Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 176/2021

Αριθμός     176/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με το από 9.3.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020 δικόγραφο κλήσης προς συζήτηση φέρεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, μετά την έκδοση της μη οριστικής με αριθμό 163/2020 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου και τα αναφερόμενα στο διατακτικό αυτής, η από 27.3.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 έφεση των κατά ένα μέρος ηττηθέντων εναγόντων κατά της με αριθμό 1355/15.3.2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών (άρθρα 621επ του ΚΠολΔ) με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων επί της από 11.9.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2017 αγωγής.

Με την προαναφερόμενη αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούµενη απόφαση, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες εξέθεσαν ότι προσελήφθησαν από την εναγόµενη και ήδη εφεσίβλητη εταιρία, µε συµβάσεις εξαρτηµένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ο µεν πρώτος στις 18-7-1988, ο δε δεύτερος στις 1-11-1999, για να εργασθούν ως χειριστές ανυψωτικών µηχανηµάτων, ότι αυτή (εναγοµένη) τους κατέταξε στην υπό στοιχεία ΔΕ2 µισθολογική κατηγορία προσωπικού, ενώ θα έπρεπε να τους εντάξει, βάσει των αναφεροµένων τυπικών προσόντων τους και την ισοτιµία των τίτλων σπουδών τους που είχαν καταθέσει, στην υπό στοιχεία ΔΕ3 µισθολογική κατηγορία. Ότι, κατόπιν άρνησης της  ήδη εφεσίβλητης εναγοµένης, να τους εντάξει στην ως άνω ορθή µισθολογική κατηγορία (ΔΕ3), άσκησαν, ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 23-12-2010 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../24-12-2010) αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 4214/2014 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (όπως συµπληρώθηκε µε τη με αριθμό 2728/2015 απόφασή του), η οποία, ήδη, έχει καταστεί τελεσίδικη, αφού οι κατ’ αυτής εφέσεις αυτών και της ήδη εφεσίβλητης απορρίφθηκαν, μετά τη δημοσίευση της με αριθμό 403/2017 αποφάσεως του Μονοµελούς Εφετείου Πειραιώς. Ότι µε την ανωτέρω απόφαση, από την οποία απορρέει σχετικό δεδικασµένο, υποχρεώθηκε η ήδη εφεσίβλητη εναγοµένη να τους εντάξει στην υπό στοιχεία ΔΕ3 µισθολογική κατηγορία και αναγνωρίσθηκε ότι τους οφείλει, λόγω της ως άνω εσφαλµένης υπαγωγής τους στην προαναφερθείσα µισθολογική κατηγορία (ΔΕ2), τις σχετικές µισθολογικές διαφορές, από την 1-1-2005. Ακολούθως αιτήθηκαν να υποχρεωθεί η ήδη εφεσίβλητη εναγόµενη να καταβάλει στον πρώτο από αυτούς το συνολικό ποσό των 19,135,28 ευρώ και στο δεύτερο από αυτούς το συνολικό ποσό των 22,386 ευρώ για τις κατά τα ως άνω µίσθολογικές διαφορές, βάσει των διατάξεων των επικληθεισών Ειδικών Επιχειρησιακών Συλλογικών Συµβάσεων Εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού της τελευταίας και ειδικότερα διαφορών για µισθούς, αµοιβή απλών υπερωριών κατά τις καθηµερινές, αµοιβή για νυκτερινή εργασία, αµοιβή για εργασία κατά τα Σάββατα, Κυριακές και αργίες, επιδόµατα εορτών και αδείας, που αφορούν το χρονικό διάστηµα των ετών 2005 έως 2010, καθώς και για χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, επειδή αυτή, κατά τους ισχυρισµούς τους, παρανόµως και υπαιτίως, δεν τους ενέταξε στην ως άνω ορθή µισθολογική κατηγορία (ΔΕ3), όπως κάθε κονδύλιο, αναλύθηκε στην αγωγή, µε το νόµιµο τόκο από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της προαναφερθείσας από 28-12-2010 προγενέστερης αγωγής τους, άλλως από την επίδοση της εδώ αγωγής. Με την εκκαλούµενη απόφαση το πρωτοβάθµιο Δικαστήριο δέχθηκε κατά ένα µέρος την ανωτέρω αγωγή και υποχρέωσε την εναγοµένη να καταβάλλει στον πρώτο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 10,009,6 ευρώ (καθώς εκ παραδρομής προφανώς και όχι από εσφαλμένο υπολογισμό αναγράφηκε έτσι το πράγματι επιδικασθέν ποσό των 10.009,06 ευρώ) και στο δεύτερο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 8.502,32 ευρώ, µε το νόµιµο τόκο ως προς το ποσόν των δεδουλευµένων αποδοχών και υπερεργασίας από το τέλος εκάστου µηνός κατά τον οποίο κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό, ως προς τα επιδόµατα εορτών Χριστουγέννων, αποδοχές και επιδόµατα αδείας από τις 31-12 εκάστου έτους, τα επιδόµατα εορτών Πάσχα από 1-5 εκάστου έτους, το οποίο αφορά και όλα τα ανωτέρω ποσά µέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες- εκκαλούντες µε την ένδικη έφεσή τους για λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε µη ορθή ερµηνεία και εφαρµογή του νόµου, καθώς και εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ζητούν να µεταρρυθµισθεί η εκκαλούµενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η ανωτέρω αγωγή τους στο σύνολό της.

Κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ` έφεση δίκη (άρθρο 524 § 1 ΚΠολΔ): «το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης, με την έννοια ότι πρόκειται για δύο συνεχόμενα δικονομικά στάδια που συνθέτουν μία και μόνη συζήτηση, ένα αδιάσπαστο δικονομικό σύνολο, ως εκ τούτου δε και όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 254, 271 επ., 280 ΚΠολΔ εάν κάποιος παρέστη κανονικά κατά την προηγουμένη συζήτηση, κατά την οποία διατάχθηκε η επανάληψη, όπως και στην αντίστροφη περίπτωση, όταν δηλ. δεν παρέστη στην αρχική αλλά μόνο στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δικάζεται κατ` αντιμωλία (β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική-νομολογιακή ανάλυση, τ. Β`, σ. 165). Ισχυρισμοί μπορούν να προβληθούν παραδεκτώς για πρώτη φορά και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, αφού έως τη δεύτερη εκφώνηση της υπόθεσης αυτή θεωρείται ότι διαρκεί (ΕφΔωδ 212/2009 ΤΝΠ-Νόμος). Κατά συνέπεια δεν απαιτείται η κατάθεση νέων προτάσεων ούτε η επίκληση νέων αποδεικτικών μέσων ή η επανυποβολή των ενστάσεων. Επιπλέον, δεν είναι αναγκαία η παράσταση του διαδίκου στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Ο διάδικος που παρίσταται νόμιμα σε ένα από τα δύο στάδια, ενώ απουσιάζει από το άλλο δικάζεται κατ`αντιμωλία (βλ. Εφ. Πατρ. 463/2009, Εφ.Θεσ.2976/2005, δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η παραγραφή είναι ο θεσμός του δικαίου, εξαιτίας του οποίου μία αξίωση παραλύει, επειδή ο δικαιούχος της παρέλειψε να την ασκήσει εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στο νόμο. Με τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής η αξίωση δεν αποσβήνεται, αλλά εξακολουθεί να εκδηλώνει σημεία ζωής, υπάρχουσας ως φυσική ή ατελής ενοχή. Εξάλλου η παραγραφή δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνο κατόπιν πρότασής της από τον οφειλέτη, ο οποίος λόγω της συμπλήρωσής της μπορεί να αρνηθεί να εκπληρώσει την παροχή (ΑΚ 272). Ο θεσμός της “εν επιδικία” παραγραφής συνιστά ειδικότερη εκδήλωση του θεσμού της παραγραφής. Η διακοπή της παραγραφής επερχόταν μέχρι σήμερα με την “έγερση” της αγωγής, χωρίς αυτή να επιφέρει αντίστοιχη αναστολή κατά τη διάρκεια της δίκης. `Οριζε λοιπόν το άρθρο 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013, επί λέξει τα εξής (αποτελώντας μεταφορά του άρθρου 2 του Ν. ΓΧΞ`/1910) “την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου”. Από την τελευταία αυτή διάταξη συναγόταν ότι αν η παραγραφή διεκόπτετο με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, ομοειδής και ισόχρονη με αυτήν που είχε διακοπεί, άρχιζε σε κάθε περίπτωση – και ανεξαρτήτως από το είδος αυτής ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους – ευθύς μετά την έγερση της αγωγής και διακοπτόταν μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. `Ετσι επί αξιώσεως που είχε καταστεί επίδικη, η παραγραφή στην οποία υπέκειτο μπορούσε να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια της επιδικίας. Ως διαδικαστική δε πράξη, που συνεπαγόταν κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ τη διακοπή της παραγραφής, εθεωρείτο κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής, που περιείχε τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και ήταν αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. Σύμφωνα με το σκοπό της ίδιας διάταξης, για να αρχίσει, εκ νέου, η παραγραφή, που διακόπηκε από την τελευταία διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου, θα έπρεπε να είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υποθέσεως με πράξεις των διαδίκων. Τούτο δε γιατί ο θεσμός της παραγραφής της αξίωσης (ΑΚ 247 επ.) αποτελεί τη νομοθετικά προβλεπόμενη κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του και επομένως δεν ήταν νοητή η παραγραφή της αξίωσης όταν αυτός είχε ενεργήσει ότι ήταν αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μη χρειάζεται να επιχειρήσει κάτι ιδιαίτερο. Γι` αυτό ο νόμος αναγνώριζε σοβαρούς λόγους συνεπεία των οποίων η πάροδος του χρόνου δεν είχε δυσμενείς συνέπειες για τον δανειστή. Τέτοιοι λόγοι αναστολής της παραγραφής ήταν και είναι, κατ`άρθρο 255 ΑΚ, το δικαιοστάσιο, η ανωτέρω βία και ο δόλος του υποχρέου. Ανωτέρα βία κατά την έννοια της διατάξεως αυτής συνιστά και η κατάθεση της έκθεσης, της κατά τα άρθρα 368 επ ΚΠολΔ δικαστικής πραγ/νης, σε χρόνο πέραν εκείνου της βραχυπρόθεσμης παραγραφής, αφού ο διάδικος δεν έχει την δυνατότητα να ενεργήσει κάποια διαδικαστική πράξη, η οποία θα μπορούσε να επιφέρει την διακοπή της παραγραφής. Η παραπάνω διάταξη, όπως προαναφέρθηκε, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20.3.2013. Σύμφωνα με τη νέα διάταξη και τις παραγράφους 1 και 3 που ενδιαφέρουν την ένδικη διαφορά “1. την παραγραφή διακόπτει η άσκηση αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ` άλλον τρόπο περάτωση της δίκης 3.Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 δεν διαφέρει από την προϊσχύουσα ρύθμιση, παρά μόνον στην αντικατάσταση του όρου “έγερση” από τον σύγχρονο όρο “άσκηση” της αγωγής. Οι συνέπειες του ουσιαστικού δικαίου εξακολουθούν να εντοπίζονται στο χρονικό σημείο της έγκυρης επιδόσεως της αγωγής, οπότε θεωρείται ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση της εναντίον του αγωγής. Η σοβαρότερη διαφοροποίηση από την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ εντοπίζεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου, το οποίο προβλέπει ταυτοχρόνως διακοπή και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής, μέχρι το χρονικό σημείο εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως ή περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Ο όρος “τελεσίδικη απόφαση” εννοεί την επερχόμενη με οποιοδήποτε τρόπο τελεσιδικία όπως π.χ οριστική απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρελεύσεως των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραιτήσεως από το δικαίωμα ασκήσεώς τους, αποδοχής της αποφάσεως, αποδοχή της αγωγής κλπ. Εκτός από την τελεσιδικία της αποφάσεως, προβλέπεται περαιτέρω ότι η παραγραφή αρχίζει και πάλι, όταν η δίκη περατωθεί με άλλο τρόπο, ήτοι λόγω καταργήσεως της δίκης με δικαστικό συμβιβασμό (ΚΠολΔ 293), καθώς και η παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής (ΚΠολΔ 294-297), εφαρμοζομένου επί παραιτήσεως από το δικόγραφο του άρθρου 263 ΑΚ. Από το συνδυασμό του νέου άρθρου 261 και του άρθρου 270 ΑΚ, που παραμένει αμετάβλητο, συνάγεται σαφώς ότι η νέα παραγραφή αρχίζει την επομένη της τελεσιδικίας της αποφάσεως ή της περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Η τρίτη παράγραφος του (νέου) άρθρου 261 ΑΚ ορίζει “ότι η νέα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”. Εξ ετέρου κατ`εφαρμογή του άρθρου 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει κατ`αρχήν το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, ώστε να μη θεμελιώνεται λόγος εφέσεως εξαιτίας ευνοϊκής υπέρ του εκκαλούντος νομοθετικής μεταβολής. Εξαίρεση εισάγεται, όταν ο νόμος περιέχει ρητή διάταξη ότι αυτός εφαρμόζεται στις εκκρεμείς ενώπιον του Εφετείου δίκες, αν συγχρόνως δεν παραβιάζονται συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν έχει παραγραφεί εν επιδικία η ένδικη αξίωση κατά την δημοσίευση του ν. 4139/2013, ήτοι την 20.3.2013.(ΑΠ 361/2019, ΑΠ 59/2016 δημ. Νόμος). Τέλος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 268 εδ α` ΑΚ, κατά την οποία “κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια, και αν ακόμη η αξίωση καθεαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή”, εάν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξιώσεως αρχίζει εικοσαετής παραγραφή και ως προς το μέρος της όλης αξιώσεως, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση. Κι` αυτό γιατί και το μέρος αυτό της αξιώσεως, καίτοι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί με δύναμη δεδικασμένου, (άρθρο 331 ΚΠολΔ), με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, η οποία ήταν αναγκαία για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως του παθόντος γενικά, για κάθε ζημία από την αδικοπραξία. Η νέα, όμως, αυτή, (εικοσαετής), παραγραφή, προϋποθέτει, αναγκαίως, κατά την έννοια του άρθρου 268 ΑΚ, την ύπαρξη αξιώσεως, που δεν έχει ήδη υποκύψει, στην μέχρι της τελεσιδικίας, ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή, δεδομένου ότι, η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξιώσεως δεν επιφέρει αναβίωση της αξιώσεως και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεστεί λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε χωρίς διακοπή κατ` άρθρο 261 ΑΚ. (Ολ.ΑΠ 24/2003). Ομοίως, η επιμήκυνση του χρόνου της παραγραφής, κατά τους όρους του άρθρου 268 ΑΚ, προϋποθέτει, αναγκαίως, την ύπαρξη αξίωσης που δεν έχει υποκύψει ακόμη στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή, και αυτό, διότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης, τότε αξίωσης δεν επιφέρει αναβίωση της αξίωσης και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεστεί λόγω παραγραφής η οποία διέδραμε χωρίς διακοπή κατά το άρθ. 261 ΑΚ. Να σημειωθεί περαιτέρω ότι αξιώσεις παροχών που επαναλαμβάνονται περιοδικά και που βεβαιώθηκαν με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό ληξιπρόθεσμες στο μέλλον υπάγονται στην 5ετη παραγραφή του άρθρου 250. Ειδικότερα, ως αξιώσεις περιοδικά επαναλαμβανόμενων παροχών νοούνται, κατά τις συνδυασμένες διατάζεις των άρθρων 268 εδ. β`, 250 αριθ. 17, 254 του ΑΚ και 11 αριθ. 7 του ΚΠολΔ, εκείνες που πηγάζουν διαδοχικά από έννομη σχέση και οφείλονται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα, με μόνη την πάροδο του χρόνου, χωρίς να απαιτούνται νεότερα πραγματικά περιστατικά και χωρίς η γέννηση ή η άσκηση τους να εξαρτάται από αίρεση (όπως είναι η αξίωση για μισθό, επιδόματα, ισόβιες χρηματικές παροχές, τόκους κ.λπ.), ενώ οι από αδικοπραξία αξιώσεις, όπως η αξίωση αποζημίωσης για στέρηση διατροφής ή για στέρηση εισοδημάτων εργασίας, δεν εντάσσονται στις εν λόγω (περιοδικές) παροχές, γιατί δεν έχουν εκ των προτέρων ορισμένο περιεχόμενο και δεν παράγονται σε ορισμένα χρονικά διαστήματα με μόνη την πάροδο του χρόνου, αλλ` εξαρτώνται από την κατά τον κρίσιμο χρόνο επέλευση των εν λόγω ζημιών και του ύψους τους (ΑΠ 660/2001 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΘες 393/2014 Δ/ΝΗ 2014/1475).

Επί της προαναφερόμενης εφέσεως εξεδόθη η μη οριστική με αριθμό 163/2020 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου που έκρινε εμπρόθεσμη την έφεση και ορισμένη την προαναφερόμενη αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση. Στη συνέχεια μετά από αυτοτελή ισχυρισμό της εφεσίβλητης περί παραγραφής της αξίωσης των εναγόντων διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκοµισθεί, µε την επιµέλεια του επιµελέστερου από τους διαδίκους, α) αντίγραφο αποφάσεως του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς περί της (τυχόν) διορθώσεως της με αριθμό 4214/2014 αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου, ως προς το ζήτηµα της αναγνωρίσεως της οφειλής της εναγοµένης – εφεσίβλητης προς τους ενάγοντες – εκκαλούντες για τις µισθολογικές διαφορές που προκύπτουν από την εσφαλµένη υπαγωγή τους στην υπό στοιχεία ΔΕ2 µισθολογική κατηγορία αντί της υπό στοιχεία ΔΕ3 µισθολογικής κατηγορίας και ειδικότερα του χρονικού διαστήµατος στο οποίο αφορά αυτή και β1) αντίγραφο της από 23-12-2010 (και με αριθμό ……../24-12-2010 εκθ. καταθ.) αγωγής των εναγόντων εκκαλούντων, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 4214/2014 απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, καθώς και β2) αντίγραφο της έκθεσης επίδοσης αυτής (ή αντίγραφο της αγωγής µε σχετική σηµείωση περί επιδόσεως της) προς την εναγοµένη – εφεσίβλητη.

