Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 172/2021

Αριθμός     172/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τμήμα 4ο )

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 28-2-2019 (αρ. καταθ. …../2019) έφεση του ηττηθέντος καθ΄ ου η ανακοπή, ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ΄ αρ. 545/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 937 παρ. 3, 614 επ. του ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως(άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τον εκκαλούντα, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ.το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ ………./2019,ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ). Με την έφεση πρέπει να συνεκδικαστούν κατ΄ άρθρο 246του ΚΠολΔ και οι από 2-8-2019 (αρ. καταθ. ……../2019) πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, τους οποίους ο εκκαλών παραδεκτά άσκησε, εφόσον αφορούν κεφάλαια της εκκαλούμενης απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και σε κάθε περίπτωση συνέχονται αναγκαστικώς με αυτά και έχουν ασκηθεί με ιδιαίτερο δικόγραφο που κοινοποιήθηκε νομίμως στην εφεσίβλητη (άρθρο 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ) (βλ. την υπ΄ αρ. ………/18-10-2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …..). Συνεπώς και οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά τους.

Με την από 22-9-2018 (αρ. καταθ. ………/2018) ανακοπή της η ανακόπτουσα, ήδη εφεσίβλητη, ζητούσε, (με τον, κατ΄ εκτίμηση αυτής,  αναφερόμενο μοναδικό λόγο της), την ακύρωση της υπ΄ αρ. …./2018 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, η οποία επιβλήθηκε – με επίσπευση του καθ΄ ου η ανακοπή, ήδη εκκαλούντος – σε βάρος της ψιλής κυριότητάς της επί του λεπτομερώς αναφερόμενου σ΄ αυτήν (ανακοπή) οικοπέδου με την κτισμένη σε αυτό οικία, που βρίσκεται στο εγκεκριμένο σχέδιο της κοινότητας …. της νήσου Σαλαμίνας, δυνάμει του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄ αρ. 5743/2011 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία φέρει εκτελεστήριο τύπο και αριθμό απογράφου …./2012 και είναι προσαρτώμενη στην υπ΄ αρ. …../1-12-2017 πράξη του Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….. Επίσης, ζήτησε να καταδικαστεί ο καθ΄ ου η ανακοπή στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 545/2019 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε την ανακοπή, ακύρωσε την υπ΄ αρ. …./12-7-2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………… και επέβαλεσε βάρος του καθ΄ ου η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, τα οποία καθόρισε στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 28-2-2019 (αρ. καταθ. ………/2019) έφεση και τους από 2-8-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) πρόσθετους λόγους αυτής (εφέσεως) ο ηττηθείς καθ΄ ου η ανακοπή και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους και τους πρόσθετους λόγους αυτής, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί, κατ΄ εκτίμηση, να γίνει δεκτή η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, να εξαφανιστεί και επικουρικά να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η ένδικη ανακοπή.

