ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ – 2ο ΤΜΗΜΑ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΡΘΡΩΝ
643, 591 §1 περ. α Κ.ΠΟΛ.Δ.
Αριθμός Απόφασης
189 /2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 17.12.2018 έφεση των ηττηθέντων ανακοπτόντων, κατά της οριστικής απόφασης 3795/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε τις από 4.4.2014 σωρευόμενες ανακοπές των τελευταίων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495§§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, κατ’ άρθρο 495 §3Α. περ. β´ του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 Κ.Πολ.Δ.). Ωστόσο, η υπόθεση δεν θα πρέπει να εκδικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, αφού, κατά τα άρθρα 632 §2 και 937 §3 του ίδιου Κώδικα (όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 14 του ν. 4055/2012 και πριν την τροποποίησή του με το ν. 4335/2015), στις ανακοπές κατά διαταγών πληρωμής και στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση αντίστοιχα, που ασκήθηκαν από 2.4.2012 έως και 31.12.2015, όπως και οι σωρευόμενες ανακοπές επί των οποίων ασκήθηκε η υπό κρίση έφεση, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 §1 περ. α του Κ.Πολ.Δ. (σε συνδυασμό και με τα άρθρα 649 – 650 του ίδιου Κώδικα, στα οποία παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 643 §2), όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015, χωρίς να είναι κρίσιμο, το αν με τη διαδικασία αυτή εκδικάζεται και η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής (Μον.Εφ.Πειρ. 17/2021 αδημ. και Μον.Εφ.Αθ. 146/2017 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
ΙΙ. Οι ανακόπτοντες – ήδη εκκαλούντες (εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “……..”, ….., ….., ……. και ………..) με τις από 4.4.2014 σωρευόμενες ανακοπές, που ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 632 §1 και 934 §1α του Κ.Πολ.Δ., ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), ζήτησαν, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, την ακύρωση: (α) της διαταγής πληρωμής ….. του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης – ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, ο τρίτος το ποσό των 90.975,78 ευρώ, οι δε λοιποί αυτό των 166.362,94 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, απαίτηση που προερχόταν από σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, καθώς και (β) της ανακοπής κατά της εκτέλεσης (από 27.2.2014 επιταγής προς πληρωμή). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη 3795/2018 οριστική απόφασή του, απέρριψε τόσο την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, επικυρώνοντας την τελευταία, όσο και αυτήν κατά της εκτέλεσης. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι ανακόπτοντες, με την υπό κρίση έφεση, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να γίνουν δεκτές οι ανακοπές τους.
ΙΙΙ. Με τη διάταξη του άρθρου 39 του ν. 3259/2004 ορίζεται ότι : §1. Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του, κατά περίπτωση, ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσότερων δανείων ή πιστώσεων ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παρ. 4 και 5 του παρόντος άρθρου. §2. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεών τους, σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να μην προχωρήσουν σε έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξή τους ούτε σε συνέχιση διαδικασιών που έχουν ήδη αρχίσει, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004, εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος. Μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 οι οφειλέτες ή οι εγγυητές πρέπει να υποβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση. Η αποπληρωμή της προκύπτουσας, κατά τα ως άνω, οφειλής πρέπει να έχει διάρκεια πέντε (5) έως επτά (7) ετών, εκ των οποίων δύο (2) έτη θα αποτελούν περίοδο χάριτος και η αποπληρωμή θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις, εκτός και αν τα δύο μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Η οφειλή θα είναι έντοκη με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο της ενήμερης οφειλής για όμοιες χρηματοδοτήσεις. §3. Παρέλευση της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου άπρακτης ή καθυστέρηση στην εξόφληση δόσης, που έχει συμφωνηθεί με τη ρύθμιση, πέραν των ενενήντα (90) ημερών, παρέχει το δικαίωμα στο πιστωτικό ίδρυμα να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω. Στην περίπτωση αυτή η οφειλή θα εκτοκίζεται με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης….
ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της έφεσης, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο πρώτος λόγος της ανακοπής τους, με τον οποίο ιστορούσαν ότι η οφειλή τους από τη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που είχαν συνάψει με την εφεσίβλητη – Τράπεζα έπρεπε να επανυπολογιστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, αφαιρουμένων στη συνέχεια των ποσών από ανατοκισμό τόκων και λοιπές επιβαρύνσεις και έξοδα, καθώς και των καταβολών που είχαν γίνει. Ότι τον υπολογισμό αυτό, δεν δύνανται να πραγματοποιήσουν οι ίδιοι, επειδή η καθ’ ης δεν τους έχει χορηγήσει πλήρη κίνηση του λογαριασμού της πίστωσης. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί, διότι η αόριστη αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, δεν αρκεί, αφού πρέπει να αμφισβητηθούν με την ανακοπή τα ειδικότερα κονδύλια, που περιέχονται στα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης, φέρουν όμως, οι εκκαλούντες και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών τους, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1071/2017 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 916/2002 Ελλ.Δ/νη 2003, σελ. 1297), για το ορισμένο δε του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1670/2014 και Α.Π. 2210/2013 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Περαιτέρω, δεν εκτίθεται ότι υποβλήθηκε και πότε, αίτηση προς την εφεσίβλητη για την υπαγωγή της οφειλής τους στις διατάξεις του ν. 3259/2004, αφού με το νόμο αυτό εισάγεται υποχρέωση των τραπεζών να ρυθμίσουν τον τρόπο αποπληρωμής τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα δύο τελευταία εδάφια της §2 του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, δηλαδή αποπληρωμή με χρονικό ορίζοντα επτά ετών, διετή περίοδο χάριτος και περιοδικές ισόποσες δόσεις, εφόσον ήθελε υποβληθεί σχετική αίτηση από τον οφειλέτη εντός της τασσόμενης στο νόμο προθεσμίας (Α.Π. 1002/2019, σχετ. και Α.Π. 191/2020, Α.Π. 763/2019 και Α.Π. 1406/2018 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι η σύμβαση πίστωσης μεταξύ των διαδίκων δεν είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη, κατά την έναρξη ισχύος του ως άνω ν. 3259/2004 (Εφ.Λαρ. 625/2008 Αρμ. 2009, σελ. 1717), με αποτέλεσμα να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, κρίνοντας όμοια, απέρριψε το λόγο αυτό της ανακοπής, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός της έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμος.
V. Με το δεύτερο λόγο της έφεσης οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο δεύτερος λόγος της ανακοπής τους, με τον οποίο ζητούσαν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, λόγω καταχρηστικότητας όρων της μεταξύ τους σύμβασης, με τους οποίους: α) καθορίζεται μονομερώς το επιτόκιο από την εφεσίβλητη – Τράπεζα, β) καθίσταται ο οφειλέτης υπερήμερος χωρίς όχληση, γ) επιβαρύνεται (ο οφειλέτης) αποκλειστικά με τα δικαστικά και λοιπά έξοδα, όπως η μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975, δ) τα αποσπάσματα του λογαριασμού της εφεσίβλητης αποτελούν πλήρη απόδειξη, ε) ανατοκίζονται παράνομα οι οφειλόμενοι τόκοι και στ) αναγνωρίζεται εκ των προτέρων και για το μέλλον η απαίτηση της Τράπεζας, ρήτρα η οποία είναι άκυρη, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αναγνώριση από το κατάλοιπο του λογαριασμού του οφειλέτη, ενώ το δικαίωμα του ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας, σύμφωνα με όρο της σύμβασης, δεν αφορά και τον υπολογισμό των τόκων μετά την καταγγελία της σύμβασης και το κλείσιμο του λογαριασμού. Όσον αφορά στους με στοιχεία α), β), γ) και ε) λόγους, η αόριστη αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, δεν αρκεί, αφού πρέπει να αμφισβητηθούν με την ανακοπή τα ειδικότερα κονδύλια και οι εκκαλούντες φέρουν το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών τους, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1071/2017 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), για το ορισμένο δε του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (Α.Π. 196/2020, Α.Π. 368/2019, Α.Π. 1670/2014 και Α.