Μενού Κλείσιμο

Aριθμός απόφασης 162/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  162/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου)  η από 22-5-2020 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./25-5-2020) έφεση της εναγομένης, ως ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 1235/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών- διαφορών, και δέχθηκε την από 7-8-2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/7-8-2019) αγωγή του ενάγοντος κατ’αυτής περί ακυρότητας μισθωτικής σύμβασης. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ), δηλαδή εντός διετίας  από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, εφόσον δεν αποδεικνύεται επίδοσή της από ή προς την εκκαλούσα, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ έχει κατατεθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή της (υπ’αριθμ. ……….. e-παράβολο και από 25-5-2020 αποδεικτικό πληρωμής της Eurobank). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη.

Με την αγωγή του το ενάγον ζητούσε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της μισθωτικής σύμβασης που το συνδέει με την εναγομένη, και να υποχρεωθεί ακολούθως η τελευταία να του αποδώσει τα μίσθια οικόπεδα, που βρίσκονται στο Μικρολίμανο Πειραιά, και τα οποία αυτή χρησιμοποιούσε για την εγκατάσταση σταθμού αυτοκινήτων, και επικουρικά να υποχρεωθεί στην απόδοσή τους, λόγω λήξεως του χρόνου της μίσθωσης, και σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς της να διαταχθεί η βίαιη αποβολή της ιδίας και κάθε τρίτου που έλκει δικαιώματα από αυτήν και να της επιβληθούν τα δικαστικά του έξοδα.

Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, υπ’αριθμ. 1235/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή αυτή, κατά την κύρια βάση της, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της μεταξύ των διαδίκων μισθωτικής σχέσης, υποχρεώθηκε η εναγομένη και κάθε τρίτος έλκων δικαιώματα από αυτήν, να αποδώσει στο ενάγον τα μίσθια οικόπεδα και επιβλήθηκαν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, που καθορίστηκαν στο ποσό των 500 ευρώ.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με τους λόγους της έφεσής της, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου με σκοπό, μετά την τυπική και κατ’ουσίαν παραδοχή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και ακολούθως να απορριφθεί η αγωγή και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα σε βάρος του εφεσιβλήτου.

Σύμφωνα με το άρθρο 94 του Συντάγματος και με τα άρθρα 1 και 9 του ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εφαρμογή του, όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, υπάγονται, από 11-6-1985, στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, μεταξύ δε αυτών και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδ. 1), δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπομένη από τη σύμβαση αυτή αξίωση. Είναι δε η σύμβαση διοικητική, αν, αθροιστικώς : α) ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ., β) με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος ανάγει σε δημόσιο σκοπό και γ) το Ελληνικό Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ., είτε με βάση το κανονιστικό καθεστώς που διέπει τη σύμβαση, είτε με βάση ρήτρες που προβλέπονται κανονιστικά και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, χάριν του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στον, με βάση τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (ΑΕΔ 11/2013, ΕΔΔΔΔ 2013.645, ΑΠ 475/2019, ΑΠ 791/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ). Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν τα παραπάνω στοιχεία είναι ιδιωτικές και οι από αυτές διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων σύμφωνα με τα άρθρα 94 § 3 του Συντάγματος και 1 περ. α΄ του ΚΠολΔ (ΑΕΔ 3/1999, ΕλλΔνη 1999.1692, ΟλΑΠ 7/2001, ΕλλΔνη 2001, ΑΠ 786/2018, ΕφΑθ 493/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).  Περαιτέρω, οι διατάξεις του πδ 715/1979 “Περί του τρόπου ενεργείας υπό των Ν.Π.Δ.Δ προμηθειών, μισθώσεων και εκμισθώσεων εν γένει, αγορών ή εκποιήσεων ακινήτων ….” δεν θεσπίζουν, καθόσον αφορά τη σύναψη και την εκτέλεση της μισθώσεως, εξαιρετικό καθεστώς που να εξασφαλίζει στο Ν.