Αριθμός 174/2021
ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη-Εισηγήτρια, Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 4-3-2019 (αριθμ. κατάθ………../2019) κλήση του ενάγοντος, ………, που κατατέθηκε την 6-3-2019 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, πολιτικού Εφετείου Πειραιώς, υπό πενταμελή σύνθεση, επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η από 19-2-2018 (αριθμ. κατάθ………./26-2-2018) αγωγή του, ύστερα από την έκδοση της υπ΄ αριθμ. 668/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποίο το Δικαστήριο κήρυξε εαυτό καθ’ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς), ως καθ’ύλην αρμοδίου.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, σε περίπτωση καθ΄ ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας, η απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία κηρύσσεται αναρμόδιο και παραπέμπει την εκδίκαση της υπόθεσης στο καθ΄ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο, όταν καταστεί τελεσίδικη, είναι υποχρεωτική τόσο ως προς την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος, όσον και ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Από την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία αποσκοπεί προεχόντως στην αποφυγή αρνητικής σύγκρουσης της αρμοδιότητας και έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων στην περίπτωση όπου παράλληλα με τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής ασκούσε κάποιος από τους διαδίκους έφεση κατά της απόφασης του παραπέμψαντος Δικαστηρίου, συνάγεται ότι εάν η υπόθεση εισαχθεί προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου παραπομπής πριν καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του παραπέμψαντος, δεν υφίσταται δέσμευση του Δικαστηρίου προς το οποίο γίνεται η παραπομπή, έχοντας τούτο τη δυνατότητα να δικάσει την υπόθεση ή εφόσον κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, να την αναπέμψει στο Δικαστήριο που του την παρέπεμψε, ή και να την παραπέμψει περαιτέρω σε τρίτο Δικαστήριο (ΕφΔυτΜακ 38/2019). Η υπέρβαση από τα πολιτικά Δικαστήρια της δικαιοδοσίας τους, ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 4 του ΚΠολΔ, κατά την έννοια της οποίας υφίσταται υπέρβαση δικαιοδοσίας και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν τα πολιτικά Δικαστήρια επιλαμβάνονται υπόθεσης, που, κατά το νόμο, ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου Δικαστηρίου, ποινικού ή διοικητικού ή στη δικαιοδοσία διοικητικής αρχής (ΟλΑΠ 5/1995) και δεν ανήκει στη δικαιοδοσία τους, ενώ, όταν το Δικαστήριο, αν και έχει δικαιοδοσία για την έρευνα της υπόθεσης, απορρίπτει την αίτηση δικαστικής προστασίας για έλλειψη δικαιοδοσίας (αρνητική υπέρβαση δικαιοδοσίας), υποπίπτει στην πλημμέλεια της, παρά το νόμο, κήρυξης απαραδέκτου του αριθ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 2/1999, ΑΠ 1980/2017, ΑΠ 741/2017, ΑΠ 313/2015). Στην περίπτωση υπέρβασης της δικαιοδοσίας του πολιτικού Δικαστηρίου δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται στην πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, διότι οι περί δικαιοδοσιών διατάξεις είναι όχι του ουσιαστικού αλλά του δικονομικού δικαίου, τούτο, δε, δεν αλλάζει εκ του ότι το Δικαστήριο την περί δικαιοδοσίας κρίση του έχει τυχόν στηρίξει σε παρεμπίπτουσα κρίση σχετική με ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που φέρεται στο αναιρετήριο ότι επίσης παραβιάστηκε (ΟλΑΠ 11/2000, ΑΠ 1529/2017, ΑΠ 1043/2017). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά Δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1), ότι στα πολιτικά Δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2), και ότι σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά Δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά Δικαστήρια (παρ. 3). Ακολούθως, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διατάξεως του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν τη συνταγματική αναθεώρηση, και επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδικάσεως στα τακτικά διοικητικά Δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στα Δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ, δε, των ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 περιπτώσεων περιελήφθησαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι΄), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αξίωση. