Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 143/2021

Αριθμός    143/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται προς κρίση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η με αριθμ. έκθ κατάθ. ……../30-6-2020  στο Πρωτοδικείο και με  αριθμ. έκθ. κατάθ. ……./1-7-2020 στο Εφετείο,  έφεση κατά της με  αριθμό 1807/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Έχει ασκηθεί  νομότυπα και εμπρόθεσμα,  στην οριζόμενη από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμία αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ.1 β), 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2,  741, 748, 760-766 ΚΠολΔ), κατά συνέπεια πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ.) και, στη συνέχεια, ενόψει της κατάθεσης του προβλεπόμενου στο άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ παραβόλου για την άσκησή της,  να ερευνηθεί, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Με την από 10-1-2019 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……./2019 αίτησή τους οι αιτούντες-μέλη της πρώτης των καθ’ ων Κοινοπραξίας, επικαλούμενοι σπουδαίους λόγους που ανάγονται σε διενέξεις, διαφωνίες και διαφορές με τους λοιπούς των καθ’ ων,  μέλη της ίδιας Κοινοπραξίας, οι οποίοι  καθιστούν τη συνέχιση της λειτουργίας της πρώτης καθ’ ης  δυσβάσταχτη και αδύνατη, ζητούν  να αναγνωριστεί ότι πράγματι  συντρέχουν τέτοιοι λόγοι και περαιτέρω να προσδιοριστεί η αξίωση συμμετοχής καθενός εξ αυτών στην περιουσία της Κοινοπραξίας  κατά το χρόνο εξόδου τους, στις 6-6-2018 και να υποχρεωθούν οι καθ’ ων να τους καταβάλουν το αντίστοιχο ποσό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ως προς τους λοιπούς, πλην της Κοινοπραξίας, καθ’ ων, δεχόμενο ότι η ένδικη, ενοχική, αξίωση των αιτούντων στρέφεται κατά της τελευταίας, η οποία και μόνο νομιμοποιείται προς τούτο παθητικά, περαιτέρω απέρριψε την αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη και συγκεκριμένα  το  αναγνωριστικό αίτημα αυτής  ως ουσιαστικά αβάσιμο δεχόμενο ότι η συνεργασία μεταξύ των μελών της Κοινοπραξίας κατέστη αδύνατη από υπαιτιότητα των αιτούντων, πλην όμως, έκρινε ότι επήλθε τέτοιος κλονισμός των σχέσεων των διαδίκων που καθιστά αδύνατη την εξακολούθηση της συμβατικής τους σχέσης. Όσον αφορά το καταψηφιστικό αίτημα έκρινε ότι δεν περιέχει τα αναγκαία για τον καθορισμό της αξίας της εν λόγω συμμετοχής τους στοιχεία και σε περίπτωση που εκτιμάτο ως αξίωση  καταβολής του ποσοστού τους στα κέρδη της Κοινοπραξίας για τα έτη 2017 και 2018  ως προώρως ασκηθέν και τελικά απέρριψε αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμο. Ήδη οι εκκαλούντες με την υπό κρίση έφεσή τους  ζητούν, για τους λόγους που επικαλούνται  και ανάγονται κυρίως σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης  προς τον σκοπό, να γίνει πλήρως δεκτή η αίτησή τους.

Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 261 του ν. 4072/2012 που προβλέπει την εκούσια έξοδο εταίρου, «1. Ο εταίρος μπορεί με δήλωση του προς την εταιρεία και τους λοιπούς εταίρους να εξέλθει από την εταιρεία, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση»  και  «3. Στην εταιρεία ορισμένου χρόνου η καταβολή της αξίας συμμετοχής στον εξερχόμενο εταίρο εξαρτάται από τη συνδρομή σπουδαίου λόγου».  Οι διατάξεις αυτές  εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 293 του ίδιου νόμου και στην κοινοπραξία όταν αυτή ασκεί εμπορική δραστηριότητα. Ειδικότερα επειδή στο δίκαιο των ενώσεων προσώπων που συνιστώνται με σύμβαση, για την επιδίωξη κοινού σκοπού με κοινή συμβολή των μελών τους, δεν προβλέπεται η κοινοπραξία, ως ιδιαίτερος τύπος εταιρίας ωστόσο, με δεδομένο ότι η μορφή αυτή δραστηριότητας εμφανίστηκε και δρα στην πράξη ως ένωση φυσικών ή νομικών προσώπων, είναι δυνατό να προσλάβει τη νομική μορφή είτε αστικής εταιρίας, εάν από τη φύση ή το σκοπό της δεν είναι εμπορική, οπότε διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. του Α.Κ., είτε εμπορικής εταιρίας, οπότε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εμπορικού δικαίου και υπάγεται σε έναν από τους εταιρικούς τύπους που αναγνωρίζονται περιοριστικά από αυτό. Συγκεκριμένα  σε περίπτωση που η κοινοπραξία επιδιώκει εμπορικό σκοπό, εάν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις σύνταξης εγγράφου και δημοσιότητας, που προβλέπονταν από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 του Εμπορικού Νόμου και ίσχυαν πριν την κατάργηση των άρθρων 18 – 28, 38, 39, 47 – 50 και 64 με το άρθρο 294 παρ. 2 του ν. 4072/2012, μπορεί ανάλογα με το πώς εκδηλώθηκε εξωτερικά η  δραστηριότητά της, να έχει χαρακτήρα είτε αφανούς εταιρίας, με εμφανή εταίρο ένα εκ των μελών της, οπότε προσομοιάζει στην ετερόρρυθμη εταιρία, με απεριορίστως ευθυνόμενο μόνο τον εμφανή εταίρο, είτε ομόρρυθμης, «εν τοις πράγμασι», εταιρίας, με απεριορίστως και σε  ολόκληρο ευθυνόμενα (άρθρο 22 του Εμπορικού Νόμου) όλα  τα μέλη αυτής για τις εκ της δραστηριότητάς της υποχρεώσεις (ΑΠ 1078/2010). Όσο δε η κοινοπραξία,  δεν προσλαμβάνει τυπικά κάποια εταιρική μορφή, δεν αποκτά νομική προσωπικότητα μεν, ωστόσο, όμως, αποκτά την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΟλΑΠ 14/2007), ακόμη, μπορεί να είναι διάδικος και να παρίσταται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία είναι ανατεθειμένη η διαχείριση των υποθέσεών της (62 και 64 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΙΙ.1. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 261 του ν. 4072/2012, ο εταίρος μπορεί με δήλωσή του προς την εταιρεία και τους λοιπούς εταίρους, να εξέλθει εκουσίως από την εταιρεία, παρέχεται επομένως σ’ αυτόν  που δεν επιθυμεί να συνεχίσει τη συμμετοχή του στην εταιρεία, η δυνατότητα, να εξέλθει  με μονο­μερή δήλωση απευθυντέα στους υπόλοιπους εταίρους και την εταιρία. Αποκτά το δικαίωμα να καταγγείλει την εταιρική του συμμετοχή, χωρίς να πρέπει να ανα­μένει την κρίση του δικαστηρίου, όπως απαιτείτο  στο προγενέστερο δίκαιο σύμφωνα με το οποίο  η καταγγελία της εταιρίας επέφερε τη λύση της και συνεπεία αυτής επερχόταν και η έξοδος του εταίρου. Η κατά το εν λόγω άρθρο  καταγγελία της εταιρι­κής συμμετοχής με  μονομερή (απευθυντέα προς τους λοιπούς εταίρους και την εταιρεία) δήλωση του επιθυμούντος την έξοδό του εταίρου, έχει διαπλαστικό χαρακτήρα χωρίς να  απαιτείται  η επικύρωσή της  από το δικαστήριο, επιφέρει δε άμεσα  τα αποτελέσματά της, ήτοι την έξοδο αυτού  από την εταιρία και τη συνέχιση της λειτουρ­γίας της εταιρίας με τους λοιπούς εταίρους, από τη στιγμή που η δήλωση αυτή θα περιέλθει στην εταιρεία και τους εταί­ρους.

