Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 619/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης  619/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. I. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 21.9.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …….. και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……… και β) από 22.9.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………. και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……. εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός της εδρεύουσας στην …….. ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», όπως νόμιμα εκπροσωπείται και αφετέρου της εδρεύουσας στο ……. και ήδη στο …….. Αττικής νομίμως εκπροσωπουμένης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «. ………..» και ήδη  «……….» και του ……….., που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ. 1198/2016 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 15.11.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………. αγωγή της πρώτης κατά των λοιπών, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό τους έχουν κατατεθεί τα αναλογούντα παράβολα υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1 και 517 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α΄ και 591 § 1 εδαφ. α΄ έως γ΄ ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 ΚΠολΔ.
  2. II. Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη ναυτική εταιρεία, εξέθεσε στην από 15.11.2013 αγωγή της ότι δυνάμει σύμβασης ναυλώσεως, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής, ως πλοιοκτήτριας του υπό ….. σημαία φορτηγού πλοίου «Γ.» και της πρώτης εναγομένης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης εκπροσωπούμενης από τον δεύτερο εναγόμενο, αυτή ναύλωσε το πλοίο της για την μεταφορά 1.100 μετρικών τόνων ελαιοπυρήνα κατ’ελάχιστον, από τον κεντρικό λιμένα Ζακύνθου με προορισμό τον λιμένα Περιγιαλίου/Νυδρίου ή Βασιλικής Λευκάδας, έναντι ναύλου 8.000 ευρώ και σε εκτέλεση της φορτώθηκαν τελικά περίπου 1.200 τόνοι ελαιοπυρήνα, υπό τις οδηγίες και εντολές του δεύτερου εναγομένου, με καθυστέρηση όμως από υπαιτιότητα εναγομένης, που παρέλειψε να μεριμνήσει για την μίσθωση του αναγκαίου αριθμού φορτηγών μεταφοράς του φορτίου στο λιμάνι Ζακύνθου, ώστε να ολοκληρωθεί η φόρτωση του στο πλοίο σε μία ημέρα, εκδιδομένης της οικείας φορτωτικής με φορτώτρια, ναυλώτρια και παραλήπτρια την εναγομένη εταιρεία και κατόπιν μη έγκρισης κατάπλου για εκφόρτωση από τις λιμενικές αρχές Λευκάδας, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις και εντολές του δεύτερου εναγομένου, με καθυστέρηση ένεκα των διαφωνιών τούτου κατέπλευσε στο λιμάνι Πλατυγιάλι Αστακού, όπου κατά την διαδικασία εκφόρτωσης και ενώ είχαν εκφορτωθεί 100 τόνοι, το πλοίο πήρε κλίση και παρά τις ενδεδειγμένες ενέργειες του πλοιάρχου, ανετράπη και ημιβυθίστηκε, γεγονός που οφείλεται στην αντισυμβατική και αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, που παρέλειψαν αφενός να την ενημερώσουν, ως όφειλαν, για τις ιδιότητες του φορτίου και συγκεκριμένα το αυξημένο ποσοστό υγρασίας του, που το καθιστούσε επικίνδυνο κατά την μεταφορά του και αφετέρου να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες έγκαιρης φόρτωσης και εκφόρτωσης, ώστε να αποφευχθεί ή να περιοριστεί η υγροποίησή του κατά την διάρκεια του ταξιδιού και συνεπεία τούτου, η ανεξέλεγκτη μετακίνηση του κατά την διαδικασία εκφόρτωσης και η επακόλουθη ανατροπή του πλοίου. Με αυτό το ιστορικό η ενάγουσα ζήτησε, κατόπιν παραίτησης από το κονδύλι των εξόδων ανέλκυσης του πλοίου, ποσού 180.000 ευρώ και εν μέρει περιορισμό των αγωγικών κονδυλίων, ως κατωτέρω, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις πρωτόδικες προτάσεις της, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον, ως αποζημίωση, αφενός για την αποκατάσταση της θετικής της ζημίας, εκ της ολικής απώλειας του πλοίου της το ποσό των 300.000 ευρώ, κατόπιν περιορισμού του αρχικού αιτήματος, που αντιστοιχεί στην αξία του κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας και άσκησης της αγωγής, το ποσό των 5.000 ευρώ για λιμενικά έξοδα και τέλη από την παραμονή του ναυαγίου στον λιμένα Πλατυγιαλίου, συνολικού ποσού 51.111,54 ευρώ, όπως αυτό περιορίστηκε, το ποσό των 26.907,12 ευρώ για την οφειλόμενη αποζημίωση στα μέλη του πληρώματος από την απώλεια μισθών, λόγω του ναυαγίου, που ανέρχεται συνολικά σε 37.307,12 ευρώ, κατόπιν παραίτησης ως προς τα αναφερόμενα δύο μέλη εξ αυτών, όπως προσδιορίζονται τα επιμέρους ποσά, το ποσό των 8.000 ευρώ για την αμοιβή και τα έξοδα του καταδυτικού συνεργείου για την απάντληση των πετρελαιοειδών, που είχαν παραμείνει στο πλοίο, το ποσό των 5.000 ευρώ, ως αμοιβή των τριών ειδικών πραγματογνωμόνων για τις μελέτες ανέλκυσης και απομάκρυνσης του πλοίου, που συνέταξαν, όπως αναλύονται τα επιμέρους ποσά, αφετέρου δε για την αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας της, το ποσό των 300.000 ευρώ, κατόπιν περιορισμού του αγωγικού κονδυλίου των 803.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στην απώλεια των διαφυγόντων κερδών, που με βεβαιότητα θα αποκόμιζε από την εκμετάλλευση του πλοίου για χρονικό διάστημα δύο ετών από το συμβάν, με ημερήσιο καθαρό κέρδος 1.100 ευρώ, ήτοι 33.000 ευρώ μηνιαίως, βάσει του μέσου όρου των μηνιαίων εσόδων και εξόδων κατά τους προηγούμενους μήνες και επιπλέον το ποσό των 5.000 ευρώ, κατόπιν περιορισμού του αιτούμενου ποσού, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη από την εκτιθέμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων και συνολικά το ποσό των 649.907,12 ευρώ, περαιτέρω δε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να του καταβάλει τον οφειλόμενο από την σύμβαση ναυλώσεως ναύλο, ποσού 8.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την ημερομηνία επέλευσης της ζημίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να απαγγελθεί σε βάρος του δευτέρου των εναγομένων προσωπική κράτηση  διάρκειας ενός  έτους, ένεκα της αδικοπραξίας, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικασθούν στα δικαστικά της έξοδα.

III. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι με τον γενόμενο περιορισμό κατέστησαν αόριστα τα αγωγικά κονδύλια δαπανών λιμένα και διαφυγόντων κερδών και ως εκ τούτου απορριπτέα, καθώς επίσης απέρριψε την αξίωση του ποσού των 26.907,12 ευρώ, με την αιτιολογία ότι δεν συνιστά κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής ζημία της ενάγουσας, αλλά εξαρτάται από μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός, ήτοι την διεκδίκηση και επιδίκαση της οφειλομένης αποζημίωσης από τα μέλη του πληρώματος, ακολούθως, αφού έκρινε κατά τα λοιπά νόμιμη την αγωγή με βάση τις διατάξεις για την αδικοπραξία και την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης εταιρείας όσον αφορά την καταβολή του συμφωνηθέντος ναύλου, παρεκτός του αιτήματος για επιδίκαση τόκων από την επέλευση της ζημίας, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή απορρίπτοντας, ως ουσιαστικά βάσιμη, την ένσταση της ενιαύσιας παραγραφής του άρθρου 289 παρ.4 ΚΙΝΔ και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα, ως αποζημίωση, το ποσό των 227.000 ευρώ και επιπλέον την πρώτη εναγομένη το ποσό του ναύλου των 8.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της αγωγής.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη της αντιστοίχως.

  1. IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 223 και 295 § 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής και ότι ο περιορισμός αυτός συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατά το αίτημα που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Με την παραίτηση, όμως, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, που εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτημα αποτελείται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά, μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται αναλόγως κατά ποσοστό του όλου αιτήματος, οπότε και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων (ΟλΑΠ 3/2008, ΟλΑΠ 30/2007, ΑΠ 405/2017, ΑΠ 291/2015, ΑΠ 1563/2012).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 298 ΑΚ, η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, λογίζεται δε ως τέτοιο το προσδοκώμενο με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Συνεπώς, για να είναι ορισμένη κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σ` αυτή τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν αρκεί δηλαδή να αναφέρονται αφηρημένα στο δικόγραφο της αγωγής οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (ΟλΑΠ 20/1992 και 22/1995, ΑΠ 697/2012, ΑΠ 849/2002, ΑΠ 390/2004).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης της η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, παραπονείται για την απόρριψη του αγωγικού κονδυλίου περί αποθετικής της ζημίας ύψους 803.000 ευρώ, μετά τον γενόμενο εκ μέρους της περιορισμό τούτου στο ποσό των 300.000 ευρώ, με την επίκληση της αδυναμίας καταβολής του δικαστικού ενσήμου. Ο περιορισμός αυτός, έτσι όπως διατυπώθηκε, χωρίς δηλαδή να διευκρινίζεται από ποία επιμέρους κονδύλια αποτελείται και ποίο το ύψος εκάστου, είναι αόριστος, καθόσον για το ορισμένο της εν λόγω αξίωσης απαιτείται ιδιαίτερη και λεπτομερής επίκληση των κονδυλίων, που συνιστούν το επιδιωκόμενο κέρδος και δεν μπορεί αυτό να συντίθενται και να υπολογίζεται βάσει των ποσών, που καθόριζαν το αρχικά αιτούμενο ποσό, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η ενάγουσα-εκκαλούσα, εφόσον ο περιορισμός του αιτήματος συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατά το αίτημα που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Επομένως, δεν μπορεί το τελικά αιτούμενο ποσό, κατόπιν του γενόμενου περιορισμού, να στοιχειοθετηθεί με βάση το ύψος των αρχικών επιμέρους κονδυλίων μηνιαίων εσόδων-εξόδων και καθαρού ημερήσιου και μηνιαίου κέρδους, αλλά έδει η ενάγουσα να καθορίσει ειδικότερα κατά ποίο ποσό ή έστω κλάσμα ή εκατοστιαίο ποσοστό, περιορίζει καθένα από τα επιμέρους κονδύλια ή ποία εξ αυτών, ώστε να προκύπτει το ποσό, που ζητεί να της επιδικασθεί, δεδομένου ότι δεν περιορίζει το αρχικό αγωγικό ποσό σε εν μέρει καταψηφιστικό κατά το ποσό των 300.000 ευρώ, απομένοντος προς αναγνώριση του υπόλοιπου ποσού, ώστε να είναι εφικτή η δικαστική εκτίμηση του με τα υπάρχοντα στοιχεία, αλλά παραιτείται από το πέραν των 300.000 ευρώ ποσό, ήτοι δεν υπάρχει πλέον προς δικαστική διάγνωση το ποσό των 803.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ληφθούν υπόψη οι αριθμητικοί παράγοντες, που προσδιόριζαν το υπερβάλλον αυτό ποσό, ήτοι το ποσό των 1.100 ευρώ, ως ημερήσιο καθαρό κέρδος επί 730 ημέρες, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, ούτε όμως δύναται να καθορισθούν από το Δικαστήριο, αλλά υποχρεούνταν η ενάγουσα να τους προσδιορίσει ώστε να δικαιολογούν το αίτημα της, όπως περιορίστηκε και να καθίσταται ορισμένο το αντικείμενο της δίκης. Συνεπώς, ο προαναφερθείς περιορισμός είναι γενικός και αόριστος με αποτέλεσμα η αγωγή, ως προς το προσβαλλόμενο κεφάλαιο των διαφυγόντων κερδών, να καθίσταται απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο με την προσβαλλομένη οριστική απόφαση του έκρινε, ότι η αγωγή είναι αόριστη για τον ανωτέρω λόγο, με συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν υπέπεσε σε πλημμέλεια και ο πρώτος λόγος της έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο υποστηρίζει το αντίθετο, είναι αβάσιμος.

