Αριθμός 177 /2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ζωή Καραχάλιου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από 15-6-2020 (αριθμ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2020 έφεση της ηττηθείσας καθ΄ ης η ανακοπής κατά των ανακοπτόντων, ήδη εφεσίβλητων, και κατά της υπ΄ αριθμ. 1809/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 παρ. 1, 642 εδ. β΄ ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 7-5-2019 (αρ.εκθ.κατ. …../2019) ανακοπής, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495,511, 516 παρ.1, 517 εδ.α΄, 518 παρ.1, 520 παρ.1 ΚΠολΔ, εντός της τασσόμενης από το νόμο 30ήμερης προθεσμίας, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε με επιμέλεια των ανακοπτόντων στην εκκαλούσα στις 3-6-2020 (βλ. την υπ΄ αριθμ. ……΄/2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………), ενώ το εφετήριο κατατέθηκε από την τελευταία στις 26-6-2020, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το υπ΄ αριθμ. ……………. ηλεκτρονικό παράβολο του δημοσίου σε συνδυασμό με την απόδειξη είσπραξης της Τράπεζας Πειραιώς).
ΙΙ. Με την προαναφερόμενη ανακοπή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι, ζήτησαν την ακύρωση της υπ΄ αριθμ. …../2019 διαταγής απόδοσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκαν να αποδώσουν τη χρήση του μισθίου ακινήτου, ήτοι μιας ισόγειας αποθήκης εμβαδού 474,15 τ.μ., η οποία έχει ανεγερθεί επί τμήματος οικοπέδου εμβαδού 1.448 τ.μ., συνολικού εμβαδού του οικοπέδου 2.848 τ.μ., που βρίσκεται στο Δήμο Αγίου Ιωάννη Ρέντη Αττικής, στην οδό ………, δυνάμει της υπ΄ αριθμ. ……../1975 άδειας οικοδομής της Υπηρεσίας Πολεοδομίας Πειραιώς- Διαμερίσματος Πειραιώς- Νομαρχίας Αττικής.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας την ανακοπή, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 642 ΚΠολΔ, εν συνεχεία, δέχθηκε τον πρώτο λόγο της ανακοπής ως ουσιαστικά βάσιμο, έκανε δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε την προσβληθείσα υπ΄ αριθμ. ……/2019 διαταγή απόδοσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ήδη κατά της παραπάνω απόφασης, παραπονείται η καθ΄ ης η ανακοπή με την υπό κρίση έφεσή της για τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ανακοπή και να επικυρωθεί η ως άνω προσβαλλόμενη διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου.
ΙΙΙ. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 340 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, από δε την αναφορά στην απόφαση μερικών από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, γιατί έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν εκτιμήθηκαν και τα μη αναφερόμενα. Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 395 του ΚΠολΔ, όταν επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες επιτρέπεται η απόδειξη και με δικαστικά τεκμήρια. Ως δικαστικά δε τεκμήρια, τα οποία συγκαταλέγονται στα αναφερόμενα στο άρθρο 339 του ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα, μπορούν να ληφθούν υπόψη και έγγραφα που περιέχουν δηλώσεις και βεβαιώσεις τρίτων, εκτός εάν, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, συντάχθηκαν πριν ή κατά τη διάρκεια της δίκης με το σκοπό να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα σε αυτήν, διότι στην περίπτωση αυτή θα καταστρατηγούνταν οι διατάξεις που ρυθμίζουν το αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων, αλλά και των ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου. Υπό την έννοια αυτή, ως δικαστικά τεκμήρια μπορούν να χρησιμεύσουν και έγγραφα που