Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 182/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός:  182/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 29.9.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …../2020 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …../2020) έφεση της πρωτοδίκως εναγόμενης-ενάγουσας …. εν διαστάσει συζύγου …, θυγατέρας … και ……. κατά του ενάγοντος-εναγόμενου ……… και κατά της 3124/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία οικογενειακών διαφορών) που συνεκδικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων τις από 3.5.2018  (αρ. έκθ. κατάθ. ……../2018) και από 7.1.2019 (αρ. έκθ. κατάθ. ………./2019) αντίθετες αγωγές διαζυγίου των ανωτέρω, δέχθηκε την από 7.1.2019 αγωγή της ενάγουσας, απέρριψε την από 3.5.2018 αγωγή του ενάγοντος, απήγγειλε τη λύση του από 29.4.1979 θρησκευτικού γάμου των διαδίκων και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ τους, έχει ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του εφετήριου στη γραμματεία του εκδόσαντος την απόφαση Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα, εντός τριάντα ημερών κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ, καθώς από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ………/28.8.2020 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, …………. αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της εκκαλούμενης απόφασης επιδόθηκε από τον ενάγοντα-εναγόμενο στην εναγόμενη-ενάγουσα κατ’ άρθρο 130 παρ.1 ΚΠολΔ στις 28.8.2020, η δε έφεση ασκήθηκε στις 29.9.2020, μη υπολογιζομένου του μηνός Αυγούστου για την τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 518 παρ.1 ΚΠολΔ κατ’ άρθρο 147 παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της και δεδομένου ότι για το παραδεκτό του εν λόγω ένδικου μέσου δεν απαιτείται κατ’ άρθρο 495 παρ.4 του ΚΠολΔ η κατάθεση παραβόλου, καθώς πρόκειται για διαφορά του άρθρου 592 αρ.1 του ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 193 ΚΠολΔ, δεν επιτρέπεται προσβολή της αποφάσεως με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υποθέσεως. Ως ουσία της υπόθεσης κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς ασκήσεως ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, στα οποία περιλαμβάνεται κατ` άρθρο 189 παρ. 1 ΚΠολΔ και η αμοιβή του δικηγόρου, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της αποφάσεως και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υποθέσεως (ΑΠ 1688/2017, ΑΠ 1818/2014, ΑΠ 2193/2013, ΑΠ 1637/2011, ΑΠ 1356/2003 στην ΤΝΠ Νόμος) και η αποτροπή εξαναγκασμού του ανώτερου δικαστηρίου για έρευνα της ουσίας της υποθέσεως από την προσβολή και μόνο της αποφάσεως για τα έξοδα, η κρίση για την επιδίκαση των οποίων συνάπτεται με την ουσία της υποθέσεως (ΑΠ 617/2008, ΕλλΔνη 2010, σελ. 65, Μπαλογιάννη/Γεωργιάδου σε Χαρ. Απαλαγάκη ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρα 1-590, 4η έκδοση, σελ. 594). Ο περιορισμός ισχύει και όταν ο διάδικος που ηττήθηκε ως προς τα έξοδα, δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης επειδή ως προς αυτή νίκησε. Εξαίρεση υπάρχει όταν ο αντίδικος του ηττηθέντος ως προς τα έξοδα διαδίκου, προσβάλει με έφεση την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, οπότε, δικαιούται και αυτός να προσβάλει το συνεχόμενο με την ουσία κεφάλαιο της απόφασης που αφορά τα έξοδα, με άσκηση αντέφεσης (ΑΠ 1000/2005, ΕλλΔνη 2006, σελ. 107). Η παραπάνω απαγορευτική ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 207/2020, 1276/2017 στην ΤΝΠ Νόμος), στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το τακτικό ένδικο μέσο της εφέσεως (βλ. ΕφΑθ 2499/2002, ΕλλΔνη 2002, σελ. 788). Στην περίπτωση που προσβάλλεται η απόφαση μόνο για τα δικαστικά έξοδα, το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης διατάξεως για τη δικαστική δαπάνη (άρθρα 173-192 ΚΠολΔ) είναι αδιάφορο. Μπορεί λ.χ. να αναφέρεται στην αιτίαση ότι εσφαλμένως δεν συμψηφίσθηκε (ΕφΑθ 4614/1990, ΕλλΔνη 1993, σελ. 628, 629) ή συμψηφίσθηκε η δικαστική δαπάνη (ΑΠ 1331/1987, ΕΕΝ 1988, σελ. 684) [βλ. Ορφανίδη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2000, σελ. 434, παρ.3]. Ενόψει των ανωτέρω, είναι απαράδεκτη η έφεση, με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μόνο ως προς τη δικαστική δαπάνη (βλ. ΕφΘεσσαλ 1077/2007, Αρμ 2008, σελ. 450, Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, 2η έκδοση, 2018, σελ. 318, Ορφανίδης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.