  1. V. Ο Διεθνής Ναυτικός Κώδικας Στερεών Φορτίων Χύδην «Ιnternational Maritime Solid Bulk Cargoes Code” (Κώδικας IMSBC), που υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Ναυτικής Ασφάλειας του Διεθνή Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO), αντικατέστησε τον Κώδικα Ασφαλείας Πρακτική για στερεά φορτία χύδην, 2004 (κώδικας BC). Σκοπός του είναι να διευκολύνει την ασφαλή στοιβασία και την αποστολή στερεών φορτίων χύμα με την παροχή πληροφοριών σχετικά με τους κινδύνους, που συνδέονται με την μεταφορά και να παρέχει οδηγίες σχετικά με τις διαδικασίες που πρέπει να υιοθετηθούν κατά την αποστολή αυτών των φορτίων. Ειδικότερα, ενισχύει τις υποχρεωτικές διατάξεις που διέπουν τη μεταφορά στερεών φορτίων χύδην και τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων σε στερεά μορφή χύμα, που περιέχονται στη Διεθνή Σύμβαση για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (SOLAS) κεφάλαιο VI, μέρη Α και Β και κεφάλαιο VII, μέρος A-1, όπως αυτή τροποποιήθηκε. Περαιτέρω, ο Διεθνής Κώδικας θαλάσσιων επικίνδυνων εμπορευμάτων (IMDG) εναρμονίζει τον κώδικα με τις πρακτικές και τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά τη θαλάσσια μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων και εξασφαλίζει τη συμμόρφωση με τις υποχρεωτικές διατάξεις της SOLAS καθώς και με εκείνες του παραρτήματος MARPOL, ενώ οι απαιτήσεις για τη μεταφορά σιτηρών καλύπτονται από τον Διεθνή Κώδικα Ασφαλείας Μεταφοράς Χύδην Σιτηρών (Διεθνής Κώδικας Σιτηρών, 1991). Ο Διεθνής Ναυτικός Κώδικας Στερεών Φορτίων Χύδην (Κώδικας IMSBC) είναι υποχρεωτικός, σύμφωνα με τις διατάξεις της SOLAS, που ορίζει (Κανονισμοί 1-1 και 1-2, που προστέθηκαν στο Κεφάλαιο VI για την Μεταφορά Φορτίων και ισχύουν από 1 Ιανουαρίου 2011 σύμφωνα με άρθρο VIII (β) (vii) (2) της Σύμβασης), ότι η μεταφορά στερεών φορτίων χύδην, εκτός σιτηρών, θα είναι σύμφωνη με τις συναφείς διατάξεις του Κώδικα IMSBC και ότι στερεό φορτίο χύδην σημαίνει οποιοδήποτε φορτίο εκτός υγρού ή αερίου, που αποτελείται από συνδυασμό σωματιδίων, κόκκων ή μεγαλύτερων τμημάτων υλικών γενικά ομοιόμορφης σύνθεσης, που φορτώνεται απευθείας στους χώρους φορτίου πλοίου χωρίς οποιαδήποτε ενδιάμεση μορφή περιορισμού. Ο εν λόγω Κώδικας θεσπίζει διεθνείς διατάξεις για την ασφαλή φόρτωση, μεταφορά και απόρριψη στερεών φορτίων χύδην όταν μεταφέρονται δια θαλάσσης, εξασφαλίζοντας συμμόρφωση με τις διατάξεις της σύμβασης SOLAS και προσδιορίζει τους κινδύνους που συνδέονται με τις αποστολές αυτών των φορτίων με στόχο τη λήψη μέτρων για την ελαχιστοποίηση και τον έλεγχο τους. Ένας από τους κινδύνους που εντοπίστηκαν είναι ο κίνδυνος που συνδέεται με την υγροποίηση ορισμένων φορτίων, τα οποία, αν και φαίνονται σχετικά ξηρά και με την μορφή κόκκων, μπορεί να περιέχουν επαρκή υγρασία για να καταστούν ρευστά κάτω από το ερέθισμα της συμπύκνωσης και τη δόνηση που παρατηρείται κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού. Αυτά τα φορτία αναγνωρίζονται ως φορτία της ομάδας Α στον Κώδικα IMSBC (Τμήμα 7), που περιλαμβάνει τα φορτία τα οποία μπορούν να ρευστοποιηθούν εάν αποστέλλονται με περιεκτικότητα σε υγρασία (Moisture Content) πάνω από το όριο μεταφερόμενης υγρασίας (TML). Ως εκ τούτου, η υγροποίηση μπορεί να συμβεί όταν η περιεκτικότητα σε υγρασία του φορτίου υπερβαίνει την τιμή: «Μεταφερόμενο όριο υγρασίας» «Transportable Moisture Limit» (TML). Ένεκα τούτου, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διασφαλιστεί ότι η περιεκτικότητα σε υγρασία είναι μικρότερη από το TML του φορτίου και ο έλεγχος της περιεκτικότητας του σε υγρασία έως ότου βρίσκεται στο πλοίο. Για το σκοπό αυτό, απαιτείται από τον Κώδικα IMSBC να προσδιορισθεί με μια δοκιμή το όριο υγρασίας ασφαλούς μεταφοράς των εν λόγω φορτίων. Θεωρώντας λοιπόν ότι ο προσδιορισμός του ορίου αυτού για την αποδοχή της μεταφοράς είναι θεμελιώδους σημασίας για την αποφυγή της υγροποίησης κατά τη μεταφορά, ο αποστολέας θα πρέπει να την καθορίσει με διαδικασίες δειγματοληψίας, δοκιμής και ελέγχου της περιεκτικότητας σε υγρασία. Ειδικότερα, το Τμήμα 4 του Κώδικα IMSBC, απαιτεί από τον φορτωτή του φορτίου να παράσχει στον πλοίαρχο τις κατάλληλες πληροφορίες για το φορτίο αρκετά πριν από τη φόρτωση, ώστε να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των προφυλάξεων που ενδέχεται να είναι απαραίτητες για την ασφαλή μεταφορά του φορτίου. Οι ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται παρατίθενται στην ενότητα 4.2.2. Αυτές οι πληροφορίες περιλαμβάνουν τόσο το μεταφερόμενο όριο υγρασίας (TML) του φορτίου, όσο και την περιεκτικότητα σε υγρασία κατά την αποστολή. Το σκάφος θα πρέπει να λάβει αυτή την τεκμηρίωση πολύ πριν από τη φόρτωση. Η δήλωση φορτίου του φορτωτή θα πρέπει να συνοδεύεται από υπογεγραμμένο πιστοποιητικό, που να αναφέρει το TML του φορτίου και την περιεκτικότητα σε υγρασία. Επιπλέον, το σημείο 4.3.2 του κώδικα ορίζει ότι «το πιστοποιητικό του TML πρέπει να περιέχει ή να συνοδεύεται από το αποτέλεσμα της δοκιμής για τον προσδιορισμό του TML». Αυτό επιτρέπει στον πλοίαρχο να υπολογίζει το TML για να βεβαιωθεί ότι αναφέρεται σωστά στη δήλωση και επίσης παρέχει χρήσιμα στοιχεία σε περίπτωση διαφοράς. Σε περίπτωση που δεν του παρασχεθούν τα ανωτέρω στοιχεία, δύναται να μην αποδεχθεί την μεταφορά.
