Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 198/2021

Αριθμός    198/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  T.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 1 του Ν 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού “απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικός ή γεωργικώς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γενομένη πράξη αντικείμενη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενόμενης ζημίας”. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 και 4 του ίδιου νόμου “όστις κατά τας συναλλαγάς ποιείται χρήσιν ονόματος τινός, εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαίτερου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχειρήσεως ή εντύπου τινός κατά τρόπον δυνάμενον να προκαλέσει σύγχυσιν με το όνομα, την εμπορικήν  επωνυμίαν ή το ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα, άτινα έτερος νομίμως μεταχειρίζεται, δύναται να υποχρεωθεί υπό του τελευταίου εις παράλειψιν της χρήσεως…». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει 1) ότι για την εφαρμογή του άρθρου 1 απαιτείται η πράξη αφενός να έγινε προς το σκοπό του ανταγωνισμού και αφετέρου να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, που, κατά τη γενική αντίληψη, σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση (ΑΠ Ολ 2/2008) και 2) ότι για την ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διακριτικού γνωρίσματος απαιτείται δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση, χωρίς την οποία αθέμιτος ανταγωνισμός δεν υπάρχει (ΑΠ 2026/2007, ΑΠ 1123/2002, ΑΠ 1780/1999).  Ειδικότερα, διακριτικό γνώρισμα είναι το μέσο, με το οποίο εξατομικεύεται είτε το πρόσωπο (λ.χ. το όνομά του), είτε η επιχείρηση (λ.χ. διακριτικός τίτλος της), είτε το εμπόρευμα ή οι υπηρεσίες (λ.χ. το σήμα και ο διασχηματισμός). (ΑΠ 606/2005). Σε αντίθεση με τη γενική απαγορευτική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν 146/1914, που απαιτεί ανταγωνιστικό σκοπό, κατά την έννοια της πρόθεσης των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, στην περίπτωση του άρθρου 13 του ίδιου νόμου αρκεί η χρήση να γίνεται κατά τρόπο, που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, έστω και αν αυτή δεν γίνεται με ανταγωνιστικό σκοπό. Χρήση, που μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, είναι η αυτούσια μίμηση και η παραποίηση, δηλαδή η χρησιμοποίηση με μικρές μεταβολές, που δεν αρκούν για να αποτραπεί η σύγχυση. Έτσι, η παραποίηση μπορεί να είναι οπτική, ηχητική, εννοιολογική ή και συνειρμική, τον δε κίνδυνο σύγχυσης μπορεί να δημιουργήσει η ομοιότητα λέξεων ή και αριθμών, που αποτελούν το γνώρισμα, εικόνων, ήχων, σχημάτων, χρωμάτων, σχεδίων, συσκευασιών, διαφημίσεων. Σημασία έχει η γενική εντύπωση, που δημιουργείται, ενώ ο κίνδυνος σύγχυσης δεν αποκλείεται, όταν η χρησιμοποίηση γίνεται με μικρές παραλλαγές (ΑΠ 1409/1980). Κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει, όταν, λόγω ομοιότητας δύο διακριτικών γνωρισμάτων, μπορεί να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους και συγκεκριμένα σε ένα όχι εντελώς ασήμαντο μέρος των πελατών, όσον αφορά στην προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση, είτε στην ταυτότητα της επιχείρησης, είτε στην ύπαρξη σχέσης συνεργασίας μεταξύ των δύο επιχειρήσεων. Τέτοια σύγχυση πρέπει να αποφεύγεται, διότι ο σαφής σκοπός του νομοθέτη είναι, να αποτρέπονται πεπλανημένες εντυπώσεις ως προς τη δραστηριότητα μιας επιχείρησης και εκμετάλλευση της καλής της φήμης από άλλη επιχείρηση. Προϋπόθεση για να δημιουργηθεί σύγχυση από τη χρήση των διακριτικών γνωρισμάτων είναι να έχουν διακριτική δύναμη, χωρίς την οποία δεν μπορούν να επιτελέσουν τον προορισμό τους. Ο βαθμός της διακριτικής δύναμης προσδιορίζει και την έκταση προστασίας. Η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως αποτελεί προϋπόθεση για την προστασία όλων των διακριτικών γνωρισμάτων (ΑΠ 241/1991). Ο