Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 185/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης     185 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 22.5.2020 και με αριθμό κατάθεσης ………./22.5.2020 κλήση της ενάγουσας νόμιμα φέρεται για συζήτηση η κρινόμενη από 16.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/17.12.2019 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……../17.12.2019  έφεση των εκκαλούντων, ………. και …………, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.3649/2019 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην τους και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614επ.ΚΠολΔ και δέχθηκε, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την εναντίον τους από 22.7.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../31.7.2019 αγωγή της εφεσιβλήτου, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της ενάγουσας, στις 18.11.2019, στους εναγομένους, ήδη εκκαλούντες, όπως προκύπτει από την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά, . ……., στο σώμα επικυρωμένου φωτοτυπικού αντιγράφου του επιδιδόμενου εγγράφου, που προσκομίζεται μετ’επικλήσεως από τους εκκαλούντες, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 17.12.2019, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως, να γίνει δεκτή στην ουσία της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, δεδομένου ότι οι εναγόμενοι-εκκαλούντες, δικάστηκαν ερήμην στην πρωτόδικη δίκη και με την έφεση τους παραπονούνται, μεταξύ άλλων, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βάλλοντας τόσο κατά της νομικής όσο και της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, αρνούμενοι συλλήβδην την ιστορική βάση της, αφού δε κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατά το μέρος, κατά το οποίο μεταβιβάσθηκε σ’αυτό με την έφεση, πρέπει να δικασθεί εξαρχής και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή στο σύνολο της από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας (άρθρα 528 εδαφ.α, 533 παρ.1, 535 παρ.1 και 591 § 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Η ενάγουσα, ………, με την από 22.7.2019 αγωγή της, ζητεί να απαγγελθεί κατά των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας μέχρι ενός έτους, λόγω της αδικοπραξίας, που έχουν τελέσει σε βάρος της, υπό τις συνθήκες που επαρκώς περιγράφονται στο δικόγραφο και εκτίθενται στην ασκηθείσα εναντίον τους από 27.7.2016 σχετική αγωγή για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 1489/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που την έκανε εν μέρει δεκτή υποχρεώνοντας τους να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 39.600 ευρώ, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης αυτής, που κηρύχθηκε ολικά προσωρινά εκτελεστή, εφόσον δεν έχουν προβεί στην ικανοποίηση της ανωτέρω απαίτησης της και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, την έκανε δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν και απήγγειλε σε βάρος των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας δύο μηνών σε έκαστο. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με την ένδικη έφεση τους οι ερήμην δικαζόμενοι πρωτοδίκως εναγόμενοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ, προσωπική κράτηση “μπορεί να διαταχθεί επίσης και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες”. Η διάταξη αυτή δεν καταργήθηκε ούτε περιορίστηκε από το άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα (ΑΠ 60/2001 δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 25/2000 ΕλΔνη 41, 712), που  κυρώθηκε με τον Ν.2462/1997 και ορίζει ότι: “Κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση”, αποτελεί δε διάταξη κανόνα υπέρτερης νομικής βαθμίδας, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος και εισάγει διακωλυτικό κανόνα ως προς την απαγγελία προσωπικής κρατήσεως κατά εμπόρου για εμπορικές απαιτήσεις, όταν η μη εξόφληση των συμβατικών υποχρεώσεων του οφείλεται αποκλειστικά σε οικονομική αδυναμία αυτού, χωρίς να επηρεάζει όμως τη δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης για αξιώσεις από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 23/2005), διότι είναι διαφορετικές οι προϋποθέσεις και η εσωτερική απαξία του αδικήματος από εκείνες της συμβατικής παράβασης (ΑΠ 29/2020). Εξάλλου, η προσωπική κράτηση ως μέσο εκτελέσεως αποφάσεων, που επιδικάζουν απαιτήσεις γενικώς, δεν αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1-4, 7 παρ. 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και την ΕΣΔΑ, εφόσον η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας με την προσωπική κράτηση του οφειλέτη προβλέπεται με νόμο (ΟλΑΠ 1/2009, ΑΠ 29/2020, ΑΠ 1353/2011) και δεν έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. Διότι ναι μεν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντ.), πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία, η οποία είναι απαραβίαστη, αλλά, όπως ρητώς ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 5 του Συντάγματος, επιτρέπεται να ορίζονται με νόμο περιορισμοί στο εν λόγω δικαίωμα, που μπορεί να φθάνουν και στη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας (ΑΠ 1138/2019, ΑΠ 495/2010, ΑΠ 1/2009, ΕφΠειρ 219/2015, ΕφΠειρ 73/2012, ΕφΑθ 2161/2011 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αυτό ασφαλώς ισχύει για την προσωπική κράτηση, η οποία ως μέσο εκτέλεσης για την ικανοποίηση ιδιωτικών απαιτήσεων συμβάλλει στη διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης με την εμπέδωση αισθήματος δικαίου, υπό την επιφύλαξη πάντως ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θα διασφαλίζεται παράλληλα και η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, με την έννοια ότι θα πρέπει να σταθμίζονται από το Δικαστήριο οι συνθήκες της κάθε ατομικής περίπτωσης, σε σχέση με το σκοπό που εξυπηρετεί το μέτρο της προσωπικής κράτησης και να λαμβάνεται έτσι το μέτρο αυτό μόνο όταν τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι όχι απλώς πρόσφορο, αλλά απόλυτα αναγκαίο για την ικανοποίηση της σχετικής απαίτησης, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που θα προκαλέσει (ΑΠ 1138/2019). `Ετσι δυσανάλογη και ασφαλώς καταχρηστική θα είναι η απαγγελία προσωπικής κράτησης, όταν εξ αιτίας της οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την είσπραξη της απαίτησης του δανειστή, δηλαδή ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης (ΟλΑΠ 23/2005, ΑΠ 1565/2013, ΑΠ 1380/2013). Η αποδοχή της προσωπικής κράτησης, όπως σε κάθε αδικοπραξία, είναι δυνητική και εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει ή όχι την προσωπική κράτηση του οφειλέτη, ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως και να καθορίσει τη διάρκεια της, αρκεί να αποδειχθεί η απαίτηση. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου προσδιορίζεται με βάση ορισμένα ουσιαστικά κριτήρια και ιδίως, ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξεως και τις συνέπειες της, το βαθμό του πταίσματος του εναγομένου, τη φερεγγυότητα του, την απόκρυψη περιουσιακών του στοιχείων, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των διαδίκων (φυσικών προσώπων) και γενικά, τις ιδιαίτερες συνθήκες και λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ΑΠ 25/2000 ΕλΔνη 41, 712, ΑΠ 152/2000 ΕλΔνη 41, 712, ΑΠ 343/95 ΕΕΝ 64, 280, ΑΠ 1070/93 ΕλΔνη 35, 1579, ΕφΠειρ 74/2014, Εφθεσ 1311/2008 Αρμ 2009, 1532, ΕφΠειρ 29/2007, ΕφΑΘ 116/2007 ΝοΒ 2007, 1606, ΕφΑθ 6182/2003 ΕλΔνη 45, 859). Eκ των ανωτέρω δεν συνάγεται ότι επί αδικοπρακτικής ευθύνης θα πρέπει να απαλλάσσεται από την προσωπική του κράτηση ο οφειλέτης, που από αδυναμία δεν εκπληρώνει τη χρηματική του υποχρέωση (ΑΠ 257/2008, ΑΠ 857/2008 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 2897/2010 ΔΕΕ 2011, 78).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 1048 περ. γ` ΚΠολΔ, προσωπική κράτηση δεν διατάσσεται κατά προσώπων που συμπλήρωσαν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1052 περ. 1δ του ίδιου κώδικα, ο κρατούμενος απολύεται αν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, σαφώς, ότι δεν επιτρέπεται να διαταχθεί η προσωπική κράτηση προσώπου που έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του. Κρίσιμος χρόνος για τη διαπίστωση της συνδρομής του λόγου αυτού αποκλεισμού της προσωποκράτησης, ο οποίος μπορεί να προβληθεί και ενώπιον του Εφετείου, είναι ο χρόνος έκδοσης της απόφασης περί προσωπικής κράτησης και όχι εκείνος κατά τον οποίο δημιουργήθηκε το χρέος, ενώ η μεταγενέστερη συμπλήρωση του παραπάνω ορίου ηλικίας αποτελεί λόγο αποφυλάκισης (ΟλΑΠ 680/1977 ΝοΒ 26, 632, ΑΠ 204/2014 ΕΠΟΛΔ 2014/542, ΑΠ 538/2012, ΕφΔωδ 6/2020 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»,  Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ υπ’ άρθρο 1048 αρ. 5, X.Απαλαγάκη ερμ. ΚΠολΔ υπ’ άρθρο 1048, Μπρίνια, Αναγκ. Εκτέλεση, τόμος 5ος 1982 άρθρο 1048 αρ. 766, σελ. 2492, Σταυρόπουλο, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 1048 Ιβ` και 3 δ`, Π. Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκ. Εκτέλεση, έκδ. 2001, σελ. 1085). Από τις παραπάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 216 στοιχ. α` και 338 ΚΠολΔ, που ορίζουν αντίστοιχα, ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου και ότι κάθε διάδικος βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη των γεγονότων που δικαιολογούν, κατά νόμο την αξιούμενη από αυτόν δικαστική προστασία, συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία διώκεται η προσωπική κράτηση για απαίτηση από αδικοπραξία δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της η ηλικία του εναγομένου, αλλά απόκειται στον τελευταίο να ισχυρισθεί (κατ’ ένσταση) και να αποδείξει ότι έχει συμπληρώσει το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του και δεν μπορεί να απαγγελθεί εις βάρος του προσωπική κράτηση (ΑΠ 204/2014, ΑΠ 538/2012 και ΑΠ 33/2011 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