  2. VI. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως των διαδίκων, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, τις υπ’αριθμ………. ένορκες βεβαιώσεις των ……….. αντιστοίχως, που συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Ζακύνθου, Α.Γ., με την επιμέλεια της ενάγουσας-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων – εκκαλούντων – εφεσιβλήτων (υπ’αριθ………. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Μ.Γ.) και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 21.2.2012 σύμβασης ναυλώσεως, που καταρτίστηκε μεταξύ της εδρεύουσας στην ……… ενάγουσας ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………», ως πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία φορτηγού πλοίου «Γ.», με αριθμό νηολογίου …….. ……, κ.ο.χ. 499,25, που εκτελούσε μεταφορές χύδην φορτίων και της πρώτης εναγομένης εδρεύουσας στο …… Αττικής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία, κατόπιν τροποποίησης, «………..» και με σκοπό την εισαγωγή, εξαγωγή, εμπορία είτε για ίδιο λογαριασμό είτε για λογαριασμό τρίτων, ελαιολάδου ή παντός είδους φυτικού ελαίου, σπορέλαιου και βρώσιμων ελιών, καθώς επίσης την εμπορία πυρηνόξυλου, την επεξεργασία ελαιοπυρήνων, εξευγενισμού και τυποποίησης ελαίων, πυρηνελαίων, σπορέλαιων και υποπροϊόντων αυτών κ.αλ., εκπροσωπούμενης από τον δεύτερο εναγόμενο, διαχειριστή της, ………., αυτή ναύλωσε το πλοίο της ενάγουσας για την μεταφορά 1.100 μετρικών τόνων ελαιοπυρήνα κατ’ελάχιστον, που είχε αγοράσει από παραγωγούς στην Ζάκυνθο, από τον κεντρικό λιμένα Ζακύνθου με προορισμό το λιμάνι Περιγιαλίου/Νυδρίου ή το λιμάνι Βασιλικής Λευκάδας, έναντι ναύλου 8.000 ευρώ και με την συμφωνία η φόρτωση να διενεργηθεί με μέσα της εκναυλώτριας-μεταφορέως και να ολοκληρωθεί σε μία ημέρα. Το σκάφος διέθετε ένα κύτος (αμπάρι) και έναν γερανό στην μέση του κύτους. Για τον σκοπό αυτό το πλοίο της ενάγουσας, κατά τα συμφωνηθέντα, στις 24.2.2012 κατέπλευσε στον λιμένα της Ζακύνθου πλήρως επανδρωμένο και αξιόπλοο και έδεσε κατά τις 8.00 στον προβλήτα για να αρχίσει η φόρτωση του εμπορεύματος, πλην όμως από κωλυσιεργία του εναγομένου εκπροσώπου της εναγομένης, η φόρτωση καθυστέρησε να αρχίσει και να ολοκληρωθεί, εφόσον αυτός δεν είχε μεριμνήσει να υπάρχει ο αναγκαίος αριθμός των φορτηγών, που μετέφεραν το εμπόρευμα από τον τόπο πώλησής του στον λιμένα, με αποτέλεσμα αντί μίας ημέρας να διαρκέσει μέχρι τις 26.2.2012 περί ώρα 15.00. Η φόρτωση διενεργήθηκε με την παρουσία και υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του δευτέρου εναγομένου και όταν ολοκληρώθηκε, διαπιστώθηκε από τον έλεγχο βυθισμάτων ότι είχαν φορτωθεί περίπου 1.200 τόνοι ελαιοπυρήνα και εκδόθηκε από τον πλοίαρχο η υπ’αριθμ. ………. φορτωτική με φορτώτρια-ναυλώτρια και παραλήπτρια του φορτίου την εναγομένη εταιρία. Σημειωτέον ότι λόγω του επιγενόμενου ατυχήματος η φορτωτική έχει απωλεσθεί, πλην όμως δεν αμφισβητείται η έκδοση και το περιεχόμενο της από τους διαδίκους. Εν συνεχεία το πλοίο απέπλευσε για το προγραμματισμένο ταξίδι του αυθημερόν περί ώρα 18.00 και υπέβαλε αναγγελία κατάπλου προς εκφόρτωση στον λιμένα Νυδρίου, πλην όμως δεν επετράπη τούτο από το λιμεναρχείο Λευκάδας για τον λόγο ότι ο λιμένας Νυδρίου δεν ήταν εξοπλισμένος με τα κατάλληλα μέσα και προσωπικό και από την πλευρά της ναυλώτριας εταιρείας δεν είχε υποβληθεί εγκαίρως κάποιο σχέδιο αναφορικά με τον τρόπο, τα μέσα και το προσωπικό, που θα πραγματοποιούσε την εκφόρτωση, επιπλέον δεν υφίσταντο ελεύθεροι χώροι κατάπλου, επρόκειτο δε για έναν πολυσύχναστο από πολίτες λιμένα και δεν ήταν δυνατή η διέλευση και η προσέγγιση στον προβλήτα μεγάλων φορτηγών για την μεταφόρτωση του εμπορεύματος και την μεταφορά του στις εγκαταστάσεις της παραλήπτριας εναγομένης εταιρείας, καθόσον υπήρχε μόνο ένας στενός δρόμος παράλληλα και μακριά από τους προβλήτες του λιμένα, υποδείχθηκαν δε εναλλακτικά για ασφαλή εκφόρτωση οι εμπορικοί λιμένες Πρέβεζας και Πλατυγιαλίου. Σημειωτέον, ότι τα ανωτέρω είχαν επισημανθεί με το από 13.2.2012 έγγραφο της λιμενικής αρχής Λευκάδας προς την ίδια την εναγομένη εταιρεία, σε απάντηση του από 9.2.2012 εγγράφου της για την εκφόρτωση ελαιοπυρήνα προς επεξεργασία στο εργοστάσιο της στη Βασιλική Λευκάδας, μάλιστα όταν της ζητήθηκαν περισσότερες πληροφορίες ως προς την ακριβή ποσότητα του μεταφερόμενου εμπορεύματος και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του πλοίου (μήκος, βύθισμα, κ.ο.χ. κ.