Π.Δ.Δ, ως μισθωτή, υπερέχουσα θέση μη προσιδιάζουσα σε σύμβαση διεπόμενη από το ιδιωτικό δίκαιο, καθόσον παρόμοιοι με τους τιθέμενους από τις άνω διατάξεις συμβατικοί όροι μπορούν να περιληφθούν και να αποτελέσουν περιεχόμενο και κοινών μισθώσεων, στις οποίες είναι δυνατόν να επιφυλάσσεται υπέρ του ετέρου μόνον συμβαλλομένου η διάπλαση της έννομης σχέσεως με την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης [ΑΠ 467/2016, ΕφΔωδ (Μον) 137/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], αλλά και ως εκμισθωτή, την άσκηση δημόσιας εξουσίας (ΣτΕ 2098/2006,  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).  Με τα δεδομένα αυτά οι διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις μίσθωσης ακινήτων, οι οποίες συνάπτονται με Ν.Π.Δ.Δ υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων [ΑΠ 467/2016, ΣτΕ 2098/2006,  ΕφΔωδ (Μον) 137/2020 ό.π]. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα πλήττει την εκκαλουμένη, για τον λόγο ότι τα πολιτικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας για την εκδίκασή της, εκ του λόγου ότι, κατ’ουσίαν προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Διοίκησης του εφεσιβλήτου που ενέκρινε τη σύναψη της σύμβασης μισθώσεως, ως διοικητική πράξη, και δευτερευόντως η σύμβαση αυτή καθεαυτή, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, με δεδομένο ότι αντικείμενο της ένδικης διαφοράς αποτελεί μόνον η ακυρότητα της τελευταίας, και ο χαρακτήρας της δεν μεταβάλλεται από την ιδιότητα του ενάγοντος ως ΝΠΔΔ. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στην ίδια κρίση, αν και χωρίς αιτιολογία που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, ορθά εφάρμοσε τον νόμο.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 11 αρ.6), 14 και 16 αρ.1 του ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη τροποποιήθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23-7-2015), η ισχύς του οποίου άρχισε την 1-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.4 αυτού, οι διαφορές από μίσθωση πράγματος, που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, υπάγονται στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων, ακόμη και αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τις 250.000 ευρώ, η οποία, ειδικώς για τις διαφορές που αφορούν στην ακυρότητα μισθωτικής σύμβασης, που θεωρούνται και αυτές μισθωτικές (Χ.Απαλλαγάκη «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ερμηνεία κατ’άρθρο», σελ.39) προσδιορίζεται με βάση το μίσθωμα ενός έτους, εκτός αν η διάρκειά της είναι μικρότερη. Στην κρινόμενη περίπτωση, το κύριο αίτημα της αγωγής, με βάση το οποίο προσδιορίζεται το καθ’ύλην αρμόδιο δικαστήριο, αφορούσε στην αναγνώριση της ακυρότητας της επίδικης μισθωτικής σχέσης, συνεπώς, με βάση το συμφωνηθέν μίσθωμα των 2.090 ευρώ, το ετήσιο μίσθωμα ανέρχεται σε 25.080 (2.090 Χ 12) ευρώ και υλικά αρμόδιο για την εκδίκασή της, με βάση όσα προεκτέθηκαν, ήταν το Μονομελές Πρωτοδικείο. Συνεπώς, ορθώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι είναι καθ’ύλην αρμόδιο για την εκδίκασή της και πρέπει ο τρίτος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Απορριπτέος, επίσης, τυγχάνει και ο πρώτος λόγος της έφεσης, κατά τον οποίο το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, παρ’ότι στο δικόγραφό της δεν μνημονεύεται ποία εκ των παρατιθέμενων ιδιωτικών συμφωνητικών συνετάγη κατά παράβαση του άρθρου 38 του πδ 715/1979 και επομένως πάσχει ακυρότητας, διότι από την εκτίμησή του σαφώς συνάγεται ότι η ακυρότητα αφορά όλες τις συμβάσεις παρατάσεως της επίδικης μίσθωσης, ήτοι τις από 29-3-2007, 11-4-2017 αλλά και 15-3-2018 συμβάσεις, με την τελευταία εκ των οποίων υπεισήλθε και η ίδια στη μισθωτική σχέση.

Με το άρθρο 106 του ΚΠολΔ καθιερώνεται η αρχή της συζήτησης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι. Η αρχή αυτή δεσμεύει το δικαστήριο να μην στηρίξει το διατακτικό της απόφασής του σε πραγματικά γεγονότα που έχουν επικαλεστεί και αποδείξει οι διάδικοι ούτε να λάβει υπόψη ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν από αυτούς (Χ.Απαλλαγάκη ό.π, σε. 224).

