Αριθμός 225/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τμήμα 3ο )
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …….. 2) ………, 3) …….., 4) ………και 5) ……….οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Βασίλειο Σαξώνη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ΟΛΠ ΑΕ», η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξουσία της δικηγόρο Ελένη Ζησοπούλου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Οι εκκαλούντες-εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27-12-2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 775/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες-εφεσίβλητοι με την από 20.8.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …../2019) έφεσή τους και β) η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα με την από 19.8.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019) έφεσή της. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε αρχικά η 21η.5.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……../2019 και ……./2019, αντίστοιχα) οπότε η συζήτησή τους ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και τις υπ΄ αριθμ. 37/2020 και 81/2020 Πράξεις του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες με αριθμούς ………./21.8.2019 και ………../5.9.2019 εφέσεις κατά της με αριθμό 775/5.3.2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων κατά τη διαδικασία κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών επί της με αριθμό καταθέσεως ………/28.12.2017 αγωγής έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση των δικογράφων αυτών στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και εμπροθέσμως εντός της 30ήμερης προθεσμίας από την κοινοποίηση της εκκαλουμένης απόφασης, αφού όπως αποδεικνύεται από τη σχετική σημείωση επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της εκκαλουμένης του δικαστικού επιμελητή Πειραιά ……….. αυτή κοινοποιήθηκε στις 12.7.2012, δεδομένου ότι το διάστημα 1 με 31.8 δεν υπολογίζεται στις προθεσμίες των ενδίκων μέσων, στις 21.8.2019 και στις 5.9.2019 αντίστοιχα (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Με τις προτάσεις του ο ΟΛΠ διόρθωσε το δικόγραφο της με αριθμό ……./2019 εφέσεως του παραιτούμενος ως προς τους ηττηθέντες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου τρίτο, τέταρτο και πέμπτο των εφεσιβλήτων, ήδη εκκαλούντων, ενώ η με αριθμό ……../2019 έφεση παραδεκτώς ασκείται και από τους πρώτο και δεύτερο εκκαλούντα ήδη εφεσίβλητους με την έφεση του ΟΠΛ, καθόσον οι προαναφερόμενοι ηττήθηκαν κατά ένα μέρος με την εκκαλουμένη απόφαση, αφού απορρίφθηκε το αναγνωριστικό αίτημα τους περί αναγνώρισης οφειλόμενων αποδοχών και συνεπώς υφίσταται και ως προς αυτούς η διαδικαστική προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος. Κατά τα λοιπά οι προαναφερόμενες εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν δε περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη, αφού συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 246, 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), καθώς πλήττουν την ίδια απόφαση. Να σημειωθεί ότι αυτές αμφότερες είχαν προσδιοριστεί για τις 21.5.2020 για τη δικάσιμο της 21.5.2020, οπότε η συζήτηση ματαιώθηκε λόγω της έκδοσης της ΚΥΑ Υπουργών Εθνικής άμυνας Υγείας Δικαιοσύνης με αριθμό Δ1α/ΓΠοικ. 30340 (φεκ 1857/15.5.2020β) περί προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Πολιτικών Δικαστηρίων από 15.5.2020 έως και 31.5.2020 για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, και επαναπροσδιορίστηκαν αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020 (φεκ α’ 104/30.5.2020) με τη με αριθμό 81/20 πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά Εφέτη (σε συνδυασμό με τη με αριθμό 37/14.5.20 πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά),
