ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός αποφάσεως 173/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη δικαστή Μαρία Κωττάκη, εφέτη, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2489/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της συνεκκαλουμένης μη οριστικής 4349/2017 αποφάσεως (513 παρ. 2 ΚΠολΔ), που δίκασαν την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 614 αριθ.3 ΚΠολΔ, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Πρέπει επομένως να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 522, 533 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι κατά την κατάθεση της υπό κρίση εφέσεως, η δεύτερη εκκαλούσα, ………., κατέθεσε το υπ’ αριθ. ……….. e-παράβολο, χωρίς να υποχρεούται προς τούτο, καθόσον κατά τη ρητή διάταξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εν λόγω υποχρέωση δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 614 αριθμ. 3 ΚΠολΔ, όπως η προκείμενη. Συνεπώς, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του ως άνω αχρεωστήτως κατατεθέντος παραβόλου ανεξάρτητα από την έκβαση της εφέσεως.
ΙΙ. Η εκκαλουμένη δέχθηκε εν μέρει την από Ιουνίου 2016 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, με την οποία ο τελευταίος, επικαλούμενος το σε αυτή αναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως η ημερομηνία αυτού παραδεκτώς διορθώθηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρίσθηκε στα υπ’ αριθ. 4349/2017 πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ζήτησε μετά παραδεκτή τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες, η πρώτη (εταιρεία) ευθυνόμενη ως πρωτοφειλέτιδα -εργοδότριά του και η δεύτερη -νόμιμη εκπρόσωπος της πρώτης-ως εγγυήτρια, παραιτηθείσα από την ένσταση διζήσεως, υποχρεούνται, εκάστη εις ολόκληρον, να του καταβάλουν συνολικό ποσό 94.044 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τα σε αυτή αναφερόμενα και ειδικότερα ποσό 25.000 ευρώ για πρόσθετη αποζημίωση απολύσεώς του, ποσό 32.000 ευρώ για BONUS της πρώτης εταιρικής χρήσεως, ποσό 12.000 ευρώ για BONUS της δεύτερης εταιρικής χρήσεως και ποσό 4.658 ευρώ για BONUS της τρίτης εταιρικής χρήσεως, ποσό 386 ευρώ για αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2016, καθώς και ποσό 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της αναφερόμενης ηθικής βλάβης του. Η εκκαλουμένη απέρριψε την αξίωση του ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του και κατά τα λοιπά δέχθηκε την αγωγή αφού πρώτα σιωπηρώς απέρριψε κατ΄ουσίαν την περί πλαστότητας των αναφερόμενων ιδιωτικών συμφωνητικών ένσταση που πρότειναν οι εναγόμενες. Ακολούθως, αναγνώρισε ότι οι τελευταίες υποχρεούνται, εκάστη εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα συνολικό ποσό 73.658 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τα σε αυτή αναφερόμενα, καθώς και ποσό 386 ευρώ για αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2016, νομιμοτόκως από 3.2.2016. Κατά της αποφάσεως αυτής και της συνεκκαλουμένης μη οριστικής αποφάσεως, παρόλο που η έφεση δεν στρέφεται ρητά κατ΄αυτής (513 παρ. 2 ΚΠολΔ), παραπονούνται τώρα οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες, με την υπό κρίση έφεση, για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής. Σημειώνεται ότι κατά των κεφαλαίων της εκκαλουμένης, με τα οποία αφενός απερρίφθη η ύψους 20.000 ευρώ αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αφετέρου επιδικάσθηκε ποσό 386 ευρώ για αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2016, δεν υπάρχουν λόγοι εφέσεως.
ΙΙΙ. Ο εφεσίβλητος, με την από 9.2.2021 προσθήκη επί των από 3.2.2021 προτάσεών του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προσκομίζει και επικαλείται την υπ΄αριθ. ……./9.2.2021 ένορκη βεβαίωση της ………… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, για την αντίκρουση προταθέντων ισχυρισμών των εκκαλουσών. ΄Ομως, η παράγραφος 1 εδάφιο στ΄ ΚΠολΔ, που επιτρέπει την προσκόμιση με την προσθήκη έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση ενόρκων βεβαιώσεων για την αντίκρουση προταθέντων ισχυρισμών, δεν έχει εφαρμογή στην κατ΄έφεση δίκη, όπως ορίζει το άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο “Αρθρο 524. 1. Στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 236, 237 παρ. 8 έως 11, 240 έως 312, 591 παράγραφος 1 εδάφιο α` έως γ` και 591 παράγραφος 4”, δηλαδή δεν γίνεται παραπομπή στο εδάφιο στ΄ του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επομένως, η ως άνω ένορκη βεβαίωση προσκομίζεται απαραδέκτως και γι’ αυτό δεν θα ληφθεί υπόψη. Περαιτέρω, η υπ΄αριθ. ……../3.11.2020 ένορκη βεβαίωση του …….. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, που με επίκληση προσκομίζουν οι εκκαλούσες, δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος και της δεύτερης εναγομένης-εκκαλούσας, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ……..΄/29.10.2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …….. και τη σε αυτή συνημμένη γνωστοποίηση. Επομένως, δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο αλλά ως απλό έγγραφο θα συνεκτιμηθεί μαζί με τα λοιπά για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. ΑΠ 214/2012 – “Νόμος”).