Η εκκαλούσα με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της παραπονείται, μεταξύ άλλων, διότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναγνώρισε την ακυρότητα της επίδικης μισθωτικής σύμβασης, λόγω παραβίασης του 17ου όρου του από 5-8-2003 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως, και όχι του άρθρου 38 του πδ 715/1979, όπως ζητήθηκε με την αγωγή, παρ’ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν είχε προταθεί με το αγωγικό δικόγραφο και ακολούθως την έκανε δεκτή, ως προς την κύρια βάση της. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος και, επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός, και ακολούθως να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, διότι, σε κάθε περίπτωση, δημιουργείται διαφορετικής έκτασης δεδικασμένο, να κρατηθεί η υπόθεση και να ερευνηθεί εκ νέου η αγωγή, ως προς την κύρια αλλά και την επικουρική της βάση, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης  (ΑΠ 1011/2018 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1286/2012 ΕΠΟΛΔ 2013.562).

Στην ειδική προστασία που θεσπίζουν οι διατάξεις του ν.813/1978 “περί εμπορικών και ετέρων τινών κατηγοριών μισθώσεων”, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το πδ 34/1995,  υπήχθησαν όλες οι δραστηριότητες, καθώς και τα επαγγέλματα που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2 αντίστοιχα, του εν λόγω πδ/τος. Επομένως, στην ανωτέρω προστασία (του πδ/τος 34/1995) υπάγονται και οι μισθώσεις ακινήτων με εκμισθωτή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, τα οποία εκμισθώνονται, κατά κανόνα με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό, ύστερα από απόφαση του διοικούντος αυτά οργάνου (πδ 715/1979 “περί τρόπου ενεργείας υπό των ν.π.δ.δ. προμηθειών, μισθώσεων, εκμισθώσεων εν γένει κλπ), εφόσον σε αυτά οι μισθωτές ασκούν τις αναφερόμενες στο άρθρο 1 του εν λόγω π.δ/τος δραστηριότητες ή τα επαγγέλματα του άρθρου 2 αυτού. Τούτο δε, διότι οι διατάξεις του ως άνω πδ/τος, είναι επικρατέστερες εκείνων που ρυθμίζουν εν γένει τις ως άνω μισθώσεις (πδ 715/1979 κλπ) ως ειδικότερες, αφού ρυθμίζουν τις υπαγόμενες σε αυτές μισθώσεις-εκμισθώσεις, ανεξάρτητα από το πρόσωπο του μισθωτή-εκμισθωτή, λαμβάνοντας πρωτίστως υπόψη τους ειδικούς σκοπούς (προστασία της επαγγελματικής στέγης προς προαγωγή του συμφέροντος, όχι μόνο του μισθωτή, αλλά και της εθνικής οικονομίας) που επιδιώκουν οι νόμοι που έχουν κωδικοποιηθεί με το πδ 34/1995, και κατισχύουν, επί μη διαδικαστικών ζητημάτων, των διατάξεων που ρυθμίζουν εν γένει τις μισθώσεις των ΝΠΔΔ, εφόσον από την εφαρμογή των τελευταίων προκύπτουν έννομα αποτελέσματα αντίθετα ή και διαφορετικά εκείνων που προκύπτουν από την εφαρμογή του πδ/τος (ΑΠ 206/2019, ΑΠ 1063/2015, ΑΠ 1127/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ως εκ τούτου, επί εκμισθώσεως σε τρίτο ακινήτου ΝΠΔΔ που εμπίπτει στις προστατευτικές διατάξεις των εμπορικών μισθώσεων, ως προς τα ουσιαστικά ζητήματα (και τέτοιο τυγχάνει να είναι και η νόμιμη διάρκεια της εκμίσθωσης), είναι επικρατέστερες οι διατάξεις του πδ/τος 34/1995 και εν προκειμένω εκείνη του άρθρου 5 § 1 του εν λόγω π.δ/τος, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 7 Ν. 2741/1999 και ίσχυε πριν από το Ν. 4242/2014, με την οποία είχε οριστεί ότι η διάρκεια της μίσθωσης είναι δώδεκα χρόνια, έστω και αν συμφωνηθεί για μικρότερο ή και για αόριστο χρόνο (νόμιμη διάρκεια), καθώς και εκείνες των άρθρων 60 και 61 του ειρημένου π.