Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 183/2021

Περίληψη

Ευθύνη ασφαλιστικού πράκτορα ως προς τα εισπραχθέντα από αυτόν ασφάλιστρα και μην αποδοθέντα στην ασφαλιστική εταιρία βάσει της μεταξύ τους σύμβασης. Συρροή ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης. Δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση κατά προσώπου που συμπλήρωσε το 65ο έτος της ηλικίας του.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   183/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 2377/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως οι διατάξεις της ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το ν.4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1η-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), όπως εν προκειμένω, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε επικαλούνται οι διάδικοι, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και, από την έκδοσή της μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ). Έχει καταβληθεί δε, από τον εκκαλούντα, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 1569/1985 «περί διαμεσολαβήσεως στις συμβάσεις ασφαλίσεως κλπ.», όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2496/1997 «περί ασφαλιστικής συμβάσεως, τροποποιήσεων της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλων διατάξεων», «Διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, οι συντελεστές ασφαλιστικών συμβούλων, καθώς και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι». Σύμφωνα δε, με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά τη δημοσίευση του ν. 2496/1997, «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων.Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση, ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και στην ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορική σύμβαση). Αντίγραφο της σύμβασης πρακτορείας, υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Ανάπτυξης». Με τη διάταξη δε, της παρ. 1 του άρθρου 2.του π.δ. 298/1986 «περί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ασφαλιστικών πρακτόρων κλπ.» καθορίζεται το ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο της σύμβασης πρακτόρευσης και επί πλέον ορίζεται ότι αυτή, που δεν εκπληρώνει τις παραπάνω προϋποθέσεις, είναι άκυρη, διότι η σύμβαση πρακτόρευσης υποβάλλεται εντός μηνός από την κατάρτιση της στο Υπουργείο Ανάπτυξης και στην, κατά τόπο, αρμόδια Επιτροπή Πρακτόρων αντίστοιχα, ενώ με το άρθρο 3 του ιδίου ως άνω π.δ. ορίζεται «Ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, τα ασφάλιστρα δε που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη και ο ίδιος ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας (Εφ.Αθ. 1932/2011,Εφ.Αθ.189/2009,Εφ.Αθ.313/2005 ΤΝΠ Νόμος). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι, η σύμβαση ασφαλιστικής πρακτόρευσης πρέπει, με ποινή ακυρότητας (άρθρα 158,159 παρ. 1,174,180 ΑΚ), να υποβάλλεται στον έγγραφο τύπο, ο οποίος εκ του νόμου καθιερώνεται ως συστατικός τύπος της σύμβασης ασφαλιστικής πρακτόρευσης (Εφ.Αθ. 1932/2011, ο.π, Εφ.Αθ. 5712/2006 ΤΝΠ Νόμος).

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυασμένη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, και δ) πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη, ιδιαίτερα, σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, που επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προστασίας, προς αποφυγή της ζημίας (ΑΠ 5/2001 ΤΝΠ Νόμος). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 914 και 330 ΑΚ και 15 ΠΚ συνάγεται ότι, παράνομη είναι κάθε προσβολή στα δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου που προστατεύονται από το νόμο. Μόνη η αθέτηση προϋφισταμένης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι όμως δυνατόν, μια υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία όταν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος, κάτι το οποίο επομένως όφειλε αυτός να σεβαστεί, χωρίς να απαιτείται προς τούτο άλλο στοιχείο (Ολ.ΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 1177/2018, AΠ 1123/2006, ΑΠ 1120/2005, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1801/2001 ΕλλΔνη 43.1350, Εφ.Αθ.662/2018, Εφ.θεσ. 1395/2007 ΤΝΠ Νόμος). Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει τη σχετική αξίωσή του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε παράλληλα (επιβοηθητικά) και στις δύο, οπότε η ικανοποίηση της μίας από αυτές έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση και των λοιπών, εκτός εάν με αυτές ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης από την αδικοπραξία (άρθρα 299, 932 ΑΚ), οπότε σώζονται μόνον ως προς αυτό (ΑΠ 910/2001, Εφ.Πειρ. 117/2013, ΤΝΠ Νόμος, Εφ.Ιωανν. 