Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 230/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμος απόφασης    230/2021

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……………………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Σαπουντζάκη, με δήλωση και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……….., 2) ……….. και 3) …………, τα οποίο εκπροωπήθηκαν από τη Δικαστική Πληρεξουσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Δέσποινα Ντουρντουρέκα, με δήλωση

Η εκκαλούσα, άσκησε κατά των εφεσίβλητων την από 31.7.2017 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………. αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η αγωγή δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 3327/2018 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη. Την απόφαση αυτή προσβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εκκαλούσα με την από 19.4.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……… έφεση. Δικάσιμος για τη συζήτηση της έφεσης ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση που είχε εγγραφεί στο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 36 εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανάπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η  υπό κρίση 19.4.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2019 έφεση, κατά της με αριθμό 3327/2018 οριστικής απόφασης του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών την από  31.7.2017 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2017 αγωγή, ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ τασσομένης προθεσμίας, καθώς ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυψε η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Σημειωτέον δε οτι η εκκαλούσα δεν είχε υποχρέωση καταβολής παραβόλου Δημοσίου κατά την άσκηση του δικογράφου της, καθώς οι εργατικές διαφορές εξαιρούνται της υποχρέωσης αυτής (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. τελ)               Στην κρινόμενη περίπτωση, με την από 31.7.2017 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2017 αγωγή της, η ενάγουσα εξέθετε ότι την 2.3.1992 προσελήφθη στη Δημοτική Επιχείρηση Προβολής και Ανάπτυξης Πειραιά, που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ως υπάλληλος γραφείου δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και οτι με την με αριθμό 115921/4160/2.11.2010 απόφαση του Δημάρχου Πειραιά κατατάχτηκε σε προσωποπαγή θέση του εν λόγω Δήμου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ως διοικητικός υπάλληλος Δ.Ε. και κατατάχτηκε από την 1.11.2011 στο βασικό μισθό του Γ βαθμού. Οτι δυνάμει της με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΙΠΙΔ/Β/ 1.1.1/17/οικ.15302/28.5.2013 απόφασης του υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, τέθηκε σε διαθεσιμότητα και εν συνεχεία μετατάχτηκε από το Δήμο Πειραιά σε προσωποπαγή θέση ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων στο Εφετείο Πειραιά, όπου εμφανίστηκε την 12.7.2013 και έδωσε τον σχετικό όρκο, ενώ την 6.9.2013 τοποθετήθηκε στο Ποινικό Τμήμα με την με αριθμό ……../6.9.2013 πράξη της Διευθύνουσας το Εφετείο Πειραιώς, Οτι την 2.9.2013 κατέθεσε δια της διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Δικαιοσύνης την με αριθμό πρωτοκόλλου ………/2013 αίτηση συνοδευόμενη με βεβαίωση ολοκλήρωσης σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, ζητώντας να γίνουν όλες οι προβλεπόμενες ενέργειες για τη μετάταξή της από τη βαθμίδα Δ.Ε. στην βαθμίδα Π.