Με τη με αριθμό ………./28.12.2017 αγωγή τους ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου οι ήδη εφεσίβλητοι (μετά τη διόρθωση του δικογράφου εφέσεως του ΟΠΛ) πρώτος, δεύτερος των εναγόντων αλλά και οι εκκαλούντες τρίτος, τέταρτος και πέμπτος των εναγόντων εξέθεταν ότι απασχολούνται δυνάµει συµβάσεων εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου στην εναγομένη ήδη εκκαλούσα και εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία (ΟΛΠ αε) με έδρα τον Πειραιά με συμβάσεις εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, από τις 12.2.2008 ο πρώτος, από τις 15.10.2007 ο δεύτερος και από τις 14-07-2008 ο τρίτος µε την ειδικότητα του οδηγού, από τις 08-8-2002 ο τέταρτος µε την ειδικότητα του χειριστή ανυψωτικων µηχανηµάτων και από τις 22-04-2002 ο πέµπτος µε την ειδικότητα του ηλεκτροτεχνίτη υποσταθµών. Ότι είναι κάτοχοι πτυχίων των ειδικότερα αναφερόµενων για καθένα στην αγωγή Τεχνικών /Επαγγελµατικων Λυκείων που είναι ισότιµα µε αυτά των καταργηθέντων µε το ν. 576/1977 µέσων τεχνικών σχολών. ‘Οτι η εφεσίβλητη – εκκαλούσα εναγοµένη εργοδότρια τους έχει υπαγάγει στη µισθολογική κλίμακα ΔΕ2 που αντιστοιχεί στους κατόχους πτυχίου δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης, σε αυτούς που κατέχουν τίτλο σπουδών των σχολών μαθητείας του ΟΑΕΔ ή πτυχίου κατώτερων τεχνικών σχολών και υποχρεωτικής εκπαίδευσης με εργασιακή εμπειρία, ενώ με βάση τα τυπικά τους προσόντα θα έπρεπε να καταταγούν στο μισθολογικό κλιμάκιο ΔΕ3 που αντιστοιχεί στους κατόχους πτυχίων Μεσων Τεχνικων Σχολών, οι οποίες καταργήθηκαν µε το ν. 576/77, με αποτέλεσμα να τους καταβάλλονται μικρότερες αποδοχές. Ακολούθως αιτήθηκαν να υποχρεωθεί η εργοδότρια να τους κατατάξει στο µισθoλoγικό κλιμάκιο ΔΕ3 και να αναγνωριστεί ότι τους οφείλονται μισθολογικές διαφορές που, προκύπτουν λόγω της υπαγωγής τους σε χαµηλότερο κλιµάκιο από την 7.7.2016 για το δεύτερο ενάγοντα, από 1-7-2014 για τον τρίτο ενάγοντα και από 1.1.2012 για τους πρώτο, τέταρτο και πέμπτο έως σήµερα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 αρ. 7, 16 παρ. 2 και 25 παρ. 2 του ΚΠολΔ, την οποία έκρινε νόμιμη κατά ένα μέρος, καθώς έκρινε ότι το αίτημα περί αναγνώρισης οφειλής χρηματικών ποσών δε συνδέεται με συγκεκριμένο αίτημα και επομένως δεν μπορεί να υπαχθεί στη διάταξη του άρθρου 70 του ΚΠολΔ. Στη συνέχεια τη δέχτηκε στην ουσία της ως προς τους δύο πρώτους εκκαλούντες εφεσίβλητους και την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο των εκκαλούντων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις προαναφερόμενες εφέσεις τους για εσφαλμένη ερμηνεία νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και αιτούνται την εξαφάνιση της προκειμένου α) οι εκκαλούντες της με αριθμό ………./2019 εφέσεως να γίνει δεκτή για όλους και συνολικά η αγωγή τους και β) η εκκαλούσα με τη με αριθμό ………./2019 εφέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή.
Κατά την έννοια του άρθρο 70 ΚΠολΔ, αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής είναι η αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας ή του ειδικότερου περιεχομένου, μιας έννομης σχέσης με την έννοια του δικαιώματος ή της υποχρέωσης ή του συμπλέγματος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ως έννομη σχέση, εν προκειμένω, νοείται η βιοτική σχέση, η οποία ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο και συνεπάγεται ή ενέχει ως περιεχόμενο της, σε σχέση με άλλο πρόσωπο ή αντικείμενο, ένα τουλάχιστον δικαίωμα ή μία υποχρέωση είτε δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και όχι απλών πραγματικών γεγονότων ή προϋποθέσεων δικαιώματος ή αξίωση (ΑΠ 492/2010, ΑΠ 224/2007, ΑΠ 927/2002 δημ. νόμος). Δηλαδή δεν μπορεί ο ενάγων να περιοριστεί στην υποβολή αιτήματος διαπίστευσης απλών πραγματικών περιστατικών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή, στην οποία υπάγονται τα περιστατικά αυτά αφού δεν αποτελούν έννομη σχέση, υπό την άνω έννοια, τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα χωρίς τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση, της οποίας ζητείται δια της αγωγής η προστασία (ΑΠ 941 /1997). Επίσης δεν αποτελεί έννομη σχέση η διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων χωρίς καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή στα οποία υπάγονται τα περιστατικά αυτά ή έχουν νομική σημασία για τις έννομες σχέσεις των προσώπων. Από την ως άνω διάταξη συνάγεται, ακόμη, ότι για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής απαιτείται ο ενάγων να έχει έννομο συμφέρον, τέτοιο δε υφίσταται όταν η προκαλούμενη με την αγωγή αυτή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητούμενη ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσης, να άρει τη σχετική αβεβαιότητα και να αποτρέψει σχετικές μ’ αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και μάλιστα οριστικά και με δύναμη δεδικασμένου. Συνεπώς, αποφάσεις που δεν διαλευκαίνουν οριστικά την έννομη σχέση αλλά μόνο στοιχεία αυτής ή προδικαστικά της ζητήματα δεν είναι ικανές για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων γιατί πρέπει να προστεθούν και άλλα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσης (ΑΠ 941/1997). Μεμονωμένα δηλαδή στοιχεία της έννομης σχέσης ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/ Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Έκδ. 2000, άρθρο 70, τομ. I, σελ. 152, X. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 234, ΑΠ 134/2015, ΕφΠειρ 304/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια, δηλαδή, αγωγή δεν δίδεται για την αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας απλού πραγματικού γεγονότος που αποτελεί μεμονωμένο στοιχείο της έννομης σχέσης ή καθαρής νομικής κατάστασης ή προς επίλυση αφηρημένων νομικών αιτημάτων γιατί τα πολιτικά δικαστήρια (άρθρο 1 ΚΠολΔ) ιδρύθηκαν για την επίλυση ιδιωτικού δικαίου διαφορών, στερούμενα γνωμοδοτικής εξουσίας (ΑΠ 134/2015, ΑΠ 356/2013, ΑΠ 508/2013 δημ. νόμος).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση το αγωγικό αίτημα περί αναγνωρίσεως ότι οφείλονται στους εκκαλούντες μισθολογικές διαφορές που προκύπτουν λόγω της υπαγωγής τους σε χαμηλότερο μισθολογικό κλιμάκιο από την 7.7.2016 για το δεύτερο ενάγοντα, από 1-7-2014 για τον τρίτο ενάγοντα και από 1.1.2012 για τους πρώτο, τέταρτο και πέμπτο έως σήµερα δεν είχε την απαιτούμενη ειδική διαδικαστική προϋπόθεση του παραδεκτού της αναγνωριστικής αγωγής, κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ, αφού η έννομη σχέση της οποίας ζητήθηκε η αναγνώριση δε συνδέθηκε με συγκεκριμένη έννομη συνέπεια και συνακόλουθα δεν υπήρχε έννομο συμφέρον των εκκαλούντων προς άσκηση της. Ειδικότερα, με την αγωγή δεν ζητήθηκε η αναγνώριση συγκεκριμένων μισθολογικών διαφορών εκ της εργασιακής σχέσης που συνδέει τους ενάγοντες ήδη εκκαλούντες με την εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία εκ της κατάταξης σε άλλο μισθολογικό κλιμάκιο, αλλά αντιθέτως ζητήθηκε η αναγνώριση απλών πραγματικών γεγονότων (απλή διαπίστωση οφειλής μισθολογικών διαφορών λόγω της υπαγωγής των εναγόντων ήδη εκκαλούντων σε χαμηλότερο μισθολογικό κλιμάκιο). Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να αποτελέσει παραδεκτό αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής, αφού απλά πραγματικά γεγονότα δεν μπορούν, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να αποτελέσουν αυτοτελές αντικείμενο δικαιοδοτικής κρίσης. Το ύψος των νομίμων μηνιαίων αποδοχών των εκκαλούντων είναι ένα πραγματικό γεγονός, το οποίο ενδέχεται να συνιστά την ιστορική βάση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής, ενώ, εξάλλου, αν αμφισβητηθεί από τον αντίδικο, είναι αντικείμενο απόδειξης, όπως είναι αντικείμενο απόδειξης κάθε πραγματικό γεγονός που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (άρθρο 335 ΚΠολΔ) και αμφισβητείται. Όμως δεν μπορεί το ύψος των νομίμων αποδοχών να είναι αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής (άρθρο 70 ΚΠολΔ), ούτε δεδικασμένου (άρθρα 322, 325 ΚΠολΔ), ακριβώς επειδή η διαπίστωση πραγματικών γεγονότων δεν μπορεί να είναι αντικείμενο πολιτικής δίκης. Απλά πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν να είναι αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής όταν δεν είναι συνδεδεμένα με την έννομη σχέση και την έννομη συνέπεια, πέραν του ότι θα έπρεπε πρωτίστως να προσδιορίζεται από τους ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες στο δικόγραφο το σύνολο των αποδοχών τους, και αυτές που τους καταβάλλονται και τελικά η διαφορά που προκύπτει, ώστε να μπορούν τα πραγματικά περιστατικά να υπαχθούν σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου. Ακολούθως, ελλείπει η διαδικαστική προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος προς άσκηση του συγκεκριμένου αναγνωριστικού αιτήματος, αφού το αίτημα αυτό δεν μπορεί να είναι και αντικείμενο του δεδικασμένου, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απορρίπτοντας ως νομικά αβάσιμο το σχετικό αίτημα έστω και με πιο συνοπτική αιτιολογία που εδώ συμπληρώνεται, κατ’άρθρο 534 του ΚΠολΔ, ορθά το νόμο ερμήνευσε και συνεπώς όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στον πρώτο λόγο της με αριθμό ………../21.8.2019 εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η προαναφερόμενη έφεση ως προς τους δύο πρώτους εκκαλούντες.