495/2007 Αρμ 2008.685, Εφ.Αθ.520/2002, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 2 ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτούνται: α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, όπως και λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, (άρθρο 719 ΑΚ) και να ήταν κατά το χρόνο της πράξης στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ) δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση απόδοσής του στον ιδιοκτήτη, δηλαδή με οποιαδήποτε ενέργεια του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσία του [ΑΠ (Ποιν.) 601/2004 ΤΝΠ Νόμος, Εφ.Αθ.1932/2011 ο.π]. Τέλος, κατά το άρθρο 904 εδ. α` του ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, ενώ κατά το εδ. β` της ίδιας διάταξης περ. α` η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης, δηλαδή εκείνης που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος από το λήπτη και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας, και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, από άποψη ουσιαστικού δικαίου είναι επιβοηθητική, ασκούμενη όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αξιώσεως από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν δύναται να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας (ΑΠ 28/2010, ΑΠ 16/2008 ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, εάν η αγωγή στηρίζεται ως προς τη σωρευόμενη ακόμα και επικουρικά βάση, από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη ως προς την αγωγική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό γιατί αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές, όχι όμως να προσφύγει έστω και επικουρικά στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 493/2010, ΑΠ 2019/2007 ΤΝΠ Νόμος, Εφ.Αθ.1932/2011ο.π).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, τελούσα υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, όπως εκπροσωπείται από τον εκκαθαριστή της, εξέθετε στην ως άνω υπό στοιχείο (α) από 12-9-2012 και με αριθμό κατάθεσης ……./2012 αγωγή της, κατ΄ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, κατήρτισε εγγράφως με τον εναγόμενο, την από 23-1-1998 σύμβαση ασφαλιστικής πρακτόρευσης, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος ανέλαβε την,έναντι προμήθειας, διαμεσολάβηση μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρίας και τρίτων για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων στην Ελληνική Επικράτεια, κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που εκτίθενται σε αυτήν. Ότι, στα καθήκοντα του εναγόμενου περιλαμβανόταν και η έγκαιρη είσπραξη ασφαλίστρων των ασφαλιστηρίων παραγωγής της, για τα οποία ευθυνόταν ως θεματοφύλακας και τα οποία υποχρεούτο να αποδίδει στην ασφαλιστική εταιρία εντός ορισμένου χρόνου, που αναφέρεται στην εν λόγω σύμβαση. Ότι ο εναγόμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2007 έως 31-12-2007, εισέπραξε τα λεπτομερώς επιμέρους αναφερόμενα στην αγωγή ασφάλιστρα συνολικού ύψους 134.777,76 ευρώ, που ανήκουν στην ενάγουσα και τα οποία μη αποδίδοντας τα σε αυτήν, εντός της συμφωνημένης προθεσμίας, αλλά παρακρατώντας τα παράνομα, διέπραξε το αδίκημα της υπεξαίρεσης, ζημιώνοντάς την έτσι κατά το ως άνω ποσό. Ότι, με την από 6-5-2008 έγγραφη καταγγελία σύμβασης και με εξώδικη πρόσκλησή της, που κοινοποίησε στον εναγόμενο, η ενάγουσα κατήγγειλε την μεταξύ τους σύμβαση και τον προσκάλεσε να της καταβάλει το οφειλόμενο ποσό, πράγμα, όμως, που αυτός δεν έπραξε, ενώ, σε κάθε περίπτωση, όφειλε να της αποδώσει το παραπάνω ποσό από τις 21-9-2009, οπότε και ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας της και τέθηκε σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Ζητούσε δε ακολούθως η ενάγουσα, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 134.777,76 ευρώ, κατά τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής αλλά και αδικοπρακτικής ευθύνης, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από 30-10-2009, σύμφωνα με τον όρο 7 της σύμβασης, άλλως από την επομένη ημέρα της κοινοποίησης στον εναγόμενο της από 6-5-2008 έγγραφης καταγγελίας σύμβασης ασφαλιστικού πράκτορα, ήτοι από τις 9-5-2008, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς επίσης να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα σε βάρος του εναγόμενου.

Ακόμη, με την ως άνω υπό στοιχείο (β), από 8-11-2012 και με αριθμό κατάθεσης ……/2012 αγωγή της, η ενάγουσα της πρώτης (υπό στοιχείο α) παραπάνω αγωγής, αναφερόμενη σε αυτήν, το κείμενο της οποίας ενσωματώνει αυτούσια στο δικόγραφό της (β αγωγής), ζητούσε να διαταχθεί η προσωπική κράτηση του εναγόμενου διάρκειας έως 12 μηνών, λόγω της αδικοπραξίας του, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί επί της πρώτης αγωγής.