δ/τος, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 7 παρ. 14 και 15 του Ν. 2741/1999, δυνάμει των οποίων παρατείνεται, υπό τις οριζόμενες σε αυτά προϋποθέσεις, η διάρκεια της μίσθωσης αναγκαστικά για τέσσερα ακόμα έτη, χωρίς να αξιώνεται από τη διάταξη αυτή, αλλά και από οποιαδήποτε άλλη, για την αυτοδίκαιη παράταση της συνομολογηθείσας για μικρότερο χρόνο εμπορικής μίσθωσης με εκμισθωτή ΝΠΔΔ, μέχρις ότου συμπληρωθεί διάστημα δώδεκα ετών ή δεκαέξι ετών αντίστοιχα, οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση [ΑΠ 206/2019, ΕφΔωδ (Μον) 137/2020 ό.π]. Σημειώνεται, επίσης, ότι σύμφωνα με το άρθρο 13 § 2α του Ν. 4242/2014 (ΦΕΚ Α` 50/28.2.2014) «οι μισθώσεις που έχουν συναφθεί, παραταθεί ή ανανεωθεί, ρητώς ή σιωπηρώς, πριν από την έναρξη ισχύος του», ήτοι πριν την 28.2.2014, «συμπεριλαμβανομένων και των μισθώσεων των οποίων έχει λήξει η δωδεκαετής διάρκεια και δεν έχουν παρέλθει εννέα (9) μήνες από τη λήξη της, διέπονται από τις διατάξεις αυτού, όπως τροποποιείται κατά το παρόν άρθρο», ενώ στην παρ.3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι καταργούνται στο εξής οι διατάξεις των άρθρων 60 και 61 του άνω πδ/τος.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου (ΑΠ 123/2017, ΑΠ 119/2016, ΑΠ 38/2015  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ο κοινωνικός δε ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, είναι ο σκοπός για την εξυπηρέτηση του οποίου αναγνωρίζεται από το δίκαιο η εξουσία πραγματώσεως ορισμένου βιοτικού συμφέροντος με απώτερο πάντως γνώμονα τη θεραπεία της κοινωνικής συμβιώσεως (ΑΠ 2271/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας (ΟλΑΠ 6/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Προκειμένου δε να κριθεί, αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει αντικειμενική υπέρβαση των προαναφερομένων ορίων, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του ασκούντος το δικαίωμα, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς (ΑΠ 119/2016, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1258/2003 ΧΡΙΔ 2004.124).

Από την εκτίμηση των ένορκων ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Σε πλειοδοτικό διαγωνισμό, που διενήργησε το ΝΠΔΔ, Εθνικό Κέντρο Ιστιοπλοϊας, σχετικά με την εκμίσθωση δύο οικοπέδων, που βρίσκονται μεταξύ των οδών ………., στην περιοχή του …. στον Πειραιά, επιφάνειας 1.371,52 το πρώτο και 245,08 τμ, το δεύτερο,  για την εγκατάσταση υπαίθριου σταθμού αυτοκινήτων, πλειοδότης αναδείχθηκε ο ………… Στη συνέχεια, δυνάμει της από 5-8-2003 έγγραφης σύμβασης μισθώσεως, που συνυπέγραψαν το άνω ΝΠΔΔ και ο πλειοδότης, συνήφθη μεταξύ αυτών ενιαία σύμβαση μισθώσεως και για τα δύο ακίνητα, διάρκειας τριών ετών, με αφετηρία την 8η-8-2003, αντί του μηνιαίου μισθώματος των 2.090 ευρώ, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, με πρόβλεψη αναπροσαρμογής του μετά την παρέλευση διετίας. Μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε ότι απαγορεύεται η σιωπηρή αναμίσθωση (όρος 16), όρος που ταυτίζεται με τη διάταξη του άρθρου 47 § 3 του πδ/τος 715/1979. Από την υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού, ο μισθωτής παρέλαβε τα μίσθια και έκτοτε τα χρησιμοποιούσε, όπως ρητώς συμφωνήθηκε, ήτοι για δραστηριότητα που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 1 § 1 περ.