Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 144/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης   144/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 21.11.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./22.11.2019 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./22.11.2019  έφεση των εκκαλούντων, .. …………… και . ……………, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.1489/2019 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην του δεύτερου, τότε τρίτου εναγομένου και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης σ’αυτό δυνάμει της υπ’αριθμ.10306/2017 απόφασης του του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο ανωτέρω Δικαστήριο και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την εναντίον τους και της εταιρείας με την επωνυμία “………….” εκπροσωπουμένης από τον δεύτερο εναγόμενο, πρώτο των εκκαλούντων, . ……………, από 27.7.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./28.7.2016 αγωγή της εφεσιβλήτου, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της ενάγουσας, στις 23.10.2019, στους εναγομένους, ήδη εκκαλούντες, συντασσομένων των υπ’αριθμ……..΄ και …….΄/23.10.2019 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά, …….., που προσκομίζονται μετ’επικλήσεως από την ενάγουσα-εφεσίβλητη, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 22.11.2019, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, όσον αφορά όμως ότι τον τρίτο των εναγομένων-εκκαλούντα, που δικάστηκε ερήμην στην πρωτόδικη δίκη, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή στην ουσία της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, δεδομένου ότι με την έφεση του παραπονείται, μεταξύ άλλων, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αρνούμενος συλλήβδην την ιστορική βάση της αγωγής, αφού δε κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατά το μέρος, κατά το οποίο μεταβιβάσθηκε σ’αυτό με την έφεση, να δικασθεί εξαρχής και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή στο σύνολο της από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας, όσον αφορά τον τρίτο των εναγομένων- δεύτερο των εκκαλούντων (άρθρα 528 εδαφ. α, 533 παρ.1, 535 παρ.1 και 591 § 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Η ενάγουσα, ……….., στην από 27.7.2016 αγωγή της, ισχυρίστηκε ότι οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, με ψευδείς παραστάσεις και αποκρύψεις, την έπεισαν να συμμετάσχει στην αγορά δύο πλοίων από την πρώτη εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο δεύτερος τούτων, με το ποσό των 20.000 για καθένα, που θα αντιστοιχούσε σε ποσοστό 3% επί του τιμήματος αγοράς εκάστου και με αντίστοιχο μερίδιο συμμετοχής σε καθεμία υπό σύσταση πλοιοκτήτρια εταιρεία κάθε πλοίου, ενώ θα της καταβαλλόταν το ποσό των 450 ευρώ μηνιαίως, ως ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, από τα κέρδη εκμετάλλευσης κάθε πλοίου από τις ναυλώσεις και έτσι τους κατέβαλε δια τραπεζικής επιταγής, που τους παρέδωσε, το συνολικό ποσό των 40.000 ευρώ, καταρτισθέντων των από 1.3.2014 και 15.5.2014 ιδιωτικών συμφωνητικών επένδυσης και εταιρικής συνεργασίας αντίστοιχα, πλην όμως, παρά τις ψευδείς διαβεβαιώσεις των εναγομένων, τα πλοία ουδέποτε αγοράστηκαν και κατά παράβαση της δοθείσης εντολής επένδυσης του ανωτέρω χρηματικού ποσού, το ιδιοποιήθηκαν παράνομα προκαλώντας της ισόποση ζημία και ουδέποτε της κατέβαλαν τις συμφωνηθείσες αποδόσεις, βάσει των όρων των μεταξύ τους συμβάσεων, κατόπιν δε πολλών οχλήσεων της, υπογράφηκαν τα από 10.5.2016 δύο ιδιωτικά συμφωνητικά αναγνώρισης χρέους, με τα οποία η πρώτη εναγομένη, ως οφειλέτρια και οι λοιποί εναγόμενοι, ως εγγυητές ευθυνόμενοι προσωπικώς και αλληλεγγύως, ανέλαβαν την υποχρέωση να της επιστρέψουν το ποσό των 40.000 ευρώ και επιπλέον τα ποσά των 11.250 ευρώ και 10.350 ευρώ αντίστοιχα, με βάση την συμφωνηθείσα ελάχιστη μηνιαία απόδοση, δυνάμει των πρώτων, ως άνω, ιδιωτικών συμφωνητικών, για τα χρονικά διαστήματα από τον μήνα Μάιο 2014 και Ιούλιο 2014 αντίστοιχα, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του αντίστοιχου συμφωνητικού αναγνώρισης χρέους και συνολικά το ποσό των 61.600 ευρώ, κατά τον συμφωνημένο τρόπο αποπληρωμής, εκ του οποίου έχει καταβληθεί μόνο το ποσό των 1.400 ευρώ, ενώ για το διάστημα από 1.6.2016 και μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης της αγωγής, της οφείλουν επιπλέον, ως εγγυημένα έσοδα, το ποσό των 1.800 ευρώ, καθώς επίσης από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων υπέστη ηθική βλάβη, για την χρηματική ικανοποίηση της οποίας δικαιούται το ποσό των 10.000 ευρώ, μετ’αφαίρεση του ποσού των 44 ευρώ, που προτίθεται να ζητήσει από το ποινικό Δικαστήριο παριστάμενη, ως πολιτικώς ενάγουσα. Ακολούθως, με βάση την ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης και του