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, προκειμένου για έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, ως προς την οποία έχει καθιερωθεί, από το νόμο, δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων αποκλείουσα την ανάμιξη των πολιτικών Δικαστηρίων, δεν είναι δυνατή η έγερση ενώπιον των τελευταίων αγωγής. Αυτό ισχύει για όλες τις αξιώσεις που πηγάζουν από την έννομη σχέση, ακόμη και για την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, όταν η υποκείμενη σχέση, η οποία προκάλεσε τον πλουτισμό είναι δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 2/1993, ΟλΑΠ 138/1966). Αντίθετα, υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, όταν υπάρχει σχέση ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 10/1993), έστω και ως βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΕΔ 2/1993, ΟλΑΠ 5/1995). Θεωρείται, δε, η σύμβαση διοικητική εάν πληρούνται, σωρευτικώς, οι εξής προϋποθέσεις: α) ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, β) με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος και γ) ο συμβατικός δεσμός διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, οι οποίες προσδίδουν υπερέχουσα θέση στο συμβαλλόμενο Δημόσιο ή Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου -δηλαδή θέση η οποία δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό-και οι οποίες προκύπτουν είτε από το νομοθετικό καθεστώς, το οποίο διέπει τη σύμβαση, είτε από τους όρους της οικείας διακηρύξεως είτε από το ίδιο το περιεχόμενο της συμβάσεως (ΑΕΔ 7/2019, 17/2017, 21/2009, 6/2007, 10/2003, 3/1999, 21/1997, ΣτΕ 3507/2015, 987/2011, 3740/2012, 3683/2008, 1372/2007, 3193/2006, 2247/1999, 1886/1996, 1031/1995). Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν, σωρευτικά, τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων (ΑΕΔ 1/2016, 3/2012, 29/2011). Εξάλλου, κατά την έννοια του προαναφερόμενου άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση), ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας, δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΑΕΔ 1/2016, ΑΕΔ 12/2013, ΑΕΔ 11/2013, ΑΕΔ 3/2012, ΑΠ 892/2018, ΑΠ 891/2018).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1 και 3, 2 παρ. 1 και 3 εδ. δ΄ του Ν. 1418/1984 και ήδη άρθρο 1 του Ν. 3669/2008(ΦΕΚ Α΄ 116/18-6-2008) «Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων», ο οποίος (νόμος) καταργήθηκε με την παρ. 1 περίπτωση 31 του άρθρου 377 του Ν. 4412/2016 (ΦΕΚ Α΄ 147/8-8-2016), πλην των άρθρων 80 έως 110, τα οποία παρέμειναν σε ισχύ μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος του άρθρου 83 και τα οποία με την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της παραγράφου 20 του άρθρου 118 του Ν. 4472/2017 καταργούνται και αυτά [άρθρο 118 παρ. 25 του Ν. 4472/2017 (ΦΕΚ Α 74/19-5-2017)], και ισχύει (νόμος) στην προκειμένη περίπτωση, που αφορά σύμβαση που, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, έχει συναφθεί πριν την 8-8-2016, με τον οποίο κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο όλες οι κείμενες διατάξεις που αφορούν στην κατασκευή των δημοσίων έργων, «1. Οι διατάξεις του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται σε όλα τα έργα που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τους φορείς, που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α΄)», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται (περ. γ΄) οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και οι πάσης φύσεως επιχειρήσεις τους, κατά την παράγραφο 2 του αυτού άρθρου (1 του Ν. 3669/2008), «2. Τα δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της χώρας που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της χώρας και γενικά αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του λαού. Τα δημόσια έργα εντάσσονται στο γενικό πλαίσιο