Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 149/2021

Αριθμός     149/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Η από 22-3-2018 (Α.Κ. …./2018) έφεση των εναγόντων και η από 8-5-2017 (Α.Κ. …./2017) έφεση της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας κατά της υπ’ αρ. 2874/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε τις παρακάτω αναφερόμενες αγωγές κατά την ειδική διαδικασία των  διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο κλπ (άρθρα 667, 670-676, 681 Α ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015) και κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει από τα προσαγόμενα έγγραφα, ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης  και από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης έως την άσκηση των εφέσεων δεν παρήλθε τριετία (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ.1 περ. β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 2, 591 παρ.1, 614 αρ.6 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος, δεδομένου ότι έχει κατατεθεί το νόμιμο για την καθεμία παράβολο (e-παραβ. …. και …….. αντίστοιχα),  να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την  ίδια διαδικασία, για να κριθούν ως προς τη νομική και ουσιαστική τους βασιμότητα και να συνεκδικαστούν, συντρεχουσών προς τούτο των προϋποθέσεων του άρθρου 246 ΚΠολΔ, ήτοι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων.

Οι ενάγοντες με τις δύο από 8-7-2010 αγωγές τους (αρ. κατ. …/2010 και …./2010), που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, καθένας σε ολόκληρο, να τους καταβάλουν τα σ’ αυτές αναφερόμενα ποσά ως αποζημίωση (ιατρικά έξοδα, πλασματική δαπάνη πρόσληψης οικιακής βοηθού) και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από τροχαίο θανατηφόρο αυτοκινητικό ατύχημα, κατά το οποίο τραυματίσθηκε θανάσιμα ο …………., σύζυγος της πρώτης ενάγουσας και πατέρας των λοιπών εναγόντων, οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης εναγομένης, που οδηγούσε ΙΧΕ αυτοκίνητο, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για τις προκαλούμενες από την κυκλοφορία του ζημίες σε τρίτους στην τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία και έλαβε χώρα στις 6-10-2008 επί της οδού Παπαναστασίου στον Πειραιά, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά τους έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο α) με την υπ’ αρ. 2542/2011 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις αγωγές, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη σχετικά με την αιτία θανάτου του ……….., συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών εναγόντων και β) με την εκκαλούμενη απόφασή του αφενός μεν κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση των αγωγών ως προς την πρώτη και το δεύτερο των εναγομένων, αφετέρου δε ως προς την τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία απέρριψε τη με αρ. κατ. …/2010 αγωγή, δέχθηκε εν μέρει τη με αρ. κατ. …../2010 αγωγή και  υποχρέωσε την άνω εναγομένη να καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην πρώτη ενάγουσα ποσό 8.000 € και σε καθένα των λοιπών εναγόντων ποσό 5.000 € και καταδίκασε την άνω εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των αναγόντων. Κατά της εκκαλούμενης απόφασης παραπονούνται οι ενάγοντες και η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία και ζητούν, για τους λόγους που αναφέρονται στις εφέσεις τους και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε κατά μεν τους ενάγοντες να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η με αρ. καταθ. …./2010 αγωγή τους καθώς και το αίτημα και της με αριθμό κατάθ. …./2010 αγωγής τους περί αποζημίωσης ίσης με την πλασματική δαπάνη, στην οποία θα προέβαινε ο άνω παθών λόγω πρόσληψης οικιακής βοηθού, κατά την εναγομένη δε να απορριφθεί συνολικά η με αριθμό κατάθεσης …../2010 αγωγή.

ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ, που ορίζει ότι η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε, η οποία αποτελεί εκδήλωση της νομοθετικής βούλησης να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος είναι υποχρεωμένος από το νόμο ή από άλλο λόγο να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον παθόντα, συνάγεται ότι στην περίπτωση που, εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού του τελευταίου, αυτός αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί και έχει ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου – οικιακής βοηθού, για τη φροντίδα και την εξυπηρέτησή του, έργο το οποίο αναλαμβάνει, με εντατικοποίηση των δυνάμεών του, συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο, το οποίο, με τις προς τον παθόντα υπηρεσίες του, καλύπτει την πιο πάνω ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού, θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης του παθόντος κατά του υπόχρεου. Και τούτο, διότι, όπως προαναφέρθηκε, η μη καταβολή ανταλλάγματος, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος. Τέτοια συγγενικά πρόσωπα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, μπορεί να είναι και η σύζυγος, οι γονείς, τα πεθερικά ή άλλα στενά συγγενικά, αλλά και φιλικά πρόσωπα. Συνεπώς, ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου, ο οποίος δέχεται τις, αναγκαίως, αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες αυτών, προς αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται να απαιτήσει, από τον υπόχρεο προς αποζημίωση, τουλάχιστον το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο, που θα το προσλάβανε για το σκοπό αυτόν, έστω και αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν κατέβαλε κανένα τέτοιο ποσό στους παραπάνω οικείους του, οι οποίοι, με υπερένταση μερικές φορές των δυνάμεών τους και σε βάρος άλλων ενασχολήσεών τους, ασχολούνται με τη φροντίδα για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος συγγενούς ή φίλου τους (ΑΠ 1207/2017,  1622/2013, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 1545/2009, ΑΠ 833/2005).