αλ.), που θα εκτελούσε την μεταφορά, δεν παρείχε τις αναγκαίες διευκρινίσεις, ιδίως ως προς τον τρόπο και τα μέσα εκφόρτωσης από το πλοίο στον λιμένα, με συνέπεια να απορριφθεί το αίτημά της για εκφόρτωση σε λιμένα δικαιοδοσίας της λιμενικής αρχής Λευκάδας. Εντούτοις, η εναγομένη δια του εναγομένου εκπροσώπου της, παρότι γνώριζε την απαγόρευση κατάπλου προς εκφόρτωση, δεν ενημέρωσε την ενάγουσα μεταφορέα, αλλά της έδωσε εντολή να κατευθυνθεί στους ανωτέρω λιμένες Λευκάδας και κατόπιν της νέας απαγόρευσης, αντί να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις του λιμεναρχείου Λευκάδας και να επιτρέψει στον πλοίαρχο να κατευθυνθεί προς τους άλλους υποδειχθέντες λιμένες, εξακολούθησε να φέρει προσκόμματα  και καθυστερήσεις στο πλοίο διαπραγματευόμενη σε ποίον από τους δύο εναλλακτικούς λιμένες ήταν προς το συμφέρον της οικονομικά να καταπλεύσει το πλοίο, με αποτέλεσμα τούτο να μην μπορεί να αποπλεύσει από την περιοχή, αλλά να παραμείνει αγκυροβολημένο μεταξύ των δυο απαγορευμένων λιμένων για δύο ακόμη ημέρες νότια του Μεγανησίου αναμένοντας τις εντολές της εναγομένης ναυλώτριας. Ακολούθως, το πλοίο απέπλευσε στις 29.2.2012, κατόπιν εντολής και μεγάλης φορτικότητας της, προς το λιμάνι Πρεβέζης, παρά τις αντιρρήσεις του πλοιάρχου, ένεκα κακοκαιρίας στην περιοχή, πλην όμως δεν μπόρεσε να καταπλεύσει σ’αυτό, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και κατευθύνθηκε τελικά στο Πλατυγιάλι Αστακού μεσολαβούντων και άλλων καθυστερήσεων, εξαιτίας των συνεχιζόμενων αντιρρήσεων του δευτέρου εναγομένου, όπου τελικά κατέπλευσε με την συναίνεσή του περί ώρα 16.30 της 29ης.2.2012 και πλαγιοδέτησε με την δεξιά του πλευρά στον προβλήτα του λιμένα. Η εκφόρτωση δεν άρχισε άμεσα, αλλά την επόμενη ημέρα 1.3.2012, περί ώρα 13.30, διότι η εναγομένη δεν είχε μεριμνήσει να βρίσκονται εκεί έγκαιρα τα φορτηγά προς μεταφόρτωση του ελαιοπυρήνα και μεταφορά στο εργοστάσιο της. Κατά την διαδικασία εκφόρτωσης και ενώ είχαν εκφορτωθεί 100 τόνοι, περί ώρα 14.20, το πλοίο πήρε απότομη κλίση προς τα αριστερά και παρά τις ενδεδειγμένες ενέργειες του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος να το επαναφέρουν (τέθηκαν σε λειτουργία τα βίντζια και τοποθετήθηκαν δύο επιπλέον κάβοι, ένας στην πλώρη και ο άλλος στην πρύμνη), εντός ολίγων λεπτών ανετράπη και βυθίστηκε εντός του λιμένα κατά ποσοστό 80% προεξέχοντας μόνο η πλώρη του, ενώ η πρύμνη του έχει προσκολληθεί στον πυθμένα σε βάθος 8 μέτρων και έκτοτε παραμένει βυθισμένο ως ναυάγιο. Στο πλήρωμα δόθηκε έγκαιρα εντολή από τον πλοίαρχο να εγκαταλείψουν το πλοίο και έτσι διασώθηκαν. Αποκλειστική αιτία για την ανατροπή και βύθιση του επίδικου πλοίου ήταν η δημιουργία ελεύθερης επιφάνειας με υγρό κατά την αρχή της εκφόρτωσης του ελαιοπυρήνα, που προήλθε από το αμιγές υγρό στρώμα, που είχε δημιουργηθεί μέσα στο κύτος και στο βάθος τούτου από τις ζυμώσεις του φορτίου και τον διαχωρισμό του υγρού μέρους του ελαιοπυρήνα από το σχεδόν στερεό τμήμα του, που κάλυπτε την επιφάνεια του, με αποτέλεσμα την δημιουργία ακραιφνούς υγρού στρώματος σε ποσοστό 55%-70% του συνολικού φορτίου κάτω από το στρώμα της σχεδόν στερεάς μάζας φορτίου, η οποία όταν διερράγη στην αρχή της εκφόρτωσης με την αφαίρεση μέρους του φορτίου, προκάλεσε το φαινόμενο εκτεταμένης ελεύθερης υγρής επιφάνειας, με συνέπεια την απώλεια της ευστάθειας του πλοίου και την ανατροπή του. Ειδικότερα, όσον αφορά τον κίνδυνο ρευστοποίησης του μεταφερόμενου ελαιοπυρήνα, επισημαίνεται ότι οι δύο κυριότεροι τύποι αποβλήτων από την επεξεργασία του ελαιοκάρπου και την εξαγωγή του ελαιολάδου είναι τα υγρά απόβλητα, που συνηθίζουμε να ονομάζουμε κατσίγαρο και τα στερεά απόβλητα, δηλαδή ο ελαιοπυρήνας, που είναι ένα μίγμα πυρηνέλαιου, πυρηνόξυλου και νερού. Ανάλογα με τη μέθοδο επεξεργασίας του ελαιολάδου (παραδοσιακή, 3 φάσεων και 2 φάσεων), η περιεχόμενη στον ελαιοπυρήνα υγρασία κυμαίνεται από 55%-70% κατά το διφασικό σύστημα και από 40% – 55% κατά το τριφασικό. Στην προκειμένη περίπτωση, το μεταφερόμενο φορτίο αποτελούνταν από ελαιοπυρήνα διφασικού συστήματος προς επεξεργασία στο πυρηνελαιουργείο, που διατηρεί η εναγομένη εταιρεία στην Βασιλική Λευκάδας. Ο ελαιοπυρήνας που παράγεται από τη διφασική επεξεργασία του καρπού της ελιάς γίνεται αντιληπτός στην όψη σαν σχεδόν στερεό χύδην φορτίο (σαν ξεραμένη λάσπη) με κάποια χαμηλή ρευστότητα. Η αποθήκευση του φορτίου χύδην στο αμπάρι ενός πλοίου μεταφοράς στερεού χύδην φορτίου, όπως το επίδικο Φ/Γ «Γ.», χωρίς ειδική στοιβασία με χρήση διαχωριστικών επιπέδων, επηρεάζει σημαντικά την ευστάθεια του πλοίου από την αναμενόμενη σταδιακή αύξηση της υγρασίας του, σε συνδυασμό με τις ζυμώσεις, που συντελούνται στο αμπάρι του πλοίου και ενισχύονται από την επιμήκυνση της διάρκειας παραμονής του σ’αυτό, με αποτέλεσμα το φορτίο να αποκτά ιδιότητες παχύρευστου υγρού στα κατώτερα στρώματα και να αρχίζει να δημιουργείται από τον πυθμένα του πλοίου και προς τα πάνω ένα υγρό στρώμα, που επικαλύπτεται από το άνωθεν στερεό, πλην όμως αυτό βγαίνει στην επιφάνεια κατά την εκφόρτωση με την αφαίρεση μέρους του στερεού στρώματος και την διάρρηξη της συνεκτικότητας τούτου, με συνακόλουθη την κατάρρευσή του, που επιτρέπει στο υγρό στρώμα να εμφανιστεί και ακολούθως να κινηθεί ανεξέλεγκτα προκαλώντας μετατόπιση του φορτίου, που οδηγεί στην απώλεια ευστάθειας του πλοίου και την πλήρη ανατροπή του, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Ενόψει