Αριθμός 137/2021
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από 19-1-2018 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2018 έφεση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας, κατά της υπ’ αρ. 1772/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε την παρακάτω αναφερόμενη αγωγή κατά την τακτική διαδικασία και κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, ήτοι, ασκήθηκε πριν την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός της νόμιμα προβλεπόμενης διετίας από της δημοσίευσής της (άρθρα 19, 495, 499, 511, 513 παρ.1 περ. β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 2ΚΠολΔ – επίδοση εκκαλουμένης στις 11-4-2018 και άσκηση έφεσης στις 19-1-2018 – βλ. υπ’ αριθμ. …./11-4-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……… και υπ’ αριθμ. ……../19-1-2018 έκθ. κατάθ. δικογρ. έφεσης του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος, δεδομένου ότι έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (e-παράβολο …………) και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.
Ο αρχικώς ενάγων ………, που, μετά την άσκηση της από 15-4-2015 (ΕΑΚ ……./2015) αγωγής του, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της εναγόμενης και ήδη, εκκαλούσας, απεβίωσε στις 11-11-2015 και κληρονομήθηκε, με βάση την από 20-10-2014 ιδιόγραφη διαθήκη του από τη σύζυγό του και τέκνα του, οι οποίοι, εκτός από τη σύζυγό του, -που εγκαταστάθηκε με τη διαθήκη κληρονόμος σε συγκεκριμένο ακίνητο, δηλαδή, σε δήλο πράγμα της κληρονομίας, διαφορετικό από τα επίδικα κληρονομιαία ακίνητα-, υπεισήλθαν στην με το θάνατο του ενάγοντος διακοπείσα δίκη, λαμβάνοντες τη δικονομική αυτού θέση, ήτοι ως ενάγοντες, ιστορούσε, κατ΄ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής τα εξής: Στις 26-7-2014 απεβίωσε στον Πειραιά ο θείος του (αδελφός του πατέρα του), … ., ο οποίος είχε τελέσει με την εναγόμενη και, ήδη, εκκαλούσα, νόμιμο γάμο, που λύθηκε αμετάκλητα με την υπ’ αριθμ. 27/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων κατόπιν αγωγής αυτού λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης, για λόγους, που αφορούσαν στο πρόσωπο της συζύγου του. Ότι ο αποβιώσας θείος του, με την από 20-1-2002 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, τον εγκατέστησε μοναδικό κληρονόμο του σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, ανακάλεσε κάθε προηγούμενη διαθήκη του και αποκλήρωσε την εναγόμενη σύζυγό του, με την αιτιολογία ότι του είχε φερθεί ελεεινά, τον είχε εγκαταλείψει και ζούσε με τη μητέρα της, αλλά και για άλλους πολλούς λόγους, αναφέροντας στη διαθήκη του ότι είχε ασκήσει σε βάρος της και σχετική αγωγή διαζυγίου. ΄Οτι στις 15-1-2015 η εναγόμενη, με την ιδιότητα της συζύγου του αποβιώσαντος, γνωστοποίησε σ’αυτόν (ενάγοντα) να απέχει από οποιαδήποτε ανάμειξη στην κληρονομία του συζύγου της, ………., ισχυριζόμενη ότι, με την από 20-12-2013 ιδιόγραφη διαθήκη του την εγκαθιστούσε μοναδική κληρονόμο στο σύνολο της περιουσίας του. ΄Οτι η από 20-12-2013 ιδιόγραφη διαθήκη είναι άκυρη, διότι δεν έχει γραφεί και υπογραφεί καθ’ ολοκληρίαν από τον διαθέτη θείο του, άλλως διότι το έτος 2013, ο διαθέτης βρισκόταν σε μόνιμη διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, λόγω ανοϊκής συνδρομής αγγειακής αιτιολογίας από ισχαιμική βλάβη, άλλως, η διαθήκη είναι ακυρώσιμη, διότι, κατά το χρόνο της σύνταξής της, είχε ήδη εκδοθεί και είχε καταστεί αμετάκλητη η απόφαση διαζυγίου, σε κάθε, δε, περίπτωση ο διαθέτης είχε ασκήσει την ανωτέρω αγωγή διαζυγίου σε βάρος της εναγόμενης. Με βάση το ανωτέρω περιεχόμενο της αγωγής, ο αρχικός ενάγων ζητούσε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 20-12-2013 ιδιόγραφης διαθήκης του ………. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή, κατά την πρώτη κύρια βάση της και αναγνώρισε την ακυρότητα της προσβαλλόμενης ιδιόγραφης διαθήκης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – εναγόμενη και ζητεί, για τους λόγους που αναφέρονται στην έφεσή της και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή.
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1718 και 1721 παρ. 1 εδ. α ΑΚ. σαφώς συνάγεται ότι είναι άκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη εφόσον αυτή δεν έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη και δεν έχει χρονολογηθεί και υπογραφεί απ` αυτόν. Ο νόμος απαίτησε την καθ` ολοκληρίαν γραφή της ιδιόγραφης διαθήκης από το χέρι του ίδιου του διαθέτη προς διασφάλιση της γνησιότητας και του περιεχομένου της τελευταίας βούλησης του διαθέτη, μη επιτρέποντας την επέμβαση ξένης χειρός σ` αυτήν και, εφόσον δεν διακρίνει, απαιτείται να είναι ιδιοχείρως γραμμένη ολόκληρη η διαθήκη απ` αρχής μέχρι τέλους, το οποίο επισημαίνεται με την, επίσης, ιδιοχείρως γραμμένη υπογραφή του διαθέτη (ΑΠ 463/2019, 807/2018, 579/2016). Ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει μόνο τη γνησιότητα της υπογραφής σ` αυτήν, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι, και όλο το περιεχόμενό της γράφτηκε ιδιοχείρως από το διαθέτη (ΑΠ 155/2019). Προσβολή συγχρόνως της διαθήκης ως πλαστής δεν είναι αναγκαία, αφού αυτή είναι εξίσου άκυρη και όταν δεν είναι πλαστή, όπως συμβαίνει όταν γράφηκε από τρίτο με υπαγόρευση του διαθέτη, οπότε, χωρίς να είναι πλαστή, είναι άκυρη (ΕφΠατρ 208/2019).
