ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
2ο ΤΜΗΜΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης
139 /2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη – Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 29.8.2019 έφεση των ηττηθέντων εναγόντων κατά της οριστικής απόφασης 303/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η από 28.3.2017 αγωγή των τελευταίων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §2 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση, ενώπιον του Δικα-στηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.) και, εφόσον έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, αρκούντος ενός μόνο (παραβόλου) από όλους τους εκκαλούντες (άρθρο 495 §3Α περ. β και Γ εδ. γ του Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του ίδιου Κώδικα), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
ΙΙ. Oι ενάγοντες – ……………. και ……………. ……………. ιστορούσαν με την από 28.3.2017 αγωγή, όπως αυτή εκτιμάται από το Δικαστήριο, ότι την 1.11.1996, αποβίωσε ο παππούς τους και πατέρας των εναγομένων, ……………. ……………., κατέλειπε δε, ως κληρονόμους, με βάση την εξ αδιαθέτου διαδοχή, σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου τον καθένα από τη σύζυγό του και τα τέκνα του, ……… (πατέρα των εναγόντων), …… και ….. (εναγόμενες). Ότι ο πατέρας τους……………., ο οποίος αποβίωσε στις 2.7.1998, αποποιήθηκε την επαχθείσα σ’ αυτόν κληρονομία και στη θέση του υπεισήλθαν αυτοί (ενάγοντες), κατά ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Ότι μετά το θάνατο και της συζύγου του ως άνω κληρονομούμενου – παππού τους, με δημόσια διαθήκη, κατέλειπε ως κληρονόμους της, καθόσον αφορά στην περιουσία του ……………., τις εναγόμενες, από 1/8 εξ αδιαιρέτου στην καθεμία, με αποτέλεσμα οι τελευταίες να έχουν από ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου η καθεμία στην περιουσία του (…………….). Ότι έχουν κατά τα ως άνω ποσοστά, από κοινού με τις εναγόμενες, τη συγκυριότητα των ειδικά αναφερόμενων δύο αγροκτημάτων. Ότι τα ανωτέρω ακίνητα είχε παραχωρήσει ο παππούς τους, με άτυπη διανομή, στον πατέρα τους, ο οποίος δαπανούσε σημαντικά ποσά για τη συντήρησή τους, έχοντας την πεποίθηση ότι θα του ανήκαν μετά το θάνατο των γονέων του. Ότι, μετά το θάνατο του παππού τους, ο πατέρας τους συνέχισε να ενεργεί καλόπιστα πράξεις διαχείρισης στα ως άνω ακίνητα, μετά το θάνατο δε, του τελευταίου, τις πράξεις αυτές συνέχισαν να ασκούν οι ίδιοι (ενάγοντες), χωρίς ποτέ οι εναγόμενες να αξιώσουν μερίδιο επί των καρπών τους. Ότι, παρ’ όλα αυτά οι εναγόμενες έδειξαν κακόπιστη συμπεριφορά, από το 1998 και δεν έστερξαν στη διανομή της περιουσίας του παππού τους, με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να ασκήσουν αγωγή διανομής, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Ότι ο πατέρας τους προέβη στις ειδικά αναφερόμενες αναγκαίες και επωφελείς δαπάνες στα αγροκτήματα αυτά, στο πρώτο, επιφάνειας 7,5 στρεμμάτων, από το 1977 έως και το 1987, δαπανώντας συνολικά 67.603 ευρώ και στο δεύτερο, επιφάνειας 4,5 στρεμμάτων, συνολικού ποσού 27.745 ευρώ. Ότι ο πατέρας τους κληρονομήθηκε από αυτούς και κατ’ επέκταση και στην αξίωσή του στις ως άνω δαπάνες. Ότι μετά το θάνατο του παππού τους, οι ίδιοι προέβησαν, από το 1997 