ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Περίληψη
Εργαζόμενη σε ΟΤΑ με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ΙΔΑΧ), αναγνώριση ακυρότητας καταγγελίας κατόπιν απόφασης πειθαρχικού συμβουλίου που διέταξε την οριστική της παύση για τέλεση πειθαρχικών αδικημάτων.- επιδίκαση μισθών υπερημερίας -υποχρέωση Δήμου να την απασχολει. Δικαιοδοσία πολιτικών Δικαστηρίων, παρεμπίπτων έλεγχος νομιμότητας της απόφασης του Πειθαρχικού συμβουλίου, λόγοι ακυρότητας : έλλειψη ακροάσεως, παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, παραγραφή πειθαρχικών αδικημάτων, μη εφαρμογή ευνοϊκότερων διατάξεων, εσφαλμένης ερμηνείας κι εφαρμογής του νόμου και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Εκκαλεί απόφαση, απορρίπτει τους λόγους ακυρότητας και την αγωγή.
Αριθμός απόφασης 186 / 2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 15-3-2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2019 έφεση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της με αρ. 4729/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έχει εκδοθεί με τη διαδικασία των περιουσιακών/ εργατικών διαφορών έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (κατ’ άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, χωρίς να απαιτείται η καταβολή παράβολου κατ’ άρθρο 495 § 4 εδ. ε΄ του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα εξέθετε στην από 20.12.2016 αγωγή της (αρ.καταθ. ………../2017), επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ότι προσλήφθηκε από την Δημοτική Επιχείρηση Έργων Πολιτισμού Ανάπτυξης Προβολής Επικοινωνίας Κορυδαλλού (Δ.Ε.Ε.Π.Α.Π.Ε.Κ.), αρχικώς με την από 2.10.2000 σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ως ημερομίσθια εργάτρια εσωτερικής εργασίας (καθαρίστρια) και στη συνέχεια με την από 28.12.2002 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπάλληλος γραμματέας με την ειδικότητα ΔΕ διοικητικού. ¨Ότι με την με αρ. 69/2.3.2010 απόφαση Δημάρχου του εναγομένου ΟΤΑ μεταφέρθηκε από την άνω Δημοτική Επιχείρηση (ΔΗ.ΚΕ.ΚΟ πλέον) ως πλεονάζον προσωπικό στον εναγόμενο σε συσταθείσα προσωρινή προσωποπαγή θέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου. Ότι κατόπιν έρευνας του εναγομένου διαπιστώθηκε ότι το απολυτήριο Λυκείου που είχε προσκομίσει στην δημοτική επιχείρηση ήταν πλαστό και αφού παραπέμφθηκε από τον Εκτελεστική Επιτροπή του εναγόμενου στο Β’ Πειθαρχικού Συμβουλίου Περιφέρειας Αττικής τιμωρήθηκε την με αρ. 14/17.6.2016 απόφαση αυτού με την ποινή της οριστικής παύσης για τα αδικήματα της α) αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο συμπεριφοράς εντός υπηρεσίας και β) της διατήρησης στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου ή βεβαίωσης. Ότι η άνω απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου παραβίασε το νόμο και την αρχή της αναλογικότητας, για τους λόγους που αναλυτικά εκθέτει, με συνέπεια η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της που έγινε σε εκτέλεση της απόφασης αυτής, να είναι άκυρη, ως αντίθετη με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε : α) να ακυρωθεί η άνω απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, β) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της να υποχρεωθεί ο εναγόμενος OTA να την επαναπροσλάβει και να την απασχολεί στην προηγούμενη θέση της με απειλή χρηματικής και προσωπικής κράτησης. γ) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει για μισθούς υπερημερίας της για το χρονικό διάστημα από 13.12.2016 (επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της) έως 16.3.2017 το ποσό των 2.310 €, (όπως περιορίστηκε το αίτημά της με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας της Δικηγόρου που καταχωρίστηκε στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις της, κατ΄άρθρο 223 ΚΠολΔ) με το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε μήνα, αφότου κατέστη απαιτητή κάθε δόση των 770 € και να επιβληθούν σε βάρος του εναγόμενου τα δικαστικά της έξοδα. Την αγωγή απέρριψε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μη νόμιμη ως προ το με στοιχ. (α) αίτημά της και ως προώρως ασκηθείσα ως προς τα με (β) και (γ) αιτήματα. Κατά της απόφασης αυτής βάλει η εκκαλούσα για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου.
Στο άρθρο τέταρτο του ν. 4057/2012 ορίζεται ότι: «1.Οι διατάξεις του παρόντος νόμου, που αναφέρονται σε θέματα αργιών, καθώς και εκείνες με τις οποίες προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και πειθαρχικές ποινές, εφαρμόζονται αναλόγως για το προσωπικό του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που κατέχει οργανικές θέσεις. Σε περίπτωση που επιβληθεί στον υπάλληλο αμετάκλητα η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι υποχρεωτική. 2. Τα πειθαρχικά συμβούλια του παρόντος νόμου έχουν αρμοδιότητα για τα θέματα αργιών, πειθαρχικού δικαίου και καταγγελία από την υπηρεσία της σύμβασης εργασίας του προσωπικού της προηγούμενης παραγράφου. 3. Σπουδαίο λόγο, σύμφωνα με το άρθρο 53 του π.