Από τα ήδη προσκομιζόμενα με επίκληση προαναφερόμενα έγγραφα αποδεικνύεται ότι οι εδώ εκκαλούντες άσκησαν στις 24.12.2010 τη με αριθμό ……/2010 αγωγή τους με αίτημα να αναγνωριστεί ότι τους οφείλονται μισθολογικές διαφορές λόγω της μη υπαγωγής τους στο ΔΕ3 μισθολογικό κλάδο από την 1.1.2005, την οποία με τη με αριθμό ……../28.12.2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …….. επέδωσαν στην εδώ εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία και επομένως διέκοψαν την πενταετή παραγραφή στην οποία υπόκειται η περιοδική παροχή της μισθοδοσίας τους. Επί αυτής εξεδόθη η με αριθμό 4214/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία αναγνωρίστηκε ότι η εδώ εφεσίβλητη τους οφείλει μισθολογικές διαφορές από 1.1.2005 λόγω της μη υπαγωγής τους στην ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία και η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδική μετά τη με αριθμό 403/24.7.2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά που απέρριψε κατ’ουσίαν τις εφέσεις που είχαν ασκηθεί από αμφότερα τα διάδικα μέρη. Επομένως νομίμως μετά τη νέα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ όπως ισχύει μετά το ν. 4139/2013 οι εκκαλούντες άσκησαν τη με αριθμό ……../12.9.2017 αγωγή τους με αίτημα να τους καταβληθούν οι μισθολογικές διαφορές για το διάστημα από 1.1.2005 έως και 30.4.2010 λόγω της  μη υπαγωγής τους στην ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία, καθώς η αξίωση τους δεν έχει παραγραφεί. Όλα αυτά αναφέρονται εκ περισσού και στα πλαίσια της έκδοσης μη οριστικής απόφασης από αυτό το δικαστήριο, διότι η εδώ εφεσίβλητη δεν άσκησε έφεση για να επαναφέρει το σχετικό ισχυρισμό που συνιστούσε ένσταση παραγραφής και που υποβλήθηκε ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

Η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για πληρωμή του μισθού που απορρέει από την σύμβαση εργασίας αποτελεί ποινικό αδίκημα. Με την παράλειψη, όμως, της πληρωμής αυτού (ολικά ή εν μέρει) ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και, συνεπώς, δεν υπάρχει ζημία που να έχει αιτία την παράνομη, σε σχέση με τον ΑΝ 690/1945, συμπεριφορά του εργοδότη. Επομένως, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικώς οφειλομένων αποδοχών και η παρακράτησή τους απ’ αυτόν δεν συνιστά αδικοπραξία και, κατά περαιτέρω συνέπεια, δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας, αφού και αυτή προϋποθέτει αδικοπραξία (βλ. ΑΠ 670/2016, ΑΠ 1114/2013 NΟΜΟΣ, και ΑΠ (ΠΟΙΝ) 1035/2017 NΟΜΟΣ). Ωστόσο, από τη διάταξη του άρθρου 71 εδ. α` Α.Κ., κατά την οποία “Το Νομικό Πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης” προκύπτει ότι, στην περίπτωση αδικοπραξίας των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το Νομικό Πρόσωπο ευθύνεται και σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, βάσει της γενικής διατάξεως του άρθρου 932 Α.Κ., η οποία παρέχει χρηματική ικανοποίηση σε κάθε περίπτωση ηθικής βλάβης, δηλαδή, όταν αυτή προέρχεται από οποιαδήποτε αδικοπραξία, έστω και αν αυτή στρέφεται κατά της περιουσίας (Ολ. Α.Π. 8/2008, 812/1980). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 Α.Κ., με τις οποίες θεσπίζεται η προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας και με τις οποίες ορίζεται στη μεν πρώτη ότι: “Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον… Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται”, στη δε δεύτερη ότι: “Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις”, σαφώς προκύπτει ότι, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης παρέχεται μόνο όταν συντρέχει και το στοιχείο της υπαιτιότητας, το οποίο ρητώς μνημονεύεται στην προαναφερθείσα διάταξη. Οι ανωτέρω διατάξεις έχουν εφαρμογή και στις περιπτώσεις παράνομων ενεργειών (πράξεων ή παραλείψεων), με τις οποίες προσβάλλεται η προσωπικότητα υπό οποιαδήποτε εκδήλωσή της (σωματική, ψυχική πνευματική, κοινωνική) (Ολ. Α.Π. 8/2008), ακόμη δε και από τη γενικότερη απαξιωτική προς την προσωπικότητα του εργαζομένου συμπεριφορά των νομίμων εκπροσώπων του νομικού προσώπου του εργοδότη, ήτοι συμπεριφορά διάφορη και ανεξάρτητη από την παρακράτηση δεδουλευμένων, αμοιβών ή νόμιμων αποζημιώσεων (βλ. ΑΠ 542/ 2018 NΟΜΟΣ). Με τον πέμπτο λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται για το ότι απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμο το αγωγικό αίτημα τους περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για το γεγονός ότι η εναγομένη εργοδότρια δεν τους κατέταξε στην κατηγορία ΔΕ3 ως όφειλε εκ του νόμου. Όμως τα αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά δεν αρκούσαν για την κατάφαση της νομικής βασιμότητας του σχετικού αιτήματος, αφετέρου η πρακτική της εργοδότριας μετά τη συνεχή αλλαγή τη νομοθεσίας να μην κατατάσσει τον εργαζόμενο αυτομάτως και αναδρομικώς στο αιτούμενο μισθολογικό κλιμάκιο αλλά μετά από σχετική αντιδικία συνιστά ενάσκηση δικαιώματος και όχι συμπεριφορά που αποσκοπεί στην προσβολή της προσωπικότητας του εργαζόμενου. Κατόπιν των ανωτέρω ο πέμπτος λόγος εφέσεως κρίνεται απορριπτέος.

Με τους τρεις πρώτους συναφείς λόγους εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων διότι α) η εκκαλουμένη απόφαση έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς της εργοδότριας σχετικά με τα μισθολογικά τους κλιμάκια βασιζόμενη αποκλειστικά σε υπηρεσιακά έγγραφα της εργοδότριας και χωρίς να λάβει υπόψη τα άρθρα της ΣΣΕ που καθορίζουν την ένταξη και μισθολογική εξέλιξη στα κλιμάκια που ανέλυαν στην αγωγή και εν τέλει δεν αναφέρει το ορθό κλιμάκιο στο οποίο θα έπρεπε να είναι ενταγμένοι με βάση την ΔΕ3 κατηγορία, β) διέλαβε στην απόφαση ανεπαρκή αιτιολογία διότι στην ελάσσονα πρόταση δεν υπάρχει η παραμικρή ανάλυση σχετικά με τις αποδοχές που έπρεπε να λάβουν αλλά έχει μόνο μια συνολική αναφορά στα ποσά που οφείλονται και γ) προσμετρά σύμφωνα με τους πίνακες της εργοδότριας την αμοιβή για νυχτερινή εργασία στις τακτικές αποδοχές με αποτέλεσμα να καταβάλλονται λιγότερες τακτικές αποδοχές. Ο δεύτερος από τους παραπάνω λόγους εφέσεως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος διότι με το ένδικο μέσο της εφέσεως πλήττονται οι διατάξεις και όχι οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης.