Ε. Οτι εν συνεχεία δυνάμει της με αριθμό 3178/2014 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε η με αριθμό ΔΙΠΙΔ/Β/ 1.1.1/17/οικ.15302/28.5.2013 απόφαση του υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, κατά το σκέλος αυτής με το οποίο μετατάχτηκαν υπάλληλοι στα Δικαστήρια του Πειραιά, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη κατ άρθρο 92 του Συντάγματος του αρμόδιου υπηρεσιακού-Δικαστικού Συμβουλίου και αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου να γνωμοδοτήσει το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο των Δικαστηρίων του Πειραιά,για την μετάταξή της. Οτι μετά την ολοκλήρωση των νόμιμων διαδικασιών εκδόθηκε η με αριθμό 51672/14.7.2015 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης με την οποία εγκρίθηκε η μεταφορά της στα Δικαστήρια του Πειραιά στον κλάδο ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων αναδρομικά από το έτος 2013 οπότε είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα από το ΣτΕ υπουργική απόφαση. Οτι με την με αριθμό 15/2016 απόφασή του, το Πενταμελές υπηρεσιακό Συμβούλιο του Εφετείου Πειραιώς, γνωμοδότησε υπέρ της μετάταξης της ενάγουσας από τον κλάδο ΔΕ στον κλάδο Π.Ε., ενώ στο με αριθμό 16/2017 ΦΕΚ δημοσιεύθηκε η απόφαση μετάταξής της  και άρχισε να λαμβάνει τις αποδοχές υπαλλήλου του κλάδου Π.Ε. από τον Ιανουάριο του έτους 2017. Οτι από την 2.9.2013 που κατέθεσε την αίτησή της για να ενταχθεί στον κλάδο ΠΕ μέχρι την 16.6.2016, οπότε εκδόθηκε η απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, στερήθηκε τις αποδοχές του κλάδου ΠΕ, καθώς χωρίς δική της υπαιτιότητα καθυστέρησε αδικαιολόγητα η σύγκληση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου και ζητεί να αναγνωριστεί οτι η υπηρεσία της από τις 2.9.2013 και εντεύθεν διανύθηκε ως υπηρεσία διοικητικού Υπαλλήλου κλάδου Π.Ε. επειδή κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 70 του Ν3528/2007 (κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων) ο χρόνος υπηρεσίας της από τη στιγμή που διανύεται ενόσω είναι κάτοχος τίτλου σπουδών αναγνωρισμένου ΑΕΙ, θεωρείται οτι έχει διανυθεί στη θέση στην οποία μετατάσσεται και επομένως η αναδρομική αναγνώριση της υπηρεσίας της, ως διανυθείσας στον αντίστοιχο βαθμό ως κάτοχος πτυχίου ΑΕΙ γεννά απαίτηση καταβολής και των αντίστοιχων αποδοχών. Ζήτησε επίσης να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν το ποσό των 20.940,50 ευρώ, που αντιστοιχεί στην διαφορά μεταξύ των νόμιμων (ως υπαλληλου κλάδου Π.Ε.) και των καταβληθεισών αποδοχών της κατά το χρονικό διάστημα από 2.9.2013 έως 18.1. 2017 έντοκα νομιμότοκα από την επομένη που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφλησή της, επικουρικά δε να υποχρεωθούν να της καταβάλουν το ως άνω ποσό με βάση τις διατάξεις περί  αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η αγωγή αυτή δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και επ αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία εκτιμήθηκε οτι η αγωγή βασίζεται στη διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ και επικουρικά στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και απορρίφθηκε ως μη νόμιμη. Κατά της απόφασης αυτής, άσκησε έφεση η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτή η αγωγή της, και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Με το άρθρο 16 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων που κυρώθηκε με το ν. 2812/2000  (ΦΕΚ Α 67/10.3.2000) και άρχισε να ισχύει τρεις μήνες μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (κατά την παρ. 1 του άρθρου δεύτερου του νόμου αυτού, πλην των εξαιρέσεων που ορίζονται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου) ορίζεται ότι οι υπάλληλοι κατατάσσονται σε τέσσερις τομείς, μεταξύ των οποίων είναι ο Τομέας υπαλλήλων των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των εισαγγελιών. Με το άρθρο 17 του ανωτέρω Κώδικα οι θέσεις των δικαστικών υπαλλήλων κάθε τομέα κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες: α) Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), β) Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), γ) Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ)  