δ. 410/1988 (Α΄ 191) για την καταγγελία από την υπηρεσία της σύμβασης εργασίας, μπορεί να αποτελεί η τέλεση κάθε πειθαρχικού παραπτώματος…», Αντίστοιχη ρύθμιση υπάρχει στο άρθρο πέμπτο § 2 (και 4 (όπως αναριθμήθηκε και 4 αντίστοιχα με τη παρ.2 άρθρου 30 Ν.4304/2014 και για το προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των ΟΤΑ. Περαιτέρω στο άρθρο έβδομο ορίζεται ότι: «1. Για τα πειθαρχικά παραπτώματα που τελούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εφαρμόζονται οι διατάξεις διαδικαστικού χαρακτήρα και οι διατάξεις του ουσιαστικού πειθαρχικού δικαίου και του άρθρου πρώτου του παρόντος νόμου. 2. … 3. … 4. Στις εκκρεμείς πειθαρχικές υποθέσεις εφαρμόζονται οι διαδικαστικής φύσεως διατάξεις του παρόντος νόμου. …». για και, τέλος, στο άρθρο όγδοο παρ. 1 ότι: «Καταργείται κάθε διάταξη των νόμων 3528/2007, 3584/2007, καθώς και του π.δ. 410/1988 που αντίκειται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που διέπονται από αυτόν». Εξάλλου, υπό το προγενέστερο νομικό καθεστώς του π.δ. 410/1988, η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος από το προσωπικό με σχέση ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ., που κατέχει οργανικές θέσεις (και ν.3584/2007 για το προσωπικό με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου στους ΟΤΑ) δεν συνδεόταν με την επιβολή πειθαρχικής ποινής, παρά μόνον στις περιπτώσεις που επιβαλλόταν έγγραφη επίπληξη ή πρόστιμο μέχρι τις αποδοχές ενός μήνα, αλλά εντασσόταν, μετά από σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου της οικείας υπηρεσίας του προσωπικού αυτού, στη διαδικασία καταγγελίας της σύμβασης, (βλ. ιδίως ΣτΕ 1122/2011, ΣτΕ 1444/2008, 2126/2008). Όμως, όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες τις διατάξεις του άρθρου τέταρτου του ν. 4057/2012 προκειμένου, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, το νέο πειθαρχικό δίκαιο να καταλάβει όσο το δυνατόν περισσότερες κατηγορίες υπαλλήλων, προβλέφθηκε, το πρώτον, η αναλογική εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου των μονίμων υπαλλήλων στο προσωπικό του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που κατέχει οργανικές θέσεις και ΟΤΑ και, συγκεκριμένα, των διατάξεων που αφορούν τα πειθαρχικά παραπτώματα και τις πειθαρχικές ποινές (βλ. Τμήμα Α΄ του Μέρους Ε΄ του Υπαλληλικού Κώδικα – άρθρα 106 έως 121) δηλαδή, σε αντίθεση με τις προϊσχύουσες και ήδη καταργηθείσες (βλ. άρθρο όγδοο του ν. 4057/2012) διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 1 του π.δ. 410/1988, 3584/2007, σύμφωνα με τις οποίες οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονταν στο προσωπικό αυτό ήταν μόνον η έγγραφη επίπληξη και το πρόστιμο μέχρι τις αποδοχές ενός μήνα, για τα πειθαρχικά παραπτώματα του προσωπικού αυτού, που ορίζονται στο άρθρο 107 του Υπαλληλικού Κώδικα, προβλέπεται πλέον η επιβολή των πειθαρχικών ποινών που ορίζονται στο άρθρο 109 § 1 του αυτού Κώδικα -μεταξύ των οποίων ο υποβιβασμός έως δύο βαθμούς (περ. στ΄) και η, σοβαρότερη όλων, οριστική παύση (περ. η΄)- από τα ίδια πειθαρχικά συμβούλια, που έχουν αρμοδιότητα επί των μονίμων υπαλλήλων (βλ. άρθρο τέταρτο παρ. 2 του ν. 4057/2012). Συνεπώς, το πειθαρχικό καθεστώς του προσωπικού αυτού έχει μεταβληθεί σε σχέση με αυτό που ίσχυε καθώς επιβάλλονται πλέον οι οριζόμενες στο άρθρο 109 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα πειθαρχικές ποινές, οι οποίες θίγουν την υπηρεσιακή του κατάσταση και δεν διαφέρουν ως προς την εκτελεστότητά τους από τις αντίστοιχες πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται, δυνάμει των αυτών διατάξεων, στους μονίμους υπαλλήλους, εφόσον αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ήτοι στην άσκηση κρατικής πειθαρχικής εξουσίας και εκδίδονται, κατόπιν ειδικής διοικητικής διαδικασίας, από τα ίδια πειθαρχικά συμβούλια, τα οποία έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα, συγκροτούνται με πράξη του αρμοδίου Υπουργού και στα οποία συμμετέχουν πρόσωπα που διαθέτουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία (δικαστικοί λειτουργοί και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους) και παρέχουν εχέγγυα ορθής διεξαγωγής της διαδικασίας και επαρκούς αντιμετώπισης των υποθέσεων (βλ. εισηγητική έκθεση). Η δε απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, με την οποία επιβάλλεται πειθαρχική ποινή σε υπάλληλο που ανήκει στο προσωπικό αυτό, είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία υπόκειται σε αυτοτελή και ευθεία δικαστική προσβολή (σε στάδιο πριν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας) και η διαφορά που αναφύεται από την έκδοση της πράξης αυτής είναι διοικητική, καθώς η έκδοση πράξεων που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο ή με τα ν.π.δ.