δεύτερου των εναγομένων και την αδικοπρακτική ευθύνη όλων,  ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 72.000 ευρώ, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, κατά τις διατάξεις περί εντολής και αδικοπραξιών, παρεκτός του κονδυλίου, που αφορούσε την ζημία της ενάγουσας από την απώλεια του εγγυημένου μηνιαίου εισοδήματος, την έκανε εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν, υποχρεώνοντας τους εναγομένους εις ολόκληρον έκαστο να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 39.600 ευρώ, για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με την ένδικη έφεση τους οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ, ο εντολοδόχος έχει την υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα κάθε τι που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της, ευθυνόμενος κατά την εκπλήρωση των άνω υποχρεώσεων του σύμφωνα με το άρθρο 714 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 297, 298 ΑΚ, για κάθε πταίσμα, επομένως και για ελαφρά αμέλεια και υποχρεούται να ανορθώσει κάθε ζημία την οποία υπέστη ο εντολέας και η οποία είχε ως γενεσιουργό αιτία το πταίσμα του εντολοδόχου (ΑΠ 1110/20, ΑΠ 164/2008, ΑΠ1470/1998). Επομένως, ο εντολοδόχος που, στα πλαίσια σύμβασης διαχείρισης επένδυσης, έλαβε χρήματα από τον εντολέα του, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει σε συγκεκριμένη επένδυση συνάπτοντας σχετική σύμβαση, έχει υποχρέωση συμβατική, κατ’ άρθρο 719 ΑΚ, να αποδώσει στον εντολέα του τα πράγματα, που απέκτησε για λογαριασμό αυτού, εφόσον εκτέλεσε τη μεμονωμένη παραγγελία ή εφόσον περατωθεί ή λυθεί κατά οποιοδήποτε τρόπο η σύμβαση διαχείρισης (724 ΑΚ), άλλως να του επιστρέψει τα χρήματα που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής. Εφόσον συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, δηλαδή παράνομη και υπαίτια ιδιοποίηση των δοθέντων προς εκτέλεση της εντολής χρημάτων ή των αποκτηθέντων για λογαριασμό του εντολέως πραγμάτων, υπάρχει και υποχρέωση του εντολοδόχου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ σε συνδυασμό προς το άρθρο 375 ΑΚ, να αποδώσει τα ληφθέντα πράγματα (χρήματα) ή την αξία των αποκτηθέντων χρημάτων ως αποζημίωση (ΑΠ 1110/20, ΑΠ 750/1995). Επομένως, αξίωση αποζημίωσης για ζημία, που προκλήθηκε από το ότι ο εντολοδόχος παρέλειψε οφειλόμενη απ’ αυτόν κατά την εκτέλεση της εντολής ενέργεια, θεμελιώνεται στα άρθρα 714 και 330 ΑΚ και όχι σε αδικοπραξία, εκτός αν συντρέχουν οι όροι των άρθρων 914, 919 ΑΚ, ή ειδικές περιστάσεις, που στοιχειοθετούν αδίκημα (όπως απάτη, υπεξαίρεση κ.λ.π.), οπότε υπάρχει συρροή αξιώσεων (ΑΠ487/2017, AΠ 637/2011). Ειδικότερα, αδικοπραξία, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων που περιήλθαν οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη (άρθρο 375 § 1 ΠΚ). Κατά τη διάταξη αυτή, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, που είναι κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος, η δε υποκειμενική, στην ύπαρξη του δόλου που ενέχει την γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), ανήκει δηλαδή κατά κυριότητα σε άλλον, καθώς και την θέληση να ιδιοποιηθεί το πράγμα παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Έτσι, είναι ξένο το χρηματικό ποσό που δίδεται δυνάμει συμβάσεως εντολής στον εντολοδόχο για τη δαπάνη εκτελέσεως της εντολής, σύμφωνα με το άρθρο 721 ΑΚ και το οποίο υποχρεούται να αποδώσει σε περίπτωση που δεν χρησιμοποιήθηκε για την εκτέλεση της (719 ΑΚ), οπότε αρνούμενος να αποδώσει τούτο στον εντολέα του, διαπράττει υπεξαίρεση (ΑΠ 487/2017).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 ΚΠολΔ, 914, 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, όσα παρέλειψε, από το νόμο, τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιΐκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, όπως, ιδίως, επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όταν ο υπαίτιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους από την κατάσταση αυτή (ΑΠ 54/2019).  Περαιτέρω, για το ορισμένο, πρέπει να αναφέρονται τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας, που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του (ΑΠ 1110/20, ΑΠ 838/2011). Παράνομη δε συμπεριφορά που μπορεί, συντρεχόντων και των λοιπών προϋποθέσεων, να οδηγήσει σε ευθύνη με τις διατάξεις της αδικοπραξίας, είναι και η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό κανόνα δικαίου, που θεμελιώνει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος ή σε απαγορευτικό κανόνα δικαίου, όπως συντρέχει στην περίπτωση της υπεξαίρεσης της διάταξης του άρθρου 375 ΠΚ, όταν δηλαδή ο υπαίτιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο ή του το έχουν εμπιστευθεί, λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας (ΑΠ 1110/20, ΑΠ 2258/2014, ΑΠ 28/2010, ΑΠ 1441/2010).

