Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 224/2021

Αριθμός     224/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τμήμα 3ο )

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΑΣΚΟΥΝΤΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΦΕΣΗΣ:  Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου (2η Δ.Υ.Π.Ε.)», το οποίο εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Παρασκευή Γεωργίου.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΚΑΘ΄ΩΝ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ:  1) ………., 2) ……., 3) ………, 4) …….., 5)  ………, 6) ………, 7) ……., 8) …….., 9) ………, 10) ………, 11) ………, 12) ……… και 13) ………., κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ιωάννη Τουτζιαράκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Οι  εφεσίβλητοι-καθ΄ ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης (και η μη διάδικος στη παρούσα δίκη, ………..-10η εκ των εναγόντων) άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  1.11.2017  (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4177/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή ως προς της δέκατη των εναγόντων και δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως προς τους λοιπούς.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν-ασκούν τους πρόσθετους λόγους  έφεσης με την από 11.10.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου Πειραιώς ……../2018, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……./2019) έφεσή του καθώς και με τους από 18.11.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……./2021) πρόσθετους λόγους έφεσης. Δικάσιμος της ως άνω εφέσεως ορίσθηκε αρχικά η 21η.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και τις υπ΄ αριθμ. 37/2020 και 81/2020 Πράξεις του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Δικάσιμος των ως άνω προσθέτων  λόγων εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος-ασκούντος του πρόσθετους λόγους έφεσης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων-καθ΄ ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του  με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 11.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2018 έφεση κατά της με αριθμό 4177/10.9.2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων επί της με αριθμό ……../2017 αγωγής, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νοµότυπα και εµπρόθεσµα, εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της, αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια και επιπλέον το πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη Γραµµατεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 11.10.2018 η δε εκκαλουμένη εξεδόθη στις 10.9.2018 (άρθρα 495,496,498,511,513,516 § 1,517 εδαφ.α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ). Η έφεση δε αρµοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει επομένως και να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, με δεδομένο ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012. Με την έφεση πρέπει να συνεκδικασθούν και οι νομότυπα ασκηθέντες και επιδοθέντες, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες μετ’επικλήσεως με αριθμούς …, ……. και ../21.1.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών ………., νομοτύπως 8 μέρες πριν από τη συζήτηση (άρθρο 591 παρ. 1ζ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015) με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2021 πρόσθετοι αυτής λόγοι, οι οποίοι συνέχονται με τα εκκληθέντα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρα 246 και 520 του ΚΠολΔ), οι οποίοι, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό ………./2017 αγωγή τους οι ενάγοντες ήδη εφεσίβλητοι εξέθεταν ότι είναι ιατροί των αναφερόμενων στην αγωγή ειδικοτήτων και οδοντίατροι, που έχουν εργαστεί κατά το παρελθόν στο ΙΚΑ με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Ότι κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 17 του ν. 4238/2014 μεταφέρθηκαν και εντάχθηκαν στο ήδη εκκαλούν νπδδ που εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη και εργάζονται από 31-12-2014 ως πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Ότι μετά την ως άνω ένταξή τους, το ήδη εκκαλούν αφενός μεν τους έχει καταβάλει αποδοχές και επιδόματα Επιμελητών ΑΙ αντί Διευθυντών, ως όφειλε σύμφωνα με το ν. 4238/2016, αφετέρου δε, τους έχει καταβάλει αποδοχές υπολειπόμενες των οφειλομένων εφαρμόζοντας δυνάμει του ν. 4093/2012 αντισυνταγματική περικοπή των αποδοχών τους και δη του βασικού μισθού, του νοσοκομειακού επιδόματος, του επιδόματος βιβλιοθήκης και του επιδόματος θέσεως ευθύνης, όπως αυτά εξειδικεύονταν στο δικόγραφο της αγωγής, ενώ, περαιτέρω, εσφαλμένα τους κατέβαλε επίδομα χρόνου υπηρεσίας, υπολογιζόμενο επί του βασικού μισθού του εκάστοτε βαθμού τον οποίον κατείχαν αντί του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη, κατ’ άρθρον 181 του ν. 4270/2014 και 86 περ. 6β του ν. 4307/2014, κα δεν συνυπολόγισε το χρόνο προϋπηρεσίας τους στο ΙΚΑ, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ν. 4255/2014, το άρθρο 66 περ. 2 του ν. 3984/2011, το Κεφ ΙΖ υποπαράγραφος IΖ.1 περίπτωση Δ2 τελευταίο εδάφιο ν. 4254/2014, το άρθρο 38 εδ. 3-4 του ν. 4368/2016 και το άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 4238/2014. Ότι συνεπεία των ανωτέρω, προκύπτουν διαφορές μεταξύ των καταβληθεισών και των καταβλητέων μηνιαίων αποδοχών τους όπως εξειδίκευσαν τις διαφορές αυτές με το δικόγραφο της αγωγής. Ακολούθως αιτήθηκαν, α) κυρίως μεν, λόγω της αντισυνταγματικότητας των περικοπών του ν. 4093/2012, ως επίσης και του ότι το επίδομα χρόνου προϋπηρεσίας έπρεπε να υπολογίζεται επί του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη, να αναγνωρισθεί ότι το ήδη εκκαλούν νπδδ οφείλει να τους καταβάλει για διαφορές αποδοχών κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 31-5-2018, ως χρόνο πιθανής συζήτησης της υπό κρίσιν αγωγής : στην πρώτη (1η) εξ αυτών το ποσό των 1.101,71 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 45.170,11 ευρώ, στον δεύτερο (20) εξ αυτών το ποσό των 1.172,51 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 48.072,91 ευρώ, στην τρίτη (3η) εξ αυτών το ποσό των 1.101,71 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 45.170,11 ευρώ, στην τέταρτη (4η) εξ αυτών το ποσό των 1.101,71 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 45.170,11 ευρώ, στον πέμπτο (5ο) εξ αυτών το ποσό των 1.079,55 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 44.261,55 ευρώ, στον έκτο (6ο) εξ αυτών το ποσό των 1.079,55 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 44.261,55 ευρώ, στον έβδομο (7ο) εξ αυτών το ποσό των 1.101,71 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 45.170,11 ευρώ, στην όγδοη (8η) εξ αυτών το ποσό των 1.013,07 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 41.535,87 ευρώ, στην ένατη (9η) εξ αυτών το ποσό των 1.035,23 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 42.444,43 ευρώ, στην δέκατη (10η) εξ αυτών το ποσό των 1.1 01,71 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 45.170,11 ευρώ, στον ενδέκατο (110) εξ αυτών το ποσό των 1.035,23 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 42.444,43 ευρώ, στον δωδέκατο (12ο) εξ αυτών το ποσό των 1.101,71 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 45.170,11 ευρώ, στην δέκατη τρίτη (13η) εξ αυτών το ποσό των 1057,39 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 43.352,99 ευρώ και στον δέκατο τέταρτο (14ο) εξ αυτών το ποσό των 1.101,71 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 45.170,11 ευρώ.  