δ. – ΟΤΑ με σχέση που ανήκει καταρχήν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον οι πράξεις αυτές αποκλίνουν από το ιδιωτικό δίκαιο, διότι εκδίδονται με ειδική διοικητική διαδικασία και εξυπηρετούν σκοπό δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 2255/2019, 1021/2018, 932/2018, 1395/2018, 1482/2018, 2305/2018, 3098/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 1849/2015, 3167/2007, 4126/2005). Τα ίδια ισχύουν για την ταυτότητα του νομικού λόγου και τους υπαλλήλους με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που απασχολούνται στους ΟΤΑ, ως προς τους οποίους εφαρμόζεται αναλογικώς και η διάταξη του εδ. β της § 1 του άρθρου τέταρτου του ν. 4057/2012, ώστε σε περίπτωση αμετάκλητης επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης να καθίσταται υποχρεωτική η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από το αρμόδιο Όργανο (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 26/2020). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν από 18.4.2001 μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1) και ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2). Με τη διάταξη δε του άρθρου 1 του ΚΠολΔ ορίζεται περαιτέρω ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν : α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια β) … γ)…, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 2 του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι τα πολιτικά δικαστήρια απαγορεύεται να επεμβαίνουν σε διοικητικές διαφορές ή υποθέσεις που υπάγονται σε διοικητικά δικαστήρια ή αρχές … και επιτρέπεται μόνο η εξέταση των ζητημάτων που ανακύπτουν παρεμπιπτόντως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 § 2 εδ. θ’ του ν. 1406/1983, στις διοικητικές διαφορές ουσίας περιλαμβάνονται, ιδίως, αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Ως αποδοχές, κατά τη διάταξη αυτή, νοούνται οι αποδοχές του προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση δημοσίου δικαίου, ώστε συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές των μισθωτών, που συνδέονται με το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα Ν.Π.Δ.Δ. με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 3/2004, ΟλΑΠ 7/2011). Από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι ακόμα και αν ο γενεσιουργός λόγος διαφοράς, που έχει αχθεί ενώπιον του δικαστηρίου, είναι εκτελεστή απόφαση διοικητικής αρχής και πάλι η διαφορά αυτή, δεδομένου ότι αφορά την καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και τις συνέπειες που απορρέουν από αυτή (αποδοχές υπερημερίας) υπόκειται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αφού ανάγεται σε δικαιώματα και, γενικότερα, σε σχέσεις ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 3/2004, ΑΕΔ 11/1992, ΑΠ 22/2016, ΑΠ 743/2015, ΑΠ 1341/2014, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 302/2011, ΑΠ 473/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή στις περιπτώσεις αυτές κρίσιμη από την άποψη της συνδρομής ή μη δικαιοδοσίας, είναι η φύση του δικαιώματος και, γενικότερα η φύση της έννομης σχέσης, που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς, και όχι η εκτελεστή πράξη της Διοίκησης, από την οποία απορρέει το δικαίωμα αυτό ή η σχέση. Το κύρος δε και η νομιμότητα της εκτελεστής αυτής πράξης των οργάνων της διοίκησης στις περιπτώσεις αυτές, ερευνάται κατά το άρθρο 2 του ΚΠολΔ από τα πολιτικά δικαστήρια παρεμπιπτόντως, ακόμη και μετά την πάροδο της προθεσμίας ακύρωσης αυτής, εφόσον αυτό δεν έχει αποκλεισθεί με νόμο και δεν υπάρχει για το κύρος αυτής απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που παράγει δεδικασμένο και δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια. Το πολιτικό δικαστήριο, στα πλαίσια ελέγχει, μόνο, αν η διοίκηση ενήργησε μέσα στο πλαίσιο της νομοθετικής εξουσιοδότησης, αν τήρησε τους καθορισμένους τύπους, αν ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά το νόμο, αν εκδόθηκε από το αρμόδιο όργανο ή καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του και τέλος αν είναι ή όχι αιτιολογημένη. Στα πλαίσια αυτά ελέγχονται η αναρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου, η παράβαση ουσιώδους τύπου της τασσόμενης από τον νόμο διοικητικής διαδικασίας, η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, η εξειδίκευση των νομικών εννοιών, έκδοση πράξεως καθ’ υπέρβαση εξουσίας και η εναρμόνισή της προς το Σύνταγμα, η ακρόαση του διοικουμένου, όπως και η ύπαρξη επαρκούς ή όχι αιτιολογίας, όταν αυτή επιβάλλεται ειδικώς από τον νόμο ή απαιτείται από τη φύση της διοικητικής πράξεως (ΟλΑΠ 1/2018, ΑΠ 596/2016, ΑΠ 2248/2014, ΑΠ 1683/2007 ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή ο παρεμπίπτων έλεγχος έχει την έννοια, ότι τα πολιτικά δικαστήρια δεν ακυρώνουν την εκτελεστή διοικητική πράξη, ούτε αποκρούουν την εκτελεστότητά της, αλλά απλώς δεν την εφαρμόζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 1/2018, ΟλΑΠ 447/1984, ΑΠ 1163/2019, ΑΠ 1366/2018, ΑΠ 281/2017, ΑΠ 1627/2017, ΑΠ 229/2016, ΑΠ 2248/2014, ΑΠ 1709/2010, ΑΠ 1683/2007 ΑΠ 127/2002 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, η απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου με την οποία επιβλήθηκε στην ενάγουσα η ποινή της οριστικής παύσης είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, η δε διάταξη του άρθρου πέμπτου του ν. 4057/2012 αναφέρεται σε υπαλλήλους των ΟΤΑ με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ώστε σαφώς