Το άρθρο 1 του ν.δ. 580/1970 (Α’ 139), όριζε ότι στην έννοια του όρου επαγγελματική εκπαίδευση περιλαμβάνεται τόσο η τεχνική όσο και η επαγγελματική εκπαίδευση κάθε άλλης κατηγορίας. Περαιτέρω, το ν.δ. 580/1970 παρέσχε εξουσιοδότηση (άρθρο 3 παρ. 1), να καθορισθεί με απόφαση του Υπουργού Παιδείας η διάρκεια φοίτησης στα τμήματα ειδικοτήτων των κατωτέρων επαγγελματικών Σχολών, καθώς και σειρά συναφών ζητημάτων. Το ν.δ. 580/1970 καταργήθηκε με το άρθρο 75 ν. 576/1977 (Α’ 102) που ακολούθησε, ο οποίος προέβλεψε στο άρθρο 1 ότι: “Γενικά. 1. Η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση διακρίνεται σε μέση και ανώτερη. 2. Η μέση τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση παρέχεται α) στις τεχνικές και επαγγελματικές σχολές και β) στα τεχνικά και επαγγελματικά Λύκεια.», και στο άρθρο 5, ότι “η μέση τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση ανήκει στη δεύτερη βαθμίδα εκπαιδεύσεως”. Kατά το άρθρο 9 παρ 2 του ν. 576/1977 «Η φοίτηση, κατά κανόνα, είναι διάρκειας δύο έως τεσσάρων εξαμήνων για τις τεχνικές και επαγγελματικές σχολές αναλόγως με την ειδικότητα και έξι εξαμήνων στα τεχνικά και επαγγελματικά Λύκεια, επιμηκύνεται δε κατά δύο εξάμηνα, όταν πραγματοποιείται εις τμήματα εσπερινής φοιτήσεως. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 66 του ίδιου νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 παρ. 2 του ν. 817/1978, ορίσθηκε ότι παύει η εγγραφή μαθητών στις μέσες τεχνικές και επαγγελματικές σχολές που λειτουργούσαν προ της ενάρξεως ισχύος του νόμου αυτού, ενώ στο άρθρο 68 του ν. 576/1977 ορίστηκε : α) στην παράγραφο 1, ότι οι απολυόμενοι από τις ιδιωτικές τεχνικές σχολές κάθε βαθμίδας εκπαίδευσης μπορούν να προσέλθουν, προς απόκτηση πτυχίου ισοτίμου και ισοδυνάμου, προς τα πτυχία τα απονεμόμενα από τις αντίστοιχες δημόσιες τεχνικές σχολές, σε εξέταση ενώπιον ειδικών εξεταστικών επιτροπών και β) στην παράγραφο 5, ότι αυτά τα οποία αφορούν την αντιστοιχία των πτυχίων των καταργουμένων με το νόμο αυτό κατωτέρων και μέσων τεχνικών και επαγγελματικών σχολών με αυτά που απονέμονται από τις σχολικές μονάδες που εδώ συνίστανται καθορίζονται με προεδρικά διατάγματα μετά πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Όμως ακόμη τέτοιο προεδρικό διάταγμα περί καθορισμού της αντιστοιχίας του πτυχίου των τεχνικών και επαγγελματικών σχολών που καταργήθηκαν με το νόμο αυτό με το πτυχίο των τεχνικών Σχολών που ιδρύθηκαν με το νόμο αυτό δεν έχει εκδοθεί. Στη συνέχεια, ο ν. 576/1977 καταργήθηκε με το άρθρο 95 περ. (12) του ν. 1566/1985 (Α’ 167), με τον οποίο αντικαταστάθηκαν οι ρυθμίσεις του για την μέση τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση με τις ρυθμίσεις για το ενιαίο πολυκλαδικό λύκειο (άρθρο 7), το τεχνικό – επαγγελματικό λύκειο (άρθρο 6 παρ. 3 ) και την τεχνική – επαγγελματική σχολή (άρθρο 9 ν. 1566/1985). Εξάλλου, κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων των άρθρων 64 παρ. 2 και 86 παρ. 1 περ. δ’ του ν. 1566/1985 εκδόθηκε η με αριθμό Γ2/779/23.2.1988 (Β’ 135) απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία ορίσθηκε ότι τα πτυχία των τεχνικών και επαγγελματικών λυκείων (ΤΕΛ) του ν. 576/1977 είναι ισότιμα με τα πτυχία των τεχνικών και επαγγελματικών λυκείων του ν. 1566/1985, τα δε πτυχία των τεχνικών και επαγγελματικών σχολών (ΤΕΣ) του ν. 576/1977 είναι ισότιμα με τα πτυχία των τεχνικών και επαγγελματικών σχολών του ν. 1566/1985. Με την έναρξη ισχύος του ν. 2525/1997 (Α’ 188) ορίστηκε ότι τα λειτουργούντα Τ.