παραβάτης των ανωτέρω διατάξεων μπορεί να υποχρεωθεί σε παράλειψη χρήσεως του διακριτικού γνωρίσματος, από το οποίο μπορεί να προκληθεί η σύγχυση που προαναφέρθηκε ή και σε αποζημίωση εκείνου που ζημιώθηκε, αν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, ότι με τη χρήση αυτή μπορούσε να προκληθεί σύγχυση (ΑΠ 711/1988) ως και σε άρση της προσβολής, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην κατάσχεση και καταστροφή. Ειδικότερα, αξίωση αποζημίωσης αναγνωρίζεται στον ζημιωθέντα τόσο στην περίπτωση του άρθρου 1 του Ν 146/1914 γενικά, όσο και στην περίπτωση του άρθρου 13 παρ. 18 του ίδιου νόμου, στη δεύτερη, όμως, περίπτωση μόνο, αν ο παραβάτης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει (δηλαδή από αμέλεια δεν γνώριζε), ότι με τη χρήση του ξένου διακριτικού γνωρίσματος μπορούσε να προκληθεί σύγχυση (ΑΠ 1131/1995, ΑΠ 241/1991). Σε περίπτωση αθέμιτου ανταγωνισμού δεν αποκλείεται και επί πλέον αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης εκείνου, σε βάρος του οποίου έγινε η προσβολή, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914, 932 ΑΚ), εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, ήτοι όταν ο προσβάλλων ενεργεί με υπαιτιότητα. Περαιτέρω, η ως άνω γενική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν 146/1914 εφαρμόζεται, συμπληρωματικά – επικουρικά και επί εμπορικού ή βιομηχανικού σήματος, εφόσον η προστασία, που παρέχουν οι ειδικές περί σημάτων διατάξεις του Ν 2239/1994 δεν επαρκεί. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν 146/1914 προκύπτει ότι, για να παρασχεθεί στο δικαιούχο σήματος η προβλεπόμενη από το νόμο για τον αθέμιτο ανταγωνισμό προστασία, απαιτείται, αφενός μεν πράξη, που να έγινε με σκοπό ανταγωνισμού, και αφετέρου με τη χρήση του ξένου σήματος, να υπάρχει δυνατότητα πρόκλησης σύγχυσης στον κοινό καταναλωτή, σχετικά με την προέλευση ομοίων προϊόντων, χωρίς την οποία (σύγχυση) δεν νοείται, όπως αναφέρθηκε, αθέμιτος ανταγωνισμός (ΑΠ 1131/1995, ΑΠ 310/1990). Εάν, όμως, το σήμα έχει επικρατήσει και ως διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης και λόγω της χρησιμοποίησης του από άλλον υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, τότε το σήμα προστατεύεται και βάσει του άρθρου 13 του Ν 146/1914 “περί αθεμίτου ανταγωνισμού”. Περαιτέρω, προς διάκριση της προέλευσης εμπορεύματος από συγκεκριμένο φορέα, δύναται είτε α) να κατατεθεί και καταχωρισθεί σήμα, είτε β) να χρησιμοποιηθεί στις συναλλαγές ένδειξη, η οποία δεν καταχωρίσθηκε ως σήμα. Στη δεύτερη περίπτωση, η ένδειξη προστατεύεται ως διασχηματισμός υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 13 του Ν 146/1914. Ως προς τον χρόνο έναρξης της προστασίας το σήμα διαφέρει από τον διασχηματισμό. Το μεν σήμα έχει προτεραιότητα από την τυπική πράξη της κατάθεσής του, δηλαδή η αμετάκλητη παραδοχή του σήματος και καταχώρισή του ενεργεί αναδρομικά από την δήλωσή του (άρθρο 19 παρ. 1 του ΑΝ 1998/1939 και. 15 Ν 2239/1994), ο δε διασχηματισμός από το ουσιαστικό γεγονός της καθιερώσεώς του στις συναλλαγές. Σε περίπτωση, κατά την οποία υφίσταται σύγκρουση μεταξύ σήματος αφενός και διακριτικού γνωρίσματος αφετέρου, τότε ισχύει ο κανόνας prior in tempore potior in iure. Ισχύει, δηλαδή, η αρχή της προτεραιότητας, υπό την προφανή έννοια ότι το παλαιότερον κτηθέν διακριτικό γνώρισμα υπερισχύει του νεοτέρου (ΑΠ 606/2005). Επομένως, σε περίπτωση, κατά την οποία προηγήθηκε η χρησιμοποίηση στις συναλλαγές διακριτικού γνωρίσματος, που έχει τα στοιχεία της ονοματικής λειτουργίας και της διακριτικής δυνάμεως, και στη συνέχεια ακολούθησε κατάθεση και αμετάκλητη παραδοχή σήματος, τότε – σύμφωνα με την προεκτεθείσα αρχή – υπερισχύει το διακριτικό γνώρισμα, οπότε ο δικαιούχος του τελευταίου, επικαλούμενος κατ` ένσταση την προτεραιότητά του, δικαιούται να αποκρούσει την επί παραλείψει αγωγή του δικαιούχου του σήματος, ως κάτοχος υπέρτερου δικαιώματος (ΑΠ 371/2012, ΕφΛαρ 473/2014).