έως το 2017, στις ειδικά αναφερόμενες αναγκαίες και επωφελείς δαπάνες στα ως άνω δύο αγροκτήματα, για τις οποίες δαπάνησαν συνολικά το ποσό των 143.712,74 ευρώ. Ότι από τις ενέργειες αυτές, που έγιναν κατόπιν συναίνεσης όλων των συγκυρίων, αυξήθηκε η αξία των παραπάνω ακινήτων, σε ποσό ίσο με τις δαπάνες στις οποίες προέβησαν αυτοί και ο πατέρας τους, ήτοι 239.060,74 ευρώ (67.603 ευρώ + 27.745 ευρώ + 143.712,74 ευρώ). Κατόπιν τούτων, ζήτησαν, κατά τις διατάξεις περί κοινωνίας, συνδυαζόμενων με τις διατάξεις των άρθρων 730 επ., 810 επ., 1101, 1103 επ. και 1107 Α.Κ., άλλως σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον, κατά το ποσοστό τους (3/8 η καθεμία) στον καθένα από αυτούς, κατά το ποσοστό του (1/8) από ποσό 89.647,77 ευρώ (239.060,74 Χ 3/8), με το νόμιμο τόκο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή α) ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου, όσον αφορά στις αιτούμενες δαπάνες, που αυτοί (ενάγοντες) πραγματοποίησαν, κατά τα έτη 1997 έως και 2008 και ως προς αυτές που πραγματοποίησε ο πατέρας τους, β) με επάλληλη αιτιολογία ως αόριστη ως προς τις δαπάνες του πατέρα τους για το πρώτο ακίνητο επιφάνειας 7,5 στρεμμάτων αλλά και ως μη νόμιμη, γ) ως αόριστη τόσο για τις δαπάνες που οι ενάγοντες πραγματοποίησαν κατά τα έτη 2009 έως 2017, όσο και για την αγωγή στο σύνολό της, καθόσον επιχειρείται να στηριχθεί στη διάταξη του άρθρου 810 του Α.Κ. Ήδη, κατά της ως άνω απόφασης παραπονούνται οι ενάγοντες, με την υπό κρίση έφεση, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η από 28.3.2017 αγωγή τους.
III. Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 του Κ.Πολ.Δ., η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα, που κρίθηκε και η δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για την έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Έννομη σχέση, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών, που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα επί μέρους πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απόσβεσαν τις έννομες συνέπειες (Ολ.Α.Π. 7/2013, Α.Π. 113/2019, Α.Π. 294/2016, Α.Π. 1419/2015 και Α.Π. 1184/2015 όλες στην Τ.Ν.Π.“ΝΟΜΟΣ”). Περαιτέρω, το δεδικασμένο εκτείνεται και στο δικονομικό ζήτημα, που κρίθηκε οριστικά. Ως τέτοιο, με την έννοια της διάταξης του άρθρου 322 §1β του Κ.Πολ.Δ., νοείται κυρίως η απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης, λόγω έλλειψης μιας ή περισσοτέρων διαδικαστικών προϋποθέσεων, που αναφέρονται είτε στους διαδίκους, είτε στο δικαστήριο, είτε στο αντικείμενο της δίκης, είτε στο εισαγωγικό έγγραφο της δίκης (ορισμένο της αγωγής). Εξάλλου, η απόφαση, που απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη, δεν λύει το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι του ουσιαστικού δικαιώματος, του οποίου έγινε επίκληση. Έτσι, το δικαίωμα αυτό εξακολουθεί να είναι νομικά αμφισβητήσιμο και μετά την απόρριψη της αγωγής. Τούτο δε, διότι η δέσμευση από το δεδικασμένο καταλαμβάνει το συγκεκριμένο λόγο απόρριψης της αγωγής, με την έννοια ότι, σε περίπτωση άσκησης νέας όμοιας αγωγής με την προηγούμενη, ήτοι αγωγής που εμφανίζει την ίδια δικονομική έλλειψη, το δικαστήριο θα απορρίψει αυτή ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου για την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης, χωρίς να ερευνήσει εάν το προηγούμενο δικαστήριο έκρινε ορθά ή εσφαλμένα. Αντίθετα, εφόσον με τη δεύτερη αγωγή συμπληρωθεί η έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης, δεν ισχύει πλέον το δεδικασμένο και είναι επιτρεπτή η άσκηση εκ νέου της αγωγής (Α.