Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 147/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 Αριθμός     147/2021

ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 23-3-2020 και με Γ.Α.Κ. … και Ε.Α.Κ. …/3-6-2020 έφεση της ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθ. 1708/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 16-7-2015 και με Γ.Α.Κ. …. και Α.Κ. …./16-7-2015 αγωγής της εκκαλούσας κατά της εφεσίβλητης και απέρριψε αυτήν (αγωγή), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 3-6-2020, προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει άλλωστε από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα), αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87) και ισχύει σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016, προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 5-4-2018, ενόψει του ότι η άνω προθεσμία ανεστάλη διαδοχικά από 13-3-2020 έως 15-5-2020 δυνάμει των Κ.Υ.Α. Υπουργών Εθνικής Άμυνας – Υγείας – Δικαιοσύνης α) Δ1α/ΓΠ.οικ17734/12-3-2020 (Φ.Ε.Κ. Β’ 833/2020), β) Δ1α/ΓΠ.οικ18176/15-3-2020 (Φ.Ε.Κ. Β’ 864/2020), γ) Δ1α/ΓΠ.οικ21159/27-3-2020 (Φ.Ε.Κ. Β’ 1074/2020), δ)  Δ1α/ΓΠ.οικ24403/11-4-2020 (Φ.Ε.Κ. Β’ 301/2020), ε) Δ1α/ΓΠ.οικ26804/25-4-2020 (Φ.Ε.Κ. Β’ 588/2020) και στ) Δ1α/ΓΠ.οικ30340/15-5-2020 (Φ.Ε.Κ. Β’ 1857/2020), αρμόδια δε καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό της καταβλήθηκε το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφ. τελ. Κ.Πολ.Δ. παράβολο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του μόνου λόγου της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), αφού σημειωθεί ότι, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εφεσίβλητη στις προτάσεις της προς θεμελίωση ένστασης απαραδέκτου της άσκησης της έφεσης, η εκκαλούσα εξακολουθεί να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο [βλ. σχετ. το από 23-11-2020 πιστοποιητικό καλής υφιστάμενης εταιρικής κατάστασης (certificate of good standing) του Εφόρου Εταιριών των Νήσων Μάρσαλ].

Με την απευθυνόμενη ενώπιον του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και εναντίον της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης με Γ.Α.Κ. …. και Α.Κ. ../16-7-2015 άνω αγωγή της, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθετε ότι εδρεύει στα νησιά Μάρσαλ, έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα (Ηλιούπολη) ως εταιρία του Ν. 89/1967 και δραστηριοποιείται στον χώρο της ναυτιλίας, προσφέροντας υπηρεσίες τεχνικής και οικονομικής διαχείρισης για όλους τους τύπους των πλοίων. Ότι η εναγόμενη εδρεύει τυπικά στον Παναμά αλλά στην πραγματικότητα στον Πειραιά, όπου έχει και εγκαταστήσει γραφείο ως εταιρία του Ν. 89/1967 και ασχολείται με την προμήθεια πετρελαίου και μηχανέλαιων σε όλους τους τύπους των πλοίων. Ότι, μετά από παραγγελία της προς την εναγόμενη για προμήθεια πετρελαίου στο Μ/Τ πλοίο «OLM» το οποίο εκείνη την εποχή διαχειριζόταν, η εναγόμενη εξέδωσε και της απέστειλε το υπ’ αριθ. …./3-10-2012 προτιμολόγιό της, σύμφωνα με το οποίο, προσφερόταν να παραδώσει στο άνω πλοίο στο λιμάνι «Kaohsiung» της Ταϊβάν ποσότητα 380.00 ΜΤ καυσίμου πετρελαίου ποιότητας IFO 380 CST, με τιμή 697 USD / ΜΤ, καθώς και ένα  τεμάχιο Oil Fence (φράχτη πετρελαίου), με τιμή 80 USD, εφόσον της προκαταβάλλονταν η συνολική αξία των άνω ειδών (264.940 δολάρια Η.Π.Α.), με κατάθεση αντίστοιχου ποσού σε λογαριασμό της στην τράπεζα HSBC BANK PLC (υποκατάστημα Πειραιά – Ακτή Μιαούλη). Ότι, προκειμένου να παραδοθούν τα άνω είδη στο άνω πλοίο στο άνω λιμάνι, η ίδια (ενάγουσα) κατέθεσε με έμβασμα στις 4-10-2012 το παραπάνω ποσό στον υποδειχθέντα ως άνω τραπεζικό λογαριασμό της εναγομένης. Ότι με νεότερη συμφωνία της με την εναγόμενη ακυρώθηκε η ανωτέρω παραγγελία για λόγο που δεν οφείλονταν σε υπαιτιότητα κανενός τους. Ότι έκτοτε η εναγόμενη, η οποία αρχικά απλώς απαιτούσε να επιβαρυνθεί η ίδια (ενάγουσα) με «ακυρωτικά» ποσού 2.500,00 ευρώ, με διάφορες προφάσεις παρακρατεί χωρίς νόμιμη αιτία το άνω χρηματικό ποσό τιμήματος που της προκαταβλήθηκε. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από παραδεκτή μετατροπή του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να της καταβάλει το ισάξιο σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής του άνω ποσού 264.940,00 δολαρίων Η.Π.