IV. Από την εκτίμηση της χωρίς όρκο εξετάσεως της δεύτερης εναγομένης, ……. και της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρα ανταποδείξεως, ………. (ο ενάγων δεν εξέτασε μάρτυρα στο ακροατήριο), που περιέχονται στα υπ’ αριθ. 4349/2017 πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, τα οποία προσκομίζονται με επίκληση σε νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο, της υπ’ αριθ. …./2017 ενόρκου βεβαιώσεως του …….., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που με επίκληση προσκομίζει ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, της οποίας προηγήθηκε νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών (βλ. υπ’ αριθ. …΄/2017 και …΄/2017 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ……..), της υπ’ αριθ. …./26.4.2018 εκθέσεως γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από τη συνεκκαλουμένη μη οριστική απόφαση και ορκισθέντος δικαστικού γραφολόγου ………, της από 3.2.2018 εκθέσεως γραφολογικής γνωμοδοτήσεως των τεχνικών συμβούλων του ενάγοντος …. και ……… καθώς και όλων των νομίμως, μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων από αμφότερα τα διάδικα μέρη εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία: “………..” και έδρα στον Πειραιά, ιδρύθηκε δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../13.5.2009 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. ……., περίληψη του οποίου δημοσιεύθηκε στο 3550/19.5.2009 ΦΕΚ τ. ΑΕ και ΕΠΕ. Η εταιρεία ιδρύθηκε μεταξύ της δεύτερης εναγομένης, ……, ηλικίας τότε 19 ετών, και των γονέων της …….. και …….., οι οποίοι μέχρι τότε ήταν μέτοχοι και σύμβουλοι της μεταλλευτικής-λατομικής εταιρείας “………….”, η δεύτερη δε νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειρίστρια στην Ελλάδα της ναυτιλιακής εταιρείας ……….., στην οποία εργαζόταν ως ναυλομεσίτης ο πρώτος. Την εναγομένη εταιρεία, σκοπός της οποίας ήταν η ίδρυση γραφείου γενικού τουρισμού και ταξιδίων, η έκδοση εισιτηρίων και γενικά η παροχή τουριστικών και ταξιδιωτικών υπηρεσιών κάθε είδους, όπως αυτές εξειδικεύονται στο ανωτέρω συμβόλαιο, συνέστησαν με απώτερο σκοπό την επαγγελματική αποκατάσταση της δεύτερης εναγομένης, η οποία τότε σπούδαζε στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας DEREE. Η τελευταία ορίστηκε διαχειρίστρια της εταιρείας, ωστόσο, λόγω του νεαρού της ηλικίας της, της απειρίας της και κυρίως της φοιτητικής της ιδιότητας, οι περισσότερες αποφάσεις σχετικά με τη διοίκηση της εταιρείας και την εν γένει λειτουργία της λαμβάνονταν από τους γονείς της και κυρίως τον πατέρα της, η δε παρουσία της ίδιας στα γραφεία της εταιρείας δεν ήταν καθημερινή. Η λειτουργία τέτοιου είδους επιχειρήσεων, που δραστηριοποιούνται δηλαδή στον τομέα του Γενικού Τουρισμού, απαιτούσε κατά νόμον τη χορήγηση διοικητικής άδειας (Ειδικό Σήμα Λειτουργίας) από τον ΕΟΤ, το οποίο για να χορηγηθεί έπρεπε, μεταξύ των άλλων, να ορισθεί Υπεύθυνος Γραφείου, με εργασιακό καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχολήσεως. Ενόψει του ότι οι προαναφερόμενοι ιδρυτές και μέτοχοι της εταιρείας αφενός δεν είχαν την αντίστοιχη επαγγελματική πείρα και γνώση αφετέρου είχαν, όπως προαναφέρεται, κι άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες, αποφάσισαν κατά τη γενική συνέλευση της πρώτης εναγομένης που πραγματοποιήθηκε την 1.6.2009, να προσλάβει η πρώτη εναγομένη για τον ανωτέρω σκοπό τον