Από τις υπ’ αριθμ. .. και ……../1-11-2016 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …….. και …….., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς, ….., που έχουν ληφθεί μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγομένων για να παραστούν κατά τη λήψη τους (βλ. … – …../26-10-2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χανίων, ……….), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υπ’ αριθμ. ../27-4-2016 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ……., ενώπιον της Συμβ/φου Καλλιθέας …….….., ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι στην από 22-4-2016 κλήση της εναγόμενης, για να παραστεί κατά τη λήψη της εν λόγω βεβαίωσης, δεν αναφέρονται τα στοιχεία του εξετασθέντος μάρτυρα, ήτοι ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση της κατοικίας του (άρθρα 422 παρ.1 και 424 ΚΠολΔ) και από τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 25-7-2014, απεβίωσε στον Πειραιά, ο …….., ηλικίας 78 ετών, θείος του αρχικού ενάγοντος (αδελφός του πατέρα του), λόγω λοίμωξης του αναπνευστικού και καρδιοαναπνευστικης ανακοπής, πάσχοντας από καρκίνο του παχέος εντέρου. Ο ανωτέρω αποβιώσας κατέλιπε μόνους πλησιέστερους συγγενείς του την εναγόμενη, σύζυγό του από δεύτερο γάμο, την αδελφή του, ……….., τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του, ……., … και …, την κόρη του προαποβιώσαντος αδελφού του, ……., ….. και τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του, ….., …. (αρχικώς ενάγοντα), … και ….. Εναντίον της εναγόμενης ο εκλιπών είχε ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων, την από 27-12-2001 αγωγή διαζυγίου, για λόγους που αφορούσαν στο πρόσωπο της εναγόμενης, η αγωγή του, δε, αυτή έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 27/2003 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου. Ακολούθως η εναγόμενη άσκησε έφεση εναντίον της ανωτέρω απόφασης ενώπιον του Εφετείου Κρήτης, το οποίο με την υπ’ αριθμ. 295/2004 απόφασή του, απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση. Εναντίον της τελευταίας αυτής απόφασης, η εναγόμενη, στις 29-7-2004 άσκησε αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, η οποία δεν συζητήθηκε μέχρι το θάνατο του εκλιπόντος, με αποτέλεσμα, επειδή η απόφαση διαζυγίου δεν κατέστη αμετάκλητη (άρθρο 1438 ΑΚ), η δίκη περί διαζυγίου να καταργηθεί (άρθρο 604 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο του θανάτου του- ΟλΑΠ653/1984, ΑΠ1561/2009δημ.ΝΟΜΟΣ), αλλά η λύση του γάμου επήλθε αυτοδικαίως, με το θάνατό του. Από τις αρχές του έτους 2003 ο εκλιπών και η σύζυγός του ζούσαν χωριστά, ο, μεν, πρώτος στην Κρήτη, η, δε, δεύτερη στη Δραπετσώνα Αττικής. Κατά τους μήνες Απρίλιο και Αύγουστο του έτους 2013, ο εκλιπών νοσηλεύθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Χανίων, πάσχων από αλλοιώσεις αγγειοπάθειας εγκεφάλου (τουλάχιστον από το 2010), άνοια, κολπική μαρμαρυγή, υπερουριχαιμία και του τοποθετήθηκε βηματοδότης. Κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2013, η εναγόμενη μετέβη στην Κρήτη και επέστρεψε στην οικία της, μαζί με τον εκλιπόντα, ζώντες μαζί μέχρι το θάνατό του. Κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2013, ο εκλιπών διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του παχέος εντέρου, ισχαιμική καρδιοπάθεια και οργανικό ψυχοσύνδρομο, κατέληξε, δε, την 25-7-2014, από πολυοργανική ανεπάρκεια λόγω της ανωτέρω επιβαρυμένης υγείας του. Με την από 20-1-2002 ιδιόγραφη διαθήκη του, την οποία είχε καταθέσει ο εκλιπών στη Συμβολαιογράφο Χανίων, ………. (αριθμ. κατάθ. ……./10-2-2003) και δημοσιεύθηκε νόμιμα από το Ειρηνοδικείο Χανίων (αριθμ. πρακτ. ……./14-11-2014), είχε εγκαταστήσει μοναδικό κληρονόμο του τον ανεψιό του, ……….. (πρώην ενάγοντα) σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, είχε ανακαλέσει κάθε προηγούμενη διαθήκη του και είχε αποκληρώσει την εναγόμενη σύζυγό του, είχε, δε, αιτιολογήσει την απόφασή του αυτή, αναφέροντας ότι ο ανεψιός του τον βοηθούσε, του συμπαραστεκόταν και τον περιέθαλπε, ενώ, η σύζυγός του του είχε φερθεί ελεεινά, τον είχε εγκαταλείψει και ζούσε με τη μητέρα της και για άλλους πολύ σοβαρούς λόγους, όπως, επίσης, ανέφερε. Η ανωτέρω διαθήκη είναι έγκυρη, φέρει όλα τα αναγκαία στοιχεία που απαιτούνται από τη διάταξη του άρθρου 1721 ΑΚ, ήτοι, έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη και φέρει χρονολογία και υπογραφή από τον ίδιο, το κύρος, δε, αυτής δεν αμφισβητεί η εναγόμενη. Κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2015 κι ενώ ο ανωτέρω εκ διαθήκης κληρονόμος συνέλεγε ελαιόκαρπο από το κληρονομιαίο ακίνητο στην τοποθεσία ……… . Χανίων και είχε εγκατασταθεί στην κληρονομιαία οικία στην ίδια περιοχή, η εναγόμενη του γνωστοποίησε εγγράφως ότι ο ανωτέρω διαθέτης με νεότερη ιδιόγραφη διαθήκη του, εγκατέστησε την ίδια μοναδική κληρονόμο του σε όλη την περιουσία του και τον κάλεσε να απόσχει από οποιαδήποτε ενέργεια στην κληρονομιαία περιουσία. Συγκεκριμένα, με τα υπ’ αριθμ. 