Α, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επειδή η εναγόμενη κατέστη χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της. Το δε ανωτέρω ποσό ζητούσε με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ανωτέρω ημερομηνίας που το κατέβαλε στην εναγόμενη, ήτοι από 4-10-2012, άλλως από την επομένη της παρέλευσης της διήμερης προθεσμίας που της έθεσε με εξώδικη πρόσκληση που της κοινοποίησε στις 19-3-2015, ήτοι από 22-3-2015, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθ. 1708/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση έγινε δεκτό: α) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8,9,10, 14, 25 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, και 4, 26 παρ. 2 και 63 παρ. 1 περ. β’ και γ’ του Κανονισμού 1215/2012 Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», β) ότι εφαρμοστέο, ως προς το ζήτημα της ύπαρξης αξίωσης και της έκτασης των δικαιωμάτων της ενάγουσας έναντι της εναγομένης από την εκτιθέμενη δικαιοπραξία που επιχείρησε ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρίας, τυγχάνει, σύμφωνα με γενικώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της πολιτείας στην οποία η ενάγουσα επιχείρησε τη δικαιοπραξία για την οποία της δόθηκε η πληρεξουσιότητα και γ) ότι ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι υφίσταται εκκρεμοδικία, λόγω άσκησης από την πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου εταιρία ενώπιον των Αμερικανικών Δικαστηρίων όμοιας κατά περιεχόμενο αγωγής εναντίον της, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η επικαλούμενη αγωγή, η οποία υπάγεται σε αλλοδαπή δικαιοδοσία, δεν ασκήθηκε από την ενάγουσα διαχειρίστρια του άνω πλοίου. Στη συνέχεια η υπό κρίση αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη διότι κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι δεν υφίσταται ενεργητική νομιμοποίηση στο πρόσωπο της ενάγουσας, επειδή, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην αγωγή, ασκεί την επίδικη αξίωση υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας εταιρίας, ήτοι ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρίας. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η ενάγουσα, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείσα διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή της, ζητώντας για το λόγο που ειδικότερα εκτίθεται στο δικόγραφο της έφεσης και συνιστά αιτίαση, η οποία ανάγεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου (εσφαλμένη κήρυξη απαραδέκτου) από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής της και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή, να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία.

Ι. Ο διαχειριστής πλοίου έχει ευρύτατες εξουσίες, οι οποίες αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση τούτου (πλοίου). Ειδικότερα, αυτός, μεταξύ άλλων, προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, διαθέτει το αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για τον έλεγχο του πλοίου και την διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοΐας, μεριμνά για την τακτική ή έκτακτη επιθεώρηση του πλοίου και την εκτέλεση των απαραίτητων επισκευών για τη διατήρηση της κλάσης του, συνάπτει συμβάσεις εφοδιασμού του πλοίου με καύσιμα, τρόφιμα, ανταλλακτικά και άλλα αναγκαία υλικά, προβαίνει στην εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, κ.λπ. Η ανάγκη δε συντονισμού της διαχείρισης και περιορισμού των εξόδων της ελληνικής πλοιοκτησίας επιδιώκεται να ικανοποιηθεί με την ανάθεση της διαχείρισης και εκπροσώπησης των πλοίων τα οποία ανήκουν σε εταιρίες ελεγχόμενες από τα ίδια φυσικά πρόσωπα, σε άλλη εταιρία που ιδρύεται για το σκοπό αυτό από τα εν λόγω πρόσωπα και μετόχους των πλοιοκτητριών εταιριών σε εμφανιζόμενα παρένθετα φυσικά πρόσωπα. Η μέθοδος αυτή έχει γενικευθεί, ιδίως ως προς τις αλλοδαπές πλοιοκτήτριες εταιρίες που ελέγχονται από Έλληνες Συνήθως, η διαχειριζόμενη και αντιπροσωπεύουσα τα πλοία των εταιριών αυτών είναι αλλοδαπή εταιρία, η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 (ως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28 του Ν. 814/1978) ή των Α.Ν. 89/1967 και 378/1968. Αυτή η ανάθεση διαχείρισης δεν αποτελεί ενέργεια αθέμιτη ή παράνομη, ούτε προσδίδει καθ’ εαυτή την ιδιότητα του εκμεταλλευομένου το πλοίο στη διαχειρίστρια εταιρία ή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο ελέγχει κατά κύριο λόγο αυτή και την πλοιοκτήτρια εταιρία. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους επ’ ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι δε άμεσος αντιπρόσωπός του. Συνεπώς, τα έννομα αποτελέσματα κάθε πράξης που επιχειρείται απ’ αυτόν εντός των πλαισίων της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη. Ο τελευταίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργούνται από το διαχειριστή υπό αυτή την ιδιότητά του και αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών. Μάλιστα, εφόσον ο διαχειριστής ενεργεί επ’ ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας που συνάπτεται υπό την ιδιότητά του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνον όταν δεν δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν, ως και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Προκύπτει, επομένως, ότι ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως την βούληση ν’ ασκήσει και δεν ασκεί την εκμετάλλευσή του για δικό του λογαριασμό. Ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή μη, επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους και απολαύει τα κέρδη. Οι δανειστές, οι οποίοι δημιουργούνται από τη δράση του διαχειριστή, δύνανται να στραφούν κατά του εκμεταλλευομένου το πλοίο και ν’ αξιώσουν απ’ αυτόν την εκτέλεση της σχετικής σύμβασης ή την καταβολή αποζημίωσης για τη μη εκτέλεσή της, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν από το διαχειριστή την ικανοποίηση αυτής της απαίτησης (Εφ.Πειρ. 352/2019, efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 19/2019, Εφ.Πειρ. 63/2013, Εφ.Πειρ. 468/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Περαιτέρω, από το  συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212 και 216 Α.Κ, οι οποίες εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις λόγω έλλειψης ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο (Εφ.Πατρ. 304/2020, Εφ.Πειρ. 109/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), συνάγεται ότι, για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών, πρέπει, προκειμένου η δήλωση βούλησης να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο σ’ εκείνον προς τον οποίον γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευόμενου. Απαιτείται, δηλ, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευόμενου, δοθέντος ότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την «αρχή του εμφανούς» (Α.Π. 689/2013, Εφ.Πειρ. 109/2019, Εφ.Πειρ. 360/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μ. Καράση, Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου, Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, 1996, σ. 160). Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση επ’ ονόματι άλλου υπάρχει όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν εκ των περιστάσεων προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε επ’ ονόματι του αντιπροσωπευόμενου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), εξαιρέσει βεβαίως της περίπτωσης κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Πότε συνάγεται σαφώς από τις περιστάσεις ότι η δήλωση βούλησης επιχειρείται επ’ ονόματι άλλου είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με την μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας της δήλωσης βούλησης, δηλ. με την προσφυγή σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσομένων, εις τρόπον ώστε η λειτουργία της άμεσης αντιπροσώπευσης να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά που υφίσταντο κατά την σύναψη της δικαιοπραξίας ήσαν τέτοια ώστε σε κάθε συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποίαν ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενός του (Εφ.Πειρ. 76/2021, efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 352/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 63/2013, ό.α, Εφ.Πειρ. 832/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων  68 και 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπεράσπισης της υπόθεσης στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση), που καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, τόσο ως προς το αντικείμενο αυτής, όσο και ως προς τους φορείς της (δικαιούχο και υπόχρεο), σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν συμπίπτει με το υποκείμενο του επιδίκου δικαιώματος, ως είναι οι καλούμενοι μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι. Επίσης, η ως άνω νομιμοποίηση αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης η οποία εξετάζεται, κατά το άρθρο 73 Κ.Πολ.Δ, και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Έτσι, ενόψει της φύσης της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων για τη θεμελίωση της νομιμοποίησης, αν και έχει συνήθως την μορφή ένστασης, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος και φέρει το σχετικό βάρος της απόδειξης, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν, όπως προαναφέρθηκε, με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξή της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη απόδειξης των περί νομιμοποίησης περιστατικών, η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη λόγω έλλειψης (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποίησης, κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Πάντως, τα θεμελιωτικά, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει ν’ αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής λόγω αοριστίας. Ως εκ τούτου για το ορισμένο της αγωγής αρκεί, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, έστω και αν ο ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη (Α.Π. 380/2017, Α.Π. 1278/2017, Α.