Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 146/2021

Αριθμός    146 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 4783/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 29-11-2018, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται αλλά ούτε και προέκυψε επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1ΚΠολΔ). Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό  ………../2018 e-παράβολο). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 14-11-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2013 αγωγή του ο ενάγων εξέθετε ότι είναι οργανισμός συλλογικής διαχείρισης και προστασίας συγγενικών δικαιωμάτων των μελών του, ηθοποιών, έχων τις προβλεπόμενες από τις σχετικές διατάξεις του νόμου αρμοδιότητες για την είσπραξη και διανομή της εύλογης αμοιβής τους, ότι συνέταξε και δημοσίευσε νομίμως το αναφερόμενο στην αγωγή αμοιβολόγιο, με το οποίο  προσδιόρισε αυτήν, αναφορικά με τη δημόσια παρουσίαση της ερμηνείας τους στα  επιβατηγά πλοία των γραμμών της Αδριατικής και Ελληνικής Ακτοπλοΐας (Νησιά Αιγαίου),στο ποσό των  0,03 ευρώ ανά εισιτήριο για το έτος 2006, που παραμένει η ίδια και για το έτος 2009 (επίδικο), ότι η εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία, που  διατηρεί και εκμεταλλεύεται τα αναφερόμενα στην αγωγή ταχύπλοα και συμβατικά πλοία, που εκτελούν  δρομολόγια  στο  Αιγαίο  και  την  Αδριατική έχει εγκαταστήσει σε όλους τους χώρους αυτών τηλεοπτικούς δέκτες, οι οποίοι καθημερινά κατά το έτος 2009 εξέπεμπαν ήχο και εικόνα με δημόσια παρουσίαση στο επιβατικό  κοινό έργων των ηθοποιών μελών του, για την οποία οι τελευταίοι δικαιούνται να καθορισθεί εύλογη αμοιβή, και τέλος, ότι με βάση τον αριθμό των επιβατών που ταξίδεψαν το έτος 2009  με τα πλοία της με προορισμό το Ηράκλειο Κρήτης και την Αδριατική, όπως τα σχετικά εισιτήρια εξειδικεύονται κατ’ αριθμό, ποσά και δρομολόγια προορισμού, του οφείλει για την ανωτέρω αιτία το συνολικό ποσό των 47.190 ευρώ. Ζητούσε δε :Α) να καθορισθεί η εύλογη και ενιαία αμοιβή των δικαιούχων μελών του στο ως άνω ποσό, και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του την καταβάλει, μετά του νόμιμου ΦΠΑ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης  της αίτησης προσωρινού καθορισμού της εύλογης αμοιβής, άλλως, από την επίδοση της δικαστικής απόφασης περί προσωρινού καθορισμού του ύψους της εύλογης αμοιβής, άλλως, από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, καθώς και Β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του προσκομίσει καταλόγους με έργα, που χρησιμοποίησε κατά το επίδικο έτος, ώστε να προβεί στη διανομή των αμοιβών στους δικαιούχους, απειλουμένης σε βάρος της για την περίπτωση παράβασης της σχετικής διάταξης της απόφασης, χρηματικής ποινής, ποσού 1.000 ευρώ. Επι της αγωγής το πρωτοβάθμιο εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία αφού απέρριψε ως μη νόμιμα το υπο στοιχείο Β αίτημα και το παρεπόμενο αίτημα για επιδίκαση τόκων, έκανε αυτή  μερικώς δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη  και καθόρισε το ύψος της αιτούμενης εύλογης και ενιαίας αμοιβής  στο ποσό των 31.460 ευρώ, πλέον νομίμου ΦΠΑ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγόμενη με την ένδικη έφεση της, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό να  απορριφθεί  η  αγωγή καθ’ ολοκληρίαν.