Η υπό κρίση, από 17-9-2019 (……/2019) έφεση και οι από 17-9-2020 (……../2020) πρόσθετοι λόγοι του ενάγοντος κατά της υπ’ αριθμόν 1818/2019  οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην του, κατά τη νέα τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495παρ1 και 2, 511, 513παρ1 περ α’, 516παρ1, 517περ α΄, 518παρ1, 520παρ1 και 524παρ1 ΚΠολΔ),  ενώ έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο για το παραδεκτό της συζητήσεώς τους (495παρ3 Αβ’ ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, κατ’άρθρον 528 ΚΠολΔ, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους  προσθέτους λόγους,  και να ερευνηθεί η αγωγή, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία

Με την από 20-12-2017 (…../2018) αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων εκθέτει, ότι από το έτος 2014 διατηρεί ατομική επιχείρηση με αντικείμενο τις μεταλλικές και τις αλουμινοκατασκευές, στο ……., επί της οδού … αρ….,  και εκθεσιακό χώρο επί της οδού …. αρ. …., στον Πειραιά. Ότι, είναι δικαιούχος και κάτοχος, από 10-11-2014 με ισχύ έως 10-11-2024, του με αριθμό ……. εθνικού σήματος ……………». Ότι, από το έτος 1986 διατηρούσε με τον αδελφό του ………. με την επωνυμία «……..», με αντικείμενο τις αλουμινοκατασκευές, διαχειριστής της οποίας ήταν ο ……… Ότι, το έτος 2010, μετά τη συνταξιοδότηση του αδελφού του, εισήλθε στην εταιρεία η θυγατέρα του …… και η εταιρεία μετονομάσθηκε σε «………», με διαχειριστή έκτοτε τον ενάγοντα. Ότι η έδρα της εταιρείας  ήταν επί της οδού … αρ. …, στο ……., ενώ διατηρούσε δύο εκθεσιακούς χώρους, επί της οδού … αρ. …., στον Πειραιά και επί της οδού …. αρ. …, στο …….. Ότι, η εταιρεία διατηρήθηκε έως το έτος 2014, αλλά υπολειτουργούσε λόγω οικονομικών προβλημάτων. Ότι, το 2014 ο εναγόμενος άνοιξε τη δική του επιχείρηση με αντικείμενο την κατασκευή μεταλλικών σκελετών και των μερών αυτών, με έδρα επί της οδού  …. αρ……, στο ………, δηλώνοντας στο Βιομηχανικό Επιμελητήριο παρανόμως ως διακριτικό τίτλο της επιχείρησης το όνομα …… . Ότι, όταν αντιλήφθηκε αυτήν την παράνομη χρησιμοποίηση του ονόματός του από τον εναγόμενο του απέστειλε την από 10-9-2014 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία – πρόσκληση, καλώντας τον να σταματήσει να το χρησιμοποιεί, παρότι τον είχε ήδη οχλήσει πολλάκις προφορικώς και εκείνος του είχε υποσχεθεί ότι θα το πράξει. Ότι, η ανωτέρω συμπεριφορά του εναγομένου συνιστά πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος του και της επιχειρήσεώς του, με τη δημιουργία συγχύσεως στο καταναλωτικό κοινό περί της υπάρξεως σχέσεως ή επαγγελματικής συνεργασίας μεταξύ των δύο επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να υφίσταται ζημία και απώλεια κερδών «η οποία ανέρχεται ως έγγιστα στο ποσό των 150.000€». Με αυτό το ιστορικό, ο ενάγων ζητεί την καταψήφιση του εναγομένου στην προς αυτόν καταβολή αφενός του ανωτέρω ποσού των 150.000€ ως ζημία από διαφυγόντα κέρδη άλλως ως αποζημίωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 και 13 του Ν 146/2014 και αφετέρου το ποσό των 50.000€ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υφίσταται από την ανωτέρω παράνομη και προσβλητική για το σήμα της επιχειρήσεώς του ως προστατευόμενο άϋλο αγαθό, συμπεριφορά του εναγομένου, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Η αγωγή είναι ορισμένη, πλην του κονδυλίου των 150.000€, ως προς τη βάση τη στηριζόμενη στη διάταξη των άρθρων 150παρ5 και 6 του Ν 4072/2012, που αφορά την απώλεια κερδών «η οποία ανέρχεται ως έγγιστα» στο ανωτέρω ποσό, το οποίο (κονδύλιο) απορρίπτεται λόγω αοριστίας. Κατά τα λοιπά, η αγωγή κρίνεται επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων  1,13, 20 Ν 146/1914, 57, 59, 341, 346, 914, 919, 932 ΑΚ και 191παρ2 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, ενόψει του ότι και για το καταψηφιστικό της αντικείμενο καταβλήθηκε το αναλογούν σε αυτό δικαστικό ένσημο (βλ το e-παράβολό με αριθμό ……….).