Π. 1736/2017, Α.Π. 2136/2014, Α.Π. 1595/2014, Α.Π. 1718/2012, Εφ.Αιγ. 67/2020, Εφ.Αθ. 33/2019, Εφ.Πειρ. 500/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).                IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 904 παρ. 1 A.K, «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για  αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη». Η για ένα νόμιμο λόγο ανατροπή της αρχικά ισχυρής δικαιοπραξίας, που περιέχει τη δικαιοπρακτική βούληση (ακύρωση λόγω πλάνης, απάτης, απειλής, υπαναχώρηση, αναστροφή πωλήσεως, ανάκληση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου ή εντολής, κ.λ.π, απαλλαγή λόγω αδυναμίας παροχής κατά την ΑΚ 380, πλήρωση διαλυτικής αιρέσεως, δικαστική λύση π.χ. κατά την Α.Κ. 388 κ.λ.π.) αίρει τη νόμιμη αιτία πλουτισμού (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Ειδικό Ενοχικό, 1982, υπ’ άρθρο 904, αριθ. 35, σ. 604). Περίπτωση παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε συνιστά και η καταβολή χρηματικού ποσού ως προκαταβολή τιμήματος ή αρραβώνα για την υπό κατάρτιση σύμβαση αν αυτή ματαιωθεί (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ό.α, υπ’ άρθρο 904, αριθ. 93, σ. 625, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡ.ΝΟΜ.Α.Κ, 2006, υπ’ άρθρο 904, αριθ. 35, 46, σ.σ. 604, 610). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 904 Α.Κ, προϋποθέσεις της αξίωσης του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι η πραγματοποίηση πλουτισμού του λήπτη, η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, το αδικαιολόγητο του πλουτισμού, δηλαδή η έλλειψη νόμιμης αιτίας του και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πλουτισμού και της επιβάρυνσης του δικαιούχου (Α.Π. 1326/2011). Πλέον αυτών, προϋπόθεση της αξίωσης του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι και η αμεσότητα της περιουσιακής  μετακίνησης. Απαιτείται δηλαδή ο πλουτήσας (εναγόμενος) να  αποκόμισε τον πλουτισμό του αμέσως από την περιουσία του ζημιωθέντος (ενάγοντος). Η αμεσότητα αυτή δεν αίρεται με την απλή παρεμβολή τρίτου προσώπου, παρά μόνο με την παρεμβολή τρίτης περιουσίας από την οποία να διέρχεται ο πλουτισμός  πριν φθάσει στον εναγόμενο. Παρεμβολή τρίτης περιουσίας σημαίνει ότι το ενδιάμεσο πρόσωπο παρεμβαίνει ιδίω ονόματι, είτε ενεργώντας για δικό του λογαριασμό είτε για ξένο, δηλαδή ως έμμεσος αντιπρόσωπος του πλουτήσαντος, γιατί και στην τελευταία περίπτωση ο πλουτισμός διέρχεται από την περιουσία του, δηλαδή την περιουσία του έμμεσου αντιπροσώπου. Εν τούτοις πολλές φορές η απαιτούμενη μη παρεμβολή τρίτης περιουσίας εξειδικεύεται ως μη παρεμβολή «τρίτου προσώπου δι’ ιδίον λογαριασμόν ενεργούντος». Τούτο σημαίνει ότι η παρεμβολή του έμμεσου αντιπροσώπου (που ενεργεί ιδίω ονόματι – επομένως εμπλέκεται η περιουσία του, αλλά για λογαριασμό του ζημιωθέντος ή του πλουτήσαντος) δεν πρέπει να θεωρείται ότι  διασπά την αμεσότητα (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ό.α, παρ. 65-66, σ. 616, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡ.ΝΟΜ.Α.Κ. 2006, υπ’ άρθρο 904, παρ. 29, σ. 772, Α.Π. 1326/2011, Α.Π. 1773/2007, Α.Π. 543/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Και               V.  Κατά το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της. Κατά δε το άρθρο 536 Κ.Πολ.Δ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και κρατήσει αυτό την υπόθεση για περαιτέρω κατ’ ουσία συζήτηση, γιατί τότε αυτό γίνεται κύριο της υπόθεσης και υποκαθιστά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε όλα του τα δικαιώματα, δηλ. δεν δικάζει πλέον την έφεση, αλλά την αγωγή και μπορεί ακόμη και να χειροτερεύσει τη θέση του εκκαλούντος, αλλ’ όμως, κατά ρητή επιταγή της ίδιας διάταξης, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης στην οποία διαγράφονται τα όρια αυτά, αλλιώς, σε αντίθετη περίπτωση, ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 παρ 8 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1062/2005, ΕλλΔνη 48, 175). Έτσι, αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως για τυπικό λόγο, όπως ως απαράδεκτη επειδή δεν εκτίθεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, χωρίς δηλ. να ερευνηθεί η ουσία της αγωγής και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει, με βάση τα ιστορούμενα, παραδεκτή την αγωγή, μετά την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά παραδοχή του λόγου έφεσης του ενάγοντος, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ερευνήσει την ουσία της αγωγής και να την κάνει δεκτή κατ’ ουσία ή να την απορρίψει κατ’ ουσία (ακόμα και λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος – π.ρ.β.λ. Α.Π. 60/2010, Εφ.Πειρ. 390/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Παν. Κολοτούρου, Ενστάσεις κατά τον Κ.Πολ.Δ, 2011, παρ. 14, σ. 915).

