ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ – 2ο ΤΜΗΜΑ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΡΘΡΩΝ
643, 591 §1 περ. α Κ.ΠΟΛ.Δ.
Αριθμός Απόφασης 168/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη – Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 15.7.2018 έφεση της ηττηθείσας καθ’ ης η ανακοπή – αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία “………..”, κατά της οριστικής απόφασης 2154/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων και δέχθηκε την από 17.2.2015 ανακοπή της εταιρείας με την επωνυμία “……………”, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495§§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 §3Α. περ. β´ του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 Κ.Πολ.Δ.). Ωστόσο, η υπόθεση δεν θα εκδικαστεί κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (637 – 646 του Κ.Πολ.Δ.), αφού, κατά το άρθρο 632 §2 του ίδιου Κώδικα (όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 14 του ν. 4055/2012 και πριν την τροποποίησή του με το ν. 4335/2015), στις ανακοπές κατά διαταγής πληρωμής, που ασκήθηκαν από 2.4.2012 έως και 31.12.2015, όπως και η ανακοπή επί της οποίας ασκήθηκε η υπό κρίση έφεση, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 §1 περ. α του Κ.Πολ.Δ. (σε συνδυασμό και με τα άρθρα 649 – 650 του ίδιου Κώδικα, στα οποία παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 643 §2), όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015, χωρίς να είναι κρίσιμο, το αν με τη διαδικασία αυτή εκδικάζεται και η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής (Μον. Εφ.Πειρ. 17/2021 αδημ. και Μον.Εφ.Αθ. 146/2017 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
ΙΙ. Η ανακόπτουσα – ήδη εφεσίβλητη (εταιρεία με την επωνυμία “………….”) με την από 17.2.2015 ανακοπή, που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 632 §1 του Κ.Πολ.Δ., ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, την ακύρωση της διαταγής πληρωμής ………../2015 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης – αλλοδαπή εταιρεία, το ποσό των 112.664,86 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, απαίτηση που προερχόταν από τιμολόγιο πώλησης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη 2154/2018 οριστική απόφασή του, έκανε δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε την πιο πάνω διαταγή πληρωμής. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η καθ’ ης η ανακοπή, με την έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ανακοπή και να επικυρωθεί η διαταγή πληρωμής 121/2015 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋ-ποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή, καθώς και το ποσό της να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 του Κ.Πολ.Δ., να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλεψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 του Κ.Πολ.Δ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (Ολ.Α.Π. 10/1997 Ελλ.Δ/νη 1997, σελ. 768, Α.Π. 1376/2018, Α.Π. 1012/2018 και Α.Π. 914/2018 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, εάν από τα έγγραφα, που προσκομίστηκαν μέχρι την ημέρα έκδοσης της διαταγής πληρωμής, δεν αποδεικνύεται η απαίτηση και το ποσό της, καθώς και η νομιμοποίηση του αιτούντος και του καθού η αίτηση σε περίπτωση διαδοχής, δεν μπορεί να διαγνώσει, στηριζόμενο σε άλλα στοιχεία, διαφορετικά από αυτά, που προσκομίστηκαν και υποβλήθηκαν στο δικαστή, που εξέδωσε τη διαταγή και συγκεκριμένα, σε έγγραφα προσκομιζόμενα το πρώτον στη δίκη της ανα-κοπής (Α.Π. 1012/2018 ό.π., Α.Π. 914/2018 ό.π. και Α.Π. 682/2015 Νο.Β. 2016, σελ. 1159). Εξάλλου, κατά το άρθρο 443 του Κ.Πολ.Δ., για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, ως εκδότης δε, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, θεωρείται εκείνος ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Κατά το άρθρο δε 447 ιδίου Κώδικα, το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη, μόνο αν το προσκόμισε ο αντίδικος ή αν πρόκειται για τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 του Κ.Πολ.Δ. Έτσι, είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τιμολόγια – δελτία αποστολής εμπορευμάτων, μόνο αν τα έγγραφα αυτά φέρουν την υπογραφή του αγοραστή, κατά τρόπο που να αποδέχεται την οφειλή του (Α.Π. 1850/2017, Α.Π. 1342/2017, Α.Π. 872/2017 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 682/2015 ό.π.).
ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, με τους δύο πρώτους λόγους της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα έγινε δεκτός ο πρώτος λόγος της ανακοπής της εφεσίβλητης και απαγγέλθηκε η ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, α) λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, επειδή η απαίτησή της (εκκαλούσας) δεν αποδεικνυόταν από έγγραφα, που έφεραν υπογραφή για λογαριασμό της εφεσίβλητης, αφού η παραλαβή των εμπορευμάτων προέκυπτε από συνδυασμό εγγράφων (πρώτος λόγος) και β) λόγω πλημμελούς εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων, που αποδείκνυαν την απαίτησή της. Σύμφωνα με τη διαταγή πληρωμής ………../2015 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε ύστερα από την από 15.1.2015 αίτηση της εκκαλούσας, το περιεχόμενό της (αίτησης) αποδείχθηκε από τα ακόλουθα προσκομιζόμενα έγγραφα: 1) το τιμολόγιο ……./18.9.2013, στο οποίο αναφέρεται ως τόπος παράδοσης ο Πειραιάς, 2) την από 24.10.2014 βεβαίωση της μεταφορικής εταιρίας “……………..” προς την εκκαλούσα, για την παράδοση των εμπορευμάτων στην εφεσίβλητη, από τη βεβαίωση δε, αυτήν αποδεικνύεται ότι η μεταφορά με αριθμό φορτωτικής …….. δια της θαλάσσιας μεταφοράς έφτασε στον Πειραιά και 3) την έκθεση επίδοσης …………´/28.11.2014 του δικαστικού επιμελητή ………., που περιείχε εξώδικη πρόσκληση της εκκαλούσας προς την εφεσίβλητη για εξόφληση του ως άνω τιμολογίου. Ωστόσο, το πρώτο ως άνω έγγραφο (τιμολόγιο) δεν φέρει υπογραφή από κάποιον εκπρόσωπο της εφεσίβλητης, ώστε να αποδεικνύεται εξ εγγράφων η παραλαβή των εμπορευμάτων της εκκαλούσας. Εξάλλου, στη βεβαίωση της μεταφορικής εταιρίας ……….., με ημερομηνία 16.1.2015 (εκ παραδρομής αναγράφεται στη μετάφραση ως ημερομηνία αυτής η 24.10.2014) αναγράφεται πως, σύμφωνα με αίτημα της εκκαλούσας, επιβεβαιώνει (η ……..) ότι για την εκτέλεση της μεταφοράς με την φορτωτική με αριθμό ………, πραγματοποίησε την παράδοση στην εταιρία “………..”, στις 23.9.2014. Και το έγγραφο αυτό όμως, δεν φέρει καμία υπογραφή εκπροσώπου της εφεσίβλητης, αλλά της μεταφορικής εταιρίας, για να έχει δε, αποδεικτική δύναμη κατά της εφεσίβλητης το ιδιωτικό έγγραφο αυτό, θα έπρεπε, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της (εφεσίβλητης), αφού ως εκδότης, κατά την έννοια του άρθρου 443 του Κ.Πολ.Δ., θεωρείται εκείνος ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Σημειωτέον ότι α) δεν προσκομίστηκαν με την αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής άλλα έγγραφα, όπως υποσχετικές επιστολές του οφειλέτη, άδεια εκτελωνισμού, διασάφηση εισαγωγής των εμπορευμάτων ή διεθνείς φορτωτικές (Εφ.Αθ. 7438/1999 Ελλ.Δ/νη 2000, σελ. 1387 και Εφ.Αθ. 3436/1990 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), που να έχουν την ανωτέρω αποδεικτική δύναμη, φέροντας την υπογραφή της εφεσίβλητης, ενώ β) για την απόδειξη της έννομης σχέσης και της απαίτησης δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη τα προσκομιζόμενα (το πρώτον ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου από την εφεσίβλητη, πολύ περισσότερο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από την εκκαλούσα) έγγραφα εκτελωνισμού της εταιρίας ………….., αφού, σύμφωνα και όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, συνιστούν στοιχεία, διαφορετικά από αυτά, που προσκομίστηκαν και υποβλήθηκαν στο δικαστή, που εξέδωσε τη διαταγή. Επομένως και ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, η διαταγή πληρωμής ………../2015 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εκδόθηκε χωρίς έγγραφη απόδειξη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, δεχόμενο τον πρώτο λόγο της ανακοπής της εφεσίβλητης και ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι της έφεσης.
V. Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσης, με το οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι ελλείπει το έννομο συμφέρον της εφεσίβλητης για την προβολή του πρώτου λόγου της ανακοπής της, ο οποίος έγινε δεκτός, επειδή η τελευταία, με την ανακοπή της και με τα άλλα δικόγραφά της, συνομολογεί ότι αγόρασε τα εμπορεύματα για τα οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, διότι η εφεσίβλητη έχει προφανές έννομο συμφέρον από την προβολή του ως άνω λόγου, που συνίσταται στην ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Εξάλλου, η αναφορά στη συνέχεια της ανακοπής της, για την υποστήριξη άλλου λόγου, σχετικά με ελαττώματα των εμπορευμάτων, δεν αίρει το έννομο συμφέρον της για την προβολή του ως άνω πρώτου λόγου της ανακοπής. Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσης η εκκαλούσα επαναφέρει την και πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της εκκαλούσας, επικαλούμενη ότι ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της, πως δεν αποδεικνύεται εξ εγγράφων η παραλαβή των πωληθέντων εμπορευμάτων, ασκείται καθ’ υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης, των συναλλακτικών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος, αφού παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα εμπορεύματα, δεν απάντησε στην εξώδικη δήλωση, που της απεύθυναν για να πληρώσει την οφειλή της και εξακολούθησε να αγοράζει εμπορεύματα από αυτήν. Η ένσταση αυτή είναι μη νόμιμη, διότι η Α.Κ. 281 δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση παραβίασης του νόμου, αφού η ακυρωτέα διαταγή πληρωμής δεν καθίσταται έγκυρη, έστω και εάν η πρόταση της ακυρότητας είναι καταχρηστική (βλ. σχετ. Α.Π. 316/2020, Α.Π. 547/2019, Α.Π. 1706/2014, Α.Π. 2029/2013, Α.Π. 665/2010 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 1791/2006 Χρ.Ι.Δ. 2007, σελ. 248 και Α.Π. 349/2004 Ελλ.Δ/νη 2005, σελ. 1440). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε σιγή και χωρίς αιτιολογία την ένσταση αυτή, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), να απορριφθεί ο λόγος αυτός της έφεσης.
VΙ. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι με την εκκαλουμένη της επιβλήθηκε υπέρμετρη δικαστική δαπάνη, αντίθετα με το άρθρο 176 του Κ.Πολ.Δ., ανεξαρτήτως του ότι εάν εφάρμοζε εσφαλμένα το νόμο και εκτιμούσε σωστά τις αποδείξεις θα είχε απορρίψει την ανακοπή της εφεσίβλητης και δεν θα της επέβαλε δικαστική δαπάνη. Ο λόγος αυτός της έφεσης προβάλλεται παραδεκτά, εφόσον πλήττεται και η ουσία της υπόθεσης (Α.Π. 226/2020 και Α.Π. 207/2020 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Κατά το τελευταίο σκέλος του ο λόγος της έφεσης είναι αβάσιμος, αφού δεν έγινε δεκτός κάποιος λόγος της έφεσης και δεν εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη, ώστε το Δικαστήριο να προβεί εκ νέου στην εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων, ανάλογα με την έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, όσον αφορά το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εφόσον ηττήθηκε η εκκαλούσα – ανακόπτουσα, της επέβαλε τη δικαστική δαπάνη, με βάση το ποσό της ανακοπής. Έτσι, εφόσον δεν υπάρχει σχετική συμφωνία της ανακόπτουσας με τον δικηγόρο της (άρθρο 58 §§1, 3 του ν. 4194/2013), η δικαστική δαπάνη, επιβάλλεται υπέρ της ανακόπτουσας, κατά το άρθρο 63 §1 στοιχ. I. περ. α του ν. 4194/2013, σε ποσοστό 2% με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης (εφόσον αυτό ανέρχεται έως το ποσό των 200.000 ευρώ), πλέον 1% για τη σύνταξη των προτάσεων (68 §1 του ίδιου Κώδικα), ήτοι 112.664,86 ευρώ Χ 3% = 3.379,95 ευρώ. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που επέβαλε στην εκκαλούσα, λόγω της απόρριψης της από 17.2.2015 ανακοπής της, ως δικαστικά έξοδα το ποσό των 3.600 ευρώ, αντί αυτού των 3.379,95 ευρώ, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης.
VΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, δεχόμενο τον πρώτο λόγο της ανακοπής της εφεσίβλητης, ακύρωσε την ανα-κοπτόμενη διαταγή πληρωμής ………/2015 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί η από 15.7.2018 έφεση της καθ’ ης η ανακοπή, κατά τους σχετικούς λόγους, που αφορούν σε εσφαλμένη ακύρωση της ως άνω διαταγής πληρωμής. Αντίθετα, πρέ-πει να γίνει δεκτή (η έφεση) ως και κατ’ ουσία βάσιμη, ως προς τον λόγο, με τον οποίο η πλήττεται η διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση 2154/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, μόνο ως προς τη διάταξη αυτή και, αφού κρατηθεί το αίτημα της ανακόπτουσας για την καταβολή των δικαστικών εξόδων από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να καταδικαστεί η καθ’ ης η ανακοπή να πληρώσει στην ανακόπτουσα ως δικαστική δαπάνη (για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας), το ποσό των 3.379,95 ευρώ. Επίσης, πρέπει να καταδικαστεί η εκκαλούσα και στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, ανάλογα με την έκταση της ήττας της, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός της (άρθρα 176, 183, 191 §2 του Κ.Πολ.Δ., 58 §§1, 3, 69 §1, 68 §1 και 63 §1 περ. i. α του ν. 4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Επιπλέον, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, με κωδικό …………. (άρθρο 495 §3 εδ. ε΄ του Κ.Πολ.Δ.). Σημειωτέον ότι η διάταξη για τα δικαστικά έξοδα, με την οποία η εκκαλούσα, ως ηττηθείσα διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή τους, επειδή έγινε δεκτή η ανακοπή της εφεσίβλητης, δεν αντιφάσκει με τη διάταξη με την οποία γίνεται δεκτή η έφεσή της (εκκαλούσας), διότι, σύμφωνα με τα άρθρα 176 – 183 του Κ.Πολ.Δ., ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων, καθιερώνεται η αρχή της ήττας, η οποία ισχύει και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, με συνέπεια, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζει την αίτηση παροχής έννομης προστασίας, να λογίζεται ως ηττηθείς διάδικος, που βαρύνεται με την πληρωμή των δικαστικών εξόδων, εκείνος ως προς τον οποίο αποβαίνει δυσμενής η κατάληξη της δίκης με την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης, ανεξαρτήτως του αν άσκησε το ένδικο μέσο αυτός ή ο αντίδικός του (βλ. σχετ. Α.Π. 692/2004 Ελλ. Δ/νη 2006, σελ. 1015).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 15.7.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2018 έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 2154/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, μόνο ως προς τη διάταξή της για τα δικαστικά έξοδα.
Kρατεί και δικάζει επί του αιτήματος της ανακόπτουσας για την καταβολή των δικαστικών εξόδων.
Καταδικάζει την καθ’ ης η ανακοπή – εκκαλούσα εταιρία με την επωνυμία “. ………” στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας – εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία “……………”, τα οποία καθορίζει, για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας στο πο- σό των τριών χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και ενενήντα πέντε (3.379,95) λεπτών και για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας στο ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων πενήντα (2.250) ευρώ. Και
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε και αναφέρεται στο σκεπτικό.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 18 Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