ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
628/ 2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, Κ.Δ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), η κρινόμενη από 11-8-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……….) έφεση του καθ’ού η ανακοπή, που ηττήθηκε ολικώς στην πρωτοβάθμια δίκη, κατά της υπ’ αριθ. 134/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, δεχόμενη εν όλω την από 11-6-2014 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …….) ανακοπή της ανακόπτουσας κατ’αυτού, περί ακυρώσεως της υπ’αριθμ. ……… Α Επαναληπτικής Περίληψης της υπ’αριθμ. …….. Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ψιλής Κυριότητας Ακινήτων του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Ε.Λ.. Έχει ασκηθεί δε νομότυπα (άρθρα 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β’, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016, κατ’άρθρο ένατο παρ.2 αυτού, δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοση της προς ή από τον εκκαλούντα, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ έχει κατατεθεί και το νόμιμο παράβολο κατά την άσκηση της (υπ’αριθμ. …….. κωδικός e-παραβόλου και αποδεικτικό πληρωμής του της Alpha Bank). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη.
Η ανακόπτουσα με την ένδικη ανακοπή της και τους ειδικότερα εκτιθέμενους σε αυτήν λόγους, ζήτησε την ακύρωση της υπ’αριθμ. …….Επαναληπτικής Περίληψης Κατασχετήριας Έκθεσης Ψιλής Κυριότητας Ακινήτων (διαμερισμάτων) του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Ε.Λ., δυνάμει της οποίας επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της. Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 134/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της περί ακυρότητας της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, διαρκούσης της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως της ασφαλιστικής εταιρείας «……….», έγινε αυτή δεκτή στο σύνολο της και ακυρώθηκε η παραπάνω πράξη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο καθού η ανακοπή με τους αναφερόμενους στην έφεση του λόγους, αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της και την απόρριψη της ανακοπής στο σύνολο της και, επικουρικά, κατά το μέρος που με αυτήν ακυρώθηκε η αναγκαστική κατάσχεση της ψιλής κυριότητας του ισογείου διαμερίσματος, και να επιβληθούν σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Ο κανόνας της αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης που ισχύει ως προς την ευθύνη των υπό εκκαθάριση ασφαλιστικών εταιρειών, αλλά και των ασφαλισμένων αυτών, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρον η ασφαλιστική εταιρεία, λόγω της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας τους, κατ’άρθρο 12 παρ.5 του νδ 400/1970, κάμπτεται στην περίπτωση της ασφάλισης του κλάδου αυτοκινήτων. Ειδικότερα, στην περίπτωση αυτή όπου παρέχεται δικαίωμα ευθείας εναγωγής του ασφαλιστή από τον ζημιωθέντα τρίτο (άρθρο 10 παρ.1 πδ 237/1986), προβλέπεται ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο υποχρεούται να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την προβλεπόμενη αποζημίωση λόγω θανάτου ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα, μεταξύ άλλων και όταν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας του ασφαλιστή (άρθρο 19 παρ.1 περ.γ’του άνω πδ/τος), και από την ημερομηνία της ανακλήσεως αυτό υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τους, που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις, των εκκρεμών μάλιστα δικών συνεχιζόμενων χωρίς άλλο από αυτό (άρθρο 25 παρ.4 του ως άνω πδ/τος). Επομένως, ο ζημιωθείς τρίτος δεν απαιτείται να αναμείνει να ολοκληρωθεί η ασφαλιστική εκκαθάριση, αφού δεν εμποδίζεται να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Επικουρικού Κεφαλαίου αλλά και των ασφαλισμένων της ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, που έκρινε ότι ο λόγος αυτός είναι νόμιμος και ουσιαστικά βάσιμος, Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται και από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, με την υπ’αριθμ. 