α του πδ 34/1995. Επομένως, η μίσθωση, ως επαγγελματική, ενέπιπτε στις προστατευτικές διατάξεις του άνω πδ/τος, αυτού κατισχύοντας, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, των διατάξεων του πδ 715/1979. Έτσι, με τη λήξη του συμβατικού της χρόνου στις 8-8-2006, η μίσθωση δεν λύθηκε, ανεξαρτήτως της βούλησης των μερών, αλλά παρατάθηκε αναγκαστικά μέχρι τη συμπλήρωση δωδεκαετίας, ήτοι μέχρι τις 8-8-2015, παρ’ότι είχε συμφωνηθεί για βραχύτερο χρόνο, δηλαδή αρχικά μέχρι τις 8-8-2006 και στη συνέχεια με το από 29-3-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως μεταξύ των συμβαλλομένων, μέχρι τις 7-8-2009, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 § 1 του άνω πδ 34/1995, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 § 6 του ν.2741/1999. Ζήτημα δεκαεξαετούς διάρκειας αυτής δεν τίθεται, κατά τα συναφώς προεκτεθέντα, καθόσον με τον ν.4242/2014, που ισχύει από τις 28-2-2014, δηλαδή πριν την παρέλευση του χρόνου της αναγκαστικής της διάρκειας, καταργήθηκε το άρθρο 61 του πδ 34/1995. Εν τω μεταξύ, δυνάμει του από 29-3-2004 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως, στη μισθωτική σχέση υπεισήλθε, ως μισθωτής, δια εκχωρήσεως των απαιτήσεων του εκμισθωτού και ταυτόχρονη αναδοχή χρέους του αρχικού μισθωτή, η εταιρεία με την επωνυμία «…………..», η οποία συμβλήθηκε και στο από 29-3-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως. Επίσης, στη θέση του εκμισθωτή υπεισήλθε στη συνέχεια το ενάγον, επίσης ΝΠΔΔ, μετά την συγχώνευσή του στο τελευταίο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 § 2α του ν.4002/2011. Με το νεώτερο από 11-4-2017 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως, που συνυπέγραψαν οι συμβαλλόμενοι, συμφωνήθηκε παράταση της υφιστάμενης μισθώσεως μέχρι τις 29-3-2019, έχοντας προηγηθεί οι σχετικές από 19-1-2017 και 6-2-2017 επιστολές της μισθώτριας προς το ενάγον, με τις οποίες εξέφρασε τη βούλησή της για παραμονή στα μίσθια μέχρι την ανωτέρω ημεροχρονολογία, ενώ με το από 15-3-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν στη θέση της μισθώτριας να υπεισέλθει η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, μετά από υποβολή σχετικού αιτήματος της μέχρι τότε μισθώτριας προς το ενάγον. Με βάση, όμως, όσα συναφώς προεκτέθηκαν, η ένδικη μίσθωση έληξε, λόγω παρέλευσης του χρόνου αναγκαστικής παρατάσεώς της, στις 8-8-2015, χωρίς δυνατότητα συμβατικής παρατάσεώς της ή αναμίσθωσης, παρά μόνον με τις διατυπώσεις του άρθρου 38 του πδ/τος 715/1979, εφόσον μέχρι τότε ούτε έλαβε χώρα επίδοση της σχετικής βούλησης του μισθωτή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 § 2β εδ.β΄του πδ/τος 34/1995, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 45 του ν.4257/2014 και τα δύο τελευταία εδάφια αυτής προστέθηκαν με το άρθρο 69 του ν. 4373/2016, η οποία δηλώθηκε μεταγενέστερα, ούτε προηγήθηκε απόφαση του αρμοδίου οργάνου του ενάγοντος, ως εκμισθωτή, για παράταση της διάρκειάς της μέχρι δώδεκα έτη. Επομένως, τυγχάνουν άκυρες οι συναφθείσες δυνάμει των από 29-3-2007, 11-4-2017 και από 15-3-2018  ιδιωτικών συμφωνητικών συμβάσεις παράτασης της μίσθωσης και υπεισέλευσης της εναγομένης σε αυτήν, της τελευταίας, συνεπώς, υποχρεούμενης σε απόδοσή των μισθίων, αφού σημειωθεί, ωστόσο, ότι η ακυρότητα της από 29-3-2007 σύμβασης παρατάσεως ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί, εφόσον ο χρόνος της συμφωνηθείσας με αυτήν παράτασης, εμπίπτει ούτως ή άλλως σε εκείνον της αναγκαστικής διάρκειάς της, κατά τα άνω. Περαιτέρω, τα πραγματικά περιστατικά που η εκκαλούσα επικαλέστηκε για τη στοιχειοθέτηση της ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, στην έκταση που τα επαναφέρει με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της-η επισήμανση αφορά την επίκληση το πρώτον με το