περιλαμβάνονται και αυτοί με προσωρινή προσωποπαγή θέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου, αφού δεν γίνεται διάκριση, δεδομένου ότι, όπως διαλαμβάνεται και στην αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου. 4057/2012, οι διατάξεις του νόμου αυτού «εφαρμόζονται και στο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προκειμένου το νέο πειθαρχικό δίκαιο να καταλάβει όσο το δυνατό περισσότερες κατηγορίες υπαλλήλων. …» (βλ. ΣτΕ 2255/2019, ΣτΕ 932/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ορθώς επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το πρώτο αίτημα της αγωγής ως απαράδεκτο, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, αφού πρόκειται για διοικητική ακυρωτική διαφορά. Αντίθετα τα με στοιχ. (β) και (γ) αιτήματα της αγωγής που αναφέρονται στην αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και της υποχρέωσης του εναγόμενου να της καταβάλει για μισθούς υπερημερίας υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, (άρθρα 94 του Συντάγματος, 1, 2 και 4 ΚΠολΔ), όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Εσφαλμένα όμως απέρριψε περαιτέρω αυτά ως προώρως ασκηθέντα, ενώ προκειμένου να αποφανθεί για τη βασιμότητα αυτών, μπορούσε, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, να ελέγξει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου (πρβλ και ΑΠ 901/1998 για την Επιτροπή προστασίας συνδικαλιστικών στελεχών), χωρίς να είναι απαραίτητο να προηγηθεί η εκδίκαση της αίτησης ακυρώσεως αυτής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου. Κατόπιν αυτών θα πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατά παραδοχή του λόγου εφέσεως, να διακρατηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο, η οποία είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70 ΚΠολΔ, 281, 349, 350, 648 και 656 του ΑΚ, ως και εκείνη του άρθρου 69 § 1 εδ. α` αφού ασκήθηκε εμπρόθεσμα (άρθρο 6§1 του ν. 3198/1955).
Από την επανεκτίμηση των εγγράφων που προσκόμισαν με νόμιμη επίκληση οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα προσλήφθηκε την 2.10.2000 από το νπιδ με την επωνυμία «Δημοτική Επιχείρηση Έργων Πολιτισμού Ανάπτυξης Προβολής Επικοινωνίας Κορυδαλλού (Δ.Ε.Ε.Π.Α.Π.Ε.Κ.)» ως ημερομίσθια εργάτρια εσωτερικής εργασίας (καθαρίστρια) για δύο έτη. Στη συνέχεια καταρτίσθηκε η από 28.12.2002 σύμβαση εξαρτημένη εργασίας αορίστου χρόνου, με την οποία η παραπάνω δημοτική επιχείρηση της ανέθεσε καθήκοντα της υπαλλήλου γραφείου – γραμματέως. Με την με αρ. 425/23.11.2009 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και σε εκτέλεση αυτής, την με αρ.69/2.3.2010 απόφαση Δημάρχου του εναγομένου που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 269 του ν. 3463/2006, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 3613/2007 και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Γ’ 237/24.3.2010 μεταφέρθηκε από την άνω δημοτική επιχείρηση (Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Κορυδαλλού «ΔΗΚΕΚΟ», όπως μετονομάσθηκε) ως πλεονάζον προσωπικό στον εναγόμενο Δήμο Κορυδαλλού σε συσταθείσα προσωρινή προσωποπαγή θέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου (ΙΔΑΧ) ως Διοικητική Υπάλληλος και τοποθετήθηκε στην Δ/νση Κατασκευών Έργων. Εξάλλου το έτος 2014 στα πλαίσια του ελέγχου του τίτλου σπουδών του προσωπικού του που διενήργησε ο εναγόμενος Δήμος, διαπιστώθηκε ότι το απολυτήριο, που είχε προσκομίσει η ενάγουσα, κατά το οποίο είχε αποφοιτήσει το σχολικό έτος 1974-1975 από το .. … Γυμνασίου …….., (εξατάξιο Γυμνάσιο, αντίστοιχο του απολυτηρίου Λυκείου) ήταν πλαστό, καθώς ο αριθμός απολυτηρίου αντιστοιχούσε σε άλλο μαθητή (βλ. την με αρ. ………/27.5.2014 έγγραφο του Γενικού Λυκείου …….. της Δνσης Δ/θμιας Εκπαίδευσης Χίου και την με αριθμ. …. Πράξη/19.6.1975 του Συλλόγου Διδασκόντων του …………, που κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα με το με αρ. …./19.6.2014 έγγραφο του Δήμου Κορυδαλλού). Σημειώνεται ότι κατά το άρθρο 18 του π.δ. 50/2001, σε συνδυασμό και με το άρθρο 12 του π.δ. 22/1990 για τον κλάδο Γραμματέων ΔΕ, ως προσόν διορισμού στον εισαγωγικό βαθμό ορίζεται μεταξύ άλλων απολυτήριος τίτλος Ενιαίου (Γενικού) Λυκείου ή Ενιαίου Πολυκλαδικού Λυκείου συγκεκριμένων κλάδων ή Δίπλωμα Επαγγελματικής Κατάρτισης Ι.Ε.Κ., η δε διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τις Δημοτικές Επιχειρήσεις των ΟΤΑ, στις οποίες η πρόσληψη τακτικών και με σύμβαση ορισμένου χρόνου διοικητικών υπαλλήλων (γραφείς γραμματείς κτλ) των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ προσωπικού με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου γίνεται με το σύστημα προσλήψεων του ν.2190/1994 (άρθρο 1 §§ 3,6 του ν.2527/1997 που τροποποίησαν το άρθρο 14 του ν. 2190/1994, βλ. ΑΠ 1766 / 2017). Τα αποτελέσματα του ελέγχου κοινοποιήθηκαν στην ενάγουσα με το με αρ. πρωτ. …./19.6.2014 έγγραφο του Δημάρχου Κορυδαλλού. Με το με αρ. πρωτ. …/21.11.2014 έγγραφο του Δημάρχου του εναγόμενου παραπέμφθηκε η πειθαρχική υπόθεση της ενάγουσας στην Εκτελεστική Επιτροπή του εναγόμενου Δήμου, καθώς κρίθηκε ότι η υπόθεσή της