Από την επανεκτίμηση των νομίμως και εμπροθέσμως ληφθεισών ενόρκων βεβαιώσεων προς χρήση ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που λήφθησαν με επιμέλεια του ενάγοντος και δη της  με αριθμό ………/22-5-2018, ενώπιον της συμ/φου Αθηνών ……., του ……. και τις με αριθμούς … και …./19-10-2020, ενώπιον της συμ/φου Πειραιά ……, των ……… (οι οποίες προσκομίζονται παραδεκτώς κατ’αρθρον 529παρ1 ΚΠολΔ), τις ληφθείσες με επιμέλεια του εναγομένου και δη τις με αριθμούς ………/22-5-2018, ενώπιον της συμ/φου Πειραιά ……., των ………….., τις φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν και η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται νομίμως  μετ’επικλήσεως για να ληφθούν υπόψη ως τέτοια ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Το έτος 1972, συστάθηκε η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «….. ……. και το διακριτικό τίτλο «………..»  δηλαδή από τον πατέρα και τον αδελφό του ενάγοντος, με αντικείμενο την κατασκευή και εμπορία σιδηρών κατασκευών. Το έτος 1979, αποχώρησε από την εταιρεία ο ………. και μεταβίβασε το μερίδιό του στον ενάγοντα υιό του, . ……, η δε εταιρία μετονομάσθηκε σε «………..», με τον ίδιο ανωτέρω διακριτικό τίτλο. Ωστόσο, ψυχή της ανωτέρω επιχείρησης υπήρξε εξαρχής ο …….., αδελφός του ενάγοντος και πεθερός του εναγομένου, ο οποίος ουσιαστικά με την εργασία του και τις προσπάθειες ετών, δημιούργησε, καθιέρωσε και εδραίωσε τη φήμη του ονόματος «……..» στην αγορά των σιδηροκατασκευών και εν συνεχεία και των αλουμινοκατασκευών, ήταν δε διαχειριστής της όλα  τα χρόνια, έως την αποχώρησή του από αυτήν, το έτος 2010, λόγω συνταξιοδοτήσεως. Μετά την κατά το έτος 2010 συνταξιοδότηση του …….. ……, εισήλθε στην εταιρεία ως εταίρος η κόρη του ……. ……, η οποία εργαζόταν σε αυτή ήδη από το έτος 2000, ως υπεύθυνη παραγωγής και δημοσίων σχέσεων, ενώ η επωνυμία της εταιρείας τροποποιήθηκε σε «…….», με διαχειριστή έκτοτε τον ενάγοντα. Όσον αφορά τον εναγόμενο, αυτός  προσελήφθη στην ανωτέρω εταιρεία, το έτος 2009, ως τεχνίτης, ενώ ήδη από το έτος 2007, είχε νυμφευθεί την κόρη του .. ……, . ……. Να σημειωθεί, ότι ο σκοπός της εταιρείας τροποποιήθηκε δυνάμει του από 4-1-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού (με το οποίο εξήλθε ο ……. και εισήλθε η κόρη του) ως εξής «Σκοπός της εταιρείας είναι η κατασκευή και εμπορία κουφωμάτων αλουμινίου και πάσης φύσεως μεταλλικών κατασκευών και συναφών εξαρτημάτων και υλικών συντήρησης αυτών». Ωστόσο, παρά την τυπική ύπαρξη της εταιρείας ως νομικού προσώπου, αυτή υπολειτουργούσε λόγω οικονομικών προβλημάτων, όπως αναφέρει ο ίδιος ο ενάγων στην αγωγή του έχοντας «πάψει τη λειτουργία του εργαστηριακού της χώρου στην οδό …… αρ. ……», «συνέχιζε όμως να υφίσταται και μάλιστα οι εταίροι ήταν σε διαπραγμάτευση για την πορεία της εταιρείας και τις οφειλές». Εν τω μεταξύ, ο εναγόμενος αποφάσισε να προχωρήσει στην ίδρυση της ατομικής του επιχείρησης, με τη βοήθεια του αδελφού του ενάγοντος και πεθερού του, .. ……, αξιοποιώντας την πλούσια εμπειρία του τελευταίου και κυρίως τις γνωριμίες του στο χώρο, καθώς και αυτές της  συζύγου του, …….. ……. Ακολούθως, στις 15-3-2013, ο εναγόμενος προέβη στην εγγραφή της ατομικής επιχείρησής του στο Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά με το διακριτικό τίτλο «………..» και με αντικείμενο «αλουμινοκατασκευές – σιδηροκατασκευές», ενώ προέβη σε έναρξη εργασιών στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. με τον ανωτέρω τίτλο, στις 19-3-2013, με έδρα της επιχείρησής του επί της οδού ……. αρ. ……., στο ………, και ως κύρια δραστηριότητα την κατασκευή μεταλλικών σκελετών και μερών μεταλλικών σκελετών και ως δευτερεύουσα, την κατασκευή μεταλλικών πορτών και παραθύρων, κατασκευή πορτών, παραθύρων και των πλαισίων τους καθώς και κατωφλίων για πόρτες από μέταλλο και επισκευή μεταλλικών προϊόντων. Ακολούθως, δυνάμει του από 18-9-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, ο ενάγων εκμίσθωσε στον εναγόμενο ένα ισόγειο κατάστημα επί της οδού …… αρ. …….., επιφανείας 30,85τμ, για χρονικό διάστημα έξι ετών και με μηνιαίο μίσθωμα 250€, για να το χρησιμοποιήσει ως εκθεσιακό χώρο της επιχείρησής του, συνενώνοντάς το με διπλανό κατάστημα ιδιοκτησίας του ……. …… (πεθερού του) και ήδη της συζύγου του ….. ……. Να σημειωθεί, ότι ο ανωτέρω χώρος χρησιμοποιούνταν παλαιότερα και δη από το 1996 (βλ σχετική τροποποίηση του καταστατικού της) ως υποκατάστημα –  εκθεσιακός χώρος, της ήδη