IV. Από την ανωμοτί εξέταση της ενάγουσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, τις υπ’αριθμ……. και ………../17.1.2018 ένορκες βεβαιώσεις της ……….. και του ………. αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………. και τις υπ’αριθμ…… και ……/15.11.2016 ένορκες βεβαιώσεις των ίδιων μαρτύρων αντίστοιχα, ενώπιον της ίδιας συμβολαιογράφου, που συντάχθηκαν με την επιμέλεια της ενάγουσας-εφεσίβλητης, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης των εναγομένων (υπ’αριθ…..΄, ….΄και …..΄/12.1.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ……. και υπ’αριθμ. …, … και …./10.11.2016 εκθέσεις επίδοσης, της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………), καθώς επίσης την υπ’ αριθ. …../1.12.2016 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………, που λήφθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς με επιμέλεια των εναγομένων, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου (υπ’αριθμ…………./28.11.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ……….), που εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως του μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), είτε στην συνταχθείσα αγγλική γλώσσα χωρίς νόμιμη μετάφραση στην ελληνική, τα οποία ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 παρ.1 εδ. β΄ ΚΠολΔ (ΕφΠ 256/2014 δημ.ΤΝΠ «NOMOΣ»), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με την υπ’αριθμ.1489/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή και εκδόθηκε επί της από 27.7.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../28.7.2016 αγωγής της ………. και νυν ενάγουσας, ήδη εφεσίβλητης, σε βάρος των και νυν εναγομένων, ήδη εκκαλούντων, κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου, που απορρέει από την υπ’αριθμ.144/2021 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, επί ασκηθείσης εφέσεως των τελευταίων, ότι το συνολικό χρηματικό ποσό των 40.000 ευρώ, που παρέδωσε η ενάγουσα στην τότε πρώτη εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία “…………..” νομίμως εκπροσωπούμενη, αποτελεί προϊόν της απάτης που διέπραξε σε βάρος της, δια του υπαίτιου οργάνου της, εναγομένου, ………, από κοινού με τον εναγόμενο, …………, προκειμένου να καρπωθεί και να ενθυλακώσει στην περιουσία της το εν λόγω ποσό με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας της ενάγουσας και επομένως, θεμελιώνεται αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων-εκκαλούντων, η οποία συνίσταται στην εκ προθέσεως υπεξαίρεση από τον εντολοδόχο, τότε δεύτερο των εναγομένων, ως εκπρόσωπο της τότε πρώτης εναγομένης εταιρείας, των, ένεκα απάτης τελεσθείσης από αμφότερους τους συμμετόχους εναγομένους-εκκαλούντες, παραδοθέντων σ’αυτόν χρημάτων με σκοπό την ιδιοποίηση τους και πρόκλησης ισόποσης ζημίας αυτής, που τελεί σε άμεσο και πρόσφορο αιτιώδη αντικειμενικό σύνδεσμο με την απατηλή συμπεριφορά των εναγομένων-εκκαλούντων, με συνέπεια να υποχρεωθούν εις ολόκληρον οι εναγόμενοι να καταβάλλουν στην ενάγουσα, ένεκα της αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς, συνολικά το ποσό των 39.600 ευρώ, για την αποκατάσταση της θετικής της ζημίας ανερχομένης στο ποσό των 38.600 ευρώ, μετ’αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού των 1.400 ευρώ και επιπλέον, για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, οριζομένης στο ποσό των 1.000 ευρώ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις παραδοχές της τελεσίδικης εφετειακής απόφασης έγιναν δεκτά τα ακόλουθα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά: H μη διάδικος στην παρούσα δίκη, τότε εναγομένη, ναυτιλιακή εταιρία με την επωνυμία “…………”, εδρεύει, σύμφωνα με το καταστατικό της, στον Παναμά και κατά τον κρίσιμο χρόνο είχε εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα δυνάμει της υπ’αριθ.3122.1/3459/23788/18-7-2000 κοινής απόφασης των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των α.