έχρηζε ποινή μεγαλύτερη της αρμοδιότητάς του και η τελευταία με την με αρ. 15/Συν4η/28.11.2014 απόφασή της παρέπεμψε την υπόθεση στο Β’ Πειθαρχικό Συμβούλιο της περιφέρειας Αττικής Πειραιώς και νήσων. Με το με αρ. πρωτ. …../30.9.2015 πρακτικό/απόφασή του άνω Πειθαρχικού Συμβουλίου αποφασίσθηκε η επανάληψη της επίδοσης του με αρ. 15/Συν4η/28.11.2014 πρακτικού/ παραπεμπτηρίου εγγράφου και η κλήση της σε απολογία και παραπομπή της ενάγουσας για τα αδικήματα : α) της παράβασης καθήκοντος κατά τον ποινικό κώδικα ή άλλους ποινικούς νόμους β) της απόκτησης οικονομικού οφέλους, ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου υπαλλήλου και γ) της κατάθεσης στον ατομικό υπηρεσιακό της φάκελο πλαστού τίτλου σπουδών. Περαιτέρω με την με αρ. 236/23.12.2014 διαπιστωτική πράξη Δημάρχου του εναγομένου η τέθηκε σε αυτοδίκαιη αργία, η οποία επιβεβαιώθηκε με την με αρ. …./8.5.2015 Διαπιστωτική Πράξη. Με την με αρ. …./29.5.2015 Διαπιστωτική Πράξη του Δημάρχου του εναγομένου Δήμου, αποφασίστηκε η αυτοδίκαιη επάνοδος της στην υπηρεσία από 25.5.2015 σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 3 του Ν. 4325/2015 και με την υπ’ αριθμ. …./22.6.2015 Διαπιστωτική Πράξη επανακατατάχθηκε στην Εκπαιδευτική Βαθμίδα ΥΕ με ειδικότητα ΥΕ – Εργάτρια Εσωτερικής Εργασίας με βαθμό κατάταξης Ε και μισθολογικό κλιμάκιο 5° Ε με προϋπηρεσία στις 26.5.2016 14 έτη, 2 μήνες και 23 ημέρες. Παράλληλα ασκήθηκε σε βάρος τη ποινική δίωξη για τις πράξεις της χρήσης πλαστού εγγράφου και απάτης κατ΄εξακολούθηση. Με την με αρ. 3770/2015 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη για το αδίκημα της πλαστογραφίας και της καταδικάσθηκε για την πράξη της απάτης σε φυλάκιση 10 μηνών., η οποία μετά από άσκηση έφεσης από την ενάγουσα με την με αρ. ΑΤ – 1143/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς μειώθηκε σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών με τριετή αναστολή. Η απόφαση όμως αυτή αναιρέθηκε με την με αρ. 983/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου και με την με αρ. 3941/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς έπαυσε οριστικά η ποινική της δίωξη λόγω παραγραφής. Εξάλλου η ενάγουσα κλήθηκε σε απολογία με την με αρ. ……/1.3.2016 κλήση και απολογήθηκε με την από έγγραφη απολογία της. Το πειθαρχικό Συμβούλιο περαιτέρω με την με αρ. 14/17.6.2016 απόφασή του τιμώρησε την ενάγουσα για τα αδικήματα, κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό α) της αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός υπηρεσίας και β) διατήρησης στον ατομικό υπηρεσιακό της φάκελο πλαστού τίτλου σπουδών, με την ποινή της οριστικής παύσης. Μετά την έκδοση της απόφασης αυτής ο αντιδήμαρχος του εναγόμενου ΟΤΑ με την με αρ. 680/10.11.2016 απόφασή του, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας, η οποία (καταγγελία) ίσχυσε από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Γ’ 1233/5.12.2016) και την κοινοποίησή της στην ενάγουσα (12.12.2016).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 του ν. 3528/2007 ο διωκόμενος υπάλληλος έχει δικαίωμα να παραστεί είτε αυτοπροσώπως είτε δια ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων και των διοικητικών συμβουλίων των Ν.Π.Δ.Δ.. Η μη προσέλευση του διωκομένου δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας. Εξάλλου την ημέρας και ώρα εκδίκαση της υπόθεσης, η ικανοποίηση αιτήματος αναβολής εκδικάσεως της υποθέσεως δεν είναι υποχρεωτική για το πειθαρχικό όργανο, αλλά εναπόκειται στην διακριτική του ευχέρεια (ΣτΕ 1186/2019, 3619/2015, 1264/2014, 1068/2012, 3191/2010, 999/2010, 478/2008, 1758, 1208/2007, 1723/2006, 2701/2005 κ.ά.), ενώ ο εγκαλούμενος μπορεί να παραστεί και αυτοπροσώπως, χωρίς να είναι υποχρεωτικό να παρασταθεί με πληρεξούσιο Δικηγόρο, η δε Διοίκηση δεν είναι υποχρεωμένη να του διορίσει. Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι κατά την τρίτη μετ΄αναβολή συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν κατέστη δυνατό να παραστεί με την πληρεξούσια Δικηγόρο της λόγω της πανελλήνιας αποχής των Δικηγόρων, με συνέπεια να παραβιασθεί από το πειθαρχικό Συμβούλιο ουσιώδης τύπος περί την διαδικασία. ¨Όπως προκύπτει από το πρακτικό του πειθαρχικού Συμβουλίου, κατά τη συνεδρίαση της 17.6.2016 η ενάγουσα παραστάθηκε αυτοπροσώπως, μετά από αναβολή της συνεδρίασης της 2.6.2016. Η ενάγουσα προσκομίζει την από 30.5.2016 αίτηση της πληρεξουσίας της Δικηγόρου προς το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών να της δοθεί άδεια να την εκπροσωπήσει στη συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου της 2.6.2016 με την απορριπτική σημείωση επ΄αυτής. Όμως δεν προκύπτει ότι η πληρεξούσια Δικηγόρος της είχε ζητήσει αντίστοιχη άδεια και για τη μετ’ αναβολή συνεδρίαση της 17.6.2016, ούτε η ενάγουσα, παριστάμενη στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, απαίτησε να παραστεί με την πληρεξούσια Δικηγόρο της, ζητώντας νέα αναβολή. Με τα δεδομένα αυτά ελλείψει σχετικού αιτήματος δεν υπήρξε απορριπτική απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την οποία να έχει παραβιασθεί το δικαίωμα της ενάγουσας για παράσταση με πληρεξούσιο Δικηγόρο, ώστε ο άνω λόγος ακυρότητας που ανάγεται σε παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας (4ο λόγος ακυρότητας της αγωγής) πρέπει να απορριφθεί.