π. σελ. 433, παρ.1).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι νυν διάδικοι, όπως προεκτέθηκε, είχαν ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δύο αντίθετες αγωγές διαζυγίου και ο μεν ενάγων στην από 3.5.2018 αγωγή ζητούσε να λυθεί ο γάμος του με την εναγόμενη επειδή βρίσκονταν σε διάσταση συνεχώς για χρονικό διάστημα άνω των δύο ετών, γεγονός από το οποίο τεκμαίρεται αμάχητα ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης τους, άλλως επειδή οι μεταξύ τους σχέσεις είχαν κλονιστεί τόσο ισχυρά από λόγους που αφορούσαν στο πρόσωπο της εναγόμενης, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ίδιο, η δε ενάγουσα στην από 7.1.2019 αγωγή της ζητούσε να λυθεί ο γάμος της με τον εναγόμενο επειδή οι μεταξύ τους σχέσεις είχαν κλονιστεί τόσο ισχυρά από λόγους που αφορούσαν στο πρόσωπο του εναγόμενου, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη γι’ αυτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε στην ουσία της την αγωγή του νυν εφεσίβλητου και ως προς τις δύο βάσεις της και δέχθηκε κατ’ ουσίαν την αγωγή της νυν εκκαλούσας, απήγγειλε τη λύση του γάμου των διαδίκων, ακολούθως δε συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ τους λόγω της συζυγικής τους σχέσης κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ. Με την υπό κρίση έφεσή της η εκκαλούσα παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καίτοι έκανε δεκτή καθ’ ολοκληρίαν την αγωγή της, αφενός μεν συμψήφισε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ αυτής και του νυν εφεσίβλητου, αφετέρου δε κατέλειπε παντελώς άκριτο το αίτημά της για καταδίκη του αντιδίκου της στην αμοιβή του πληρεξουσίου της δικηγόρου, καίτοι στη σχετική δίκη την έσυρε ο νυν εφεσίβλητος και η ίδια, όντας νοικοκυρά και αντιμετωπίζοντας σοβαρό πρόβλημα υγείας, με μοναδικό εισόδημα ένα μηνιαίο προνοιακό επίδομα ύψους 315 ευρώ, δεν είχε χρήματα για την παραπάνω δίκη και αναγκάσθηκε να δανεισθεί από τρίτους. Ζητεί, λοιπόν, να εξαφανισθεί, άλλως μεταρρυθμισθεί η 3124/2019 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά το μέρος που εκκαλείται, προκειμένου να γίνει δεκτή καθ’ όλο το περιεχόμενο κι αιτητικό της η πιο πάνω αγωγή της και να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος στην εν γένει δικαστική της δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας και στην αμοιβή της πληρεξούσιας δικηγόρου της.

Με το παραπάνω περιεχόμενο η υπό κρίση έφεση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη κατ’ άρθρο 193 ΚΠολΔ κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, αφού πλήττει την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μόνο ως προς τα δικαστικά έξοδα και δεν περιλαμβάνει κεφάλαιο για την ουσία της υπόθεσης. Σημειωτέον δε ότι μη νόμιμα επιχειρείται στο δικόγραφο της έφεσης να υποστηριχθεί ότι το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων δεν περιλαμβάνει και την αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας και ότι το σχετικό αίτημα παρέμεινε αδίκαστο από την εκκαλούμενη απόφαση, καθώς ρητά προβλέπεται στο άρθρο 189 παρ.1 στοιχ. γ’ του ΚΠολΔ ότι στα δικαστικά έξοδα περιλαμβάνεται και η αμοιβή των δικηγόρων, οπότε αποφαινόμενο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους, συμπεριέλαβε στον συμψηφισμό και την απαίτηση της ενάγουσας κατά του εναγόμενου για την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της. Απορριφθείσας της εφέσεως, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, κατά το διατακτικό, να συμψηφισθούν μεταξύ τους κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ, λόγω της συζυγικής σχέσης τους, καθώς ο γάμος  τους δεν έχει λυθεί ακόμη αμετάκλητα, χωρίς να ενδιαφέρει η προσωπικού ή περιουσιακού χαρακτήρα φύση της ένδικης διαφοράς (βλ. Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, ό.π., άρθρο 179, σελ. 309).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ τους.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 23.3.2021.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