Σύμφωνα με τη ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ της 17/4/2000, η οποία ίσχυε για τα έτη 2000- 2001 ορίζεται στο άρθρο 3 για την κατάταξη του προσωπικού σε μισθολογικά κλιμάκια, ότι στην κατηγορία ΔΕ, εισαγωγικό κλιμάκιο της υποκατηγορίας ΔΕ3 είναι το 27° και καταληκτικό το 10° και της υποκατηγορίας ΔΕ2 εισαγωγικό είναι το 28° και καταληκτικό το 11ο, ο δε βασικός μισθός του 270υ κλιμακίου ήταν 231.000 δρχ. και του 280υ 227.000 δρχ. Όσον αφορά τη μισθολογική εξέλιξη των εργαζομένων, στο άρθρο 4 της ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ αναφέρεται ότι για τη μισθολογική εξέλιξη του προσωπικού όλων των κλάδων από το κατώτερο σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο, απαιτείται υπηρεσία ως εξής: α. για την απονομή του αμέσως επόμενου μετά το εισαγωγικό Μ.Κ. υπηρεσία ενός έτους στο εισαγωγικό Μ.Κ. β. για την απονομή όλων των επόμενων μισθολογικών κλιμακίων, υπηρεσία δύο ετών σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο. Για την κατά τις προηγούμενες παραγράφους μισθολογική εξέλιξη λαμβάνεται υπόψη ο 2ος χρόνος υπηρεσίας που ορίζεται στα άρθρα 5 και 6 της παρούσας σύμβασης, κατά περίπτωση. και στο άρθρο 6 ότι το προσωπικό της παρούσας σύμβασης που υπηρετεί την 31/3/2000 κατατάσσεται στα μισθολογικά κλιμάκια του άρθρου 3 ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν και στο συνολικό χρόνο υπηρεσίας που τους έχει αναγνωρισθεί. Σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 της από 17/4/2000 ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 5 της από 23/1012002 ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ και με το άρθρο 5 της από 24/1012006 ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ, προστέθηκε η υποκατηγορία ΔΕ3 ,όπου κατατάσσονται οι υπάλληλοι της ΔΕ Κατηγορίας, που κατέχουν πτυχία Μέσων Τεχνικών Σχολών ,που καταργήθηκαν με το 576/1977, η οποία διαμορφώνεται με εισαγωγικό κλιμάκιο το 24° και καταληκτικό το 7°. Με την παραπάνω ρύθμιση από 1/1/2006 οι εργαζόμενοι υπάλληλοι που ανήκουν στη ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία προήχθησαν 3 κλιμάκια από εκείνο στο οποίο ανήκαν μέχρι την 31/1/2005. Σύμφωνα με το άρθρο 7 της από 17/412000 ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 της από 23/1012002 ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ, καθορίζεται η κλίμακα διαμόρφωσης του χρονοεπιδόματος, η οποία ισχύει μέχρι σήμερα. Το χρονοεπίδομα υπολογίζεται επί του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου, που κατέχει κάθε φορά ο εργαζόμενος και καθορίζεται με βάση το χρόνο υπηρεσίας, ο οποίος ταυτίζεται με το χρόνο που λαμβάνεται υπόψη για την κατάταξη και την εξέλιξη στα μισθολογικά κλιμάκια. Τα λοιπά επιδόματα είναι συγκεκριμένου ποσού και αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τις αντίστοιχες ΣΣΕ υπαλλήλων ΟΛΠ. Σύμφωνα με το άρθρο 7 της από 17/4/2000 ΣΣΕ Υπαλλήλων ΟΛΠ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 της από 24/1012006 όμοιας ΣΣΕ, το οικογενειακό επίδομα ορίζεται ως εξής: «για τον ή τη σύζυγο από 1/1/2006 αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού του και χορηγείται σε ποσοστό ίσο με το 10% του 18ου μισθολογικού κλιμακίου, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις». Περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 1 του κεφ. Α’ του Ν. 3833/15-3-2010 «Προστασία της Εθνικής Οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» και την αριθμ. 2/14924/0022/1-4-2010 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου, ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασία, ή συμφωνία προβλεπόμενα, των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση, σε ΝΠΙΔ που ανήκουν στο Κράτος, Ν.Π.Δ.Δ. και σε Ο.Τ.Α. ή επιχορηγούνται, σύμφωνα με τον οργανισμό τους, τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό σε ποσοστό τουλάχιστον 50% του Προϋπολογισμού τους ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 (Α 314) ή δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες πληρούν τα κριτήρια των εν λόγω παραγράφων του ανωτέρω άρθρου και νόμου (3429/2005), ακόμη και εάν έχουν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του νόμου αυτού (3429/2005), ανεξαρτήτως του τρόπου αμοιβής τους, μειώνονται κατά ποσοστό 7% με εξαίρεση τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, τα οποία μειώνονται, έκαστο, κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα. Από τη μείωση του 7% εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση (επιδόματα συζύγου – τέκνων) ή την υπηρεσιακή εξέλιξη (χρονοεπίδομα, τριετίες – πολυετίες), καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους (επιδόματα ανθυγιεινά ή επικίνδυνης εργασίας) και τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Στην περίπτωση που τα ανωτέρω αναφερόμενα επιδόματα υπολογίζονται σε ποσοστό επί του βασικού μισθού του υπαλλήλου, αυτά θα καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31-12-2009. Εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 3 του 3845/6-5-2010 «Μέτρα για την εφαρμογή στήριξης της Ελληνικής Οικονομίας» και την αριθμ. 2/8338/0022/24-1-2011 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομιών οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογική σύμβασης εργασίας, ή διαιτητική απόφαση, ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή σύμφωνα προβλεπόμενα, των εργαζομένων χωρίς εξαίρεση στους φορείς του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010,  όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, μειώνονται μετά τη μείωση του 7% και επιπλέον κατά ποσοστό τρία τοις εκατό (3%). Από τη μείωση του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και το μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Τέλος σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 3 του Ν.3845/6-5-20 10 τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς υπαλλήλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4, καθώς και για τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 5, καθορίζονται ως εξήξ: α) το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ β) το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ γ) το επίδομα αδείας, σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγούμενου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με ανάλογη μείωση τους. Οι διατάξεις αυτές κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής σύμβαση; εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβαση; εργασίας 11 συμφωνίας (παρ. 8 άρθρο 3 του ν. 3845/2010). Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων η μισθοδοτική εικόνα των υπαλλήλων της εφεσίβλητης που υπάγονται στη ΣΣΕ ΟΛΠ διαμορφώθηκε ως εξής: ί) Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 άρθρο 1 του ν. 3833/2010 μειώθηκαν οι βασικοί μισθοί και όλα τα προαναφερόμενα επιδόματα κατά ποσοστό 7% αναδρομικά από 1/1/2010. ίί) Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3845/6.5.2010 μειώθηκαν οι βασικοί μισθοί και όλα τα επιδόματα μετά τη μείωση κατά 7% επιπλέον και κατά ποσοστό 3% από 1/6/2010. ίϊί) Μειώθηκαν κατά 7% σύμφωνα με το ν. 3833/2010 από 1/1/2010 τόσο το αντισταθμιστικό επίδομα όσο και το κίνητρο αποχώρηση; και κατόπιν κατά 3% σύμφωνα με το ν. 3845/2010 από 1/6/2010. Εξαιρέθηκαν Ι) το οικογενειακό επίδομα (γάμου & τέκνων), 2) το επίδομα ειδικών συνθηκών (που συνδέεται με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας), 3) το μεταπτυχιακό επίδομα και 4) το χρονοεπίδομα (που έχει σχέση με την υπηρεσιακή εξέλιξη). Τα εξαιρούμενα επιδόματα που υπολογίζονταν σε ποσοστό (όπως το χρονοεπίδομα) επί του βασικού μισθού του υπαλλήλου, καταβάλλονται στο ύψος που είχε διαμορφωθεί κατά την 31/12/2009 (παρ. 4 άρθρο 1 της αριθμ. 2/14924/002/1.4.2010 εγκυκλίου).