730/18-12-2014 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Χανίων δημοσιεύθηκε, με επιμέλεια της εναγόμενης, η από 20-12-2013 ιδιόγραφη διαθήκη του ………, με την οποία εγκαθιστούσε μοναδική κληρονόμο του την εναγόμενη, με την αιτιολογία «για τις φροντίδες και περιποιήσεις, που μου έχει προσφέρει στο παρελθόν και τώρα που με ξαναπήρε κοντά της», ανακάλεσε, δε, κάθε προηγούμενη διαθήκη του, συγχρόνως, δε, στην ίδια συνεδρίαση, το Ειρηνοδικείο Χανίων, με τα υπ’ αριθμ. 729/18-12-2014 πρακτικά, δημοσίευσε προγενέστερη όλων, ιδιόγραφη διαθήκη του ίδιου διαθέτη με ημερομηνία 7-10-1982, με την οποία εγκαθιστούσε κληρονόμο του την εναγόμενη σε οικόπεδο, με οικοδομή στην ίδια ως άνω περιοχή. Ο ………., μόλις πληροφορήθηκε το ανωτέρω γεγονός, ήτοι, την ύπαρξη και δημοσίευση νεότερης ιδιόγραφης διαθήκης του εκλιπόντος, ζήτησε τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης από την ……….., Ειδική Δικαστική Γραφολόγο, για να αποφανθεί αν η από 20-12-2013 ιδιόγραφη διαθήκη έχει γραφεί και υπογραφεί από το χέρι του διαθέτη ή από τρίτο πρόσωπο. Η εν λόγω γραφολόγος με την από 10-3-2015 γνωμοδότησή της αποφάνθηκε ότι η από 20-12-2013 ιδιόγραφη διαθήκη του διαθέτη δεν έχει χαραχθεί (γραφεί) εξ ολοκλήρου από το ίδιο πρόσωπο ή και καθοδηγήθηκε από άλλο πρόσωπο και η σ’ αυτή υπογραφή του είναι παντελώς διαφορετική από τις γνήσιες υπογραφές του σε όλα τα επίσημα και δημόσια έγγραφα που εξέτασε. Μετά τον έλεγχο αυτό ο ….. . υπέβαλε, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χανίων, την από 16-4-2015 έγκλησή του σε βάρος της εναγόμενης για τις πράξης της κακουργηματικής πλαστογραφίας και της κακουργηματικής απάτης ενώπιον Δικαστηρίου και διατάχθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από την Πταισματοδίκη Χανίων, η οποία με πράξη της (αρ. …./31-8-2015), κατόπιν παραγγελίας του ανωτέρω Εισαγγελέα, διέταξε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη από τον ….., Δικαστικό Γραφολόγο, που είναι γραμμένος στον πίνακα πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Χανίων, για να αποφανθεί ποιά από τις από 20-1-2002 και 20-12-2013 ιδιόγραφες διαθήκες του ίδιου διαθέτη, ……. είναι γνήσια, στην ουσία, όμως, η έρευνα αφορούσε την από 20-12-2013 ιδιόγραφη διαθήκη, διότι το κύρος της από 20-1-2002 τοιαύτης, δεν αμφισβητείται από την εναγόμενη και δεν αποτελεί αντικείμενο της ένδικης αγωγής. Ο ανωτέρω πραγματογνώμονας, με την από 2-10-2015 γνωμοδότησή του, αποφάνθηκε ότι στην από 20-12-2013 ιδιόγραφη διαθήκη η υπογραφή δεν έχει χαραχθεί (γραφεί) εξ ολοκλήρου από το ίδιο άτομο ή και καθοδηγήθηκε από άλλο πρόσωπο και ότι η από 20-1-2002 ιδιόγραφη διαθήκη φέρει τη γνήσια υπογραφή του διαθέτη και είναι η γνήσια διαθήκη. Ο ανωτέρω πραγματογνώμονας εξέτασε τις δύο ιδιόγραφες διαθήκες από φωτογραφικό υλικό και τα υπόλοιπα έγγραφα από φωτοαντιγραφικά αντίγραφα ανύποπτου χρόνου. Οι φωτογραφίες των διαθηκών είναι γνήσια ιδιωτικά έγγραφα, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται από την εναγόμενη (άρθρο 457 παρ.1 ΚΠολΔ), η, δε, γνησιότητα αυτή, ενόψει της έλλειψης υπογραφής, αναφέρεται στο περιεχόμενό τους, ότι δηλαδή αποτυπώνουν επακριβώς τα φωτογραφιζόμενα έγγραφα και όχι ότι το περιεχόμενο του φωτογραφιζόμενου εγγράφου είναι γνήσιο, ήτοι, ότι προέρχεται από τον φερόμενο ως συντάξαντα αυτό, περαιτέρω, δε, οι φωτογραφίες αυτές, ως γνήσια αποδεικτικά έγγραφα, λαμβάνονται υπόψη για κατ’ αντιπαραβολή απόδειξη της γνησιότητας κάθε εγγράφου (άρθρο 460 ΚΠολΔ). Για τον έλεγχο της υπογραφής, ο πραγματογνώμονας, πέραν των δύο διαθηκών, έλαβε υπόψη του, για συγκριτικά στοιχεία, σε φωτογραφικά αντίγραφα α) το ……../2006 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της Συμβ/φου Χανίων, …….. που φέρει τέσσερεις υπογραφές του διαθέτη, β) την από 3-2-2006 υπεύθυνη δήλωση, που φέρει μία υπογραφή του διαθέτη, γ) την από 3-2-2006 υπεύθυνη δήλωση μη απόκτησης εισοδήματος, που φέρει δύο υπογραφές του διαθέτη και 4) το …../2006 συμβόλαιο αποδοχής κληρονομίας της ανωτέρω συμβολαιιογράφου, που φέρει τρεις υπογραφές του διαθέτη. Τη γνησιότητα των ανωτέρω εγγράφων, τα οποία είναι πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία και επαρκή ως προς το αποδεικτέο γεγονός της γνησιότητας ή μη της υπογραφής του διαθέτη στις υπό έλεγχο ιδιόγραφες διαθήκες, δεν αμφισβητεί η εναγόμενη. Από την αντιπαραβολή των υπογραφών στα προαναφερόμενα έγγραφα, αλλά και αυτή στο εξωτερικό μέρος του φακέλου, που παρέδωσε ο διαθέτης με την από 20-1-2002 ιδιόγραφη διαθήκη του στην προαναφερόμενη συμβολαιογράφο, αποδεικνύεται πλήρως ότι οι υπογραφές αυτές και εμφανίζουν τα ίδια χαρακτηριστικά, δηλαδή, είναι μικτού τύπου, ήτοι, έχουν χαραχθεί με το αρχικό γράμμα του επωνύμου «Σ» και με το γράμμα «γ» και με μόρφωμα σε συνδυασμό με τη ληκτική ακολουθία, χαράσσονται με την ίδια γραφική ένταση, με μία ή δύο κινήσεις, με επιταχυνόμενη