τούτων, για την ασφαλή μεταφορά του χύμα φορτίου ελαιοπυρήνα, η εναγομένη φορτώτρια-ναυλώτρια δια του εναγομένου εκπροσώπου της όφειλε να ενημερώσει τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας πλοιοκτήτριας και πλοίαρχο του πλοίου με τις κατάλληλες πληροφορίες, που απαιτούνται για την φόρτωση χύμα φορτίου, ήτοι για τον συντελεστή στοιβασίας του φορτίου, τις διαδικασίες ευθέτησης και τις ιδιότητες του φορτίου, ειδικότερα δε το αυξημένο ποσοστό υγρασίας του και τον κίνδυνο ρευστοποίησης του κατά την μεταφορά, με την παροχή επιπρόσθετα πιστοποιητικού για την περιεχόμενη υγρασία του φορτίου και το όριο υγρασίας ασφαλούς μεταφοράς του, ήτοι το μεταφερόμενο όριο υγρασίας «Transportable Moisture Limit” (TML), σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται από τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης περί ασφάλειας της ανθρώπινης ζωής στην Θάλασσα (SOLAS) και τον Διεθνή Ναυτικό Κώδικα Στερεών Φορτίων Χύδην «Ιnternational Maritime Solid Bulk Cargoes Code”  (IMSBC). Τις ιδιότητες αυτές του ελαιοπυρήνα και το ενδεχόμενο ρευστοποίησης του γνώριζε καλά η εναγομένη, λόγω της εμπορικής από πολλών ετών δραστηριότητας της, μεταξύ άλλων και με την επεξεργασία του ελαιοπυρήνα και την διατήρηση ιδιόκτητου πυρηνελαιουργείου στην Βασιλική Λευκάδος, το οποίο δεν έπαυσε να λειτουργεί ούτε όταν ανακλήθηκε η άδεια διαθέσεως υγρών αποβλήτων της βιομηχανικής μονάδας, λόγω παράβασης περιβαλλοντικών όρων και μέχρι την αναστολή της σχετικής απόφασης του περιφερειάρχη Ιονίων Νήσων με την υπ’αριθμ.31/2012 απόφαση του ΣτΕ και δεν λειτούργησε για πρώτη φορά τότε, όπως αβασίμως αυτή υποστηρίζει προς επίρρωση του αναληθούς ισχυρισμού της ότι δεν γνώριζε τις ιδιότητες του ελαιοπυρήνα. Από την άλλη, η γνώση της εκναυλώτριας πλοιοκτήτριας ενάγουσας ότι μετέφερε ελαιοπυρήνα, ανεξαρτήτως του ότι δεν προκύπτει ότι της παραδόθηκαν συνοδευτικά έγγραφα, που χαρακτηριζόταν ως διφασικός, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες φορτωτικές των φορτηγών για την μεταφορά του στο λιμάνι της Ζακύνθου, που αναφέρονται μόνο σε ελαιοπυρήνα προς ζύγιση, τα δε επικαλούμενα και προσκομιζόμενα τιμολόγια αγοράς διφασικού ελαιοπυρήνα φέρουν ημερομηνία μεταγενέστερη της προκείμενης φόρτωσης, άρα δεν μπορεί να αφορούν το συγκεκριμένο φορτίο, σε κάθε δε περίπτωση  η γνώση του είδους του εμπορεύματος, ακόμη και του χαρακτηρισμού του, ως διφασικού ή/και τριφασικού, δεν συνεπάγεται και γνώση των ιδιαίτερων ιδιοτήτων και συστατικών του, μήτε απαιτείται ο πλοίαρχος να διαθέτει τέτοιες εξειδικευμένες γνώσεις, συνεπώς δεν αρκεί για να θεμελιώσει αμέλεια της εναγομένης, δια του πλοιάρχου της, περί μη λήψης ειδικών μέτρων στοιβασίας και δη διαχωριστικών επιπέδων, εφόσον τούτο δεν απαιτείται για την φόρτωση στερεού χύμα φορτίου, όπως ο ελαιοπυρήνας, το δε ενδεχόμενο ρευστοποίησής του ανάγεται στην περιεκτικότητα του σε υγρασία, που δεν μπορούσε να την γνωρίζει ο πλοίαρχος, ούτε αν το ποσοστό υγρασίας του υπερβαίνει το ανώτατο όριο υγρασίας για την ασφαλή μεταφορά του, την τιμή δηλαδή «TML», που προκύπτει μέσα από την προβλεπόμενη διαδικασία δειγματοληψίας και ελέγχου της περιεκτικότητας σε υγρασία για τα στερεά χύμα φορτία, που ενδέχεται να ρευστοποιηθούν, όπως ορίζεται στις διατάξεις του Κώδικα IMSBC, πληροφορίες που όφειλε να του παρέχει πριν την φόρτωση η εναγομένη ναυλώτρια, ώστε να είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν οι προφυλάξεις, που είναι αναγκαίες για την κατάλληλη στοιβασία και εξασφαλίζουν επαρκή ευστάθεια του πλοίου σε περίπτωση μετατόπισης του φορτίου, άλλως, αν δεν διέθετε τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας, να έχει την ευχέρεια να μην αποδεχθεί την μεταφορά, σε κάθε δε περίπτωση δικαιούνταν να λάβει από την εναγομένη φορτώτρια τις αναγκαίες αυτές πληροφορίες, προκειμένου να αξιολογήσει την κατάσταση προς αποτροπή του κινδύνου εκ του μεταφερόμενου εμπορεύματος. Εξάλλου, στην ρευστοποίηση του φορτίου συνετέλεσε και η παρατεταμένη παραμονή του στο αμπάρι του σκάφους πάλι από υπαιτιότητα της εναγομένης, που αφενός δεν μερίμνησε να ολοκληρωθεί η φόρτωση του σε μία ημέρα, αλλά διήρκεσε τρεις ημέρες και αφετέρου καθυστέρησε την εκφόρτωση για ακόμη τρεις ημέρες μην έχοντας εξασφαλίσει λιμάνι εκφόρτωσης και φέρνοντας αδικαιολόγητα προσκόμματα για την αναγκαστική αλλαγή του λιμένα εκφόρτωσης επιλογής της και τον κατάπλου στον λιμένα του Πλατυγιαλίου, ούτως ώστε να εκφύγει η διάρκεια της μεταφοράς του προβλεπόμενου και συμφωνημένου χρόνου και τούτο να επιτείνει την ρευστοποίηση του φορτίου από τις προκληθείσες ζυμώσεις στον κλειστό χώρο αποθήκευσης του. Ενόψει των ανωτέρω, η απώλεια του σκάφους της ενάγουσας, λόγω βύθισης, οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του δευτέρου των εναγομένων, οργάνου της πρώτης εναγομένης εταιρείας, που δεν επέδειξε, όπως όφειλε και μπορούσε, την επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές και από αμέλεια προκάλεσε το ζημιογόνο αποτέλεσμα παραβιάζοντας συνάμα τις οικείες διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης SOLAS και του Κώδικα IMSBC, ενώ ουδέν πταίσμα βαρύνει τον νόμιμο εκπρόσωπο και πλοίαρχο της ενάγουσας εταιρείας, ………., στην διευθέτηση της φόρτωσης και της εκφόρτωσης του φορτίου, ως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, χωρίς όμως να του αποδίδουν συγκεκριμένες πλημμέλειες, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι αθωώθηκε με την υπ’αριθμ. 