Εν προκειμένω με τον πρώτο λόγο της από 22-3-2018 έφεσης οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις και απέρριψε ως αβάσιμο κατ΄ ουσίαν το αίτημά τους περί επιδίκασης αποζημίωσης λόγω πρόσληψης οικιακής βοηθού για το χρονικό διάστημα από 8-9-2009 έως 17-4-2010 για τον μη δυνάμενο να αυτοεξυπηρετηθεί και μετέπειτα θανόντα ………, την αξίωση του οποίου ασκούν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του. Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος (άρθρο 520 παρ.1 ΚΠολΔ), νόμιμος (άρθρα 930 παρ.3, 1710 επ.,1885 ΑΚ)   και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσία.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος, που εξετάστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. πρακτικά δίκης), αξιολογούμενη κατά το λόγο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας του προσώπου, εκ του οποίου προέρχεται, την από 18-5-2012 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ……., Ιατρού Καρδιολόγου, η οποία διατάχθηκε με την υπ’ αρ. 2542/2011 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 6-10-2008 και περί ώρα 20.50΄ στον Πειραιά επί της οδού Παπαναστασίου η πρώτη εναγόμενη …………, οδηγώντας το με αρ. κυκλ. ……… ΙΧΕ αυτοκίνητο, που ανήκε στην ιδιοκτησία του δεύτερου εναγόμενου, ο οποίος είχε ασφαλίσει την αστική του ευθύνη στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία για ζημίες που προξενούνται σε τρίτους από την κυκλοφορία του, παρέσυρε τον πεζό ……… που διέσχιζε κάθετα το οδόστρωμα κινούμενος πάνω σε διάβαση πεζών και του προξένησε σωματικές βλάβες, ήτοι θλαστικό τραύμα στην δεξιά πλευρά και βρεγματικό αιμάτωμα στην αριστερή πλευρά της κεφαλής και κατάγματα κατωτέρων πλευρών. Με την υπ’ αρ. 2542/2011 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί της από 8-9-2009 αγωγής του παθόντος, η οποία κατέστη τελεσίδικη με την υπ’ αρ. 487/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η πρώτη εναγόμενη κρίθηκε αποκλειστική υπαίτια του εν λόγω ατυχήματος. Αμέσως μετά το ατύχημα ο παθών μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας και εξήλθε στις 8-10-2008 με σύσταση λήψης φαρμακευτικής αγωγής, ιατρικής παρακολούθησης και επανενεξέτασης σε εννέα ημέρες. Με την από 8-9-2009 αγωγή του ο παθών είχε ζητήσει την καταβολή αποζημίωσης ποσού 11.550 € λόγω (πλασματικής) πρόσληψης οικιακής βοηθού, επειδή δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί, για το χρονικό διάστημα από 7-10-2008 έως 8-9-2009. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αρ. 2542/2011 απόφασή του έκρινε τελεσίδικα ότι ο παθών είχε ανάγκη της παροχής της φροντίδας και των υπηρεσιών τρίτου προσώπου λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης για χρονικό διάστημα πέντε (5) μηνών μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, ήτοι μέχρι τις 8-3-2009 και του επιδίκασε για την αιτία αυτή ποσό 2.500 € (5 μην Χ 500 €/μην), για δε το μετέπειτα χρονικό διάστημα απέρριψε το αίτημά του ως ουσία αβάσιμο, έκρινε δηλαδή ότι το είδος και η έκταση των σωματικών βλαβών του παθόντος από το ατύχημα δεν δικαιολογούν την παροχή των υπηρεσιών τρίτου προσώπου λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης αυτού. Με την υπό κρίση αγωγή τους (αρ. καταθ. …./2010) οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο παθών εξακολουθούσε να μη μπορεί να αυτοεξυπηρετείται από τις 8-9-2009 μέχρι το θάνατό του στις 17-4-2010 και ότι όλο αυτό το χρονικό διάστημα του προσέφερε τις υπηρεσίες της η πρώτη ενάγουσα σύζυγός του. Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι ο παθών, ηλικίας 81 ετών, έπασχε από σοβαρά χρόνια ιατρικά νοσήματα και συγκεκριμένα σακχαρώδη διαβήτη, παλαιό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, αρχόμενη γεροντική άνοια και χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), η δε τελευταία πάθηση αποτελεί παράγοντα επιβαρυντικό της περαιτέρω φθοράς του οργανισμού και ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό παράγοντα γενικευμένης προσβολής του καρδιοαγγειακού συστήματος. Οι παθήσεις αυτές δικαιολογούν την προσφορά των υπηρεσιών τρίτου προσώπου στον παθόντα, τις οποίες πράγματι προσέφερε η σύζυγός του, όμως από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι η παροχή των υπηρεσιών αυτών συνδέεται αιτιωδώς με το επίδικο ατύχημα. Όμοια λοιπόν αφού έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την ένδικη με αρ. κατ. …../2010 αγωγή, συμπληρωμένης της αιτιολογίας του με την παρούσα απόφαση (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες – ενάγοντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα κατ΄ ουσίαν.