γραφική ταχύτητα, με ομοιογένεια χάραξης από την αρχή ως το τέλος, έχουν ληκτική ακολουθία στο τέλος και έχουν τεθεί από το ίδιο πρόσωπο, ήτοι, τον διαθέτη ……… Η υπό έρευνα υπογραφή του διαθέτη στην από 20-12-2013 ιδιόγραφη διαθήκη του με τη μορφή «……..» διαφέρει ουσιωδώς από τις ανωτέρω υπογραφές του ίδιου διαθέτη, διότι είναι γραμματικού τύπου χωρίς ληκτική ακολουθία, ένα μέρος έχει χαραχθεί με σταθερότητα και το υπόλοιπο με εμφανή γραφικό τρόμο, έχει χαραχθεί με πολλαπλές κινήσεις, δεν έχει χαραχθεί με επιταχυνόμενη γραφική ταχύτητα και με ομοιογένεια μέχρι το τέλος. Στο ίδιο αποτέλεσμα βάσει των ανωτέρω στοιχείων οδηγήθηκε και η γραφολόγος ……… με την προαναφερόμενη εξώδικη γνωμοδότησή της, αμφότεροι, δε, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, επειδή οι υπογραφές στα εξετασθέντα έγγραφα είναι γνήσιες του διαθέτη και ανόμοιες με την υπογραφή στην από 20-12-2013 ιδιόγραφη διαθήκη του, η τελευταία δεν είναι δική του υπογραφή. Για την απόδειξη του κύρους της από 20-12-2013 ιδιόγραφης διαθήκης, η εναγόμενη επικαλείται και προσκομίζει την, με ενέργειά της διεξαχθείσα, από 3-2-2016 εξώδικη πραγματογνωμοσύνη (γνωμοδότηση, άρθρο 390 ΚΠολΔ) της ………., Δικαστικής Γραφολόγου, η οποία, αφού ερεύνησε πλείστα και ουσιώδη έγγραφα, τόσο ως προς την υπογραφή, όσο και ως προς το περιεχόμενο αυτών, σχετικά με το γραφικό χαρακτήρα του διαθέτη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπογραφή στην από 20-12-2013 ιδιόγραφη διαθήκη φέρει όμοια γραφολογικά γνωρίσματα με τη γραφή του κειμένου της διαθήκης, γεγονός, που ο ανωτέρω πραγματογνώμονας παρέλειψε να ερευνήσει και αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής, δεδομένου ότι αυτή αποτελείται από διακριτά γράμματα του αλφαβήτου, κεφαλαία και μικρά, αρκεσθείς μόνο στη σύγκριση των υπογραφών των τεσσάρων εγγράφων που ερεύνησε σε αντιπαραβολή με την υπογραφή στην εν λόγω διαθήκη, γεγονός που άλλωστε είναι προφανώς οφθαλμοφανές και χωρίς προσφυγή σε επιστημονικές μεθόδους. Από τα έγγραφα που η ανωτέρω γραφολόγος ……. ερεύνησε αποδεικνύεται ότι και στο παρελθόν ο διαθέτης υπέγραφε και με κεφαλαία γράμματα «…….» ή «……..» πάνω από την υπογραφή του, όμοια, δε, υπέγραψε και στην από 7-10-1982 ιδιόγραφη διαθήκη του, η γνησιότητα της οποίας δεν αμφισβητείται από τους ενάγοντες. Επομένως, η μονογραφή ή υπογραφή ολογράφως δεν αποτελεί ασφαλές κριτήριο μη γνησιότητας της επίμαχης, δεύτερης διαθήκης. Περαιτέρω ο πραγματογνώμονας …….. αντιπαρέβαλε το κείμενο των δύο διαθηκών και αποφάνθηκε ότι στο περιεχόμενο της επίμαχης διαθήκης (20-12-2013) παρατηρείται έντονη γραφική δυσχέρεια κατά τη χάραξη των γραμμάτων, παράλειψη συλλαβών και γραμμάτων αντί άλλων, έντονος γραφικός τρόμος που σχετίζεται με ηλικιακό παράγοντα ή και σοβαρά παθολογικά ευρήματα αλλά εντοπίζονται και γράμματα με σταθερή χάραξη, που σημαίνει ότι απουσιάζει ο ηλικιακός παράγοντας και τα σοβαρά παθολογικά ευρήματα και βάσει του τελευταίου αυτού στοιχείου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «της από 20-12-2013 υπό έλεγχο διαθήκης η υπογραφή δεν έχει χαραχθεί εξ ολοκλήρου από το ίδιο άτομο ή και καθοδηγήθηκε από άλλο άτομο», δηλαδή, στην πρώτη περίπτωση περισσότερα από ένα πρόσωπα έθεσαν την υπογραφή «. ….» και στη δεύτερη περίπτωση, το πρόσωπο που υπέγραψε καθοδηγήθηκε στη χάραξη της υπογραφής από άλλο πρόσωπο, χωρίς να έχει ερευνηθεί αν η καθοδήγηση αυτή αφορά στήριξη του χεριού του διαθέτη, ώστε να μπορεί να γράφει πιο άνετα ή κατεύθυνση του χεριού του προς χάραξη της υπογραφής. Άλλα έγγραφα τόσο ο πραγματογνώμονας όσο και η γραφολόγος ……….. δεν ερεύνησαν για τη διαπίστωση του γραφικού χαρακτήρα του διαθέτη. Όμως το ανωτέρω συμπέρασμα, κατά την πρώτη περίπτωση δεν αντέχει στη λογική έμφρονα ανθρώπου, διότι αν στα περισσότερα πρόσωπα που έθεσαν την υπογραφή δεν περιλαμβάνεται ο διαθέτης, ουδείς λόγος συνέτρεχε να την χαράξουν (να την πλαστογραφήσουν) περισσότερα άτομα με διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα, προδίδοντας έτσι την πλαστογραφία σε τυχόν γραφολογική έρευνα, αλλά θα αρκούσε η γραφή από ένα πρόσωπο με ομοιόμορφο χαρακτήρα, εάν όμως στα περισσότερα πρόσωπα περιλαμβάνεται και ο διαθέτης, ουδείς λόγος πάλι θα συνέτρεχε τμήμα αυτής να την χαράξει άλλος, κατά την δεύτερη, δε, περίπτωση αν η καθοδήγηση έχει την έννοια της υποβοήθησης, δηλαδή της στήριξης του χεριού του υπερήλικα διαθέτη, τότε η διαθήκη είναι έγκυρη, αν όμως έχει την έννοια της κατεύθυνσης του χεριού από τρίτον, τότε η διαθήκη είναι άκυρη, ασφαλές, δε, κριτήριο για την κρίση αυτή αποτελεί το γεγονός ποίου ο γραφικός χαρακτήρας αποτυπώνεται στο κείμενο της διαθήκης (βλ. Ιωάννη Καράκωστα, «ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ», έκδ.2008, τόμ.9ος, άρθρ.1721,σελ.70 και Βασική Νομική Βιβλιοθήκη, ΚληρΔικ, άρθρο 1721 αρ. 13, με παραπομπές στη νομική θεωρία). Η γραφολόγος …….. διαπίστωσε στην από 20-12-2013 διαθήκη σχεδόν τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα που διαπίστωσαν και οι ανωτέρω γραφολόγοι, όμως ορισμένες διαφορές, όπως π.