Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 148/2021

Αριθμός    148 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 226 § 2 και 498 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, αν προσαγάγει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δε γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας και ώρας συζήτησης της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης. Η επίσπευση της έφεσης για συζήτηση γίνεται με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που έχει κατατεθεί ή και με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του καλούντος εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν αυτός διαμένει στην Ελλάδα και ενενήντα ημέρες αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής η οποία δεν αναπληρώνεται από την με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γνώση του προσδιορισμού της δικασίμου από το διάδικο που δεν κλητεύθηκε. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 524 § 1 και 271 § 2 ΚΠολΔ, το τελευταίο από τα οποία εφαρμόζεται αναλόγως και στην κατ` έφεση δίκη, συνάγεται ότι, αν ο εκκαλών δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη της κλήτευσης του και αν μεν δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, το δικαστήριο κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη, αν δε αντιθέτως επισπεύδει αυτός τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σε αυτή, η έφεση απορρίπτεται (Εφ. Πειρ. 28/2016). Ήτοι, πριν από την πιο πάνω έρευνα, πρέπει να προηγηθεί από το δικαστήριο η διακρίβωση του ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, γιατί αν επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευση του, ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Σε περίπτωση αδυναμίας διακρίβωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, διότι λείπει η απαιτούμενη προδικασία της κλήσης προς συζήτηση (ΑΠ 549/2007, ΑΠ 441/2006, EφΠειρ. 145/2009 ΕλλΔνη 2010/211, ΕφΑΘ 2896/2007, ΕφΑΘ 4422/2003 ΕλΔ 2004.592, ΕφΑΘ 1535/2001 ΑρχΝ 2001.563). Ειδικότερα, κατ` εφαρμογή των θεμελιακών δικονομικών αρχών της εκατέρωθεν ακρόασης και της τήρησης προδικασίας (άρθ. 110 § 2 και 111 ΚΠολΔ), σε περίπτωση απουσίας οποιουδήποτε διαδίκου, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο αν νομίμως φέρεται προς συζήτηση η υπόθεση στο δικαστήριο, η οποία μετά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης συντελείται, κατά το άρθρο 498 ΚΠολΔ, με κλήση, κατά την προσδιορισθείσα με επιμέλεια του διαδίκου δικάσιμο, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο και δεν αρκεί μόνο ο προσδιορισμός δικασίμου αλλ` απαιτείται και επίδοση της κλήσης, η οποία έχει τα ίδια αποτελέσματα και για εκείνον με παραγγελία του οποίου έγινε (ΑΠ 85/1994 ΕλΔ 1995.346, ΑΠ 1207/1985 ΝοΒ 1986.516, Μαργαρίτη σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα άρθ. 518 αριθ. 5) και υποδηλώνει τη βούληση του ότι επιθυμεί την εκδίκαση της, ενώ η μη επίδοση της υποδηλώνει την αντίθετη προς τούτο βούληση του διαδίκου. Έτσι, αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε από τον εκκαλούντα, αλλά τυχαίως αυτός έλαβε γνώση της συζήτησης, δεν μπορεί να προσέλθει αυτοβούλως και να επιμείνει στη συζήτηση της υπόθεσης ερήμην του εκκαλούντος, αν δεν τον έχει ο ίδιος κλητεύσει νομίμως και εμπροθέσμως, καθόσον ο προσδιορισμός δικασίμου της έφεσης με επιμέλεια του εκκαλούντος και η στη συνέχεια μεταμέλεια του για μη κλήτευση του εφεσίβλητου και μη παράσταση του ίδιου στη συζήτηση υποδηλώνει μεταμέλεια για συζήτηση της υπόθεσης, που ο ίδιος έθεσε σε κίνηση και επομένως η συζήτηση της θα ήταν αντίθετη προς τη θεμελιακή αρχή της διάθεσης (ΑΠ 658/1974 ΝοΒ 1975.273, Μακρίδου στην ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα έκδ. 2000, άρθρο 272 αριθ. 1, Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ άρθ. 531 αριθ. 3).