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, συνεκδικάζοντας τις ανωτέρω αγωγές κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την υπ΄αρ. 2377/2016 οριστική απόφασή του (εκκαλουμένη), με την οποία έκρινε ορισμένες και νόμιμες τις αγωγές αυτές, πλην της επικουρικής βάσης της πρώτης (υπό στοιχείο α) αγωγής, την επιχειρούμενη να στηριχθεί στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, την οποία απέρριψε ως μη νόμιμη (ως προς το κεφάλαιό της δε αυτό, δεν πλήττεται η εκκαλουμένη) καθώς, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, θεμελιώνεται στα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά με την κύρια βάση της αγωγής από τη σύμβαση και την αδικοπραξία. Εν συνεχεία δε, έκανε δεκτές και ως ουσιαστικά βάσιμες, τόσο την πρώτη (α) όσο και τη δεύτερη (β) αγωγή η οποία συνέχεται με την κύρια δίκη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 134.777,76 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της 30ης-10-2009 μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 40.000 ευρώ, απήγγειλε, εις βάρος του εναγόμενου, προσωπική κράτηση ενός μηνός, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και επέβαλε επίσης εις βάρος του εναγόμενου, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, ποσού 4.100 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν (εκκαλουμένη).

Κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο εναγόμενος – εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, πλην του ως άνω ήδη απαντηθέντος, και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθούν οι αγωγές της αντιδίκου του.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι, η πρώτη (υπό στοιχείο α) αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη. Ο λόγος αυτός, όμως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, η ως άνω αγωγή περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία. Παρατίθενται δε σε αυτήν αναλυτικά τα φερόμενα ως οφειλόμενα από τον εναγόμενο ποσά των ασφαλίστρων, όπως και οι καταβολές εκ μέρους του, τα ποσά των οποίων αφαιρούνται από το αιτούμενο συνολικό ποσό.

Περαιτέρω, από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ήτοι της μάρτυρα της ενάγουσας ………., και του μάρτυρα του εναγόμενου ……….., που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων, που νοµίµως προσκοµίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η ενάγουσα, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «……….» δραστηριοποιείτο στο χώρο των ασφαλιστικών εργασιών, έχει τεθεί δε ήδη σε ασφαλιστική εκκαθάριση από τις 21-9-2009, με βάση τις οικείες διατάξεις του ν.δ 400/1970 και δυνάμει της υπ΄αρ. 156/2009 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α), που δημοσιεύθηκε νόμιμα,με την οποία ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας της. Κατά το χρόνο που η ενάγουσα εταιρία βρισκόταν σε παραγωγική λειτουργία, δυνάμει της από 23-1-1998 έγγραφης σύμβασης ασφαλιστικής πρακτόρευσης, που συνήφθη στον Πειραιά μεταξύ αυτής και του εναγόμενου, ανατέθηκε στον τελευταίο από την ενάγουσα η εντολή για τη διαμεσολάβηση μεταξύ αυτής και του κοινού, με σκοπό τη σύναψη ασφαλιστηρίων συμβολαίων για όλους τους κλάδου ςασφαλίσεων στην Ελληνική Επικράτεια. Πιο συγκεκριμένα, ο εναγόμενος, ανέλαβε την υποχρέωση να παραλαμβάνει τις αιτήσεις (προτάσεις), να προσυπογράφει τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, καθώς και να εισπράττει τα ασφάλιστρα παραγωγής του από τους ασφαλισμένους, τα οποία λογίζονταν ως παρακαταθήκη, ευθυνόμενος ο ίδιος, απέναντι στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία ως