Ε.Λ. μετατρέπονται σε Ενιαία Λύκεια (άρθρο 1 παρ. 8), ενώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2640/1998 (Α’ 206) η τεχνική – επαγγελματική εκπαίδευση παρέχεται πλέον στα τεχνικά- επαγγελματικά εκπαιδευτήρια (Τ.Ε.Ε.) και οργανώνεται σε δύο κύκλους, Α’ και Β’ . Τέλος, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη εδώ (σχετ. 14) Ε/1053/8.5.2000 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Β’ 663) ορίσθηκε ότι τα πτυχία των τεχνικών και επαγγελματικών σχολών (ΤΕΣ) του άρθρου 9 του ν. 1566/1985 και τα ισότιμα αυτών είναι ισότιμα με τα πτυχία των τεχνικών επαγγελματικών εκπαιδευτηρίων (ΤΕΕ) Α’ κύκλου σπουδών του άρθρου 2 του ν. 2640/1998 αντίστοιχης ειδικότητας και τα πτυχία των τεχνικών και επαγγελματικών λυκείων του ν. 1566/1985 και τα ισότιμα αυτών είναι ισότιμα με τα πτυχία των τεχνικών επαγγελματικών εκπαιδευτηρίων Β’ κύκλου σπουδών αντίστοιχης ειδικότητας. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι πτυχιούχοι των κατώτερων τεχνικών σχολών αποτελούν διαφορετική κατηγορία τόσο από τις κατηγορίες πτυχιούχων των τεχνικών – επαγγελματικών σχολών και τεχνικών – επαγγελματικών λυκείων όσο και των μετέπειτα τεχνικών – επαγγελματικών εκπαιδευτηρίων (Α’ και Β’ κύκλου) (ΑΠ 801/2018 δημ. νόμος). Όμως από το συνδυασμό των προαναφερόμενων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων συνάγεται ότι τα πτυχία των Τεχνικών Επαγγελματικών Λυκείων του ν. 576/1977 και 1566/1985 είναι ισοδύναμα με τα πτυχία Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης του ν.δ. 580/1970, που καταργήθηκαν με το ν. 576/1977 (βλ. ΑΠ 436/2013, ΣΤΕ 4000/1996, γνωμοδότηση ΝΣΚ 376/2011). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 της νΣΣΕ του υπαλληλικού προσωπικού της ανώνυμης εταιρίας ΟΛΠ αε στην κατηγορία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κατατάσσονται οι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή τεχνικής σχολή με μισθολογικό κλιμάκιο το 12ο δηλαδή βασικό μισθό 857 ευρώ. Κατά το άρθρο 3 οι υπάλληλοι που κατά το χρόνο υπογραφής της παρούσας είχαν ήδη ενταχθεί στην κατηγορία ΔΕ3 κατατάσσονται με εισαγωγικό κλιμάκιο το 11ο δηλαδή βασικό μισθό τα 880 ευρώ. Στο άρθρο 5 των από 23-10-2002 και 24-10-2006 ΣΣΕ του Υπαλληλικού Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ, οριζόταν ότι ‘οι υπάλληλοι της ΔΕ κατηγορίας που κατέχουν πτυχία Μέσων Τεχνικών Σχολών που καταργήθηκαν με το ν. 576/1977, κατατάσσονται στην υποκατηγορία ΔΕ3, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 2 των παραπάνω συμβάσεων στην υποκατηγορία ΔΕ2 κατατάσσονται οι κάτοχοι πτυχίου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και για τους ανήκοντες στη ΔΕ κατηγορία με τίτλο σπουδών των σχολών μαθητείας του ΟΑΕΔ, των κατώτερων τεχνικών σχολών και της υποχρεωτικής εκπαίδευσης με την απαιτούμενη από τις σχετικές διατάξεις εμπειρία (βλ. ΑΠ 317/2017 δημ. νόμος). Και όταν συνεπώς ο αιτών την κατάταξη του σε μισθολογικό κλιμάκιο όμοιο με αυτό στο οποίο κατατάσσονταν οι μέσες τεχνικές σχολές παλαιού τύπου (του νδ 580/1970) δεν έχει τα τυπικά προσόντα προς τούτο, μπορεί να επικαλεστεί ότι έχει ουσιαστικά προσόντα για την κατάταξη του όταν από τη διάρκεια της φοίτησης, την έκτασης της εκπαιδευτικής ύλης και τις τεχνικές γνώσεις που έχει αποκτήσει αποδεικνύει ότι δεν υστερεί σε τεχνικές γνώσεις έναντι των πτυχιούχων των τεχνικών σχολών παλαιού τύπου (ΑΠ 1567/1998 δημ. νομος, ΕφΠειρ 740/2011 αδημ.).