681/2017 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μεσολογγίου για την κατηγορία της πρόκλησης ναυαγίου από αμέλεια κατά την εκφόρτωση. Εξαιτίας της εκτιθέμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του δευτέρου εναγομένου, ο οποίος δια των περιγραφομένων παραλείψεων προξένησε παράνομα και υπαίτια την βύθιση του εν λόγω πλοίου, η ενάγουσα υπέστη ζημία από την ολική απώλεια του, για την αποκατάσταση της οποίας ευθύνεται η εναγομένη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης εις ολόκληρον με τον υπαίτιο νόμιμο εκπρόσωπο της, απορριπτομένης αφενός της ένστασης έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, που προβλήθηκε από τους εναγομένους με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρεται με την κρινόμενη έφεση τους, ως ουσιαστικά αβάσιμης, καθόσον ερείδεται επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης ότι η ένδικη αξίωση αποζημίωσης αφορά την απώλεια των υπό μεταφορά πραγμάτων, ήτοι του φορτίου. Επίσης απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη, κρίνεται και η ένσταση ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης του δευτέρου εναγομένου, που προβλήθηκε πρωτόδικα και επαναφέρεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με λόγο έφεσης.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν.4335/2015, προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης,  ή  το Δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, ή αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, ή αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου ή αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το Δικαστήριο ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία, απαλείφθηκε με τον ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο. Έγγραφη απόδειξη του νέου ισχυρισμού υπάρχει όταν όλα τα πραγματικά στοιχεία που τον θεμελιώνουν αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια. Σε όλες τις περιπτώσεις της βραδείας προβολής ισχυρισμού το Δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή αυτού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας. Η δε σχετική παράβαση ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όταν το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε, ως απαράδεκτο αυτοτελή ισχυρισμό κατά παράβαση της οικείας δικονομικής διάταξης του άρθρου 527 ΚΠολΔ, καθώς και με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου, εφόσον ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός και όλα τα θεμελιωτικά του στοιχεία προβλήθηκαν παραδεκτά και νόμιμα στο Δικαστήριο της ουσίας. (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 752/2011, ΑΠ 821/1998 ΕλΔνη 1999, 107, ΕφΠειρ 211/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι προβάλουν για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με το δικόγραφο της έφεσης τους, ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας εταιρείας στην επέλευση της ζημίας της, ισχυριζόμενοι ότι θα είχε αποφευχθεί,  αν γνώριζε τις ιδιότητες του φορτίου ή αν δεν ανελάμβανε την μεταφορά ή αν επεδείκνυε την απαιτούμενη επιμέλεια κατά την φόρτωση, την μεταφορά και την εκφόρτωση. Η προβολή του εν λόγω πραγματικού ισχυρισμού, που δεν είχε προταθεί πρωτοδίκως, ανεξαρτήτως της αοριστίας, ως προς τα θεμελιωτικά του στοιχεία, είναι προεχόντως απαράδεκτη στην κατ’έφεση δίκη, για τον λόγο ότι οι εκκαλούντες δεν επικαλέστηκαν, ούτε αποδείχθηκε ότι συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις, που να δικαιολογεί την βραδεία προβολή του και ειδικότερα, επειδή η ιστορική βάση της ένστασης αυτής δεν προέκυψε μετά τη συζήτηση της διαφοράς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δη μετά την παρέλευση της προθεσμίας για κατάθεση των προτάσεων, μήτε αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία της αντιδίκου, ούτε συντρέχει δικαιολογημένη αιτία μη έγκαιρης προβολής του και συνεπώς, κρίνεται απορριπτέος, ως απαράδεκτος.