θεματοφύλακας (άρθρο 6 της παραπάνω σύμβασης). Ακολούθως, ο εναγόμενος ασφαλιστικός πράκτορας υποχρεούταν να αποδίδει στην ασφαλιστική εταιρία κάθε εισπραττόμενο ασφάλιστρο και να καταβάλει το σύνολο των μικτών ασφαλίστρων του μήνα χρέωσης με την έκδοση προσωπικής επιταγής εντός 15 ημερών από το τέλος του μήνα χρέωσης και με ημερομηνία εμφάνισης το αργότερο τριών μηνών από το τέλος του μήνα χρέωσης, αφού προηγουμένως αφαιρέσει τις προμήθειες που αναλογούσαν στα αποδιδόμενα ασφάλιστρα (άρθρα 7 και 18 της σύμβασης). Επίσης, συμφωνήθηκε, ότι ο εναγόμενος έχει υποχρέωση, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα,να διατυπώνει εγγράφως τις αντιρρήσεις του σχετικά με τις εγγραφές που περιλαμβάνονται στα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα της εταιρίας (άρθρο 20 της σύμβασης). Πέραν των ανωτέρω, η μη άμεση απόδοση των ασφαλίστρων κατά τους όρους 7 της σύμβασης κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, συνιστούσε σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης, εκ μέρους της ενάγουσας. Ακόμη, σύμφωνα πάντα με τους όρους της σύμβασης, ο εναγόμενος υποχρεούνταν να αποστέλλει στην ασφαλιστική εταιρία για ακύρωση, μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία παραλαβής τους, τα ασφαλιστήρια που δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά, των οποίων τα ασφάλιστρα δεν είχαν εισπραχθεί συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και επιστολή του ιδίου, με την οποία να βεβαιώνει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων. Σε περίπτωση μη αποστολής των ως άνω ασφαλιστήριων εγγράφων εμπροθέσμως, τα ασφάλιστρα θα λογίζονταν εισπραχθέντα και θα έπρεπε (ο εναγόμενος) να τα αποδώσει,όπως ορίζονταν στον υπ’ αρ. 9 όρο της σύμβασης. Η αμοιβή του εναγόμενου (προμήθεια) για τις υπηρεσίες του, ορίσθηκε σε ποσοστά επί των καθαρών ασφαλίστρων, τα οποία θα εισπράττονταν πραγματικά και θα αφορούσαν συμβάσεις που έγιναν με τη διαμεσολάβηση του εναγόμενου, βάσει του συνημμένου στη σύμβαση πίνακα προμηθειών,που αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της τελευταίας. Εκτός δε της προμήθειας αυτής, η ασφαλιστική εταιρία δεν υποχρεούταν σε καμία άλλη παροχή προς τον πράκτορα (άρθρα 18 και 23 της σύμβασης). Η διάρκειας της σύμβασης ορίσθηκε αορίστου χρόνου, η δε λύση της θα επερχόταν: α) υποχρεωτικά έπειτα από καταγγελία, στην περίπτωση των άρθρων 13 και 14 του ν. 1569/1985, β) σε περίπτωση καταγγελίας από κάθε συμβαλλόμενο μέρος, μετά από προειδοποίηση δυο μηνών. Ακόμη, ορίσθηκε ότι, η ασφαλιστική εταιρεία είχε το δικαίωμα, επικαλούμενη σοβαρό λόγο, όπως π.χ. παράβαση από τον πράκτορα οποιουδήποτε όρου της σύμβασης, να λύνει τη σύμβαση αμέσως με καταγγελία. Στην περίπτωση αυτή, κάθε ποσό, οφειλόμενο από τον ασφαλιστικό πράκτορα προς την εταιρία, θα καθίστατο αμέσως με την καταγγελία ληξιπρόθεσμο και απαιτητό (άρθρο 21 της σύμβασης). Η μεταξύ των διαδίκων ως άνω σύμβαση πρακτόρευσης, λειτούργησε από την ημερομηνία σύναψής της μέχρι την 8-5-2008, οπότε και η ενάγουσα κατήγγειλε τη σύμβαση, δυνάμει της από 6-5-2008 εξώδικης καταγγελίας της, που επέδωσε στον εναγόμενο κατά την παραπάνω ημερομηνία (8-2-2008), όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……/8-5-2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….. Ως λόγο της καταγγελίας της, η ενάγουσα επικαλέστηκε σε αυτήν, παραβίαση ουσιωδών όρων της σύμβασης και ειδικότερα τη μη καταβολή ασφαλίστρων, που εισέπραξε ο εναγόμενος για λογαριασμό της, ύψους 140.588,92 ευρώ και τον προσκάλεσε, εντός προθεσμίας δυο εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση της καταγγελίας, να της καταβάλει το προαναφερόμενο ποσό και να της επιστρέψει όλο το έντυπο υλικό που βρισκόταν στα χέρια του (σήματα, συμβόλαια ασφάλισης και κάθε είδους προτάσεις ασφάλισης). Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι το χρεωστικό υπόλοιπο του εναγόμενου προς την ενάγουσα, το οποίο αφορούσε το χρονικό διάστημα από 1-6-2007 έως 31-12-2007, αφαιρουμένων των προμηθειών  που αυτός δικαιούτο καθώς και των ασφαλίστρων, που αντιστοιχούσαν στα ακυρωθέντα συμβόλαια, ανέρχεται στο ποσό των 134.777,76 ευρώ, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα μεριδολόγιο παραγωγής ασφαλίστρων του εναγόμενου, στο οποίο αναγράφονται τα στοιχεία ασφαλισμένων, οι ημερομηνίες έκδοσης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και των πρόσθετων πράξεων, η έναρξη ισχύος των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, τα καθαρά και ολικά ασφάλιστρα, οι προμήθειες του εναγόμενου αλλά και τα ποσά των τυχόν ακυρωθέντων συμβολαίων. Το ποσό αυτό προέκυψε ότι ο εναγόμενος, παρόλο που το έχει εισπράξει, δεν το έχει αποδώσει, ως όφειλε, στην ενάγουσα εταιρία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ως άνω μεταξύ τους σύμβαση, παρακρατώντας το αντισυμβατικά αλλά και παράνομα, προκαλώντας έτσι σε αυτήν (ενάγουσα) αντίστοιχη περιουσιακή ζημία. Το παραπάνω γεγονός αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα όπως προαναφέρθηκε, μεριδολόγιο παραγωγής ασφαλίστρων του εναγόμενου, όπου αναλυτικά αποτυπώνονται τα οφειλόμενα εκ μέρους του τελευταίου ασφάλιστρα από το πραγματοποιηθέντα από αυτόν, ως ασφαλιστικού πράκτορα της ενάγουσας και μη ακυρωθέντα, ασφαλιστήρια συμβόλαια, αφαιρουμένων προμηθειών που δικαιούταν, αλλά και των καταβολών στις οποίες προέβαινε έναντι των οφειλομένων, καθώς και από την ανάλυση του σχετικού λογαριασμού του. Εξάλλου, ο εναγόμενος ουδέποτε διατύπωσε έγγραφες αντιρρήσεις σχετικά με τις εγγραφές, που περιλαμβάνονταν στα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα της εταιρίας, όπως προβλεπόταν από το προαναφερθέν άρθρο της σύμβασης, ενώ δεν διαμαρτυρήθηκε, τουλάχιστον εγγράφως, για το ύψος του οφειλόμενου από αυτόν ποσού, ούτε όταν του κοινοποιήθηκε από την ενάγουσα η ανωτέρω καταγγελία της σύμβασής του. Ο εναγόμενος πρόβαλε πρωτοδίκως ισχυρισμό – ένσταση περί εξόφλησης της ένδικης απαίτησης, (όπως ορθά εκτιμήθηκε ως τέτοια από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) υποστηρίζοντας ότι, ο ίδιος ή μέσω συγγενικών του προσώπων, κατέβαλλε, σε τακτά χρονικά διαστήματα, ποσά στην ενάγουσα εταιρία, συνολικού ύψους περ.100.000 ευρώ,τα οποία ελάμβαναν οι λογιστές της, χωρίς να του χορηγούν απόδειξη, αλλά σημειώνοντας τα ποσά αυτά με μολύβι πάνω στα σώματα των επιταγών, που είχε παραδώσει στην εταιρία. Παραπονείται δε ο (εναγόμενος) με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, αλλά και με τον πέμπτο, έκτο και όγδοο λόγο αυτής, ότι η εκκαλουμένη, χωρίς επαρκή αιτιολογία και εκτιμώντας κακώς τα αποδεικτικά στοιχεία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στους ως άνω λόγους, εσφαλμένα απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό του. Οι λόγοι, ωστόσο, αυτοί της έφεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, ο ως άνω ισχυρισμός -ένσταση (μερικής) εξόφλησης του εναγόμενου είναι πρωτίστως απορριπτέος ως αόριστος, καθώς δεν περιλαμβάνει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, όπως απαιτείται από το άρθρο 262 παρ.1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 416 ΑΚ και συγκεκριμένα δεν εξειδικεύονται, τουλάχιστον επαρκώς, τα συγκεκριμένα επιμέρους καταβληθέντα ποσά, ούτε ο χρόνος καταβολής κάθε ένα εξ αυτών, όπως απαιτείται για το ορισμένο της εν λόγω ένστασης (ΑΠ 123/2020, Εφ.