εκδόθηκαν από ιδιώτη και αποτελούν απλές βεβαιώσεις και το δικαστήριο μπορεί συνεπώς να τα λάβει υπόψη του ως δικαστικά τεκμήρια και να τα εκτιμήσει ελεύθερα, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 340 του ΚΠολΔ, εκτός εάν κρίνει ότι αυτά χορηγήθηκαν επίτηδες, για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη. Αν δεν συντρέχει η εξαίρεση αυτή, η λήψη υπόψη από το δικαστήριο τέτοιων βεβαιώσεων δε συνιστά παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων, αφού το δικαστήριο προέβη στην εκτίμηση επιτρεπόμενου αποδεικτικού μέσου και δεν εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές για την επίλυση ουσιαστικού ζητήματος (ΑΠ 1120/2020 Τρ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η από 10-6-2019 βεβαίωση του ……….., την οποία προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι ανακόπτοντες ως σχετικό στη πρωτοβάθμια δίκη προς υποστήριξη της ανακοπής τους και έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο για την ουσιαστική διάγνωση της υπόθεσης, αποτελεί απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο, καθώς αποτελεί μαρτυρία τρίτου και έγινε για να χρησιμοποιηθεί στη δίκη επί της από 7-5-2019 αίτησης αναστολής των ανακοπτόντων- εφεσίβλητων, που συζητήθηκε στις 6-6-2019, αλλά και στην προκείμενη δίκη, χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 421 επ. ΚΠολΔ και δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Κατ΄ αρχήν, στην υπόθεση που κρίνεται, από την υπάρχουσα στην εκκαλούμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, αποδείχθηκαν, εκτός των άλλων, και από όλα, χωρίς εξαίρεση, τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη και εκτίμησε, ως δικαστικό τεκμήριο και το αναφερόμενο στον πρώτο λόγο έφεσης έγγραφο. Το έγγραφο αυτό-βεβαίωση, που συντάχθηκε από τον δικηγόρο των δικαιοπαρόχων της εκκαλούσας- καθ΄ ης η ανακοπή, …………., αναφέρεται στο επίμαχο για την υπόθεση θέμα του ύψους του μηνιαίου μισθώματος και συντάθηκε στις 10-6-2019 προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στη δίκη επί της από 7-5-2019 αίτησης αναστολής της εκτέλεσης της ………/2019 διαταγής απόδοσης μισθίου ακινήτου και της από 18-4-2019 παρά πόδας επιταγής προς εκτέλεση των εφεσίβλητων, που συζητήθηκε στις 6-6-2019, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 975/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση και ανεστάλη η εκτέλεση της εν λόγω διαταγής πληρωμής. Ωστόσο, από το χρόνο σύνταξης και το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου προκύπτει ότι τούτο έγινε επίτηδες προκειμένου να χρησιμοποιηθεί και στην παρούσα δίκη επί της ανακοπής κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής. Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον αποτελεί βεβαίωση-μαρτυρία τρίτου προσώπου, που έγινε για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στην παρούσα υπόθεση, χωρίς να τηρηθούν οι δικονομικές διατάξεις περί μαρτυρικών καταθέσεων, είναι απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Επομένως, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας, θεμελιούμενος στις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις, είναι και κατ΄ ουσίαν βάσιμος και το εν λόγω έγγραφο δεν θα ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο τούτο, ενώ η εκκαλούμενη απόφαση δεν εξαφανίζεται εξ αυτού του λόγου, παρά μόνο αν χωρίς τη χρήση του αποδεικτικού αυτού μέσου, το παρόν Δικαστήριο θα αχθεί σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της διαφοράς (βλ. Σαμουήλ Σαμουήλ «Η έφεση», Ε΄έκδοση σελ. 223).