ευρισκομένης από το έτος 2012  – όπως προαναφέρθηκε – σε αδράνεια εταιρείας «……..». Ειδικότερα, από το 1998 ως έδρα της εταιρείας, ενώ από το έτος 1999, η έδρα της μεταφέρθηκε εκ νέου επί της οδού …… αρ. …, σε μισθωμένο κατάστημα και εκεί παρέμεινε εκθεσιακός χώρος. Στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό, ο εναγόμενος υπέγραψε θέτοντας τη σφραγίδα της εταιρείας του με το διακριτικό τίτλο «…….» …………… (διευθ, ΑΦΜ κλπ), χωρίς ο ενάγων να διατυπώσει κάποια αντίρρηση. Άλλωστε, η κατοικία του τελευταίου βρίσκεται σε όροφο άνωθεν του μισθωμένου καταστήματος και καθημερινώς έβλεπε το αντικείμενο της δραστηριότητας του εναγομένου, που αναγράφηκε και στο μισθωτήριο. Ωστόσο, στο μίσθιο κατάστημα ουδέποτε αναρτήθηκε επιγραφή με τον διακριτικό τίτλο ……., παρά μόνο με την επωνυμία γνωστής φίρμας αλουμινίων (……..), που εμπορευόταν ο εναγόμενος καθώς και τα τηλέφωνα  της εκθέσεως και του εργαστηρίου του. Η μίσθωση αυτή, λύθηκε ήδη δυνάμει του από 3-12-2019 νεώτερου μεταξύ των διαδίκων ιδιωτικού συμφωνητικού, στο οποίο ο εναγόμενος έθεσε τη σφραγίδα με τον διακριτικό τίτλο αυτή φορά «……….». τον οποίο ήδη χρησιμοποιεί, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, από το έτος 2015.  Επίσης αποδείχθηκε, ότι όσον αφορά την ανωτέρω εταιρεία, «……….», αυτή λύθηκε δυνάμει του από 24-1-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού των εταίρων της δηλαδή του ενάγοντος και της συζύγου του εναγομένου, η δε λύση της καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ και στο Μητρώο του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιά, στις 6-3-2014. Παράλληλα,  δυνάμει των  ………. τιμολογίων πώλησης, η ανωτέρω Ο.Ε. δηλαδή ο ενάγων, επώλησε προς τον εναγόμενο όλα τα πάγια περιουσιακά της στοιχεία, δυνάμει των  ………. τιμολογίων πώλησης, ήτοι τα υπάρχοντα στα γραφεία της αλλά και στο εργαστήριό της όπως  ενδεικτικά πάγκος κατασκευής, πριόνι αλουμινίου, πριόνι σιδήρου, τροχούς, δράπανα, ηλεκτροσυγκόλληση, δείγματα κάγκελων, λαβές αλουμινίου, χρωματολόγιο, εκθετήρια παραθύρων, εκθετήρια για μπαλκονόπορτες κλπ, τα οποία ο εναγόμενος αγόρασε με προφανή σκοπό τη δημιουργία ομοειδούς επιχείρησης. Επίσης, του μεταβίβασε και το με αριθμό κυκλοφορίας ……. επαγγελματικό ΙΧΦ αυτοκίνητο, Fiat Ducato, με το ……/13-4-2013 τιμολόγιο πώλησης και …../13-4-2013 δελτίο αποστολής, αντιστοίχως. Τα ανωτέρω τιμολόγια συνοδεύονταν από δελτία αποστολής από τα οποία προκύπτει,  ότι τα υλικά και τα εργαλεία απεστάλησαν στην έδρα της εταιρείας του εναγομένου επί της …… αρ. …, ενώ τα γραφεία και λοιπά σχετικά είδη, στην έκθεση επί της οδού …… αρ. …. Να σημειωθεί ωστόσο, ότι σε δύο δελτία αποστολής και δη στα με αριθμούς …/23-3-2013 και …./26-3-2013, που αφορούσαν τη μεταφορά  εργαλείων και 450 κιλών αλουμινίου, ο αγοραστής – εναγόμενος αναφέρεται ως ……. και εντός παρενθέσεως αναγράφεται ο διακριτικός τίτλος (……….), χωρίς και πάλι ο ενάγων να διατυπώσει οποιαδήποτε αντίρρηση. Τέλος, όσον αφορά το σήμα της εταιρείας «…..», δηλαδή ο διακριτικό τίτλος …………., που είχε κατοχυρωθεί στο Υπουργείο Εμπορίου με αριθμό ……., για τις κλάσεις 6, 37 και 42, συμφωνήθηκε μεταξύ των εταίρων, μετά τη λύση της, ότι θα επιτρεπόταν η χρήση του αποκλειστικά από επιχείρηση ή εταιρεία στην οποία θα μετείχε κάποιος από τους εταίρους. Κατ’εξαίρεση, θα επιτρεπόταν η χρήση του και από τρίτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μετά από προηγούμενη έγγραφη συναίνεση των δύο πρώην συνεταίρων. Σε κάθε περίπτωση, θα λαμβάνεται κάθε δυνατή επιμέλεια από το χρήστη του σήματος ώστε να μη δημιουργείται σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, ως προς την ταυτότητά του.  Τέλος,  στη νεοσύστατη εταιρεία  του εναγομένου προσελήφθη και ο πρώην εργαζόμενος  της ανωτέρω λυθείσας Ο.