Στην εξεταζόμενη υπόθεση, από τα έγγραφα της δικογραφίας αποδεικνύεται ότι η συζήτηση της υπό κρίση  έφεσης επισπεύδεται με πρωτοβουλία της εκκαλούσας, η οποία προσδιόρισε αυτή για την παρούσα δικάσιμο (βλ. αρ. κατάθ. εκθ. Δικογράφου της γραμματέως του παρόντος δικαστηρίου ……/2018), πλην όμως αντίγραφο αυτής με πράξη ορισμού δικασίμου για την παρούσα δικάσιμο και κλήση για να παραστεί κατά τη συζήτησή της δεν επέδωσε στην πρώτη εφεσίβλητη, η ο οποία δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου κατά τη νόμιμη εκφώνηση της υπόθεσης και  ως προς την οποία η συζήτηση της τελευταίας πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη.

ΙΙ. Η υπό κρίση από 21-2-2018 (Ε.Α.Κ. ……/2018) έφεση της ενάγουσας και  ήδη εκκαλούσας, κατά της υπ’ αρ. 3162/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε την παρακάτω αναφερόμενη αγωγή της κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο κλπ (άρθρο 614 αρ.6 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 περ. β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2, 591 παρ.1 και 7 και 614 αρ. 6 ΚΠολΔ – κοινοποίηση εκκαλουμένης στις 15-3-2018 και άσκηση έφεσης στις 22-2-2018 – βλ. πράξη κοινοποίησης επί της εκκαλουμένης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….., που προσκομίζει η εκκαλούσα και υπ’ αρ. …./22-2-2018 έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος, ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη δεδομένου ότι για το παραδεκτό  της έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (e-παραβ. ………) και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.