Ο Υπαλληλικός Κώδικας (ν. 3528/2007 – Α΄ 26), όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση του Μέρους Ε΄ αυτού «Πειθαρχικό Δίκαιο» με το άρθρο δεύτερο του ν. 4057/2012 (A΄ 54/14.3.2012), οι διατάξεις του οποίου είναι εν προκειμένω εφαρμοστέες δεδομένου ότι κρίσιμος χρόνος στα κατ’ εξακολούθηση διαπραττόμενα παραπτώματα, όπως το υπό κρίση, θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο το πειθαρχικό παράπτωμα έπαυσε να τελείται (ΣτΕ 1483/2018), ορίζει στο άρθρο 106 ότι: «Το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπαλλήλου που μπορεί να του καταλογισθεί», στο άρθρο 107, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 6 του ν. 4325/2015 (Α΄ 47/11.5.2015), ότι: «1. Πειθαρχικά παραπτώματα είναι: α) … β) κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, εντολές και οδηγίες γ) … ε) η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας… στ) …», στο άρθρο 108 ότι: «1. Αρχές και κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και στο πειθαρχικό δίκαιο, εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου και συνάδουν με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας. 2. Εφαρμόζονται ιδίως οι αρχές και οι κανόνες που αφορούν: α) … β) τις ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής, γ) την έμπρακτη μετάνοια, δ) …», στο άρθρο 109, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 4325/2015 (Α΄ 47/11.5.2015), ότι: «1. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους υπαλλήλους είναι: α) … και η) η ποινή της οριστικής παύσης, η οποία μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα: της παράβασης του άρθρου 107 παράγραφος 1α του παρόντος … της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός ή εκτός υπηρεσίας. 2. Για την επιβολή οποιασδήποτε πειθαρχικής ποινής σε υπάλληλο συνεκτιμώνται οι ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος, η εν γένει προσωπικότητα του υπαλλήλου, καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα όπως προκύπτει από το προσωπικό του μητρώο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας…», στο άρθρο 111 ότι: «1. … 2. Κατά την επιμέτρηση των πειθαρχικών ποινών λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι κανόνες των περιπτώσεων β΄, γ΄, ε΄ και ζ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 108. Η υποτροπή αποτελεί ιδιαιτέρως επιβαρυντική περίπτωση για την επιμέτρηση της ποινής», στο άρθρο 112 παρ. 1 ότι: «1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά πέντε (5) έτη από την ημέρα που διαπράχτηκαν. Τα πειθαρχικά παραπτώματα των περιπτώσεων α΄, γ΄, δ΄, θ΄ και ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 107 του παρόντος παραγράφονται μετά επτά (7) έτη. Κατ’ εξαίρεση…». Τέλος, στο άρθρο 114 του ως άνω Κώδικα, ορίζεται ότι: «1. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη. 2. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία. Το πειθαρχικό όργανο όμως μπορεί με απόφασή του, η οποία είναι ελευθέρως ανακλητή, να διατάξει, για εξαιρετικούς λόγους, την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει το ένα (1) έτος. … 3. Το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος. 4. … 6. …». Εξάλλου, στο άρθρο 29 του ν. 4305/2014 (Α΄ 237) ορίζεται ότι: «1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 107 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υπαλληλικός Κώδικας, ν. 3528/2007) προστίθεται η περίπτωση λδ΄ ως εξής: “λδ) η κατάθεση, η χρήση, η συμπερίληψη και η διατήρηση στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου, πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου ή βεβαιώσεως.”». Περαιτέρω, στο άρθρο 3 του ν. 4325/2015 (Α΄ 47) ορίζονται τα εξής: «1. Οι διατάξεις … των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 29 του ν. 4305/2014 (Α΄ 237) … καταργούνται». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου του ν. 4305/2014 «…για πρώτη φορά προβλέπεται ειδικώς ως πειθαρχικό παράπτωμα η κατάθεση, η χρήση, η συμπερίληψη και η διατήρηση στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου πλαστού ή νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου ή βεβαίωσης. Ειδικά με τη διαπίστωση ότι ανευρίσκεται στο προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου πλαστό, νοθευμένο ή παραποιημένο έγγραφο στοιχειοθετείται πειθαρχικό παράπτωμα διαρκούς χαρακτήρα, διατηρουμένης της παράνομης καταστάσεως η οποία δημιουργήθηκε με την κατάθεση του εγγράφου…». Περαιτέρω επί πειθαρχικών αδικημάτων που τελούνται με περισσότερες από μία πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες αποτελούν εκδήλωση και συνέχεια (εξακολούθηση) του ίδιου πειθαρχικού παραπτώματος, σε περίπτωση μεταβολής του πειθαρχικού νόμου κατά τη διάρκεια τέλεσής τους, εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ισχύει κατά την τέλεση της τελευταίας επί μέρους πράξης, έστω και αν αυτός είναι αυστηρότερος, κατά