Από την επανεκτίμηση των προσκομιζόμενων με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, και τις ομολογίες των διαδίκων μερών που συνάγονται από τους ισχυρισμούς τους σχετικά με την πρόσληψη, και απασχόλησης των εφεσιβλήτων στην εκκαλούσα και των πτυχίων που αυτοί κατέχουν, πλήρως αποδεικνύονται κατά την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εφεσίβλητοι απασχολούνται στην εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία με συμβάσεις εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, από τις 12.2.2008 ο πρώτος, από τις 15.10.2007 ο δεύτερος και από τις 14-07-2008 ο τρίτος µε την ειδικότητα του οδηγού, από τις 08-8-2002 ο τέταρτος µε την ειδικότητα του χειριστή ανυψωτικών µηχανηµάτων και από τις 22-04-2002 ο πέμπτος µε την ειδικότητα του ηλεκτροτεχνίτη υποσταθµών. Ο πρώτος εφεσίβλητος …………. είναι απόφοιτος του Τεχνικού Επαγγελματικού Εκπαιδευτηρίου Ρέντη της ειδικότητας Μηχανών και Συστημάτων Αυτοκινήτου του Μηχανολογικού Τομέα και κάτοχος του από 3-6-2003 σχετικού πτυχίου, το οποίο έλαβε κατόπιν ολοκλήρωσης της φοίτησής του στο ανωτέρω ΤΕΕ στον Β’ κύκλο σπουδών (σχετ. 5β). Το πτυχίο αυτό αντιστοιχεί στο επίπεδο 3, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 6 παρ. 1 περ. γ του ν. 2009/1992, δηλαδή είναι ισότιμο του πτυχίου επαγγελματικής εκπαίδευσης που χορηγείται στους αποφοίτους τεχνικών επαγγελματικών λυκείων και στους αποφοίτους τμήματος ειδίκευσης των ενιαίων πολυκλαδικών λυκείων (βλ και Υ Α 86252/Γ2/17-7-2009 φεκ 1525β/27.7.2009 η οποία εξεδόθη κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως δυνάμει του άρθρου 64 παρ. 2 Ν. 1566/1985 περί ισοτιμίας του παραπάνω β κύκλου σπουδών του ν. 2640/1998 με το πτυχίο αντίστοιχης ειδικότητας του επα.λ του ν. 3475/2006). Το ανωτέρω πτυχίο απέκτησε αφού είχε ολοκληρώσει τριετή φοίτηση και δηλαδή τον α’ κύκλο μαθητείας που αντιστοιχεί στο επίπεδο κατάρτισης 2 του άρθρου 6 του ν. 2009/1992 και χορηγείται στους αποφοίτους των τεχνικών επαγγελματικών σχολών του ΥΠΕΠΘ. Το πτυχίο αυτό κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας αφού είναι ισότιμο με το πτυχίο αντίστοιχης ειδικότητας των Επαγγελματικών Λυκείων, είναι ισότιμο με το αντίστοιχο πτυχίο των Μέσων Τεχνικών Επαγγελματικών Σχολών του Ν.Δ. 580/1970. Ο δεύτερος εφεσίβλητος ……….. είναι απόφοιτος του από 24-6-2016 πτυχίου του 7ου εσπερινού ΕΠΑΛ Αθηνών της ειδικότητας ηλεκρολογικών εγκαταστάσεων του τομέα ηλεκτρολογίας το οποίο έλαβε και κατέθεσε στην εργοδότρια το έτος 2016 κατόπιν ολοκλήρωσης της φοίτησής του στο ανωτέρω εκπαιδευτήριο μετά από σπουδές χρονικής διάρκειας τεσσάρων (4) ετών. Το ανωτέρω πτυχίο εσπερινού επαγγελματικού Λυκείου είναι ισότιμο με το αντίστοιχο πτυχίο των Μέσων Τεχνικών Επαγγελματικών Σχολών του Ν.Δ. 580/1970, αφού σύμφωνα με τη νομολογία που προηγήθηκε στη νομική σκέψη τα πτυχία των Τεχνικών Επαγγελματικών Λυκείων του ν. 576/1977 και 1566/1985 είναι ισοδύναμα με τα πτυχία Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης του ν.δ. 580/1970, που καταργήθηκαν με το ν. 576/1977. Το βασικό επιχείρημα της εργοδότριας όπως αναφέρεται στο μοναδικό λόγο εφέσεως της είναι ότι στην κατηγορία ΔΕ3 εντάσσονται μόνο οι κάτοχοι πτυχίου μέσων τεχνικών σχολών που καταργήθηκαν με το ν. 576/1977 και οι οποίοι μάλιστα διορίστηκαν με τυπικό προσόν το συγκεκριμένο πτυχίο, ότι ουδεμία ισοτιμία υφίσταται χωρίς προηγούμενη έκδοση διοικητικής πράξεως που να αφορά την ισοτιμία των πτυχίων των εφεσιβλήτων με τις σχολές του ν.