Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 150/2021

Αριθμός    150 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Η υπό κρίση από 30-10-2017 (ΕΑΚ …./2017) έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας, κατά της υπ’ αρ. 4233/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε την παρακάτω αναφερόμενη αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου κατά την τακτική διαδικασία και κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη (άρθρα 495, 511, 513 παρ.1 περ. β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 ΚΠολΔ – κοινοποίηση εκκαλουμένης στις 2-10-2017 και άσκηση έφεσης στις 30-10-2017 – βλ. πράξη κοινοποίησης επί της εκκαλουμένης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……, που προσκομίζει η εκκαλούσα και υπ’ αρ. ……/30-10-2017 έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος, δεδομένου ότι για το αντικείμενό της έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (αρ. παραβ. ……… ΤΑΧΔΙΚ και ………. ΔΗΜΟΣΙΟΥ) και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα. Παραδεκτοί είναι επίσης και οι υπό κρίση από 4-3-2019 πρόσθετοι λόγοι της έφεσης, που η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  με ιδιαίτερο δικόγραφο (άρθρο 520 παρ.2 ΚΠολΔ – ειδ. αρ. κατ. ../4-3-2019 και κοινοποίηση στον εφεσίβλητο στις 4-3-2019 – βλ. υπ’ αρ. ../4-3-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..), διότι αυτοί προσβάλλουν κεφάλαια της εκκαλουμένης που έχουν ήδη προσβληθεί με την έφεση και συνέχονται αναγκαστικά με αυτά. Επομένως πρέπει να συνεκδικαστούν με την έφεση, λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα και προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρα 524 παρ. 1, 246 ΚΠολΔ) και να εξεταστούν περαιτέρω κατ΄ ουσίαν.

Ο ενάγων, με την από 10-6-2013 (Α.Κ. ………/2013) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκθέτει τα εξής, κατ΄ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της: Οι εναγόμενοι, είχαν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους και συγκατοικούσαν, αλλά στο κοινό στις …. εμφανίζονταν ως έγγαμοι, την άνοιξη του έτους 2011 στην περιοχή των …., όπου τον γνώρισαν και πληροφορήθηκαν για την οικονομική του κατάσταση, από κοινού κατάστρωσαν σχέδιο παράνομης ιδιοποίησης των οικονομιών των, ήτοι του πρότειναν να συνεργασθεί με το δεύτερο εξ αυτών επενδύοντας τις οικονομίες του σε αγορά ½ εξ αδιαιρέτου τριών οχημάτων ΔΧ (ΤΑΞΙ) με τις επαγγελματικές τους άδειες, ισχυριζόμενοι ότι ο δεύτερος εναγόμενος ασχολείται πολλά έτη στον τομέα του επαγγελματικού αυτοκινήτου, είναι έμπειρος, έντιμος και φερέγγυος και ότι έχει τις κατάλληλες γνωριμίες για να επιτύχει την αγορά των αυτοκινήτων στην καλύτερη τιμή. Επειδή ο ίδιος (ενάγων) δεν διέθετε επαγγελματική άδεια, ο δεύτερος εναγόμενος του πρότεινε να αγοράσουν τα αυτοκίνητα και τις επαγγελματικές τους άδειες στο όνομά του και θα του μεταβιβάσει το ποσοστό του όταν αποκτήσει επαγγελματική άδεια. Για να πεισθεί στην επένδυση αυτή και να γίνει η αγορά στο όνομα του δεύτερου εναγόμενου, αφενός μεν  η πρώτη εναγόμενη ενώπιον του τηλεφώνησε στον ……….., πρώην Υφυπουργό Παιδείας, ισχυριζόμενη ότι είναι εξάδελφός της και έλαβε δήθεν την απάντηση ότι η απελευθέρωση του επαγγέλματος του οδηγού ΤΑΞΙ δεν πρόκειται να λάβει χώρα στο εγγύς μέλλον, αφετέρου δε με τον δεύτερο εναγόμενο επισκέφθηκαν στην Αθήνα επιχειρηματία πώλησης αυτοκινήτων ΤΑΞΙ με επαγγελματικές άδειες για την αγορά ενός οχήματος OPEL VECTRA με αριθμό κυκλοφορίας ……….. αξίας 45.000 €, ενός οχήματος MERCEDES με αριθμό κυκλοφορίας ………. αξίας 49.000 € και ενός οχήματος SCODA αξίας 40.000 €. Για την αγορά του 50% του οχήματος OPEL VECTRA έδωσε στον ανωτέρω επιχειρηματία προκαταβολή 300 € και υπέγραψε μαζί του προσύμφωνο πώλησης. Κατόπιν οι εναγόμενοι του υπέδειξαν να καταβάλει το συντομότερο δυνατό ολόκληρο το τίμημα για να ακολουθήσει η αγορά όλων των οχημάτων. Κατά το χρονικό διάστημα από 27-5-2011 έως 9-28-7-2011 κατέθεσε σε τραπεζικούς λογαριασμούς της πρώτης εναγόμενης 107.200 € και το χρονικό διάστημα από 14-10-2011 έως 9-2-2012 κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό του δεύτερου εναγόμενου 9.650 €. Μετά την κατάθεση των ανωτέρω ποσών η