της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και υλοποιούν επιλογές του δημοκρατικού προγραμματισμού.» και κατά την παράγραφο 3 «3. Από τεχνική άποψη δημόσια έργα είναι όλα τα έργα που εκτελούν οι φορείς της παρ.1 και συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με το έδαφος, το υπέδαφος ή τον υποθαλάσσιο χώρο, όπως και τα πλωτά τμήματα των τεχνικών έργων. Ως έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή επισκευή ή συντήρηση και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, καθώς και κάθε σχετική ερευνητική εργασία, που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση.». Επίσης, κατά το άρθρο 77 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, «1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο δικαστήριο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων. … 2. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των διαφορών αυτών είναι το διοικητικό ή πολιτικό εφετείο της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Αν το έργο εκτελείται στην περιφέρεια δύο ή περισσότερων εφετείων, αρμόδιο καθίσταται εκείνο που ορίζει ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, ύστερα από αίτηση εκείνου που ενδιαφέρεται να ασκήσει την προσφυγή». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και εκείνης της παραγράφου 4 του άρθρου 64 του ΕισΝΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργηση του με το άρθρο 26 του Ν. 4491/2017 (ΦΕΚ Α΄ 152/13-10-2017), προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση υπάγεται, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, τότε αρμόδιο για την εκδίκαση αυτής καθίσταται το Εφετείο, και μάλιστα υπό πενταμελή σύνθεση, όταν η διαφορά, είτε από τη σύμβαση είτε από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, σε περίπτωση άκυρης συμβάσεως, αφορά στην εκτέλεση δημόσιου έργου που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού (ΑΠ 1284/2015, ΑΠ 1056/2014). Η υπαγωγή μιας συμβάσεως έργου υπό το ιδιαίτερο νομοθετικό καθεστώς των διατάξεων του Ν. 3669/2008 προϋποθέτει μεταξύ των άλλων ότι το αντικείμενο αυτής συνίσταται στην εκτέλεση δημοσίου έργου, όπως το εννοιολογικό αυτού περιεχόμενο προσδιορίζεται ανωτέρω, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή ο χαρακτηρισμός της (οικείας εργολαβικής) συμβάσεως ως διοικητικής ή μη. Ο χαρακτηρισμός αυτός απλώς προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου (διοικητικού ή πολιτικού) προς επίλυση των εκ της εργολαβίας διαφορών (ΑΠ 1066/2018). Οι διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, εξάλλου, εφαρμόζονται και στην περίπτωση δημόσιου έργου λόγω ακυρότητας της σύμβασης. Έτσι η εξαιρετική αρμοδιότητα του Εφετείου καλύπτει και τις αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που γεννώνται από την εκτέλεση δημόσιου έργου, όταν η σχετική σύμβαση είναι άκυρη, αφού και στην περίπτωση αυτή η αγωγή έχει ως ιστορική βάση για τον προσδιορισμό της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό την εκτέλεση του δημόσιου έργου και συνεπώς συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος (ΑΠ 1102/2018, ΑΠ 1284/2015, ΑΠ 1056/2014, ΑΠ 1499/2009).
Το παραπάνω νομοθετικό καθεστώς, κατά το οποίο οι διαφορές από εκτέλεση δημοσίου έργου υπάγονταν, είτε στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για διοικητική σύμβαση, έστω και αν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις και ιδρυόταν εξαιρετική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου, είτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, έστω και αν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις και ιδρυόταν εξαιρετική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του πολιτικού, υπό πενταμελή σύνθεση, Εφετείου, μεταβλήθηκε με τη θέσπιση των άρθρων 20 έως 28 του Ν. 4491/13-10-2017. Περαιτέρω, με τις δικονομικού χαρακτήρα διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 1418/1984, με τον τίτλο «Δικαστική Επίλυση διαφορών», αλλά και του άρθρου 77 του Ν. 3669/2008 και του άρθρου 175 του Ν. 4412/2016, πριν την τροποποίηση της τελευταίας διάταξης με το άρθρο 21 του Ν. 4491/2017 (ΦΕΚ A΄ 