Αθ.(Μον). 1160/2019 ΤΝΠ Νόμος). Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Σε κάθε δε περίπτωση, ο ισχυρισμός αυτός του εναγόμενου περί εξόφλησης, τυγχάνει αναπόδεικτος, αφού δεν προσκομίζει καμία σχετική απόδειξη καταβολής, ούτε καν ένα πρόχειρο σημείωμα με τις καταβολές στις οποίες προέβαινε. Μόνη η κατάθεση του μάρτυρα -γιού του, ότι καταβαλλόταν,έναντι της επίδικης οφειλής, από συγγενικά πρόσωπα του εναγόμενου,για λογαριασμό του, κάθε περίπου 10 ημέρες, 5.000 – 7.000 ευρώ κατά μέσο όρο, στους υπαλλήλους του λογιστηρίου της ενάγουσας,δεν κρίνεται πειστικός, καθώς δεν συνάδει με την κοινή λογική ούτε με τα συναλλακτικά ήθη, ο εναγόμενος να καταβάλει επανειλημμένως χρηματικά ποσά, έναντι της εν λόγω οφειλής, χωρίς να ζητεί να του χορηγηθούν, είτε σε αυτόν είτε στα συγγενικά του πρόσωπα, που ενεργούσαν για λογαριασμό του, σχετικές αποδείξεις, ούτε καν ανεπίσημες, δεδομένου μάλιστα ότι, ήταν έμπειρος στις συναλλαγές και ασκούσε το επάγγελμα του ασφαλιστικού πράκτορα επί σειρά ετών. Το πρόβλημα δε υγείας που αντιμετώπισε (ο εναγόμενος) κατά τα έτη 2007-2008, (μαλπιγιακό καρκίνωμα επιγλωττίδας), δεν αναιρεί τα παραπάνω, ούτε μπορεί να δικαιολογήσει τη μη αναζήτηση εκ μέρους του αποδείξεων, αν πράγματι κατέβαλε τα επικαλούμενα από αυτόν ποσά στην ενάγουσα. Άλλωστε, η τελευταία,ως ανώνυμη εταιρία,τηρούσε λογιστικά βιβλία για τις οικονομικές συναλλαγές της. Περαιτέρω, όπως αναφέρει η μάρτυρας της ενάγουσας εταιρίας, η οποία έχει ιδίαν αντίληψη όσων καταθέτει, καθώς εργαζόταν στο λογιστήριο αυτής και ήδη συμμετέχει στην εκκαθάρισή της, ο εναγόμενος κατέβαλε μετρητά μόνο για να εξοφλήσει συγκεκριμένα συμβόλαια, πέραν των οφειλομένων στον κανονικό λογαριασμό του, ακριβώς διότι, λόγω της επίδικης οφειλής του και της μη εξόφλησης των εκδοθεισών από αυτόν επιταγών, δεν του χορηγούσαν πλέον νέα συμβόλαια αν δεν κατέβαλε μετρητά. Ο εναγόμενος προσκομίζει παραδεκτά για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ), πέντε επιταγές, όπου φαίνονται σημειωμένα ποσά με μολύβι πάνω στο σώμα τους. Οι επιταγές,όμως, αυτές δεν αφορούν το επίμαχο χρέος του, ούτε μνημονεύονται στον αναλυτικό λογαριασμό που παραθέτει η ενάγουσα στην αγωγή της. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι εν λόγω επιταγές βρίσκονται στα χέρια του εναγόμενου, περισσότερο ενισχύει τον ισχυρισμό της ενάγουσας, τον οποίο επιβεβαιώνει η ως άνω μάρτυρας, ότι δηλ.όταν εξοφλούνταν, έστω τμηματικά, τα ποσά των επιταγών, οι τελευταίες παραδίνονταν στον εναγόμενο, ενώ δεν του έχουν παραδοθεί οι μη εξοφληθείσες, απορριπτομένου του ισχυρισμού του εναγόμενου ότι με τον τρόπο αυτό -ήτοι της σημείωσης πάνω στο σώμα των επιταγών από τους λογιστές της ενάγουσας, των ποσών που κατέβαλλε- έχουν εξοφληθεί όλα τα ασφάλιστρα, τον οποίο προβάλει με τον σχετικό τέταρτο λόγο της έφεσης, ως αβάσιμου.Το Δικαστήριο τούτο δε, όπως και το πρωτοβάθμιο, κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί λογιστική πραγματογνωμοσύνη, όπως ζητούσε ο εναγόμενος πρωτοδίκως, αίτημα που επαναφέρει με το δεύτερο αλλά και τον πέμπτο λόγο της έφεσής του, καθώς, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία επαρκούν για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα για το οποίο αιτείται την πραγματογνωμοσύνη ο εναγόμενος, και ειδικότερα να διερευνηθούν οι επικαλούμενες καταβολές από αυτόν, που αναγράφονταν με μολύβι στις επιταγές, εκτός του ότι τίθεται ασαφώς, αφού δεν αναφέρει ποιες συγκριμένα είναι οι επιταγές αυτές, δεν