Εξάλλου, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 του ίδιου Κώδικα και 386 του Π.Κ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, αποσκοπώντας στη δήλωση βουλήσεως του απατηθέντος, ο οποίος ένεκα της απάτης προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 631/2015, ΑΠ 481/2012, ΑΠ 325/2009), χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 147 και 149 ΑΚ, όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ. Α.Κ), εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 631/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο έχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για τη θεμελίωση της και συγκεκριμένα είναι πλήρως ορισμένη, διότι εκτίθενται αναλυτικά και με σαφήνεια όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση της επί των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 216 ΚΠολΔ, καθόσον περιγράφεται λεπτομερώς η παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων φυσικών προσώπων, οι οποίοι φέρονται με την αγωγή να ενεργούν από κοινού στην εξαπάτηση της ενάγουσας, με τις αναφερόμενες ψευδείς παραστάσεις και την απόκρυψη των μνημονευόμενων κρίσιμων γεγονότων, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση των χρημάτων, που η ενάγουσα από την πλανημένη αντίληψη, που της προκάλεσαν και συντήρησαν, εμπιστεύθηκε στην πρώτη εναγομένη, δια του εκπροσώπου της δεύτερου εναγομένου, ως εντολοδόχου και κατά παράβαση της δοθείσης εντολής επένδυσης των παραδοθέντων χρηματικών ποσών στην αγορά των εν λόγω πλοίων, προκαλώντας σ’αυτήν την εκτιθέμενη θετική και αποθετική ζημία, προς εξυπηρέτηση ιδίων σκοπών, χωρίς περαιτέρω να απαιτείται εξειδίκευση των δηλώσεων τους ή αναφορά επίδειξης εκ μέρους τους ψευδών ή/και πλαστών οικονομικών στοιχείων της εναγομένης εταιρείας, μήτε η αναφορά των αποδεικτικών στοιχείων, που αποδεικνύουν τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι-εκκαλούντες, μήτε άπτονται του ορισμένου της αγωγής τα επικαλούμενα επιχειρήματα, που συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, ως αβασίμως υπολαμβάνουν. Συνεπώς, η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία έκρινε ορισμένη την αγωγή, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτο, απορριπτομένου του τρίτου λόγου της έφεσης, καθ’ο μέρος προσάπτεται πλημμέλεια για την μη απόρριψη της αγωγής, ως αόριστης, ως αβασίμου.

IV. Από τις υπ’αριθμ…….. και ……/17.1.2018 ένορκες βεβαιώσεις της ………. και του ………. αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, …… και τις υπ’αριθμ……. και ……./15.11.2016 ένορκες βεβαιώσεις των ίδιων μαρτύρων αντίστοιχα, ενώπιον της ίδιας συμβολαιογράφου, που συντάχθηκαν με την επιμέλεια της ενάγουσας-εφεσίβλητης, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης των εναγομένων (υπ’αριθ……΄και ……΄/12.1.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ……. και υπ’αριθμ. … και ……/10.11.2016 εκθέσεις επίδοσης, της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …….), καθώς επίσης την υπ’ αριθ. ……/1.12.2016 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …….., που λήφθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς με επιμέλεια των εναγομένων, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου (υπ’αριθμ……/28.11.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ……….), που εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως του μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), είτε στην συνταχθείσα αγγλική γλώσσα χωρίς νόμιμη μετάφραση στην ελληνική, τα οποία ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 παρ.1 εδ. β΄ ΚΠολΔ (ΕφΠ 256/2014 δημ.ΤΝΠ NOMOS), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: H μη διάδικος στην παρούσα δίκη πρώτη εναγομένη ναυτιλιακή εταιρία με την επωνυμία “…………”, εδρεύει, σύμφωνα με το καταστατικό της, στον Παναμά και κατά τον κρίσιμο χρόνο είχε εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα δυνάμει της υπ’αριθ.3122.1/3459/23788/18-7-2000 κοινής απόφασης των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των α.ν.89/1967 και 378/1968 και ν.27/1975, που έχει ήδη ανακληθεί με την υπ’αριθμ.3122.1/3459/16/23788/20-7-2015 υπουργική απόφαση και συγκεκριμένα επί της οδού ……… στο ……… Αττικής, όπου βρίσκεται η πραγματική έδρα αυτής και ασκείται η διοίκηση της, εκπρόσωπος δε του γραφείου και πραγματικός ιδιοκτήτης, διευθύνων σύμβουλος, μοναδικός μέτοχος και νόμιμος εκπρόσωπος της, τυγχάνει ο δεύτερος εναγόμενος-πρώτος των εκκαλούντων, …….. Αυτός, στις αρχές του έτους 2014 βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις για την αγορά του φορτηγού πλοίου “CQ”, κ.