Στην προκείμενη περίπτωση, με το μοναδικό λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου κηρύχθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση απαράδεκτη η αγωγή της λόγω έλλειψης ενεργητικής της νομιμοποίησης που προκύπτει από τα ιστορούμενα στην αγωγή. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι στην πραγματικότητα από το περιεχόμενο της αγωγής της, το οποίο εσφαλμένα αναγνώστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, προκύπτει με σαφήνεια ότι η ίδια εμφανίζεται ως έχουσα παραγγείλει στο όνομα και για λογαριασμό της ως αγοράστρια τα άνω είδη και ως νομικά και ουσιαστικά υπόχρεη για την προκαταβολή του σχετικού τιμήματος και άρα και δικαιούχος της επιστροφής του μετά τη συμφωνηθείσα ακύρωση της παραγγελίας, η δε απλή αναφορά στην πρώτη και στην τρίτη παράγραφο της αγωγής, για διευκρινιστικούς και μόνο λόγους, ότι είναι διαχειρίστρια πλοίων και ότι τα άνω είδη αφορούσαν το αναφερόμενο στην αγωγή πλοίο δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι εμφανίζεται ότι ενήργησε στην προκείμενη συναλλαγή κατ’ εντολή και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας. Πράγματι, από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, κρίνεται ότι εκτίθεται με σαφήνεια ότι κατά την επίδικη παραγγελία η ενάγουσα ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό της προς εφοδιασμό του άνω πλοίου διαχείρισής της, εν γνώσει της εναγομένης πωλήτριας και ότι παρατίθενται και περιστάσεις που μπορούν να στηρίξουν την άνω  ιδιότητα υπό την οποία ισχυρίζεται ότι ενήργησε, όπως ότι το προτιμολόγιο (προσφορά) της εναγομένης εκδόθηκε αποκλειστικά στο όνομά της (ενάγουσας) και ότι η ίδια ενέβασε στον τραπεζικό λογαριασμό της εναγομένης το ποσό του τιμήματος, κατά το οποίο η ίδια ζημιώθηκε λόγω της παρακράτησής του από την εναγόμενη παρά τη συμφωνηθείσα μετέπειτα ακύρωση της παραγγελίας, ενώ δεν αναφέρεται ότι το τίμημα προέρχονταν από χρήματα της πλοιοκτήτριας, της οποίας δεν παρατίθεται καν η επωνυμία. Εφόσον λοιπόν η ενάγουσα φέρεται ότι συναλλάχθηκε με την εναγόμενη στο όνομα και για λογαριασμό της, ότι η ίδια προκατέβαλε στην εναγόμενη το άνω ποσό τιμήματος και ότι εκ του λόγου αυτού υπέστη άμεση ζημία στην περιουσία της, ίση με το ποσό του άνω τιμήματος το οποίο η εναγόμενη παρακράτησε μετά τη  συμφωνηθείσα μετέπειτα ακύρωση της παραγγελίας, καθιστάμενη έτσι αμέσως πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία της, περιέχονται στην αγωγή όλα τα αναγκαία θεμελιωτικά στοιχεία της ενεργητικής της νομιμοποίησης, χωρίς να οδηγεί σε αντίθετη κρίση, ενόψει των άνω εκτιθέμενων περιστατικών, η περαιτέρω αναφορά στην αγωγή ότι η ενάγουσα είναι διαχειρίστρια πλοίων και το ότι τα άνω είδη αφορούσαν το αναφερόμενο στην αγωγή πλοίο. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή, με βάση τα ιστορούμενα σ’ αυτή, ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου κηρύσσοντας παρά το νόμο απαράδεκτο, αφού υπέπεσε σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση της αγωγής, της οποίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, κατά το βάσιμο σχετικό άνω λόγο της έφεσης. Σημειωτέον ότι είναι διαφορετικό ζήτημα το εάν πράγματι αληθεύουν οι επικαλούμενοι άνω ισχυρισμοί της ενάγουσας προς θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησής της, ενόψει του ότι το ζήτημα αυτό δεν αφορά το ορισμένο και τη νομική θεμελίωση της αγωγής, αλλά αποκλειστικά την ουσιαστική βασιμότητά της ως προς τους σχετικούς με την ενεργητική νομιμοποίηση της ενάγουσας ισχυρισμούς της, που θα εξετασθούν κατά την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη κατ’ ουσία και στη συνέχεια να εξαφανιστεί στο σύνολό της η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, για την ενότητα της εκτέλεσης, ώστε η απόφαση να έχει ενιαίο διατακτικό (Α.