Π. 113/2019, Α.Π. 85/2018 και Α.Π. 88/2015 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της έφεσης, ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα εφαρμόζοντας το νόμο, έκρινε πως παράγεται δεδικασμένο από την απόφαση 3501/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που κατέστη τελεσίδικη και αφορούσε επί της προγενέστερης – από 14.10.2009 – αγωγής τους, η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη, σχετικά με το αίτημα για την καταβολή δαπανών, που πραγματοποίησαν, αφενός ο πατέρας τους για το ακίνητο επιφάνειας 4,5 στρεμμάτων και αφετέρου οι ίδιοι, κατά τα έτη 1997 έως 2008. Και τούτο, διότι, όπως ισχυρίζονται, δεδικασμένο αποτελούν οι τελεσίδικες αποφάσεις δικαστηρίων, που τέμνουν τα αμφισβητούμενα δίκαια, κατά τρόπο ώστε να μη συγχωρείται ούτε να αμφισβητηθούν και να γίνουν αντικείμενο νέας δίκης μεταξύ των ίδιων διαδίκων και δεν παράγεται από την απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αγωγή ως αόριστη. Ωστόσο, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην ως άνω μείζονα σκέψη, ναι μεν το δικαίωμα που κρίθηκε απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, εξακολουθεί να είναι νομικά αμφισβητήσιμο και μετά την απόρριψη της αγωγής, αφού δεν λύει το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι του ουσιαστικού δικαιώματος, του οποίου έγινε επίκληση, η δέσμευση όμως, από το δεδικασμένο καταλαμβάνει το συγκεκριμένο λόγο απόρριψης της αγωγής, με την έννοια ότι, σε περίπτωση άσκησης νέας όμοιας (αγωγής) με την προηγούμενη, ήτοι αγωγής που εμφανίζει την ίδια δικονομική έλλειψη, το δικαστήριο θα απορρίψει αυτήν ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου για την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης, χωρίς να ερευνήσει εάν το προηγούμενο δικαστήριο έκρινε ορθά ή εσφαλμένα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχόμενο ότι η από 28.3.2017 αγωγή, κατά τα ως άνω αιτήματα, έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, δεσμευόμενο από το δεδικασμένο της όμοιας από 14.10.2009 προγενέστερης αγωγής, που απορρίφθηκε τελεσίδικα ως αόριστη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
V. Με το δεύτερο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις (κατ’ εκτίμηση ότι εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο), κρίνοντας ότι η από 28.3.2017 – αγωγή τους έχει τις ίδιες δικονομικές ελλείψεις με την προηγούμενη – από 14.10.2009 αγωγή τους, η οποία είχε απορριφθεί τελεσίδικα, ως αόριστη, σχετικά με το αίτημα για αναγκαίες και επωφελείς δαπάνες στα ειδικά αναφερόμενα δύο αγροκτήματα, επιφάνειας 7,5 και 4,5 στρεμμάτων, δαπανώντας: α) ο πατέρας τους συνολικά για το πρώτο από το 1977 έως και το 1987, 67.603 ευρώ και για το δεύτερο 27.745 ευρώ και β) οι ίδιοι, κατά το χρονικό διάστημα από το 1997 έως και το 2008, 70.901 ευρώ. Και τούτο, διότι επικαλούνται ότι ως προς τις ως άνω – υπό στοιχείο α´ δαπάνες προσδιόρισαν το χρόνο, κατά τον οποίο τελέστηκαν, από τον πατέρα τους και με τη συναίνεση όλων των συγκυρίων, ενώ ως προς τις υπό στοιχείο β´ (δαπάνες), προσδιορίστηκε σε ποια από τα δύο ακίνητα πραγματοποιήθηκαν οι επιμέρους δαπάνες, κατά το είδος και την έκτασή τους, οι ποσότητες των υλικών που χρειάστηκαν, η αξία τους, η δαπάνη με αυτή των εργατών, καθώς και κάθε καλλιέργειας με τον αναλογούντα Φ.