ν.89/1967 και 378/1968 και ν.27/1975, που έχει ήδη ανακληθεί με την υπ’αριθμ.3122.1/3459/16/23788/20-7-2015 υπουργική απόφαση και συγκεκριμένα επί της οδού …….. στο …….. Αττικής, όπου βρίσκεται η πραγματική έδρα αυτής και ασκείται η διοίκηση της, εκπρόσωπος δε του γραφείου και πραγματικός ιδιοκτήτης, διευθύνων σύμβουλος, μοναδικός μέτοχος και νόμιμος εκπρόσωπος της, τυγχάνει ο εναγόμενος-εκκαλών, ………… Αυτός, στις αρχές του έτους 2014 βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις για την αγορά του φορτηγού πλοίου “CQ”, κ.ο.χ.9978, σημαίας Παναμά, πλοιοκτησίας της παναμαϊκής εταιρίας «…………….», κατόπιν μεσολάβησης και υπόδειξης της μεσίτριας εταιρίας με την επωνυμία «…………» και μετά από επιθεώρηση του (17-18/1/2014 inspection report), το οποίο επρόκειτο να περιέλθει στην κυριότητα της εξωχώριας αγοράστριας εταιρίας, που συνέστησε για τον σκοπό αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου για τις εταιρείες του 1990 της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ, με την επωνυμία «………», τυπικά με έδρα τις νήσους Μάρσαλ και πραγματική τα γραφεία της πρώτης εναγομένης στο ………. Αττικής (από 6.2.2014 πιστοποιητικό καταχώρησης του καταστατικού της, του προϊσταμένου του Γραφείου του Αρχείου των Εταιριών της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ), καταρτισθέντος μεταξύ των, ως άνω, εταιρειών, με την ιδιότητα της πωλήτριας και αγοράστριας αντίστοιχα, του από 5.2.2014 Μνημονίου Συνεργασίας (“Memorandum of Agreement”). Το τίμημα της πώλησης ορίστηκε στο ποσό των έξι εκατομμυρίων εννιακοσίων πενήντα χιλιάδων (6.950.000) δολαρίων ΗΠΑ, ενώ ως εξασφάλιση για την εκπλήρωση της συμφωνίας και προϋπόθεση για την παράδοση του πλοίου χωρίς ναύλο στην αγοράστρια εταιρεία μεταξύ 1.3.2014 και 31.3.2014, συμφωνήθηκε ρητά η προκαταβολή ποσοστού 10% του τιμήματος με τηλεγραφική μεταφορά σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό των συμβαλλομένων, σε τράπεζα του Χονγκ Κονγκ ή της Σιγκαπούρης ή του Τόκυο, καθ’υπόδειξη της πωλήτριας, εντός τριών τραπεζικών ημερών από την ημερομηνία υπογραφής, μέσω fax, του εν λόγω συμφωνητικού από τα συμβαλλόμενα μέρη και την επιβεβαίωση του ανοίγματος κοινού ή δεσμευμένου λογαριασμού. Αν και δεν είχαν πληρωθεί μέχρι τέλους Φεβρουαρίου 2014 οι ανωτέρω προϋποθέσεις για την υλοποίηση της αγοραπωλησίας του πλοίου, γεγονός που καθιστούσε την αγορά αβέβαιη και επισφαλή, εντούτοις ο τότε δεύτερος, νυν πρώτος εναγόμενος-εκκαλών, με την ιδιότητα του οργάνου της τότε πρώτης εναγομένης εταιρείας και την συνδρομή του φίλου και συνεργάτη του, τότε τρίτου των εναγομένων, νυν δεύτερου εναγομένου-εκκαλούντος, …….., που συνδεόταν φιλικά από πολλών ετών με την ενάγουσα-εφεσίβλητη, …….. και μεσολάβησε στην γνωριμία τους, έχοντας από την αρχή σκοπό να αποσπάσει τα χρήματα της ενάγουσας και να τα χρησιμοποιήσει προς ίδιον όφελος, παρέστησε σ’αυτήν ψευδώς από κοινού με τον δεύτερο των εναγομένων-εκκαλούντα, ότι δήθεν θα επένδυε τα χρήματα που θα του παρέδιδε και δη το ποσό των 20.000 ευρώ, στην αγορά του ανωτέρω πλοίου, αποκτώντας ποσοστό ιδιοκτησίας 3% και διαβεβαιώνοντας την συγχρόνως, ότι με τον τρόπο αυτό επένδυσης το κεφάλαιο της θα είχε εγγυημένη απόδοση 450 ευρώ μηνιαίως αρχής γενομένης από 1.5.2014, ενώ επιπλέον θα λάμβανε 3% της αξίας του πλοίου κατά τη λήξη της συμφωνίας συνεργασίας σε περίπτωση δηλαδή πώλησης του, το δε ανωτέρω ποσοστό συνιδιοκτησίας της στο πλοίο θα καλυπτόταν από μετοχές, που θα εξέδιδε η εξωχώρια πλοιοκτήτρια εταιρία με την επωνυμία «……………». Ειδικότερα, στην προσυμβατική πληροφόρηση, που ήταν καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση της δικαιοπρακτικής βούλησης της ενάγουσας να συμβληθεί με την τότε εναγομένη εταιρεία δια του εκπροσώπου της εναγομένου, αλλά και κατά την σύναψη μεταξύ τους, του από 1.3.