Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 156/2021

Aριθμός     156/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα T.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη  με ειδικό  αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  …../2018 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 4671/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά που εκδόθηκε  κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  καθώς η εκκαλουμένη απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις  26-10-2017  και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 8-5-2018 δίχως να προηγηθεί επίδοση της απόφασης (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την  αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. υπ΄ αριθμόν ……./2018 παράβολο).

Με την αγωγή  επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη  απόφαση ο ενάγων και ήδη εκκαλών  ιστορούσε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων δανείου που είχε συνάψει με τον εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο μεταβίβασε σ΄αυτόν σταδιακά κατά κυριότητα χρήματα ανερχόμενα συνολικά περί τα μέσα Μαΐου του έτους 2005 στο ποσό των 18.000 ευρώ. Το  χρέος αυτό   αναγνώρισε  ο εναγόμενος  και προς τούτο  εξέδωσε  σε διάταξη του ενάγοντα  την αναφερόμενη στην αγωγή ισόποση επιταγή, η οποία έφερε ημερομηνία έκδοσης 31-10-2005 ενώ  κατά  παράκληση του εναγόμενου δεν επιδίωξε ο ενάγων την είσπραξη της επιταγής αυτής   πειθόμενος στις υποσχέσεις του περί ολοσχερούς εξοφλήσεως του οφειλόμενου ποσού. Ο εναγόμενος, όμως, δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις του και για το λόγο αυτό ο ενάγων ζήτησε, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το αίτημα της αγωγής,   να υποχρεωθεί ο εναγόμενος  να καταβάλει σ΄αυτόν  το ποσό των 18.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της ημερομηνίας εκδόσεως της επιταγής, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, καθώς επίσης και την καταδίκη αυτού στα δικαστικά του έξοδα. Επί της νομίμου αυτής αγωγής (άρθρα  806, 345, 341,346 ΑΚ, 176, 191 παρ 2 ΚΠολΔ) εξεδόθη η εκκαλουμένη με την οποία  απορρίφθηκε η αγωγή  ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν.

΄Ηδη, κατά της απόφασης αυτής βάλλει ο ενάγων    παραπονούμενος   για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί  την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την παραδοχή της αγωγής του.

Κατά το άρθρο 416 ΑΚ η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή. Η καταβολή πρέπει να είναι προσήκουσα, δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής ό,τι πράγματι δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 421 ΑΚ, αν ο οφειλέτης για να ικανοποιήσει το δανειστή αναλάβει απέναντι του νέα υποχρέωση, αυτή δεν θεωρείται ότι έγινε αντί καταβολής, εκτός αν προκύπτει σαφώς το αντίθετο. Από τον ερμηνευτικό της βουλήσεως των μερών κανόνα που θεσπίζεται με τη διάταξη αυτή, συνάγεται ότι η ανάληψη νέας υποχρεώσεως από τον οφειλέτη, όπως είναι και η έκδοση επιταγής, προς ικανοποίηση του δανειστή, δεν επιφέρει, πριν από την είσπραξη αυτής, την εξόφληση του χρέους, διότι θεωρείται ότι έγινε χάριν καταβολής και όχι αντί καταβολής, εκτός αν συμφωνήθηκε ή προκύπτει από τις περιστάσεις σαφώς το αντίθετο, δηλαδή ότι έγινε για την απόσβεση της αρχικής οφειλής, με τη σύσταση της νέας. Μόνη η παράδοση της τραπεζικής επιταγής, η οποία αποτελεί όργανο και όχι μέσο πληρωμής, δεν συνιστά καταβολή κατά την έννοια του άρθρου 416 ΑΚ, ούτε σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται δόση ή υπόσχεση αντί καταβολής κατά τα άρθρα 419 και 421 ΑΚ, αλλά γίνεται χάριν καταβολής. Ο οφειλέτης με την έκδοση της επιταγής ή την ανάληψη υποχρεώσεως από αυτήν υπόσχεται στο δανειστή του (λήπτη) ότι θα εκπληρώσει την αρχική (βασική) του υποχρέωση με την εκπλήρωση νέας. Με τη γένεση δηλαδή της ενοχής από την επιταγή δημιουργείται μόνο ένας εναλλακτικός τρόπος πληρωμής και για το λόγο αυτό δεν επέρχεται απόσβεση της αρχικής υποχρεώσεως παρά μόνο με την πραγματική πληρωμή (είσπραξη) της επιταγής. Άλλωστε, ενόψει του ότι, σε αντίθεση με το χαρτονόμισμα, που είναι φορέας αξίας, παρούσας και βέβαιης, η τραπεζική επιταγή, ως αξιόγραφο, είναι φορέας απαιτήσεως και η αξία της εξαρτάται από την φερεγγυότητα του οφειλέτη (ΑΠ 20/2018, Νόμος).

Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, δίχως να λαμβάνεται υπόψη η υπ΄αριθμόν ……/2020 ένορκη βεβαίωση,  καθώς δεν προσκομίστηκε από τον ενάγοντα η κλήση του αντιδίκου  του ώστε να κριθεί αν η βεβαίωση αυτή έχει δοθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στην  διάταξη του άρθρου 422 ΚΠολΔ, καθώς η μνεία  στη βεβαίωση αυτή περί νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου του ενάγοντος δεν αρκεί για την διάγνωση της νομότυπης λήψης αυτής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :  Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων δανείου που είχαν συναφθεί μεταξύ των διαδίκων οι οποίοι διατηρούσαν φιλική σχέση, ο ενάγων μεταβίβασε στον εναγόμενο κατά κυριότητα χρήματα, τα οποία στα μέσα του έτους 2005 ανέρχονταν συνολικά στο ποσό των 18.000 ευρώ.  Στα πλαίσια  εξασφάλισης του ενάγοντος ο εναγόμενος  το ίδιο χρονικό διάστημα εξέδωσε  στα Κύθηρα σε διαταγή του ενάγοντος  την με αριθμό ………… επιταγή της τότε   «Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.» ποσού 18.000 ευρώ πληρωτέα από τον λογαριασμό του εναγόμενου στην οποία τέθηκε ημερομηνία εκδόσεως η 31-10-2005. Την επιταγή αυτή εξέδωσε ο εναγόμενος αναλαμβάνοντας την νέα αυτή υποχρέωση χάριν καταβολής και όχι αντί καταβολής. Υποσχέθηκε, δηλαδή, με την έκδοση της επιταγής αυτής  ότι θα εκπληρώσει την αρχική του υποχρέωση με την εκπλήρωση της νέας ήτοι  πληρώνοντας την επιταγή αυτή. Παρά τη δέσμευσή του όμως αυτή, ο εναγόμενος  δεν κατέβαλε το ποσό της επιταγής επικαλούμενος οικονομική δυσπραγία,  ενώ έπεισε τον ενάγοντα να μην εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή με συνέπεια ν΄ απωλέσει ο τελευταίος το δικαίωμα πληρωμής της επιταγής αυτής και ν΄ αποδεσμεύσει τον εναγόμενο από την υποχρέωση που ανέλαβε εκδίδοντας την επιταγή αυτή, απαλλάσσοντάς τον εν τέλει από τον εναλλακτικό αυτό τρόπο πληρωμής, ο οποίος δεν επέφερε απόσβεση της αρχικής υποχρεώσεως κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής.  Κρίνεται δε απορριπτέος ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι εξέδωσε την επιταγή αυτή στα πλαίσια έτερης εννόμου σχέσεως η οποία και τακτοποιήθηκε και όχι λόγων των επιδίκων δανειακών συμβάσεων που είχε συνάψει με τον ενάγοντα καθόσον ούτε επικαλείται ούτε και αποδεικνύεται έτερη έννομη σχέση μεταξύ του ιδίου και του ενάγοντα.  Αξίζει δε, να σημειωθεί ότι ενώ έχει επισημανθεί  από τον ενάγοντα από τον  πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας  η αδυναμία του εναγόμενου να προσδιορίσει την  από μέρους του επικαλούμενη έτερη έννομη σχέση ένεκα της οποίας κατά τους ισχυρισμούς του εξέδωσε  και παρέδωσε  στον ενάγοντα την  ανωτέρω επιταγή, ουδόλως συμπλήρωσε ο εναγόμενος την έλλειψη αυτή αφήνοντας ως εκ τούτου να εννοηθεί ότι η επικαλούμενη έτερη έννομη σχέση είναι ανύπαρκτη.  Εξάλλου, δεν δικαιολογείται η από μέρους του ενάγοντος κατοχή του σώματος της επιταγής αυτής αν πράγματι είχε εκπληρωθεί ο σκοπός για τον οποίο είχε εκδοθεί η επιταγή αυτή σε διαταγή του ενάγοντος  και είχε παραδοθεί σ΄αυτόν. Κατόπιν όλων αυτών, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι ο εναγόμενος έλαβε κατά κυριότητα δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων δανείου από τον ενάγοντα  διάφορα χρηματικά ποσά τα οποία στα μέσα του έτους 2005 ανέρχονταν συνολικά  στο ποσό των 18.000 ευρώ, το οποίο και υποχρεούται ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής και όχι από της ημερομηνίας εκδόσεως της επιταγής καθόσον με την μη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή παραιτήθηκε ο ενάγων από τα δικαιώματα που  προσπόριζε σ΄αυτόν η επιταγή και αποδέσμευσε τον εναγόμενο από τις υποχρεώσεις που ανέλαβε εκδίδοντας την, όπως προαναφέρθηκε, μεταξύ των οποίων και η  τοκοφορία από της ημερομηνίας εκδόσεως της επιταγής. Κατά συνέπεια η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων μεταβίβασε στον εναγόμενο σταδιακά το ανωτέρω ποσό σε εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων δανείου και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν,  υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον βάσιμο περί αυτού λόγο της εφέσεως, η οποία κατ΄ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν. Περαιτέρω δε, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο να δικαστεί η αγωγή και να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 18.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας  πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του  εφεσίβλητου   λόγω της ήττας αυτού   (άρθρο 176, 191 παρ 2, 183 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει, ενόψει  της  παραδοχής  της έφεσης,  να διαταχθεί και η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στον εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ   την έφεση

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ  την με αριθμό  4671/2017 απόφαση του Μονομελους Πρωτοδικείου Πειραιά

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ  την με γενικό  αριθμό καταθ. …../2016  και ειδικό  αριθμό καταθ δικογράφου  ……/2016  αγωγή

ΔΕΧΕΤΑΙ   την αγωγή

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ  τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων (18.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ   τον εναγόμενο – εφεσίβλητο  στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900)  ευρώ

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή  του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στον εκκαλούντα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 16 Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