Π. 2210/2013 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Επιπλέον, ως προς τους όρους, που αναφέρονται στους υπό στοιχεία β) και γ) λόγους, δεν γινόταν αναφορά στην από 4.4.2014 ανακοπή των εκκαλούντων ότι συμπεριλήφθηκαν τέτοιοι όροι στη σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού με την εφεσίβλητη. Εξάλλου, η συμφωνία για τη μετακύλιση της εισφοράς του ν. 126/1975 είναι νόμιμη, με μόνη δε, την ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (Α.Π. 368/2019 ό.π.),η εισφορά δε, αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται (Εφ.Δυτ.Μακ. 39/2019, Μον.Εφ.Θεσ. 2256/2018 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Τριμ.Εφ.Κερκ. 7/2017 Αρμ. 2018, σελ. 1683, Εφ.Αθ. 4424/2012 και Εφ.Αθ. 4424/2009 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Σ. Ψυχομάνης “Τα τραπεζικά επιτόκια” Νο.Β. 1995, σελ. 16). Σχετικά με τον όρο ότι τα αποσπάσματα του λογαριασμού της εφεσίβλητης αποτελούν πλήρη από-δειξη (υπό στοιχείο δ), ανεξαρτήτως του ότι η αναφορά και μόνο του όρου αυτού στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, δεν συνιστά ορισμένο λόγο ανακοπής, ως δικονομική σύμβαση είναι νόμιμη (Α.Π. 196/2020 και Α.Π. 999/2019 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), η τυχόν δε, αναφορά του επιπρόσθετου όρου ότι ο πιστούχος δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των αποσπασμάτων αυτών, υπέχει μεν υπέρμετρη δέσμευση της βούλησης του συμβαλλόμενου, ωστόσο τυχόν αμφισβήτηση κονδυλίων, που περιέχονται στα αποσπάσματα, μπορεί να γίνει μόνο με ορισμένο λόγο ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής (Α.Π. 196/2020 ό.π. και Α.Π. 999/2019 ό.π.), τέτοιος δε, λόγος δεν προβάλλεται με την από 4.4.2014 ανακοπή των εκκαλούντων. Τέλος, όσον αφορά στον υπό στοιχείο στ) λόγο, ως προς το δεύτερο σκέλος του είναι αόριστος, αφού δεν πλήττεται με λόγο ανακοπής συγκεκριμένο κονδύλι του λογαριασμού, με το οποίο να πλήττεται ποσό από τον ανατοκισμό τόκων υπερημερίας, μετά την καταγγελία της σύμβασης. Ως προς το πρώτο σκέλος του ίδιου λόγου, πέραν της αοριστίας του, αφού πλην της αναφοράς ότι η αναγνώριση εκ των προτέρων μέλλοντος λογαριασμού ή απαίτησης συνιστά καταχρηστική ρήτρα, δεν γίνεται λόγος περί ύπαρξης τέτοιου όρου στη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, είναι αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, το ποσό της απαίτησης της εφεσίβλητης δεν προέκυψε από αναγνώριση χρέους (ρητή ή πλασματική), αλλά από αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας, κατά τον όρο 9 της μεταξύ των διαδίκων έγκυρης δικονομικής σύμβασης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, κρίνοντας όμοια, απέρριψε το λόγο αυτό της ανακοπής, έστω και με διάφορη εν μέρει αιτιολογία, που αντικαθίσταται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός της έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμος.
VΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή, καθώς και το ποσό της να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο (Ολ.Α.Π. 10/1997 Ελλ.Δ/νη 1997, σελ. 768, Α.Π. 1376/2018, Α.Π. 1012/2018 και Α.Π. 914/2018 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Έτσι, διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση ανοίγματος του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνησή του, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού (Α.Π. 368/2019 και Α.Π. 1071/2017 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), στην αίτηση δε, για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθ’ ου η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται, ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε, ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας και ότι ο σχετικός λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης, μέχρι το κλείσιμο της (Α.Π. 1071/2017 ό.π. και Α.Π. 370/2012 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εάν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 του Κ.Πολ.Δ., να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 του Κ.Πολ.Δ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (Ολ.Α.Π. 10/1997, Α.Π. 1376/2018, Α.Π. 1012/2018 και Α.Π. 914/2018 ό.π.).
VΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της έφεσης, οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους, κατά το πρώτο σκέλος της οποίας πλήττεται η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, επειδή το απόσπασμα του λογαριασμού, που προσκομίστηκε στον Δικαστή που την εξέδωσε, αφορούσε στην κίνηση μόνο του τελευταίου δανείου και όχι και στις κινήσεις και των προηγούμενων δανειοδοτήσεων, με αποτέλεσμα τα χρηματικά ποσά που επιτάσσονται να καταβάλλουν να μην είναι ορισμένα και να μην προκύπτουν από έγγραφα. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις αναφερόμενες στην ως άνω, με αριθμό VΙ, μείζονα σκέψη διατάξεις, το πρωτοβάθμιο δε, δικαστήριο, που τον απέρριψε σιγή, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης. Από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, είτε προς άμεση, είτε προς έμμεση απόδειξη (σημειωτέον ότι η τυχόν αναφορά πιο κάτω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – Α.Π. 386/2015 και Α.Π. 1001/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη – ανώνυμη τραπεζική εταιρία σύναψε με την πρώτη εκκαλούσα – εταιρία περιορισμένης ευθύνης την 12/9.12.1994 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, με την οποία της χορήγησε πίστωση μέχρι του ποσού των 5.000.000 δραχμών (ήδη 14.673,51 ευρώ). Στη συνέχεια, με τις από 9.12.1994, 1.3.1995, 29.12.1996, 1.4.1996, 18.4.1996, 31.5.1996, 1.7.1996, 2.7.1996, 14.10.1996, 27.2.2001 και 27.2.2001 πρόσθετες πράξεις, τροποποιήθηκαν οι σ’ αυτές αναφερόμενοι όροι και αυξήθηκε το όριο της πίστωσης προς την πρώτη εκκαλούσα, μέχρι του ποσού των 205.429,20 ευρώ. Εξάλλου, οι β´, δ´ και ε´ εκκαλούντες συμβλήθηκαν ως εγγυητές, υπογράφοντας, εκτός της τελευταίας – από 27.2.2001 πρόσθετης πράξης και την από 5.4.2000 σύμβαση εγγύησης, ενώ ο γ´ εκκαλών, συμβλήθηκε ως εγγυητής, τελευταία με την από 31.5.1996 πρόσθετη πράξη μέχρι του ποσού των 90.975,78 ευρώ. Τέλος, με την από 30.8.2006 πρόσθετη πράξη, την οποία συνυπέγραψε ο β´ εκκαλών, ως εγγυητής, η εφεσίβλητη συμφώνησε με την α´ εκκαλούσα τη μείωση της πίστωσης, από το ποσό των 205.429,20 ευρώ, που ίσχυε, σ’ αυτό των 100.000 ευρώ. Για την εξυπηρέτηση της πίστωσης τηρήθηκε αρχικά ο λογαριασμός ………… τον οποίο έκλεισε η εφεσίβλητη, την 1.11.2012 και στη συνέχεια, ο λογαριασμός καθυστέρησης ………….. Περαιτέρω, αποδείχθηκε πως, με τον όρο 9.4 της ανωτέρω σύμβασης, συμφωνήθηκε ότι τα αντίγραφα ή τα αποσπάσματα από τα βιβλία της Τράπεζας, που εμφανίζουν την κίνηση του ή των λογαριασμών της πίστωσης από την έναρξή τους ή από την τελευταία αναγνώριση της πιστούχου – α´ εκκαλούσας, που εκδίδει εξουσιοδοτημένο προς τούτο όργανο της εφεσίβλητης, αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της Τράπεζας κατά του οφειλέτη και του εγγυητή. Τα αντίγραφα ή τα αποσπάσματα αυτά συνομολογήθηκε ότι θα εξάγονται είτε ως φωτοαντίγραφα, είτε θα αναπαράγονται με την ηλεκτρονική (μηχανογραφική) μέθοδο κατ’ αποτύπωση των στοιχείων (δεδομένων) του ηλεκτρονικού υπολογιστή της Τράπεζας, είτε με οποιοδήποτε άλλο, καθιερωμένο από την Τράπεζα ή την τραπεζική πρακτική για τις συναλλαγές της, τρόπο. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη κατέθεσε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 9.7.2013 αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, κατά των εκκαλούντων, για την από-δειξη δε, της απαίτησής της προσκόμισε, εκτός των ως άνω συμβάσεων, των εκθέσεων επίδοσης προς τους εκκαλούντες της από 25.9.2013 εξώδικης δήλωσης καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης και αποσπάσματα από τα ηλεκτρονικά τηρούμενα εμπορικά βιβλία της, σύμφωνα με τον όρο 9.4. της ως άνω σύμβασης, με αποτέλεσμα να εκδοθεί η διαταγή πληρωμής ………./2014 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ωστόσο, αν και αναφέρεται στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ότι τα αποσπάσματα από τα βιβλία της εφεσίβλητης αφορούν στο