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 στοιχ. α΄εδ. 1 του άρθρου 934 του ΚΠολΔ [όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), που άρχισε να ισχύει από 1-1-2016 (άρθρο ένατο του άρθρου 1 παρ. 3 του ως άνω νόμου)], ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι παραδεκτή αν αφορά ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης ή την απαίτηση, εφόσον ασκηθεί μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης. Εντός αυτής της προθεσμίας θα πρέπει να έχει γίνει η κατάθεση του δικογράφου της ανακοπής στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, καθώς και η επίδοσή της στον καθ΄ ου (ΕφΑθ 3872/1993 ΝΟΜΟΣ). Οι προθεσμίες του άρθρου 934 παρ. 1 του ΚΠολΔ είναι δικονομικές, διεπόμενες από τις διατάξεις των άρθρων 144 επ. του ίδιου Κώδικα, εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και η παρέλευσή τους συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξης εκτέλεσης (άρθρο 151 του ΚΠολΔ), τυχόν ακυρότητα της οποίας έτσι καλύπτεται (ΟλΑΠ 1688/1983 ΝΟΜΟΣ – Μ. Μαργαρίτη: Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τ. II, εκ. 2η, σελ. 532), η δε ανακοπή απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 1774/2001 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 262/2015 ΝΟΜΟΣ). Αφετηρία δε της προθεσμίας των σαράντα πέντε (45) ημερών, θα πρέπει και πάλι, μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/2015, να γίνει δεκτό ότι αποτελεί η επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης στον καθ΄ ου, για λόγους περιφρούρησης του δικαιώματος άμυνας του τελευταίου (Πελαγία Γέσιου-Φαλτσή: Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως I, Γενικό Μέρος, Β΄ έκδοση, 2017, σελ. 695-696, 702, παρ. 28). Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η ανακοπή έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 στοιχ. α΄ τουΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), καθόσον η προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 13-7-2018 (βλ. τη σχετική σημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ……….. που υπάρχει στο ακριβές αντίγραφο της ανακοπτόμενης έκθεσης που προσκομίζει η ανακόπτουσα) και η ανακοπή ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 934 παρ. 1 στοιχ. α΄ του ΚΠολΔ προθεσμίας των 45 ημερών από την ανωτέρω επίδοση, δεδομένου ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την προθεσμία του άρθρου 934 παράγραφος 1 στοιχεία α΄ και β΄ του ΚΠολΔ, με την κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 27-9-2018 και με την επίδοσή της στον καθ΄ ου αυθημερόν την 27-9-2018, με επιμέλεια της ανακόπτουσας (βλ. τη σχετική σημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ………. που υπάρχει στο ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης ανακοπής που προσκομίζει ο καθ΄ ου η ανακοπή) δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, για να αρχίσει να τρέχει η ως άνω προθεσμία των 45 ημερών του άρθρου 934 παρ.1 στοιχ. α΄ του ΚΠολΔ, δεν αρκεί η σύνταξη της κατασχετήριας έκθεσης, αλλά θα πρέπει να συντελείται και η επίδοσή της στον τελευταίο, ώστε να εξασφαλιστεί η επίσημη γνώση του για την κατάσχεση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε, ώστε τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό πρώτο πρόσθετο λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 του ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι η πραγμάτωση με αναγκαστική εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη αποτελεί ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου. Ως εκ τούτου, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ (ΕφΑιγαίου 5/2019). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής (άρθρο 281 του ΑΚ), για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 1995.1531, ΟλΑΠ 62/1990 ΕλλΔνη 1991.501, ΑΠ 893/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου η αντίθεση της από μέρους του δανειστή επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη αποτελεί ουσιαστικό ελάττωμα του εκτε­λεστού τίτλου, το οποίο είναι δυνατόν να οδηγήσει σε ακύ­ρωση αυτού (ΕφΑθ 4032/1985 ΕλλΔνη 1985.946). Περαιτέρω οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου, όταν η αξίωση του δανειστή είναι δυνατό να ικανοποιηθεί με άλλο μέσο ασυγκρίτως ηπιότερο για τον οφειλέτη, όπως με κατάσχεση άλλων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η αξία των οποίων είναι μικρότερη του αρχικά κατασχεθέντος στοιχείου, αξία, βέβαια, που καλύπτει την αξίωση του δανειστή, οπότε η επιδίωξη ικανοποίησης αυτής με κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου δυσανάλογης αξίας με την απαίτηση και με ζημία του οφειλέτη είναι άκυρη ως καταχρηστική (ΑΠ 558/1995 ΝοΒ 97.35, ΑΠ 152/1989 ΕλλΔνη 90.1424, ΑΠ 431/1981 ΝοΒ 30.413). Επίσης, πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, υπό στενή έννοια, όταν εμφανίζονται ως μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για τον συγκεκριμένο οφειλέτη, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια της θυσίας του, ενώ ταυτόχρονα η απαίτηση που εκτελείται είναι μικρής αξίας και, συνεπώς έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτελέσεως και του σκοπού για τον οποίο αυτό επιβάλλεται. Μάλιστα η ακυρότητα των εν λόγω πράξεων εκτελέσεως επέρχεται έστω και αν δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, τα οποία θα μπορούσαν να κατασχεθούν (ΑΠ 431/1981ΝοΒ 30.413). Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του (ΑΠ 385/2010, ΑΠ 381/2009, ΕφΛαμ 159/2011). Ακολούθως, κατά τα άρθρα 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 παρ. 1, 585 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, επί ποινή απαραδέκτου, εξεταζόμενου και αυτεπαγγέλτως, πλην των γενικών στοιχείων των δικογράφων (άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ) και τους λόγους, δηλαδή τις αντιρρήσεις, άλλως ελαττώματα της απαιτήσεως ή ακυρότητας του τίτλου ή των πράξεων εκτελέσεως, διαφορετικά επέρχεται ακυρότητα αυτού (δικογράφου) λόγω αοριστίας. Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής και συνεπώς δεν επιτρέπεται συμπλήρωση του περιεχομένου των λόγων αυτής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 1687/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1025/2003, ΕφΑθ5595/2019). Συγκεκριμένα, νέοι λόγοι ανακοπής, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά με τρόπο διάφορο του οριζόμενου στο άρθρο 585 παρ. 2 του ΚΠολΔ και δη με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης, ή με το δικόγραφο της έφεσής του κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, ακόμη και αν οι λόγοι αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 527 του ΚΠολΔ, διότι έναντι των τελευταίων αυτών γενικών διατάξεων κατισχύει λόγω της ειδικότητάς της, η διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, κατά την οποία νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιείται στον αντίδικο (ΑΠ 1943/2009, ΑΠ 916/2002, ΕφΠατρ 142/2020). Τυχόν αοριστία λόγου ανακοπής, η οποία περιέχεται στο αρχικό δικόγραφο, μπορεί, παραδεκτά, να συμπληρωθεί μόνο με πρόσθετο λόγο ανακοπής, σε ιδιαίτερο δικόγραφο, με τους όρους του άρθρου 585 του ΚΠολΔ (ΑΠ 2165/2013, ΑΠ 916/2002, ΑΠ 758/2002, ΑΠ 1437/2000, ΕφΠατρ 142/2020). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», η οποία εφαρμόζε­ται εν προκειμένω, καθώς η επιταγή προς εκτέλεση έχει επιδοθεί μετά την 27-9-2013, έναρξη ισχύος του νέου Κώδικα Δικηγόρων, «Για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο». Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη ανακοπή, κατ΄ εκτίμηση αυτής, η ανακόπτουσα ισχυρίσθηκε ότι η επιβληθείσα αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της ψιλής κυριότητάς της επί του αναφερόμενου ακινήτου, η αξία του οποίου, σύμφωνα με την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, ανέρχεται στο ποσό των 170.000 ευρώ και του οποίου ο πλειστηριασμός είχε ορισθεί για την 21-2-2019, δυνάμει του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄ αρ. 5743/2011 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία φέρει εκτελεστήριο τύπο και αριθμό απογράφου …/2012 και είναι προσαρτώμενη στην υπ΄ αρ. …/1-12-2017 πράξη του Συμβολαιογράφου Πειραιά ………., και της κάτωθι αυτής από 9-11-2017 επιταγής προς πληρωμή, πρέπει να ακυρωθεί, διότι παραβαίνει την αρχή της αναλογικότητας και ως εκ τούτου είναι καταχρηστική, δεδομένου ότι με την ως άνω επιταγή επιτάσσεται να καταβάλει για έξοδα σύνταξης της επιταγής αυτής το ποσό των 500 ευρώ, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ τη νόμιμη αμοιβή, όπως αυτή υπολογίζεται με βάση το άρθρο 127 παρ. 1 του «Κώδικα περί Δικηγόρων», μετά την αφαίρεση δε της ως άνω συνεισπραττόμενης αμοιβής της επιταγής προς εκτέλεση στο προσήκον μέτρο, ήτοι από το συνολικό ποσό των 2.013,73 ευρώ αφαιρουμένου του ποσού των 438 ευρώ, ανέρχεται πλέον στο ποσό των 1.575,73 (= 2.013,73 – 438) ευρώ, το οποίο ως άνω ποσό  υπολείπεται κατά 140 φορές από την εκτιμηθείσα αξία του ακινήτου και ότι επομένως υφίσταται μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτελέσεως και του σκοπού για τον οποίο αυτό επιβάλλεται, η δε παράνομη και υπέρμετρη διόγκωση της απαιτήσεως του επισπεύδοντος καθιστά καταχρηστική την επιβληθείσα κατάσχεση στο ακίνητό της, καθώς σε περίπτωση που είχε υπολογιστεί η απαίτηση του επισπεύδοντος στο νόμιμο και εύλογο μέτρο δεν θα είχε καταστεί εφικτή η επιβολή κατάσχεσης, καθώς η επισπευδόμενη προς είσπραξη απαίτηση θα υπολειπόταν της αξίας του ακινήτου. Με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη ανακοπή είναι ορισμένη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε, ώστε  τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό πρώτο λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Από την εκτίμηση των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι[ανάμεσα στα οποία και αυτά που για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας προσκομίζονται με επίκληση όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1088/2019, ΑΠ 394/2012), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70),{σημειώνοντας ότι η εφεσίβλητη στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, που κατέθεσε για την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, αντίστοιχα,[στις οποίες (όπως και στην αντίστοιχη προσθήκη καθεμιάς) από προφανή παραδρομή αναγράφει ότι κατατίθενται επί της εφέσεως του εκκαλούντος κατά της υπ΄ αρ. 545/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αντί του ορθού Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς] περιλαμβάνει, όπως επικαλείται, τις προτάσεις που κατέθεσε στον πρώτο βαθμό καλυπτόμενες από την υπογραφή της πληρεξούσιας Δικηγόρου της, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις (πρβλ. ΑΠ 224/2016)}, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ΄ αρ. …/12-7-2018 εκθέσεως αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας (ψιλής κυριότητας) του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….. επιβλήθηκε επί της ψιλής κυριότητας ενός οικοπέδου άρτιου και οικοδομήσιμου με την κτισμένη σε αυτό οικία που αποτελείται από ημιυπόγειο όροφο και υπερυψωμένο ισόγειο όροφο, με τα παραρτήματα, προσαυξήματα και παρακολουθήματά του, που βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο της κοινότητας … της νήσου Σαλαμίνας στη θέση ….. και στην οδό … (άλλοτε …….) αρ. …, με επιφάνεια οικοπέδου κατά τον τίτλο κτήσεως 767 τ.μ. και κατά νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση 760 τ.