VI. Με το άρθρο 3 του ν. 1229/1982 καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 813/1978, η οποία όριζε πως “οι διατάξεις των άρθρων 614-618, 1164 ΑΚ και 1009 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και επί των υπαγομένων εις τον παρόντα νόμον μισθώσεις». Κατόπιν τούτου δεν ισχύει στις μισθώσεις που υπάγονται στις διατάξεις του ν. 813/1978 και ήδη του π.δ.34/1995, η ρύθμιση του κοινού δικαίου ως προς την τύχη της μισθωτικής σχέσης σε περίπτωση μεταβίβασης του μισθίου κατά τη διάρκεια αυτής. Στην περίπτωση αυτή η μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης στο νέο κτήτορα χωρεί εκ του νόμου και μάλιστα χωρίς τις διατυπώσεις των άρθρων 614 και 615 του ΑΚ, έτσι ώστε ο νέος κτήτορας να υπεισέρχεται, από το νόμο, στη μισθωτική σχέση απεριόριστα και να αποκτά για λογαριασμό του τα σχετικά δικαιώματα στην έκταση που τα είχε και ο δικαιοπάροχος του εκμισθωτής (ΟλΑΠ 6/2004). Προκειμένου να χωρήσει κατά τις προηγούμενες διατάξεις υπεισέλευση του νέου κτήτορα στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του παλαιού αναφορικά με την εμπορική μίσθωση πρέπει να επέλθει μεταβίβαση του μίσθιου ακινήτου για νόμιμη αιτία και μεταγραφή της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας κατά τα άρθρα 1033,1192 αριθ. 1, 1194 παρ. 1,1198 και 1201 Α.Κ και η υπεισέλευση συντελείται από την μεταγραφή του μεταβιβαστικού συμβολαίου. (ΑΠ 999/2014, 1095/2004 Δνη 46.467).V. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μερικά από τα οποία αναφέρονται ειδικώς χωρίς να παραλείπεται κανένα από τα υπόλοιπα για την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης, χωρίς να ληφθεί υπόψη, όπως προελέχθη, η από 10-6-2019 βεβαίωση του …….., αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 29-2-12012 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, κατατεθέντος στη Δ.Ο.Υ Kατοίκων Εξωτερικού, με αριθμό 1538, που καταρτίσθηκε μεταξύ των ………, δικηγόρου, ενεργούντος ως ειδικού πληρεξουσίου των ………., κατοίκων Ιταλίας, δυνάμει των με αριθμούς ειδικών πληρεξουσίων ……./5-5-2011 της συμβολαιογράφου Αθηνών ….. …, …./23-5-2011 της συμβολαιογραφούσας Προξένου . …, …./7-6-2011 της συμβολαιογραφούσας Προξένου ……., …./23-5-2011 και …/13-10-2011 της συμβολαιογραφούσας Προξένου …….. αφενός και του ……. αφετέρου, οι πρώτοι εκμίσθωσαν στον τελευταίο, πρώτο ανακόπτοντα, ήδη πρώτο εφεσίβλητο, το ανήκον στην συνιδιοκτησία τους κατά ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου σε καθένα και ως εκπροσωπούντες την πλειοψηφία της κληρονομιαίας κοινωνίας της ……… ακίνητο, ήτοι μία αποθήκη ισόγεια, εμβαδού 430 τ.μ., κατασκευής μπετόν, που βρίσκεται στο Δήμο Αγίου Ιωάννη Ρέντη, επί της οδού ………, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο ως αποθήκη της ατομικής επιχείρησης του μισθωτή (επαγγελματικός αποθηκευτικός χώρος), έναντι μηνιαίου μισθώματος 900 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6 %, καταβαλλόμενου εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μισθωτικού μηνός στον πληρεξούσιο των εκμισθωτών ή σε τραπεζικό λογαριασμό του. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε σε δώδεκα (12) έτη, ήτοι από 1-5-2012 έως 31-4-2024. Το μίσθωμα συμφωνήθηκε ότι θα παραμείνει σταθερό για τα πρώτα τέσσερα χρόνια, ήτοι από 1-5-2012 έως 31-4-2016, κατόπιν δε θα αυξάνεται καθ΄ έκαστο μισθωτικό έτος κατά ποσοστό 5% επί του καταβληθέντος κατά το αμέσως προηγούμενο μισθωτικό έτος μηνιαίου μισθώματος. Στις 14-5-2012 ο πρώτος ανακόπτων-μισθωτής επιτρεπτά, με βάση τον 3ο όρο της μισθωτικής σύμβασης, συνέστησε τη δεύτερη ανακόπτουσα, ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, εταιρεία με την επωνυμία «…………..», της οποίας είναι διαχειριστής, η οποία έκτοτε υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μίσθωσης, ευθυνόμενη εις ολόκληρον με αυτόν για τα οφειλόμενα μισθώματα, ενώ σύμφωνα με τον ίδιο όρο η σύσταση της δεύτερης ανακόπτουσας, όπως και οποιαδήποτε μεταβολή, συνοδεύεται εκάστοτε από αύξηση του τότε καταβαλλόμενου μηνιαίου μισθώματος κατά ποσοστό 5%. Η δε αύξηση του μισθώματος κατά 5% θα πραγματοποιείται σωρευτικώς προς την εν λόγω αύξηση. Ακολούθως, δυνάμει του υπ΄ αριθμ. ……/8-2-2018 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., που καταχωρήθηκε νόμιμα στο Κτηματολογικό Γραφείο Νίκαιας στις 22-2-2018 με ΚΑΕΚ ……….., η κυριότητα του μισθίου μεταβιβάσθηκε λόγω πωλήσεως από τους έως τότε ιδιοκτήτες του και εκμισθωτές στην καθ΄ής η ανακοπή, ήδη εκκαλούσα εταιρεία, η οποία υπεισήλθε ex lege σε όλα τα εκ της μισθωτικής σχέσης δικαιώματα και υποχρεώσεις των παλαιών εκμισθωτών. Σύμφωνα με το παραπάνω συμβόλαιο, οι συμβαλλόμενοι πωλητές και εκμισθωτές δήλωσαν ότι το ως άνω ακίνητο είναι μισθωμένο στον ……… με τα από 29-2-2012 δύο (2) ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης με συνολικό μηνιαίο καταβαλλόμενο μίσθωμα το ποσό των 900 ευρώ και ότι δικαιούχος είσπραξης του μισθώματος και του τρέχοντος μηνός Φεβρουαρίου 2018 θα είναι η αγοράστρια εταιρεία, στην οποία και εκχώρησαν όλα τα εκ της μίσθωσης δικαιώματα τους και υποχρεώσεις τους, περί νομής και περί αποδόσεως της χρήσεως του μισθίου (σελ. 24 και 25 του εν λόγω συμβολαίου). Το ανωτέρω μίσθωμα των 900 ευρώ αποδείχθηκε ότι καταβάλουν στην καθ΄ ης η ανακοπή οι ανακόπτοντες ανελλιπώς από το χρόνο που αυτή αγόρασε το ακίνητο και υπεισήλθε στην ένδικη μίσθωση. Στις 24-10-2018, η καθής κοινοποίησε στους ανακόπτοντες την από 19-10-2018 εξώδικη όχληση, διαμαρτυρία, πρόσκληση για καταβολή μισθωμάτων και δήλωση, ζητώντας την αναπροσαρμογή του μηνιαίως καταβαλλόμενου μισθώματος στο ποσό των 3.000 ευρώ, αρχής γενομένης από 1-1-2019. Στο κείμενο αυτής (εξώδικης δήλωσης) αναφέρεται ότι το συμφωνηθέν με τους δικαιοπαρόχους της εκμισθωτές μίσθωμα των 900 ευρώ είναι εμφανώς δυσανάλογο σε σχέση με την εμπορική και μισθωτική αξία του μισθίου, αντικειμενικής αξίας 392.101,15 ευρώ και οφείλεται στο ότι αυτοί (δικαιοπάροχοι τους), λόγω της μόνιμης κατοικίας τους στο εξωτερικό, δεν έχουν ακριβή γνώση των ελληνικών πραγμάτων και μισθωτικών αξιών. Αποδέχονται, δηλαδή, ότι γνώριζαν ότι κατά το χρόνο της μεταβίβασης σ΄ αυτούς της κυριότητας του μισθίου το καταβαλλόμενο μίσθωμα ανήρχετο σε 900 ευρώ. Πράγματι, αποδείχθηκε ότι κατόπιν προφορικής τροποποιητικής συμφωνίας μεταξύ των δικαιοπαρόχων της καθ΄ης και των ανακοπτόντων κατά το έτος 2014, το μίσθωμα, λόγω των επικρατούντων τότε στην Ελλάδα δυσμενών οικονομικών συνθηκών, είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 900 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου τέλους χαρτοσήμου 3,6%). Η τροποποίηση αυτή έχει αποτυπωθεί στο αγοραπωλητήριο, καθώς οι εκμισθωτές- κύριοι του ακινήτου ρητώς αναφέρουν το ύψος του καταβαλλόμενου μηνιαίου μισθώματος, δεν αμφισβητήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο από την αγοράστρια, η οποία, από τη μεταγραφή του οικείου μεταβιβαστικού συμβολαίου υπεισήλθε από το νόμο στη μισθωτική σχέση απεριόριστα και απέκτησε για λογαριασμό της τα σχετικά δικαιώματα στην έκταση που τα είχαν και οι δικαιοπάροχοί της εκμισθωτές. Δεδομένου ότι η ex lege διαδοχή καταλαμβάνει τη μίσθωση, όπως ισχύει κατά το χρόνο της εκποιήσεως, ο νέος κτήτορας υπεισέρχεται και στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από τυχόν συμβατικές τροποποιήσεις ή συμπληρωματικές αλλοιώσεις της σύμβασης (βλ. Γεωργιάδη- Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙΙ, σελ. 367). Η καθ΄ ης η ανακοπή δεσμεύεται από την τροποποίηση της μισθωτικής σύμβασης