ενάγοντα, ο οποίος διέθετε μακροχρόνια πείρα ως εργαζόμενος σε γραφείο ταξιδίων και τον οποίο γνώριζε ο …….. και είχε συνεργαστεί στο παρελθόν μαζί του. Ο ενάγων προσελήφθη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και καθεστώς πλήρους απασχολήσεως ως υπεύθυνος διευθυντής του γραφείου της πρώτης εναγομένης, επισήμως, την 1.7.2009, όταν και έγινε η αναγγελία της σχετικής προσλήψεως στον ΟΑΕΔ, το δε προαναφερόμενο σήμα εκδόθηκε στις 31.7.2009, στο όνομά του. Ο ίδιος ο ενάγων, στην υπό κρίση αγωγή του, αναφέρει ως ημερομηνία προσλήψεώς του την 1.7.2009 αλλά και στο από 30.4.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό, που επικαλείται ως βάση των αγωγικών του αξιώσεων και για το οποίο θα γίνει λόγος κατωτέρω, αναφέρεται ως ημερομηνία προσλήψεώς του η 1η Ιουλίου 2009. Επομένως, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι η ημερομηνία προσλήψεώς του από την πρώτη εναγομένη είναι η 1η Ιουλίου 2009. Είναι όμως πρόδηλο ότι τουλάχιστον από την 1η Ιουνίου 2009, που πραγματοποιήθηκε η ανωτέρω Γενική Συνέλευση, ο ενάγων βρισκόταν σε επικοινωνία με τους ιδρυτές της εταιρείας για την πρόσληψή του στην ανωτέρω θέση και τους όρους εργασίας του και είχε αποδεχθεί αυτή, διαφορετικά, και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν θα είχε ληφθεί η εν λόγω απόφαση από τη Γενική Συνέλευση. Στη συνέχεια, με το από 31.12.2009 έγγραφο, η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητήθηκε, η δεύτερη εναγομένη, υπό την ιδιότητά της της διαχειρίστριας της πρώτης, δήλωσε: “αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του ………. στην ανάπτυξη της ανωτέρω εταιρίας μας, παραχωρούμε σαν ανταμοιβή το 10% των μετοχών αυτής”. Το ανωτέρω έγγραφο προσυπογράφει και ο ………. Η παραχώρηση αυτή ουδέποτε πραγματοποιήθηκε. Ο ενάγων απολύθηκε από την πρώτη εναγομένη στις 2 Φεβρουαρίου 2016 και καταβλήθηκε σε αυτόν η νόμιμη αποζημίωσή του, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην υπό κρίση αγωγή. Ωστόσο, σε προγενέστερο χρόνο και δη στις 30.4.2012, ο ενάγων είχε καταρτίσει με την πρώτη εναγομένη, εκπροσωπούμενη από τη δεύτερη, η οποία υπέγραψε και ως εγγυήτρια, παραιτούμενη από την ένσταση διζήσεως, “ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης οφειλής και εγγύησης”, επί του οποίου διενεργήθηκε η ένδικη γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, διότι η δεύτερη εναγομένη αμφισβήτησε τη γνησιότητα των επ΄αυτού υπογραφής και μονογραφών της. Με το συμφωνητικό αυτό, οι διάδικοι συμφώνησαν, ενόψει του ότι η ανωτέρω μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων δεν είχε πραγματοποιηθεί, να ρυθμίσουν με αυτό όλες τις μέχρι τότε υποχρεώσεις έναντι αλλήλων που πήγαζαν από τη μεταξύ τους σχέση εργασίας και να καταβληθεί στον ενάγοντα, σε περίπτωση απολύσεως του, ποσό 25.000 ευρώ πλέον της νόμιμης αποζημιώσεώς του. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι για τη συμβολή του ενάγοντος στην πρόοδο της εταιρείας και την προσέλκυση πελατών, η εταιρεία θα του δώσει BONUS, το οποίο συνίσταται “σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί των μικτών κερδών, όπως αυτές αναγράφονται στον ισολογισμό της πρώτης χρήσης, και ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) για το δεύτερο χρόνο και δυόμισυ τοις εκατό (2,5%) για τον τρίτο χρόνο. Το ποσό αυτό για μεν την 1η χρήση (320809,00 Χ 10%=32.000 ευρώ) θα καταβληθεί