Π. 192/1998, ΕλλΔνη 1998, 825, Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 593/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 371/2020, www.nomotelia.gr,  Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Δωδ. 309/2019, Εφ.Πατρ. 279/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143) και ακολούθως να κρατηθεί η αγωγή στο Δικαστήριο τούτο για να ερευνηθεί κατ’ ουσία (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ).

Από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ.) και από τις ειδικές ομολογίες των διαδίκων, όπως διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν στο πρωτοβάθμιο και στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 261 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία «……… .» ασχολείται με την τεχνική και οικονομική διαχείριση πλοίων και την αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιριών και συγκεκριμένα ενός στόλου δεξαμενοπλοίων της «μητέρας» αυτής εταιρίας «………». Η καταστατική της έδρα είναι στα νησιά Μάρσαλ, ωστόσο, τυγχάνει νόμιμα εγκατεστημένη στην ημεδαπή, με γραφεία στην …….. Αττικής, επί της οδού ………… Στο πλαίσιο των καθηκόντων της ως διαχειρίστρια του Μ/Τ πλοίου «OLM» – το οποίο περιλαμβάνονταν στον άνω στόλο δεξαμενοπλοίων που εκείνη την εποχή διαχειριζόταν και ήταν πλοιοκτησίας της εταιρίας «………..» – η ενάγουσα στις 2-10-2012 ζήτησε οικονομική προσφορά από την εναγόμενη εταιρία «……..» – που είναι Παναμαϊκή εταιρία νόμιμα εγκατεστημένη στην ημεδαπή, με γραφεία στον Πειραιά, επί της οδού ……….. και ασχολείται με την προμήθεια πετρελαίου και μηχανέλαιων σε όλους τους τύπους των πλοίων –  για τον εφοδιασμό με καύσιμα του άνω πλοίου στο λιμένα Kaohsiung της Ταϊβάν. Επί του ανωτέρω αιτήματός της η εναγόμενη της απέστειλε το υπ’ αριθ. ……../3-10-2012 προτιμολόγιο (proforma invoice), συνολικού ποσού 264.940 δολ. Η.Π.Α, με το οποίο προσφερόταν να παραδώσει στο άνω πλοίο στο άνω λιμάνι, ποσότητα πετρελαίου 380.00 ΜΤ καυσίμου ποιότητας IFO 380 CST, με τιμή 697 USD / ΜΤ, καθώς και ένα  τεμάχιο Oil Fence (φράχτη πετρελαίου), με τιμή 80 USD, αντί συνολικού τιμήματος 264.940 δολ. Η.Π.Α, το οποίο ζητούσε να προκαταβληθεί με έμβασμα στον υπ’ αριθ. ……… και με IBAN GR ……….. λογαριασμό της στην τράπεζα HSBN BANK PLC GREECE (υποκατάστημα Ακτή Μιαούλη 93, Πειραιάς). Την επομένη ημέρα (4-10-2012) και περί ώρα 12:53 το άνω τίμημα μεταφέρθηκε με έμβασμα στον υποδειχθέντα άνω λογαριασμό της εναγομένης, μέσω του διατραπεζικού συστήματος πληρωμών SWIFT, από λογαριασμό στην ίδια τράπεζα της εταιρίας «……….», πλοιοκτήτριας του Μ/Τ πλοίου  «OP» το οποίο επίσης ανήκε στον άνω στόλο πλοίων που η ενάγουσα διαχειριζόταν. Κατόπιν αυτών καταρτίστηκε άτυπα σχετική σύμβαση πώλησης, στην οποία αντισυμβαλλόμενη της πωλήτριας εναγομένης ήταν η ανωτέρω πλοιοκτήτρια του πλοίου (………), στο όνομα και για λογαριασμό της οποίας ως πλοιοκτήτριας του άνω πλοίου ενήργησε η ενάγουσα. Όμως η άνω σύμβαση πώλησης ακυρώθηκε την ίδια ημέρα που προκαταβλήθηκε στην εναγόμενη το άνω τίμημα, κατόπιν σχετικής πρότασης της  πλοιοκτήτριας – αγοράστριας (δια της εκπροσωπούσας αυτήν ενάγουσας) προς την εναγόμενη, την οποία αποδέχθηκε η τελευταία (η οποία ζήτησε μόνο να καλυφθούν έξοδα του τοπικού προμηθευτή της για την ακύρωση, που ανέρχονταν σε 2.500,00 δολ. Η.