Π.Α. Από την επισκόπηση των δικογράφων των δύο (από 14.10.2009 και από 28.3.2017) αγωγών και των αποφάσεων, που εκδόθηκαν σχετικά με την πρώτη από τις ως άνω αγωγές, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι εκκαλούντες και η ….. χήρα . ……………., με την από 14.10.2009 αγωγή τους, επικαλούμενοι συγκυριότητα με τις εφεσίβλητες σε δύο ακίνητα (αγροκτήματα επιφάνειας 7,5 και 4,5 στρεμμάτων αντίστοιχα, στη θέση …. Τροιζηνίας), από κληρονομία του ……………. ……………., ζήτησαν να τους καταβάλουν οι τελευταίες, κατά το ποσοστό της συγκυριότητάς τους: α) τις δαπάνες που πραγματοποίησε ο …. ……………. – πατέρας των δύο πρώτων και σύζυγος της τρίτης – στα ως άνω ακίνητα, συνολικού ποσού 95.347 ευρώ (67.602 και 27.745 ευρώ αντίστοιχα για το κάθε ακίνητο), πριν το θάνατό του και β) τις δαπάνες που οι ίδιοι πραγματοποίησαν, συνολικού ποσού 70.901 ευρώ, για τη συντήρηση και την καλλιέργειά τους (ως άνω αγροκτημάτων), κατά το χρονικό διάστημα από το 1997 έως και το 2008, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1100 – 1103 Α.Κ., ως καλόπιστοι νομείς, άλλως μ’ αυτές περί κοινωνίας (794 Α.Κ.), άλλως της διοίκησης αλλοτρίων (736 Α.Κ.) και επικουρικότερα, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 Α.Κ.). Με την απόφαση 3501/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η αγωγή αυτή κρίθηκε μη νόμιμη, κατά το μέρος που στηριζόταν στις διατάξεις των άρθρων 1101 επ. του Α.Κ., με την αιτιολογία ότι η εφαρμογή των άρθρων αυτών προϋποθέτει τη συνδρομή των προϋποθέσεων έγερσης της διεκδικητικής αγωγής, κατ’ άρθρο 1094 Α.Κ., οι οποίες δεν αναφέρονταν. Περαιτέρω, η ίδια αγωγή κρίθηκε ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας α) ως προς τη βάση της, που στηριζόταν στις διατάξεις περί κοινωνίας, επειδή δεν αναφέρονταν οι προϋποθέσεις των άρθρων 788 – 790 του Α.Κ., β) κατά τις λοιπές δε, βάσεις αυτής (διοίκησης αλλοτρίων και αδικαιολόγητου πλουτισμού) 1) ως προς τις δαπάνες που πραγματοποίησε ο ……………., επειδή δεν αναφέρονταν πότε έγιναν (πριν ή μετά το θάνατο του κληρονομούμενου…………….), υπό ποία ιδιότητα τις πραγματοποίησε, αλλά και επειδή δεν προσδιοριζόταν η αξία τους, λόγω και του μεγάλου χρονικού διαστήματος, που είχε παρέλθει και 2) ως προς τις δαπάνες που πραγματοποίησαν οι εκκαλούντες, επειδή παραθέτονταν συνολικά ανά έτος, χωρίς να εξειδικεύονται τα επιμέρους κονδύλια, ως προς την έκταση και το είδος τους (ο αριθμός των δέντρων που φυτεύτηκαν, ο χρόνος που έγιναν οι επιμέρους εργασίες, οι ποσότητες των υλικών που χρειάστηκαν και η αξία τους, εάν χρησιμοποιήθηκαν εργάτες και με ποιο μεροκάματο, σε ποια καλλιέργεια αφορά κάθε εργασία και το ποσοστό του ΦΠΑ). Η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη μετά την απόρριψη, με την απόφαση 232/2016 του Δικαστηρίου τούτου, της έφεσης που άσκησαν οι ενάγοντες σ’ αυτήν (από 