πρώτη εναγόμενη διαβεβαίωνε τον ενάγοντα ότι είχαν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες αγοράς των δύο πρώτων οχημάτων και σε άμεσο χρόνο θα γινόταν και η αγορά του τρίτου οχήματος και ότι ο σύζυγός της (δεύτερος εναγόμενος) θα του μεταβίβαζε αμέσως το ποσοστό του (50%) μόλις αποκτούσε (ο ενάγων) επαγγελματική άδεια, προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού αυτού ο δεύτερος εναγόμενος του χορήγησε την από 13-2-2012 υπεύθυνη δήλωση ότι τα δύο οχήματα ΟPEL και MERCEDES του ανήκουν αποκλειστικά. Στις  5-11-2012 ο ενάγων έλαβε επαγγελματική άδεια οδήγησης ΤΑΧΙ και ζήτησε από τους εναγόμενους να του μεταβιβάσουν το ποσοστό του 50% εξ αδιαιρέτου των οχημάτων, αλλά οι τελευταίοι ούτε τα αυτοκίνητα είχαν αγοράσει ούτε του επέστρεψαν τα χρήματά του. Τα ανωτέρω πραγματικά γεγονότα, ότι δηλαδή οι εναγόμενοι εμφανίστηκαν ως έγγαμο ζευγάρι, η διαβεβαίωση ότι ο δεύτερος εναγόμενος είναι φερέγγυος και έμπειρος για πολλά έτη στον τομέα του επαγγελματικού αυτοκινήτου και με γνωριμίας στην αγορά, το τηλεφώνημα της πρώτης εναγόμενης στον δήθεν εξάδελφό της Υφυπουργό, ήταν ψευδή, γεγονός που γνώριζαν οι εναγόμενοι και με τις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις τους τον έπεισαν να τους καταβάλει να προαναφερόμενα χρηματικά ποσά με σκοπό από κοινού να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, διότι ο δεύτερος εναγόμενος δεν είχε την πρόθεση να συνεργασθεί μαζί του επαγγελματικά, εάν δε ό ίδιος γνώριζε τα ψευδή αυτά πραγματικά γεγονότα και το σκοπό των εναγόντων, δεν θα ενέδιδε στην καταβολή των ανωτέρω ποσών. Ζήτησε δε, για τους λόγους αυτούς, όπως μετέτρεψε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του σε έντοκο αναγνωριστικό με τις προτάσεις του, επειδή οι εναγόμενοι τον ζημίωσαν παράνομα και υπαίτια,  να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, άλλως κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις,  να του καταβάλουν αφενός μεν η μεν πρώτη 107.200 €, ο δε δεύτερος 9.650 €, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα καταβολής κάθε επί μέρους ποσού, άλλως από την επίδοση της αγωγής, αφετέρου δε από κοινού 30.000 € για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από τη σε βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά τους έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι, καθένας σε ολόκληρο, υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα 126.850 € με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – πρώτη εναγόμενη και ζητεί, για τους λόγους που αναφέρονται στην έφεσή της και στους πρόσθετους αυτής λόγους και ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή. Οι εξεταζόμενοι λόγοι είναι παραδεκτοί κα επομένως  πρέπει να εξεταστούν και κατ΄ ουσίαν.

ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει, ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297 και 298 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 386 του ΠΚ, προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον, τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 1516/1999), χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα  από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να  συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο (ΑΠ 491/2015, 208/2014, 861/2014, 481/2012). Εξάλλου, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης (386 ΠΚ), ερμηνευόμενης ενόψει και του άρθρου 27 του ΠΚ, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημιάς αυτής, αλλά και όταν γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται την δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημίας είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Στην περίπτωση δε της από κοινού τελούμενης απάτης, ενόψει της διάταξης του άρθρου 45 ΠΚ, αντικειμενικά μεν απαιτείται σύμπραξη στην εκτέλεση της πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της πράξης της απάτης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Δεν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β’ του ΑΚ προκύπτει ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 του ΑΚ) ήταν επαρκής, ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 2149/2014, 359/2012 – ΕφΛαρ 103/2016).