δ.580/1970 και ότι η κατάταξη όλων των υπαλλήλων της κατηγορίας ΔΕ που κατέχουν πτυχία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο ΔΕ3 μισθολογικό κλιμάκιο θα οδηγήσει στην κατάργηση του ΔΕ2 κλιμακίου. Ο ισχυρισμός της όμως αυτός δεν συνάδει με τους κανόνες της λογικής και κρίνεται απορριπτέος α) διότι οι εδώ εφεσίβλητοι λόγω ηλικίας δεν θα μπορούσαν να είναι απόφοιτοι της μέσης τεχνικής επαγγελματικής σχολής εργοδηγών του νδ 580/1970, η δε έννοια του εργοδηγού δεν επαναλήφθηκε στα επόμενα νομοθετήματα, β) η παράλειψης έκδοσης κανονιστικής διοικητικής πράξης ισοτιμίας (υπουργικής απόφασης ΥΠΕΠΘ) ή και ατομικής διοικητικής πράξης, αναπληρώνεται με την κανονιστική πράξη που ακολούθησε το άρθρο 68 του ν. 576/1977 που προέβλεπε την έκδοση προεδρικού διατάγματος περί ισοτιμιών, δηλαδή τη με αριθμό Γ2/779/23.2.1988 (Β’ 135) απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων των άρθρων 64 παρ. 2 και 86 παρ. 1 περ. δ’ του ν. 1566/1985 και με την οποία ορίσθηκε ότι τα πτυχία των τεχνικών και επαγγελματικών λυκείων (ΤΕΛ) του ν. 576/1977 είναι ισότιμα με τα πτυχία των τεχνικών και επαγγελματικών λυκείων του ν. 1566/1985, τα δε πτυχία των τεχνικών και επαγγελματικών σχολών (ΤΕΣ) του ν. 576/1977 είναι ισότιμα με τα πτυχία των τεχνικών και επαγγελματικών σχολών του ν. 1566/1985. Και τελικά αν προϋπόθεση για κατάταξη στο ΔΕ3 μισθολογικό κλιμάκιο είναι μόνο το πτυχίο τεχνικής επαγγελματικής σχολής παλαιού τύπου του ν.δ. 580/1970 σύντομα αυτό που θα καταργηθεί θα είναι το ΔΕ3 μισθολογικό κλιμάκιο. Συνεπώς η εδώ εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία υποχρεούται να κατατάξει τους προαναφερόμενους στην ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία. Κρίνοντας έτσι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται με το μοναδικό λόγο της με αριθμό ………../5.9.2019 εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμη και συνεπώς η έφεση είναι απορριπτέα στην ουσία της. Τα έξοδα των εφεσιβλήτων βαρύνουν την εκκαλούσα λόγω της ήττας της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176, 188 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
Περαιτέρω αποδείχθηκε από το προαναφερόμενο αποδεικτικό υλικό ότι ο τρίτος εκκαλών ………… είναι από τις 25.6.2014 απόφοιτος Τεχνικής Επαγγελματικής Σχολής (Ν. 1566/1985) διετούς φοίτησης από την 1η Επαγγελματική Σχολή Πειραιά ειδικότητας «Εργαλειομηχανών CNC» και από το έτος 2001 έχει πτυχίο ΤΕΕ Α’ κύκλου μαθητείας του Τεχνικού Επαγγελματικού Εκπαιδευτηρίου Πάτρας τριετούς φοίτησης. Αυτός θα έπρεπε να συνεχίσει το δεύτερο κύκλο μαθητείας κατά τα προαναφερόμενα ώστε είναι το πτυχίο του ισότιμο με το αντίστοιχο πτυχίο των Μέσων Τεχνικών Επαγγελματικών Σχολών του Ν.Δ. 580/1970, και όπως αναγράφεται σε αυτό αντιστοιχεί σε επίπεδο επαγγελματικής κατάρτισης 2, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. β’ 2009/1992, το οποίο χορηγείται στους αποφοίτους των τεχνικών επαγγελματικών σχολών (Τ.Ε.Σ.) του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Επιπλέον η 1η επαγγελματική σχολή Πειραιά από την οποία αποφοίτησε το 2014 σύμφωνα με την προσκομιζόμενη εδώ (σχετ. 14) Ε/1053/8.5.2000 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Β’ 663) είναι ισότιμη με τα πτυχία των τεχνικών επαγγελματικών εκπαιδευτηρίων (ΤΕΕ) Α’ κύκλου σπουδών του άρθρου 2 του ν. 2640/1998 αντίστοιχης ειδικότητας. Συνεπώς, αφού είναι απόφοιτος μόνο επαγγελματικής σχολής και όχι επαγγελματικού λυκείου δεν έχει τα τυπικά προσόντα για να καταταγεί στη μισθολογική κατηγορία ΔΕ3. Αυτός προσκομίζει την από 3.7.2015 βεβαίωση αναγγελίας με την οποία βεβαιώνεται ότι αυτός έχει άδεια να εκτελεί τις δραστηριότητες του βοηθού χειριστή μηχανημάτων έργου του πδ 113/2012, του τεχνίτη μηχανικού εγκαταστάσεων ως πτυχιούχου μέσης τεχνικής σχολής, και του τεχνίτη οξυγονοκολλητή και ηλεκτροσυγκολλητή του πδ 115/2012, και το πρόγραμμα των μαθημάτων που παρακολούθησε στην προαναφερόμενη τεχνική σχολή μηχανολογικού τομέα του α’ κύκλου. Από τα παραπάνω όμως έγγραφα δεν αποδεικνύεται ότι έχει τα ουσιαστικά προσόντα για να υπαχθεί την ΔΕ3 κατηγορία από την εργοδότρια του λόγω της διάρκειας της εκπαίδευσης του όπως υπονοείται με το δεύτερο λόγο της με αριθμό …………/2019 εφέσεως, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι ακολούθησε το ίδιο πρόγραμμα μαθημάτων και τις ίδιες πρακτικές ασκήσεις με τους πτυχιούχους των αντίστοιχων σχολών παλαιού τύπου, όπως αβασίμως υποστηρίζεται με τον τρίτο