την επιμέτρηση όμως της ποινής συνεκτιμάται και η συνδρομή των πράξεων που τελέσθηκαν υπό το καθεστώς του ηπιότερου νόμου, ο δε χρόνος της παραγραφής δεν αρχίζει να υπολογίζεται πριν από τη συντέλεση της συνιστώσας το οικείο πειθαρχικό παράπτωμα τελευταίας πράξης ή παράλειψης, δηλαδή από το χρονικό σημείο κατά το οποίο έπαυσε να τελείται το κατ’ εξακολούθηση πειθαρχικό αδίκημα (ΣτΕ 994/2020, ΣτΕ 1483/2018, 1481/2018, 1306/2017, 153/2016, 3618, 3875/2015, 1264, 1390/2014, 3585/2013, 1789/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, είναι δυνατόν με την πειθαρχική απόφαση, να προσδοθεί διαφορετικός νομικός χαρακτηρισμός στα αδικήματα που αποδίδονται στον υπάλληλο, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά τους περιστατικά μνημονεύονται στο παραπεμπτήριο ή στην κλήση σε απολογία (ΣτΕ 997/1996, 2712/1990 κ.α.). Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα είχε παραπεμφθεί αρχικώς, όπως εκτέθηκε, για τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος, σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα και τους ειδικούς ποινικούς νόμους και της κατάθεσης πλαστού εγγράφου στον υπηρεσιακό της φάκελο. Το συγκεκριμένο πλαστό τίτλο προσκόμισε, όπως και η ίδια συνομολόγησε, εν αγνοία της (μέσω των οικείων της) για την πρόσληψή της στη Δημοτική Επιχείρηση τον έτος 2002, ο οποίος ελήφθη υπόψη και το έτος 2010 για την μεταφορά της από την δημοτική επιχείρηση στο Δήμο (με αρ. 69/2.3.2010 απόφαση Δημάρχου). Με αυτά τα δεδομένα δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της χρήσης πλαστού εγγράφου, αλλά κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό αυτό της διατήρησης του πλαστού τίτλου στον υπηρεσιακό της φάκελο. Επίσης δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, κατά τον ποινικό κώδικα αλλά αυτό της αναξιοπρεπούς ή ανάρμοστης ή ανάξιας για υπάλληλο συμπεριφοράς εντός υπηρεσίας (άρθρο 107 παρ. 1 περ. ε΄ του ν. 3528/2007, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο δεύτερο του ν. 4057/2012), όπως κρίθηκε με την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Τα πραγματικά περιστατικά, κατά τόπο, χρόνο και περιστάσεις, που συνιστούν τα πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία, κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, καταδικάσθηκε η ενάγουσα, παρατίθονταν στο παραπεμπτήριο έγγραφο, ώστε προέβη επιτρεπτώς στον χαρακτηρισμό αυτών το Πειθαρχικό Συμβούλιο, (βλ. ΣτΕ 2665/2017, 2664/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), Τα ανωτέρω πειθαρχικά παραπτώματα ήταν διαρκή, καθώς είχαν αφετηρία την ημερομηνία πρόσληψής της το έτος 2002 και καταληκτικό σημείο την παραπομπή της στο πειθαρχικό Συμβούλιο στις 28.11.2014 (ΣτΕ 994/2020, 1483/2018), δεδομένου ότι η κατάθεση του πλαστού απολυτηρίου μπορεί να έγινε εφάπαξ το 2002, όμως διατηρήθηκε στο φάκελό της και αποτέλεσε το θεμέλιο για την μετέπειτα υπηρεσιακή της εξέλιξη. Επομένως η πειθαρχική ευθύνη της ενάγουσας διέπεται από το πειθαρχικό καθεστώς που είχε διαμορφωθεί μετά το ν. 4057/2012 και το άρθρο 29 του ν. 4305/2014 (ΦΕΚ Α/31.10.2014) που πρόσθεσε την περίπτωση λδ στο άρθρο 107, ώστε να είναι εφαρμοστέες οι άνω διατάξεις, και όχι ευμενέστερες αυτών, τα δε άνω πειθαρχικά αδικήματα λόγω του διαρκούς τους χαρακτήρα δεν είχαν υποκύψει σε παραγραφή, όπως ορθώς έκρινε το Πειθαρχικό Συμβούλιο. Εξάλλου με την προσβαλλόμενη με αρ. 14/17.6.2016 απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, όπως εκτέθηκε, η ενάγουσα τιμωρήθηκε με την ποινή της οριστικής παύσης. Για να καταλήξει στη κρίση αυτή το Πειθαρχικό Συμβούλιο, έλαβε υπόψη του τα στοιχεία του φακέλου, τη φύση των πειθαρχικών παραπτωμάτων της ενάγουσας (διάρκεια αυτών) και ιδίως το γεγονός ότι ο πλαστός τίτλος χρησιμοποιήθηκε από την ενάγουσα για να συνάψει σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με την Δημοτική Επιχείρηση, για την ανάθεση καθηκόντων υπαλλήλου γραφείου Γραμματέως ΔΕ και με τον ίδιο τίτλο μεταφέρθηκε στο Δήμο Κορυδαλλού σε αντίστοιχη θέση. Το από 22.6.1074 πιστοποιητικό σπουδών της «………..», που προσκομίζει η ενάγουσα, σύμφωνα με το οποίο είχε αποπερατώσει τον κύκλο Ιδιαιτέρως Γραμματέως δεν προκύπτει ότι είναι ισότιμο πτυχίου ΙΕΚ (ούτε η ίδια ισχυρίζεται κάτι τέτοιο), ούτε αναπλήρωνε την έλλειψη απολυτηρίου Λυκείου ή εξαταξίου Γυμνασίου, όπως και επίσης και το σεμινάριο για υπολογιστές (εκμάθηση WINDOWS, WORD 97 κτλ), που είχε παρακολουθήσει. Όπως εκτέθηκε ο απολυτήριος τίτλος του τότε εξαταξίου Γυμνασίου (και ήδη Λυκείου) ήταν απαραίτητος και για την αρχική της πρόσληψη στη Δημοτική Επιχείρηση, αλλά ο ίδιος τίτλος ήταν απαραίτητος σε κάθε περίπτωση, κατά τη μεταφορά της στο εναγόμενο Δήμο σε προσωρινή προσωποπαγή θέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου (ΙΔΑΧ) με ειδικότητα ΔΕ. Ελλείψει του απολυτηρίου αυτού η ενάγουσα δεν θα είχε διορισθεί ή πάντως δεν θα είχε διορισθεί στον κλάδο ΔΕ, αλλά ενδεχομένως στον κλάδο ΥΕ, ο οποίος αρκείται στην κατοχή απολυτηρίου δημοτικού σχολείου (πρβλ. ΣτΕ 1605/2015). Η επιβολή της ποινής της οριστικής παύσης δεν προβλεπόταν και για