ΙΙΙ. Στην εξεταζόμενη υπόθεση, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν νομότυπα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. πρακτικά δίκης), αξιολογούμενες κατά το λόγο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας των προσώπων, εκ των οποίων προέρχονται, τις υπ’ αρ. ……../6-12-2016 ένορκες βεβαιώσεις της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., που έχουν ληφθεί μετά από νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος για να παραστεί κατά τη λήψη τους (βλ. υπ’ αρ. ……./1-12-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….), τις υπ’ αρ. ……../10-11-2014 ένορκες βεβαιώσεις της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., που έχουν ληφθεί μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγομένων για να παραστούν κατά τη λήψη τους (βλ. υπ’ αρ. ………/31-10-2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υπ’ αρ. ……./6-12-2016 ένορκη βεβαίωση της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………., που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, διότι είναι η τέταρτη κατά σειρά επίκλησης στις προτάσεις της και στην τακτική διαδικασία μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνο τρεις (3) ένορκες βεβαιώσεις και λαμβάνονται υπόψη κατά σειρά επίκλησης (άρθρο 270 παρ.2 εδ.γ και δ ΚΠλΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του ν.4335/2015), βλ. ΑΠ 1103/2011) και τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι κάτοικος …., έγγαμος με δύο τέκνα και την καλοκαιρινή περίοδο με λεωφορείο του μετέφερε λουόμενους στις παραλίες των …. και τη χειμερινή περίοδο εργαζόταν σε οικοδομές. Οι εναγόμενοι από το έτος 2008 είχαν συνάψει ερωτική σχέση και από το έτος 2009 κατοικούσαν σε εξοχική κατοικία της πρώτης εναγόμενης στις ….., από όπου κατάγεται. Την Άνοιξη του έτους 2011 οι εναγόμενοι γνώρισαν την οικογένεια του ενάγοντος και ανέπτυξαν μεταξύ τους φιλικούς δεσμούς, οι οποίοι (εναγόμενοι) εμφανίζονταν στο κοινό ως έγγαμοι και ο καθένας συνέστηνε τον άλλον σε τρίτους, όπως και στον ενάγοντα, ως σύζυγό του. Από συζητήσεις μεταξύ των διαδίκων οι εναγόμενοι σχημάτισαν την εντύπωση ότι ο ενάγων έχει κάποια οικονομική επιφάνεια και αποφάσισαν να του αποσπάσουν παράνομα χρήματα. Έτσι, οι εναγόμενοι άρχισαν να του καλλιεργούν την ιδέα ότι μπορεί να συμπληρώσει το εισόδημά του χωρίς να εργάζεται επενδύοντας τις οικονομίες σε αγορές ΔΧΕ αυτοκινήτων (ΤΑΞΙ) μετά των αδειών τους. Για να επιτύχουν το κακόβουλο σχέδιό τους αμφότεροι οι εναγόμενοι εμφάνιζαν το δεύτερο εξ αυτών ως καταξιωμένο επαγγελματία στο χώρο του αυτοκινήτου με εμπειρία πολλών ετών, ότι διαθέτει δική του μεταφορική εταιρία στον Πειραιά, ότι έχει γνωριμίες με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα και ότι έχει τη δυνατότητα να αγοράσει τρία (3) αυτοκίνητα ΤΑΞΙ με τις επαγγελματικές άδειές τους σε πολύ καλή τιμή για να τα εκμεταλλευτούν από κοινού κατά ποσοστό 50% ο καθένας, δηλαδή ο ενάγων και ο δεύτερος εναγόμενος. Όμως, οι ανωτέρω παραστάσεις ήταν παντελώς ψευδείς, γεγονός που αγνοούσε ο ενάγων, ο οποίος, πεισθείς στις διαβεβαιώσεις αυτές, εξέφρασε τη βούλησή του να συνεργαστεί με το δεύτερο εναγόμενο στον τομέα των αυτοκινήτων ΤΑΞΙ. Επειδή την εποχή εκείνη είχε διαδοθεί η φήμη ότι θα απελευθερωθεί ο κλάδος των επαγγελματιών οδηγών ΤΑΞΙ, ο ενάγων ήταν διστακτικός στη συνεργασία αυτή, τους δε τυχόν ενδοιασμούς του φρόντισε να διασκεδάσει η πρώτη εναγόμενη, η οποία, πέραν των διαβεβαιώσεων για το ποιόν, την οικονομική ευρωστία και την επαγγελματική καθιέρωση του «συζύγου» της, του είπε ότι είναι εξαδέλφη