χ. παράλειψη γραμμάτων ή συλλαβών, αργή ταχύτητα στη γραφή, εμφανής γραφικός τρόμος κλπ. τις αποδίδει στη μειωμένη γραφική ικανότητα του διαθέτη λόγω της ηλικίας του και της κατάστασης της υγείας του. Έτσι, αποδεικτέο είναι το γεγονός αν ο γραφικός χαρακτήρας της από 20-12-2013 διαθήκης είναι όμοιος με τον γραφικό χαρακτήρα της υπογραφής σ’ αυτή, σε καταφατική περίπτωση, αν είναι ο γραφικός χαρακτήρας του διαθέτη. Ο πραγματογνώμονας ……. και η γραφολόγος …….. δεν ασχολήθηκαν με το ζήτημα αυτό και ως εκ τούτου το πόρισμά τους ότι η υπογραφή στην κρίσιμη διαθήκη δεν είναι του διαθέτη στηρίζεται σε ελλειπή στοιχεία. Αντιθέτως, η γραφολόγος …. ….., συγκρίνοντας την ολόγραφη υπογραφή στις από 20-12-2013 και από 7-10-1982 ιδιόγραφες διαθήκες και σε άλλα έγγραφα, που έλαβε υπόψη της και το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, που έχουν συνταχθεί από τον διαθέτη, διαπίστωσε ομοιότητες στις γραμμές έναρξης και απόληξης των συγκρινόμενων γραμμάτων και αριθμών, στην πυκνότητα των μεσογραμματικών και μισολεξικών διαστημάτων, στην κλίση των γραμμάτων και της εναλλαγής αυτής, στην παράλειψη γραμμάτων σε μερικές λέξεις, στη χάραξη των γραμμάτων και στον τρόπο σύνδεσής τους και, κυρίως, ομοιότητα ως προς τη δομή των κοινών γραμμάτων του κειμένου και της ολόγραφης υπογραφής της υπό έλεγχο διαθήκης με τα αντίστοιχα γράμματα της δειγματικής γραφής του διαθέτη, όπως πχ το γράμμα «α» στις λέξεις «. ….» και «κακής σαν» στο πρωτότυπο της από 7-10-1982 ιδιόγραφης διαθήκης και σε χειρόγραφο πρωτότυπο σημείωμα σε μισό φύλλο, το γράμμα «δ» στις λέξεις «ιδιόγραφη, διότι» στο πρωτότυπο της από 20-1-2002 ιδιόγραφης διαθήκης και στη λέξη «…» του ευρετηρίου διευθύνσεων και τηλεφώνων του διαθέτη, το γράμμα «μ» στις λέξεις «μάνα μου» στο πρωτότυπο της από 20-1-2002 ιδιόγραφης διαθήκης, στις λέξεις «μου μαζί» στο πρωτότυπο της από 7-10-1982 ιδιόγραφης διαθήκης, στη λέξη «Αμηραστα» στο χειρόγραφο πρωτότυπο σημείωμα σε μισό φύλλο και στη λέξη «Λιμεναρχείου» στο ευρετήριο τηλεφώνων του διαθέτη κλπ (βλ. προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα-εναγόμενη, γνωμοδότηση, σελ. 19-21). Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χανίων, με το υπ’ αριθμ. 175/2017 αμετάκλητο βούλευμά του, επί της προαναφερόμενης έγκλησης του αρχικού ενάγοντος και ήδη, εεφσιβλήτου, αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον της εναγόμενης για τις κακουργηματικές πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου λόγω έλλειψης επαρκών ενδείξεων ενοχής της τελευταίας, στηριζόμενο κυρίως στην προαναφερόμενη γνωμοδότηση της γραφολόγου ………., το βούλευμα, δε, αυτό δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη στην παρούσα πολιτική δίκη ότι η προαναφερόμενη ιδιόγραφη διαθήκη είναι έγκυρη, διότι το βούλευμα είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποίθησης, επιβάλλεται, όμως, το πολιτικό δικαστήριο να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση (ΟλΑΠ 4/2020). Από τα ανωτέρω πραγματικά γεγονότα αποδεικνύεται πλήρως ότι α) η υπογραφή στην από 20-12-2013 ιδιόγραφη διαθήκη του .. … έχει τεθεί εξ ολοκλήρου από ένα και το αυτό πρόσωπο, β) το κείμενο της εν λόγω διαθήκης και της υπογραφής αυτής έχουν ομοιόμορφα γραφικά γνωρίσματα μεταξύ των και γ) η υπογραφή στη διαθήκη και το κείμενο αυτής έχουν ομοιόμορφα γραφικά γνωρίσματα με άλλα ιδιωτικά έγγραφα, που έχουν συνταχθεί και υπογραφεί από τον ……… και είναι γνήσια. Συνακόλουθα, η από 20-12-2013 ιδιόγραφη διαθήκη του ……… έχει γραφεί, υπογραφεί και χρονολογηθεί από τον ίδιο και είναι έγκυρη (άρθρο 1721 ΑΚ). Επομένως, οι λόγοι της έφεσης που αφορούν την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσία βάσιμοι, ενώ ο πέμπτος λόγος της έφεσης περί της κατάστασης της υγείας του διαθέτη κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι αναφέρεται στη μη εξετασθείσα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επικουρική βάση της αγωγής (άρθρο 1719 αρ. 3 ΑΚ).
ΙΙΙ. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που αναγνώρισε ότι η από 20-12-2013 ιδιόγραφη διαθήκη του ……… είναι άκυρη, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει, κατά το βάσιμο τούτο λόγο της έφεσης, η τελευταία να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ), πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως προς την εξετασθείσα κύρια βάση της και να εξεταστεί, περαιτέρω, αυτεπαγγέλτως ως προς την επικουρική βάση ακυρότητας της ίδιας διαθήκης βάσει της διάταξης του άρθρου 1719 αρ.3 ΑΚ, διότι μετά την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υποκαθίσταται, κατά το νόμο, στη θέση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και είναι αρμόδιο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως όλα τα πρωτοδίκως υποβληθέντα για την οριστική διάγνωση της διαφοράς ζητήματα, ήτοι, τις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις της αγωγής, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή (βλ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, αρ. 947, 969 και παραπομπές στη νομολογία).