χρονικό διάστημα από τη χορήγηση της πίστωσης μέχρι και το οριστικό κλείσιμό της (λογαριασμός ………..), δεν προσκομίστηκε από την τελευταία η κίνηση του λογαριασμού για το όλο το χρονικό διάστημα από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της, αλλά μόνο αυτή από τον Ιούλιο του 2006 μέχρι και την 1.11.2011 (σχετικό με αριθμό 8 της εφεσίβλητης) και όχι και η κίνηση από την υπογραφή της σύμβασης, στις 9.12.1994 έως και τον Ιούνιο του 2006. Επομένως, από τα ανωτέρω αποσπάσματα δεν προκύπτει η πλήρης κίνηση του λογαριασμού, που τηρήθηκε από την εφεσίβλητη για την εξυπηρέτηση της σύμβασης πίστωσης ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού. Το γεγονός ότι στην κίνηση του μηνός Ιουλίου 2006, το υπόλοιπο του λογαριασμού αναφέρεται ως μηδενικό, δεν αναπληρώνει την έλλειψη της συνολικής κίνησης του αλληλόχρεου λογαριασμού, αφού από αυτήν θα ελεγχθεί εάν τότε ο λογαριασμός που τηρούνταν ήταν όντως μηδενικός και όχι χρεωστικός ή πιστωτικός, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν πρόκειται για δάνειο, ώστε το μηδενικό υπόλοιπο να συνιστά εξόφληση αυτού, αλλά για σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό. Ως εκ τούτου δεν πληρούται η διαδικαστική προϋπόθεση της έγγραφης απόδειξης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, σύμφωνα με την οποία απαιτείται να προσκομίζονται αποσπάσματα, που να αποδεικνύουν τη συνολική κίνηση των τηρηθέντων λογαριασμών, από την έναρξη λειτουργίας της σύμβασης και μέχρι το οριστικό κλείσιμό της, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω (με αριθμό VΙ) μείζονα σκέψη. Κατά συνέπεια, και ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης και με συμπληρωματικά αποδεικτικά μέσα, η διαταγή πληρωμής ……../2014 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εκδόθηκε χωρίς την ύπαρξη έγγραφης απόδειξης και πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος αυτός της ανακοπής, παρέλκει δε, η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής (ανακοπής) κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής.
VΙΙΙ. Περαιτέρω, ως προς τους λόγους της έφεσης, με τους οποίους πλήττεται η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (η από 27.2.2014 επιταγή προς πληρωμή), με τον όγδοο λόγο αυτής, επαναφέρεται ο λόγος της ανακοπής, κατά τον οποίο ο γ εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα επιτάσσεται να καταβάλει στην εφεσίβλητη το ποσό των 166.363,94 ευρώ αλληλλεγγύως και εις ολόκληρον με τους λοιπούς, αν και με τη διαταγή πληρωμής ……./2014 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά διατάχθηκε να της καταβάλει μόνο αυτό των 90.975,78 ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης ../21.3.2014 της δικαστικής επιμελήτριας με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., με την οποία επιδόθηκε στον εκκαλούντα αυτόν η από 27.2.2014 επιταγή προς πληρωμή, επιτάσσεται να καταβάλει ως κεφάλαιο, μόνο το ποσό των 90.975,78 ευρώ, για το οποίο και εκδόθηκε σε βάρος του η πιο πάνω διαταγή πληρωμής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, κρίνοντας έτσι, απέρριψε το λόγο αυτό της ανακοπής, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης.
ΙΧ. Από τις διατάξεις των άρθρων 924, 904, 916, 918 και 919 επ. του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ’ αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα (Α.Π. 959/2019 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 194/1995 Ελλ.Δ/νη 1996, σελ. 102). Το ποσό του τόκου δεν χρειάζεται να προσδιορίζεται στην επιταγή, αφού το μεν ποσοστό του τόκου ορίζεται από το νόμο, το δε ποσό των τόκων, που θα καταβληθεί, μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, βάσει του ποσοστού αυτού και του χρονικού διαστήματος, που θα έχει παρέλθει μέχρι της ημερομηνίας εξόφλησης της επιταγής (Α.Π. 194/1995 ό.π., βλ. σχετ. και Α.Π. 474/1999 Ελλ.Δ/νη 2000, σελ. 81 και Α.Π. 72/1995 Νο.Β. 1996, σελ. 624).