14.10.2009 αγωγή). Στη συνέχεια, οι εκκαλούντες (δύο πρώτοι εκ των ανωτέρω εναγόντων), άσκησαν την από 28.3.2017 αγωγή, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι οι εφεσίβλητες οφείλουν να τους καταβάλουν, με βάση την ίδια ιστορική και νομική αιτία, μεταξύ άλλων και τα ως άνω ποσά, για δαπάνες που πραγματοποίησαν τόσο ο πατέρας τους, όσο και αυτοί στα ως άνω ακίνητα. Όσον αφορά στις δαπάνες που πραγματοποίησε ο . ……………. – πατέρας των εκκαλούντων στα ως άνω ακίνητα, συνολικού ποσού 95.347 ευρώ (67.602 και 27.745 ευρώ αντίστοιχα για το κάθε ακίνητο), πριν το θάνατό του, σχετικά με το χρόνο καταβολής των ως άνω δαπανών, ως προς το αγρόκτημα των 4,5 στρεμμάτων παρατέθηκαν εκ νέου τα ίδια στοιχεία (αυτή τη φορά σε πίνακες), που είχαν τεθεί και στην πρώτη – από 14.10.2009 αγωγή, με αποτέλεσμα να μη συμπληρωθούν οι ελλείψεις, που υπήρχαν σ’ αυτήν και να εμφανίζει τις ίδιες δικονομικές ελλείψεις. Αντίθετα, ως προς το αγρόκτημα των 7,5 στρεμμάτων ναι μεν αναφέρθηκε ως χρόνος καταβολής των αιτούμενων δαπανών, που πραγματοποίησε ο πατέρας τους, τα έτη 1977 έως 1987, ωστόσο, η συμπλήρωση αυτή δεν ήταν επαρκής, ως προς την ιδιότητα υπό την οποία τις τέλεσε, αφού πρόκειται για δαπάνες που έλαβαν χώρα προ του θανάτου του δικού του πατέρα – δικαιοπαρόχου των εκκαλούντων, στην κυριότητα του οποίου ανήκε το ακίνητο αυτό. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι δεν αναφέρεται στην από 28.3.2017 αγωγή σε τι αντιστοιχούν τα αναφερόμενα ποσά, καθόσον αναγράφεται το σύνολο της δαπάνης, χωρίς να επιμερίζεται το ύψος καθεμίας χωριστά, ως προς το περιεχόμενο, το είδος και την αξία των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν, το είδος των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν, η δαπάνη κάθε υλικού, η αμοιβή για κάθε υπηρεσία, ούτε παρατίθενται οι ημέρες και ώρες εργασίας και το ημερομίσθιο των εργατών, που απασχολήθηκαν. Εξάλλου, όσον αφορά στις δαπάνες που πραγματοποίησαν οι εκκαλούντες για τη συντήρηση και την καλλιέργειά των ίδιων ως άνω αγροκτημάτων, κατά το χρονικό διάστημα από το 1997 έως και το 2008, κατά το μέρος κατά το οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη [(σύμφωνα με τις διατάξεις περί κοινωνίας (794 Α.Κ.), άλλως της διοίκησης αλλοτρίων (736 Α.Κ.) και περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 Α.Κ.)], επισυνάπτεται στην νέα – από 28.3.2017 αγωγή ο ίδιος πίνακας, που είχε επισυναφθεί και στην προγενέστερη – από 14.10.2009 αγωγή (παρατίθεται το είδος της δαπάνης, όπως ψεκασμός, φρεζάρισμα, άρδευση, κλάδεμα, συντήρηση δικτύων, επισκευή αντλίας και στη συνέχεια συλλήβδην το ποσό), χωρίς καμία αλλαγή ή βελτίωση, με αποτέλεσμα να μην συμπληρωθούν οι ελλείψεις, που υπήρχαν σ’ αυτήν και είχαν επισημανθεί με την απόφαση 3501/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που κατέστη τελεσίδικη και να εμφανίζει τις ίδιες ως άνω δικονομικές ελλείψεις (παράθεση συνολικά ανά έτος των δαπανών, χωρίς να εξειδικεύουν τα επιμέρους κονδύλια, ως προς την έκταση και το είδος τους (ο χρόνος που έγιναν οι επιμέρους εργασίες, οι ποσότητες των υλικών που χρειάστηκαν και η αξία τους, εάν χρησιμοποιήθηκαν εργάτες και με ποιο μεροκάματο, σε ποια καλλιέργεια αφορά κάθε εργασία και το ποσοστό του Φ.Π.Α.).