μ., προκειμένου να ικανοποιηθεί απαίτηση του επισπεύδοντος συνολικού ποσού 2.013,73 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, απορρέουσα από την υπ΄ αρ. 5743/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία έγινε δεκτή η από 8-1-2009 (αρ. καταθ. ../9-1-2009 στο Ειρηνοδικείο Σαλαμίνας και ……/13-1-2009 στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά) έφεση του επισπεύδοντος, ήδη καθ΄ ου η ανακοπή, κατά της ήδη ανακόπτουσας (η οποία, κατά την κατάσχεση, δεν βρέθηκε στο ως άνω ακίνητό της) (και κατά τρίτου προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη), η οποία φέρει εκτελεστήριο τύπο και αριθμό απογράφου …../2012. Κάτωθι δε αυτής (αποφάσεως) έχει τεθεί η από 9-11-2017 έγγραφη παραγγελία προς επίδοση με επιταγή για πληρωμή, με την οποία η ήδη ανακόπτουσα επιτάσσεται να καταβάλει, σύμφωνα με το διατακτικό της ως άνω αποφάσεως και την κοινοποιηθείσα επιταγή προς πληρωμή, στον επισπεύδοντα το προαναφερόμενο ποσό των 2.013,73 ευρώ, στο οποίο περιλαμβανόταν, μεταξύ άλλων, και το ποσό των 500 ευρώ για σύνταξη της επιταγής αυτής (επιδοθείσας) και της παραγγελίας προς τον Δικαστικό Επιμελητή. Η αξία της ως άνω κατασχεθείσας ψιλής κυριότητας του ακινήτου ορίσθηκε, από τον ως άνω Δικαστικό Επιμελητή, σύμφωνα με την εμπορική του αξία, στο ποσό των 170.000 ευρώ και η τιμή της πρώτης προσφοράς στο ίδιο ποσό, ορίστηκε δε ημέρα διενέργειας του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού η 21-2-2019. Με τον ως άνω εκτελούμενο τίτλο ήτοι την υπ΄ αρ. 5743/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), το Δικαστήριο αυτό (Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά) δέχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος, εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 74/2008 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά τη διαδικασία των  ασφαλιστικών μέτρων, κράτησε την αίτηση, δίκασε επί της ουσίας την υπόθεση, απέρριψε την αίτηση και επέβαλε σε βάρος των εφεσιβλήτων τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων όρισε στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Επομένως, καθόσον, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, ρητά ορίζεται στο νόμο το ύψος της αμοιβής του Δικηγόρου για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση στο ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης και εφόσον εν προκειμένω η δικαστική δαπάνη που επιδικάσθηκε υπέρ του επισπεύδοντος με τη δικαστική απόφαση που συνιστά τον εκτελεστό τίτλο ανέρχεται στο ποσό των 600 ευρώ, νομίμως ο τελευ­ταίος επιτάσσει την ανακόπτουσα στην καταβολή του ποσού των 500 ευρώ ως δικηγορική αμοιβή, καθόσον αυτό υπολείπεται της νόμιμης, ήτοι του ποσού της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης. Κατόπιν τούτων, λαμβανομένων υπόψη ότι η επιτασσόμενη απαίτηση δεν ανέρχεται στο ποσό των 1.575,73 ευρώ, αλλά στο μεγαλύτερο ποσό των 2.013,73 ευρώ, ποσό για το οποίο η ανακόπτουσα δεν ισχυρίζεται ότι προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας (ως δυσανάλογη μεγαλύτερη η αξία της ψιλής κυριότητας του ακινήτου αυτού από το ποσό αυτό των 2.013,73 ευρώ) και ως εκ τούτου ότι είναι καταχρηστική, η ένδικη ανακοπή πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου, αν ήθελε θεωρηθεί ότι η ανακόπτουσα προβάλλει τον ως άνω ισχυρισμό και για το ως άνω ποσό των 2.013,73 ευρώ, και πάλι η ένδικη ανακοπή είναι απορριπτέα. Τούτο δε καθόσον, σε κάθε περίπτωση ο καθ΄ ου η ανακοπή αναγγέλθηκε νόμιμα (με τις από 23-7-2018 δύο αναγγελίες του) και για δύο αμφίβολες, κατ΄ άρθρο 978 παρ. 1 του ΚΠολΔ, απαιτήσεις του, οι οποίες (αμφίβολες) απαιτήσεις, όπως και αυτές που εξαρτώνται από αίρεση, σε περίπτωση που συνταχθεί πίνακας κατάταξης, κατατάσσονται τυχαίως, ήτοι για τα ποσά των 150.000 και 200.000 ευρώ, αντίστοιχα, για τα οποία έχει ασκήσει κατά της ανακόπτουσας τις α) από 10-11-2017 (αρ. καταθ. …/2017) και β) από 9-11-2017 (αρ. καταθ. …../2017) αγωγές του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντίστοιχα, επί των οποίων ως προς την πρώτη δεν προκύπτει ότι έχει εκδοθεί απόφαση (και μάλιστα τελεσίδικη) και ως προς τη δεύτερη εκδόθηκε μεταγενέστερα, την 22-4-2019, απορριπτική απόφαση, η οποία, όμως, δεν προκύπτει ότι έχει καταστεί τελεσίδικη. Κατόπιν τούτων η άσκηση από τον καθ΄ ου η ανακοπή του δικαιώματος να κατασχέσει προς πλειστηριασμό το ως άνω ακίνητο ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας δεν