ΙΙ. 2. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 264 παρ. 2 του ίδιου νόμου (4072/2012) ο εξερχόμενος εταίρος, όπως και ο αποκλειόμενος, έχει αξίωση κατά της εταιρείας για καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του και εάν η εταιρία είναι αορίστου χρόνου, η αξία της συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου καταβάλ­λεται σε εκείνον στο τέλος της εταιρικής χρήσης (άρθρο 261 παρ. 2), ενώ σε περίπτωση διαφωνίας, σε κάθε περίπτωση, ως προς το ύψος της, αυτό καθορίζεται από το Μονομελές Δικαστή­ριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιο­δοσίας (άρθρο 264 παρ. 2 του ν. 4072/2012). Η συνδρομή σπουδαίου λόγου για την αποχώρηση του εξερχόμενου εταίρου είναι αδιάφορη όσον αφορά τις εταιρείες αορί­στου χρόνου, το αντίθετο ωστόσο ισχύει στις εται­ρείες ορισμένου χρόνου όπου η συνδρομή του είναι ουσιώδης καθώς η διάταξη του άρθρου 261 παρ. 3, εξαρτά την καταβολή ή μη της αξίας συμμετοχής του εξερχομένου από την ύπαρξη σπουδαίου λόγου που  δικαιολογεί την έξοδό του από την εταιρεία.  Για τον καθορι­σμό της αξίας της μερίδας συμμετοχής κρίσιμη είναι η αξία που θα μπορούσε να επιτευχθεί για τη μεταβίβασή της στην αγορά κατά τον χρόνο αποχώρησης του εταί­ρου. Για τον σχηματισμό δικαστικής κρίσης θα πρέπει συνεκτιμάται η όλη περιουσιακή κατάσταση της εται­ρείας, δηλαδή το ενεργητικό αυτής τη συγκεκριμένη χρο­νική στιγμή και ειδικότερα τα περιουσιακά της στοιχεία (και το υφιστάμενο κεφάλαιό της, το οποίο δεν μειώνεται με την έξοδο ή τον αποκλεισμό εταίρου) συμπεριλαμβα­νομένων σ’ αυτά και των αξιώσεών της έναντι τρίτων και της αποτιμητέας σε χρήμα αξίας των άυλων αγα­θών που απέκτησε (φήμη, πελατεία, αξία διακριτικών γνωρισμάτων κ.λπ.) από τη μέχρι τότε λειτουργία της, καθώς και το παθητικό της, δηλαδή τα χρέη της προς τρίτους, ενώ θα πρέπει λαμβάνεται υπόψη και η οικο­νομική απόδοση της εταιρικής επιχείρησης, τρέχουσα και προσδοκώμενη. Θα συνεκτιμάται επίσης η κατα­βολή της εισφοράς από τον απελθόντα ή ειδικές περι­στάσεις που αφορούν την προβλεπόμενη από την εται­ρική σύμβαση συμμετοχή του στις εταιρικές υποθέσεις. Περαιτέρω ο υπολογισμός της αξίας συμ­μετοχής του εξερχόμενου εταίρου  με βάση αποκλειστικά τα επιδεκτικά αναγραφής στον ετήσιο ισολογισμό μεμονωμένα στοιχεία της επι­χείρησης οδηγεί σε ανεπιεικείς λύσεις και αυτό γιατί ο  ισο­λογισμός, που συντάσσεται στο τέλος της εταιρικής χρήσης, δεν είναι δυνατόν να αποτελεί την αποκλει­στική βάση υπολογισμού της αξίας συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου, αφού σκοπός του είναι η δια­πίστωση κερδών ή ζημιών κατά τη συγκεκριμένη εται­ρική χρήση και δεν αντικατοπτρίζει, κατά κανόνα, την αληθινή περιουσιακή κατάσταση της εταιρίας, επειδή δεν περιλαμβάνει στοιχεία, όπως, τυχόν, τα αφανή αποθεματικά, οι εκκρεμείς υποθέσεις, η πελατεία, η φήμη, η οργάνωση και η απόδοση της επιχείρησης κλπ. Επομένως  για τον υπολογισμό της πραγματικής αξίας της συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου θα ήταν αναγκαία  η κατάρτιση ειδικού ισολογισμού που να αποτυπώνει την πραγματική περιουσιακή κατάσταση της εταιρίας κατά τον χρόνο της εξόδου (σχετ. ΕΠ 63/2012, ΕφΘεσσ 2386/2005).