5.180/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, υποχρεώθηκε η ανακόπτουσα και το Επικουρικό Κεφάλαιο, καθώς είχε ήδη ανακληθεί η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρείας, με την επωνυμία «…………», να καταβάλουν εις ολόκληρον στον καθού η ανακοπή, που υπέστη σωματική βλάβη και υλικές ζημίες κατά το τροχαίο ατύχημα που προκάλεσε από αποκλειστική της υπαιτιότητα η ανακόπτουσα, οδηγώντας το υπ’αριθμ. κυκλοφορίας ……… δίκυκλο μοτοποδήλατο, που ήταν ασφαλισμένο στην ως άνω εταιρεία, για τις έναντι τρίτων προκαλούμενες ζημίες, και κατά την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της (ανακόπτουσας), με την προσβαλλομένη υπ’αριθμ. ………. Επαναληπτική Περίληψη, η συγκεκριμένη εταιρεία βρισκόταν ακόμη υπό ασφαλιστική εκκαθάριση. Επομένως, πρέπει, να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση, με τον πέμπτο λόγο της οποίας προβάλλεται η ανωτέρω πλημμέλεια, να εξαφανιστεί στο σύνολο της η εκκαλουμένη απόφαση και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση για να τη δικάσει, να ερευνήσει περαιτέρω την ανακοπή, κατά τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, δηλαδή και ως προς τους λόγους της που δεν εξετάστηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η ανακοπή (ΑΠ 1464/2012 ΕΠΟΛΔ 2013.560, ΑΠ 1286/2012 ΕΠΟΛΔ 2013.562).
Κατά τα άρθρα 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί
μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα παρισταμένων, μόνο για το
δικαίωμα που κρίθηκε και εφ’ όσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια
ιστορική και νομική αιτία, δεδικασμένο, το οποίο δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί,
για να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογητική
σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά,
με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει το δικαίωμα που
κρίθηκε εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, οφείλει
να θέσει ως βάση της απόφασης του το δεδικασμένο που προκύπτει από την
απόφαση αυτή, λαμβάνοντας το ως αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι
απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη
του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό
ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για έννομη σχέση που
προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού,
έννομη δε σχέση, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι το σύνολο των
έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσιδίκως και όχι τα πραγματικά γεγονότα που
γέννησαν ή απέσβεσαν τις έννομες αυτές συνέπειες (ΑΠ 1419/2015, ΑΠ 1184/2015
αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης του, που βάλλει και κατά της ανακοπής, ο εκκαλών παραπονείται, διατεινόμενος ότι η προσβαλλομένη απόφαση παραβίασε το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ’αριθμ. 373/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα η ανακοπή της νυν εφεσίβλητης κατά της υπ’αριθμ. …….. έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ψιλής κυριότητας ακινήτου, ως προς το κατασχεθέν ισόγειο διαμέρισμα, με βάση τις παραδοχές στην αιτιολογία της, στις οποίες γίνεται μνεία. Ο λόγος αυτός ελέγχεται ως νομικά αβάσιμος, αφού η δέσμευση από το δεδικασμένο, προϋποθέτει, σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, ταυτότητα αντικειμένου, δηλαδή θα πρέπει να αφορά το κύρος της ίδιας πράξης της εκτέλεσης, που δεν συντρέχει στην υπό κρίση περίπτωση, αφού με την προηγηθείσα ανακοπή πλήττετο το κύρος άλλης πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας, ενώ δεν εμπίπτει αυτοτελώς στην έννοια του δεδικασμένου η αιτιολογία της απόφασης.