το αδίκημα της διατήρησης του πλαστού τίτλου στον υπηρεσιακό της φάκελο (άρθρο 107 περ. λζ του ν. 3528/2007, όπως προστέθηκε με το άρθρο 29 του ν. 4305/2014), με βάση τη διάταξη άρθρο 109 § 1 περ. η του ν. 3528/2007, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 4 του ν. άρθρο 4 Ν.4325/2015, που όριζε (μετά την τροποποίησή της) περιοριστικά για ποιά αδικήματα επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσης. Όμως ήταν δυνατή η επιβολή της ποινής αυτής για το πειθαρχικό αδίκημα της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός ή εκτός υπηρεσίας, το οποίο έχει τελεσθεί από την ενάγουσα (πρβλ. ΣτΕ 1483/2018). Ο ισχυρισμός αυτής ότι έχει μετανοήσει εμπράκτως, καθώς εγγράφηκε το σχολικό έτος 2015 – 2016 στο εσπερινό Λύκειο Κορυδαλλού, τελείωσε το Λύκειο με γενικό βαθμό «άριστα» και κατόπιν πανελλαδικών εξετάσεων είναι πλέον φοιτήτρια στο τμήμα τεχνολόγων γεωπόνων του και ακόμα η πρόθεσή της να επιστρέψει στο Δήμο Κορυδαλλού τμηματικώς το ποσό των 7.333,37 €, δεν ασκούν έννομη επιρροή, καθώς τα όσα επικαλείται συντελέσθηκαν μετά την ανακάλυψη του πλαστού τίτλου και την κίνηση της πειθαρχικής δίωξης, η δε λήψη του απολυτηρίου της έγινε και μετά την έκδοση απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ώστε μην θεωρούνται ως έμπρακτη μετάνοια (ΣτΕ 1445/2019, ΣτΕ 226/2016, 1605/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 4311/2012, 2043/2011, 2320/2009, 2354/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ). Σημειώνεται ακόμα ότι η έννοια της παραπομπής των πειθαρχικών διατάξεων στις περί ελαφρυντικών περιστάσεων διατάξεις του Ποινικού Κώδικα είναι ότι ο πειθαρχικός δικαστής ερευνά απλώς αν συντρέχουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ελαφρυντικές περιστάσεις, εκτιμώντας και άλλα στοιχεία, όπως τη βαρύτητα του πειθαρχικού παραπτώματος και τις συνθήκες τέλεσής του, δυνάμενος να δεχθεί ή όχι τη συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων, ώστε η επίκληση αυτών δεν καθιστά υποχρεωτική την αποδοχή τους από το πειθαρχικό όργανο και δεν οδηγεί χωρίς άλλο σε μείωση της επιβλητέας ποινής (ΣτΕ 1446/2020 ΤΝΠ ΔΣΑ). Εξάλλου, είναι γεγονός ότι η ποινική δίωξη της ενάγουσας για την πράξη της απάτης έπαυσε οριστικά με την προαναφερόμενη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, αφού προηγήθηκε η με αρ. 983/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου. Όμως η ποινική αυτή απόφαση δεν είναι αθωωτική για την ενάγουσα, ώστε να ασκεί επιρροή και στα πειθαρχικά παραπτώματα, με την έννοια της ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών, που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση αυτών (ΣτΕ 2503/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ, 2593/2013, 3330/2013, 415, 2693, 4311/2012). Η ποινή της οριστικής παύσης ήταν μέσα στο πλαίσιο των επιβλητέων ποινών για το αδίκημα της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός ή εκτός υπηρεσίας και όπως αναφέρθηκε στην απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, επιβλήθηκε σ΄αυτή ενόψει της ηθικής απαξίας της μακροχρόνιας τέλεσης αυτής, ενώ οι ισχυρισμοί της περί άγνοιας ως προς την πλαστότητα του τίτλου ή έλλειψη οικονομικού οφέλους δεν συνιστούν λόγους απαλλαγής, όπως αναφέρθηκε επίσης στην ίδια απόφαση. Η κρίση αυτή του Πειθαρχικού Συμβουλίου ως προς την επιμέτρηση της επιβληθείσας ποινής στην ενάγουσα παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, χωρίς αυτό να έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας ή την αρχή της αναλογικότητας (ΣτΕ 656/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ. και ΣτΕ 1483/2018, ΣτΕ 1189/2012). Σημειώνεται ότι η ουσιαστική του κρίση περί της επιβλητέας ποινής δεν ελέγχονται στα πλαίσια του ελέγχου νομιμότητας, ο οποίος περιορίζεται σε έλεγχο της αιτιολογίας της πειθαρχικής απόφασης και της μη υπέρβασης των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας κατά την επιμέτρηση της ποινής από το πειθαρχικό συμβούλιο (ΣτΕ 1409/2018, 1454/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνακόλουθα το Πειθαρχικό Συμβούλιο με την απόφασή του ορθά ερμήνευσε κι εφάρμοσε το νόμο, ώστε οι λόγοι ακυρότητας της απόφασης (1ος – 3ος) που αναφέρονται στην αγωγή και ανάγονται στην παραγραφή των πειθαρχικών αδικημάτων, μη εφαρμογή ευνοϊκότερων διατάξεων, εσφαλμένης ερμηνείας κι εφαρμογής του νόμου και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθούν. Εξάλλου, σε εκτέλεση της απόφασης αυτής καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας από τον Αντιδήμαρχο Κορυδαλλού, ως εκπρόσωπο αυτού, η οποία ενόψει των όσων εκτέθηκαν, δεν παρίσταται καταχρηστική. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές η αγωγή της ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα όμως θα πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση, με αρ.4729/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 25.1.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../26.1.2017 αγωγής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 23-3-2021
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