Αιτήθηκαν δε β) επικουρικά και, ειδικότερα, στην περίπτωση που θεωρηθεί συνταγματική η περικοπή των αποδοχών τους με βάση τις διατάξεις του  ν. 4093/2012 και με δεδομένο ότι το επίδομα χρόνου προϋπηρεσίας έπρεπε να υπολογίζεται επί του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να τους καταβάλει για διαφορές αποδοχών κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 31-5-2018, ως χρόνο πιθανής συζήτησης της αγωγής: στην πρώτη (1η) εξ αυτών το ποσό των 524,80 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 21.516,80 ευρώ, στον δεύτερο (20) εξ αυτών το ποσό των 595,60 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 24.419,60 ευρώ, στην τρίτη (3η) εξ αυτών το ποσό των 524,80 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 21.516,80 ευρώ, στην τέταρτη (4η) εξ αυτών το ποσό των 524,80 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 21.516,80 ευρώ, στον πέμπτο (5ο) εξ αυτών το ποσό των 502,64 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 20.608,24 ευρώ, στον έκτο (6ο) εξ αυτών το ποσό των 502,64 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 20.608,24 ευρώ, στον έβδομο (7ο) εξ αυτών το ποσό των 524,80 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 21.516,80 ευρώ, στην όγδοη (8η) εξ αυτών το ποσό των 436,16 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 17.882,56 ευρώ, στην ένατη (9η) εξ αυτών το ποσό των 458,32 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 18.791,12 ευρώ, στην δέκατη (10η) εξ αυτών το ποσό των 524,80 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 21.516,80 ευρώ, στον ενδέκατο (11ο) εξ αυτών το ποσό των 456,32 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 18.791,12 ευρώ, στον δωδέκατο (12ο) εξ αυτών το ποσό των 524,80 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 21.516,80 ευρώ, στην δέκατη τρίτη (13ο) εξ αυτών το ποσό των 480,48 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 19.699,68 ευρώ και στον δέκατο τέταρτο (140) εξ αυτών το ποσό των 524,80 ευρώ μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 21.516,80 ευρώ, όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο των αποτελούντων τα ως άνω ποσά κονδυλίων κατέστη απαιτητό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγή, απορρίπτοντας ισχυρισμό περί τους αντιθέτου, και ότι είναι το καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο με βάση τις διατάξεις 16 παρ. 2 και 25 παρ. 2 του ΚΠολΔ προς εκδίκαση κατά τη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 παρ. 3 και 621 επ. του ΚΠολΔ). Στη συνέχεια την έκρινε ορισμένη, απορρίπτοντας ισχυρισμό περί του αντιθέτου, και νόμιμη ως προς την κύρια βάση της πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί τοκοδοσίας, το οποίο έκρινε νόμιμο μόνο αφότου επιδόθηκε η αγωγή. Εν τέλει δε την απέρριψε κατ’ουσίαν ως προς τη δέκατη ενάγουσα της και τη δέχθηκε κατά ένα μέρος ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα κατά τους λοιπούς ενάγοντες αναγνωρίζοντας ότι το ήδη εκκαλούν οφείλει να καταβάλει στην πρώτη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 39.661,56 ευρώ, στον δεύτερο εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 29.593,08 ευρώ, στην τρίτη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 39.661,56 ευρώ, στην τέταρτη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 39.661,56 ευρώ, στον πέμπτο εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 38.863,80 ευρώ, στον έκτο εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 38.863,80 ευρώ, στον έβδομο εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 39.661,56 ευρώ, στην όγδοη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 36.470,52 ευρώ, στην ένατη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 37.268,28 ευρώ, στον ενδέκατο εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 37.268,28 ευρώ, στον δωδέκατο εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 39.661,56 ευρώ, στην δέκατη τρίτη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 38.066,04 ευρώ και στον δέκατο τέταρτο το συνολικό ποσό των 39.661,56 ευρώ εντόκως από την επίδοση της αγωγής με ποσοστό τόκου 6% ετησίως. Σύμφωνα με το άρθρο 527 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία’ αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (350/2020 ΑΠ δημ. νόμος). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκκαλούσα με τον πέμπτο πρόσθετο λόγο εφέσεως προτείνει για πρώτη φορά ισχυρισμό εν μέρει εξόφλησης των εφεσιβλήτων, με την καταβολή των αναφερόμενων στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ποσών το μήνα Ιανουάριο του 2019, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 Ν. 4575/2018 και την κυα με αριθμό οικ /2/88420/ ΦΕΚ Β 5435-4/12/2018. Επικαλείται μάλιστα συγκεκριμένο έγγραφο που αποδεικνύει την καταβολή με τις προτάσεις του. Επειδή η καταβολή είναι μεταγενέστερη του χρόνου έκδοσης της εκκαλουμένης απόφασης ο ισχυρισμός αυτός προτείνεται παραδεκτά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και θα ερευνηθεί κατ’ουσίαν. Αντιθέτως τα όσα αναφέρει στους έβδομο και όγδοο λόγους στο δικόγραφο της εφέσεως γενικώς περί εξόφλησης των εφεσιβλήτων πέραν της αοριστίας του, είναι ισχυρισμός που προτείνεται πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου αυτού απαραδέκτως κατ’άρθρο 527 του ΚΠολΔ, καθώς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το εκκαλούν ισχυρίστηκε ότι οι ενάγοντες έπρεπε να προσκομίσουν τις μισθοδοτικές τους καταστάσεις για να αποδείξουν την ιστορική βάση της αγωγής τους και ουδένα ισχυρισμό περί εξόφλησης τους διατύπωσε. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ν. 4607/2019 περί τοκοφορίας οφειλών του δημοσίου το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για: α) τις απαιτήσεις των φορολογουμένων της παρ. 2 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170), β) τις περιπτώσεις όπου σε σύμβαση, στην οποία συμβάλλεται νόμιμα το Δημόσιο, έχει περιληφθεί ειδική πρόβλεψη σχετικά με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, γ) τις αξιώσεις ιδιωτών που στηρίζονται σε ειδικές και ευθέως εφαρμοζόμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, με τις οποίες έχει καθοριστεί, ρητά και ειδικά, ύψος επιτοκίου. Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η παραπάνω διάταξη είναι ειδικότερη σε σχέση με αυτή του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού έκτου πρόσθετου λόγου εφέσεως θα εξαφανιστεί κατά το παρεπόμενο κεφάλαιο περί τοκοδοσίας η εκκαλουμένη και οποιοδήποτε ποσό κριθεί ότι οφείλεται θα οφείλεται με το επιτόκιο του άρθρου 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019, να σημειωθεί δε ότι για την επιδίκαση τόκων δεν απαιτείται καταψηφιστικό αίτημα όπως αβασίμως ισχυρίζεται το εκκαλούν με τον ενδέκατο λόγο εφέσεως του. Οι πρώτος των πρόσθετων λόγων περί έλλειψης δικαιοδοσίας του δικαστηρίου επαναφέρει ισχυρισμό που προτάθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αναδιατυπώνει λόγο εφέσεως και αφορά διαδικαστική προϋποθέσεις που ελέγχεται αυτεπαγγέλτως. Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν από 18.4.2001 μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1) και ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β)… γ)… Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος που αφορά τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκύπτει ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημα του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993). Εξ άλλου, σε εφαρμογή των αντιστοίχων Συνταγματικών ρυθμίσεων του άρθρου 94 παρ.1 και 3, όπως ίσχυαν πριν την πιο πάνω αναθεώρηση, εκδόθηκε ο Ν. 1406/1983, με τα άρθρα 1 και 9 του οποίου όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπήχθησαν από 11.6.1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 εδ. θ’ του Ν. 1406/1983, όπως στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ.3 του Ν. 2721/1999, ορίσθηκε ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνονται ιδίως και διαφορές που αφορούν τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Ως “αποδοχές”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αποδοχές του προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή τα Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση δημόσιου δικαίου. Απ’ αυτό γίνεται φανερό ότι οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές των μισθωτών που συνδέονται με το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α ή τα Ν.Π.Δ.Δ, όπως είναι το εκκαλούν με την επωνυμία «διοίκηση υγειονομικής περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου» (άρθ. 1 παρ. 2 του Ν. 3329/2005), με σύμβαση ή σχέση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 11/1992, ΑΠ 533/2018, ΑΠ 22/2016, ΑΠ 1340/2014, ΑΠ 1635/2012). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 εδ. α – δ του Ν. 4238/2014 “Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις” (ΦΕΚ Α 38) ορίσθηκε ότι “Το σύνολο του μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) ιατρικού, οδοντιατρικού, νοσηλευτικού, επιστημονικού, παραϊατρικού, τεχνικού, διοικητικού προσωπικού των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τίθεται, αυτοδικαίως, από την ισχύ του παρόντος, σε καθεστώς διαθεσιμότητας με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχει. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παραμένουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας επί έναν (1) μήνα και εν συνεχεία, μετατάσσονται / μεταφέρονται, μετά από αίτησή τους, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου, σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν στις Διοικήσεις των αντίστοιχων, χωροταξικά, Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), όπως προβλέπεται με την παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 (Α` 288). Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζεται η χωροταξική κατανομή, ανά Υγειονομική Περιφέρεια, των υφιστάμενων Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Στους υπαλλήλους που τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας καταβάλλονται τα τρία τέταρτα (3/4) των αποδοχών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις…”, ενώ με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι “οι διαπιστωτικές πράξεις για τη θέση σε καθεστώς διαθεσιμότητας των ανωτέρω υπαλλήλων εκδίδονται από το όργανο διοίκησης του φορέα προέλευσης”. Κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής, εκδόθηκε η με αριθ. Γ.Π./οικ 18936/26.2.2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β 485) των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Υγείας, με την οποία συστήθηκαν και κατανεμήθηκαν ανά ειδικότητα (ιατροί) ή κλάδο (λοιπό προσωπικό) 9.930 οργανικές θέσεις, μόνιμου και με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, ιατρικού, νοσηλευτικού, παραϊατρικού και λοιπού προσωπικού στις επτά Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών της χώρας. Εξ άλλου με τη διάταξη του άρθρου 17 του ιδίου νόμου και υπό τον παράτιτλο “Κινητικότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς Δ.Υ.Πε”, όπως τα δύο πρώτα εδάφια της παρ.1 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο πρώτο υποπαρ. Ι5 του Ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α 85) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: “(1). Εκ των υπαλλήλων των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, οι ιατροί/οδοντίατροι, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., μετατάσσονται / μεταφέρονται αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης, λαμβανομένων υπόψη και των ρυθμίσεων της παρ. 18 του άρθρου 32 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει. Το λοιπό προσωπικό των ως άνω παραγράφων 1 και 2 μετατάσσεται/μεταφέρεται, αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης. Η ισχύς των προηγούμενων εδαφίων αρχίζει την 4η Μαρτίου 2014. Οι ανωτέρω αιτήσεις υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους, εντός επτά (7) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης των διαπιστωτικών πράξεων της ως άνω παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου. Οι εν λόγω αιτήσεις, οι οποίες υπέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 (Α` 75), υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους στις αρμόδιες υπηρεσίες των κατά τόπους περιφερειακών διοικητικών μονάδων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., οι οποίες με ευθύνη τους τις διαβιβάζουν στις αντίστοιχες υπηρεσίες των Δ.Υ.Πε. υποδοχής, εντός τριών ημερών. Το ιατρικό/οδοντιατρικό προσωπικό που ασκεί, παράλληλα, ελευθέριο επάγγελμα και το οποίο έχει υποβάλει αίτηση αποδοχής θέσης πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης σε Δ.Υ.Πε., οφείλει, κατά το χρόνο ανάληψης υπηρεσίας και προκειμένου να αναλάβει, να προσκομίσει στην αρμόδια υπηρεσία της Δ.Υ.Πε. υποδοχής βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας ή εναλλακτικά, στην περίπτωση που χωρίς δική του υπαιτιότητα είναι αδύνατη η άμεση λήψη αντίστοιχης βεβαίωσης, επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης διακοπής δραστηριότητας προς την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία υποδοχής, από τον υπόχρεο, αμέσως μετά τη λήψη της, το αργότερο εντός μηνός από την ανάληψη υπηρεσίας, άλλως απολύονται αυτοδικαίως. (2). Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής της σχετικής αίτησης αποδοχής ο υπάλληλος που έχει τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας απολύεται, αυτοδικαίως, μετά την πάροδο του προκαθορισμένου χρόνου των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του παρόντος. (3). Στην περίπτωση που ο μετατασσόμενος/μεταφερόμενος υπάλληλος δεν παρουσιαστεί στην αρμόδια υπηρεσία του φορέα υποδοχής, προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία, απολύεται αυτοδικαίως. (4). Οι πράξεις μετάταξης / μεταφοράς των εν λόγω υπαλλήλων εκδίδονται από το αρμόδιο όργανο διοίκησης του Φορέα υποδοχής”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι ιατροί / οδοντίατροι που υπηρετούσαν στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (όπως και οι μόνιμοι ιατροί), οι οποίοι αρχικά είχαν μεταφερθεί αυτοδικαίως στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) από την ημερομηνία ένταξης σε αυτόν του κλάδου υγείας του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ [άρθ. 17 παρ.1 και 2 και 26 παρ. 9 του Ν. 3918/2011, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος προστέθηκε με την παρ.21 του άρθρου 72 του Ν. 3984/2011 (ΦΕΚ Α 150)], στη συνέχεια μετατάχθηκαν / μεταφέρθηκαν με την ίδια εργασιακή σχέση και κατόπιν αίτησής τους στις κατά τόπους Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε), όπως στο εναγόμενο νπδδ και ήδη εκκαλούν και σε αντίστοιχες οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συστήθηκαν για τον σκοπό αυτό, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στα ως άνω άρθρα 16 παρ.1 και 17 παρ.1 του Ν. 4238/2014. Επίσης, με το άρθρο 18 του νόμου αυτού (4238/2014), ορίσθηκε ότι εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μετάταξης / μεταφοράς το ως άνω ιατρικό προσωπικό αξιολογείται και κατατάσσεται σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. που θα ενταχθούν στο Π.Ε.Δ.Υ., ενώ με το άρθρο 21 παρ.2 του ιδίου νόμου ορίσθηκε ότι το ιατρικό / οδοντιατρικό προσωπικό, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ. (ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου) διατηρεί το σύνολο των τακτικών αποδοχών που λαμβάνουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και ότι, μετά την ένταξή τους σε θέσεις του κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ., λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις. Τέλος με το άρθρο 25 του ιδίου νόμου προβλέφθηκε διαδικασία αξιολόγησης από πενταμελές Συμβούλιο Αξιολόγησης ιατρών και κατάταξης αναλόγως της προϋπηρεσίας του έχοντος μεταταχθεί κατά την προαναφερθείσα διαδικασία ιατρικού προσωπικού στους βαθμούς Διευθυντή, Επιμελητή Α’ ή Επιμελητή Β’, προκειμένου αυτό να ενταχθεί στον κλάδο ειδικευμένων ιατρών του Ε.Σ.Υ. Επομένως ναι μεν, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης (κατόπιν αξιολόγησης) σε θέσεις κλάδου ιατρών /οδοντιάτρων του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) των απασχολουμένων με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ιατρών και οδοντίατρων, που είχαν ήδη μεταταχθεί / μεταφερθεί σε οργανικές θέσεις των κατά τόπους Διοικήσεων Υγειονομικής Περιφέρειας, οι αποδοχές αυτών καθορίζονται από το ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. που προβλέπει η ισχύουσα εκάστοτε νομοθεσία, πλην όμως καμία από τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν προβλέπει ρητώς τη μετατροπή των οργανικών θέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των ως άνω ιατρών / οδοντιάτρων [οι οποίοι μέχρι τότε υπηρετούσαν με σχέση ιδιωτικού δικαίου αρχικά στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. και στη συνέχεια στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και ακολούθως εντάχθηκαν κατά τα ανωτέρω σε μονάδες παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας των ΔΥΠε], σε μόνιμες οργανικές θέσεις ιατρών / οδοντιάτρων δημοσίου δικαίου, μετά την αξιολόγηση και κατάταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. για τη σύσταση των οποίων (μόνιμων θέσεων) άλλωστε απαιτείται ειδική νομοθετική πρόβλεψη, κατά το άρθρο 103 παρ. 2 εδ. α του Συντάγματος. Αντιθέτως η διάταξη του άρθρου 17 παρ.1 του Ν. 4238/2014 ρητώς ορίζει ότι η ως άνω μετάταξη / μεταφορά των ιατρών / οδοντιάτρων (μόνιμων και ΙΔΑΧ) λαμβάνει χώρα “με την ίδια εργασιακή σχέση” σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, ήτοι για μεν τους μόνιμους σε οργανικές θέσεις δημοσίου δικαίου, για δε τους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ) σε οργανικές θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Για το λόγο αυτό άλλωστε η με αριθ. Γ.Π. οικ/18936/26.2.2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση δεν διαχώρισε αριθμητικά τις συσταθείσες 9.930 θέσεις σε θέσεις μόνιμου προσωπικού και σε θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, αφού κατά την έκδοσή της ήταν άδηλος ο αριθμός των ιατρών/ οδοντιάτρων – μόνιμων και Ι.Δ.Α.Χ. – που θα εντάσσονταν σε αντίστοιχες θέσεις κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ (ΑΠ 535/2020). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι που εργάζονταν στο ΙΚΑ και τον ΕΟΠΥΥ με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου αφού τέθηκαν σε διαθεσιμότητα για ένα διάστημα στη συνέχεια μετατάχθηκαν δηλαδή μεταφέρθηκαν σε θέσεις με το ίδιο καθεστώς εργασίας, δηλαδή σε οργανικές θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και δεν είναι δημόσιοι λειτουργοί, όπως αναφέρει το εκκαλούν με τον πρώτο λόγο εφέσεως και επαναλαμβάνει με τον πρώτο πρόσθετο λόγο εφέσεως. Συνεπώς τα πολιτικά δικαστήριο έχουν δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, η οποία αφορά την καταβολή μισθολογικών διαφορών στους ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητους από την εργασία τους, ως ιατρών σε μονάδες υγείας του εκκαλούντος νπδδ. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, ορθώς κατά νόμο έκρινε και κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου προαναφερόμενες αιτιάσεις κρίνονται απορριπτέες ως αβάσιμες. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 § 2, 118 εδ. 4 και 216 § 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η αοριστία, όμως, της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική, όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο σύμφωνα με το άρθρο 216 § 1 στοιχ. α` και β` ΚΠολΔ στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, ή ποιοτική, όταν γίνεται απλά επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα θεμελιούντα την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου πραγματικά περιστατικά. Ειδικότερα για να είναι ορισμένη, κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648, 651, 653 και 655 ΑΚ η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση διαφορών στον ενάγοντα μισθωτό μεταξύ οφειλομένων κατά νόμο (δεδουλευμένων ή μη) και καταβληθέντων κατά την αγωγή σε αυτόν μικρότερων αποδοχών, περιλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, η ειδικότητα του ενάγοντος, η εκ μέρους αυτού παροχή της εργασίας του, ο συμβατικός ή ο κατά τις οικείες συλλογικές συμβάσεις ή κατά τις ειδικές ρυθμίσεις του νόμου οφειλόμενος μισθός του μισθωτού με αναφορά στο βασικό μισθό και τα επί μέρους επιδόματα που ανάγονται στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα της απασχόλησης του μισθωτού στην ειδικότητα αυτή, κατά το οποίο δεν υπήρξε από το νόμο ή τα πράγματα λόγος διαφοροποίησής τους, ως και η αιτία που κατά νόμο δικαιολογεί την καταβολή των συγκεκριμένων επιδομάτων στον ενάγοντα, το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν οι επίδικες διαφορές και οι αξιούμενες από την αιτία αυτή διαφορές των αποδοχών (ΑΠ 121/2019, ΑΠ 1366/2018). Αρκεί να αναφέρονται στην αγωγή το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, το επάγγελμα ή η ειδικότητα του εργαζομένου και η παρεχόμενη από αυτόν εργασία. Οπότε δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται ο νόμιμος μισθός ή οι όροι παροχής της εργασίας (ωράριο, ημέρες εργασίας ανά εβδομάδα κλπ), ενώ δεν είναι, επίσης, απαραίτητο να αναφέρονται άλλα περιστατικά που αυξάνουν τις προβλεπόμενες αποδοχές (οικογενειακή κατάσταση, προϋπηρεσία κλπ), δεδομένου ότι, σε περίπτωση που τέτοια περιστατικά δεν αναφέρονται, δεν επιδικάζονται τα αντίστοιχα κονδύλια (επιδόματος γάμου, προϋπηρεσίας κλπ), έστω και αν η καταβολή τους αξιώνεται με την αγωγή (ΑΠ 104/2020 δημ. νομος). Η αγωγή με το προαναφερόμενο περιεχόμενο στην οποία αναγράφονταν η ειδικότητα, ο βαθμός των εφεσιβλήτων, η προϋπηρεσία τους στο ΙΚΑ και η συνολική προϋπηρεσία τους είχε όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, όπως κατ’ορθή ερμηνεία του νόμου κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στο δεύτερο λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Επίσης οι εφεσίβλητοι δεν χρειαζόταν να προσκομίσουν τις μισθολογικές τους καταστάσεις για να αποδείξουν την ιστορική βάση της αγωγής τους, όπως υποστηρίζει αβάσιμα το εκκαλούν με τον πέμπτο και έβδομο λόγο της κρινόμενης έφεσης, αντίθετα το εκκαλούν έπρεπε να προσκομίσει τις μισθολογικές καταστάσεις εκδόσεως του (άρθρο 438 του ΚΠολΔ) και να αναφέρει συγκεκριμένα ποια ποσά είχε καταβάλει προς εξόφληση των εφεσιβλήτων. Το άρθρο 25 του ν. 4238/2014 ρυθμίζει τα της αξιολόγησης και κατάταξης στον κλάδο ιατρών Ε.Σ.Υ. και ορίζει ότι  «1. Η αίτηση των ιατρών που έχουν μεταταχθεί με την ανωτέρω διαδικασία, για ένταξη τους στον κλάδο ειδικευμένων ιατρών Ε.Σ.Υ. και κατάταξη τους στους βαθμούς Διευθυντή, Επιμελητή Α` ή Επιμελητή Β` πρέπει να γίνει εντός ενός (1) μηνός από την ανάληψη των καθηκόντων τους. Όσοι δεν επιθυμούν να υποβάλουν αίτηση ή δεν αξιολογηθούν θετικά για ένταξη στον κλάδο ειδικευμένων ιατρών Ε.Σ.Υ., παραμένουν υπηρετούντες στον κλάδο ΠΕ ιατρών – οδοντιάτρων.  2. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας, μετά από εισήγηση του ΚΕ.Σ.Υ., συστήνεται και συγκροτείται σε κάθε Δ.Υ.Πε. πενταμελές Συμβούλιο Αξιολόγησης Ιατρών, το οποίο αποτελείται από τον Διοικητή της Υ.Πε., ως Πρόεδρο με αναπληρωτή τον αρμόδιο Αναπληρωτή Διοικητή της Υ.Πε. και 4 Μέλη, Διευθυντές ή Επιμελητές Α`, έναν από κάθε τομέα ιατρικής υπηρεσίας.  Το Συμβούλιο είναι αρμόδιο για τον έλεγχο των ουσιαστικών προσόντων των αιτούντων προς ένταξη στον κλάδο ειδικευμένων ιατρών Ε.Σ.Υ.. Για την ένταξη τους στον κλάδο, τα προσόντα κάθε υποψηφίου αξιολογούνται με βάση τα τρία πρώτα κριτήρια αξιολόγησης που προβλέπονται στο Κεφάλαιο Β` της ΔΥ13α/οικ. 39832/ 1997 (Β` 1088) υπουργικής απόφασης και το τέταρτο κριτήριο, όπως ορίζεται στο Κεφάλαιο Α` της ίδιας υπουργικής απόφασης.  Η κατάταξη των υποψηφίων σε βαθμό γίνεται σύμφωνα με τα χρόνια προϋπηρεσίας τους.[ Με συνολική υπηρεσία μέχρι 10 έτη στον εισαγωγικό βαθμό του Επιμελητή Β`. Με συνολική υπηρεσία άνω των 10 ετών και μέχρι τα 25 στο βαθμό του Επιμελητή Α`. Με συνολική υπηρεσία άνω των 25 ετών στο βαθμό του Διευθυντή.«Ως υπηρεσία νοείται η συνολική υπηρεσία του σε δομές Ασφάλισης και Υγείας από τους οποίους προέρχεται μετά την απόκτηση της ειδικότητας». Να σημειωθεί ότι τα πέμπτο, έκτο, έβδομο και όγδοο εδάφια καταργήθηκαν με τη παρ. 2 άρθρου 38 Ν.4368/2016, ΦΕΚ Α 21/21.2.2016. Σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 1 του ν 4368/2016: Μέτρα επιτάχυνσης του κυβερνητικού έργου και άλλες διατάξεις που διατηρήθηκε σε ισχύ με το  άρθρο 159 Ν.4472/2017,ΦΕΚ Α 74/19.5.2017, περί κατάταξης και μισθολογικής αποκατάσταση ιατρών που μεταφέρθηκαν/ μετατάχθηκαν από τον ΕΟΠΥΥ και το ΙΚΑ στον κλάδο ιατρών Ε.Σ.Υ. « 1. α) Οι ιατροί και οδοντίατροι των πρώην νοσοκομείων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που μεταφέρθηκαν/μετατάχθηκαν, με οποιοδήποτε νόμο, από τις πρώην Υπηρεσίες Νοσοκομειακής Υποστήριξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ σε νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. και εντάχθηκαν ή εντάσσονται στον κλάδο ειδικευμένων ιατρών Ε.Σ.Υ., καθώς και β) οι ιατροί και οδοντίατροι, κλάδου ΠΕ ιατρών – οδοντιάτρων, που μεταφέρθηκαν/ μετατάχθηκαν από τον ΕΟΠΥΥ στις Δ.Υ.Πε. και εντάχθηκαν ή εντάσσονται στον κλάδο ειδικευμένων ιατρών Ε.Σ.Υ. του Π.Ε.Δ.Υ. κατατάσσονται σε βαθμό σύμφωνα με τα χρόνια προϋπηρεσίας τους ως εξής: αα) με συνολική υπηρεσία έως επτά (7) έτη από την ημερομηνία λήψης της ειδικότητας στον εισαγωγικό βαθμό του Επιμελητή Β`, ββ) με συνολική υπηρεσία άνω των επτά (7) ετών και μέχρι τα δεκαπέντε (15) έτη στο βαθμό του Επιμελητή Α` και γγ) με συνολική υπηρεσία άνω των δεκαπέντε (15) ετών στο βαθμό του Διευθυντή. Μετά την ένταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών/ οδοντιάτρων Ε.Σ.Υ., όλοι οι παραπάνω λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις, της προϋπηρεσίας τους σε οποιοδήποτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης αναγνωριζόμενης και υπολογιζόμενης, για τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη (χορήγηση επιδόματος χρόνου υπηρεσίας), ως προϋπηρεσίας στο Ε.Σ.Υ.». Με τον τέταρτο λόγο εφέσεως το εκκαλούν παραπονείται ότι εσφαλμένως δέχθηκε ότι ορθώς η τέταρτη, πέμπτος, έκτος, όγδοη, ένατη, δωδέκατη και δέκατος τρίτος των εφεσιβλήτων κατατάχθηκαν και δικαιούνται αναδρομικώς το βαθμό και τις αποδοχές διευθυντή και όχι επιμελητή α’ αφού είχαν συνολική προϋπηρεσία  από 10 έως 25 έτη, διότι το άρθρο 25 παρ. 2 του ν. 4238/2014 ίσχυσε το χρόνο κατάταξης τους την 31.12.2014 και μέχρι την 21.2.2016 και μετά καταργήθηκε με το άρθρο 38 του ν. 4368/2016. Πέραν την αοριστίας του, διότι το εκκαλούν δεν αναφέρει τα έτη που είχε καθένας των εφεσιβλήτων, τις αποδοχές που έπρεπε να πάρει με ορθή κατά την άποψη του κατάταξη και τελικά το ύψος των αποδοχών που εσφαλμένα κατά την αιτίαση που επιχειρεί να θεμελιώσει με τον προαναφερόμενο λόγο έφεσης, ο σχετικός λόγος εφέσεως προτείνεται αλυσιτελως διότι όπως ήδη προαναφέρθηκε το παρόν δικαστήριο με βάση τη διάταξη του άρθρου 533 του ΚΠολΔ, εφαρμόζει την ισχύουσα κατά το χρόνο εκδόσεως της εκκαλουμένης απόφασης διάταξη και συνεπώς κρίνει ότι ακόμη και αν οι προαναφερόμενοι εφεσίβλητοι είχαν από 10 έως 25 έτη προϋπηρεσία ορθώς κατετάγησαν στη θέση του διευθυντή μη απαιτούμενης 25ετίας με βάση το άρθρο 38 του ν. 4368/2016. Επομένως ο σχετικός λόγος εφέσεως κρίνεται απορριπτέος. Οι ιατροί του Ε.Σ.