υπερβαίνει τα όρια τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, αλλά και από τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και δεν είναι καταχρηστική, κατά την έννοια της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 281 του ΑΚ, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, διότι δεν υπάρχει προφανής δυσαναλογία ανάμεσα στο εκτελούμενο ανωτέρω χρέος ποσού 2.013,73 ευρώ (και των ποσών των 150.000 και 200.000 ευρώ για τα οποία αναγγέλθηκε ο καθ΄ ου η ανακοπή και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον και του πρώτου ως άνω ποσού των 150.000 ευρώ) και την προσδιορισθείσα ως άνω αξία της κατασχεθείσας ψιλής κυριότητας του ακινήτου αυτού και συνεπώς η εν λόγω κατάσχεση δεν εμφανίζεται ως μέτρο εξαιρετικής σκληρότητας για την ανακόπτουσα, το οποίο υπερβαίνει τα ανεκτά όρια θυσίας της, αφού δεν υπάρχει δυσαναλογία μεταξύ του μέσου αναγκαστικής εκτελέσεως και του σκοπού, για τον οποίο επιβάλλεται, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Εξάλλου η ανακόπτουσα, με τις πρωτοδίκως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της επικαλείται ότι διαθέτει και άλλη μικρότερης αξίας ακίνητη περιουσία, και συγκεκριμένα ακίνητα (6 γραφειακές εγκαταστάσεις) που βρίσκονται στον Πειραιά επί της οδού … αρ. …. από τα οποία ο καθ΄ ου η ανακοπή θα μπορούσε να εξασφαλίσει την είσπραξη της απαίτησής του (η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, δεν υπερβαίνει κατά κεφάλαιο το ποσό των 1.070 ευρώ και συνολικά με την τοκοφορία και το εύλογο μέτρο αμοιβής του Δικηγόρου του το ποσό των 1.600 ευρώ) με πολύ μικρότερη ζημία της σε περίπτωση επίσπευσης πλειστηριασμού σε βάρος της. Πλην, όμως, ανεξαρτήτως ότι τον ως άνω ισχυρισμό της απαραδέκτως προέβαλε με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ενώ έπρεπε να προταθεί ως λόγος ανακοπής, σε κάθε περίπτωση δεν επικαλείται ότι το πλειστηρίασμα που θα επιτευχθεί από τον πλειστηριασμό αυτών επαρκεί για την ικανοποίηση της συνολικής, κατά τα ως άνω, απαίτησης του εκκαλούντος – καθ΄ ου η ανακοπή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι η προσβαλλόμενη κατάσχεση εκ μέρους του καθ΄ ου η ανακοπή καθίσταται καταχρηστική, δέχθηκε την ένδικη ανακοπή και ακύρωσε την υπ΄ αρ. …/12-7-2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …….., έσφαλε και συνεπώς οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως και των πρόσθετων λόγων αυτής πρέπει να γίνουν δεκτοί. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, να διαταχθεί, λόγω της νίκης του εκκαλούντος η επιστροφή του παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ ……../2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, σ΄ αυτόν (εκκαλούντα),να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί εκ νέου η ανακοπή (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και  να απορριφθεί αυτή (ανακοπή). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η ανακόπτουσα, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του καθ΄ ου η ανακοπή και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 106, 183, 176, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων την από 28-2-2019 (αρ. καταθ. …../2019) έφεση και τους από 2-8-2019 (αρ. καταθ. …../2019) πρόσθετους λόγους εφέσεως.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους εφέσεως.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ ……./2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στον εκκαλούντα.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 545/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 937 παρ. 3, 614 επ. τουΚΠολΔ)].

Κρατεί και δικάζει την από 22-9-2018 (αρ. καταθ. …../2018) ανακοπή.

Απορρίπτει την ανακοπή.

Καταδικάζει την ανακόπτουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του καθ΄ ου η ανακοπή και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων πενήντα (850) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 19η Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