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού Επενδύσεως και Συνεργασίας με τους ανωτέρω όρους, το οποίο συνυπέγραψε ως μάρτυρας ο δεύτερος των εναγομένων, ………., επιβεβαιώνοντας τις παρεχόμενες από τον πρώτο εναγόμενο πληροφορίες και ενισχύοντας έτσι, ένεκα της εμπιστοσύνης, που έτρεφε η ενάγουσα στο πρόσωπο του, την πλανημένη αντίληψη που της είχε δημιουργήσει, περαιτέρω δε και κατά την καταβολή του ανωτέρω ποσού εκ μέρους της ενάγουσας με την παράδοση στον πρώτο εναγόμενο, στις 28.2.2014, τραπεζικής επιταγής, ποσού 20.000 ευρώ, την οποία ο τελευταίος εισέπραξε καταθέτοντας το ποσό αυτό σε τραπεζικό λογαριασμό της εκπροσωπουμένης απ’αυτόν τότε εναγομένης εταιρείας στην Τράπεζα Πειραιώς, ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών δεν ενημέρωσε την ενάγουσα αρχικά για τον υφιστάμενο κίνδυνο μη πραγματοποίησης της αγοράς, λαμβανομένων υπόψη των προσκομμάτων και καθυστερήσεων της πλοιοκτήτριας εταιρείας ήδη από το έτος 2013 να προχωρήσει στην πώληση του, αφού εσόδευε υψηλά κέρδη από την ναύλωση του και εν τέλει για την ακύρωση της συμφωνίας αγοραπωλησίας από την αγοράστρια ως άνω εταιρεία, κατ’ενάσκηση προβλεπομένου σ’αυτήν δικαιώματος της με σχετική δήλωση, δεδομένου ότι η πωλήτρια απέτυχε να αποδεσμεύσει το πλοίο από τη ναυλομίσθωση, που υφίστατο, ώστε να παραδοθεί στην αγοράστρια εγκαίρως, κατά τα συμφωνηθέντα, με αποτέλεσμα να υπογραφεί ακολούθως μεταξύ τους το από3.2014 συμφωνητικό διακανονισμού (“Settlement Agreement”), αντίθετα παρουσίαζε την επίμαχη επένδυση, ως προσοδοφόρα και συμφέρουσα, επιδεικνύοντας και σχετικό έντυπο Φεβρουαρίου 2014, που χαρακτηριζόταν αυστηρά ιδιωτικό και εμπιστευτικό (strictly private and confidential), με το λογότυπο της εκδότριας τούτου εκπροσωπουμένης απ’αυτόν ανωτέρω εταιρείας, στο οποίο αναγράφονταν τα τεχνικά χαρακτηριστικά του προτεινόμενου για επένδυση εν λόγω πλοίου «CQ» και ακολουθώντας συνάμα τη στρατηγική προβολής και παρουσίασης της εν λόγω εταιρείας, ως οικονομικά εύρωστης και ανθηρής, παρά τις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε και οδήγησαν τελικά στην ανάκληση της άδειας εγκατάστασης του γραφείου της, όπως προεκτέθηκε, διότι δεν κατέθεσε νέα εγγυητική επιστολή, προς αντικατάσταση της καταπεσούσης, ποσού 10.000 ευρώ, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.  Την αληθινή κατάσταση για την ανυπαρξία επενδυτικού προϊόντος, αλλά και την οικονομική κατάσταση της τότε εναγομένης εταιρείας, οι εναγόμενοι-εκκαλούντες όχι μόνο αθεμίτως απέκρυψαν από την  ενάγουσα, προκειμένου να την πείσουν να προβεί στην καταβολή του ποσού των 20.000 ευρώ στον πρώτο εναγόμενο δήθεν για τη διεκπεραίωση της δοθείσης εντολής επένδυσης του στην συγκεκριμένη αγορά, αλλά εξακολούθησαν να παριστάνουν εν γνώσει του ψεύδους, ότι τα χρήματα της είχαν πράγματι επενδυθεί κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, διατηρώντας την παραπλανητική σε βάρος της συμπεριφορά τους με ψευδείς καθησυχάσεις και διαβεβαιώσεις για την επικείμενη είσπραξη απ’αυτήν της εγγυημένης συμφωνημένης απόδοσης. Αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς τους ήταν να την πείσουν να συμμετέχει και στην αγορά έτερου πλοίου, που θα μετονομαζόταν «MV» και θα περιερχόταν