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η αξία του απωλεσθέντος πλοίου με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά που ανωτέρω αναφέρθηκαν, χαλύβδινης κατασκευής, μήκους 69,80μ. και πλάτους 11,52μ. ανερχόταν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, την ημέρα της βύθισης του στο ποσό των 220.000 ευρώ, που ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία του πλοίου κατά τον κρίσιμο χρόνο, λαμβανομένων υπόψη του χρόνου ναυπήγησης του το έτος 1970 στην Γερμανία, της μετασκευής του το έτος 2002, της τιμής αγοράς του το έτος 2008 ανερχομένης σε 550.000 ευρώ, της επιμελούς συντήρησης του και της αξιοπλοΐας του, επιπρόσθετα δε της μείωσης της εμπορικής αξίας των σκαφών, λόγω της οικονομικής κρίσης. Επιπλέον, η ενάγουσα δαπάνησε το ποσό των 2.000 ευρώ, ως αμοιβή στο καταδυτικό συνεργείο του ………., για την απάντληση των πετρελαιοειδών, που είχαν παραμείνει στο σκάφος, προς αποφυγή ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη απόδειξη τραπεζικής κατάθεσης στην τράπεζα Alpha Bank, που συνιστά ζημία της, η οποία απορρέει από το επίδικο συμβάν και, συνεπώς, υποχρεούνται οι εναγόμενοι προς αποκατάσταση της με την καταβολή του ποσού αυτού, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών τους, ως ουσιαστικά αβασίμων. Το εν λόγω κονδύλι δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης από την εκκαλούσα ενάγουσα και επομένως, δεν εξετάζεται κατά το μέρος που απορρίφθηκε, παρά μόνο για το ποσό που επιδικάστηκε, για το οποίο παραπονούνται οι εναγόμενοι.

Πέραν τούτων, η ενάγουσα πλοιοκτήτρια εταιρεία υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της ταλαιπωρίας που δοκίμασε από την απώλεια του πλοίου της, ως μοναδικού της περιουσιακού στοιχείου για τον πορισμό εισοδήματος, αλλά και της δυσφήμησης και μείωσης της εμπορικής της πίστης, ένεκα κυρίως της ποινικής δίωξης και της παραπομπής του νομίμου εκπροσώπου και πλοιάρχου της σε δίκη για την πρόκληση του ναυαγίου από αμέλεια, για την αποκατάσταση της οποίας, οι εναγόμενοι οφείλουν σ’αυτήν, ως χρηματική ικανοποίηση, εις ολόκληρον, το ποσό των 5.000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο με βάση το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του εναγομένου υπαίτιου προσώπου, καθώς επίσης και την περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων και την κοινωνική κατάσταση των εξ αυτών φυσικών προσώπων.  Επομένως, η συνολική απαίτηση της ενάγουσας εταιρείας για αποζημίωση από αδικοπραξία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 227.000 ευρώ, το οποίο πρέπει να υποχρεωθούν να της καταβάλουν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη το ύψος της επιδικασθείσης απαίτησης, τη βαρύτητα της αδικοπραξίας, τον βαθμό υπαιτιότητας του δευτέρου εναγομένου, την φερεγγυότητα τόσο του ίδιου, όσο και της εκπροσωπουμένης απ’αυτόν  εναγομένης εταιρείας, που δεν αμφισβητείται με την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών και εν γένει την όλη του συμπεριφορά μετά το συμβάν και ότι δεν έχει επιχειρήσει να αποκρύψει ή να αποξενωθεί των περιουσιακών του στοιχείων, κρίνει ότι δεν είναι αναγκαίο και σκόπιμο να επιβληθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του δευτέρου εναγομένου, ως μέσον εκτέλεσης της απόφασης, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος της ενάγουσας, ως ουσιαστικά αβασίμου. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως με την εκκαλουμένη απόφαση του, ότι υπαίτιος για την πρόκληση του ναυαγίου από αμέλεια είναι ο δεύτερος εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης εταιρείας και υποχρέωσε τους εναγομένους εις ολόκληρον να καταβάλουν στην ενάγουσα, ως αποζημίωση, το συνολικό ποσό των 227.000 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, χωρίς να απαγγείλει προσωπική κράτηση σε βάρος του εναγομένου εκπροσώπου, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔικ) και επιπλέον υποχρέωσε την εναγομένη εταιρεία να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 8.000 ευρώ του συμφωνηθέντος ναύλου, κατά το μη προσβληθέν κεφάλαιο της εκκαλουμένης, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, την οποία δέχθηκε εν μέρει,  ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη,  ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις,  οι δε περί του αντιθέτου λόγοι  αμφοτέρων των εφέσεων των διαδίκων, με τους οποίους πλήττεται η εκκαλουμένη, κατά ανωτέρω κεφάλαια,  κρίνονται ουσιαστικά αβάσιμοι και απορριπτέοι.

VII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει οι ένδικες εφέσεις να απορριφθούν στο σύνολο τους, ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν και να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, να διαταχθεί δε η εισαγωγή των κατατεθέντων για την άσκηση των εφέσεων από τους εκκαλούντες παραβόλων στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις κατά της υπ’αριθμ.1198/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει κατ’ουσίαν τις εφέσεις.

Κατανέμει ισομερώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ για έκαστη έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή των κατατεθέντων για την άσκηση των εφέσεων παραβόλων στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 28-6-2018.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 10-10-2018.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