του πρώην Υφυπουργού Παιδείας …………. και ενώπιόν του προσποιήθηκε ότι τον κάλεσε στο τηλέφωνο για να πληροφορηθεί αν στα σχέδια της κυβέρνησης ήταν η απελευθέρωση του κλάδου των αυτοκινητιστών ΤΑΞΙ και αυτός της απάντησε ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει στο προσεχές μέλλον. Όμως τα γεγονότα αυτά ήταν ψευδή, διότι η πρώτη εναγόμενη ούτε εξαδέλφη του ανωτέρω Υφυπουργού ήταν, ούτε και την ανωτέρω τηλεφωνική συνομιλία είχε μαζί του ενώπιον του ενάγοντος. Στη συνέχεια ο δεύτερος εναγόμενος διαβεβαίωσε τον ενάγοντα ότι στην Αθήνα γνωστός του επαγγελματίας είχε προς πώληση την εποχή εκείνη τρία (3) αυτοκίνητα ΤΑΞΙ μαζί με τις επαγγελματικές άδειες και ότι με τα χρήματα που διέθετε ο καθένας μπορούσαν να αγοράσουν από κοινού κατά ποσοστό 50% ο καθένας μαζί και τα τρία αυτοκίνητα. Επειδή όμως ο ενάγων δεν είχε επαγγελματική άδεια και ενόψει της επερχόμενης τουριστικής περιόδου, που θα εκτελούσε δρομολόγια με το λεωφορείο του προς τις παραλίες, δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τη διαδικασία έκδοσης της άδειας αυτής, ο δεύτερος εναγόμενος του πρότεινε να γίνει η αγορά στο όνομά του και όταν θα αποκτούσε επαγγελματική άδεια ΤΑΞΙ θα του μεταβίβαζε το μερίδιό του 50% σε όλα τα αυτοκίνητα. Ο ενάγων δέχθηκε την πρόταση αυτή και στις 26-5-2011 μετέβη με τον δεύτερο εναγόμενο στην Αθήνα και επισκέφθηκαν το κατάστημα πώλησης αυτοκινήτων του ……. επί της οδού ….. αρ. …., ο οποίος τους υπέδειξε τρία αυτοκίνητα (ΤΑΞΙ) που είχε προς πώληση, ήτοι ένα αυτοκίνητο μάρκας OPEL VECTRA με αρ. κυκλ. ………., ένα αυτοκίνητο μάρκας MERCEDES  με αρ. κυκλ. ………. και ένα αυτοκίνητο μάρκας SCODA, των οποίων η αξία με τις επαγγελματικές άδειές τους τους  ανερχόταν σε 90.000 €, 98.000 € και 80.000 € αντίστοιχα, που αντιστοιχούσε κατά 50% σε καθένα. Μάλιστα ο ενάγων για την αγορά του αυτοκινήτου OPEL VECTRA κατέβαλε προκαταβολή 300 € στον ανωτέρω επιχειρηματία και υπέγραψαν το από 26-5-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό (προσύμφωνο μεταβίβασης). Με την επιστροφή τους στις …… αμφότεροι οι εναγόμενοι έπεισαν τον ενάγοντα ότι έπρεπε να καταβάλει ολόκληρο το τίμημα (50%) για να ακολουθήσει άμεσα η αγορά των ανωτέρω αυτοκινήτων. Έτσι ο ενάγων, με υπόδειξη αμφότερων των εναγόμενων κατέθεσε σε τραπεζικούς λογαριασμούς τους της πρώτης ενάγουσας στις τράπεζες ΕΘΝΙΚΗ και ALPHA BANK από 27-5-2011 έως 28-7-2011 συνολικά 107.200 € και του δεύτερου εναγόμενου στην ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ από 14-10-2011 έως 9-2-2012 συνολικά 9.650 €, τα ποσά δε αυτά αντιστοιχούσαν στο μερίδιο αγοράς που βάρυνε τον ενάγοντα και ένα ποσό 3.150 € αφορούσε την κάλυψη διαδικαστικών εξόδων και την πληρωμή φόρου υπεραξίας. Μετά την καταβολή των χρημάτων αυτών η δεύτερη εναγόμενη διαβεβαίωσε τον ενάγοντα αφενός μεν ότι είχαν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες για την αγορά των δύο αυτοκινήτων και σε άμεσο χρόνο θα ολοκληρωνόταν και για το τρίτο αυτοκίνητο, αφετέρου δε ότι ο «σύζυγός» της θα του μεταβίβαζε το ποσοστό του μόλις θα αποκτούσε την επαγγελματική άδεια, μάλιστα δε ο δεύτερος εναγόμενος, προς ενίσχυση των ανωτέρω διαβεβαιώσεων, συνέταξε και παρέδωσε στον ενάγοντα με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής από το ΚΕΠ 252 του Δήμου Νίκαιας την από 13-2-2012 υπεύθυνη δήλωση ότι τα αυτοκίνητα OPEL VECTRA και MERCEDES ανήκουν κατά ποσοστό 50% στον ενάγοντα και ότι ο εναγόμενος τα εκμεταλλεύεται επειδή ο ενάγων βρίσκεται στο νησί (………). Στις 5-11-2012 ο ενάγων απέκτησε επαγγελματική άδεια οδήγησης ΤΑΞΙ και αναζήτησε τους εναγόμενους για να γίνει η μεταβίβαση των ανωτέρω οχημάτων κατά 50% στο όνομά του, πλην όμως ουδεμία απάντηση έλαβε, διότι ούτε τα αυτοκίνητα αγοράστηκαν ούτε και τα χρήματα που κατέβαλε του επέστρεψαν οι εναγόμενοι, τα οποία παρακράτησαν και τα ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Η πρώτη εναγόμενη γνώριζε ότι ο δεύτερος εναγόμενος δεν είχε οικονομική επιφάνεια, ούτε μεταφορική εταιρία ούτε ότι ήταν έντιμος στις συναλλαγές του και τον αποκαλεί με τις προτάσεις της «εγκληματία» και απατεώνα» και ότι αυτός από μόνος του χωρίς οποιαδήποτε συμμετοχή της ίδιας πλησίασε τον ενάγοντα και τον εξαπάτησε με αποκλειστικό σκοπό να του υφαρπάσει τις οικονομίες του. Όμως, από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται πλήρως ότι η συμπεριφορά της εναγόμενης διατήρησε και ενίσχυσε την εσφαλμένη αντίληψη που είχε δημιουργήσει στον ενάγοντα ο δεύτερος εναγόμενος και μετείχε του δόλου αυτού να εξαπατήσει τον ενάγοντα και να ιδιοποιηθεί παράνομα τις οικονομίες του, καθοριστικό δε αυτής της  βούλησης της πρώτης εναγόμενης είναι το γεγονός ότι έδωσε στον ενάγοντα δύο τραπεζικούς λογαριασμούς της για την κατάθεση του μεγαλύτερου μέρους του τιμήματος, το οποίο κατόπιν θα μεταβίβαζε στο δεύτερο εναγόμενο, προέβη δε στην ενέργεια αυτή διότι ο τελευταίος είχε χρέη προς τρίτους, γεγονός που η ίδια γνώριζε και τυχόν καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς του δεύτερου εναγόμενου κινδύνευαν να κατασχεθούν από τους δανειστές του. Περαιτέρω ο ισχυρισμός της πρώτης εναγόμενης ότι αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας (καταθλιπτική συνδρομή), τα οποία εκμεταλλεύτηκε ο δεύτερος εναγόμενος και την είχε υποχείριά του, είναι ουσία αβάσιμος, σε κάθε δε περίπτωση δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την προαναφερόμενη παράνομη συμπεριφορά της και το σχετικό αίτημα να διενεργηθεί ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη για να διαπιστωθεί η κατάσταση της υγείας της κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο, αντίθετα δε αποδείχθηκε ότι αυτή είναι ισχυρή προσωπικότητα με συγκροτημένη κοινωνική και προσωπική ζωή, μέλος οικογένειας πολύ γνωστής στις …. που έχαιρε εκτίμησης και σεβασμού. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι αμφότεροι οι εναγόμενοι από κοινού, με κοινό δόλο και με συγκλίνουσες συμπεριφορές τέλεσαν σε βάρος του ενάγοντος το ποινικό αδίκημα της απάτης (άρθρα 45, 386 ΚΠ), το οποίο κατά τον αστικό νόμο αποτελεί αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση αποζημίωσης του παθόντος (άρθρο 914 ΑΚ).

ΙV. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και ύστερα από ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατέληξε στην ίδια κρίση, δεν έσφαλε, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από την εκκαλούσα με τους λόγους της έφεσης και τους πρόσθετους λόγους κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα κατ΄ ουσίαν, όπως και η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι στο σύνολό τους.   Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας (άρθρα 176, 183, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει  κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 30-10-2017 (ΕΑΚ …/2017) έφεση και τους από 4-3-2019 (ΕΑΚ …./2019) πρόσθετους λόγους κατά της υπ΄ αριθμό 4233/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται την έφεση και τους πρόσθετους λόγους τυπικά.

Απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ. Και

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 10 Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