λόγο της με αριθμό 835/534/2019 εφέσεως. Ο τέταρτος εκκαλών ……….. κατέχει δύο πτυχία τεχνικής επαγγελματικής Σχολής διετούς φοίτησης από το Σιβιτανίδειο Ίδρυμα ειδικοτήτων «Μηχανών Εσωτερικής Καύσεως» και «Μηχανών Αυτοκινήτων» της ομάδας «Μηχανολογικών Ειδικοτήτων», στα οποία αμφότερα αναγράφεται ότι αποτελούν ημερήσια μέση τεχνική επαγγελματική σχολή του ν. 1566/1985, η οποία δεν αποτελεί πτυχίο τεχνικού ή επαγγελματικού λυκείου και συνεπώς δεν κατέχει τα τυπικά προσόντα για την κατάταξη του στη μισθολογική κατηγορία ΔΕ3, ούτε όμως η τετραετής φοίτηση από μόνη της αποτελεί τέτοιο ουσιαστικό προσόν για την κατάταξη του στην προαναφερόμενη μισθολογική κατηγορία, όπως υπονοείται στο δεύτερο λόγο της με αριθμό ………./2019 εφέσεως, αφού δεν αποδείχθηκε ότι με βάση την έκταση της εκπαιδευτικής γνώσης και τις τεχνικές γνώσεις που απέκτησε ότι κατά τη φοίτηση του στις τεχνικές σχολές Σιβιτανιδείου δεν υστερούν σε τεχνικές γνώσεις έναντι των πτυχιούχων των αντίστοιχων σχολών παλαιού τύπου, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ακολούθησε το ίδιο πρόγραμμα μαθημάτων και τις ίδιες πρακτικές ασκήσεις, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται με τον τρίτο λόγο της με αριθμό ………/2019 εφέσεως. Τέλος ο πέμπτος εκκαλών ………… μετά την αποφοίτηση του από το γενικό λύκειο του Αιγάλεω το έτος 1986 φοίτησε στην ιδιωτική τεχνική επαγγελματική σχολής ΔΕΛΤΑ για να πάρει την ειδικότητα «Ηλεκτρικού Μέρους Αυτοκινήτων». Στο από 3.10.1989 δίπλωμα αναγράφεται ότι αυτή είναι ισότιμη της δημόσιας σχολής του ν. 1566/85 (νέου τύπου) και συνεπώς δεν ισοδυναμεί με πτυχίου τεχνικού επαγγελματικού λυκείου. Στη συνέχεια έλαβε πτυχίο από τη διετούς φοίτησης από την 2η Τεχνική – Επαγγελματική Σχολή Πειραιά νέου τύπου, δηλαδή του ν. 1566/1985, με ειδικότητα «Εσωτερικές Ηλεκτρικές Εγκαταστάσεις». Συνεπώς δεν έχει τα τυπικά προσόντα για την κατάταξη του στη μισθολογική κατηγορία ΔΕ3. Ούτε όμως η τετραετής συνολικά φοίτηση στις παραπάνω σχολές από μόνη της συνιστά ουσιαστικό προσόν για την κατάταξη του στην προαναφερόμενη μισθολογική κατηγορία αφού επίσης δεν αποδείχθηκε ότι με βάση την έκταση της εκπαιδευτικής γνώσης και τις τεχνικές γνώσεις που απέκτησε ότι κατά τη φοίτηση του στις τεχνικές σχολές Σιβιτανιδείου δεν υστερούν σε τεχνικές γνώσεις έναντι των πτυχιούχων των αντίστοιχων σχολών παλαιού τύπου, διότι δεν αποδείχθηκε ότι ακολούθησε το ίδιο πρόγραμμα μαθημάτων και τις ίδιες πρακτικές ασκήσεις. Επομένως όλοι οι εκκαλούντες δεν έχουν τα απαιτούμενα τυπικά ή ουσιαστικά προσόντα για την ένταξη τους στη με αριθμό ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία. Κρίνοντας ομοίως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στους δεύτερο και τρίτο συναφείς λόγους με αριθμό ………/2019 εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη με αριθμό ………./21.8.2019 έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων στην παρούσα δίκη εκκαλούνων, (αρθ.176,183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί ως μη ασκηθείσα τη με αριθμό ……./5.9.2019 έφεση ως προς τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εφεσίβλητο
Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων, τις με αριθμούς ……./21.8.2019 και ……../5.9.2019 εφέσεις κατά της με αριθμό 775/5.3.2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων κατά τη διαδικασία κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών επί της με αριθμό καταθέσεως ………./28.12.2017 αγωγής
Δέχεται τυπικά αυτές και τις απορρίπτει κατ’ουσία.
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων της με αριθμό ……../21.8.2019 έφεσης τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσία, δηλαδή το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας της με αριθμό ……./5.9.2019 έφεσης τα δικαστικά έξοδα των δύο εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει συνολικά σε εξακόσια (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Απριλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