Π.Α.), επειδή, λόγω των κανονισμών του ανωτέρω λιμένος, δεν μπορούσε να παραδοθεί η συγκεκριμένη ποσότητα καυσίμων στη θέση που το πλοίο ήταν ελλιμενισμένο (αποβάθρα Νο 105), αλλά για την παράδοσή της χρειαζόταν η μετακίνηση του άνω πλοίου στην αποβάθρα Νο 75, μετακίνηση την οποία η άνω πλοιοκτήτρια δεν επιθυμούσε, εξαιτίας του επιπλέον κόστους 8.000,00 δολ. Η.Π.Α. που απαιτείτο (βλ. σχετ. το από 4-10-2012 και ώρα 19:58 ηλεκτρονικό μήνυμα προς την εναγόμενη του υπαλλήλου της άνω μητρικής εταιρίας της ενάγουσας …………). Με βάση τα άνω αποδειχθέντα περιστατικά δεν αποδεικνύεται ο θεμελιωτικός της ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας ισχυρισμός της ότι συμβλήθηκε η ίδια στο όνομα και για λογαριασμό της ως αγοράστρια με την εναγόμενη και ότι η ίδια της ενέβασε από δικά της χρήματα ως τίμημα το επίδικο χρηματικό ποσό, κατά το οποίο η εναγόμενη πλούτισε αμέσως και με ζημία της (ενάγουσας) μετά την ακύρωση της πώλησης, αντίθετα, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα συμβλήθηκε με την εναγόμενη υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας του άνω πλοίου, στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας αυτού, ιδιότητα την οποία είχε δηλώσει εξαρχής στην εναγόμενη και συνήγετο και εκ των περιστάσεων, καθώς και ότι υπήρξε παρεμβολή τρίτης περιουσίας κατά την περιουσιακή μετακίνηση του τιμήματος στην εναγόμενη, το οποίο δεν καταβλήθηκε από την ενάγουσα ή από τρίτο για λογαριασμό της (ως έμμεσο αντιπρόσωπό της). Ειδικότερα, στην προσκομιζόμενη ηλεκτρονική αλληλογραφία την οποία οι διάδικοι αντήλλαξαν μεταξύ τους στα πλαίσια της ένδικης συναλλαγής, η ενάγουσα διαχειρίστρια απευθύνεται στην εναγόμενη δηλώνοντας ρητώς και εγγράφως την ιδιότητά της ως αντιπροσώπου, με τη σαφή αναγραφή στο από 4-10-2012 και ώρα 19:58 σχετικό έγγραφο (ηλεκτρονικό μήνυμα) στην αγγλική γλώσσα, το οποίο απέστειλε στην εναγόμενη, «as agents for the owners» {ως πράκτορες (αντιπρόσωποι) για τους πλοιοκτήτες}, που αποτελεί όρο χρησιμοποιούμενο στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική και αναφέρεται στην έννοια του αντιπροσώπου (agent). Την άνω ιδιότητά της ως αντιπροσώπου για τους πλοιοκτήτες (as agents for the owners) δήλωνε άλλωστε στην εναγόμενη και σε προηγούμενες παραγγελίες της για την πετρέλευση άλλων πλοίων που διαχειριζόταν και ανήκαν στο στόλο της άνω μητρικής της εταιρίας (βλ.  ενδεικτικά το από 18-11-2011 ηλεκτρονικό μήνυμα προς την εναγόμενη του άνω υπαλλήλου της μητρικής εταιρίας της ενάγουσας ……….. περί αποστολής εμβάσματος 148.040,00 δολ. Η.Π.Α. σε σχέση με το υπ’ αριθ. ……./2011 προτιμολόγιο – προσφορά της εναγομένης για την πετρέλευση του πλοίου «MP», πλοιοκτησίας της εταιρίας «……….»). Εξάλλου, η εναγόμενη  δραστηριοποιείτο επαγγελματικά στο ναυτιλιακό χώρο, εντεύθεν  διέθετε γνώσεις και εμπειρία σχετικά με τη λειτουργία των ναυτιλιακών επιχειρήσεων, ενώ με την ενάγουσα συνεργαζόταν επί μακρόν για τις ανάγκες της πετρέλευσης των πλοίων διαχείρισής της και κατά τις συναλλαγές τους γινόταν ευχερώς αντιληπτό ότι η άνω αντισυμβαλλομένη της ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της εκάστοτε πλοιοκτήτριας που εκπροσωπούσε σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/67, ώστε δεν καταλείπεται αμφιβολία περί της πλήρους γνώσης της για την άνω ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε η ενάγουσα κατά την επίδικη συναλλαγή τους. Όπως κατέθεσε μάλιστα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο μάρτυρας της εναγομένης ………., μεταξύ της εναγομένης και της ενάγουσας τηρείτο ένας ανοιχτός αλληλόχρεος λογαριασμός, επειδή η εναγόμενη έκανε πετρελεύσεις και στα δεκατέσσερα πλοία του άνω ομίλου που εκείνη την εποχή η ενάγουσα διαχειριζόταν και, καθώς η ενάγουσα δεν είχε δικά της χρήματα, πλήρωνε η εκάστοτε πλοιοκτήτρια, όπως εδώ που το έμβασμα απέστειλε στην εναγόμενη η άνω πλοιοκτήτρια εταιρία του πλοίου «OP» που ανήκε στο στόλο της άνω «μητρικής» εταιρίας της ενάγουσας. Αλλά και ο μάρτυρας της ενάγουσας ………… κατέθεσε πρωτοδίκως, μεταξύ άλλων, ότι το αντικείμενο της ενάγουσας ήταν η διαχείριση πλοίων και ότι όταν πήγαιναν για μια ζήτηση πετρελαίου έλεγαν ότι θέλουν συγκεκριμένη ποσότητα για συγκεκριμένο καράβι, ενώ δεν γνώριζε εάν το επίδικο χρηματικό έμβασμα προς την εναγόμενη το έστειλε η ενάγουσα σαν διαχειρίστρια ή το έστειλε απευθείας η πλοιοκτήτρια. Εξάλλου και η ίδια η ενάγουσα συνομολογεί στην κρινόμενη έφεσή της ότι ενεργούσε για λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιριών των πλοίων που διαχειριζόταν, καθώς αναφέρει «ήταν σαφές ότι η εταιρία μας, ως διαχειρίστρια των 14 πλοίων, ενεργούσε για λογαριασμό των συγκεκριμένων πλοίων» (σελ. 6, στιχ. 26-27). Επομένως, με βάση τα άνω αποδειχθέντα περιστατικά, δεν αποδεικνύεται ο επικαλούμενος από την ενάγουσα σύνδεσμός της με την επίδικη έννομη σχέση ουσιαστικού δικαίου, τον οποίον αμφισβητεί η εναγόμενη και για το λόγο αυτό η αγωγή της πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις και διατάξεις, το Δικαστήριο τούτο, δεχόμενο κατ’ ουσία την έφεση, εξαφανίζοντας την εκκαλούμενη απόφαση και δικάζοντας την υπόθεση και απορρίπτοντας κατ’ ουσία την αγωγή, εκδίδει επιβλαβέστερη ως προς την εκκαλούσα – ενάγουσα απόφαση, επιτρεπτά όμως κατά το νόμο, αφού κρατεί την υπόθεση και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσία. Η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, 63 παρ. 1α’, 68 παρ. 1, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου άσκησης έφεσης (άρθρο 495 αριθ. 3  Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015), δεδομένου ότι, με βάση το διατακτικό της απόφασης τούτης, θεωρείται αυτή νικήτρια, ανεξάρτητα από το ότι η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της υπόθεσης δεν ήταν ευνοϊκή γι’ αυτή (Α.Π. 532/2016, Εφ.Πειρ. 19/2019, Εφ.Πατρ. 142/2018, Εφ.Πατρ. 108/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 23-3-2020 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …/3-6-2020 έφεση κατά της με αριθμό 1708/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 16-7-2015 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./16-7-2015 αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή.

Καταδικάζει την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων οκτακοσίων (6.800,00) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του με κωδικό e- παραβόλου άσκησης έφεσης ………  του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 10 Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