Η εκκαλούσα με την από 4-1-2017 (Ε.Α.Κ. …../2017) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε ως προς την πρώτη εναγόμενη (πρώτη εφεσίβλητη) και μετέτρεψε το καταψηφιστικό αίτημα αυτής σε έντοκο αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, ισχυρίστηκε ότι στις 10-8-2011 σε τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα, που έλαβε χώρα στη Σαλαμίνα, η πρώτη εναγόμενη, οδηγώντας ΙΧΕ αυτοκίνητο, που είχε ασφαλίσει την αστική της ευθύνη στην δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία για ζημίες που προκαλούνται σε τρίτους από την κυκλοφορία του, προκάλεσε από υπαιτιότητά της τον τραυματισμό της, ήτοι οπίσθιο εξάρθρημα ισχίου, κάταγμα καρπού και φάλαγγας μέσου δάκτυλου κλπ., συνεπεία δε των παραπάνω σωματικών βλαβών της υποβλήθηκε σε ορθοπεδική επέμβαση, υποβλήθηκε σε δαπάνες νοσηλείας, απώλεσε εισοδήματα από την εργασία της, υπέστη ηθική βλάβη και αναπηρία, που επηρεάζει δυσμενώς την επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική ζωή της και καταστράφηκε ολοσχερώς η δίκυκλη μοτοσυκλέτα που οδηγούσε, ζήτησε δε, για τους λόγους αυτούς, να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία    υποχρεούται να της καταβάλει συνολικά 184.980,75 € με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί η άνω εναγομένη στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατόπιν παραδοχής της ενστάσεως παραγραφής που υπέβαλε η εναγόμενη, απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν και καταδίκασε την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της άνω δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, το οποία όρισε στο ποσό των 3.700 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα και ζητεί, για τους λόγους που αναφέρονται στην έφεσή της και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη ώστε να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή της.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 591 παρ.1ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το ν. 4335/2015 και ισχύει για αγωγές που ασκούνται από 1-1-2016)  «τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά […] γ) οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά τη συζήτηση, δ) τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά συζητήσεως, διαφορετικά είναι απαράδεκτα». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 256 παρ.1 στοιχ. δ΄ ΚΠολΔ, τα συντασσόμενα από το γραμματέα πρακτικά συνεδριάσεως πρέπει να περιέχουν «όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως […] τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σ’ αυτές, […]». Από την πρώτη από τις διατάξεις αυτές (ΚΠολΔ 591 παρ.1) σαφώς συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-αυτοκινητικών διαφορών (άρθρο 614 αρ.6 ΚΠολΔ), οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, ήτοι μέσα επίθεσης και άμυνας (ενστάσεις – αντενστάσεις), προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (ΚΠολΔ 262 παρ.1). Απαιτείται δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν περιέχονται στις προτάσεις που έχουν κατατεθεί, προφορική προβολή των ισχυρισμών αυτών, που «ως γενόμενο κατά τη συζήτηση» σημειώνεται στα πρακτικά. Από τη δεύτερη δε από τις αμέσως πιο πάνω διατάξεις (ΚΠολΔ 256 παρ.1 στοιχ. δ`) συνάγεται ότι η κατά την πρώτη διάταξη (ΚΠολΔ 591 παρ.1 στοιχ. δ΄) σημείωση της προφορικής προβολής του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα αυτών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προβολής του είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρημένων μαρτυρικών καταθέσεων είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλομένων εγγράφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005 – ΑΠ 376/2018, 6832018, 206/2016, 220/2014, 450/2013, 1414/2012, 128/2008).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έκρινε αφενός μεν ως παραδεκτή την ένσταση παραγραφής της εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας, αφετέρου δε ότι ουδέποτε της κοινοποιήθηκε η από 15-5-2012 (αρ. κατ. ……/2013) αγωγή, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε με την υπό κρίση από 16-1-2017 αγωγή, η οποία, εφόσον δεν της επιδόθηκε, δεν διέκοψε την παραγραφή της επίδικης απαίτησής της. Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος (άρθρο 520 παρ.1 ΚΠολΔ), νόμιμος (άρθρα 247, 251, 261 παρ.1 εδ.α, 263 εδ.β ΑΚ, 10 παρ.2 πδ 237/1986 και  591 παρ.1 περ.δ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το ν. 4335/2015 και ισχύει από 1-1-2016, λόγω του χρόνου ασκήσεως της αγωγής) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσία.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος, που εξετάστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης), αξιολογούμενη κατά το λόγο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας του προσώπου, εκ του οποίου προέρχεται και τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα: Στις 10-8-2011 και περί ώρα 17.20΄ στην Σαλαμίνα επί της οδού Κύπρου (11η στάση λεωφορείων) συγκρούσθηκε το με αρ. κυκλ. ….. δίκυκλο μοτοποδήλατο, που οδηγούσε η ενάγουσα με το υπ’ αρ. κυκλ. ……. ΙΧΕ αυτοκίνητο, που οδηγούσε η πρώτη εναγόμενη και είχε ασφαλίσει   την αστική της ευθύνη στην δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία για ζημίες που προκαλούνται σε τρίτους από την κυκλοφορία του, με αποτέλεσμα να υποστεί σωματικές βλάβες η ενάγουσα, ήτοι  οπίσθιο εξάρθρημα ισχίου, κάταγμα καρπού και φάλαγγας μέσου δάκτυλου κλπ., συνεπεία των οποίων νοσηλεύθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Ελευσίνας ΘΡΙΑΣΙΟ. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι προς αποκατάσταση της υγείας της υποβλήθηκε σε δαπάνες (νοσήλια, πρόσληψη οικιακής βοηθού κλπ.), απώλεσε εισοδήματα από την εργασία της, καταστράφηκε ολοσχερώς η δίκυκλη μοτοσυκλέτα της, υπέστη ηθική βλάβη και σωματική αναπηρία, που επηρεάζει δυσμενώς την οικονομική, επαγγελματική και κοινωνική ζωή της και για τους λόγους αυτούς με την από 15-5-2012 (προηγούμενη) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (αρ. κατ. ……./17-5-2013), ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, καθεμία σε ολόκληρο, να της καταβάλουν συνολικά 43.307 €.  Την ανωτέρω αγωγή η ενάγουσα δεν επέδωσε στις εναγόμενες, οπότε αυτή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε (άρθρο 215 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ). Κατά την ορισθείσα δικάσιμο στις 4-10-2013 η συζήτηση ματαιώθηκε και η ενάγουσα με την από 15-5-2015 κλήση (αρ. κατ. …/2015), που επέδωσε στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία στις 26-5-2015 (βλ. …./26-5-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά ….. …), επανέφερε προς συζήτηση την ανωτέρω αγωγή, η οποία προσδιορίστηκε για τις 18-9-2015, κατά την οποία η συζήτηση ματαιώθηκε. Στη συνέχεια η ενάγουσα με την από 29-10-2015 κλήση (αρ. κατ. ……/2015), που επέδωσε στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία στις 10-11-2015 μαζί με απλό φωτοτυπικό αντίγραφο της από 15-5-2012 αγωγής (βλ. ……/10-11-2015 έκθεση επίδοσης της ανωτέρω δικαστικής επιμελήτριας), επανέφερε προς συζήτηση την άνω  αγωγή, η οποία προσδιορίστηκε για τις 11-12-2015, κατά την οποία η συζήτηση ματαιώθηκε. Ακολούθως η ενάγουσα με την υπό κρίση από 16-1-2017 αγωγή της (αρ. κατ. …../12-1-2017), την οποία επέδωσε στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία στις 2-2-2017 (βλ. πράξη κοινοποίησης επί της αγωγής, που προσκομίζει η εφεσίβλητος, της προαναφερόμενης δικαστικής επιμελήτριας), αφενός μεν παραιτήθηκε του δικογράφου της από 15-5-2012 αγωγής, αφετέρου δε ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία υποχρεούται να της καταβάλει για τις προαναφερόμενες αιτίες συνολικά 184.980,75 €,  έντοκα από την επίδοση της αγωγής. Η εναγόμενη κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής  στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της δίκης και περιέλαβε και στις προτάσεις της, πρότεινε την ένσταση της πενταετούς παραγραφής της αξίωσης της ενάγουσας, επειδή από την τέλεση του ατυχήματος (10-8-2011) μέχρι την επίδοση της ένδικης αγωγής παρήλθε χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών.  Η ένσταση αυτή παραδεκτά προτάθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (άρθρο 591 παρ.1 περ.δ ΚΠολΔ), είναι νόμιμη (άρθρα 251 ΑΚ  και 10 παρ.2 π.δτος 237/1986) και  πρέπει να γίνει δεκτή ως  βάσιμη και κατ΄ ουσίαν, διότι από την τέλεση του ατυχήματος στις 10-8-2011 (άρθρο 251 ΑΚ) μέχρι την επίδοση της ένδικης αγωγής στις 2-2-2017 (άρθρα 261 παρ.1 εδ.α ΑΚ και 221 παρ.1 περ.γ ΚΠολΔ) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) ετών. Η ενάγουσα κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της δίκης, αρνήθηκε την ανωτέρω ένσταση και δεν πρότεινε κατά της ένστασης της εναγόμενης περί παραγραφής της αξίωσής της αντένσταση διακοπής της παραγραφής (βλ. πρακτικά δίκης) με επίδοση της από 15-5-2012 αγωγής (άρθρο 591 παρ.1 περ.δ ΚΠολΔ), από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε με την μεταγενέστερη από 16-1-2017 υπό κρίση αγωγή, γεγονός που δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως εκ περισσού ασχολήθηκε με το ζήτημα της εγκυρότητας ή μη της άσκησης της από 15-5-2012 αγωγής, αφού δεν προβλήθηκε ισχυρισμός διακοπής της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής αυτής.  Επομένως, η εκκαλουμένη που έκρινε όμοια και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ΄ ουσία, λόγω της αποδοχής της παραδεκτά υποβληθείσας έντασης της άνω εναγομένης, ορθά και όχι εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ΄ ουσίαν.