ΙΙΙ. 1. Η αξίωση του αποχωρούντος εταίρου για την καταβολή της αξίας της εταιρικής του συμμετοχής απορρέει από την εταιρική σχέση  και κατά συνέπεια α]. οι απαιτήσεις  των εταίρων από την εταιρική σχέση ικανοποιούνται μόνον από την εταιρική περιουσία, δεν ευθύνονται  για τις απαιτήσεις αυτές οι λοιποί εταίροι με την προσωπική (εξωεταιρική) τους περιουσία και β]. η αξία της εταιρικής συμμετοχής του αποχωρούντος εταίρου συνιστά αντικείμενο ενοχικής αξίωσης αυτού κατά της εταιρίας, η οποία και νομιμοποιείται παθητικά στην ανοιγείσα επί της σχετικής αγωγής του εν λόγω εταίρου δίκη (σχετ. ΕφΛαρ 58/2011,  Ν. Ρόκα: Εμπορικές εταιρίες, έκδ. 7η, παρ. 12, αριθ. 4 σ. 89, και 13 σελ.99, Β. Αντωνόπουλου: Δίκαιο εμπορικών εταιριών I, Προσω­πικές εταιρίες, έκδ. 1997, σ. 145-149).

ΙΙΙ.2. Σύμφωνα με τη διάταξη  του άρθρου 68 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει ότι «δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον», συνάγεται ότι ένδικη προστασία παρέχεται υπέρ ή κατ’ εκείνων μόνο των προσώπων, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος αποτελούν τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης ή μετέχουν κατά το ουσιαστικό δίκαιο στη δια­χείρισή της. Η νομιμοποίηση του διαδίκου, όπως και το έννομο συμφέρον, αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέ­σεις για την παροχή δικαστικής προστασίας και η  έλλειψή της (νομιμοποιήσεως), τόσο της ενεργητικής όσο και της παθητικής, δηλαδή των θεμελιωτικών περιστατικών που συνδέουν τον διάδικο με την επικαλούμενη έννομη σχέση προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης και λαμβάνεται υπ` όψιν αυτεπάγγελτα, έχει δε ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης,  λόγω έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (σχετ. ΟλΑΠ 27/1987, ΑΠ 13/1987 και 339/2010, ΕφΑθ 5239/2007).

ΙV. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524, 525, 526 και 536 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται  στην διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας σύμφωνα με το άρθρο 741 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης  η υπόθεση μετα­βιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, (μόνο) κατά τα καθοριζόμενα με την έφεση και τους  πρόσθετους  λόγους της  όρια. Το Εφετείο, επιλαμβανόμενο της διαφοράς, εξετάζει, τηρώντας την ίδια διαδικασία, εάν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφαρμόζοντας ορθά το  νόμο, αποφάσισε «προσηκόντως ή μη». Συνεπώς έχει ως προς την αγωγή την ίδια όπως  και εκείνο εξουσία και μπορεί, ακόμα και χωρίς να προβληθεί ειδική αιτίαση, να εξετάσει «οίκοθεν» το νόμω βάσιμο αυτής και να την απορρίψει εάν ελλείπουν τα κατά νόμο απαιτούμενα για την θεμελίωσή της στοιχεία ή ασκήθηκε απαραδέκτως, αρκεί από το αποτέλεσμα αυτό να μην καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος, χωρίς να συντρέξει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 536 ΚΠολΔ. Ειδικότερα όταν ερευνάται έφεση του ενάγοντος του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) κατ’ ουσίαν, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν κρίνει ότι αυτή είναι νόμω αβάσιμη,  εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή ως μη νόμιμη και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου. Αυτό διότι η κατά τα άνω απόφαση του Εφετείου  είναι ευνοϊκότερη για τον εκκαλούντα από την προσβληθείσα (A.Π. 769/2017, 1344/2015, 786/2007, 419/2004, ΕΑ 755/2020 και 3747/2020). Στην περίπτωση αυτή, αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης αντί ως ουσιαστικά αβάσιμης, οδηγεί σε διαφορετικό  κατ’ αποτέλεσμα διατακτικό και η εκκαλουμένη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί (Α.Π. 40/2006, 7/2001 και 103/2001).

Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσής τους οι εκκαλούντες παραπονούνται για την απόρριψη της  αιτήσεως-αγωγής τους ως προς τους λοιπούς, πλην της Κοινοπραξίας, καθ’ων, μελών αυτής, επικαλούμενοι προς υποστήριξή του ότι οι ίδιοι  πλέον με την αποχώρησή τους δεν είναι μέλη της εταιρίας αλλά τρίτοι και ως προς την ένδικη αξίωσή τους εφαρμόζεται το άρθρο 249 παρ. 1 του ν. 4072/2012 που προβλέπει την σ’ ολόκληρον με την εταιρία ευθύνη των καθ’ων-εταίρων. Η άποψη αυτή η οποία δεν υποστηρίζεται από τη νομολογία και το μεγαλύτερο μέρος της θεωρίας, παραβλέπει ότι η πηγή, η γενεσιουργός αιτία  της ένδικης αξίωσης που επιδιώκει την ικανοποίηση κεκτημένου δικαιώματος του αποχωρούντος εταίρου,  εξακολουθεί να είναι η εταιρική σχέση και το γεγονός της αποχώρησης των αιτούντων από την Κοινοπραξία με την σχετική από 6-6-2018 δήλωσή τους δεν μεταβάλει τον χαρακτήρα της, ως ενοχικής αξίωσης σε βάρος της εταιρίας, (σχετ. η με στοιχ. ΙΙΙ.1 σκέψη), αντίθετα αποτελεί το χρονικό σημείο από το οποίο οι αποχωρούντες εταίροι μπορούν να εγείρουν αυτήν την αξίωση σε βάρος της εταιρίας. Εξάλλου οι εξερχόμενοι της εταιρίας εταίροι εξακολουθούν να ευθύνονται για τα εταιρικά χρέη και υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν μέχρι τη δημοσίευση της αποχώρησής τους από την εταιρία, ευθύνη η οποία δεν συνάδει με τον ισχυρισμό των εκκαλούντων ότι από την έξοδό τους είναι τρίτοι ως προς την εταιρία. Επομένως ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση-αγωγή των εκκαλούντων ως προς τα φυσικά πρόσωπα, εναπομείναντα μέλη της πρώτης των καθ’ ων, για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησής τους σύμφωνα με τα με στοιχ. ΙΙΙ.2 αναλυόμενα. Ειδικότερα με βάση τα όσα εκθέτουν στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφό τους οι αιτούντες-ενάγοντες, υποκείμενα της παρούσας έννομης σχέσης, είναι αφενός μεν οι ίδιοι και αφετέρου η πρώτη των καθ’ων Κοινοπραξία, η οποία δραστηριοποιείτο κατά τον επίδικο χρόνο, ως εν τοις πράγμασι, ομόρρυθμη εταιρία στην περιοχή της Πάχης Μεγάρων με αντικείμενο την εκμετάλλευση με σκοπό το κέρδος των λαντζών των μελών της, που εκτελούσαν, μεταξύ άλλων, μεταφορικό έργο επιβατών μεταξύ Πάχης και της νήσου Ρεβυθούσας. Η Κοινοπραξία ιδρύθηκε  το έτος 2005 με ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο δεν δημοσιεύθηκε και έκτοτε ανταποκρίθηκε στον προβλεπόμενο εμπορικό σκοπό της με συνέπεια να λειτουργεί ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία, ορισμένης, όπως συνομολογούν οι διάδικοι, διάρκειας, σύμφωνα με όσα αναλύονται στην υπό στοιχ. Ι σκέψη, χωρίς μεν να αποκτήσει νομική προσωπικότητα αλλά να καταστεί υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και να έχει τη δυνατότητα να είναι διάδικος και να παρίσταται στο δικαστήριο με τον νόμιμο εκπρόσωπό της, διεπόμενη ως προς την λειτουργία της  από το νόμο 4072/2012, όπως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη.