ο.χ.9978, σημαίας Παναμά, πλοιοκτησίας της παναμαϊκής εταιρίας «……………», κατόπιν μεσολάβησης και υπόδειξης της μεσίτριας εταιρίας με την επωνυμία «………» και μετά από επιθεώρηση του (17-18/1/2014 inspection report), το οποίο επρόκειτο να περιέλθει στην κυριότητα της εξωχώριας αγοράστριας εταιρίας, που συνέστησε για τον σκοπό αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου για τις εταιρείες του 1990 της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ, με την επωνυμία «………», τυπικά με έδρα τις νήσους Μάρσαλ και πραγματική τα γραφεία της πρώτης εναγομένης στο …….. Αττικής (από 6.2.2014 πιστοποιητικό καταχώρησης του καταστατικού της, του προϊσταμένου του Γραφείου του Αρχείου των Εταιριών της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ), καταρτισθέντος μεταξύ των, ως άνω, εταιρειών, με την ιδιότητα της πωλήτριας και αγοράστριας αντίστοιχα, του από 5.2.2014 Μνημονίου Συνεργασίας (“Memorandum of Agreement”). Το τίμημα της πώλησης ορίστηκε στο ποσό των έξι εκατομμυρίων εννιακοσίων πενήντα χιλιάδων (6.950.000) δολαρίων ΗΠΑ, ενώ ως εξασφάλιση για την εκπλήρωση της συμφωνίας και προϋπόθεση για την παράδοση του πλοίου χωρίς ναύλο στην αγοράστρια εταιρεία μεταξύ 1.3.2014 και 31.3.2014, συμφωνήθηκε ρητά η προκαταβολή ποσοστού 10% του τιμήματος με τηλεγραφική μεταφορά σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό των συμβαλλομένων, σε τράπεζα του Χονγκ Κονγκ ή της Σιγκαπούρης ή του Τόκυο, καθ’υπόδειξη της πωλήτριας, εντός τριών τραπεζικών ημερών από την ημερομηνία υπογραφής, μέσω fax, του εν λόγω συμφωνητικού από τα συμβαλλόμενα μέρη και την επιβεβαίωση του ανοίγματος κοινού ή δεσμευμένου λογαριασμού. Αν και δεν είχαν πληρωθεί μέχρι τέλους Φεβρουαρίου 2014 οι ανωτέρω προϋποθέσεις για την υλοποίηση της αγοραπωλησίας του πλοίου, γεγονός που καθιστούσε την αγορά αβέβαιη και επισφαλή, εντούτοις ο δεύτερος εναγόμενος, ήδη πρώτος των εκκαλούντων, με την ιδιότητα του οργάνου της πρώτης εναγομένης εταιρείας και την συνδρομή του φίλου και συνεργάτη του, τρίτου των εναγομένων, ήδη δεύτερου εκκαλούντος, . ……………, που συνδεόταν φιλικά από πολλών ετών με την ενάγουσα-εφεσίβλητη, …………… . και μεσολάβησε στην γνωριμία τους, έχοντας από την αρχή σκοπό να αποσπάσει τα χρήματα της ενάγουσας και να τα χρησιμοποιήσει προς ίδιον όφελος, παρέστησε σ’αυτήν ψευδώς από κοινού με τον τρίτο των εναγομένων-εκκαλούντα, ότι δήθεν θα επένδυε τα χρήματα που θα του παρέδιδε και δη το ποσό των 20.000 ευρώ, στην αγορά του ανωτέρω πλοίου, αποκτώντας ποσοστό ιδιοκτησίας 3% και διαβεβαιώνοντας την συγχρόνως, ότι με τον τρόπο αυτό επένδυσης το κεφάλαιο της θα είχε εγγυημένη απόδοση 450 ευρώ μηνιαίως αρχής γενομένης από 1.5.2014, ενώ επιπλέον θα λάμβανε 3% της αξίας του πλοίου κατά τη λήξη της συμφωνίας συνεργασίας σε περίπτωση δηλαδή πώλησης του, το δε ανωτέρω ποσοστό συνιδιοκτησίας της στο πλοίο θα καλυπτόταν από μετοχές, που θα εξέδιδε η εξωχώρια πλοιοκτήτρια εταιρία με την επωνυμία «……….». Ειδικότερα, στην προσυμβατική πληροφόρηση, που ήταν καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση της δικαιοπρακτικής βούλησης της ενάγουσας να συμβληθεί με την πρώτη εναγομένη εταιρεία δια του εκπροσώπου της δεύτερου εναγομένου, αλλά και κατά την σύναψη μεταξύ τους, του από 1.3.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού Επενδύσεως και Συνεργασίας με τους ανωτέρω όρους, το οποίο συνυπέγραψε ως μάρτυρας ο τρίτος των εναγομένων, επιβεβαιώνοντας τις παρεχόμενες από τον δεύτερο εναγόμενο πληροφορίες και ενισχύοντας έτσι, ένεκα της εμπιστοσύνης, που έτρεφε η ενάγουσα στο πρόσωπο του, την πλανημένη αντίληψη που της είχε δημιουργήσει, περαιτέρω δε και κατά την καταβολή του ανωτέρω ποσού εκ μέρους της ενάγουσας με την παράδοση στον δεύτερο εναγόμενο, στις 28.2.2014, τραπεζικής επιταγής, ποσού 20.000 ευρώ, την οποία ο τελευταίος εισέπραξε καταθέτοντας το ποσό αυτό σε τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης εναγομένης στην Τράπεζα Πειραιώς, ο δεύτερος εναγόμενος-εκκαλών δεν ενημέρωσε την ενάγουσα αρχικά για τον υφιστάμενο