Ε, …………, με έναρξη χρόνου απασχόλησης την 5-6-2013, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του τεχνίτη, ο οποίος μεταφέρθηκε από την ανωτέρω ΟΕ διατηρώντας και τα ασφαλιστικά του δικαιώματα από την αρχική του πρόσληψη σε  αυτήν, δηλαδή από 3-2-1992. Η εταιρεία του εναγομένου άρχισε τη λειτουργία της, με τη συμβολή και του πεθερού του και αδελφού του ενάγοντος, …… ……, που είχε δημιουργήσει ουσιαστικά με τη μακρόχρονη παρουσία του και την εργασία του στην αντίστοιχη αγορά το «όνομα» …….. και που ο εναγόμενος χρησιμοποίησε ως διακριτικό τίτλο, καθώς ήταν και το επίθετο της συζύγου του, που επίσης απασχολείται στην επιχείρηση, ως υπεύθυνη παραγωγής, έχοντας και τη δική τους συναίνεση. Ωστόσο, μετά την πάροδο ενάμιση περίπου έτους και ενώ ο ενάγων είχε οπωσδήποτε λάβει γνώση των παραπάνω ενεργειών του εναγομένου, δηλαδή της λειτουργίας της επιχείρησης και του ανωτέρω διακριτικού της τίτλου, από τη χρησιμοποίησή του στα προαναφερθέντα δύο δελτία αποστολής τον 4ο/2013 και οπωσδήποτε από την υπογραφή του μισθωτηρίου συμφωνητικού δηλαδή τον 9ο/2013, του απέστειλε αιφνιδιαστικά την από 5-9-2014 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία του με την οποία του δήλωνε ότι δήθεν πληροφορήθηκε από πελάτες του τη χρήση του ονόματος …….. ως διακριτικού τίτλου της επιχείρησής του και του ζητούσε να παύσει να τον χρησιμοποιεί, καθώς ουδέποτε συνήνεσε στη χρήση του. Επίσης, του δήλωνε ότι δεν σχετιζόταν με το οικογενειακό του επίθετο και ότι δήθεν του είχε υποσχεθεί σε σχετικές διαμαρτυρίες του, ότι θα πάψει να το χρησιμοποιεί αλλά δεν το έπραξε και ότι, η χρήση του δημιουργούσε σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό σχετικά με τις δύο επιχειρήσεις, αφού και ο ίδιος είχε πρόσφατα προβεί σε έναρξη επιχείρησης με ομοειδές αντικείμενο. Ειδικότερα αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων,  προέβη σε έναρξη ατομικής επιχείρησης, με έδρα το ………, επί της οδού …… αρ….., με ομοειδές αντικείμενο, δηλαδή σιδηροκατασκευές και αλουμινοκατασκευές, καταθέτοντας την από 11-11-2014 δήλωσή του εθνικού σήματος, «………..», που έγινε τελικώς δεκτή στις 7-4-2015 και που αφορά προϊόντα και υπηρεσίες της επιχείρησής του των κλάσεων 6, 37 και 42 και αποτελείται από λεκτικό σήμα και απεικόνιση, με ορισμένη έγχρωμη σύνθεση. Παράλληλα αποδείχθηκε, ότι το Βιομηχανικό επιμελητήριο, με το ……./1-10-2014 έγγραφό του προς τον εναγόμενο, ανακάλεσε τη χρήση του διακριτικού τίτλου ……., που είχε χορηγηθεί στην επιχείρηση του εναγομένου από 15-3-2013, επειδή διαπιστώθηκε η ύπαρξη προϋπάρχουσας και ενεργούς επιχείρησης με τη χρήση του ίδιου διακριτικού τίτλου, εννοώντας την υπό αδράνεια ευρισκομένη εταιρεία «……….», η οποία λύθηκε τυπικά στις 6-3-2014 (βλ σχετική καταχώρηση στο ΓΕΜΗ). Ακολούθως, ο εναγόμενος προσέφυγε κατά της ανωτέρω ανακλητικής πράξεως ενώπιον του ΣτΕ, ζητώντας την ακύρωσή της, το οποίο με την  31/2020 απόφασή του απέρριψε την αίτησή του για τυπικούς λόγους, δηλαδή μη σχετιζόμενους με τις έννομες συνέπειες της πραγματικής χρήσης του διακριτικού τίτλου αλλά κρίνοντας ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη της ανάκλησης ήταν έγκυρη. Αντιθέτως, ο ενάγων, με την από 25-11-2015 αίτησή του περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, αιτήθηκε την προσωρινή παύση της χρήσης από τον εναγόμενο του διακριτικού τίτλου …………, η οποία όμως απορρίφθηκε δυνάμει της 141/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Περαιτέρω και όσον αφορά την κρίση του Δικαστηρίου ότι ο ενάγων πληροφορήθηκε εγκαίρως τη χρήση του διακριτικού τίτλου …….. από τον εναγόμενο και την ανέχθηκε για μεγάλο, κατά την κρίση του (Δικαστηρίου) χρονικό διάστημα χωρίς να προβάλλει αντίρρηση, στηρίζεται στα ακόλουθα αποδειχθέντα γεγονότα : α) στο από 18-9-2013  μισθωτήριο συμβόλαιο του ισογείου καταστήματος, που ο εναγόμενος χρησιμοποίησε ως εκθεσιακό χώρο της επιχειρήσεώς του, ο τελευταίος, δίπλα από την υπογραφή του έθεσε τη σφραγίδα της ατομικής του επιχείρησης με τα στοιχεία …………. (διευθ, ΑΦΜ κλπ). Αλλά, ακόμη και αν υποτεθεί ως βάσιμος, ο μη αποδειχθείς ισχυρισμός του ενάγοντος (αφού η μόνη που τον επιβεβαιώνει ενόρκως είναι η σύζυγός του …. …….), ότι δηλαδή οι δύο υπογραφές  εκμισθωτή – μισθωτή τέθηκαν σε διαφορετικό χρόνο και επομένως δεν έλαβε γνώση της τεθείσας σφραγίδας, διότι τελικώς δεν ήταν εκείνος που προσκόμισε το μισθωτήριο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., αλλά ο λογιστής του, η γνώση του ενάγοντος επιβεβαιώνεται από τα ακόλουθα γεγονότα. Β) Στο ……… ΙΧΦ αυτοκίνητο της προηγούμενης ΟΕ, που μεταβίβασε ο ενάγων