Περαιτέρω και σύμφωνα με όσα αναλύονται στις προηγηθείσες σκέψεις (με στοιχ. ΙΙ) στην περίπτωση εξόδου ενός εταίρου από την εταιρία επέρχεται απόσβεση της εταιρικής του συμμετοχής και ο αποχωρών εταίρος δικαιούται να αξιώσει την καταβολή της αξίας συμμετοχής του στην εταιρία για τον υπολογισμό της οποίας λαμβάνεται υπόψη αφενός μεν η αξία της τυχόν εισφοράς αυτού, αφετέρου δε η αναλογία συμμετοχής του στα αποκομισθέντα κέρδη και στην αξία εν γένει της επιχείρησης, όπως αναλύθηκε παραπάνω (με στοιχ. ΙΙ.2)   Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες στην από 10-1-2019 αίτηση-αγωγή, όπως ονομάζουν το οικείο δικόγραφο, επικαλούνται σπουδαίο λόγο για την αποχώρησή τους ισχυριζόμενοι ότι η Κοινοπραξία είναι ορισμένης διάρκειας και ζητούν την καταβολή ποσών με βάση το ποσοστό συμμετοχής στην εταιρία κάθε ενός εξ αυτών, στα καθαρά κέρδη των εταιρικών χρήσεων των ετών 2017 και 2018. Ο μεν σπουδαίος λόγος που επικαλούνται και δικαιολογεί την έξοδό τους από την Κοινοπραξία είναι αντικείμενο ουσιαστικής διερεύνησης της ένδικης αίτησης-αγωγής, όμως το καταψηφιστικό, κύριο, αίτημά της σύμφωνα με όσα αναλύθηκαν παραπάνω δεν είναι νόμιμο καθώς ο απερχόμενος εταίρος δικαιούται να ζητήσει την αξία συμμετοχής του στην εταιρία η οποία δεν εμπεριέχει μόνο τα καθαρά κέρδη δυο εταιρικών χρήσεων της καθ’ ης Κοινοπραξίας η οποία λειτουργεί από το έτος 2005. Με βάση τα εκτιθέμενα στην με στοιχ. ΙΙ σκέψη, τα αναφερόμενα στην αίτηση ποσά δεν μπορούν να θεμελιώσουν την ένδικη αξίωση των εκκαλούντων καθώς αυτά είναι μέρος της εταιρικής περιουσίας η οποία ουδόλως αποτυπώνεται  στο δικόγραφο της αίτησης-αγωγής τους και κατά συνέπεια δεν μπορεί ούτε να προσδιοριστεί με την διεξαγωγή λογιστικής πραγματογνωμοσύνης καθώς το Δικαστήριο αδυνατεί να προσδιορίσει τα οικεία θέματα που θα αποτελέσουν αντικείμενο αυτής. Ούτε εξάλλου ο εξερχόμενος εταίρος δικαιούται να ζητήσει τη συμμετοχή του στα καθαρά κέρδη και μόνο, καθώς αυτό επιφέρει ανεπιεικείς καταστάσεις για την εταιρία και τους εναπομένοντες εταίρους που θα φέρουν μόνο αυτοί το βάρος των εταιρικών υποχρεώσεων.

Ενόψει αυτών και σύμφωνα με όσα αναλύονται στην υπό στοιχ. ΙV σκέψη, το παρόν Δικαστήριο   εξετάζοντας αυτεπάγγελτα το νόμω βάσιμο της κρινόμενης αίτησης-αγωγής,  κρίνει  ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση-αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτήν ως μη νόμιμη καθώς οι αιτούντες, ως εξελθόντες εταίροι της πρώτης των καθ’ ων Κοινοπραξίας, δικαιούνται να ζητήσουν την αξία της συμμετοχής τους στην εταιρία την οποία αφενός ταυτοποιούν με τα καθαρά κέρδη των δυο τελευταίων πριν την αποχώρησή τους εταιρικών χρήσεων και αφετέρου ουδόλως προσδιορίζουν. Κατά συνέπεια θα πρέπει αφού γίνει δεκτή  η κρινόμενη έφεση με την οποία οι εκκαλούντες παραπονούνται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αίτησης-αγωγής τους, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο και αφού συζητηθεί η αίτηση-αγωγή να απορριφθεί αυτή ως μη νόμιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικαστούν οι ηττηθέντες εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, των καθ’ ων κατόπιν παραδοχής σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 176, 183, 191 και 591 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων και με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας την  με  αριθμ. έκθ. κατάθ. ………../1-7-2020,  έφεση κατά της με  αριθμό 1807/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε με την ίδια διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 10-1-2019 αίτηση-αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση-αγωγή ως μη νόμιμη.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος των εκκαλούντων και τα ορίζει σε χίλια (1.000) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του ……….. ηλεκτρονικού παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 8 Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