κίνδυνο μη πραγματοποίησης της αγοράς, λαμβανομένων υπόψη των προσκομμάτων και καθυστερήσεων της πλοιοκτήτριας εταιρείας ήδη από το έτος 2013 να προχωρήσει στην πώληση του, αφού εσόδευε υψηλά κέρδη από την ναύλωση του και εν τέλει για την ακύρωση της συμφωνίας αγοραπωλησίας από την αγοράστρια ως άνω εταιρεία, κατ’ενάσκηση προβλεπομένου σ’αυτήν δικαιώματος της με σχετική δήλωση, δεδομένου ότι η πωλήτρια απέτυχε να αποδεσμεύσει το πλοίο από τη ναυλομίσθωση, που υφίστατο, ώστε να παραδοθεί στην αγοράστρια εγκαίρως, κατά τα συμφωνηθέντα, με αποτέλεσμα να υπογραφεί ακολούθως μεταξύ τους το από3.2014 συμφωνητικό διακανονισμού (“Settlement Agreement”), αντίθετα παρουσίαζε την επίμαχη επένδυση, ως προσοδοφόρα και συμφέρουσα, επιδεικνύοντας και σχετικό έντυπο Φεβρουαρίου 2014, που χαρακτηριζόταν αυστηρά ιδιωτικό και εμπιστευτικό (strictly private and confidential), με το λογότυπο της εκδότριας τούτου εκπροσωπουμένης απ’αυτόν πρώτης εναγομένης εταιρείας, στο οποίο αναγράφονταν τα τεχνικά χαρακτηριστικά του προτεινόμενου για επένδυση εν λόγω πλοίου «CQ» και ακολουθώντας συνάμα τη στρατηγική προβολής και παρουσίασης της πρώτης εναγομένης, ως οικονομικά εύρωστης και ανθηρής, παρά τις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε και οδήγησαν τελικά στην ανάκληση της άδειας εγκατάστασης του γραφείου της, όπως προεκτέθηκε, διότι δεν κατέθεσε νέα εγγυητική επιστολή, προς αντικατάσταση της καταπεσούσης, ποσού 10.000 ευρώ, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Την αληθινή κατάσταση για την ανυπαρξία επενδυτικού προϊόντος, αλλά και την οικονομική κατάσταση της πρώτης εναγομένης εταιρείας, οι εναγόμενοι-εκκαλούντες όχι μόνο αθεμίτως απέκρυψαν από την  ενάγουσα, προκειμένου να την πείσουν να προβεί στην καταβολή του ποσού των 20.000 ευρώ στον δεύτερο εναγόμενο δήθεν για τη διεκπεραίωση της δοθείσης εντολής επένδυσης του στην συγκεκριμένη αγορά, αλλά εξακολούθησαν να παριστάνουν εν γνώσει του ψεύδους, ότι τα χρήματα της είχαν πράγματι επενδυθεί κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, διατηρώντας την παραπλανητική σε βάρος της συμπεριφορά τους με ψευδείς καθησυχάσεις και διαβεβαιώσεις για την επικείμενη είσπραξη απ’αυτήν της εγγυημένης συμφωνημένης απόδοσης. Αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς τους ήταν να την πείσουν να συμμετέχει και στην αγορά έτερου πλοίου, που θα μετονομαζόταν «MV» και θα περιερχόταν στην κυριότητα άλλης υπό σύσταση εταιρίας με την επωνυμία «….. .», επενδύοντας εκ νέου το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, που πράγματι αυτή κατέβαλε με την παράδοση στον δεύτερο εναγόμενο, στις 14.5.2014, ισόποσης τραπεζικής επιταγής, την οποία ο τελευταίος εισέπραξε καταθέτοντας το ποσό αυτό σε τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης εναγομένης στην Τράπεζα Πειραιώς, ούτως ώστε να αποκτήσει, κατά τις ψευδείς διαβεβαιώσεις τους, ποσοστό ιδιοκτησίας 3% του πλοίου τούτου, που θα καλυπτόταν με την έκδοση αντίστοιχων μετοχών της πλοιοκτήτριας και μηνιαίο εισόδημα 450 ευρώ αρχής γενομένης από 1.7.2014, ενώ επιπλέον θα λάμβανε 3% της αξίας του πλοίου κατά τη λήξη της συμφωνίας συνεργασίας σε περίπτωση δηλαδή πώλησης του, καταρτισθέντος μεταξύ της πρώτης εναγομένης εκπροσωπούμενης από τον δεύτερο εναγόμενο και της ενάγουσας, του από 15.5.2014 συμφωνητικού επενδύσεως και συνεργασίας. Σημειωτέον, ότι ούτε η αγορά του πλοίου τούτου έλαβε χώρα, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις των εναγομένων-εκκαλούντων, αυτοί δε εξακολούθησαν να εξαπατούν την ενάγουσα καθησυχάζοντας την με διάφορες προφάσεις και ψευδείς δικαιολογίες, ως προς την καθυστέρηση καταβολής των συμφωνημένων εγγυημένων αποδόσεων των επενδύσεων της, διαβεβαιώνοντας την ότι θα της καταβάλλονταν συγκεντρωτικά και αναδρομικά αμέσως μετά την έναρξη ναυλώσεως των αγορασθέντων πλοίων. Οι οχλήσεις και οι πιέσεις της ενάγουσας εντείνονταν με την πάροδο του χρόνου και παρά τις προσπάθειες των εναγομένων-εκκαλούντων να αποτρέψουν την ανακάλυψη εκ μέρους της, της μη επένδυσης των χρημάτων της και την αναζήτηση τους, αυτή τελικά διαπίστωσε ότι κανένα πλοίο δεν είχε αγοραστεί και ζήτησε και την επιστροφή του χρηματικού ποσού των 40.000 ευρώ, που δεν χρησιμοποιήθηκε για την εκτέλεση των εντολών της και είχε ενθυλακώσει ο δεύτερος εναγόμενος-εκκαλών