ΙΙΙ. Με τις διατάξεις του ογδόου κεφαλαίου (άρθρα 46 επ.) του Ν 2121/1993 «πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα», νομοθετήθηκε η προστασία των συγγενικών, προς την πνευματική ιδιοκτησία, δικαιωμάτων. Ο καθορισμός των δικαιούχων των συγγενικών δικαιωμάτων προκύπτει από τους κανόνες που αναγνωρίζουν τα σχετικά δικαιώματα. Ετσι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1, 47 παρ. 1 και 48 παρ. 1 του προμνησθέντος Ν 2121/1993, εισφορές παρέχουν κυρίως οι καλλιτέχνες που ερμηνεύουν ή εκτελούν τα έργα και οι παραγωγοί υλικών φορέων ήχου και εικόνας. Οι εισφορές των προσώπων αυτών χρειάζονται προστασία, ώστε  να   μη   γίνονται   αντικείμενο  οικειοποιήσεως και εκμεταλλεύσεως από τρίτους, η προστασία δε αυτή συγκεκριμενοποιείται στη διάταξη του άρθρου 49 του νόμου αυτού, σύμφωνα με την οποία, όταν ο υλικός φορέας ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας, που έχει νόμιμα εγγραφεί, χρησιμοποιείται για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιοδήποτε τρόπο, όπως ηλεκτρομαγνητικά κύματα, δορυφόροι, καλώδια ή για την παρουσίαση στο κοινό, ο χρήστης οφείλει εύλογη και ενιαία αμοιβή στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, των οποίων η ερμηνεία ή η εκτέλεση έχει εγγραφεί στον υλικό φορέα και στους παραγωγούς των υλικών αυτών φορέων, όπως η έννοια αυτών προσδιορίστηκε παραπάνω. Η αμοιβή που καθιερώνεται με το άρθρο 49 του Ν 2121/1993 είναι ενιαία, υπό την έννοια ότι προσδιορίζεται στο συνολικό ποσό αυτής για όλες τις κατηγορίες δικαιούχων με την ίδια απόφαση και πληρώνεται μια φορά από το χρήστη, κατανεμομένη μεταξύ των δικαιούχων και δη μεταξύ αφενός των μουσικών και ερμηνευτών-εκτελεστών και αφ ετέρου των παραγωγών. Το δικαίωμα της ευλόγου αμοιβής των προαναφερομένων είναι ανεκχώρητο και η είσπραξη της υποχρεωτικά εκ του νόμου ανατίθεται στους οργανισμούς συλλογικής διαχειρίσεως των δικαιωμάτων αυτών, οι οποίοι λειτουργούν κατά τους όρους των άρθρων 54 επ. του Ν 2121/1993, υποχρεούμενοι, ειδικότερα, να διαπραγματεύονται, να συμφωνούν αμοιβές για τα μέλη τους, να προβάλλουν τις σχετικές αξιώσεις και να εισπράττουν τις αντίστοιχες αμοιβές από τους χρήστες και να τις αποδίδουν στα  μέλη τους, εξασφαλίζοντας την προσήκουσα μεταξύ αυτών κατανομή. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, μάλιστα, καταρτίζουν κατάλογο με τις αμοιβές που απαιτούν από τους χρήστες (αμοιβολόγιο), ο οποίος γνωστοποιείται στο κοινό με δημοσίευση του στον ημερήσιο τύπο. Ο υπολογισμός δε της απαιτουμένης αμοιβής, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 55 παρ. 1β, 58 και 32 παρ. 1 του Ν 2121/1993, γίνεται, κατ’ αρχάς, σε ποσοστό επί των ακαθαρίστων εσόδων ή εξόδων ή συνδυασμού των ακαθαρίστων εξόδων και  εσόδων, που  πραγματοποιούνται  από την επαγγελματική δραστηριότητα αυτού που εκμεταλλεύεται το έργο και προέρχονται από την εκμετάλλευση του. Εάν όμως η βάση υπολογισμού της ποσοστιαίας αμοιβής είναι πρακτικά αδύνατο να προσδιορισθεί ή ελλείπουν τα μέσα ελέγχου για την εφαρμογή της ή τα έξοδα που απαιτούνται για τον υπολογισμό και τον έλεγχο είναι δυσανάλογα με την αμοιβή που πρόκειται να εισπραχθεί, αυτή μπορεί να υπολογισθεί σε ορισμένο, κατ’ αποκοπή, ποσόν. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των χρηστών και των οργανισμών συλλογικής διαχειρίσεως περί της ευλόγου αμοιβής, αυτή, καθώς και οι όροι πληρωμής της, καθορίζονται από το μονομελές πρωτοδικείο, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ενώ οριστικά περί της αμοιβής αποφαίνεται το αρμόδιο δικαστήριο. Εξάλλου, ο καθορισμός του ύψους της ευλόγου αμοιβής, που δικαιούνται οι δικαιούχοι των συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει να γίνει υπό το φως των στόχων της με αριθμό 92/100 οδηγίας του συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του προστατευτικού πνεύματος των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων που διέπει το Ν 2121/1993 (βλ. και την απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεση 245/00/6.2.2003, Αρμ   2003,1699). Το Δικαστήριο, στην ειδικότερη