Από την επανεκτίμηση της κατάθεσης της μάρτυρας των εκκαλούντων ……….. υπαλλήλου στη μισθοδοσία της εφεσίβλητης ανωνύμου εταιρίας που εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως αυτού, και όλα τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, εκ των οποίων άλλα λαμβάνονται υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα και άλλα ως δικαστικά τεκμήρια αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Σύμφωνα με το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως με αριθμό πρωτοκόλλου ……/27-10-2017 υπηρεσιακό έγγραφο της ήδη εφεσίβλητης, στην προκειμένη περίπτωση ως προς την υπηρεσιακή κατάσταση των εναγόντων προκύπτει ότι: ως προς τον πρώτο ενάγοντα με (Α.Μ…….), ………… (Α.Μ. ……): διορίστηκε στον Ο.Λ.Π. στις 18/7/88 με την 350/20-6-88 πράξη ΕΕ/ΟΛΠ και την 17505/4490/12-7-88 απόφαση ΠΥ/ΟΛΠ ως δόκιμος λιμενεργάτης. Με την 155/28-3-90 πράξη ΕΕ/ΟΛΠ και την 6229/1981/28-3-90 απόφαση του ΟΛΠ έγινε μόνιμος λιμενεργάτης από 1/4/90. Στις 10-11-98 με την αριθμ. 393/14-10-98 πράξη της ΕΕ/ΟΛΠ η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 198/10-11-98 διορίστηκε στον κλάδο ΔΕ Τεχνικών με την ειδικότητα του χειριστή μηχανημάτων. Σύμφωνα με τις Σ.Σ.Ε. υπαλληλικού προσωπικού και τα χρόνια υπηρεσίας του παραπάνω εργαζόμενου, το μισθολογικό κλιμάκιο κατάταξης του κλάδου του από 01- 04-2000 ήταν το 22ο, από 12-10-2000 ήταν το 21ο, από 27-7-2002 το 20ο, από 27- 07-2004 το 19ο, από 27-07-2006 το 18ο, από 27-07-2008 το 17ο και από 27-07- 2010 το 16ο. Αυτός κατέχει πτυχίο Τεχνικού και Επαγγελματικού Λυκείου των Ν. 576/1977 και 1566/1985 (νέου τύπου) ειδικότητας μηχανολογικού, ηλεκτρολογικού και ηλεκτρονικού τομέα, που είναι ισότιμο με τα πτυχία αντίστοιχης ειδικότητας των Μέσων Τεχνικών Σχολών (εργοδηγών) του Ν.Δ. 580/1970 (παλαιού τύπου), και πληρούσε επομένως τα τυπικά προσόντα για την ένταξή του στη ΔΕ-3 μισθολογική κατηγορία του προσωπικού της εναγομένης, όπως κρίθηκε και με τη με αριθμό  403/2017 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, από 8-10-2014, ενώ αντίστοιχα, β] ως προς το δεύτερο εφεσίβλητο (Α.Μ……), ………..: διορίστηκε στον Ο.Λ.Θ. την 01-11-99 με την 163/14-10-99 πράξη του Δ.Σ. του Ο.Λ.Θ. στον κλάδο ΔΕ Τεχνικών με την ειδικότητα του χειριστή ηλεκτροκίνητων γερανών. Την 01-09-2003 μετατάχθηκε στον Ο.Λ.Π. με την 5115.09/01/3-7-03 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας σε κενή οργανική θέση του κλάδου Δ.Ε. Τεχνικών ως χειριστής. Σύμφωνα με τις Σ.Σ.Ε. υπαλληλικού προσωπικού και τα χρόνια υπηρεσίας του παραπάνω εργαζόμενου, το μισθολογικό κλιμάκιο κατάταξης του κλάδου του από 01-09-2003 ήταν το 21ο, από 23-06- 2005 ήταν το 20ο, από 01-01-2006 το 19ο, από 23-11-2007 το 18ο, από 23-11-2010 το 17ο και από 23-11-2011 το 16ο. Αυτός κατέχει πτυχίο Τεχνικού και Επαγγελματικού Λυκείου των Ν. 576/1977 και 1566/1985 (νέου τύπου) ειδικότητας μηχανολογικού, ηλεκτρολογικού και ηλεκτρονικού τομέα, που είναι ισότιμο με τα πτυχία αντίστοιχης ειδικότητας των Μέσων Τεχνικών Σχολών (εργοδηγών) του Ν.Δ. 580/1970 (παλαιού τύπου), και πληρεί επομένως τα τυπικά προσόντα για την ένταξή του στη ΔΕ-3 μισθολογική κατηγορία του προσωπικού της εναγομένης, όπως κρίθηκε και με τη με αριθμό 403/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, από 8-10-2014. Το 2005 επομένως οι προαναφερόμενοι είχαν διαφορά ενός μισθολογικού κλιμακίου λόγω της υπαγωγής τους στην κατηγορία ΔΕ2 από την εφεσίβλητη, ενώ από το 2006 και μετά η διαφορά ανήλθε στο τρία μισθολογικά κλιμάκια σύμφωνα και με τα όσα καταθέτει η μάρτυρας απόδειξης.

Κατόπιν των ανωτέρω κρίνεται ότι ο πρώτος το διάστημα από 1.1.2005 έως 31.12.2005 που ήταν έγγαμος με ένα ανήλικο τέκνο έπρεπε να είναι στο 18ο κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, από 1.1.2006 έως 30.6.2006 στο 15ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας,  από 1.7.2006 έως 30.6.2008 στο 14ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, από 1.7.2008 έως 30.6.2010 στο 13ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας και από 1.7.2010 έως 31.12.2010 στο 12ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας. Σύμφωνα με τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς και τις προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη καταστάσεις αυτός το 2005 έλαβε 24.000,97 ενώ έπρεπε να λάβει 24.231,90 και συνεπώς του οφείλεται η διαφορά των 230.93 ευρώ. Στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι ο πρώτος εκκαλών ισχυρίζεται ότι του οφείλεται το ποσό των 250,98 ευρώ αβασίμως διότι δεν έχει υπολογίσει τις μειώσεις αποδοχών που επέφεραν οι ν. 3833/10 και 3845/2010 (εφαρμοστικοί μνημονίων), μέρες απεργίας και τα αναδρομικά που έχουν ήδη λάβει. Επομένως στο σημείο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος ο τέταρτος λόγος εφέσεως με βάση τον οποίο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι δεν πρέπει οι μειώσεις των μνημονιακών νόμων να επηρεάσουν τη μισθοδοσία τους επειδή η εφεσίβλητη είναι ανώνυμη εταιρία,  διότι οι μνημονιακοί νόμοι δεν εξαίρεσαν τις ανώνυμες εταιρίες και γενικότερα τους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα που διέπονται από ειδικά καθεστώτα από τις μειώσεις του ενιαίου μισθολογίου (βλ. ρητή διάταξη άρθρου 21 εδ. τελ. του ν. 3867/2010). Εκ περισσού να αναφερθεί ως προς τις ανώνυμες εταιρίες του ν. 3429/2005 ότι στην έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που συνόδευε το σχέδιο του ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (Α` 222/12.11.2012) κατά την υποβολή του προς ψήφιση στη Βουλή, αναφερόταν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Παράγραφος Γ. Στο ενιαίο βαθμολόγιο – μισθολόγιο (Ν. 4024/2011) των υπαλλήλων του Δημοσίου υπάγεται, από 1.1.2013, και το προσωπικό των μνημονευόμενων ν.π.ι.δ., καθώς και το αντίστοιχο των δημοσίων επιχειρήσεων, οργανισμών και ανωνύμων εταιρειών του Α` Κεφαλαίου του Ν. 3429/2005 (βλ. και ΕφΑθ 430/2020 δημ. νόμος). Ακολούθως για τακτικές αποδοχές το έτος 2006 έπρεπε να λάβει επιπλέον το ποσό των 1.015,57 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 1.098,12 ευρώ, για το έτος 2008 το ποσό των 1.092,61 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 1.253,69 ευρώ και για το έτος 2010 το ποσό των 1.179,68 ευρώ. Το οφειλόμενο σύνολο ανέρχεται σε 5.870,60 ευρώ και κατά τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης σε 5.944,71 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως.