Με τον δεύτερο-επικουρικά προταθέντα-λόγο της έφεσης του, που αφορά επίσης και την ανακοπή, ο εκκαλών διατείνεται ότι, εσφαλμένα με την πρωτόδικη απόφαση ακυρώθηκε η προσβαλλομένη με αυτήν α “επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης ακινήτων, ως προς αμφότερα τα ακίνητα που αφορούσε, δηλαδή το διαμέρισμα του ισογείου και του α’ορόφου της κειμένης στον Κορυδαλλό και επί της οδού ………. πολυκατοικίας, εφόσον με την προαναφερθείσα υπ’αριθμ. 373/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ακυρώθηκε η υπ’αριθμ. …….. (αρχική) κατασχετήρια έκθεση ψιλής κυριότητας των ίδιων ακινήτων, μόνον ως προς το διαμέρισμα του α’ορόφου επηρεάζοντας έτσι κάθε μεταγενέστερη αυτής πράξη, όπως η προσβαλλομένη εν προκειμένω, μόνον ως προς το συγκεκριμένο και όχι αμφότερα τα ακίνητα. Ο λόγος αυτός, με τον οποίο ο εκκαλών ουσιαστικά επικαλείται παραβίαση του δεδικασμένου υπό την αρνητική λειτουργία του, τυγχάνει απορριπτέος, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Εξάλλου, με το άρθρο 934 του ΚΠολΔ καθιερώνεται το σύστημα της κατά στάδια προσβολής με ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, των επί μέρους πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, με συνέπεια η ακυρότητα μιας προηγούμενης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης να μην συμπαρασύρει σε ακυρότητα αυτοδικαίως και την επόμενη πράξη, πολλώ δε μάλλον η κρίση περί του ότι μια προηγούμενη πράξη είναι έγκυρη, δεν συνεπάγεται άνευ άλλου τινός την εγκυρότητα και κάθε επόμενης πράξης ως προς αυτό, δοθέντος μάλιστα ότι αυτή μπορεί να πάσχει για διαφορετικές πλημμέλειες.
Με τον τρίτο λόγο της έφεσης του, ο εκκαλών διατείνεται ότι η εκκαλουμένη άνευ αιτιολογίας και χωρίς έρευνα της συνδρομής των προϋποθέσεων του ν.3869/2010, ακύρωσε την προσβαλλομένη πράξη, και ως προς το ισόγειο διαμέρισμα, το οποίο ούτε η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ούτε αποδείχθηκε ότι χρησιμοποιείτο ως κύρια κατοικία της. Ο λόγος αυτός, που πλήττει και την ανακοπή, κατά το μέρος που ζητείται η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξης, αναφορικά με το παραπάνω διαμέρισμα, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, εφόσον από την επισκόπηση του δικογράφου της ανακοπής, αποδεικνύεται ότι η ανακόπτουσα, μνημονεύει μεν τον συγκεκριμένο νόμο στην πραγματικότητα, όμως, παραθέτει το κείμενο του άρθρου 2 του ν.4224/2013, στο οποίο και αναφέρεται στη συνέχεια κατά την ανάπτυξη του σχετικού δεύτερου λόγου αυτής.
Σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 2 του ν.4224/2013, από 1.1.2014 και μέχρι 31.12.2014 απαγορεύονται οι πλειστηριασμοί ακινήτων οφειλετών, που χρησιμεύουν ως κύρια κατοικία τους δηλωθείσα ως τέτοια στην τελευταία δήλωση φόρου εισοδήματος τους, εφόσον η αντικειμενική αξία του ακινήτου δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της υποπαραγράφου 1β (παρ. 1α). Προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, για την απαγόρευση πλειστηριασμού, αποτελεί η μέχρι τις 31-1-2014 ή εντός δύο μηνών από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, υποβολή, από τον οφειλέτη στον δανειστή, με κάθε πρόσφορο μέσο, υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ.13 του ν.2479/1997, στην οποία αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία του οφειλέτη, λεπτομερή και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας, περιγραφή της πλήρωσης των λοιπών προϋποθέσεων του συγκεκριμένου νόμου για την αναστολή του πλειστηριασμού και λεπτομερής αναγραφή των κινήσεων λογαριασμού που ξεπερνούν το ποσό των 1.000 ευρώ τους τελευταίους 24 μήνες πριν την υποβολή της υπεύθυνης δήλωσης (παρ.2α). Επίσης, κατά τη διάρκεια απαγόρευσης του πλειστηριασμού, οι οφειλέτες υποχρεούνται να καταβάλουν προς τους δανειστές μηνιαίως ποσοστό 10% επί του καθαρού μηνιαίου εισοδήματος τους, εφόσον το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν ξεπερνά τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Εφόσον το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα ξεπερνά τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ, οι οφειλέτες υποχρεούνται να καταβάλουν προς τους δανειστές μηνιαίως ποσοστό 10% στο ποσό μέχρι τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ και ποσοστό 20% στο υπερβάλλον εισόδημα, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην παρ.3 του ως άνω άρθρου, όπου προβλέπεται δυνατότητα μηδενικών καταβολών επί μηδενικού εισοδήματος, καθώς και ότι σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής του οφειλέτη για τρεις (3) μήνες συνολικά, αίρεται για αυτόν και τη συγκεκριμένη οφειλή η απαγόρευση πλειστηριασμού.