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, κρίνοντας όμοια, απέρριψε αυτήν α) ως απαράδεκτη, ως καλυπτόμενη από την αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου της πρώτης – από 14.10.2014 όμοιας αγωγής, χωρίς να ερευνάται εάν ήταν σωστή ή εσφαλμένη η κρίση του προηγούμενου δικαστηρίου και β) με επάλληλη αιτιολογία ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, ως προς το αίτημα για την καταβολή των δαπανών, που πραγματοποίησε ο πατέρας τους στο αγρόκτημα των 7,5 στρεμμάτων, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος της έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμος.
VΙ. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις (κατ’ εκτίμηση ότι εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο), κρίνοντας ότι η από 28.3.2017 – αγωγή τους, ως προς τις βάσεις αυτής περί κοινωνίας (794 Α.Κ.), διοίκησης αλλοτρίων (736 Α.Κ.) και αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 Α.Κ.), για τις δαπάνες που έγιναν από τον πατέρα τους, είναι μη νόμιμη, επειδή, κατά το χρόνο τέλεσης τους κύριος του ακινήτου παρέμενε εκείνος. Ωστόσο, από το κείμενο της εκκαλουμένης προκύπτει ότι απορρίφθηκε η από 28.3.2017 αγωγή των εκκαλούντων, ως προς τις δαπάνες που φέρεται ότι έκανε ο πατέρας τους στο ακίνητο επιφάνειας 7,5 στρεμμάτων, με χρόνο τέλεσης τα έτη 1977 έως 1987, με επάλληλη αιτιολογία, ως μη νόμιμη, επειδή αφορούσαν σε χρονικά διαστήματα πριν τη δημιουργία της σχέσης κοινωνίας, κατά τα οποία οι διάδικοι δεν είχαν γίνει συγκύριοι των κοινών ακινήτων και αυτά ανήκαν στην αποκλειστική κυριότητα του……………. (παππού και πατέρα των διαδίκων). Επίσης, κρίθηκε με την ίδια επάλληλη αιτιολογία, ως μη νόμιμο το ίδιο αίτημα της ως άνω αγωγής των εκκαλούντων και ως προς τις βάσεις περί διοίκησης αλλοτρίων και αδικαιολόγητου πλουτισμού, επειδή όταν πραγματοποιήθηκαν οι δαπάνες από τον πατέρα των εκκαλούντων στο ίδιο ως άνω ακίνητο, κύριος αυτού παρέμενε ο ίδιος (…………….), με αποτέλεσμα οι ενέργειες αυτές να γίνουν προς το συμφέρον και στο όνομα εκείνου, από την πραγματοποίησή τους δε, εκείνος κατέστη πλουσιότερος. Αντί όμως, να αναφέρεται στην εκκαλουμένη ότι το ως άνω ακίνητο ήταν κυριότητας του παππού και πατέρα των διαδίκων, εκ προφανούς παραδρομής αναγράφηκε ότι ανήκε στην κυριότητα του πατέρα των διαδίκων (αφού ο……………. ήταν πατέρας μόνο των εφεσίβλητων και παππούς των εκκαλούντων). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας έτσι, απέρριψε με επάλληλη αιτιολογία το αίτημα αυτό των εκκαλούντων, ως μη νόμιμο, έστω και με διάφορη εν μέρει αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού λόγου της έφεσης.
VΙΙ. Με τον έκτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε ως αόριστη, τη βάση της αγωγής τους, που στηριζόταν στις διατάξεις περί χρησιδανείου (810 Α.Κ.). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε έτσι ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός της έφεσης, αφού στην από 28.3.2017 αγωγή των εκκαλούντων, δεν γίνεται αναφορά ούτε καν σε σύναψη σύμβασης χρησιδανείου, έστω επικουρικά, πολύ περισσότεροι δε, στο χρόνο διάρκειας τέτοιας σύμβασης (αορίστου ή ορισμένου χρόνου), τη λήξη της (με την πάροδο του συμφωνηθέντος χρόνου ή με καταγγελία), καθώς και αν αυτή καταρτίστηκε τυπικά ή άτυπα και με ποιο σκοπό.