152/13-10-2017), ορίζεται, ως αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση κάθε διαφοράς, μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου και επιλύεται με την άσκηση προσφυγής, ή αγωγής, το διοικητικό ή πολιτικό Εφετείο της περιφέρειας, στην οποία εκτελείται το έργο (παρ. 1, 2), συγκροτούμενο, κατά το άρθρο 64 παρ. 4 του ΕισΝΚΠολΔ, από πέντε Δικαστές. Η εξαιρετική αρμοδιότητα του διοικητικού ή πολιτικού Εφετείου προσδιορίζεται από τον χαρακτήρα της σύμβασης, ως διοικητικής, ή ως ιδιωτικής, οπότε ανακύπτει αντίστοιχα δικαιοδοσία και καθ΄ ύλην αρμοδιότητα, ή του διοικητικού Εφετείου, ή του πολιτικού Εφετείου, διατηρείται δε, η αρμοδιότητα, και στην περίπτωση, κατά την οποία αντικείμενο της διαφοράς, που προέκυψε από την εκτέλεση δημοσίου έργου, είναι αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, γιατί συνεχίζει να ισχύει και στην περίπτωση αυτή ο δικαιολογητικός λόγος της καθιέρωσης της εξαιρετικής καθ΄ ύλην αρμοδιότητας του Εφετείου, αφού ιστορική βάση της αγωγής για τον προσδιορισμό της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αποτελεί η για την εκτέλεση του δημόσιου έργου υποκείμενη σχέση, με βάση την οποία αξιολογείται η διαφορά, ως διοικητική, ή ιδιωτική (ΑΕΔ 2/1993). Το παραπάνω νομοθετικό καθεστώς, κατά το οποίο οι διαφορές από την εκτέλεση δημοσίου έργου υπάγονταν, είτε στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για διοικητική σύμβαση, έστω και αν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, και ιδρυόταν εξαιρετική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου, είτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, έστω και αν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις και ιδρυόταν εξαιρετική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του πολιτικού, υπό πενταμελή σύνθεση, Εφετείου, μεταβλήθηκε όπως προεκτέθηκε, με τη θέσπιση των άρθρων 20 έως 28 του ανωτέρω Ν. 4491/2017. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 175 του ανωτέρω Ν. 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)», (ΦΕΚ A 147/ 8-8-2016), αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 του Ν. 4491/2017 και με τη νέα διάταξη καθιερώνεται αποκλειστική καθ΄ ύλην αρμοδιότητα μόνο του διοικητικού Εφετείου της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο, για κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, η οποία (διαφορά) επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο ως άνω διοικητικό Εφετείο, αποκλεισθείσας έτσι της αρμοδιότητας του πολιτικού Εφετείου. Ενώ, αρχικά, πριν, δηλαδή, τη θέσπιση του Ν. 4491/2017, ο Ν. 4412/2016 και επομένως και η διάταξή του άρθρου 175 εφαρμοζόταν, κατά το άρθρο 376, μόνο για τις συμβάσεις των οποίων η διαδικασία σύναψης ελάμβανε χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του, δηλαδή μετά την 8-8-2016, εντούτοις, προσδόθηκε αναδρομική ισχύς στη διάταξη αυτή, του άρθρου 175, στη διάταξη, δηλαδή, που προέβλεπε τη διαδικασία της δικαστικής επίλυσης των ως άνω διαφορών, αφού με το άρθρο 23 του νεότερου Ν. 4491/2017 προστέθηκε παράγραφος 14 στο ως άνω άρθρο 376, σύμφωνα με την οποία «14. Το άρθρο 175 του ν. 4412/2016 εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις έργων και μελετών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4412/2016». Επιπρόσθετα, με το άρθρο 26 του ίδιου Ν. 4491/2017, καταργήθηκε το άρθρο 64 παρ. 4 του ΕισΝΚΠολΔ, που προέβλεπε την συγκρότηση του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου για τις διαφορές από δημόσια έργα, στην περίπτωση που αυτές αναφύονται από ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις, σε οποιαδήποτε νομική βάση και αν θεμελιώνονται, κατά τα ήδη λεχθέντα, ενώ με το άρθρο 28 του ίδιου Ν. 4491/2017 έγινε ειδική ρύθμιση για τις εκκρεμείς κατά την 1-11-2017 προσφυγές ή αγωγές και, ειδικότερα, προστέθηκε στο άρθρο 379 του ίδιου Ν. 4412/2016 παράγραφος 14, με το ακόλουθο περιεχόμενο «14. Προσφυγές ή αγωγές, που έχουν κατατεθεί μέχρι την 1.11.2017, δικάζονται από το Δικαστήριο, στο οποίο έχουν κατατεθεί. Εξαιρετικά, όσες από αυτές εκκρεμούν στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο, αλλά δεν είναι εγγεγραμμένες στο πινάκιο, γιατί έχει ματαιωθεί η συζήτησή τους, όταν επαναφερθούν για συζήτηση, θα εισαχθούν στο πολιτικό Τριμελές Εφετείο» (ΕφΔυτΜακεδ 38/2019). Από το συνδυασμό των ανωτέρω νομοθετικών ρυθμίσεων συνάγεται ότι α) μετά τη θέση σε ισχύ, από 13-10-2017, του Ν. 4491/2017, όλες οι προσφυγές, ή αγωγές, οι οποίες αφορούν διαφορές από την εκτέλεση δημοσίου, δημοτικού κλ.