μέχρι την 30η Ιουνίου 2013, της 2ης χρονιάς (240.520,00 Χ 5 %=12.000 ευρώ ) θα καταβληθεί μέχρι την 30η Ιουνίου 2014 και το ποσό της 3ης χρονιάς, που δεν είναι γνωστό, θα καταβληθεί μέσα στο πρώτο τρίμηνο μετά τη νόμιμη δημοσίευση του ισολογισμού της εταιρείας αλλά πάντως όχι αργότερα από την 30η Ιουνίου 2015”, όπως επί λέξει αναγράφεται στο εν λόγω συμφωνητικό. Η υπογραφή και οι μονογραφές της δεύτερης εναγομένης στο προαναφερόμενο συμφωνητικό, επί του οποίου διενεργήθηκε η ένδικη γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, εξετάσθηκαν τόσο από τον πραγματογνώμονα όσο και από τους τεχνικούς συμβούλους που προαναφέρονται, οι οποίοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω υπογραφή έχει χαραχθεί από τη ………, δηλαδή είναι γνήσια, οι δε μονογραφές αποδόθηκαν στην ίδια καίτοι δεν εξετάσθηκε δείγμα της μονογραφής της διότι δεν υπήρξε. Το ως άνω πόρισμα του πραγματογνώμονα αιτιολογείται με αναλυτικό και πειστικό τρόπο που δεν καταλείπει κενά και αμφιβολίες, ενισχύεται από το πόρισμα των τεχνικών συμβούλων και δεν αντικρούεται από καμία γνωμοδότηση. Σημειωτέον ότι οι εκκαλούσες δεν διόρισαν τεχνικό σύμβουλο, όπως είχαν δικαίωμα, προσκομίζουν δε διάφορες ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις του γραφολόγου ……….., επί διαφόρων εγγράφων αλλά όχι επί του επίδικου από 30.4.2012 συμφωνητικού, στο οποίο ερείδονται οι αγωγικές αξιώσεις. Ο ισχυρισμός των εκκαλουσών που περιέχεται στον πρώτο λόγο της υπό κρίση εφέσεως περί του ότι ο πραγματογνώμων δεν εξέτασε το προσκομισθέν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο έγγραφο με ημερομηνία 30.4.2012 αλλά άλλο, διαφορετικό, δεν ασκεί έννομη επιρροή. Τούτο διότι τόσο από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης όσο και από την από 30.10.2020 γνωμοδότηση των προαναφερόμενων τεχνικών συμβούλων αποδεικνύεται ότι ο πραγματογνώμων εξέτασε το πρωτότυπο του ανωτέρω εγγράφου, το οποίο έφερε σε πρωτότυπο τις υπογραφές των διαδίκων και τις μονογραφές της δεύτερης εναγομένης ενώ χωρίς έννομη συνέπεια είναι το γεγονός ότι υπάρχει και φωτοαντίγραφο αυτού πριν την υπογραφή του από τον ενάγοντα αλλά με μόνη την υπογραφή (φωτοτυπημένη) της δεύτερης εναγομένης, στο οποίο (φωτοαντίγραφο) ο ενάγων έχει θέσει εκ των υστέρων (σε πρωτότυπο) την υπογραφή του, το οποίο είχε προσκομιστεί κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, δεν συντρέχει λόγος να διενεργηθεί νέα πραγματογνωμοσύνη, όπως ζητούν οι εκκαλούσες, του αιτήματος απορριπτομένου ως αβάσιμου. Σημειώνεται ότι η ένδικη γραφολογική πραγματογνωμοσύνη διενεργήθηκε και επί των (μη αναφερομένων στην υπό κρίση αγωγή) από 16/6/2009 και από 1/11/2011 εγγράφων που τιτλοφορούνται “Συμπληρωματικοί όροι συμβάσεως εργασίας” και τα οποία προσδιορίζονται στην υπ΄αριθ. 4349/2017 μη οριστική απόφαση που διέταξε και την επ’ αυτών πραγματογνωμοσύνη ως έγγραφα με ημερομηνία “1.6.2009”. Οι υπογραφές της δεύτερης εναγομένης στα ανωτέρω έγγραφα κρίθηκαν, ομοίως, γνήσιες. Ωστόσο, η ένδικη αξίωση δεν θεμελιώνεται στα ανωτέρω έγγραφα αλλά μόνο στο από 30.4.2012 συμφωνητικό. Ο επικουρικός ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης-εκκαλούσας ότι ακόμα κι αν είναι γνήσιες οι επί του από 30.4.2012 συμφωνητικού υπογραφή και μονογραφές της, αυτές είναι προϊόν υφαρπαγής από τον ενάγοντα, ο οποίος, ως διευθυντής της πρώτης, της εμφάνιζε κατά καιρούς σωρεία εγγράφων που έπρεπε να υπογράψει με την ιδιότητα της εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης κι ενδεχομένως να υπέγραψε κατ’ αυτό τον τρόπο το επίδικο συμφωνητικό χωρίς αντίληψη του περιεχομένου του, παραμένει αναπόδεικτος. Περαιτέρω, από το ένδικο από 30.4.2012 συμφωνητικό αποδεικνύεται ότι το ποσοστό του BONUS συμφωνήθηκε να υπολογίζεται “επί των μικτών κερδών, όπως αυτές (σ.