απαιτεί ειδικές γνώσεις επιστήμης. Ακόμη, ο εναγόμενος -εκκαλών παραπονείται στον έβδομο λόγο της έφεσης του ότι, η εκκαλουμένη δεν απάντησε στην προβληθείσα από αυτόν, για την περίπτωση που δεν απορριφθεί η αγωγή, ένσταση συμψηφισμού με την επίδικη αξίωση, του κατατεθειμένου στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο Εγγυητηρίου συμβολαίου ύψους 120.000 ευρώ, το οποίο εξέδωσε η ενάγουσα εταιρία. Σχετικά με το λόγο αυτό της έφεσης, λεκτέα είναι τα εξής: Ο εναγόμενος αναφέρεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο κάλυψης αστικής ευθύνης ασφαλιστικού διαμεσολαβητή. Πιο συγκεκριμένα, κάθε ενδιαφερόμενος που ασκεί το επάγγελμα του ασφαλιστικού συμβούλου, συντονιστή, πράκτορα, μεσίτη, οφείλει, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το π.δ 190/2006, για την εγγραφή του στο οικείο επαγγελματικό επιμελητήριο, να φέρει ασφάλιση αστικής ευθύνης ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, η οποία καλύπτει καλύπτει τον κίνδυνο έναντι της αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου διαμεσολαβητή που αφορά απαιτήσεις τρίτων προς αποζημίωσή τους, εξαιτίας πράξεων και παραλείψεων του διαμεσολαβητή, κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, που οφείλονται σε αμέλειά του. Με βάση τα παραπάνω, η εν λόγω ασφαλιστική κάλυψη  αφορά στη τυχόν ζημία σε τρίτο, που προήλθε από αμέλεια του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή στα πλαίσια της άσκησης των επαγγελματικών καθηκόντων του και δεν περιλαμβάνει τη ζημία, που υπέστη η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, της οποίας ο εναγόμενος ήταν πράκτορας, από την παράνομη με πρόθεση (δόλο) εκ μέρους του ιδιοποίηση των ως άνω οφειλόμενων ποσών των ασφαλίστρων που εισέπραττε αυτός από τρίτους. Οπότε η ένδικη απαίτηση δεν είναι δεκτική συμψηφισμού με το παραπάνω ποσό του ασφαλιστήριου συμβολαίου, μη συντρεχουσών των προϋποθέσεων του άρθρου440 ΑΚ, και σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 450 ΑΚ, δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά απαίτησης, η οποία προέρχεται από αδίκημα που διαπράχθηκε με δόλο. Επομένως κι αυτός ο λόγος της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.Πρέπει, συνεπώς, με βάση τα προεκτεθέντα, να γίνει δεκτή η πρώτη ως άνω αγωγή, (από 12-9-2012 και με αρ. κατάθεσης …/2012), όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλουμένη, έστω με μερικώς διαφορετική και λιγότερο εκτενή αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά συμπληρώνει (534ΚΠολΔ). Εξάλλου, απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, τυγχάνει ο ένατος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εναγόμενος -εκκαλών παραπονείται ότι κακώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κήρυξε την εκκαλουμένη απόφαση εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή  (ήτοι για το ποσό των 40.000 ευρώ), καθώς, με την παρούσα απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία είναι τελεσίδικη, παράγεται εκτελεστότητα (άρθρο 904 παρ.2 εδ.α ΚΠολΔ). Με τον ενδέκατο και τελευταίο λόγο της έφεσής του, ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι, μη ορθώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επέβαλε τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του, ενώ θα έπρεπε να τα συμψηφίσει μεταξύ των διαδίκων λόγω της εύλογης αμφιβολίας ως προς την έκβαση της δίκης. Ο λόγος, όμως, αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης, δεν προβλέπεται πλέον από τη διάταξη 179 του ΚΠολΔ, ούτε από κάποια άλλη διάταξη αυτού, ως λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων.