και δ) Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ), με την παρ. 1 του άρθρου 18 αυτού οι θέσεις κάθε κατηγορίας κατατάσσονται σε κλάδους και ειδικότητες, ενώ στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, ορίζεται ο αριθμός των οργανικών θέσεων των κλάδων και ειδικοτήτων που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο, για κάθε τομέα του άρθρου 16». Ακολούθως, στην παρ. 3 του άρθρου 19 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ως τυπικό προσόν διορισμού σε θέσεις της κατηγορίας ΔΕ  απολυτήριος τίτλος λυκείου ή ισότιμος τίτλος άλλου σχολείου ή τίτλος τεχνικής επαγγελματικής σχολής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή ισότιμος τίτλος άλλης σχολής και στις παραγράφους 5 και 6 του εν λόγω άρθρου (19) προβλέπεται ότι: «5. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από γνώμη της Ο.Δ.Υ.Ε. και του Συλλόγου Υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθορίζονται οι ειδικότεροι τίτλοι σπουδών που απαιτούνται για κάθε κλάδο και ειδικότητα, ορίζονται τυχόν πρόσθετα ειδικά προσόντα, ο τρόπος, με τον οποίο αποδεικνύεται η συνδρομή τους και τα καθήκοντα κάθε κλάδου της ίδιας ή διαφορετικής κατηγορίας και ρυθμίζεται κάθε σχετικό θέμα. 6. Έως ότου εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα, που προβλέπεται στην παράγραφο 5, ως τυπικά προσόντα διορισμού στους κλάδους του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται οι ισχύουσες ειδικές για τους δικαστικούς υπαλλήλους διατάξεις ή, αν δεν υπάρχουν, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ισχύουν για τους δημοσίους υπαλλήλους». Περαιτέρω, με το άρθρο 83 του προαναφερόμενου Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, θεσπίστηκε πάγια ρύθμιση του θέματος των μετατάξεων των δικαστικών υπαλλήλων σε δικαστικές υπηρεσίες και ειδικότερα ορίστηκε ότι «1 ….. 2. Μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου σε κενή θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας του ίδιου ή άλλου τομέα επιτρέπεται με αίτησή του, μετά τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας, εφόσον απέκτησε μετά το διορισμό του τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται για τη θέση αυτήν ή μετά τη συμπλήρωση οκταετούς δημόσιας υπηρεσίας, εφόσον κατείχε πριν από το διορισμό του τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα της θέσης στην οποία επιθυμεί να μεταταγεί.  3. Η μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που δημοσιεύεται, σε περίληψη, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου. …. 4. Για τη μετάταξη κατά τις προηγούμενες παραγράφους συνεκτιμώνται και τα ουσιαστικά προσόντα του δικαστικού υπαλλήλου. 5. Οι δικαστικοί υπάλληλοι μετατάσσονται με το βαθμό, τον οποίο κατέχουν. Ο χρόνος υπηρεσίας που έχει διανυθεί στο βαθμό, με τον οποίο ο δικαστικός υπάλληλος μετατάσσεται θεωρείται ότι έχει διανυθεί με το βαθμό αυτό στη θέση, στην οποία μετατάσσεται. Ως χρόνος υπηρεσίας στο βαθμό αυτό νοείται μόνο ο χρόνος που έχει διανυθεί με τα τυπικά προσόντα του κλάδου, στον οποίο γίνεται η μετάταξη». Περαιτέρω, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η νομιμότητα της διοικητικής πράξης, κρίνεται, εφόσον δεν ορίζεται ή δεν συνάγεται διαφορετικά από το νόμο,  με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του χρόνου έκδοσής της (Σ.τ.Ε 2136/2016, 3358/2014, 2861/2013 κ.α.). Περαιτέρω, επίσης κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, οι ατομικές διοικητικές πράξεις ισχύουν, καταρχήν, για το μέλλον εκτός από τις περιπτώσεις όπου ο νόμος προβλέπει την αναδρομική τους ισχύ, ή αυτές εκδίδονται σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (βλ. Σ.τ.