αναλώνοντας το προς ίδιον όφελος και δη καλύπτοντας λειτουργικές ανάγκες της εναγομένης εταιρείας του. Εντέλει με τα από 10.5.2016 ιδιωτικά συμφωνητικά αναγνώρισης χρέους, η πρώτη εναγομένη δια του υπαίτιου οργάνου της,  δεύτερου εναγομένου, αναγνώρισε τις οφειλές της έναντι της ενάγουσας, βάσει εκάστου συμφωνητικού επένδυσης, τόσο αναφορικά με το ποσό του κεφαλαίου των 20.000 ευρώ και συνολικά των 40.000 ευρώ, όσο και με τις συμφωνηθείσες μηνιαίες εγγυημένες αποδόσεις, ύψους 11.250 ευρώ και 10.350 ευρώ αντίστοιχα, ο δε δεύτερος εναγόμενος εγγυήθηκε προσωπικά την εκπλήρωση εκάστου χρέους, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης αλληλεγγύως και καθορίστηκε ο τρόπος αποπληρωμής τους, πλην όμως της καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 1.400 ευρώ, που παραδέχεται η ενάγουσα, εκ του οποίου το ποσό των 700 ευρώ από τον τρίτο εναγόμενο, παραμένοντος οφειλομένου του υπολοίπου ποσού του κεφαλαίου ανερχομένου σε 38.600 ευρώ, πλέον των ποσών των συμφωνημένων εσόδων.

Με βάση τα προαναφερθέντα, αποδείχθηκε ότι το συνολικό χρηματικό ποσό των 40.000 ευρώ, που παρέδωσε η ενάγουσα στην πρώτη εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία, αποτελεί προϊόν της απάτης που διέπραξε σε βάρος της, δια του υπαίτιου οργάνου της, δεύτερου εναγομένου, από κοινού με τον τρίτο εναγόμενο, προκειμένου να καρπωθεί και να ενθυλακώσει στην περιουσία της το εν λόγω ποσό με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας της ενάγουσας και επομένως, θεμελιώνεται αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων-εκκαλούντων, η οποία συνίσταται στην εκ προθέσεως υπεξαίρεση από τον εντολοδόχο δεύτερο των εναγομένων-εκκαλούντα, ως εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, των, ένεκα απάτης τελεσθείσης από αμφότερους τους συμμετόχους εναγομένους-εκκαλούντες, παραδοθέντων σ’αυτόν χρημάτων με σκοπό την ιδιοποίηση τους και πρόκλησης ισόποσης ζημίας αυτής, που τελεί σε άμεσο και πρόσφορο αιτιώδη αντικειμενικό σύνδεσμο με την απατηλή συμπεριφορά των εναγομένων-εκκαλούντων. Για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας της ενάγουσας ανερχομένης στο ποσό των 38.600 ευρώ, δεδομένου ότι δεν προσβάλλεται η εκκαλουμένη κατά την απορριπτική της αποθετικής ζημίας της διάταξη, ευθύνονται εις ολόκληρον οι εναγόμενοι-εκκαλούντες σε αποζημίωση και επιπλέον, ένεκα της αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς, για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, που ορίστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στο ποσό των 1.000 ευρώ, κατά το απρόσβλητο της εκτίμησης της κεφάλαιο της εκκαλουμένης.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με το να δεχθεί ότι υπάρχει ενδοσυμβατική ευθύνη του δεύτερου εναγομένου-εκκαλούντος, με την ιδιότητα του εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, από την σύμβαση εντολής, με συρρέουσα αδικοπρακτική του ευθύνη, ένεκα απάτης από κοινού με τον τρίτο εναγόμενο και υπεξαίρεσης, καθώς και ευθύνη του τρίτου εναγομένου από αδικοπραξία, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων και οι προβαλλόμενες με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσης αιτιάσεις ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 914, 926, 932, 147-149 ΑΚ, 375 παρ.1 και 386 ΠΚ, η προσβαλλομένη απόφαση έκανε δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη την ένδικη αγωγή της εφεσιβλήτου περί επιδικάσεως αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως αυτής για την θετική ζημία και ηθική της βλάβη, την οποία υπέστη από την περιγραφόμενη σ’αυτήν αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων-εκκαλούντων, δεχθείσα, με ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες της ελάσσονος προτάσεως του νομικού της συλλογισμού, που αναφέρεται στο πραγματικό των εφαρμοσθέντων ως άνω κανόνων δικαίου, τη συνδρομή όλων των από τις προαναφερθείσες διατάξεις απαιτουμένων για την κατάφαση της αποδιδομένης σ’ αυτούς αδικοπρακτικής συμπεριφοράς προϋποθέσεων, γενομένων δεκτών των ως άνω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, κατά πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ενώ επιβάλλονταν η απόρριψη της αγωγής, ως νόμω και ουσία αβάσιμης, στο σύνολο της, κρίνονται απορριπτέες, ως ουσιαστικά αβάσιμες, καθώς και οι κρινόμενοι λόγοι.