ΙΙΙ. Aπό το άρθρο 932 AK προκύπτει ότι αν το δικαστήριο της ουσίας δεχθεί ότι από αδικοπραξία κάποιου προκλήθηκε ψυχική οδύνη στην οικογένεια του θύματος, μπορεί να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση, με σκοπό να επιτευχθεί μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης των προσώπων αυτών. Το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης θα καθοριστεί με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, έτσι ώστε οι δικαιούχοι να απολαύουν μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα βλάβη και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ψυχική οδύνη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Κριτήρια δε για τον προσδιορισμό του «εύλογου» ποσού είναι εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης και κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως των δικαιούχων, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ψυχικής οδύνης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 AK εύλογη κρίση του, όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ψυχικής οδύνης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 AK και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ` αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του  Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του «ευλόγου» και συνακόλουθα το «εύλογο» εμπεριέχεται αναγκαίως στο «ανάλογο» (ΑΠ 65/2019, 142/2019, 420/2018, 448/2018, 752/2018). Η επιδίκαση της από το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ προβλεπόμενης χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ’ εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ 562/2018).

Εν προκειμένω αφενός μεν οι εκκαλούντες – ενάγοντες με το δεύτερο λόγο της έφεσης ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και επιδίκασε για αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης στην πρώτη ενάγουσα 8.000 € και σε καθένα των λοιπών 5.000 €, ενώ, αν εκτιμούσε ορθά τα αποδεικτικά μέσα, έπρεπε να τους επιδικάσει σε καθένα εξ αυτών ολόκληρο το αιτούμενο ποσό των 10.000 € για τον καθένα εξ αυτών, αφετέρου δε η εκκαλούσα – εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με την έφεσή της ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και έκρινε ότι ο θάνατος του ………. συνδέεται αιτιωδώς με τον τραυματισμό του από το επίδικο τροχαίο ατύχημα και τους επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης τα ανωτέρω ποσά. Ο λόγοι αυτοί είναι ορισμένοι (άρθρο 520 παρ.1 ΚΠολΔ), νόμιμοι (άρθρο 914, 932 ΑΚ) και πρέπει να ερευνηθούν κατ’ ουσία.

Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα προκύπτουν τα εξής  πραγματικά περιστατικά:  Ο θανών, σύζυγος της πρώτης ενάγουσας και πατέρας των λοιπών εναγόντων, ηλικίας 81 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος, απεβίωσε στις 17-4-2010 στην οικία του στον Πειραιά λόγω καρδιακής ανακοπής από οξύ έμφραγμα (βλ. την από 19-4-2010 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου Αθηνών). Όπως προαναφέρθηκε, ο θανών έπασχε από σοβαρές ασθένειες, ήτοι χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, σακχαρώδη διαβήτη, είχε υποστεί αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, στεφανιαία νόσο και όπως ομολογούν οι ενάγοντες είχε εκ νέου στο παρελθόν υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου. Σύμφωνα με τον πραγματογνώμονα …….., το τελικό αποτέλεσμα του θανάτου (καρδιακή ανεπάρκεια – οξύ έμφραγμα) ήταν φυσική συνέπεια των ανωτέρω νοσημάτων και της επιβάρυνσης της υγείας του από το τροχαίο ατύχημα, όμως ο τραυματισμός του ναι μεν δεν οδήγησε άμεσα στο θάνατό του, αλλά επιδείνωσε την υγεία του, διότι μετά τον τραυματισμό του βρισκόταν σε κατάσταση μόνιμης κατάκλισης, γενικευμένης αθηροθρόμβωσης και απορρύθμισης του σακχαρώδους διαβήτη και τελικά οδήγησε στην επέλευση του θανάτου του. Από τα πραγματικά αυτά περιστατικά προκύπτει ότι ο τραυματισμός του θανόντος από το επίδικο τροχαίο ατύχημα συνδέεται αιτιωδώς με τον επελθόντα θάνατο αυτού. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο θανών συνδεόταν με τους ενάγοντες με στενούς δεσμούς αγάπης και στοργής, άρρηκτη στενή συγγένεια, ακατάλυτο οικογενειακό και στενό ψυχικό δεσμό. Ο βίαιος και αιφνίδιος θάνατός του, που επήλθε εξαιτίας του ένδικου ατυχήματος, προξένησε στους προαναφερθέντες βαρύ πένθος, αβάσταχτο πόνο και θλίψη και δημιούργησε έντονα αισθήματα λύπης. Ενόψει τούτων, ο θάνατός του προξένησε σε όλα τα προαναφερόμενα συγγενικά του πρόσωπα και μη περιουσιακή ζημία στα έννομα αγαθά τους, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται, για την αιτία αυτή, εύλογης χρηματικής ικανοποίησης κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, προς απάμβλυνση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν και για ηθική παρηγοριά και ψυχική τους ανακούφιση. Η έκταση αυτής, ενόψει όλων των προαναφερθέντων περιστατικών και αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η βίαιη και αιφνίδια θανάτωση του συγγενούς τους, ο βαθμός υπαιτιότητας της οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, η ηλικία αυτού και η κατάσταση της υγείας του, σε συνδυασμό με το βαθμό του συναισθηματικού συνδέσμου αυτών με τον θανατωθέντα που ήταν ανάλογος και με τη συγγένειά τους, ο πόνος και η οδύνη που δοκίμασε ο καθένας από αυτούς και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των εναγόντων, ενώ η ευθύνη της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας είναι μόνο εγγυητική, πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 10.000 € για  καθένα των εναγόντων.  Το ποσό αυτό κρίνεται εύλογο (άρθρο 932 ΑΚ)  και δεν είναι υπερμέτρως ασύνηθες για την περίπτωση θανάτωσης οικείου προσώπου από αδικοπραξία, αφού το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, την δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, δεν υπολείπεται και μάλιστα καταφανώς των συνήθως επιδικαζομένων σε παρόμοιες περιπτώσεις. Συνακόλουθα ο δεύτερος λόγος της έφεσης των εναγόντων πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ΄ ουσίαν και να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος της έφεσης της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας ως αβάσιμος κατ΄ ουσίαν.

ΙV. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε για αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης στην πρώτη ενάγουσα ποσό 8.000 € και σε   καθένα των λοιπών εναγόντων ποσό 5.000 €, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και πρέπει, κατά το βάσιμο και κατ΄ ουσία λόγο της από 22-3-2018 έφεση των εναγόντων, να γίνει δεκτή η τελευταία ως βάσιμη και κατ’ ουσία, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση  ως προς τα συνδεόμενα με την υπ΄ αριθμό κατάθεσης …/2010 αγωγή κεφάλαια αυτής και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και  ερευνηθεί κατ’ ουσία (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ),  η από 8-7-2010 και με αρ. καταθ. …../2010 αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ ουσίαν και  να υποχρεωθεί η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία να καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση  λόγω ψυχικής οδύνης σε καθένα των εναγόντων ποσό 10.000 € με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η από 8-5-2017 έφεση της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας (άρθρα 183, 176 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα  και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας επί της από 22-3-2018 εφέσεως πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας καθενός των μερών (άρθρα 183 και 178 παρ.1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της από 22-3-2018 έφεσης στους εκκαλούντες και η εισαγωγή του παραβόλου της από 8-5-2017 έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων τις από 8-5-2017 (Α.Κ. …/2017) και 22-3-2018 (…../2018) εφέσεις.

Δέχεται την από 8-5-2017 έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσία.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

Δέχεται την από 22-3-2018 έφεση τυπικά και ουσιαστικά.

Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 2874/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε τη διαφορά κατά την ειδική διαδικασία των  διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, ως προς τα κεφάλαια αυτής τα συνδεόμενα με την από 8-7-2010 (Α.Κ. …/2010).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ΄ ουσίαν την ανωτέρω αγωγή.

Δέχεται την από 8-7-2010 και με αριθμό κατάθεσης …../2010 αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία να καταβάλει σε καθένα των εναγόντων δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Επιβάλλει σε βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία μετά την κατανομή τους καθορίζει σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ. Και

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στους εκκαλούντες.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   10 Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