Να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι συνομολογείται από τα διάδικα μέρη ο αριθμός των υπερωριών που πραγματοποίησαν οι δύο εκκαλούντες και συνεπώς η εργασία θα προσδιοριστεί με βάση τα άρθρα 11επ. της ΣΣΕ του ΟΛΠ. Ειδικότερα για όποιον απασχοληθεί Σάββατο ή Κυριακή και δεν του χορηγηθεί μια μέρα ανάπαυσης του καταβάλλεται ειδική αμοιβή που αντιστοιχεί σε 7,5 ώρες και στην περίπτωση απασχόλησης πέραν των 7,5 ωρών καταβάλλεται για κάθε επί πλέον ώρα το 1/7,5  της αμοιβής αυτής. Για κάθε ώρα υπερωρίας και υπερεργασίας καταβάλλεται αμοιβή ίση με το βασικό ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50% και για κάθε ώρα πρόσθετης νυκτερινής εργασίας το παραπάνω βασικό ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 25%. Ο δε υπολογισμός του βασικού ωρομισθίου ακολουθεί τον εξής τύπο: Βασικός μισθός + χρονοεπίδομα χ 6/25: 37,5 ώρες. Επίσης να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι ο τρίτος λόγος εφέσεως είναι δικονομικά απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του και γι’αυτό απορριπτέος αφού  οι εκκαλούντες δεν αναφέρουν συγκεκριμένα ποιο ποσό λάμβαναν για νυχτερινή εργασία το οποίο συνυπολογίζεται στις καταστάσεις της εργοδότριας. Δηλαδή οι εκκαλούντες θα έπρεπε να επικαλούνται ποιο τμήμα των 3.242,71 ευρώ που επιδικάστηκαν στον πρώτο και ποιο τμήμα των 1906,07 ευρώ που επιδικάστηκαν στο δεύτερο, αφορά νυχτερινή απασχόληση ώστε να μπορεί να διαγνωστεί η προκύπτουσα διαφορά μεταξύ του ποσού των τακτικών αποδοχών που διεκδικούν οι εκκαλούντες και αυτών που επιδικάστηκαν με το συνυπολογισμό της νυχτερινής απασχόλησης. Πέραν τούτου στις τακτικές αποδοχές συμπεριλαμβάνεται όταν λαμβάνεται τακτικά η αμοιβή για υπερεργασία, νόμιμη υπερωριακή εργασία, οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας τη νύκτα και τις Κυριακές και αργίες (ΕφΑνΚρ 58/2014 δημ. νόμος). Ακολούθως: Ο πρώτος εκκαλών πραγματοποίησε υπερωρίες τις καθημερινές το έτος 2005 τον Ιανουάριο 45 ώρες, το Φεβρουάριο 38 ώρες, τον Μάρτιο 39 ώρες, τον Απρίλιο 30 ώρες, το Μάιο 61 ώρες, τον Αύγουστο 69 ώρες, το Σεπτέμβριο 38 ώρες, τον Οκτώβριο 8 ώρες, το Νοέμβριο 15 ώρες και το Δεκέμβριο 38 ώρες. Το έτος 2006 τις καθημερινές πραγματοποίησε υπερωρίες τον Ιανουάριο 23 ώρες, τον Μάρτιο 15 ώρες, τον Μάιο 83 ώρες, τον Ιούνιο 45 ώρες, τον Ιούλιο 15 ώρες, τον Αύγουστο 105 ώρες, το Σεπτέμβριο 70 ώρες, τον Οκτώβριο 30 ώρες και το Νοέμβριο 15 ώρες. Το έτος 2007 πραγματοποίησε τις καθημερινές  τον Ιανουάριο 8 ώρες, το Φεβρουάριο 16 ώρες, τον Μάρτιο 15 ώρες, τον Απρίλιο 15 ώρες, τον Μάιο 45 ώρες, τον Ιούνιο 15 ώρες, τον Ιούλιο 15 ώρες, τον Αύγουστο 60 ώρες, το Σεπτέμβριο 53 ώρες, τον Οκτώβριο 45 ώρες, το Νοέμβριο 53 ώρες και το Δεκέμβριο 26 ώρες. Το έτος 2009 πραγματοποίησε 9 ώρες υπερωρίας τις καθημερινές του μηνός Δεκεμβρίου και τέλος το έτος 2010 πραγματοποίησε υπερωρίες τις καθημερινές τον Ιανουάριο 10 ώρες, τον Μάιο 8 ώρες, τον Αύγουστο 60 ώρες και το Σεπτέμβριο 15 ώρες. Το έτος 2005 πέραν των 621 ωρών νυχτερινής απασχόλησης εργάστηκε υπερωριακά τη νύχτα τις καθημερινές τον Ιανουάριο 8 ώρες, το Φεβρουάριο 38 ώρες, τον Απρίλιο 23 ώρες, τον Αύγουστο 8 ώρες, το Σεπτέμβριο 15 ώρες, τον Οκτώβριο 8 ώρες και το Δεκέμβριο 8 ώρες και τις Κυριακές και αργίες τον Ιανουάριο 30 ώρες, το Φεβρουάριο 30 ώρες, το Μάρτιο 23 ώρες, τον Απρίλιο 8  ώρες, το Μάιο 23 ώρες, τον Ιούλιο 15 ώρες, τον Αύγουστο 15 ώρες, το Σεπτέμβριο 15 ώρες, τον Οκτώβριο 30 ώρες, το Νοέμβριο 15 ώρες και το Δεκέμβριο 15 ώρες. Το έτος 2006 πέραν των 152 ωρών νυχτερινής απασχόλησης πραγματοποίησε νυχτερινή υπερωριακή εργασία τις καθημερινές τον Ιανουάριο 8 ώρες, το Φεβρουάριο 8 ώρες, τον Ιούνιο 8 ώρες και τον Ιούλιο 8 ώρες, και τις Κυριακές και αργίες [τον Ιανουάριο 23 ώρες, το Φεβρουάριο 8 ώρες, τον Μάρτιο 8 ώρες, τον Απρίλιο 8 ώρες, το Μάιο 15 ώρες, τον Ιούνιο 15 ώρες, τον Ιούλιο 30 ώρες, τον Αύγουστο 45 ώρες, το Σεπτέμβριο 23 ώρες, τον Οκτώβριο 46 ώρες και το Νοέμβριο 8 ώρες). Το έτος 2007 πέραν των 152 ωρών νυχτερινής απασχόλησης πραγματοποίησε ώρες υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές τον Αύγουστο 15 ώρες, το Σεπτέμβριο 8 ώρες και το Δεκέμβριο 8 ώρες, και τις Κυριακές και αργίες τον Μάρτιο 8 ώρες, τον Απρίλιο 15 ώρες, το Μάιο 23 ώρες, τον Ιούνιο 15 ώρες, τον Αύγουστο 30 ώρες, το Σεπτέμβριο 30 ώρες, τον Οκτώβριο 15 ώρες, το Νοέμβριο 15 ώρες και το Δεκέμβριο 8 ώρες. Το έτος 2009 πέραν των 192 ωρών νυχτερινής απασχόλησης πραγματοποίησε νυχτερινή υπερωριακή εργασία τις καθημερινές τον Αύγουστο 8 ώρες και κατά τις Κυριακές και τις αργίες το Μάιο 8 ώρες, και το Σεπτέμβρη 1 ώρα. Τέλος το έτος 2010 πέραν των 115 ωρών νυχτερινής απασχόλησης εργάστηκε νύχτα υπερωριακά τις καθημερινές το Φεβρουάριο 8 ώρες, τον Απρίλιο 1 ώρα, τον Ιούνιο 8 ώρες, τον Αύγουστο 15 ώρες και το Δεκέμβριο 8 ώρες. Σάββατο εργάστηκε και δεν έλαβε αντίστοιχη άδεια από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005 για τα 41 Σάββατα (4 τον Ιανουάριο, 4 τον Φεβρουάριο, 3 τον Μάρτιο, 4 τον Απρίλιο, 4 τον Μάιο, 2 τον Ιούλιο, 3 τον Αύγουστο, 4 το Σεπτέμβριο, 5 τον Οκτώβριο, 3 το Νοέμβριο και 5 το Δεκέμβριο) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006 για 37 Σάββατα (4 τον Ιανουάριο, 4 τον Φεβρουάριο, 3 τον Μάρτιο, 5 τον Απρίλιο, 4 τον Μάιο, 4 τον Ιούνιο, 2 τον Ιούλιο, 3 τον Αύγουστο, 3 το Σεπτέμβριο, 4 τον Οκτώβριο και 1 το Νοέμβριο) από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007 για 43 Σάββατα (3 τον Ιανουάριο, 3 τον Φεβρουάριο, 5 τον Μάρτιο, 2 τον Απρίλιο, 3 τον Μάιο, 4 τον Ιούνιο, 1 τον Ιούλιο, 4 τον Αύγουστο, 5 τον Σεπτέμβριο, 4 τον Οκτώβριο, 4 το Νοέμβριο και 5 το Δεκέμβριο) από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009 για 20 Σάββατα (2 τον Απρίλιο, 2 τον Μάιο, 3 τον Ιούνιο, 4 τον Αύγουστο, 3 τον Σεπτέμβριο, 2 τον Οκτώβριο, 2 το Νοέμβριο και 2 το Δεκέμβριο) και από 1.1.2010 μέχρι 31.1.2.2010 για 27 Σάββατα (4 τον Ιανουάριο, 2 τον Φεβρουάριο, 3 τον 7 Μάρτιο, 1 τον Απρίλιο, 3 τον Μάιο, 3 τον Ιούνιο, 2 τον Ιούλιο, 3 τον Αύγουστο, 2 τον Οκτώβριο, 2 το Νοέμβριο και 2 το Δεκέμβριο). Τέλος απασχολήθηκε και δεν έλαβε αντίστοιχη άδεια από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005 45 Κυριακές και αργίες [6 ημέρες τον Ιανουάριο, 4 ημέρες το Φεβρουάριο, 4 ημέρες τον Μάρτιο, 4 ημέρες τον Απρίλιο, 4 ημέρες τον Μάιο, 3 ημέρες τον Ιούλιο, 4 ημέρες τον Αύγουστο, 4 ημέρες το Σεπτέμβριο, 5 ημέρες τον Οκτώβριο, 2 ημέρες το Νοέμβριο και 5 ημέρες το Δεκέμβριο] ενώ απασχολήθηκε υπερωριακά Κυριακές και αργίες επί 53 ώρες εργασίας πέραν των 7,5 ωρών σε ημέρα Κυριακή ή αργία [τον Ιανουάριο 15 ώρες, το Φεβρουάριο 8 ώρες, τον Μάρτιο 15 ώρες και τον Αύγουστο 15 ώρες]. Για το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006 εργάστηκε και δεν έλαβε άδεια επί 45 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά [6 ημέρες τον Ιανουάριο, 4 ημέρες το Φεβρουάριο, 5 ημέρες τον Μάρτιο, 5 ημέρες τον Απρίλιο, 4 ημέρες τον Μάιο, 4 τον Ιούνιο, 3 ημέρες τον Ιούλιο, 4 ημέρες τον Αύγουστο, 4 ημέρες το Σεπτέμβριο, 5 ημέρες τον Οκτώβριο και 1 ημέρα το Νοέμβριο]. Απασχολήθηκε πέραν των 7,5 ωρών την Κυριακή 63 ώρες [τον Απρίλιο 24 ώρες, τον Ιούνιο 8 ώρες, τον Αύγουστο 8 ώρες και το Σεπτέμβριο 23 ώρες]. Το διάστημα από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007 απασχολήθηκε και δεν έλαβε σχετική άδεια, επί 44 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά [2 ημέρες τον Ιανουάριο, 3 ημέρες το Φεβρουάριο, 3 τον Μάρτιο, 2 ημέρες τον Απρίλιο, 4 ημέρες τον Μάιο, 4 ημέρες τον Ιούνιο, 2 ημέρες τον Ιούλιο, 5 ημέρες τον Αύγουστο, 5 ημέρες το Σεπτέμβριο, 4 ημέρες τον Οκτώβριο, 4 ημέρες το Νοέμβριο και 6 ημέρες το Δεκέμβριο]. Υπερωριακά δηλαδή πέραν των 7,5 ωρών απασχολήθηκε επί 101 ώρες [το Φεβρουάριο 8 ώρες, τον Ιούλιο 8 ώρες, τον Αύγουστο 31 ώρες, το Σεπτέμβριο 8 ώρες, τον Οκτώβριο 15 ώρες, το Νοέμβριο 8 ώρες και το Δεκέμβριο 23 ώρες]. Το διάστημα από 1.1.2008 μέχρι 31.12.2008 απασχολήθηκε μια Κυριακή και επιπλέον για 8 ώρες μετά τις 7,5 ώρες. Το διάστημα από 1.1.2009, μέχρι 31.12.2009 απασχολήθηκε χωρίς να πάρει αντίστοιχη άδεια 19 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά [2 ηµέρες τον Απρίλιο, 1 ημέρα τον Μάιο, 1 ημέρα τον Ιούνιο, 1 ημέρα τον Ιούλιο, 2 ημέρες τον Αύγουστο, 3 ημέρες τον Σεπτέμβριο, 1 ημέρα τον Οκτώβριο, 4 ημέρες το Νοέμβριο και 4 ημέρες τον Δεκέμβριο] και πέραν των 7,5 ωρών για 2 ώρες το Σεπτέμβριο. Τέλος για το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010 απασχολήθηκε, επί 40 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά [5 ημέρες τον Ιανουάριο, 4 ημέρες το Φεβρουάριο, 3 ημέρες τον Μάρτιο, 4 ημέρες τον Απρίλιο, 3 ημέρες τον Μάιο, 4 ημέρες τον Ιούνιο, 2 ημέρες τον Ιούλιο, 4 ημέρες τον Αύγουστο, 2 ημέρες το Σεπτέμβριο, 5 ημέρες τον Οκτώβριο, 1 ημέρα τον Νοέμβριο και 3 ημέρες το Δεκέμβριο] και επί 51 ώρες εργασίας πέραν των 7,5 ωρών [τον Ιανουάριο 8 ώρες, το Φεβρουάριο 9 ώρες, τον-Ιούνιο 8 ώρες, τον Αύγουστο 15 ώρες, τον Σεπτέμβριο 8 ώρες και το Νοέμβριο 3 ώρες]. Ακολούθως για διαφορές υπερωριών, καθημερινές, Κυριακές και αργίες, απασχόληση τα Σάββατα και τις νυχτερινές ώρες του οφείλεται για το έτος 2005 επιπλέον το ποσό των 249,32 ευρώ, για το έτος 2006 το ποσό των 1.055,88 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 1.140,26 ευρώ, για το έτος 2008 το ποσό των 13,28 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 221,40 ευρώ και για το έτος 2010 το ποσό των 636,68 ευρώ και συνολικά και συνολικά το ποσό των 3.316,82 ευρώ και όχι το ποσό των 3.242,71 ευρώ που του επιδικάστηκε με την εκκαλουμένη. Τέλος ως διαφορά επιδομάτων εορτών στον πρώτο εκκαλούντα οφείλεται για το έτος 2005 το ποσό των 37,23 ευρώ, για το έτος 2006 το ποσό των 171,48 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 186,43 ευρώ, για το έτος 2008 το ποσό των 196,58 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 197,84 ευρώ και για το έτος 2010 το ποσό των 32,08 ευρώ και συνολικά 821,64 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως.