Περαιτέρω, όσον αφορά την ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο της έφεσης, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση του στο ότι αυτή δεν ήταν άπειρη και αφελής, αλλά λόγω του μορφωτικού της επιπέδου (απόφοιτος ΤΕΦΑΑ), της ηλικίας της, του επαγγέλματος της, της εμπειρίας της και της οικονομικής της κατάστασης, όφειλε και μπορούσε να ερευνήσει τα οικονομικά δεδομένα της πρώτης εναγομένης και να αναζητήσει στο διαδίκτυο τις απαραίτητες πληροφορίες για την ευρωστία της, άλλωστε είχε απόλυτη γνώση των δραστηριοτήτων της, λόγω των καθημερινών επισκέψεων της στα γραφεία της, καθώς και να προβεί στην εκτίμηση του επιχειρηματικού κινδύνου της επένδυσης της, που εξαρτιόταν από την αγορά των ανωτέρω δύο πλοίων και επομένως, γνώριζε την πιθανότητα στην περίπτωση, που αυτά δεν αγοράζονταν να χάσει τα κεφάλαια της και έτσι αναλαμβάνοντας τον επενδυτικό κίνδυνο, συνετέλεσε με δικό της πταίσμα στην ζημία και την έκταση της, κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον, κατά τα ως άνω αποδειχθέντα, η έλλειψη επενδυτικού κινδύνου στις επίδικες επενδύσεις έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφαση της να προβεί σ’αυτές και ουδέποτε οι εναγόμενοι, αν και γνώριζαν, τόσο κατά το προσυμβατικό στάδιο της πρώτης συμφωνίας επένδυσης και συνεργασίας, ότι υπήρχε βάσιμη πιθανότητα να μην ολοκληρωθεί η αγορά του πρώτου, ως άνω, πλοίου, όσο και κατά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης της πρώτης εναγομένης με την ενάγουσα, ότι είχε ματαιωθεί η προσδοκία σύναψης της κύριας σύμβασης αγοραπωλησίας του πλοίου, εντούτοις δεν έθεσαν υπόψη της ενάγουσας τα κρίσιμα για τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής της βούλησης αυτά περιστατικά, αλλά παράνομα τα αποσιώπησαν εξαπατώντας την εκμεταλλευόμενοι την εμπιστοσύνη της, ένεκα της φιλίας της με τον τρίτο εναγόμενο και την πρόθεση της να επενδύσει το διατιθέμενο κεφάλαιο, ενεργώντας κατά τρόπο αντίθετο με την συναλλακτική καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, με σκοπό να αποκομίσει η πρώτη εναγομένη εταιρεία παράνομο περιουσιακό όφελος, σε βλάβη της ενάγουσας, ενώ έδει να αρνηθούν την παροχή του ποσού των 20.000 ευρώ, εφόσον η εκτέλεση της συγκεκριμένης εντολής είχε ματαιωθεί και σε κάθε περίπτωση, αν πράγματι δεν είχαν δόλια προαίρεση να την εξαπατήσουν, ως αβασίμως υποστηρίζουν, έπρεπε να επιμεληθούν να αποδοθεί άμεσα το ποσό αυτό στην ενάγουσα και όχι να καταστεί αντικείμενο ιδιοποίησης από τον δεύτερο εναγόμενο προς όφελος της εναγομένης εταιρείας του και να εξακολουθήσει η εξαπάτηση της, με σκοπό την αποκόμιση και άλλου παράνομου οφέλους σε βάρος της, με το ίδιο πρόσχημα της δήθεν συμμετοχής της στην αγορά και έτερου πλοίου και της απόκτησης συγκυριότητας σ’αυτό, λαμβανομένου υπόψη ότι βάσει της αξίας αγοράς του πρώτου πλοίου – για το δεύτερο δεν προσκομίζονται σχετικά στοιχεία, αλλά συνάγεται ότι ήταν ανάλογη – το ποσό συμμετοχής της ενάγουσας εκ 20.000 ευρώ για έκαστο, δεν αντιστοιχούσε ούτε κατά διάνοια σε ποσοστό συνιδιοκτησίας 3% επ’αυτών,  γεγονός, που καταδεικνύει ότι εξαρχής δεν είχαν σκοπό να την καταστήσουν συγκυρία των πλοίων, αλλά με δόλιο τρόπο, επιτηδειότητα και πειθώ, να την δελεάσουν με την επένδυση, ώστε να της αποσπάσουν τα ανωτέρω χρηματικά ποσά για ξένο σκοπό και όχι για να χρησιμοποιηθούν για την αγορά των πλοίων σε εκτέλεση της δοθείσης εντολής της. Όσον αφορά την απατηλή εικόνα της ακμαίας και ισχυρής οικονομικής κατάστασης της εναγομένης εταιρείας, αυτή προκλήθηκε και συντηρούνταν από τις ψευδείς διαβεβαιώσεις των εναγομένων-εκκαλούντων, που σχετίζονταν με την αγορά των εν λόγω πλοίων, ήτοι την αύξηση του ενεργητικού της, ενώ στην πραγματικότητα δεν