ΙV. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, διαθήκη, για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 3 του ίδιου Κώδικα, όπως ήδη ισχύει μετά την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 30 του ν 2447/1996, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Στην αμέσως πιο πάνω διάταξη προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, δηλαδή α) η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση κλπ) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεως της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη λειτουργίας του νου και β) η ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Σε αντίθεση, δηλαδή, με την αρχική διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 4 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 30 του ν 2447/1996, που προπαρατέθηκε, η οποία, ως ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης, απαιτούσε, επίσης, τη στέρηση της χρήσης του λογικού από πνευματική ασθένεια, δηλαδή, διανοητική ή ψυχική διαταραχή οφειλόμενη σε ασθένεια, επιφέρουσα, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αδυναμία λογικής στάθμισης και ελεύθερου προσδιορισμού της βούλησης του διαθέτη, ο οποίος μπορούσε μεν να έχει επαρκή αντίληψη για το τί έπραττε, συντάσσοντας τη διαθήκη του, αλλά, εξαιτίας ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής δεν ήταν η βούλησή του ελεύθερη στο βαθμό που είναι του ομαλά ψυχικά ανθρώπου, δηλαδή δεν μπορούσε αυτός να προσδιορίσει με λογικούς υπολογισμούς ελεύθερα τη βούλησή του και να αντισταθεί, έτσι, σε υποβολή προερχόμενη από άλλους. Η ήδη ισχύουσα διάταξη απαιτεί απλά ψυχική ή διανοητική διαταραχή περιορίζουσα αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, εξαιτίας προφανώς του ότι η στέρηση της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας αποτελεί νομικό όρο που δεν χρησιμοποιείται στην ιατρική, δηλαδή, όρο, ο οποίος με δυσχέρεια μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αφού ως πνευματική ασθένεια δεν νοείται μόνο η πάθηση της νόησης του πνεύματος, αλλά γενικά κάθε ψυχική διαταραχή. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη νοείται, ειδικότερα, κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή, εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Οι ασθένειες που μπορούν να οδηγήσουν στην πιο πάνω διαταραχή είναι οι ίδιες, οι οποίες, σύμφωνα με τη ρύθμιση της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 1719 αριθ. 4 ΑΚ, προκαλούσαν έλλειψη της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας, δηλαδή, οι γνήσιες ψυχώσεις, όπως λ.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως λ.χ. η γεροντική άνοια, όταν απ` αυτή προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης, η ολιγοφρένεια κ.ά. Η διακρίβωση πότε σε συγκεκριμένη περίπτωση αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, είναι έργο ιδιαίτερα λεπτό και δυσχερές, ενόψει και του ότι μια εξελικτική οργανική ασθένεια του εγκεφάλου καθιστά, κατά την εξέλιξή της, ανίκανο τον πάσχοντα για σύνταξη διαθήκης. Παρέπεται ότι δεν αποκλείεται κατά νόμο ή συνύπαρξη στο πρόσωπο του διαθέτη και των δύο περιπτώσεων ανικανότητας, που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 3 ΑΚ, δηλαδή, τόσο της έλλειψης συνείδησης των πράξεών του, όσο και της ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής του που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Τέλος, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1719 αριθ. 3 ΑΚ, προς σύνταξη έγκυρης διαθήκης ο διαθέτης πρέπει να έχει ικανότητα προς τούτο, υπάρχουσα κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης και καθόλη τη διάρκειά της. Αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή για βαριά ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη, τότε δεν είναι αναγκαίο η απόδειξη της κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης, αφού τεκμαίρεται αυτή λόγω της διάρκειάς της (ΑΠ 405/2019). Κρίσιμος σε όλες τις περιπτώσεις είναι ο χρόνος δήλωσης της βούλησης, ενώ γεγονότα προγενέστερα ή και μεταγενέστερα, από τα οποία μπορεί αυτή να συναχθεί, δεν είναι ουσιώδη, προκειμένου, δε, το δικαστήριο να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα συνδυάζει τις αποδείξεις με τη χρήση και των κοινών γνώσεων και των εν γένει κανόνων της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας (ΑΠ 531/2013, 8/2013 – ΕφΠειρ 411/2015 – ΕφΑθ 3192/03), το ζήτημα, δε, που ερευνάται είναι το αν η βούληση του δικαιοπρακτούντος δεν είναι ελεύθερη στον βαθμό του ψυχικώς ομαλού ανθρώπου (σχ. Μπαλή “ΚληρΔικ, Ε΄ έκδ., παρ. 26 – Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΕρμΑΚ, άρθρο 1719 αριθ. 29-39).
