορρίφθηκε ως μη νόμιμη με την με αριθμό ……../ 21-6-2019 διάταξη της Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε διαφορετικά και έκανε δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο το ως άνω αγωγικό αίτημα έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένης δε δεκτής της έφεσης και ως ουσιαστικά βάσιμης κατά τον σχετικό τέταρτο λόγο της, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, για τη δημιουργία ενιαίου τίτλου εκτελέσεως της αποφάσεως, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και αναδικαστεί η αγωγή, πρέπει να γίνει αυτή μερικώς δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 36.200 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που η εκκαλούσα κατέβαλε κατά την άσκηση της έφεσης της, καθώς και να επιβληθούν μερικώς σε βάρος της τα έξοδα του εφεσιβλήτου -ενάγοντος, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ.1, 183, 191 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση κατά της με αριθμό 2556/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παράβολου με αριθμό ………/ 2019, ποσού 100 ευρώ.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 2556/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 20-8-2018(υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2018) αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ μερικώς την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα έξ χιλιάδων διακοσίων (36.200,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μερικώς τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου-ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας-εναγομένης, και τα ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 3 Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