διέθετε τα αντίστοιχα κεφάλαια για την αγορά τους και αντιμετώπιζε προβλήματα ρευστότητας, από τα οποία δεν ανέκαμψε, με συνέπεια την ανάκληση της άδειας εγκατάστασης του γραφείου της και δεν απαιτούνταν επιπλέον για την κατάφαση της, η παρουσίαση ψευδών ή/και πλαστών οικονομικών στοιχείων της προς την ενάγουσα εκ μέρους των εναγομένων, ως αβασίμως αυτοί υποστηρίζουν. Ενόψει τούτων, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε, κατ’ουσίαν, την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας, με συνοπτική όμως αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), απορριπτομένου του τέταρτου λόγου της έφεσης, που αποδίδει πλημμέλεια στην εκκαλουμένη, ως ουσιαστικά αβασίμου. Εξάλλου, η προβαλλόμενη πρωτοδίκως ένσταση καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής, που επαναφέρεται με τον πέμπτο λόγο της έφεσης, καθόσον επιχειρείται να θεμελιωθεί στους, ως άνω, ισχυρισμούς των εναγομένων-εκκαλούντων και επιπλέον στο ότι η ενάγουσα, ενώ μπορούσε, δεν διεκδίκησε τα χρήματα της, παρά μετά την πάροδο ενός χρόνου από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της πρώτης εναγομένης και με απειλές και πιέσεις επέτυχε την υπογραφή των ως άνω συμφωνητικών αναγνώρισης χρέους, κρίνεται απορριπτέα, ως αβάσιμη, διότι τα επικαλούμενα αυτά περιστατικά δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση των επίδικων αξιώσεων, ούτε στοιχειοθετείται σ’αυτά συμπεριφορά της ενάγουσας, που δημιούργησε στους εναγομένους-εκκαλούντες την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα διεκδικήσει τα ένδικα δικαιώματα της, ούτε μέχρι την έγερση της κρινόμενης αγωγής θεμελιώνεται μακρά αδράνεια της, ως δικαιούχου τούτων, ενώ ουδόλως εκτίθενται, ούτε προσδιορίζονται, οι δυσβάσταχτες οικονομικές συνέπειες των εναγομένων, ένεκα της ικανοποίησης τούτων, απορριπτομένου του κρινόμενου πέμπτου λόγου της έφεσης τους, που πλήττει την εκκαλουμένη για εσφαλμένη απόρριψη της ένστασης αυτής, ως αβασίμου.

V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση, όσον αφορά τον πρώτο εκκαλούντα, να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί δε η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν, ως προς τον δεύτερο εκκαλούντα, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, αναφορικά με αυτόν, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ως προς όλα τα προσβαλλόμενα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, όσον αφορά τον τρίτο εναγόμενο, που είχε ερημοδικασθεί και να υποχρεωθεί αυτός εις ολόκληρον με τους λοιπούς εναγομένους να καταβάλει στην ενάγουσα-εφεσίβλητη το ποσό των 39.600 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, να επιβληθούν δε τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στους εκκαλούντες, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.1489/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν, ως προς τον πρώτο εκκαλούντα.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος κατά την άσκηση της παραβόλου.

Δέχεται την έφεση κατ’ ουσίαν, ως προς τον δεύτερο εκκαλούντα.

Εξαφανίζει, ως προς αυτόν, την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.1489/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 27.7.2016 αγωγή, όσον αφορά τον τρίτο εναγόμενο-εκκαλούντα.

Δέχεται αυτήν εν μέρει κατ’ουσίαν.

Υποχρεώνει τον τρίτο εναγόμενο – εκκαλούντα εις ολόκληρον με τους λοιπούς εναγομένους να καταβάλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητη το ποσό των τριάντα εννέα χιλιάδων εξακοσίων (39.600) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής.

Επιβάλλει στους εκκαλούντες τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 9 Μαρτίου 2021.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