Αναφορικά με το δεύτερο εκκαλούντα το διάστημα από 1.1.2005 έως 31.5.2005 που ήταν έγγαμος με δύο ανήλικα τέκνα έπρεπε να είναι στο 20ο κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, από 1.6.2005 έως 30.12.2005 στο 19ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας,  από 1.1.2006 έως 31.10.2007 στο 15ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, από 1.11.2007 έως 31.10.2009 στο 14ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας και από 1.11.2009 έως 31.12.2010 στο 13ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας. Σύμφωνα με τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς και τις προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη καταστάσεις αυτός το 2005 έλαβε 22.699,21 ενώ έπρεπε να λάβει 22.914,72 και συνεπώς του οφείλεται η διαφορά των 215,51 ευρώ με βάση τις μειώσεις των μνημονιακών νόμων, των ημερών που απήργησε και των αναδρομικών που έχει λάβει. Ακολούθως για τακτικές αποδοχές το έτος 2006 έπρεπε να λάβει επιπλέον το ποσό των 996,72 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 1.045,80 ευρώ, για το έτος 2008 το ποσό των 1.088,83 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 1.112,86 ευρώ και για το έτος 2010 το ποσό των 1.133,21 ευρώ. Το οφειλόμενο σύνολο ανέρχεται σε 5.592,93 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως.