ΙV. Οι λόγοι της έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι (άρθρα 118-120, 520 παρ.1 ΚΠολΔ), αλλά απαιτείται προσθέτως να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητας αυτών να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, που αποτελεί αίτημα της έφεσης, διαφορετικά, όταν η επικαλούμενη πλημμέλεια δεν επιδρά κατά νόμο στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αλυσιτελής λόγος είναι απαράδεκτος. (ΑΠ 1284/2019 – βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 520 αρ. 39). Αν ένας λόγος εφέσεως είναι ή όχι αλυσιτελής δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί εκ των προτέρων, αλλά θα κριθεί κατά περίπτωση, με γνώμονα τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και τη λογική ακολουθία της διαδικασίας (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, αρ. 542).

Στην εξεταζόμενη υπόθεση, με το δεύτερο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έκρινε ότι η επίδοση αντιγράφου της αγωγής, του οποίου η ακρίβεια δεν βεβαιώνεται σε σχέση με το πρωτότυπο από τον υπάλληλο που το εξέδωσε ή από δικηγόρο, ισοδυναμεί με παράλειψη επίδοσης. Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος (άρθρο 520 παρ.1 ΚΠολΔ), πλην όμως αλυσιτελώς προβάλλεται και κρίνεται απορριπτέος, διότι, αληθής υποτιθέμενος, δεν επιδρά στο διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης, δεδομένου ότι συνδέεται με λόγο διακοπής της παραγραφής της αξίωσης της εκκαλούσας με την επίδοση προηγούμενης από 15-5-2012 αγωγής, ο οποίος είναι απαράδεκτος κατά τα αμέσως προαναφερόμενα (περ. ΙΙΙ).

V. Κατά, τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα. Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕφΠατρ 32/2019 – ΕφΠειρ 24/2016 – ΕφΑθ 3808/2014 – βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση έκδ.2015, σελ.305.). Κατά τη διάταξη του άρθρου 58 παρ.5 εδ.β του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν. 4194/2013), «Σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής κριθεί ως υπέρογκο, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από τον δικηγόρο ελλείψει πραγματικών στοιχείων, ο δικαστής ή το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα μπορεί να προσδιορίσει την νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή, είτε κατά την εκτίμηση του είτε λόγω περιορισμού του αιτήματος της αγωγής κατά συμμόρφωση του δικηγόρου προς έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του αντιπροσώπου του». Η ανωτέρω διάταξη έχει εφαρμογή και για τον καθορισμό της αμοιβής του δικηγόρου του εναγόμενου, διότι ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος επιβάλλει να μη καταβληθεί και σε αυτόν αμοιβή δυσανάλογη με την πραγματική αξία του αντικειμένου της δίκης (ΑΠ 59/1996, 847/1991 – ΕφΑθ 7226/2000). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 63 παρ.1 περ. i α του Κώδικα περί Δικηγόρων, «Η αμοιβή, σε περίπτωση μη ύπαρξης έγγραφης συμφωνίας, καθορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης ως εξής: i. Η αμοιβή για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής όπως παρακάτω: α) 2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ, β)1,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 200.001 ευρώ μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ, …» και κατά τη διάταξη του άρθρου 68 παρ.1 του ίδιου Κώδικα «Για τη σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, η αμοιβή του δικηγόρου του εναγόμενου είναι ίση με την αμοιβή της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Κώδικα…».

Με τον τρίτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η επιβληθείσα σε βάρος της δικαστική δαπάνη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ποσού 3.700 € είναι υπερβολική, διότι το αίτημα της αγωγής είναι υπέρογκο, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να αξιολογηθεί επαρκώς από την πληρεξούσια δικηγόρο της ελλείψει πραγματικών στοιχείων και ζητεί να προσδιοριστεί η αμοιβή της πληρεξούσιας δικηγόρου της εναγόμενης με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή. Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος (άρθρο 520 παρ.1 ΚΠολΔ), νόμιμος (άρθρο 58 παρ.5 εδ.β του Κώδικα περί Δικηγόρων) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαn.