V. Με την ένδικη αγωγή οι ενάγοντες ισχυρίζονται τα εξής: Ότι ο ………. (διαθέτης) από τον Απρίλιο 2013 έπασχε από ανοϊκή συνδρομή αγγειακής αιτιολογίας λόγω ισχαιμικής βλάβης και είχε εμφανίσει μικροϊσχαιμικές αλλοιώσεις στους περικοιλιακούς χώρους. Ότι η κατάσταση αυτή της υγείας του ήταν μη αναστρέψιμη και του είχε προκληθεί μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που απέκλειε τη λογική του, ώστε κατά το χρόνο σύνταξης της ιδιόγραφης διαθήκης του (20-12-2013), με την οποία κατέλιπε μοναδική κληρονόμο του σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του την εναγόμενη, βρισκόταν σε αντικειμενική αδυναμία να προσδιορίσει τη βούλησή του με λογικούς συνειρμούς, ζητούν δε, για την αιτία αυτή, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ανωτέρω ιδιόγραφης διαθήκης. Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ορθά η νομιμότητα της επικουρικής αυτής βάσης της αγωγής (άρθρο 1719 αρ. 3 ΑΚ).
Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 15-1-2015 η εναγόμενη κοινοποίησε στον αρχικώς ενάγοντα εξώδικη διαμαρτυρία να απέχει από οποιαδήποτε πράξη στην κληρονομία του …….., διότι με την από 20-12-2013 ιδιόγραφη διαθήκη του είχε εγκαταστήσει την ίδια μοναδική κληρονόμο του σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του. Μετά τη διαμαρτυρία αυτή ο αρχικώς ενάγων ζήτησε μέσω του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χανίων τον ιατρικό φάκελο του διαθέτη από το Γενικό Νοσοκομείο Χανίων, όπου είχε νοσηλευθεί στον παρελθόν όταν κατοικούσε στην Κρήτη, τον οποίο και έλαβε. Από την από 2-5-2013 ιατρική γνωμάτευση και το ενημερωτικό ιατρικό σημείωμα εξόδου του Γενικού Νοσοκομείου Χανίων « Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ» προκύπτει ότι ο διαθέτης νοσηλεύθηκε στο εν λόγω νοσηλευτικό ίδρυμα από τις 29-4-2013 μέχρι τις 7-5-2013 με διάγνωση κολπική μαρμαρυγή (βραδυκαρδία) και τοποθετήθηκε βηματοδότης, άνοια και υπερουριχαιμία, συγχρόνως, δε, σε έλεγχο με HOLTER διαπιστώθηκε υπόπυκτη περιοχή στον ΑΡ μετωπιαίο λοβό λόγω ισχαιμικής βλάβης και εμφανίστηκαν μικροϊσχαιμικές αλλοιώσεις στους περικοιλιακούς χώρους. Στις 24-8-2013 μέχρι τις 27-8-2013, ο διαθέτης νοσηλεύθηκε στο ίδιο νοσοκομείο λόγω σιδηροπενικής αναιμίας, μεταγγίστηκε και έλαβε ενδοβλέβια σιδηροθεραπεία και το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2013 διαπιστώθηκε ότι έπασχε από καρκίνο του παχέος εντέρου. Κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2013 και, ενώ από ενός και πλέον έτους, ο διαθέτης την έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνο και της ζητούσε να τον συγχωρέσει για τη συμπεριφορά του απέναντί της, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, που είχε οδηγήσει σε κλονισμό των έγγαμων σχέσεών τους και, να ζήσουν και πάλι μαζί, οι σχέσεις του με την εναγόμενη σύζυγό του αποκαταστάθηκαν και, έκτοτε, εγκατέλειψε με τη θέλησή του, την Κρήτη και κατοικούσαν μαζί στη Δραπετσώνα Πειραιά, μέχρι το θάνατό του, στις 25-7-2014. Μάλιστα, στις 25-9-2013, την επόμενη ημέρα της άφιξης στα Χανιά της εναγόμενης μαζί με τον αδελφό του, …. και τη σύζυγό του, οι οποίοι, ομοίως, κατά την επίσκεψή τους στη Δραπετσώνα, της είχαν ζητήσει να τα ξεχάσει όλα και να τον πάρει μαζί της (βλ.με αριθμ……/1-11-2016 ένορκη κατάθεση της μάρτυρος …….), ο διαθέτης, μετέβη μόνος του στη Συμβολαιογράφο Χανίων, ………, η οποία ήταν και η συμβολαιογράφος, με την οποία συνεργαζόταν και ζήτησε τη σύνταξη ειδικού πληρεξουσίου με το οποίο έδωσε την εντολή και πληρεξουσιότητα στη σύζυγό του, όπως ρητά αναγράφεται στο υπ’αριθμ……./25-9-2013 ειδικό πληρεξούσιο που συντάχθηκε προς τούτο, να παρίσταται η τελευταία και να τον αντιπροσωπεύει σε οποιαδήποτε Δημόσια ή άλλη υπηρεσία και να εισπράττει από οποιανδήποτε Τράπεζα ή Οργανισμό όλες τις τακτικές ή έκτακτες παροχές που δικαιούνταν ως συνταξιούχος του ΙΚΑ. Από το χρόνο που επέστρεψε στην Δραπετσώνα ο διαθέτης οδηγούσε (όπως και προηγουμένως), το υπ’αριθμ.κυκλ. ……… Ι.