Ο δεύτερος εκκαλών πραγματοποίησε υπερωρίες τις καθημερινές το έτος 2005 5 ώρες δηλαδή (το Μάρτιο 2 ώρες, τον Ιούνιο 1 ώρα, τον Οκτώβριο 1 ώρα και το Δεκέμβριο 1 ώρα] επιπλέον του προβλεπόμενου καθημερινού ωραρίου των 7,5 ωρών. Για το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, πραγματοποίησε συνολικά 3 απλές υπερωρίες κατά τις καθημερινές [τον Ιούνιο 1 ώρα και τον Οκτώβριο 2 ώρες] επιπλέον του από τη σσε προβλεπόμενου ωραρίου των 7,5 ωρών. Για το χρονικό διάστημα της εργασίας μου από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, πραγματοποίησε συνολικά 10 απλές υπερωρίες κατά τις καθημερινές [το Σεπτέμβριο 4 ώρες, τον Οκτώβριο 2 ώρες, το Νοέμβριο 1 ώρα και το Δεκέμβριο 3 ώρες] επιπλέον του από τη σσε προβλεπόμενου ωραρίου των 7,5 ωρών. Για το χρονικό διάστημα από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, πραγματοποίησε συνολικά 7 απλές υπερωρίες κατά τις καθημερινές [τον Οκτώβριο 1 ώρα το Δεκέμβριο 6 ώρες] και τέλος το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 μέχρι 31.12.20010, πραγματοποίησε συνολικά 115 απλές υπερωρίες κατά τις καθημερινές [τον Ιανουάριο 7 ώρες, τον Ιούλιο 30 ώρες, τον Αύγουστο 23 ώρες, το Σεπτέμβριο 24 ώρες, το Νοέμβριο 8 ώρες και το Δεκέμβριο 23 ώρες]. Επιπλέον πέραν των 464 ωρών εργασίας τη νύχτα εργάστηκε υπερωριακά κατά τη νύχτα τις καθημερινές το Μάιο 8 ώρες και τις Κυριακές τον Ιανουάριο 23 ώρες, το Φεβρουάριο 30 ώρες, το Μάριο 38 ώρες, τον Απρίλιο 15 ώρες, το Μάιο 15 ώρες, τον Αύγουστο 38 ώρες, το Σεπτέμβριο 15 ώρες, τον Οκτώβριο 23 ώρες το Νοέμβριο 8 ώρες και το Δεκέμβριο 8 ώρες. Το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, πέραν των 369 ωρών εργασίας τη νύχτα πραγματοποίησε υπερωριακή νυχτερινή απασχόληση 47 ώρες εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες [τον Ιανουάριο 15 ώρες, το Φεβρουάριο 8 ώρες, το Μάρτιο 8 ώρες, τον Απρίλιο 8 ώρες και τον Μάιο 8 ώρες]. Το χρονικό διάστημα από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, πραγματοποίησε μια ώρα νυχτερινή υπερωριακή απασχόληση την καθημερινή το μήνα Νοέμβριο, το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 μέχρι 31.12.2008, πραγματοποίησε 28 ώρες υπερωριακής νυχτερινής εργασίας το μήνα Ιανουάριο  και το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010, πέραν των 23 ωρών εργασίας τη νύχτα πραγματοποίησε συνολικά 3 ώρες νυχτερινής υπερωριακής απασχόλησης τις Κυριακές και αργίες [τον Ιανουάριο 1 ώρα και το Σεπτέμβριο 2 ώρες]. Το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005 απασχολήθηκε χωρίς να πάρει αντίστοιχη άδεια για 38 Σάββατα (4 τον Ιανουάριο, 4 τον Φεβρουάριο, 3 τον Μάρτιο, 3 τον Απρίλιο, 3 τον Μάιο, 4 τον Αύγουστο, 4 το Σεπτέμβριο, 5 τον Οκτώβριο, 3 το Νοέμβριο και 5 το Δεκέμβριο) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006 για 38 Σάββατα (4 τον Ιανουάριο, 3 τον Φεβρουάριο, 4 τον Μάρτιο, 5 τον Απρίλιο, 3 τον Μάιο, 4 τον Ιούνιο, 4 τον Ιούλιο, 1 τον  Αύγουστο, 5 το Σεπτέμβριο, 4 τον Οκτώβριο και 1 το Νοέμβριο) από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007 για 28 Σάββατα (2 τον Ιανουάριο, 3 τον Μάρτιο, 1 τον Απρίλιο, 2 τον Μάιο, 3 τον Ιούνιο, 4 τον Ιούλιο, 1 τον Αύγουστο, 3 τον Σεπτέμβριο, 3 τον Οκτώβριο, 2 το Νοέμβριο και 4 το Δεκέμβριο), από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009 για 12 Σάββατα (2 τον Απρίλιο, 2 τον Μάιο, 1 τον Ιούλιο, 2 τον Αύγουστο, 2 τον Σεπτέμβριο, 1 τον Οκτώβριο, 1 το Νοέμβριο και 1 το Δεκέμβριο) και τέλος από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010 για 30 Σάββατα (2 τον Ιανουάριο, 3 τον Φεβρουάριο, 3 τον Μάρτιο, 3 τον Απρίλιο, 4 τον Μάιο, 3 τον Ιούνιο, 4 τον Ιούλιο, 1 τον Αύγουστο, 2 τον Σεπτέμβριο, 2 τον Οκτώβριο, 1 το Νοέμβριο και 2 το Δεκέμβριο). Το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005 εργάστηκε, επί 46 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά [6 ημέρες τον Ιανουάριο, 4 ημέρες το Φεβρουάριο, 5 ημέρες τον Μάρτιο, 4 ημέρες τον Απρίλιο, 5 ημέρες τον Μάιο, 5 ημέρες τον Αύγουστο, 4 ημέρες το Σεπτέμβριο, 6 ημέρες τον Οκτώβριο, 3 ημέρες το Νοέμβριο και 4 ημέρες το Δεκέμβριο] ενώ απασχολήθηκε υπερωριακά επί 39 ώρες εργασίας πέραν των 7,5 ωρών [τον Μάιο 8 ώρες, τον Αύγουστο 8 ώρες και το Δεκέμβριο 23 ώρες]. Το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006 εργάστηκε, επί 41 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά [5 ημέρες τον Ιανουάριο, 4 ημέρες το Φεβρουάριο, 4 ημέρες τον Μάρτιο, 6 ημέρες τον Απρίλιο, 3 ημέρες τον Μάιο, 5 ημέρες τον Ιούνιο, 4 ημέρες τον Ιούλιο, 1 ημέρα τον Αύγουστο, 4 ημέρες το Σεπτέμβριο και 5 ημέρες τον Οκτώβριο] και 65 ώρες υπερωριακά [τον Απρίλιο 8 ώρες, τον Ιούνιο ώρες, τον Ιούλιο 25 ώρες και το Σεπτέμβριο 23 ώρες]. Το χρονικό διάστημα από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007 απασχολήθηκε επί 30 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά [2 ημέρες τον Ιανουάριο, 2 ημέρες το Φεβρουάριο, 2 ημέρες τον Μάρτιο, 1 ημέρα τον Απρίλιο, 4 ημέρες τον Μάιο, 2 ημέρες τον Ιούνιο, 5 ημέρες τον Ιούλιο, 3 ημέρες τον Αύγουστο, 1 ημέρα το Σεπτέμβριο, 1 ημέρα τον Οκτώβριο, 3 ημέρες το Νοέμβριο και 4 ημέρες τον Δεκέμβριο] και υπερωριακά 8 ώρες εργασίας τον Απρίλιο. Το χρονικό διάστημα από 1.1.2009  μέχρι 31.12.2009 απασχολήθηκε επί 20 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά [2 ημέρες τον Απρίλιο, 3 ημέρες τον Μάιο, 3 ημέρες τον Ιούνιο, 2 ημέρες τον Σεπτέμβριο, 2 ημέρες τον Οκτώβριο, 2 ημέρες το Νοέμβριο και 6 ημέρες τον Δεκέμβριο] και υπερωριακά το Νοέμβριο 1 ώρα. Τέλος το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010 απασχολήθηκε επί 36 Κυριακές και αργίες επί 7,5 ώρες κάθε φορά [7 ημέρες τον Ιανουάριο, 3 ημέρες το Φεβρουάριο, 2 ημέρες τον Μάρτιο, 3 ημέρες τον Απρίλιο, 2 ημέρες τον Μάιο, 4 ημέρες τον Ιούνιο, 3 ημέρες τον Ιούλιο, 1 ημέρα τον Αύγουστο, 2 ημέρες το Σεπτέμβριο, 5 ημέρες τον Οκτώβριο, 1 ημέρα το Νοέμβριο και 3 ημέρες τον Δεκέμβριο] και υπερωριακά 28 ώρες εργασίας [τον Ιανουάριο 4 ώρες, τον Μάιο 8 ώρες, τον Ιούνιο 8 ώρες και τον Αύγουστο 8 ώρες]. Για διαφορές υπερωριών, καθημερινές, Κυριακές και αργίες, απασχόληση τα Σάββατα και τις νυχτερινές ώρες του οφείλεται για το έτος 2005 επιπλέον το ποσό των 155,02 ευρώ, για το έτος 2006 το ποσό των 609,68 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 354,84 ευρώ, για το έτος 2008 δεν του οφείλεται υπόλοιπο, για το έτος 2009 το ποσό των 222,55 ευρώ και για το έτος 2010 το ποσό των 563,98 ευρώ και συνολικά και συνολικά το ποσό των 1.906,07 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως. Τέλος ως διαφορά επιδομάτων εορτών στον δεύτερο εκκαλούντα οφείλεται για το έτος 2005 το ποσό των 70,35 ευρώ, για το έτος 2006 το ποσό των 221,22 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 193,32 ευρώ, για το έτος 2008 το ποσό των 234,48 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 234,39 ευρώ και για το έτος 2010 το ποσό των 49,56 ευρώ και συνολικά 1.003,32 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και με δεδομένο ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση θα γίνει κατά ένα μέρος ως προς τον πρώτο εκκαλούντα ο πρώτος λόγος εφέσεως που αφορά το αγωγικό κονδύλι υπολοίπου υπερωριών καθώς αυτό ανέρχεται όπως προαναφέρθηκε στο ποσό των 3.316,82 ευρώ και όχι το ποσό των 3.242,71 ευρώ που του επιδικάστηκε με την εκκαλουμένη. Επομένως στον πρώτο εκκαλούντα οφείλεται συνολικά το ποσό των 10.083,17 ευρώ και όχι το ποσό των 10.009,60 ευρώ, ή πιο ορθά το ποσό των 10.009,06 ευρώ, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως. Θα γίνει επομένως δεκτή κατά ένα μέρος η κρινόμενη έφεση μόνο ως προς αυτόν και κατά τα λοιπά θα απορριφθεί κατ’ουσίαν. Θα εξαφανιστεί μόνο ως προς το κεφάλαιο του οφειλομένου στον πρώτο εκκαλούντα ενάγοντα ποσού λόγω υπερωριών, θα κρατηθεί μόνο ως προς αυτό και θα αναδικαστεί η υπόθεση (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) επί της έχουσας σε όλες τις προαναφερόμενες διατάξεις νόμιμο έρεισμα και αριθμό ……./2017 αγωγής, η οποία θα γίνει δεκτή κατά ένα μέρος και θα υποχρεωθεί η εναγομένη σε αυτή ανώνυμη εταιρία να καταβάλει στον πρώτο εκκαλούντα το συνολικό ποσό των 10.083,17 ευρώ. Θα αναδιατυπωθεί το διατακτικό της απόφασης ως προς τον πρώτο εκκαλούντα για το ενιαίο της εκτέλεσης ενώ οι υπόλοιπες διατάξεις της εκκαλουμένης δεν θίγονται. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων μερών λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων και μετά την επανάληψη της συζήτησης την από 27.3.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2018 έφεση κατά της με αριθμό 1355/15.3.2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων επί της από 11.9.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2017 αγωγής.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση ως προς το δεύτερο εκκαλούντα και ό,τι άλλο έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται εν μέρει κατ’ουσίαν την έφεση ως προς τον πρώτο εκκαλούντα

Εξαφανίζει ως προς τον πρώτο εκκαλούντα και μόνο κατά το κεφάλαιο που αναγράφεται στο σκεπτικό της παρούσας τη με αριθμό 1355/15.3.2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

Κρατεί κατά το μέρος αυτό και Αναδικάζει την υπόθεση επί της από 11.9.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 αγωγής

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των δέκα χιλιάδων ογδόντα τριών ευρώ και δέκα επτά λεπτών του ευρώ (10.083,17) εντόκως όπως ορίστηκε με την εκκαλουμένη απόφαση

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    23 Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