στην κυριότητα άλλης υπό σύσταση εταιρίας με την επωνυμία «………….», επενδύοντας εκ νέου το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, που πράγματι αυτή κατέβαλε με την παράδοση στον πρώτο εναγόμενο, στις 14.5.2014, ισόποσης τραπεζικής επιταγής, την οποία ο τελευταίος εισέπραξε καταθέτοντας το ποσό αυτό σε τραπεζικό λογαριασμό της εκπροσωπουμένης απ’αυτόν εταιρείας στην Τράπεζα Πειραιώς, ούτως ώστε να αποκτήσει, κατά τις ψευδείς διαβεβαιώσεις τους, ποσοστό ιδιοκτησίας 3% του πλοίου τούτου, που θα καλυπτόταν με την έκδοση αντίστοιχων μετοχών της πλοιοκτήτριας και μηνιαίο εισόδημα 450 ευρώ αρχής γενομένης από 1.7.2014, ενώ επιπλέον θα λάμβανε 3% της αξίας του πλοίου κατά τη λήξη της συμφωνίας συνεργασίας σε περίπτωση δηλαδή πώλησης του, καταρτισθέντος μεταξύ της τότε εναγομένης εταιρείας εκπροσωπούμενης από τον πρώτο εναγόμενο και της ενάγουσας, του από 15.5.2014 συμφωνητικού επενδύσεως και συνεργασίας. Σημειωτέον, ότι ούτε η αγορά του πλοίου τούτου έλαβε χώρα, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις των εναγομένων-εκκαλούντων, αυτοί δε εξακολούθησαν να εξαπατούν την ενάγουσα καθησυχάζοντας την με διάφορες προφάσεις και ψευδείς δικαιολογίες, ως προς την καθυστέρηση καταβολής των συμφωνημένων εγγυημένων αποδόσεων των επενδύσεων της, διαβεβαιώνοντας την ότι θα της καταβάλλονταν συγκεντρωτικά και αναδρομικά αμέσως μετά την έναρξη ναυλώσεως των αγορασθέντων πλοίων. Οι οχλήσεις και οι πιέσεις της ενάγουσας εντείνονταν με την πάροδο του χρόνου και παρά τις προσπάθειες των εναγομένων-εκκαλούντων να αποτρέψουν την ανακάλυψη εκ μέρους της, της μη επένδυσης των χρημάτων της και την αναζήτηση τους, αυτή τελικά διαπίστωσε ότι κανένα πλοίο δεν είχε αγοραστεί και ζήτησε και την επιστροφή του χρηματικού ποσού των 40.000 ευρώ, που δεν χρησιμοποιήθηκε για την εκτέλεση των εντολών της και είχε ενθυλακώσει ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών αναλώνοντας το προς ίδιον όφελος και δη καλύπτοντας λειτουργικές ανάγκες της ανωτέρω εταιρείας του. Εντέλει με τα από 10.5.2016 ιδιωτικά συμφωνητικά αναγνώρισης χρέους, η τότε εναγομένη εταιρεία δια του υπαίτιου οργάνου της,  πρώτου εναγομένου, αναγνώρισε τις οφειλές της έναντι της ενάγουσας, βάσει εκάστου συμφωνητικού επένδυσης, τόσο αναφορικά με το ποσό του κεφαλαίου των 20.000 ευρώ και συνολικά των 40.000 ευρώ, όσο και με τις συμφωνηθείσες μηνιαίες εγγυημένες αποδόσεις, ύψους 11.250 ευρώ και 10.350 ευρώ αντίστοιχα, ο δε πρώτος εναγόμενος εγγυήθηκε προσωπικά την εκπλήρωση εκάστου χρέους, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης αλληλεγγύως και καθορίστηκε ο τρόπος αποπληρωμής τους, πλην όμως της καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 1.400 ευρώ, που παραδέχεται η ενάγουσα, εκ του οποίου το ποσό των 700 ευρώ από τον δεύτερο εναγόμενο, παραμένοντος οφειλομένου του υπολοίπου ποσού του κεφαλαίου ανερχομένου σε 38.600 ευρώ, πλέον των ποσών των συμφωνημένων εσόδων. Εντούτοις, παρά την παρέλευση σημαντικού χρόνου από την τέλεση της αδικοπραξίας, αλλά και την αναγνώριση των απαιτήσεων της ενάγουσας και την επιδίκαση τους, ουδέν ποσό έχει δοθεί σ’αυτήν, ως αποζημίωση, ενώ οι εναγόμενοι εξακολουθούν να αρνούνται τις ευθύνες τους και έχουν υποβάλει την ενάγουσα σε διαρκή δικαστικό αγώνα για την ικανοποίηση της, συνάμα δε επιμελώς αποκρύπτουν τα εισοδήματα τους απασχολούμενοι ο μεν πρώτος ως επιχειρηματίας δραστηριοποιούμενος μέσω εξωχώριων ναυτιλιακών εταιρειών, ο δε δεύτερος ως ασφαλιστής.