Υ., μέχρι την αναδρομική από 1.8.2012 μείωση των αποδοχών τους που επήλθε με τις διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγρ. Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, υπέστησαν, διαδοχικώς, τις ακόλουθες μειώσεις στις αποδοχές τους: Με το άρθρο 1 του ν. 3833/2010 (Α΄ 40/15.3.2010, έναρξη ισχύος από 1.1.2010, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του ίδιου νόμου) τα επιδόματα τους οι αποζημιώσεις τους και οι αμοιβές τους γενικώς μειώθηκαν κατά ποσοστό δώδεκα τοις εκατό (12%) και τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώθηκαν κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα. Στη συνέχεια, με το άρθρο τρίτο του ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α΄ 65/6.5.2010, έναρξη ισχύος άρθρου τρίτου από 1.6.2010, βλ. άρθρο έβδομο παρ. 1 του νόμου) [Μνημόνιο Ι] ορίσθηκαν τα εξής: «1. Τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των λειτουργών και υπαλλήλων των φορέων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010 … μειώνονται κατά ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%). 2. Από τη μείωση της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται τα επιδόματα που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. 3. … 6. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4, … καθορίζονται ως εξής: α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ. β) Το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ…». Με το άρθρο 38 παρ. 5 του ν. 3986/2011 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 – 2015» (Α΄ 152/1.7.2011) ορίσθηκε ότι: «Αναστέλλονται από 1.7.2011 και μέχρι τη θέσπιση νέου ενιαίου μισθολογίου: α) Οι διατάξεις… της παραγράφου Α.1. του άρθρου 44… του ν. … του ν. 3205/2003 [που προβλέπουν το επίδομα χρόνου υπηρεσίας των ιατρών του Ε.Σ.Υ.] … β) …», οι διατάξεις δε του ανωτέρω άρθρου διατηρήθηκαν σε ισχύ με την παρ. 2 του άρθρου 27 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226), στην οποία προστέθηκαν οι λέξεις «και μέχρι την τροποποίηση των διατάξεων του Β΄ Μέρους του ν. 3205/2003 με τις οποίες επέρχονται μειώσεις στα ειδικά μισθολόγια» με το εδάφιο β΄ της περιπτώσεως 38 της αναφερομένης κατωτέρω υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Με το άρθρο 55 παρ. 23 περ. δ΄ του ν. 4002/2011 «Τροποποίηση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου – Ρυθμίσεις για την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική εξυγίανση – κ.λπ.» (Α΄ 180/22.8.2011) μειώθηκε από 1.7.2011 εκ νέου κατά ποσοστό 20% το προβλεπόμενο από την παρ. Α.3 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, όπως είχε ήδη διαμορφωθεί. Σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας «κρίνεται αναγκαία η μείωση των επιδομάτων που λειτουργούν ως κίνητρο απόδοσης ή ταχύτερης διεκπεραίωσης ή ειδικής απασχόλησης του έργου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης και του περιορισμού του μισθολογικού κόστους, με τελικό στόχο τη μείωση των δημοσίων δαπανών». Εξ άλλου, με το άρθρο 6 παρ. 9 του μνημονευθέντος ν. 4052/2012 μειώθηκε, από 1.1.2012, ο συντελεστής βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών από 0,0059 σε 0,0052 επί του βασικού μισθού, ενώ με την ίδια διάταξη μειώθηκε, από 1.1.2012, και το μηνιαίο ποσό που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Διευθυντές από 55% σε 49% του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού του Διευθυντή Ε.Σ.Υ, στρογγυλοποιούμενο στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ. Παραλλήλως, οι ιατροί του Ε.Σ.Υ. υπεβλήθησαν και στο σύνολο των γενικής φύσεως οικονομικών και φορολογικών μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, τέτοια δε μέτρα ήσαν, μεταξύ άλλων, η σταδιακή μείωση του αφορολόγητου ορίου, ο περιορισμός των κλιμακίων και η αύξηση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος (άρθρα 27 του ν. 3986/2011, άρθρο 1 επ. του ν. 3842/2010, 38 του ν. 4024/2011 κ.α.), η επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης (άρθρο 29 του ν. 3986/2011), η διαδοχική αύξηση των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας, η υπαγωγή στους αυξημένους συντελεστές αγαθών και υπηρεσιών που υπάγονταν σε κατώτερη κλίμακα και η αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης (άρθρα 12 επ. του ν. 3833/2010, 34 του ν. 3986/2011 κ.α.), η εξίσωση του φόρου πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης (άρθρο 36 του ν. 3986/2011), καθώς και η σταδιακή αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων και η επιβολή του ειδικού φόρου ηλεκτροδοτουμένων [άρθρα 33 του ν. 3986/2011, 53 του ν. 4021/2011 (Α΄ 218) κ.ά.]. Εξάλλου, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13 – 37 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, οι οποίες θεσπίσθηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων κυριαρχικώς (ΣΕ Ολομ. 668/2012, 1116, 2192 – 96/2014), ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει συνεχή προβλήματα με τη φορολογική «συμμόρφωση», την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Κράτος και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, την περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτουμένων από το Δημόσιο βάσει «ειδικών μισθολογίων» υπαλλήλων και λειτουργών. Αν και καθένα από τα ως άνω «ειδικά μισθολόγια» αφορούσε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή καθώς και διαφορετικά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, για ορισμένες δε από τις κατηγορίες αυτές συνδεόταν με την άσκηση της εκ του Συντάγματος κρατικής τους αποστολής, ο νομοθέτης τα αντιμετώπισε συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της επιχειρούμενης μειώσεως του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Με βάση το εξισωτικό αυτό κριτήριο θεσπίσθηκαν μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης (άνω δηλαδή του 10%, το οποίο εξελήφθη ως μέσος όρος για τις μειώσεις σε όλα τα μισθολόγια) στα μισθολόγια στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν γενικά μαθηματικώς υψηλότερο, και μικρότερα ποσοστά σε εκείνα στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν μαθηματικώς χαμηλότερο, εντός δε του ίδιου μισθολογίου μείωσε κατά μεγαλύτερο ποσοστό τις αποδοχές των κατεχόντων τους ανώτερους και ανώτατους βαθμούς λειτουργούς και υπαλλήλους (βλ. ΣΕ Ολομ. 4174/2014, 2192 – 2196/2014). Κατ’ εφαρμογή του αμιγώς αριθμητικού αυτού κριτηρίου, με τις διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 επιβλήθηκαν νέες μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ., με τη μείωση του μηνιαίου βασικού μισθού όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου, τη μείωση των χορηγούμενων σε αυτούς επιδομάτων και αποζημιώσεων (επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης και επίδομα θέσεως ευθύνης), τη μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών, τη μείωση της προσαύξησης ενεργού εφημερίας που καταβάλλεται στους Διευθυντές του Ε.Σ.Υ. και τον καθορισμό προσαύξησης ενεργού εφημερίας 30 ευρώ αδιακρίτως για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας, τη μείωση της αποζημίωσης εφημεριών που καταβάλλεται στους Συντονιστές Διευθυντές και στους Διευθυντές των πανεπιστημιακών κλινικών εργαστηρίων και μονάδων και τέλος την, συνεπεία των ανωτέρω ρυθμίσεων, μείωση της αμοιβής της μικτής εφημερίας. Ειδικότερα, επιβλήθηκαν μεγαλύτερες, έναντι των υπολοίπων ιατρών του Ε.Σ.Υ., μειώσεις (άνω του 10%) στον μηνιαίο βασικό μισθό των Συντονιστών Διευθυντών, των Διευθυντών και των Επιμελητών, ενώ οι μειώσεις επί των προαναφερθέντων επιδομάτων κυμάνθηκαν άνω του 10% για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών. Άνω του 10% ήταν και η μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών, της προσαύξησης ενεργού εφημερίας που καταβάλλεται στους Διευθυντές του Ε.Σ.Υ., καθώς και του μηνιαίου ποσού που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Συντονιστές Διευθυντές, με συνέπεια την δραστική μείωση των αποδοχών των προσφευγόντων, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, έχουν τον χαρακτήρα κινήτρου για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση της αποστολής τους και αντισταθμίσματος για τις ιδιαίτερες συνθήκες εκτελέσεως των καθηκόντων τους (πρβλ. ΣΕ 2192 – 96/2014 Ολομ.). Όπως δε εκτέθηκε ήδη, ναι μεν ο νομοθέτης έχει διακριτική ευχέρεια για την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων και ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για τη διαμόρφωση των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., τα δικαστήρια όμως δύνανται και οφείλουν, χωρίς να υπεισέλθουν στην έρευνα της σκοπιμότητας των επιλογών του, να ερευνήσουν το αμιγώς νομικό ζήτημα, αν ελήφθη υπόψη η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των ιατρών αυτών, η οποία απορρέει εμμέσως από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητας υπό την δεύτερη όψη της, δηλαδή της υποχρεώσεως του νομοθέτη να μεταχειρίζεται ανίσως τις άνισες καταστάσεις. Η τεκμηρίωση αυτή, αναγκαία και εκ του ότι τα επίμαχα μέτρα διασπούν μία πάγια μισθολογική μεταχείριση των λειτουργών αυτών, θα έπρεπε να αναφέρεται στην εξέλιξη των οικονομικών εν γένει συνθηκών και του γενικού κόστους διαβίωσης, στην ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του δημοσίου λειτουργήματος των ιατρών του Ε.