Εν προκειμένω με την ένδικη αγωγή η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι λόγω του ατυχήματος υπέστη οπίσθιο εξάρθρημα ισχίου, δεξιά ανάταξη ισχίου, κάταγμα καρπού και φάλαγγας μέσου δακτύλου, ρήξη μηνίσκου δεξιού γόνατος, ήπια οστεοαρθρίτιδα, κρίθηκε από το ΙΚΑ ανίκανη κατά ποσοστό 40% λόγω μέτριου βαθμού περιορισμού των κινήσεων του δεξιού ισχίου και δυσκαμψίας δεξιάς πηχεοκαρπικής, από το χρόνο του ατυχήματος έλαβε σταδιακά αναρρωτική άδεια μέχρι τέλος 2011, ήτοι για πέντε (5) μήνες περίπου, απασχολείτο σε ταχυφαγείο με μηνιαίες αποδοχές 400 € και λόγω του είδους και της έκτασης του τραυματισμού της δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετείται και είχε ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού από το χρόνο του ατυχήματος μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής. Για τους λόγους αυτούς ζητεί να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία υποχρεούται να της καταβάλει, μεταξύ άλλων, για δαπάνη πρόσληψης οικιακής βοηθού 57.450 €, για διαφυγόντα κέρδη από 19-8-2011 μέχρι 31-12-2016 συνολικά 25.600 €, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 50.000 € και πρόσθετο λόγω αναπηρίας χρηματικό ποσό 50.000 €. Η απαίτηση αυτή της ενάγουσας (ηλικίας 39 ετών), για την οποία δεν υπήρξε έγγραφη εντολή προς την πληρεξούσια δικηγόρο της, είναι προφανώς διογκωμένη από την τελευταία, η οποία, καταβάλλοντας την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, ώφειλε να διαγνώσει το εν μέρει αβάσιμο της εν λόγω απαίτησης και εντεύθεν το προφανές διογκωμένο ποσό αυτής. Έτσι, βάσει των ανωτέρω στοιχείων, το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή πρέπει να προσδιοριστεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, για δαπάνη πρόσληψης οικιακής βοηθού σε 2.500 € , για διαφυγόντα κέρδη σε 2.500 €, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης σε 20.000 € και λόγω αναπηρίας σε 20.000 € και γενικά, αφού ληφθούν υπόψη και τα λοιπά κονδύλια της αγωγής για αγορά ιατροφαρμακευτικού υλικού, ιατρικές εξετάσεις και ολικής καταστροφής του δίκυκλου μοτοποδηλάτου της ενάγουσας, η συνολική απαίτησή της πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 50.000 €. Επομένως, η αμοιβή της πληρεξούσιας δικηγόρου της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 1.000 € (50.000 Χ 2%) και η συνολική δαπάνη της εναγόμενης (τέλη χαρτοσήμου, φωτοαντίγραφα αποδεικτικών εγγράφων κλπ.), συμπεριλαμβανομένης και της αμοιβής της πληρεξούσιας δικηγόρου της, στο ποσό των 1.100 €. Συνακόλουθα, ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ΄ ουσίαν.

V. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε σε βάρος της ενάγουσας για δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας ποσό 3.700 €, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και πρέπει, κατά το βάσιμο τούτο λόγο, η έφεση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της ως προς τη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και ερευνηθεί κατ’ ουσία (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ) μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εναγομένης-εφεσίβλητης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας-εκκαλούσας (άρθρα 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.

Δικάζει κατ’ αντιμωλία της εκκαλούσας και της δεύτερης εφεσίβλητης.

Δέχεται την από 21-2-2018 (Ε.Α.Κ. …../2018) έφεση τυπικά και ουσιαστικά ως προς την άνω εφεσίβλητη.

Εξαφανίζει την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 3162/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε τη διαφορά κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης.

Κρατεί και δικάζει κατ΄ ουσίαντην υπόθεση.

Απορρίπτει την από 4-1-2017 (Α.Κ. …./2017) αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγομένη.

Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας-εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εναγομένης-εφεσίβλητης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε χίλια τετρακόσια (1.400) ευρώ. Και

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    10 Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