Χ. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον ένατο λόγο της έφεσης επαναφέρεται ο ένατος λόγος της ανακοπής (κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης), σύμφωνα με τον οποίο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι περιγράφεται αόριστα στην από 27.2.2014 επιταγή προς πληρωμή η απαίτηση της εφεσίβλητης, την οποία καλούνται να καταβάλουν (κατά τον τρόπο υπολογισμού των τόκων, το ακριβές ποσό των τόκων υπερημερίας και τα χρησιμοποιηθέντα επιτόκια), με αποτέλεσμα να υφίστανται βλάβη, αφού δεν γνωρίζουν τον τρόπο υπολογισμού της, ώστε να την αντικρούσουν. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι μη νόμιμος, αφού, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη με αριθμό ΙΧ. μείζονα σκέψη, το ποσό του τόκου δεν χρειάζεται να προσδιορίζεται στην επιταγή, αφού το μεν ποσοστό του τόκου ορίζεται από το νόμο και στη σύμβαση, το δε ποσό των τόκων, που θα καταβληθεί, μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, βάσει του ποσοστού αυτού και του χρονικού διαστήματος, που θα έχει παρέλθει μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης της επιταγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, κρίνοντας έτσι, απέρριψε το λόγο αυτό της ανακοπής, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός της έφεσης.
ΧΙ. Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης, επαναφέρεται ο τελευταίος λόγος της ανακοπής κατά της από 27.2.2014 επιταγής προς πληρωμή, σύμφωνα με τον οποίο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η εφεσίβλητη επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση, καθ’ υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματός της, αφού το ποσό, που εμφανίζει οφειλόμενο, έχει διαμορφωθεί κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 3259/2004, χωρίς να προβεί (η εφεσίβλητη) σε ρύθμιση της οφειλής τους. Ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος, διότι, όπως αναφέρθηκε και στον πρώτο λόγο της ανακοπής κατά της συμπροσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δεν εκτίθεται ότι υποβλήθηκε και πότε, αίτηση προς την εφεσίβλητη για την υπαγωγή της οφειλής τους στις διατάξεις του ν. 3259/2004, αφού με το νόμο αυτό εισάγεται υποχρέωση των τραπεζών να ρυθμίσουν τον τρόπο αποπληρωμής τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 2 του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, δηλαδή αποπληρωμή με χρονικό ορίζοντα επτά ετών, διετή περίοδο χάριτος και περιοδικές ισόποσες δόσεις, εφόσον ήθελε υποβληθεί σχετική αίτηση από τον οφειλέτη εντός της τασσόμενης στο νόμο προθεσμίας (Α.Π. 1002/2019, σχετ. και Α.Π. 191/2020, Α.Π. 763/2019 και Α.Π. 1406/2018 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι η σύμβαση πίστωσης μεταξύ των διαδίκων δεν είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη, κατά την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου – 3259/2004 (Εφ.Λαρ. 625/2008 Αρμ. 2009, σελ. 1717), με αποτέλεσμα να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, κρίνοντας έτσι, απέρριψε το λόγο αυτό της ανακοπής, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο αντίστοιχος λόγος της έφεσης.
ΧΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη οριστική απόφαση 3795/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προς τη σωρευόμενη ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής και, αφού κρατηθεί η υπόθεση (ως προς αυτήν) από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η από 4.4.2014 ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, να γίνει αυτή δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής ………./2014 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Επιπλέον, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσαν με το ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, με κωδικό ………………(άρθρο 495 §3 εδ. ε΄ του Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικαστεί η καθ’ ης η ανακοπή, ανάλογα με την έκταση της ήττας της, στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης των ανακοπτόντων, κατόπιν του σχετικού αιτήματός τους και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178 §1, 183, 191 §2 Κ.Πολ.Δ., 58 §3, 63 §1 περ. i στοιχ. α, 68 §1 και 69 §1 του ν. 4194/2013 – Κώδικα Δικηγόρων), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 17.12.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2018 έφεση της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “………” και των ……………..
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 3795/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προς την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 4.4.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2014 σωρευόμενη ανακοπή, κατά της διαταγής πληρωμής ………/2014 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής ………/2014 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος από αυτούς παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και
Καταδικάζει την καθ’ ης η ανακοπή – “………” στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης των ανακοπτόντων – “……………. και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των οκτώ χιλιάδων τριακοσίων (8.300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