Ενόψει των ανωτέρω και ειδικότερα του ύψους της εξοπλισμένης με εκτελεστό τίτλο απαίτησης, που αρχικά αποτελούσε η ως άνω προσωρινά εκτελεστή απόφαση, που έχει καταστεί ήδη τελεσίδικη, ως προς τον πρώτο εναγόμενο, ενώ η υπ’αριθμ.144/2021 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, αποτελεί πλέον τον εκτελεστό τίτλο, ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, κατόπιν εξαφάνισης της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης αναφορικά μ’αυτόν, λόγω της ερημοδικίας του στον πρώτο βαθμό και αναδίκασης ως προς αυτόν από το Εφετείο της από 27.7.2016 αποζημιωτικής αγωγής της ενάγουσας δεκτής γενομένης εν μέρει κατά το ανωτέρω ποσό, περαιτέρω δε λαμβανομένων υπόψη της βαρύτητας της αδικοπραξίας, των περιστάσεων τέλεσης της και των συνεπειών της, του βαθμού υπαιτιότητας των εναγομένων, της εν γένει συμπεριφοράς τους, της μη ύπαρξης εμφανών περιουσιακών στοιχείων τους και της εν γένει οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, πρέπει να απαγγελθεί σε βάρος των αδικοπραγήσαντων εναγομένων-εκκαλούντων προσωπική κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης αποζημίωσης της ενάγουσας, διάρκειας δύο (2) μηνών στον καθένα, συντρεχόντων όλων των απαιτουμένων για την απαγγελία προσωπικής κράτησης προϋποθέσεων για αμφότερους τους εναγομένους, κατ’εφαρμογή του πραγματικού της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 1047 ΚΠολΔ, λαμβανομένου υπόψη ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο πρώτος τούτων έχει υπερβεί το 65ο έτος της ηλικίας του, ούτως ώστε να μην μπορεί να απαγγελθεί σε βάρος του προσωπική κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της αποζημιωτικής καταψηφιστικής απόφασης, κατ’άρθρο 1048 περ.γ` ΚΠολΔ, ως αορίστως ισχυρίζεται. Άλλωστε, η απαγγελία της προσωπικής κράτησης των εναγομένων-εκκαλούντων δεν έρχεται σε αντίθεση με την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, καθόσον είναι όχι απλώς μέτρο πρόσφορο, αλλά απόλυτα αναγκαίο για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, προκαλεί τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό στους εναγομένους και τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό, έτσι ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια της ενάγουσας να μην υπολείπεται της επερχόμενης από την προσωπική κράτηση βλάβης των εναγομένων-εκκαλούντων, απορριπτομένων των διαλαμβανομένων στους τρεις λόγους της έφεσης ισχυρισμών τους περί νομικής και ουσιαστικής αβασιμότητας του αιτήματος της προσωπικής τους κράτησης και του ύψους αυτής, ένεκα μη τέλεσης εκ μέρους τους του αδικήματος της απάτης, αντίθεσης της στις επιταγές του Συντάγματος, της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της ΕΣΔΑ και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ μέτρου και σκοπού, λόγω οικονομικής τους αδυναμίας καταβολής των οφειλομένων, ως ουσιαστικά αβασίμων. Εξάλλου, δεν απαιτούνταν για το παραδεκτό της κρινόμενης αγωγής να έχει προηγηθεί επίδοση στους εναγομένους αντιγράφου του απογράφου της υπ’αριθμ.1489/2019 προσωρινά εκτελεστής απόφασης με επιταγή για εκτέλεση, ως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι με τον τρίτο λόγο της έφεσης τους και αιτιώνται με τις παρούσες προτάσεις τους, τα όσα δε επιπρόσθετα αναφέρουν επικαλούμενοι την διάταξη του άρθρου 946 ΚΠολΔ, προς επίρρωση των ισχυρισμών τους περί μη τήρησης της προβλεπόμενης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, εντελώς αλυσιτελώς προβάλλονται, καθόσον αφορούν στα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης αξίωσης για αυτοπρόσωπη επιχείρηση πράξης και ουδόλως συνδέονται με την επίδικη περίπτωση, ως εσφαλμένα υπολαμβάνουν με τις σχετικές αιτιάσεις τους, που κρίνονται απορριπτέες, ως παντελώς αβάσιμες.

V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση, να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος των εναγομένων διάρκειας δύο (2) μηνών στον καθένα, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της υπ’αριθμ.1489/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της υπ’αριθμ.144/2021 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς αντίστοιχα, να διαταχθεί δε η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στους εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας-εφεσιβλήτου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας στους εκκαλούντες, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.3649/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της παραβόλου στους εκκαλούντες.

Εξαφανίζει, την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.3649/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 22.7.2019 αγωγή.

Δέχεται αυτήν κατ’ουσίαν.

Απαγγέλει προσωπική κράτηση σε βάρος εκάστου των εναγομένων-εκκαλούντων διάρκειας δύο (2) μηνών.

Επιβάλλει στους εναγομένους-εκκαλούντες τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας-εφεσιβλήτου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 23 Μαρτίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