π έργου και απορρέουν από διοικητική σύμβαση, ή από ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, όπως η διάκριση αυτών ειδικώς εκτίθεται στην αρχή της απόφασης αυτής, είτε έχουν, οι διαφορές συμβατικό υπόβαθρο, είτε, λόγω ακυρότητας της σύμβασης, ερείδονται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ακόμα και αν ανακύπτουν από συμβάσεις έργων, που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 4412/2016, υπάγονται από 1-11-2017 και εφεξής στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων και στην αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου της περιφέρειας, όπου εκτελείται το δημόσιο κ.λ.π. έργο, β) από την ως άνω ρύθμιση εξαίρεση θεσπίζεται για τις ήδη κατατεθείσες έως την 1-11-2017, προσφυγές ή αγωγές, οι οποίες έχουν κατατεθεί, λόγω της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, όπως αυτή παγίως είχε κριθεί ότι δημιουργείται στις περιπτώσεις που η διαφορά έχει ως υποκείμενη αιτία, ιδιωτικού δικαίου σύμβαση στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο, οι οποίες και συνεχίζουν να δικάζονται από το Δικαστήριο αυτό και γ)αν οι ως άνω, εκκρεμούσες στις 1-11-2017 στο πολιτικό Πενταμελές Εφετείο προσφυγές ή αγωγές δεν είναι εγγεγραμμένες στο πινάκιο αυτού γιατί έχει ματαιωθεί η συζήτησή τους, συνεχίζουν να υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, με τη μοναδική διαφοροποίηση ότι, όταν επαναφερθούν για συζήτηση, προδήλως με κλήση οποιουδήποτε εκ των διαδίκων τους, θα εισαχθούν στο πολιτικό Τριμελές Εφετείο, αφού πλέον η αρμοδιότητα του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου έχει καταργηθεί (ΕφΔυτΜακ73/2018). Επιπλέον, από τα άρθρα 221 παρ. 1α και 46 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκκρεμοδικία, που επιφέρει η άσκηση της αγωγής, και οι εξ αυτής συνέπειες διατηρούνται και στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι καθ΄ ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς και αποφαινόμενο γι΄ αυτό αυτεπαγγέλτως (ή και σε παραδοχή ισχυρισμού διαδίκου) παραπέμπει την υπόθεση στο καθ΄ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 4-3-2019 (αριθμ. κατάθ. ………./ 6-3-2019) κλήση του ενάγοντος επαναφέρεται προς συζήτηση η από 19-2-2018 (με αριθμ.κατάθ. …………./2018) αγωγή του (καλούντος – ενάγοντος), [απευθυνόμενη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατατεθείσα στη Γραμματεία αυτού την 26-2-2018], μετά την έκδοση, την 26-2-2019, της υπ΄ αριθμ.668/2019 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), με την οποία το Δικαστήριο, αφού δίκασε την υπόθεση κατά τη συνεδρίαση της 12-10-2018, κήρυξε εαυτό καθ΄ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της ένδικης διαφοράς και παρέπεμψε την εκδίκαση αυτής στο παρόν Πενταμελές (Πολιτικό) Εφετείο. Η οριστική αυτή απόφαση δεν προκύπτει ότι έχει καταστεί τελεσίδικη μέχρι την άσκηση της ως άνω κλήσης.
Με την ένδικη, από 19-2-2018 (με αριθμ.κατάθ. ……../26-2-2018) αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει ότι την 5-9-2008, μεταξύ του ίδιου και του εναγόμενου Δήμου καταρτίστηκε προφορική σύμβαση έργου, δυνάμει της οποίας ο εναγόμενος του ανέθεσε, με σχετική προφορική εντολή του αντιδημάρχου του, την εκτέλεση του έργου της επισκευής της ασφαλτόστρωσης συγκεκριμένων οδών του, όπως αυτές αναλυτικώς σημειώνονται στην αγωγή, με δικές του δαπάνες και έναντι εργολαβικού ανταλλάγματος, το οποίο θα προέκυπτε μετά την επιμέτρηση του έργου και την αποτίμηση της αξίας του, με βάση τον επίσημο τιμοκατάλογο έργων οδοποιίας του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. ΄Ότι ο ίδιος εκτέλεσε προσηκόντως το ένδικο ως άνω έργο, το οποίο και παρέδωσε στον εναγόμενο την 12-9-2008.