στον εναγόμενο, υπήρχαν εμφανείς πινακίδες με το διακριτικό τίτλο ……. (βλ σχετικές φωτογραφίες του οχήματος), οι οποίες στη συνέχεια (μετά τα ασφαλιστικά μέτρα του έτους 2015) αντικαταστάθηκαν από τον τίτλο . . ……, που δεν είναι δυνατόν να μην υπέπεσαν στην αντίληψη του ενάγοντος, κατά τις αναγκαίες μετακινήσεις του οχήματος μεταξύ των εγκαταστάσεων του εργαστηρίου, επί της Λ. Δημοκρατίας και της εκθέσεως, όπου είναι και η κατοικία του τελευταίου. Γ) Σε κάποια από τα δελτία αποστολής των πωληθέντων παγίων της επιχείρησης, και συγκεκριμένα σε δύο, από 26-3-2013, όπως προαναφέρθηκε, αναγραφόταν ο διακριτικός τίτλος …….., χωρίς να διαμαρτυρηθεί ο ενάγων, για τα οποία ουδέν σχόλιο έκανε με τις προτάσεις του. Και Δ) Στην επιχείρηση του ενάγοντα  εργάζεται ο πρώην εργαζόμενος της παλαιάς Ο.Ε.,………., ο οποίος, αφού αρχικώς προσελήφθη από τον εναγόμενο (5-6-2013) διατηρώντας τα ασφαλιστικά του δικαιώματα από την αρχική του πρόσληψη το έτος 1992, στη συνέχεια εγκατέλειψε την εταιρεία του (εναγομένου) και προσελήφθη από τον ενάγοντα, μετά τη σύσταση της δικής του εταιρείας, καταθέτοντας μάλιστα εναντίον του εναγομένου, στην ένορκη βεβαίωσή του, η οποία για το λόγο αυτό δεν κρίνεται πειστική. Ωστόσο, όσο διάστημα εργαζόταν στην εταιρία του εναγομένου, δεν ήταν δυνατόν να μην έχει αντιληφθεί το διακριτικό τίτλο ….. της εταιρείας στις πινακίδες του εργαστηρίου, στο επαγγελματικό όχημα και τα διαφημιστικά έντυπα, ώστε να ενημερώσει εγκαίρως τον ενάγοντα και ήδη σημερινό εργοδότη του. Ακόμη,  από κανένα πειστικό αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο ενάγων προέβη σε έγκαιρη διαμαρτυρία, πριν από τον 9ο/2014, για την χρήση του διακριτικού τίτλου ……. από τον εναγόμενο, ούτε ότι υπήρχαν συζητήσεις για το θέμα αυτό μεταξύ τους και δήθεν παραπλανητικές υποσχέσεις του εναγομένου ότι θα παύσει να χρησιμοποιεί το διακριτικό τίτλο, αφού οι μόνοι που το βεβαιώνουν είναι η σύζυγός του και ο πρώην εργαζόμενος του εναγομένου και ήδη υπάλληλος του ενάγοντος, οι οποίοι για το λόγο αυτό κρίνονται μη πειστικοί (συγγενική – υπαλληλική σχέση, αντιστοίχως). Όσον αφορά τον άλλο ισχυρισμό του ενάγοντος, ότι δήθεν ο εναγόμενος χρησιμοποιούσε το διακριτικό τίτλο παράνομα, δηλαδή ενώ βρισκόταν ακόμη σε τυπική λειτουργία η εταιρεία «………..», έως τις 6-3-2014, πρέπει να σημειωθεί ότι αλυσιτελώς προβάλλεται και δεν αναιρεί το γεγονός της πραγματικής χρήσης του διακριτικού τίτλου από τον εναγόμενο στην ατομική του επιχείρηση και την ουσιαστική του καθιέρωση στις συναλλαγές, αφού η ανωτέρω ΟΕ ουσιαστικά δεν λειτουργούσε όπως προαναφέρθηκε, έχοντας σταματήσει τη λειτουργία του εργαστηρίου της και ασχολούμενη με το διακανονισμό των οικονομικών της εκκρεμοτήτων. Δηλαδή, αφενός δεν είχε ενεργή παρουσία στην αγορά και συναλλαγές με το καταναλωτικό κοινό και αφετέρου η προς τα έξω εικόνα της, ήταν περισσότερο αρνητική για το όνομα ……., γεγονός που αποδυναμώνει τους ισχυρισμούς του ενάγοντα, παρά τους ενισχύει. Άλλωστε, ο ενάγων δεν ζητεί την προστασία για το σήμα που είχε κατοχυρώσει εκείνη η ΟΕ, έναντι της οποίας φέρεται ότι παρανόμησε ο εναγόμενος, αλλά για το δικό του σήμα, που κατοχυρώθηκε μεταγενέστερα και έρχεται σε σύγκρουση με το διακριτικό τίτλο του εναγομένου, που αποκτήθηκε προγενεστέρως, με την καθιέρωσή του στις συναλλαγές, λόγω και της μη έγκαιρης ρητής εναντίωσής του (ενάγοντος), αλλά με την ανοχή του. Ο δε εναγόμενος, ήδη από την συζήτηση των κατ’αυτού ασφαλιστικών μέτρων του ενάγοντος και προς αποφυγή της διαιώνισης της έντασης μεταξύ των διαδίκων, προέβη σε μερική αλλαγή του διακριτικού τίτλου της επιχείρησής του από …… σε . . ……, με προφανή αναφορά στο όνομα της συνεργάτιδος συζύγου του, η οποία είναι υπεύθυνη παραγωγής στην ανωτέρω ατομική επιχείρηση. Το γεγονός όμως ότι παράλληλα έχει συστήσει με την τελευταία την από 7-12-2017 αφανή εταιρεία, με ιδιωτικό συμφωνητικό (βλ σχετ. ΕφΠατρ 307/2018), δεν του δίνει το δικαίωμα να δηλώσει τον ανωτέρω διακριτικό τίτλο στο Βιομηχανικό Επιμελητήριο ή άλλη αρμόδια αρχή, καθ΄ όσον η αφανής εταιρεία είναι εσωτερική, δεν έχει προς τα έξω παρουσία και δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις μόνο μεταξύ των εταίρων της, ενώ ευθύνη και υποχρεώσεις προς τους τρίτους έχει μόνον ο εμφανής εταίρος (βλ σχετικά ΑΠ 1234/2015, 116/2013, 227/2012, ΝΟΜΟΣ), χωρίς όμως εξ αυτού του λόγου να στερείται τη νόμιμη, κατά τα αμέσως κατωτέρω προστασία. Επίσης, με αυτόν πλέον τον διακριτικό τίτλο έχει αντικαταστήσει τις πινακίδες στην επί της οδού …. αρ…….. έδρα της επιχείρησής του, όπου και το εργαστήριό της, όπως και τα διαφημιστικά έντυπα και κάρτες, και τις πινακίδες επί του ανωτέρω επαγγελματικού οχήματος. Σύμφωνα λοιπόν με όλα τα παραπάνω, η χρήση του ονόματος …….. από τον εναγόμενο ως διακριτικού τίτλου της επιχείρησής του και ήδη . .. ……, όπως διαμορφώθηκε από το έτος 2015 και εφεξής, τον καθιέρωσε στις συναλλαγές, αφού δεν υπήρξε άμεση ρητή εναντίωση του ενάγοντα, αλλά το πρώτον με την εξώδικη δήλωση τον 9ο/2014 και δικαστική εναντίωση με τα ασφαλιστικά μέτρα τον 11ο/2015, με αποτέλεσμα να αποκτήσει ο εναγόμενος άυλο αποκλειστικό δικαίωμα επί του ανωτέρω διακριτικού τίτλου, το οποίο  αντιτάσσει κατ’ ένσταση, στην επί παραλείψει αγωγή του ενάγοντος, σύμφωνα με το ουσιαστικό σύστημα και σε συνδυασμό με όσα εκτέθηκαν στη προηγηθείσα νομική σκέψη, χωρίς αυτό (δικαίωμα) να εξασθενεί από τη μεταγενέστερη κατοχύρωση του σήματος του ενάγοντος που διακρίνει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της επιχείρησής του και του οποίου το σχετικό δικαίωμα αποκτήθηκε κατά το τυπικό σύστημα. Περαιτέρω, όσον αφορά την ομοιότητα μεταξύ του σήματος …… και του διακριτικού τίτλου ……..  (μετά την διαφοροποίηση στην οποία ήδη προέβη ο εναγόμενος)  υπάρχει μεν κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ του καταναλωτικού κοινού, κατά την έννοια του άρθρου 13 του Ν 146/1914, εφόσον πρόκειται για επιχειρήσεις με ομοειδές αντικείμενο δραστηριότητας, που δραστηριοποιούνται στην ίδια ευρύτερη περιοχή. Πλην όμως, η δυνατότητα σύγχυσης κρίνεται οριακά ανεκτή, ενόψει του ότι πρόκειται για ατομικές επιχειρήσεις, οι οποίες βασίζουν το πελατολόγιό τους στον κύκλο του γνωστού τους κοινωνικού περιβάλλοντος και οι απευθυνόμενοι σε αυτούς πελάτες γνωρίζουν και επιθυμούν να απευθυνθούν στον .. …… και τον συνεργάτη του και δημιουργό του ονόματος .. …… είτε στο . ……, αντιστοίχως. Επίσης, ο πελάτης που θα κατευθυνθεί στη μία ή την άλλη επιχείρηση από την έκθεση ή το  έντυπο διαφημιστικό υλικό, δεν παραπλανάται αλλά απευθύνεται στη συγκεκριμένη κάθε φορά επιχείρηση, ερχόμενος σε επικοινωνία με αυτήν μέσω του διαφημιστικού υλικού ή εισερχόμενος στην έκθεση, οπότε δεν τίθεται θέμα σύγχυσης ή παραπλάνησής του. Πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι όσον αφορά το διακριτικό τίτλο του εναγομένου, και έμπροσθεν του τίτλου …..  –  ……, υπάρχει ένα «..» και πάνω από αυτό δύο γραμμές σε σχήμα «…» που παραπέμπουν συνολικά σε οικία, ενώ στο σήμα του ενάγοντος ……… και σε επαφή με το γράμμα «……» υπάρχει ένα περίπου κυκλικό σχήμα, σε αρκετά έντονο μέγεθος, γεγονός που και αυτό συμβάλλει εν μέρει στη σημαντική μείωση του κινδύνου  σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού. Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει η κρινομένη αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμη και να καταδικασθεί ο ηττηθείς ενάγων στη δικαστική δαπάνη του εναγομένου  και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (176, 191 παρ2, 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο, ενόψει της απορρίψεως της αγωγής ως ουσιαστικώς αβάσιμης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων.

Συνεκδικάζει την από 17-9-2019 (…../2019) έφεση και τους από 17-9-2020 (../2020) πρόσθετους λόγους.

Δέχεται την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, τυπικά και κατ’ουσίαν.

Εξαφανίζει την 1818/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (νέα τακτική διαδικασία).

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει επί της από 20-12-2017 (………/2018) αγωγής.

Απορρίπτει την αγωγή.

Καταδικάζει τον ηττηθέντα ενάγοντα στη δικαστική δαπάνη του εναγομένου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των 4.600€.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  30 Μαρτίου   2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