δικόγραφο της έφεσης απαραδέκτως, λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, της δημιουργίας σε αυτήν ευλόγως της πεποίθησης ότι το ενάγον δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του για προκήρυξη νέου διαγωνισμού, πριν επιλυθούν τα ιδιοκτησιακά και πολεοδομικά προβλήματα του ενός εκ των μίσθιων οικοπέδων, και δη εκείνου που έχει επιφάνεια 245,08 τμ, και περί οικονομικής καταστροφής της- πέραν του ότι αφορούν μόνον το ένα εκ των μισθίων και δη το μικρότερο, δεν καθιστούν τη συμπεριφορά των αρμοδίων προσώπων του ενάγοντος, μη ανεκτή, ούτε προκαλούν έντονη αίσθηση αδικίας σε βάρος της εναγομένης, με βάση τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου, δοθέντος μάλιστα ότι η διαδικασία σύναψης ή ανανέωσης ακινήτων που ανήκουν σε νπδδ, προβλέπεται από το πδ 715/1979 και δεν παρέχεται η δυνατότητα συμβατικών αποκλίσεων, όσον αφορά την παράτασή τους. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό, ως αλυσιτελώς προτεινόμενο, ενώ έπρεπε να τον απορρίψει ως μη νόμιμο, και πρέπει κατά παραδοχή του πέμπτου λόγου της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και ως προς το παραπάνω σκέλος της,  και να απορριφθεί ο συγκεκριμένος ισχυρισμός ως μη νόμιμος, εφόσον κατ’αυτόν τον τρόποι δεν καθίσταται χειρότερη η θέση της εκκαλούσας.

Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, μετά την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης, και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, να γίνει δεκτή η αγωγή, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, κατά την κύρια βάση της, παρελκούσης έτσι της εξέτασης της επικουρικής, ακολούθως δε αφού αναγνωριστεί η ακυρότητα των από 11-4-2017 και 15-3-2018 συμβάσεων μισθώσεως, να υποχρεωθεί η εναγομένη και κάθε τρίτος που έλκει δικαιώματα από αυτήν (άρθρο 599 εδ.β΄του ΑΚ), να αποδώσει στο ενάγον τη χρήση των επίδικων μισθίων. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, κατ’άρθρο 495 § 3 εδ ε΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, η επιστροφή του παραβόλου που η εκκαλούσα κατέθεσε κατά την άσκησή της και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της και ανάλογα προς την έκταση αυτής, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 178 § 2, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 2 σε συνδυασμό με παράρτημα ΙΒ στο άρθρο 166 του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 22-5-2020 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/25-5-2020) έφεση της εναγομένης κατά της υπ’αριθμ. 1235/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκησή της.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 7-8-2019 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………../7-8-2019) αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα των από 11-4-2017 κα 15-3-2018 συμβάσεων μισθώσεως, που αφορούν στην εκμίσθωση δύο οικοπέδων, επιφάνειας χιλίων τριακοσίων εβδομήντα ενός τετραγωνικών μέτρων και πενήντα δύο εκατοστών (1.371,52) και διακοσίων σαράντα πέντε τετραγωνικών μέτρων και οκτώ εκατοστών (245,08), που βρίσκονται στην περιοχή του … Πειραιά, μεταξύ της συμβολής των οδών .. ………

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη και κάθε τρίτον που έλκει δικαιώματα από αυτήν να αποδώσει στο ενάγον τη χρήση τους.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην εκκαλούσα μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εκατό (100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 17-3-2021.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