Σχετικά, όμως,με τη δεύτερη αγωγή(από 8-11-2012 και με αριθμό κατάθεσης ……/2012), με την οποία ζητείται να επιβληθεί προσωπική κράτηση του εναγόμενου, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του, όπως αυτή (συμπεριφορά) αναφέρεται στην πρώτη (κύρια) αγωγή, από το αντίγραφο της αστυνομικής ταυτότητας του εναγόμενου (με αρ. ………../2-8-2007 Α.Τ Περάματος), που αυτός προσκομίζει, προκύπτει ότι είναι γεννηθείς στις 12-4-1947, δηλ. κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (8-1-2016), είχε ήδη συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του. Επομένως, εφόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1048 εδ.γ του ΚΠολΔ, όπου ορίζεται ότι προσωπική κράτηση δεν διατάσσεται κατά προσώπων που συμπλήρωσαν το 65ο έτος της ηλικίας τους, κακώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απήγγειλε εις βάρος του προσωπική κράτηση διάρκειας ενός μηνός, οπότε ως προς το σημείο αυτό έσφαλε και πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά το βάσιμο περί τούτου σχετικό (δέκατο) λόγο της ένδικης έφεσης.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, ήτοι μόνο ως προς την  παραδοχή της δεύτερης (υπό στοιχείο β) αγωγής και της απαγγελίας εις βάρος του εναγόμενου προσωπικής κράτησης, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη και κατ΄ ουσία μόνο ως προς το σημείο αυτό,  και να απορριφθεί ως κατ΄ ουσία αβάσιμη (η έφεση) κατά τα λοιπά. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση μόνο ως προς το παραπάνω μέρος της κι αφού κρατηθεί δε η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ουσία, πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, να απορριφθεί η υπό στοιχείο β αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Όσον αφορά δε στη δικαστική δαπάνη, κατά το μέρος που απορρίφθηκε η κρινόμενη έφεση, θα επιβληθούν για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, εις βάρος του εκκαλούντος, ενώ κατά το μέρος που έγινε δεκτή η έφεση, θα επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου -εκκαλούντος  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας εις βάρος της εφεσίβλητης -ενάγουσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως προσδιορίζονται, αντίστοιχα, στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, θα διαταχθεί η απόδοση στον εκκαλούντα του, κατατεθέντος από αυτόν, παραβόλου της έφεσης (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε), κατά τα ειδικότερα, επίσης, οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά αυτήν.

Δέχεται την έφεση κατ΄ουσία, ως προς το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας και παρακάτω.

Απορρίπτει αυτήν (έφεση) κατά τα λοιπά κατ΄ ουσία.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 2377/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτής που έκανε δεκτή την υπό στοιχείο β, ως άνω αγωγή (από 8-11-2012 και με αριθμό κατάθεσης …./2012) και απήγγειλε προσωπική κράτηση του εναγόμενου.

Κρατεί την αγωγή αυτή (από 8-11-2012 και με αριθμό κατάθεσης ……/2012) .

Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Απορρίπτει την ανωτέρω αγωγή.

Επιβάλλειεις βάρος του εναγόμενου – εκκαλούντος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας -εφεσίβλητης, ως προς το μέρος που απορρίφθηκε η έφεση, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Επιβάλλει εις βάρος της ενάγουσας – εφεσίβλητης, τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου – εκκαλούντος, ως προς το μέρος που έγινε δεκτή η έφεση, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει την απόδοση του  παραβόλου της έφεσης (e-παράβολο με κωδικό αριθμό ………./2017) ποσού 100 ευρώ, στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του στις 23  Μαρτίου 2021, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

  Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                H  ΓPAMMATEAΣ