΄Ότι η συνολική αξία αυτού, με βάση τη σχετική επιμέτρηση που ακολούθησε και την εφαρμογή του σχετικού τιμοκαταλόγου του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. ανήλθε στο συνολικό ποσό των 39.570,42 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του αναλογούντος φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), συνολικού ποσού 7.399,35 ευρώ όπως το ως άνω ποσό αναλύεται στην αγωγή ανά είδος εργασίας, ποσότητα και τιμή μονάδος. ΄Ότι ο εναγόμενος, ωστόσο, αν και παρέλαβε ανεπιφύλακτα το ένδικο έργο, αρνείται μέχρι σήμερα να του καταβάλει το παραπάνω ποσό, που αντιστοιχεί στο εργολαβικό του αντάλλαγμα, παρά τις επανειλημμένες σχετικές οχλήσεις του. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και κατόπιν παραδεκτής, με τις προτάσεις του μετατροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής του σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρ.223, 295 παρ.1β και 297 ΚΠολΔ), ζητά να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να του καταβάλει μετά τον νόμιμο κατ΄ άρθρ. 294, 295 παρ. 1 και 297 ΚΠολΔ, με τις προτάσεις του ενάγοντος περιορισμό του αιτήματος της αγωγής ως προς το μέρος αυτής που αφορά στον ΦΠΑ συνολικού ύψους 7.399,35 ευρώ, ποσό ως προς το οποίο η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε (άρθρ. 295 παρ. 1 εδ α ΚΠολΔ), το ποσό των 32.171,04 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την παράδοση του έργου την 12-9-2008, άλλως από τη δικαστική του όχληση τον Αύγουστο του 2011. Επικουρικά, δε και για την περίπτωση που η ένδικη σύμβαση έργου ήθελε κριθεί άκυρη, λόγω μη τήρησης του εκ του νόμου απαιτούμενου εγγράφου, ζητά το ίδιο ως άνω ποσό με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και τέλος, ζητά να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η ένδικη αγωγή, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη της παρούσας, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών Δικαστηρίων προς εκδίκασή της (άρθρα 1, 2 και 4 του ΚΠολΔ), (διότι υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων), προϋπόθεση που σε κάθε περίπτωση ερευνάται και αυτεπαγγέλτως. Ειδικότερα, πρόκειται για αγωγή, που ασκήθηκε την 26-2-2018, δηλαδή, μετά την ισχύ, από 13-10-2017, του Ν.4491/2017, αφορά σε διαφορά από την εκτέλεση δημοσίου έργου και, ανεξάρτητα αν απορρέει από διοικητική ή ιδιωτικού δικαίου σύμβαση και, αν έχει συμβατικό υπόβαθρο, ή, λόγω ακυρότητας της σύμβασης, ερείδεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, και, που ακόμη κι αν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ανακύπτει από σύμβαση έργου, που συνάφθηκε το έτος 2008, δηλαδή, πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 4412/2016, υπάγεται, από 1-11-2017 και εφεξής στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων και στην αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου της περιφέρειας, όπου εκτελείται το δημόσιο κ.λ.π. έργο, χωρίς να εμπίπτει, λόγω του χρόνου άσκησής της, στην από το άρθρο 28 του ίδιου Ν. 4491/2017 προβλεπόμενη εξαίρεση, που έχει θεσπιστεί για τις κατατεθείσες έως την 1-11-2017, προσφυγές ή αγωγές, για τις οποίες δημιουργείται δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και συγκεκριμένα του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου, στις περιπτώσεις που η διαφορά έχει ως υποκείμενη αιτία, ιδιωτικού δικαίου σύμβαση και, οι οποίες συνεχίζουν να δικάζονται από το Δικαστήριο αυτό. Κατόπιν αυτών και ενόψει του ότι η έλλειψη δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων ερευνάται από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης πριν από την έρευνα του παραδεκτού της αγωγής (ΕφΑθ 7955/90 Δ/νη 32, 1051, ΕφΑθ 3117/88 Δ/νη 30, 819), πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 106, 179 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Απορρίπτει ως απαράδεκτη την ένδικη από 19-2-2018 (αριθμ. κατάθ………./26-2-2018) αγωγή.
Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 25 Φεβρουαρίου 2021 και δημοσιεύθηκε στις 22 Μαρτίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τις πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