σ. προφανώς εννοείται “αυτά”) αναγράφονται στον ισολογισμό”, όπως επί λέξει αναφέρεται σε αυτό (συμφωνητικό). Από τους προσκομιζόμενους από αμφότερα τα διάδικα μέρη ισολογισμούς αποδεικνύεται ότι τα μικτά κέρδη της πρώτης χρήσεως (19 Μαΐου 2009 έως 31.12.2010) ανέρχονταν στο ποσό των 80.289,15 ευρώ, όπως βασίμως ισχυρίζονται οι εκκαλούσες-εναγόμενες, ενώ το ποσό των 320.809,57 ευρώ, που αναγράφεται στο συμφωνητικό για την πρώτη χρήση, αφορά τα έσοδα από το σύνολο του κύκλου εργασιών (πωλήσεις) της πρώτης χρήσεως, από το οποίο, αφαιρουμένου του ποσού των 240.520,43 ευρώ, που αφορά στο κόστος των πωληθέντων, απομένουν μικτά κέρδη (“μερικά αποτελέσματα (κέρδη) εκμεταλλεύσεως”, όπως επί λέξει αναγράφεται στον ισολογισμό) ποσού 80.289,15 ευρώ. Επομένως, το οφειλόμενο στον ενάγοντα ποσό για μπόνους (10% επί των μικτών κερδών) της πρώτης εταιρικής χρήσεως ανέρχεται σε 8.029 ευρώ και όχι σε 32.000 ευρώ, που δέχθηκε η εκκαλουμένη. Αποδεικνύεται επίσης ότι τα μικτά κέρδη της δεύτερης εταιρικής χρήσεως (1η Ιανουαρίου 2011 έως 31.12.2011) ανέρχονταν στο ποσό των 63.409,85 ευρώ, το οποίο προκύπτει ως εξής: Κύκλος εργασιών (πωλήσεις) 255.076,48 ευρώ μείον κόστος πωληθέντων 191.666,53. Επομένως, το οφειλόμενο στον ενάγοντα μπόνους για τη δεύτερη εταιρική χρήση ανέρχεται στο 5% του ανωτέρω ποσού δηλαδή σε 3.170,50 ευρώ και όχι σε 12.000 ευρώ που δέχθηκε η εκκαλουμένη. Τέλος, την τρίτη εταιρική χρήση (1η Ιανουαρίου 2012 έως 31.12.2012) τα μικτά κέρδη ανήλθαν στο ποσό των 936,32 ευρώ, το οποίο προκύπτει ως εξής: Κύκλος εργασιών (πωλήσεις) 186.335,96 μείον κόστος πωληθέντων 142.399,64. Επομένως, για την τρίτη εταιρική χρήση οφείλεται στον ενάγοντα 2,5% επί του ανωτέρω ποσού, ήτοι 1.098,40 ευρώ και όχι 4.658 ευρώ που δέχθηκε η εκκαλουμένη. Στο ως άνω από 30.4.2012 ένδικο συμφωνητικό αποτυπώνεται ρητά και χωρίς αμφιβολία η βούληση των μερών να υπολογίζεται το μπόνους σε ποσοστό επί των μικτών κερδών, όπως αυτά προκύπτουν από τον ετήσιο κάθε φορά ισολογισμό της πρώτης εναγομένης, στον οποίο και γίνεται ρητή παραπομπή και όχι επί του συνόλου των εσόδων από τις πωλήσεις. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στο εν λόγω συμφωνητικό προσδιορίστηκαν τα κέρδη αυτά για την πρώτη χρήση όχι στο ποσό των 80.289,15 ευρώ, που σύμφωνα με τον ισολογισμό αποτελεί τα μικτά κέρδη της πρώτης εταιρικής χρήσεως αλλά στο ποσό των 320.809 ευρώ, αφού το ποσό αυτό αφορά το σύνολο των εσόδων και όχι τα μικτά κέρδη. Επιπροσθέτως, η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται αλλ’ αντιθέτως ενισχύεται από το γεγονός ότι για τη δεύτερη εταιρική χρήση προσδιορίστηκαν στο συμφωνητικό τα κέρδη αυτά στο ποσό των 240.520 ευρώ, διότι το ποσό αυτό, που στο συμφωνητικό φαίνεται να αποτελεί τα μικτά κέρδη της δεύτερης εταιρικής χρήσεως, δεν υπάρχει καθόλου στον ισολογισμό της δεύτερης εταιρικής χρήσεως (δεν ταυτίζεται με κανένα από τα ποσά που αναγράφονται σε αυτόν) αλλά αφορά στην πρώτη εταιρική χρήση και αποτελεί, όπως προαναφέρεται, το σύνολο του κόστους των πωληθέντων κατά την πρώτη εταιρική χρήση. Πρόδηλον δηλαδή καθίσται ότι όλα τα ανωτέρω ποσά ανεγράφησαν στο ένδικο συμφωνητικό από προφανή παραδρομή κατά την ανάγνωση και αντιγραφή των ισολογισμών.