Χ. αυτοκίνητό του, τύπου JEEP, διαθέτοντας άδεια ικανότητας οδήγησης, που είχε ανανεωθεί στις 3-5-2012, επί μία τριετία, είχε αναπτύξει φιλικές και κοινωνικές σχέσεις με τους γείτονες και προέβαινε σε αγορές αγαθών για την οικία του, άλλοτε μόνος του και άλλοτε με τη σύζυγό του (βλ. ένορκες καταθέσεις με αριθμ. ….. και …/1-11-2016 των μαρτύρων, ……. και ………..). Επομένως, κατά το χρόνο σύνταξης της επίμαχης διαθήκης (20-12-2013) ο διαθέτης είχε πλήρη συνείδηση, ήτοι τη δυνατότητα να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της διαθήκης που και βρισκόταν σε τέτοια ψυχική και διανοητική κατάσταση, που συνέταξε και μπορούσε κατά τη σύνταξη της διαθήκης να προσδιορίσει με λογικούς υπολογισμούς ελεύθερα τη βούλησή του. Περαιτέρω, η απλή αναφορά στην προαναφερόμενη ιατρική βεβαίωση ότι ο διαθέτης έπασχε από ανοϊκή συνδρομή, δεν σημαίνει ότι δεν είχε πλήρη συνείδηση όταν έγραφε τη διαθήκη του, διότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι, λόγω της κατάστασης αυτής, βρισκόταν σε μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου του, σε βαθμό που απέκλειε την ύπαρξη λογικής κρίσης του. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου τούτου στηρίζεται και στην προσκομιζόμενη από την εναγόμενη και ήδη, εκκαλούσα, από 14-9-2016 γνωμοδότηση του νευροχειρούργου ιατρού, ………, με την οποία, αφού μελέτησε και έλαβε υπόψιν του όλα τα ιατρικά έγγραφα και ιατρικές εξετάσεις, που αφορούσαν στον διαθέτη και αναφέρονται λεπτομερώς στην ως άνω γνωμοδότησή του, κατέληξε με πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, στο τελικό συμπέρασμα ότι «δεν στοιχειοθετείται ότι ο αποβιώσας ………, έπασχε από ανοϊκή συνδρομή, από την οποία είχε προκληθεί μόνιμη διαταραχή στην νοητική του επάρκεια και επομένως, έκπτωση αυτής, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του και ως εκ τούτου την ικανότητά του για την σύνταξη της από 20-12-2013 ιδιόγραφης διαθήκης του». Συνακόλουθα, η επικουρική βάση της αγωγής που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 1719 αριθμ.3 ΑΚ πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμη.
VI. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, όταν η αγωγή στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις ή σε μία κυρία βάση και μια επικουρική, και ύστερα από έφεση του εναγόμενου κατά της οριστικής απόφασης που δέχθηκε τη μια βάση και απέρριψε ενδεχομένως τις λοιπές, εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και απορριφθεί η αγωγή κατά τη βάση της αυτή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στερείται εξουσίας για αυτεπάγγελτη έρευνα των βάσεων που απορρίφθηκαν, εκτός εάν στην περίπτωση αυτή έχει ασκηθεί έφεση εκ μέρους του ενάγοντος (ΑΠ 1514/2018, 994/2010, 834/2008 – βλ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, αρ. 968-969).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την ένδικη αγωγή, ο αρχικώς ενάγων ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 20-12-2013 ιδιόγραφης διαθήκης του …………., μεταξύ άλλων, διότι ο διαθέτης, όσο ζούσε, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει εναντίον της εναγόμενης την από 27-12-2001 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την επικουρική αυτή βάση της αγωγής ως μη νόμιμη, με αποτέλεσμα, επειδή οι κληρονόμοι του αρχικώς ενάγοντος δεν άσκησαν έφεση για την απόρριψη της βάσης αυτής, η αγωγή κατά τη βάση αυτή να μην έχει μεταβιβαστεί στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο στερείται εξουσίας να την εξετάσει αυτεπάγγελτα.
VII. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν κατά τις ανωτέρω διακρίσεις και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος των εφεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση, που ασκήθηκε κατά της υπ’αριθμ.1772/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία.
Εξαφανίζει την ως άνω, εκκαλούμενη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει κατ΄ ουσίαν την υπόθεση.
Απορρίπτει την από 15-4-2015 (ειδ. αρ. καταθ……./2015) αγωγή.
Επιβάλλει σε βάρος των εφεσιβλήτων τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε εξακόσια (600) €.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 5 Οκτωβρίου 2020, δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 3η Μαρτίου 2021, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών Αμαλίας Μήλιου, αποτελούμενη από τους Δικαστές Αικατερίνη Κοκόλη, Προεδρεύουσα Εφέτη, Ευαγγελία Πανταζή και Ελένη Σκριβάνου, Εφέτες και τη Γραμματέα Καλλιόπη Δερμάτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