ως προς το ύψος του μηνιαίου μισθώματος παρότι αυτή έγινε, όπως αποδείχθηκε, προφορικά και όχι εγγράφως, όπως απαιτείται σύμφωνα με τον 11ο όρο του ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, καθώς είχε γνώση αυτού κατά το χρόνο κτήσεως της κυριότητας του μισθίου. Η μεταβίβαση του μισθίου σε άλλον, κατά τη διάρκεια τέτοιας μίσθωσης, έχει ως αποτέλεσμα ότι ο νέος κύριος υπεισέρχεται στη μίσθωση ως εκμισθωτής. Η έννοια της κατά τα παραπάνω υπεισέλευσης είναι, ότι, από και διά της ολοκληρώσεως της εκποιήσεως, της μεταγραφής δηλ. της οικείας μεταβιβαστικής της κυριότητας πράξεως μεταβιβάζεται αυτοδικαίως και ex lege στο νέο κτήτορα και χωρίς τις διακρίσεις των άρθρων 614 – 615 ολόκληρη η ενοχική σχέση της μισθώσεως, όπως προϋπήρχε, δηλ. μεταβιβάζεται στο νέο κτήτορα η όλη ενοχική σχέση, ως σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπως αυτά απορρέουν από το νόμο ή τους ειδικούς όρους της συμβάσεως μισθώσεως. Συνέπεια τούτου, είναι, ότι το περιεχόμενο της μισθωτικής συμβάσεως παραμένει και μετά την κατά τα παραπάνω υπεισέλευση, όπως ακριβώς υπήρχε και κατά τον κρίσιμο χρόνο (μεταγραφή εκποιητικής πράξεως) μεταξύ των αρχικών συμβαλλόμενων, με τις μέχρι τότε τροποποιήσεις και εν γένει αλλοιώσεις του. Παρόλα αυτά, η καθ΄ ης η ανακοπή με την από 8-4-2019 αίτησή της προς έκδοση διαταγής απόδοσης μισθίου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε την απόδοση του επίδικου μισθίου, ισχυριζόμενη ότι οι ανακόπτοντες, παραβιάζοντας τη συμβατική τους υποχρέωση τήρησης των συμφωνηθέντων αναπροσαρμογών του μηνιαίου μισθώματος, της κατέβαλαν για μισθώματα από το Φεβρουάριο 2018 έως την 8-4-2019 το συνολικό ποσό των 13.500 ευρώ (15 μήνες Χ 900 ευρώ), ενώ όφειλαν να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 16.838,07 ευρώ (3 μήνες Χ 1.079,37 ευρώ + 12 μήνες Χ 1.133,33 ευρώ). Η ως άνω αίτηση έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη υπ΄ αριθμ. ……./2019 διαταγή απόδοσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες να αποδώσουν τη χρήση του επίδικου μισθίου. Ωστόσο, από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις προς έκδοση της ως άνω διαταγής απόδοσης χρήσης μισθίου, καθώς δεν υπήρξε περίπτωση καθυστέρησης των μισθωμάτων εκ μέρους των ανακοπτόντων από δυστροπία, δοθέντος ότι οι τελευταίοι κατέβαλαν κανονικά το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα των 900 ευρώ στην καθ΄ ης και ως εκ τούτου, κατά το βάσιμο πρώτο λόγο της ανακοπής, αυτή τυγχάνει ακυρωτέα . Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε τον πρώτο λόγο της ανακοπής με την ίδια αιτιολογία ως και ουσιαστικά βάσιμο και ακύρωσε την υπ΄ αριθμ. ……/2019 διαταγή απόδοσης χρήσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, χωρίς να ερευνήσει τους λοιπούς λόγους ανακοπής, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο περί του αντιθέτου σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος. VΙ. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν υποβολής του σχετικού, νόμιμου αιτήματος τους (άρθρο 106, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας (άρθρ. 176,183 και 189 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της απόρριψης της έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου, που προκαταβλήθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 15-6-2020 (αριθμ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2020) έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 1809/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακών διαφορών).
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου, που έχει προκαταβληθεί από την εκκαλούσα, στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας και τα ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