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εκκαλουμένη, που επιδίκασε στον ενάγοντα το σύνολο των ποσών που αυτός ζητούσε από το ένδικο συμφωνητικό, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη, κατ’αποδοχή του δεύτερου λόγου της ως προς το σκέλος του με το οποίο παραπονούνται οι εκκαλούσες για το ύψος των κερδών επί του οποίου υπολογίσθηκε το bonus, των λοιπών λόγων, με τους οποίους επαναφέρουν την ένσταση πλαστότητας και παραθέτουν αναλυτικά επιχειρήματα σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων ως αβάσιμων. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά το εκκληθέν και μεταβιβασθέν στο παρόν δικαστήριο μέρος της, συμπεριλαμβανομένης της διατάξεως περί δικαστικών εξόδων, όχι όμως και της διατάξεως που αφορά στην επιδίκαση αναλογίας δώρου Πάσχα 2016 ούτε του κεφαλαίου που απέρριψε την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, κατά των οποίων δεν υπάρχουν λόγοι εφέσεως. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και δικασθεί η υπόθεση, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη. Να αναγνωρισθεί δε ότι οι εναγόμενες, εκάστη εις ολόκληρον, υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα συνολικό ποσό (25.000 + 8.029 + 3.170,50 + 1.098,40 =) 37.297,90 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής εκάστου από τα επιμέρους ποσά που απαρτίζουν αυτό και ειδικότερα, το ποσό των 25.000 ευρώ από την 3.2.2016, το ποσό των 8.029 ευρώ από την 1.7.2013, το ποσό των 3.170,50 ευρώ από 1.7.2014 και το ποσό των 1.098,40 από 1.7.2015. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων, ανάλογο της νίκης του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων , όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. (176, 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
–Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.
–Διατάζει την επιστροφή στη ……. του (αχρεωστήτως) κατατεθέντος παραβόλου με αριθμό ……..
–Δέχεται την έφεση τυπικώς και κατ΄ουσίαν.
–Εξαφανίζει την υπ΄αριθ. 2489/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς το εκκληθέν μέρος της συμπεριλαμβανομένης της διατάξεως περί δικαστικών εξόδων.
–Κρατεί και δικάζει την από Ιουνίου 2016 αγωγή (ΓΑΚ/ΕΑΚ:…../17.6.2016).
–Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
–Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
–Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενες, εκάστη εις ολόκληρον, υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα συνολικό ποσό τριάντα επτά χιλιάδων διακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και ενενήντα λεπτών (37.297,90), νομιμοτόκως από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής εκάστου από τα επιμέρους ποσά που απαρτίζουν αυτό και ειδικότερα, το ποσό των 25.000 ευρώ από την 3.2.2016, το ποσό των 8.029 ευρώ από την 1.7.2013, το ποσό των 3.170,50 ευρώ από την 1.7.2014 και το ποσό των 1098,40 ευρώ από την 1.7.2015.
–Καταδικάζει τις εναγόμενες σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων (2.600) ευρώ.
-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 22 Μαρτίου 2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