Η ανακόπτουσα με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της, επικαλέστηκε ακυρότητα της προσβαλλομένης, αναφορικά με το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, σε βάρος του οποίου επισπεύστηκε αναγκαστική εκτέλεση, λόγω συνδρομής στο πρόσωπο της όλων των προϋποθέσεων που τάσσει το άρθρο 2 του ν.4224/2013. Παρέλειψε, ωστόσο, για την επαρκή θεμελίωση του να μνημονεύσει τη συνδρομή και των προϋποθέσεων της παρ.2 και 3 του προαναφερθέντος άρθρου του ν.4224/2013, η έλλειψη των οποίων έχει ως αποτέλεσμα την έκπτωση από την προστασία του νόμου, ακόμα κι αν πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις, πέραν του ότι η συνδρομή τους δεν αποδεικνύεται από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν. Επομένως, ο έκτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών επικαλέστηκε αοριστία του λόγου της ανακοπής περί συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 2 του ν.4224/2013, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ουσίαν.
Η ακυρότητα μιας ενδιάμεσης πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας, απαγγέλλεται κατόπιν ανακοπής, που πρέπει να ασκείται έως την έναρξη του πλειστηριασμού (άρθρο 934 παρ. ιβ ΚΠολΔ), υπό την επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης, κατά το άρθρο 159 παρ. 3 του ΚΠολΔ, με εξαίρεση τον πλειστηριασμό, που αν διενεργηθεί παρά την ανυπαρξία όλων ή μιας των τασσομένων με ποινή ακυρότητας διατυπώσεων του, είναι άκυρος, ανεξαρτήτως βλάβης. Αντίθετα, η ελαττωματικότητα της περίληψης (ή αποσπάσματος) της κατασχετήριας έκθεσης συνεπάγεται ακυρότητα, η οποία κρίνεται με βάση τη διάταξη περί δικονομικών ακυροτήτων του άρθρου 159 παρ. 3 του ΚΠολΔ, κατά την οποία, η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης, συνεπάγεται ακυρότητα, την οποία απαγγέλλει το δικαστήριο, αν ο δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (ΕφΠατρ 452/2013 ΕΦΑΔ 2014.316, ΕφΘεσ (Μον) 1014/2018 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της ανακοπής, με τον οποίο η ανακόπτουσα παραπονέθηκε για ακυρότητα της προσβαλλομένης, για το λόγο ότι αναφορικά με το εκ των κατασχεθέντων, διαμέρισμα του ισογείου, δεν αναγράφεται η ακριβής διεύθυνση στην οποία βρίσκεται, το κτηματολογικό γραφείο στο οποίο έχει καταχωρηθεί καθώς και το ΚΑΕΚ αμφοτέρων των εκπλειστηριαζόμενων ακινήτων, χωρίς ωστόσο την επίκληση της συνδρομής βλάβης της εξ αυτού του λόγου, πάσχει αοριστίας, δεκτού γενομένου του έβδομου λόγου της έφεσης.
Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης του, που πλήττει και την ανακοπή, ο εκκαλών διατείνεται ότι με αυτήν ζητείτο η ακύρωση της προσβαλλομένης, μόνον καθό μέρος αφορούσε το ακίνητο του α’ορόφου, που χρησιμοποιείτο, κατά τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας, ως κύρια κατοικία της, και ότι παρά ταύτα, με την προσβαλλομένη, ακυρώθηκε αυτή στο σύνολο της. Από την επισκόπηση του δικογράφου της ανακοπής, ωστόσο, προκύπτει ότι ο πρώτος και τρίτος λόγος αυτής, περί απαγόρευσης επίσπευσης πλειστηριασμού κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, αντίστοιχα, αφορούν αμφότερα τα ακίνητα. Συνεπώς, ο συγκεκριμένος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτελέσεως, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη (ΑΠ 724/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής της, κατ’εκτίμηση του περιεχομένου του, η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι ο καθού καταχρηστικά επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση επί αμφοτέρων των ακινήτων της, με σκοπό αυτή να απωλέσει το σύνολο της ακίνητης περιουσίας της, αφού θα αρκούσε ο πλειστηριασμός ενός εκ τω κατασχεθέντων ακινήτων της για την ικανοποίηση της απαίτησης του, ώστε να υφίσταται δυσαναλογία μεταξύ χρησιμοποιούμενου μέσου και επιδωκόμενου σκοπού, δεδομένης και της επικείμενης ικανοποίησης αυτής εκ μέρους του Επικουρικού Κεφαλαίου, της οποίας ο καθού έχει λάβει γνώση. Επιπλέον, η καταχρηστικότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης ως προς το διαμέρισμα του α’ ορόφου, συνίσταται επιπλέον στο ότι αυτό αποτελεί την κύρια κατοικία της ιδίας και των τριών τέκνων της, προστατευόμενων από την ίδια, των δύο εξ αυτών ως ανηλίκων και του τρίτου ως φοιτητή. Από δε τα έγγραφα της δικογραφίας αποδεικνύεται ότι, η απαίτηση του εκκαλούντος, για την ικανοποίηση της οποίας ενέχεται εις ολόκληρον η ανακόπτουσα και επισπεύστηκε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της, δυνάμει της υπ’αριθμ. 5.180/2012 οριστικής απόφασης του Εφετείου Αθηνών, ανέρχεται στο ποσό των 91.670,55 ευρώ κατά κεφάλαιο, πλέον τόκων, το ποσό των οποίων μέχρι τη σύνταξη της από 27-3-2013 επιταγής προς πληρωμή, ανερχόταν σε 78.808,01 ευρώ, δηλαδή συνολικά σε 170.479,46 ευρώ. Επιπλέον, η αντικειμενική αξία του δικαιώματος της ανακόπτουσας, ήτοι της ψιλής κυριότητας των εκπλειστηριαζόμενων ακινήτων, ανερχόταν, κατά τον χρόνο σύνταξης της προσβαλλομένης, της μεν ψιλής κυριότητας του διαμερίσματος του ισογείου στο ποσό των 79.380 ευρώ και εκείνης του διαμερίσματος του α’ορόφου, στο ποσό των 103.390 ευρώ, επομένως, η εκπλειστηρίαση ενός εξ αυτών δεν αρκούσε για την ικανοποίηση της απαίτησης του επισπεύδοντος, απορριπτόμενου του άνω λόγου ανακοπής, κατά το πρώτο σκέλος του, κατά παραδοχή του βάσιμου, ως προς το ίδιο σκέλος, του όγδοου λόγου της έφεσης. Πλέον αυτών, αποδείχθηκε ότι πράγματι, κατά τον χρόνο που επισπεύστηκε αναγκαστική εκτέλεση, με την προσβαλλομένη α επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης, το κατασχεθέν διαμέρισμα του α’ορόφου αποτελούσε τη μοναδική κύρια κατοικία της ανακόπτουσας και των τριών υιών της, η οποία μάλιστα είχε δηλωθεί ως τέτοια το προηγούμενο έτος στη δήλωση φόρου εισοδήματος της και στο αντίστοιχο φύλλο Ε9 προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία υιός της, που γεννήθηκε το έτος 1993, το έτος 2014 ήταν ακόμη φοιτητής στη Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών Ηλεκτρονικής στον Πειραιά, ενώ τα μικρότερα σε ηλικία, ………….., που γεννήθηκαν τα έτη 1997 και 1998, ήταν ακόμη ανήλικα. Υπό τα δεδομένα αυτά και θεωρούμενης ως βεβαίας της μερικής έστω ικανοποίησης του εκκαλούντος από το Επικουρικό Κεφάλαιο, ως εις ολόκληρον υπεύθυνου για την καταβολή των οφειλομένων, η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος και του συγκεκριμένου ακινήτου, υπερβαίνει προφανώς και εκδήλως τα όρια που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη, αφού προκαλεί έντονη την εντύπωση αδικίας σε βάρος της ανακόπτουσας, με ιδιαίτερα επαχθείς επιπτώσεις σε βάρος της, ανεξαρτήτως του ότι πράγματι από τον χρόνο του ατυχήματος (19-7-2003) είχε παρέλθει ήδη χρονικό διάστημα 10 ετών και ο ενάγων-εκκαλών δεν είχε ακόμη αποζημιωθεί προς κάλυψη των εντεύθεν ζημιών του. Συνεπώς, απορριπτόμενου του άνω λόγου της έφεσης, κατά το σχετικό σκέλος του, πρέπει η ανακοπή να γίνει δεκτή κατά παραδοχή του παραπάνω λόγου της, ως προς το συγκεκριμένο σκέλος του. Σημειώνεται πλεοναστικώς ότι, με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις της η ανακόπτουσα διατείνεται ότι πράγματι το Επικουρικό Κεφάλαιο στις 8-9-2015 προέβη σε πλήρη και ολοσχερή ικανοποίηση του καθού, πλην όμως, ο συγκεκριμένος λόγος, ανεξαρτήτως του ότι είναι οψιγενής, απαραδέκτως προτείνεται το πρώτον στο παρόν στάδιο (ΑΠ 640/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 169/012 ΕΠΟΛΔ 2012.774).
Επομένως, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως, πρέπει η ανακοπή να γίνει δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και να ακυρωθεί η προσβαλλομένη α “επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης, αναφορικά με το περιγραφόμενο στο σκεπτικό διαμέρισμα του α’ορόφου, να διαταχθεί ακολούθως η επιστροφή του παραβόλου στον εκκαλούντα, λόγω της νίκης του (άρθρο 495 παρ.3 εδ. ε του ΚΠολΔ) και, ανάλογα προς την έκταση αυτής, να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, σε βάρος της ανακόπτουσας-εφεσίβλητης, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, 63 § 2 του ν.4194/2013 σε συνδυασμό με το παράρτημα στο άρθρο 166 του ίδιου νόμου).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 11-8-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………..) έφεση του καθ’ού η ανακοπή κατά της υπ’αριθμ. 134/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκηση της.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή κατά το μέρος που αφορά στην ακύρωση της υπ’αριθμ. ……. α’επαναληπτικής περίληψης της υπ’αριθμ. ………. έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ψιλής κυριότητας ακινήτων του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, Ε.Λ., ως προς το διαμέρισμα του α’ορόφου.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’αριθμ. ……. α’επαναληπτική περίληψη της υπ’αριθμ. …….. έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ψιλής κυριότητας ακινήτων του άνω δικαστικού επιμελητή, ως προς το άνω σκέλος της.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ανακόπτουσας, μέρος των δικαστικών εξόδων του καθού η ανακοπή, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 18 -10-2018.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