Σ.Υ. λόγω της φύσεως των καθηκόντων τους και της σημασίας της αποστολής τους, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες ασκήσεως του εν λόγω λειτουργήματος, τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του ιατρικού επαγγέλματος όσον αφορά τον χρόνο απασχόλησης, την ένταση και την ποιότητα της εργασίας, τις ιδιαίτερες ευθύνες που απορρέουν από την άσκησή του, το καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης υπό το οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους, τον μεγαλύτερο χρόνο γενικής εκπαίδευσης των ιατρών εν σχέσει προς άλλους επιστήμονες, την πολυετή μεταπανεπιστημιακή μετεκπαίδευσή τους για ειδίκευση αλλά και την ανάγκη για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη τους, καθώς και το γεγονός ότι, εν όψει των ανωτέρω, εισέρχονται στη δημόσια υπηρεσία σε μεγαλύτερη ηλικία σε σχέση με τους λοιπούς υπαλλήλους και λειτουργούς. Επιπλέον, έπρεπε να ληφθούν υπόψη και οι δυσμενείς επιπτώσεις επί της λειτουργίας του Ε.Σ.Υ., της ποιότητας των παρεχόμενων από το Κράτος υπηρεσιών υγείας και του επιπέδου της ιατρικής στη χώρα, η λόγω της αδυναμίας εξασφαλίσεως ικανοποιητικών αποδοχών διαρροή έμπειρων επιστημόνων στο εξωτερικό, για την εκπαίδευση των οποίων διατέθηκαν σημαντικοί πόροι τόσο εξ ιδίων όσο και από το Κράτος (πανεπιστημιακές και νοσοκομειακές υποδομές, συγγράμματα, εκπαιδευτικό προσωπικό υψηλού επιπέδου κλπ). Όμως, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4093/2012, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου, ούτε τέλος από το κείμενο του εγκριθέντος με τον ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει ότι κατά τον προσδιορισμό του ύψους των περικοπών στο μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. με τις κρίσιμες διατάξεις, ελήφθησαν υπόψη, πέραν του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απρόσφορου κριτηρίου, της επίτευξης δηλαδή συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μειώσεως του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, τα παρατεθέντα ανωτέρω στοιχεία, εν όψει των οποίων θεσπίσθηκε ιδιαίτερο μισθολόγιο για την εν λόγω κατηγορία δημοσίων λειτουργών (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Ειδικότερα, δεν προκύπτει ότι εκτιμήθηκαν ειδικώς οι επιπτώσεις από τις εν λόγω μειώσεις στη λειτουργία του Ε.Σ.Υ., ούτε αν οι εκ των μειώσεων επιπτώσεις είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το προκύπτον οικονομικό όφελος, ούτε αν θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος με μικρότερο κόστος για το ιατρικό προσωπικό του Ε.Σ.Υ. (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Επίσης δεν εξετάσθηκε αν οι αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. παραμένουν και μετά τις νέες μειώσεις, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Περαιτέρω, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσιεύσεως του ν. 4093/2012, οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., που επήλθαν με τον νόμο αυτό, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, τις προηγούμενες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επεβλήθησαν διαδοχικώς επί των πάσης φύσεως επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών τους (ν. 3833/2010 μείωση κατά 12% και ν. 3845/2010 μείωση κατά 8% του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, της πάγιας αποζημίωσης για συμμετοχή σε σεμινάρια και του επιδόματος θέσεως ευθύνης, ν. 4002/2011 μείωση κατά 20% του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, ν. 4052/2012 μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών από 0,0059 σε 0,0052 επί του βασικού μισθού και μείωση του μηνιαίου ποσού που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Διευθυντές που υπηρετούν σε Νοσοκομεία της α Ζώνης από 55% σε 49% του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού του Διευθυντή Ε.Σ.Υ.), καθώς και με άλλες μειώσεις του εισοδήματος των προσφευγόντων ιατρών με παράπλευρα νομοθετήματα της περιόδου της κρίσεως (επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης με το άρθρο 29 του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς υπέρ του Τ.Π.Δ.Υ. με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. β΄ του ν. 3986/2011 και αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις), υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεώς τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, δεδομένης άλλωστε και της χρονίζουσας αδυναμίας προωθήσεως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της εισπράξεως των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Εν όψει τούτων, οι κρίσιμες διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και οι διατάξεις της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/14.11.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 1.8.2012, αντίκεινται στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεώς των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Η πλημμέλεια αυτή δεν αίρεται από την δυνατότητα συμμετοχής των ιατρών του Ε.Σ.Υ. στην ολοήμερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. και της λήψεως αμοιβής για τις διενεργούμενες πέραν του τακτικού ωραρίου πράξεις. Και τούτο διότι αφ’ ενός η συμμετοχή των ιατρών στην ολοήμερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. είναι προαιρετική, αφ’ ετέρου δε, όπως έχει γίνει δεκτό, η αμοιβή για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών αποτελεί αντιστάθμισμα για μία επί πλέον παροχή υγείας προς τους πολίτες, εν πάση δε περιπτώσει πρόκειται για επιτρεπόμενη επαγγελματική δραστηριότητα εντός των δημόσιων νοσοκομείων, εντελώς ανεξάρτητη από την εργασία που παρέχουν οι ιατροί ως δημόσιοι λειτουργοί κατά τη διάρκεια του τακτικού ωραρίου λειτουργίας των νοσοκομείων, και η οποία δεν θίγει το υφιστάμενο σύστημα των γενικών εφημεριών τους (ΣΤΕ (ΟΛΟΜ).431/2018). Εφόσον οι διατάξεις του ν. 4093/2012 κρίθηκαν αντισυνταγματικές από το ανώτατο ακυρωτικό διοικητικό Δικαστήριο ο δέκατος λόγος εφέσεως με βάση τον οποίο δεν εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό των αποδοχών των εφεσιβλήτων ο ν. 4093/2012 κρίνεται απορριπτέος. Επιπλέον ο ένατος λόγος εφέσεως, αλλά και ο τέταρτος των πρόσθετων λόγων εφέσεως με τους οποίους το εκκαλούν παραπονείται ότι το χρονοεπίδομα προϋπηρεσίας των εφεσιβλήτων ιατρών υπολογίστηκε λανθασμένα επί του βασικού μισθού Πρωτοδίκη και όχι επί του βασικού μισθού των εφεσιβλήτων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Τούτο διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπολόγισε το χρονοεπίδομα με βάση το άρθρο 30 του ν. 3205/2003, όπως άλλωστε οριζόταν με το άρθρο 43 του ν. 3205/2003, και πάντα με τους βασικούς μισθούς των εφεσιβλήτων όπως ίσχυαν πριν το ν. 4093/2012, δηλαδή όπως ίσχυαν με τα άρθρα 6 του ν. 3754/2009 και 55 παρ. 2 του ν. 3918/2011, σύμφωνα και με το αγωγικό αίτημα. Επιπλέον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ανέφερε και στη νομική του σκέψη ότι οι αποδοχές των ιατρών ρυθμίζονται πλέον από τα άρθρα 136επ. του ν. 4472/2017 και ότι οι καταβλητέες διαφορές τους καταβάλλονται ως προσωπική διαφορά κατ’άρθρο 155 του ν. 4472/2017.   Τέλος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 Ν. 4575/2018, που δηµοσιεύθηκε στο ΦΕΚ την 14-11-2018: ”1. Στους Ιατρούς του Ε.Σ.Υ., ιατρούς Δηµόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., Επικουρικούς ιατρούς και Ειδικευόµενους Ιατρούς «και στο σύνολο των ιατρών του Γενικού Νοσοκοµείου Παπαγεωργίου» και για όσο χρόνο αυτοί ήταν εν ενεργεία κατά το χρονικό διάστηµα από 13.11.2014 έως και 31.12.2016 καταβάλλεται, πλην της αποζηµίωσης εφηµεριών, εφάπαξ χρηµατικό ποσό, που αντιστοιχεί στη διαφορά µεταξύ των µηνιαίων αποδοχών θα δικαιούνταν να λάβουν µε βάση τις ισχύουσες κατά την 31. 7.2012 µισθολογικές διατάξεις, και των µηνιαίων αποδοχών που πράγµατι τους καταβλήθηθηκαν µε βάση τις διατάξεις του ν. 4093/2012 (Α’ 222). Το χρηµατικό ποσό του προηγούµενου εδαφίου υπολογίζεται µε αναφορά στο χρονικό διάστηµα από 13.11.2014 έως και 31.12.2016 .. “. Στη συνέχεια εκδόθηκε η κυα με αριθμό οικ /2/88420/ ΦΕΚ Β 5435-4/12/2018 , στο άρθρο 3, της οποίας, ορίσθηκε ότι: “Σε περίπτωση που τα πρόσωπα του άρθρου 1 έχουν λάβει σε εκτέλεση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων ποσά που αντιστοιχούν σε αυτά που θα λάµβαναν εάν δεν είχαν µεσολαβήσει οι µισθολογικές διατάξεις του ν.4093/2012 (Α’ 222), τα ποσά αυτά συµψηφίζονται µε το εφάπαξ χρηµατικό ποσό του ίδιου άρθρoυ, κατά το µέρος που αναφέρονται στο ίδιο χρονικό διάστηµα, εξαιρουµένων των σχετικών επιδικασθέντων τόκων. Ο εν λόγω συµψηφισµός θα λάβει χώρα και κατά την εκτέλεση σχετικών δικαστικών αποφάσεων που τυχόν θα εκδοθούν µετά την ηµεροµηνία εφάπαξ καταβολής του εν λόγω χρηµατικού ποσού, εφόσον αυτές αναφέρονται (εν όλω ή εν µέρει) στο ίδιο χρονικό διάστηµα.” Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων που τα διάδικα μέρη επικαλούνται και προσκομίζουν, τις ομολογίες που προκύπτουν από τους ισχυρισμούς τους σχετικά με την απασχόληση των εφεσιβλήτων με τις αναφερόμενες στην αγωγή ειδικότητες, τα αναφερόμενα στην αγωγή έτη εργασίας, τα δικαστικά τεκμήρια που συνάγονται όλο το αποδεικτικό υλικό (άρθρο 336 παρ. 3 του ΚΠολΔ), και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), πλήρως αποδεικνύονται κατά την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εφεσίβλητοι είναι γιατροί και απασχολούνται μετά από τη μετάταξη τους δυνάμει του ν. 4238/2014, με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, καταλαμβάνοντας αντίστοιχες της ειδικότητάς τους θέσεις στο εκκαλούν νπδδ και ειδικότερα με την ειδικότητα του οδοντιάτρου (οι πρώτη, έβδομος και δωδέκατος εξ αυτών), βιοπαθολόγου (οι τρίτη και πέμπτος εξ αυτών), παιδιάτρου (οι τέταρτη και όγδοη εξ αυτών), κυτταρολόγου (οι έκτος και ένατη εξ αυτών), πνευμονολόγου (οι ενδέκατος και δέκατος τέταρτος εξ αυτών) και βιοπαθολόγου – μικροβιολόγου (η δέκατη τρίτη εξ αυτών). Να σημειωθεί ότι από τα προσκομιζόμενα από τα εκκαλούν σχετικά με αριθμούς 31α και 11 αποδεικνύεται μεν ότι ο δεύτερος εφεσίβλητος υπηρετεί ως επιμελητής β’ καρδιολογίας στο ΓΝ- ΚΥ … «το ……» και ότι το εκκαλούν είναι το αντισυμβαλλόμενο στις παρατάσεις των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας του. Συνεπώς ο τρίτος λόγος εφέσεως με τον οποίο το εκκαλούν αρνείται τη συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι αφ’ ης στιγμής εντάχθηκαν στο εκκαλούν παρανόμως αμείβονταν αφενός με αποδοχές Επιμελητή Α’ και όχι Διευθυντή και με αποδοχές Επιμελητή Β’ και όχι Επιμελητή Α’, ενώ είχαν τα νόμιμα προς τούτο προσόντα, σύμφωνα με την παρακάτω αναφερόμενη για καθένα από αυτούς προϋπηρεσία τους. Μάλιστα, λάμβαναν τις ανωτέρω αποδοχές περικεκομμένες κατά το ν. 4093/2012, του οποίου οι διατάξεις κρίθηκαν αντισυνταγματικές, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, ενώ τους καταβαλλόταν χρονοεπίδομα υπολογιζόμενο όχι βάσει του μισθού του Πρωτοδίκη σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 3205/2003, αλλά του βασικού μισθού Επιμελητή. Ακολούθως ορθώς κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι το εκκαλούν αντί να καταβάλλει στους εφεσίβλητους τις μικτές αποδοχές τους, ως είχαν προ των περικοπών του ν. 4093/2012 ήτοι στην πρώτη εφεσίβλητη με συνολική προϋπηρεσία 32 ετών, το ποσό των 2.820,80 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου συνολικού ποσού των [2.054 ευρώ βασικός μισθός Διευθυντή + 291,46 ευρώ Νοσοκομειακό Επίδομα + 274,45 ευρώ επίδομα Βιβλιοθήκης + 62,40 ευρώ επίδομα θέσης Διευθυντή + χρονοεπίδομα ποσού 1.240,20 ευρώ (2.067 Χ 60%) =] 3.922,51 ευρώ, και ότι εξακολουθεί επομένως να της οφείλει 1.101,71 ευρώ μηνιαίως και μέχρι την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής, το ποσό των (1.101,71 Χ 36 μήνες =) 39.661,56 ευρώ, στο δεύτερο εφεσίβλητο με συνολική προϋπηρεσία 12 ετών το ποσό των 2.021,20 ευρώ αντί του ποσού των (1759 ευρώ βασικός μισθός επιμελητή α΄+ 251,94 ευρώ νοσοκομειακό επίδομα + 237,21 επίδομα βιβλιοθήκης + 45 ευρώ μεταπτυχιακό + 35 ευρώ οικογενειακό επίδομα + 18 ευρώ επίδομα τέκνου + χρονοεπίδομα 496,08 (2.067 χ 24%) = 2.843,23 ευρώ και επομένως εξακολουθεί να του οφείλει 822,03 ευρώ μηνιαίως και μέχρι τη συζήτηση της αγωγής (822,03 χ 36 μήνες+ το ποσό των 29.593,08 ευρώ, στην τρίτη εφεσίβλητη, με συνολική προϋπηρεσία 35 ετών, το ποσό των 2.855,80 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου συνολικού ποσού των [2.054 ευρώ βασικός μισθός Διευθυντή + 291,46 ευρώ Νοσοκομειακό Επίδομα + 274,45 ευρώ επίδομα Βιβλιοθήκης + 62,40 ευρώ επίδομα θέσης Διευθυντή + 35 ευρώ οικογενειακή παροχή + χρονοεπίδομα ποσού 1.240,20 ευρώ (2.067 Χ 60%) =] 3.957,51 ευρώ και ότι της οφείλει 1.101,71 ευρώ μηνιαίως και μέχρι την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής, το ποσό των (1.101,71 Χ 36 μήνες =) 39.661,56 ευρώ, στην τέταρτη εφεσίβλητη με συνολική προϋπηρεσία 33 ετών, το ποσό ν 2.855,80 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου συνολικού ποσού των (2.054 ευρώ βασικός μισθός Διευθυντή + 291,46 ευρώ Νοσοκομειακό Επίδομα + 274,45 ευρώ επίδομα Βιβλιοθήκης + 62,40 ευρώ επίδομα θέσης Διευθυντή + 36 ευρώ επίδομα τέκνων + χρονοεπίδομα ποσού 1.240,20 ευρώ (2.067 Χ 60%) =] 3.957,51 ευρώ και ότι επομένως να της οφείλει 1.101,71 ευρώ μηνιαίως και μέχρι την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής, το ποσό των (1.101,71 Χ 36 μήνες =) 39.661,56 ευρώ, στον πέμπτο εφεσίβλητο, με συνολική προϋπηρεσία 27,5 ετών, το ποσό των 2.795,28 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου συνολικού ποσού των [2.054 ευρώ βασικός μισθός Διευθυντή + 291,46 ευρώ Νοσοκομειακό Επίδομα + 274,45 ευρώ επίδομα Βιβλιοθήκης + 62,40 ευρώ επίδομα θέσης Διευθυντή + 35 ευρώ οικογενειακή παροχή + χρονοεπίδομα ποσού 1.157,52 ευρώ (2.067 Χ 56%) =] 3.874,83 ευρώ και ότι εξακολουθεί να του οφείλει 1.079,55 ευρώ μηνιαίως και μέχρι την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής, το συνολικό ποσό των (1.079,55 Χ 36 μήνες =) 38.863,80 ευρώ, στον έκτο εφεσίβλητο, με συνολική προϋπηρεσία 28 ετών, το ποσό των 2.813,28 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου συνολικού ποσού των [2.054 ευρώ βασικός μισθός Διευθυντή + 291,46 ευρώ Νοσοκομειακό Επίδομα + 274,45 ευρώ επίδομα Βιβλιοθήκης + 62,40 ευρώ επίδομα θέσης Διευθυντή + 35 ευρώ οικογενειακή παροχή + 18 ευρώ επίδομα τέκνου + χρονοεπίδομα ποσού 1.157,52 ευρώ (2.067 Χ 56%) =] 3.892,83 ευρώ και ότι εξακολουθεί να του οφείλει 1.079,55 ευρώ μηνιαίως και μέχρι την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής, το ποσό των (1.079,55 Χ 36 μήνες =) 38.863,80 ευρώ. Στον έβδομο εφεσίβλητο με συνολική προϋπηρεσία 33 ετών, το ποσό των 2.873,80 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου συνολικού ποσού των [2.054 ευρώ βασικός μισθός Διευθυντή + 291,46 ευρώ Νοσοκομειακό Επίδομα + 274,45 ευρώ επίδομα Βιβλιοθήκης + 62,40 ευρώ επίδομα θέσης Διευθυντή + 35 ευρώ οικογενειακή παροχή + 18 ευρώ επίδομα τέκνων + χρονοεπίδομα ποσού 1.240,20 ευρώ (2.067 Χ 60%) =] 3.975,51 ευρώ και ότι εξακολουθεί επομένως να του οφείλει 1.101,71 ευρώ μηνιαίως και μέχρι την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής, το ποσό των (1.101,71 Χ 36 μήνες =) 39.661,56 ευρώ. Στην όγδοη εφεσίβλητη με συνολική προϋπηρεσία 22 ετών, το ποσό των 2.613,72 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου συνολικού ποσού των [2.054 ευρώ βασικός μισθός Διευθυντή + 291,46 ευρώ Νοσοκομειακό Επίδομα + 274,45 ευρώ επίδομα Βιβλιοθήκης + 62,40 ευρώ επίδομα θέσης Διευθυντή + 35 ευρώ οικογενειακή παροχή + χρονοεπίδομα ποσού 909,48 ευρώ (2.067 Χ 44%) =] 3.626,79 ευρώ και ότι εξακολουθεί να της οφείλει 1.013,07 ευρώ μηνιαίως και μέχρι την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής, το ποσό των (1.013,07 Χ 36 μήνες =) 36.470,52 ευρώ. Στην ένατη εφεσίβλητη, με συνολική προϋπηρεσία 23 ετών, το ποσό των 2.692,24 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου συνολικού ποσού των [2.054 ευρώ βασικός μισθός Διευθυντή + 291,46 ευρώ Νοσοκομειακό Επίδομα + 274,45 ευρώ επίδομα Βιβλιοθήκης + 62,40 ευρώ επίδομα θέσης Διευθυντή + 35 ευρώ οικογενειακή παροχή + 18 ευρώ επίδομα τέκνων + χρονοεπίδομα ποσού 992,16 ευρώ (2.067 Χ 48%) =] 3.727,47 ευρώ και ότι εξακολουθεί να της οφείλει 1.035,23 ευρώ μηνιαίως και μέχρι την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής, το ποσό των (1.035,23 Χ 36 μήνες =) 37.268,28 ευρώ. Στον δέκατο εφεσίβλητο (11ο εναγόμενο), με συνολική προϋπηρεσία 21 ετών, το ποσό των 2.692,24 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου συνολικού ποσού των [2.054 ευρώ βασικός μισθός Διευθυντή + 291,46 ευρώ Νοσοκομειακό Επίδομα + 274,45 ευρώ επίδομα Βιβλιοθήκης + 62,40 ευρώ επίδομα θέσης Διευθυντή + 35 ευρώ οικογενειακή παροχή + 18 ευρώ επίδομα τέκνων + χρονοεπίδομα ποσού 992,16 ευρώ (2.067 Χ 48%) =] 3.727,47 ευρώ και ότι εξακολουθεί να της οφείλει 1.035,23 ευρώ μηνιαίως και μέχρι την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής, το ποσό των (1.035,23 Χ 36 μήνες =) 37.268,28 ευρώ. Στον ενδέκατο εφεσίβλητο (12ο εναγόμενο) με συνολική προϋπηρεσία 34 ετών, το ποσό των 2.855,80 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου συνολικού ποσού των [2.054 ευρώ βασικός μισθός Διευθυντή + 291,46 ευρώ Νοσοκομειακό Επίδομα + 274,45 ευρώ επίδομα Βιβλιοθήκης + 62,40 ευρώ επίδομα θέσης Διευθυντή + 35 ευρώ οικογενειακή παροχή + χρονοεπίδομα ποσού 1.240,20 ευρώ (2.067 Χ 60%) =] 3.957,51 και ότι εξακολουθεί  να της οφείλει 1.101,71 ευρώ μηνιαίως και μέχρι την ημερομηνία συζήτησης της υπό αγωγής, το συνολικό ποσό των (1.101,71 Χ 36 μήνες =) 39.661,56 ευρώ, στη δωδέκατη εφεσίβλητη (13η εναγόμενη) με 25 έτη προϋπηρεσία το ποσό των 2.855,80 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου συνολικού ποσού των [2.054 ευρώ βασικός μισθός Διευθυντή + 291,46 ευρώ Νοσοκομειακό Επίδομα + 274,45 ευρώ επίδομα Βιβλιοθήκης + 62,40 ευρώ επίδομα θέσης Διευθυντή +45 ευρώ μεταπτυχιακό + 35 ευρώ οικογενειακή παροχή + 18 ευρώ επίδομα τέκνου + χρονοεπίδομα ποσού 1.074,84 ευρώ (2.067 χ 52%) = 3.837,15 και εξακολουθεί να οφείλει μηνιαίως το ποσό των 1.057,39 ευρώ και για 36 μήνες μέχρι τη συζήτηση της αγωγής το ποσό των 38.066,04 ευρώ, και τέλος στον δέκατο τρίτο εφεσίβλητο (14ο εναγόμενο) με 28 έτη προϋπηρεσία το ποσό των 2.855,80 ευρώ μηνιαίως, αντί του οφειλόμενου συνολικού ποσού των [2.054 ευρώ βασικός μισθός Διευθυντή + 291,46 ευρώ Νοσοκομειακό Επίδομα + 274,45 ευρώ επίδομα Βιβλιοθήκης + 62,40 ευρώ επίδομα θέσης Διευθυντή + 35 ευρώ οικογενειακή παροχή + χρονοεπίδομα ποσού 1.240,20 ευρώ (2.067 Χ 60%) =] 3.957,51 και ότι εξακολουθεί  να του οφείλει 1.101,71 ευρώ μηνιαίως και μέχρι την ημερομηνία συζήτησης της υπό αγωγής, το συνολικό ποσό των (1.101,71 Χ 36 μήνες =) 39.661,56 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατ’εφαρμογή του άρθρου 11 Ν. 4575/2018, που δηµοσιεύθηκε στο ΦΕΚ την 14-11-2018, το εκκαλούν κατέβαλε στους προαναφερόμενους εφεσίβλητους εφάπαξ τα παρακάτω χρηματικά ποσά που αντιστοιχούν στο διάστημα απασχόλησης τους από 1/1/2015 έως και 31/17/2016. Ειδικότερα η πρώτη εφεσίβλητη έλαβε το συνολικό ποσό των (21.493,68) ευρώ, η τρίτη εφεσίβλητη  το συνολικό ποσό των (21.493,58) ευρώ, η τέταρτη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των (15.635,86) ευρώ, ο πέμπτος εφεσίβλητος το συνολικό ποσό των (15.297,28) ευρώ, ο έκτος εφεσίβλητος το συνολικό ποσό των (15.635,86) ευρώ, ο έβδομος εφεσίβλητος  το ποσό (21.493,68) ευρώ, η όγδοη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των (14.281,56) ευρώ, η ένατη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των (14.620,13) ευρώ, ο δέκατος εφεσίβλητος έλαβε το συνολικό ποσό των (10.405,20) ευρω, ο ενδέκατος εφεσίβλητος έλαβε το συνολικό ποσό των (21.493,68) ευρω, η δωδέκατη εφεσίβλητη έλαβε το συνολικό ποσό των (15.635,86) ευρω, και ο δέκατος τρίτος εφεσίβλητος έλαβε το συνολικό ποσό των (15.635,86) ευρώ. Τα ποσά αυτά τα οποία μετά την υποβολή με τον πέμπτο πρόσθετο λόγο εφέσεως της ένστασης εξοφλήσεως κατά ένα μέρος (άρθρο 416 του ΑΚ) εκ μέρους του εκκαλούντος θα αφαιρεθούν από τα ποσά που αναγνωρίστηκε ότι οφείλονται από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 της ΚΥΑ οικ /2/88420/ ΦΕΚ Β 5435-4/12/2018, καθώς η καταβολή τους αποδεικνύεται πλήρως από την κατάσταση μισθοδοσίας (σχετικό 14) που προσκομίζει μετ’επικλήσεως το εκκαλούν, ενώ να σημειωθεί ότι οι εφεσίβλητοι ομολογούν (άρθρο 352 του ΚΠολΔ) ότι έλαβαν τα ποσά αυτά, καθώς το μόνο που αναφέρουν επί του σχετικού πέμπτου λόγου εφέσεως με τον οποίο προβλήθηκε παραδεκτώς ένσταση εν μέρει εξοφλήσεως, είναι ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν προτάθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ο ισχυρισμός τους όμως είναι απορριπτέος διότι τα πραγματικά περιστατικά που εδώ προβάλλονται εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 527 του ΚΠολΔ. Ακολούθως των ανωτέρω κατά παραδοχή του πέμπτου και έκτου των προσθέτων λόγων εφέσεως θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η κρινόμενη έφεση και να εξαφανιστεί κατά τα σχετικά κεφάλαια (ύψος οφειλής και ύψος τόκου οφειλής) και τελικά στο σύνολο της ως προς τους διαδίκους ενώπιον αυτού του δικαστηρίου (δηλαδή εκκαλούν και εφεσιβλήτους) για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση και ως προς αυτά να κρατήσει το δικαστήριο αυτό και να ξαναδικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό κατάθεσης ………../2017 αγωγή. Η αγωγή αυτή έχει έρεισμα ως προς την κύρια βάση της στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 30 και 43 του ν. 3205/2003, 136επ. και 155 του ν. 4472/2017, και 70 του ΚΠολΔ και θα πρέπει, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος και να αναγνωριστεί ότι το εκκαλούν εναγόμενο νπδδ οφείλει να καταβάλει στην πρώτη εφεσίβλητη το ποσό των 18.167,88 ευρώ, στο δεύτερο εφεσίβλητο το ποσό των 29.593,08 ευρώ, στην τρίτη εφεσίβλητη το ποσό των 18.167,98 ευρώ, στην τέταρτη εφεσίβλητη το ποσό των 24.025,70 ευρώ, στον πέμπτο εφεσίβλητο το ποσό των 23.566,52 ευρώ, στον έκτο εφεσίβλητο το ποσό των 23.227,94 ευρώ, στον έβδομο εφεσίβλητο το ποσό των 18.167,88 ευρώ, στην όγδοη εφεσίβλητη το ποσό των 22.188,96 ευρώ, στην ένατη εφεσίβλητη το ποσό των 22.648,15 ευρώ, στο δέκατο εφεσίβλητο (11ο εναγόμενο) το ποσό των 26.863,08 ευρώ, στον ενδέκατο εφεσίβλητο (12ο εναγόμενο) το ποσό των 18.167,88 ευρώ, στη δωδέκατη εφεσίβλητη (13η εναγομένη) το ποσό των  22.430,18 ευρώ και στον δέκατο τρίτο εφεσίβλητο (14ο εναγόμενο) το ποσό των 24.025,70 ευρώ. Όλα τα παραπάνω ποσά οφείλονται εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή με το άρθρο 45 του ν. 4607/2019 περί τοκοφορίας οφειλών του δημοσίου δηλαδή το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των διατάξεων που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων, από 11.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2018 έφεση και τους με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2021 πρόσθετους λόγους αυτής, κατά της με αριθμό 4177/10.9.2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων επί της με αριθμό ……../2017 αγωγής, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών,

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται την έφεση και τους πρόσθετους λόγους τυπικά και κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν.

Εξαφανίζει ως προς τους εδώ διαδίκους (εκκαλούν και εφεσίβλητους) τη με αριθμό 4177/10.9.2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

Κρατεί την υπόθεση και αναδικάζει κατά το μέρος αυτό επί της με αριθμό ………/2017 αγωγής

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή

Αναγνωρίζει ότι το εκκαλούν οφείλει να καταβάλει στην πρώτη εφεσίβλητη το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων εκατόν εξήντα επτά ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (18.167,88) ευρώ, στο δεύτερο εφεσίβλητο το ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και οκτώ λεπτών (29.593,08) ευρώ, στην τρίτη εφεσίβλητη το ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων εκατόν εξήντα επτά ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (18.167,98) ευρώ, στην τέταρτη εφεσίβλητη το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων είκοσι πέντε ευρώ και εβδομήντα λεπτών (24.025,70) ευρώ, στον πέμπτο εφεσίβλητο το ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα έξι ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (23.566,52) ευρώ, στον έκτο εφεσίβλητο το ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων διακοσίων είκοσι επτά ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (23.227,94) ευρώ, στον έβδομο εφεσίβλητο το ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων εκατόν εξήντα επτά ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (18.167,88) ευρώ ευρώ, στην όγδοη εφεσίβλητη το ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων εκατόν ογδόντα οκτώ ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (22.188,96) ευρώ, στην ένατη εφεσίβλητη το ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων εξακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και δέκα πέντε λεπτών (22.648,15) ευρώ, στο δέκατο εφεσίβλητο (11ο εναγόμενο) το ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα τριών ευρώ και οκτώ λεπτών (26.863,08) ευρώ, στον ενδέκατο εφεσίβλητο (12ο εναγόμενο) το ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων εκατόν εξήντα επτά ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (18.167,88) ευρώ, στη δωδέκατη εφεσίβλητη (13η εναγομένη) το ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα ευρώ και δέκα οκτώ λεπτών (22.430,18) ευρώ και στον δέκατο τρίτο εφεσίβλητο (14ο εναγόμενο) το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων είκοσι πέντε ευρώ και εβδομήντα λεπτών (24.025,70) ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή κατ’άρθρο 45 του ν. 4607/2019

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  13 Απριλίου  2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