VΙΙΙ. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή τους ως αόριστη, όσον αφορά στις δαπάνες, που οι ίδιοι πραγματοποίησαν, κατά τα έτη 2009 έως 2017, στα αναφερόμενα δύο ακίνητα. Ωστόσο, στην αγωγή παραθέτονται συνολικά ανά έτος οι δαπάνες, χωρίς να προσδιορίζεται για ποιο από τα δύο ακίνητα πραγματοποιήθηκαν, χωρίς να εξειδικεύονται τα επιμέρους κονδύλια, ως προς την έκταση και το είδος τους, οι ποσότητες των υλικών που χρειάστηκαν και η αξία τους, εάν χρησιμοποιήθηκαν εργάτες και με ποιο μεροκάματο, σε ποια καλλιέργεια αφορά κάθε εργασία και το ποσοστό του Φ.Π.Α. (σχετ. Α.Π. 581/2018 και ad hoc Μον.Εφ.Πειρ. 232/2016 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Ανεξαρτήτως της αοριστίας αυτής, δεν γίνεται στην αγωγή επίκληση των προϋποθέσεων των άρθρων 788 – 790 του Α.Κ., δηλαδή ότι οι αιτούμενες δαπάνες έγιναν κατόπιν απόφασης όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας αυτών ή του δικαστηρίου ή αφορούν σε μέτρα που λήφθηκαν για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου του πράγματος (Α.Π. 293/2020 και Α.Π. 581/2018 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”) ή ότι συντρέχουν οι όροι των άρθρων 730, 736 και 737 του Α.Κ. (Α.Π. 1208/2018 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 581/2018 ό.π.) Σημειωτέον ότι ως προς την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η μη αναφορά των ως άνω προϋποθέσεων και κατ’ επέκταση και για το ποιες εργασίες και δαπάνες ήταν αναγκαίες για τη συντήρηση του κοινού, από τις οποίες, χωρίς νόμιμη αιτία, επήλθε επαύξηση της περιουσίας των εφεσίβλητων με ζημία των εκκαλούντων, έχει ως αποτέλεσμα και στο ορισμένο της βάσης αυτής, αφού οι εφεσίβλητες υποχρεούνται σε απόδοση μόνο του συνεπεία των ανωτέρω γενόμενων δαπανών πλουτισμού τους, ενώ τέτοια υποχρέωση απόδοσης των αναλογούντων στην ιδανική τους μερίδα λοιπών δαπανών, που οδήγησαν στον επιβαλλόμενο (ανεπιθύμητο) πλουτισμό τους δεν έχουν, εφόσον η προς τούτο βούληση των ζημιωθέντων εκκαλούντων συνιστά νόμιμη αιτία διατήρησης, του εκ της αιτίας αυτής πλουτισμού τους (Α.Π. 293/2020 ό.π. και Α.Π. 581/2018 ό.π.). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (534 Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός της έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμος.
ΙΧ. Τέλος, με τον πέμπτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις, απέρριψε την αγωγή τους, κρίνοντας πως δεν έχει συντελεστεί αύξηση στην αξία των δύο αναφερόμενων ακινήτων, σε σχέση με άλλα συναφών χαρακτηριστικών. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν εισήλθε στην εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής.
Χ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος της υπό κρίση έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η τελευταία ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, με αριθμό …………, που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες και να καταδικαστούν οι τελευταίοι, λόγω της ήττας τους, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός τους (άρθρα 69 §1, 68 §1, 63 §1 στοιχ. i περ. α του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 29.8.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019 έφεση, κατά της οριστικής απόφασης 303/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει για την καθεμία από αυτές (εφεσίβλητες) στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα πέντε (3.585) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