αυτή περίπτωση, θα καθορίσει το ύψος της εύλογης αμοιβής, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής και μεταξύ άλλων κριτηρίων που πρέπει να λάβει υπόψη του, είναι η αξία της συγκεκριμένης χρήσεως στα πλαίσια των οικονομικών συναλλαγών, η δυνατότητα από άποψη χρόνου ενδιαφερόντων και κατανοήσεως της γλώσσας παρακολουθήσεως ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και προγραμμάτων με έργα ερμηνείας και παραγωγής των δικαιούχων των συγγενικών δικαιωμάτων, ο κατά μέσο όρο ημερήσιος χρόνος που οι κρατικοί και ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί καλύπτουν προγράμματα με τα ως άνω προστατευόμενα έργα, η ένταση της τηλεθεάσεως αυτών καθώς και το ύψος της αμοιβής που καθορίστηκε με προγενέστερες αποφάσεις του ιδίου ή άλλου δικαστηρίου για επιχειρήσεις ανάλογης κατηγορίας και θέσεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 2 εδ. α‘ του ως άνω νόμου, τεκμαίρεται ότι οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης ή προστασίας έχουν την αρμοδιότητα διαχείρισης ή προστασίας όλων των έργων ή όλων των πνευματικών δημιουργιών, για τα οποία δηλώνουν εγγράφως ότι έχουν μεταβιβασθεί σ’αυτούς οι σχετικές εξουσίες ή ότι καλύπτονται από την πληρεξουσιότητα (ΕφΑΘ 5866/2003 ΔΕΕ 2003,1330). Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται μαχητό τεκμήριο, που λειτουργεί κατ’ αρχήν αποδεικτικά και αποβλέπει στην διευκόλυνση της απόδειξης, εκ μέρους των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών προς τούτα δικαιωμάτων, της νομιμοποίησης τους, τόσο για την κατάρτιση των σχετικών συμβάσεων και την είσπραξη των προβλεπόμενων από τον παραπάνω νόμο αμοιβών, όσο και για τη δικαστική προστασία των δικαιούχων και δικαιωμάτων αυτών, ενισχύοντας έτσι σημαντικά την έναντι των χρηστών θέση των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, η οποία υπό το προϊσχύον δίκαιο ήταν ιδιαίτερα ασθενής, με εντεύθεν συνέπεια τη μαζική προσβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων (Μ.-Θ. Μαρίνος, Πνευματική Ιδιοκτησία, δεύτερη έκδοση, αριθ. 750 και 741, σελ. 379, Δ. Καλλινίκου, Πνευματική Ιδιοκτησία και Συγγενικά Δικαιώματα, δεύτερη έκδοση, σελ. 275 και 276). Από την ως άνω όμως διάταξη και ιδίως από την περιεχόμενη σ” αυτή φράση «όλων των έργων», για τα οποία δηλώνουν εγγράφως ότι έχουν μεταβιβασθεί σ’ αυτούς οι σχετικές εξουσίες ή ότι καλύπτονται από την πληρεξουσιότητα, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο νόμος απαιτεί, για το ορισμένο της σχετικής αγωγής των ημεδαπών οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, την εξαντλητική και δη την ονομαστική αναφορά στο δικόγραφο της όλων των δικαιούχων [ημεδαπών ή αλλοδαπών] συγγενικών δικαιωμάτων, που οι οργανισμοί αυτοί εκπροσωπούν και όλων των έργων τους, για τα οποία τους έχουν μεταβιβασθεί οι σχετικές εξουσίες καθώς και των αντίστοιχων αλλοδαπών οργανισμών στους οποίους ανήκουν οι αλλοδαποί δικαιούχοι ή των επί μέρους στοιχείων και λεπτομερειών, των σχετιζομένων με τις συμβάσεις αμοιβαιότητας, που οι ενάγοντες ημεδαποί οργανισμοί έχουν συνάψει με τους ομοειδείς αλλοδαπούς, αφού κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στο πνεύμα της ολότητας των διατάξεων του Ν 2121/1993, δημιουργώντας νέες δυσχέρειες στην δικαστική κυρίως διεκδίκηση της προστασίας των εν λόγω δικαιωμάτων και της είσπραξης των προβλεπόμενων από το νόμο αυτό αμοιβών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η ενιαία εύλογη αμοιβή και αποδυναμώνοντας έτσι σε σημαντικό βαθμό τον επιδιωκόμενο από την προαναφερόμενη διάταξη στόχο. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εισαγόμενο από τη διάταξη αυτή μαχητό τεκμήριο λειτουργεί όχι μόνο αποδεικτικά αλλά και νομιμοποιητικά και επομένως, κατά την αληθή έννοια της εν λόγω διάταξης, αρκεί για το ορισμένο και παραδεκτό της σχετικής αγωγής των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, η αναφορά στο δικόγραφο της ότι αυτοί εκπροσωπούν το σύνολο της ενδιαφερόμενης κατηγορίας δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων (ημεδαπών ή αλλοδαπών) και του έργου αυτών καθώς και η δειγματοληπτική αναφορά τούτων και δεν απαιτείται η εξαντλητική αναφορά του συνόλου των προεκτεθέντων στοιχείων, μη απαιτουμένης ούτε της διευκρίνισης της επί μέρους σχέσης που συνδέει τους τελευταίους με τον κάθε αλλοδαπό δικαιούχο, για τον οποίο αξιώνουν την καταβολή της επίδικης εύλογης αμοιβής, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του εδ. β’ του προαναφερόμενου άρθρου του Ν 2121/1993, οι ενάγοντες οργανισμοί νομιμοποιούνται και μπορούν πάντα να ενεργούν, δικαστικώς ή εξωδίκως, στο δικό τους και μόνο όνομα, χωρίς να χρειάζεται, επομένως, να διευκρινίζουν κάθε φορά την ειδικότερη σχέση που τους συνδέει με τον καθένα από τους δικαιούχους (ημεδαπούς ή αλλοδαπούς). Υπέρ της ανωτέρω άποψης συνηγορούν, άλλωστε και τα ακόλουθα: 1] Το γεγονός ότι η διαχείριση και η προστασία του συγγενικού δικαιώματος, του αφορώντος στη διεκδίκηση  και την είσπραξη της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 49 του Ν 2121/19934 εύλογης αμοιβής, ανατίθεται υποχρεωτικά από το νόμο αυτό σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης και δεν μπορεί να ασκηθεί ατομικά από τους δικαιούχους του εν λόγω δικαιώματος, 2] Το γεγονός ότι το ύψος της εύλογης αμοιβής, αλλά βέβαια και η υποχρέωση καταβολής της από τους χρήστες, σε καμία περίπτωση δεν συναρτάται προς τον αριθμό και την ταυτότητα των μελών των εναγόντων οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, 3] Το ότι στην αμέσως επόμενη παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 55, ο Ν 2121/1993 αρκείται, για την πληρότητα και το παραδεκτό του δικογράφου της σχετικής αγωγής των εν λόγω οργανισμών, στη δειγματοληπτική αναφορά των έργων,  που έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης, από εκάστοτε εναγομένους χρήστες και δεν απαιτεί την πλήρη και εξαντλητική απαρίθμηση των έργων αυτών και πολύ περισσότερο την ονομαστική αναφορά των παραγωγών των υλικών φορέων στους οποίους αυτά έχουν εγγραφεί (πρβλ σχετΕφΑΘ 4419/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 843/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

IV. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται, διότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της για κατά τόπο αναρμοδιότητα του και προχώρησε στην συζήτηση της υπόθεσης και την έκδοση της οριστικής του απόφασης. Ειδικότερα, αυτή ισχυρίζεται ότι η έδρα της βρίσκεται στο … Κρήτης και όχι στον Πειραιά, όπως εσφαλμένα αναφέρεται στην αγωγή και συνακόλουθα, ότι αρμόδιο κατά τόπον για την εκδίκαση της ένδικης διαφοράς τυγχάνει το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εν προκειμένω, όπως αποδείχθηκε, η εναγόμενη, ανώνυμη εταιρεία, που συστάθηκε με την ……./17-05-1972 απόφαση του Νομάρχη Ηρακλείου Κρήτης, εξ αρχής είχε την έδρα της στο ….. Κρήτης και δη επί της οδού ……….., όπου και συνεδριάζει το διοικητικό της συμβούλιο και ασκείται η διοίκηση της (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’αριθμ. πρωτ. ……./15-01-2019 πιστοποιητικό του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού/Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, και την με αριθμό ……/9-11-2017 ένορκη βεβαίωση του ….. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κρήτης, ………, που ελήφθη με επιμέλεια της  εναγόμενης  κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντα, όπως προκύπτει και από την υπ’ αριθμόν ……../6-11-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά, ……….). Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η κατά τόπο αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εδράζεται στην διάταξη του άρθρου 35 ΚΠολΔ, διότι ο Πειραιάς ως λιμένας κατάπλου-απόπλου των πλοίων της τυγχάνει ένας από τους τόπους, όπου επήλθε η ζημία των δικαιούχων της αιτούμενης αμοιβής μελών του, από την παράνομη, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, εκμετάλλευση της ερμηνείας τους, ενώ  επιπροσθέτως  εκεί είναι εγκαταστημένο το υποκατάστημα της εναγομένης στον Πειραιά (άρθρο 25 παρ.2β’ΚΠολΔ). Ωστόσο, τα ανωτέρω ο ενάγων αβασίμως ισχυρίζεται, διότι η ασκούμενη με την αγωγή αξίωση για καθορισμό της εύλογης αμοιβής των δικαιούχων μελών του πηγάζει από το νόμο και αφορά σε ανεκχώρητο ενοχικό δικαίωμα και δεν αποτελεί ενοχή από αδικοπραξία (ΕφΘεσ. 1810/2012 Αρμ 2013.1660,Διον. Καλλινίκου τα θεμελιώδη δικαιώματα του ν. 2121/1993 για την πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα εκδ 1994 σελ. 147.149 και 158 επ), θεμελιούται δε, αποκλειστικά στις διατάξεις των άρθρων 49,54 επ. του ν. 2121/1993, και όχι και σε αυτή της διάταξης του άρθρου 65 παρ.2 ν 2121/1993. Ομοίως, δεν πρόκειται για διαφορά που προέρχεται από την αυτοτελή δράση του εδρεύοντος στον Πειραιά υποκαταστήματος της εναγομένης, καθόσον οι συνθήκες εκτέλεσης των διάφορων πλόων των πλοίων της διαμορφώνονται από την κεντρική της διοίκηση  και όχι από τον διευθυντή του υποκαταστήματος της. Εξάλλου, η άσκηση από την εναγόμενη της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2014 ανακοπής  ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της υπ’αριθμ. 3381/2011 απόφασης του ίδιου, Δικαστηρίου, που είχε ορίσει προσωρινά το ύψος της οφειλόμενης από τον ενάγοντα εύλογης αμοιβής για το έτος 2008, δεν συνιστά αντιφατική δικονομική συμπεριφορά  εκ μέρους της τελευταίας, όπως ο ενάγων Οργανισμός διατείνεται, καθόσον η εν λόγω ανακοπή υποχρεωτικά κάθε φορά απευθύνεται κατ’άρθρο702§1 ΚΠολΔ στο εκδώσαν την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, παρέπεται ότι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο να δικάσει την προκείμενη διαφορά είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου, όπου βρίσκεται και η έδρα της εναγομένης (άρθρο 25 παρ.2 ΚΠολΔ). Επομένως, λόγω της  κατά τόπο αναρμοδιότητας του δικάσαντος πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πρέπει, κατά ουσιαστική παραδοχή της έφεσης ως προς τον ερευνώμενο  λόγο της, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση  στο ως άνω Δικαστήριο προς εκδίκαση κατά τη  προσήκουσα τακτική διαδικασία (άρθρο 535 παρ.2 εδ β ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που η εκκαλούσα κατέβαλε κατά την άσκηση της έφεσης της (495 παρ.3 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό, ενώ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους (άρθρα 179 και 183ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση με την παρουσία  των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά  και ουσιαστικά την έφεση κατά της με αριθμό  4783/2018  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα  του παράβολου με αριθμό  ………. / 2018 , ποσού 100 ευρώ.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 4783/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 14-11-2013 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. …./ 20132) αγωγή .

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου, προκειμένου να εκδικαστεί με την τακτική διαδικασία.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  10 Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