Ε. 3212/2013 και Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου όγδοη έκδοση  Tόμ. Ι, σελ 177-178). Η μετάταξη υπαλλήλου από κατώτερη σε ανώτερη κατηγορία αποτελεί ατομική διοικητική πράξη δημοσιευτέα σε περίληψη κατά το άρθρο 83 παρ.3 του ν.2812/2000, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η μετάταξη σε ανώτερη κατηγορία προϋποθέτει υποβολή σχετικού αιτήματος από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, η έλλειψη της οποίας αποστερεί τη δυνατότητα από την αρμόδια υπηρεσία να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως, έστω και αν στον υπηρεσιακό φάκελο του ενδιαφερόμενου υπάρχει κατατεθειμένος ο οικείος ανώτερος τίτλος σπουδών, η κατοχή του οποίου παρέχει δικαίωμα στον υπάλληλο να ζητήσει τη μετάταξή του σε κατηγορία αντίστοιχη του εν λόγω τίτλου σπουδών. Συνεπώς, ο προβληματισμός περί του αν μπορεί να δοθεί  αναδρομική ισχύς στην διοικητική πράξη της μετάταξης γεννάται για το χρονικό διάστημα από την υποβολή του εν λόγω αιτήματος και εφεξής. Η διαδικασία της μετάταξης αποτελεί σύνθετη διοικητική ενέργεια, η νομιμότητα της οποίας κρίνεται με βάση το νομικό καθεστώς που ισχύει κατά την έκδοση της τελικής πράξης (βλ. ενδ. Δ.Εφ.Α. 2343/2018,1858/2018, 2555/2017 κ.α)  Περαιτέρω, η πλήρωση με μετάταξη κενής θέσης ανώτερης κατηγορίας της ίδιας αρχής, ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, η οποία, εάν δεν προκύπτει το αντίθετο από τις οικείες διατάξεις, μπορεί να την πραγματοποιήσει ή όχι  ανάλογα με τις ανάγκες τις υπηρεσίας (βλ. Α.Τάχο -Ι.Συμεωνίδη, Ερμ. ΥΚ, 2η εκδ. σελ.751 επ. με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Η τυχόν καθυστέρηση  εκ μέρους της Διοίκησης  να ολοκληρώσει  τη διοικητική  διαδικασία της μετάταξης δεν συνεπάγεται ότι αυτή αποκτά ευχέρεια, χωρίς τη συνδρομή νόμιμης περίπτωσης, να προσδώσει αναδρομική ισχύ στη σχετική διοικητική πράξη. (Γνωμοδότηση ΝΣΚ 77/2019 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, η διαδικασία μετάταξης υπαλλήλου σε κλάδο ανώτερης κατηγορίας αρχίζει με την υποβολή σχετικής αιτήσεως του υπαλλήλου και ολοκληρώνεται με τη δημοσίευση της πράξης μετάταξης στην ΕτΚ. Η ισχύς της πράξης αυτής αρχίζει με τη δημοσίευσή της στην ΕτΚ, χωρίς να συντρέχει λόγος απόκλισης από τον κανόνα της περί του μέλλοντος ρυθμίσεως του νόμου. Εξάλλου, ούτε ο χρόνος υποβολής της αίτησης ούτε ο της κτήσεως του τίτλου που απαιτείται για την μετάταξη σε ανώτερη κατηγορία μπορούν να θεωρηθούν ως χρονικά σημεία ενάρξεως ισχύος της πράξης μετάταξης καθόσον ο μεν χρόνος υποβολής της σχετικής αιτήσεως είναι σημαντικός μόνο ως αφετηρία ενάρξεως της διαδικασίας μετατάξεως, ο δε χρόνος κτήσεως του τίτλου σπουδών ενδιαφέρει, κατ` αρχήν για να διαπιστωθεί εάν ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος κατείχε το απαιτούμενο αυτό τυπικό προσόν, κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησής του και περαιτέρω για την έρευνα των υπόλοιπων προυποθέσεων που τάσσονται από το νόμο (Δ.Εφ.Αθ.175/2010 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).  Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 216 παρ. 1,335, 337, 338 και 559 αρ.1 και 8 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, εξ επαγγέλματος εφαρμόζοντας το νόμο, χαρακτηρίζει σύμφωνα με αυτόν το αντικείμενο της αγωγής και από το περιεχόμενο της προσδίδει στην έννομη σχέση, που προβάλλεται με αυτήν, τη νομική έννοια που αρμόζει, χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις των διαδίκων επί του θέματος αυτού (ΑΠ 742/2000 ΕλΔνη 42,110). Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 534 και 535ΚΠολΔ, προκύπτει οτι αν η εκκαλουμένη απόφαση, εκτιμώντας τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, έκανε λανθασμένο νομικό  χαρακτηρισμό  και υπαγωγή τους οχι στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, δεν εξαφανίζεται από το Εφετείο, αφού στο στάδιο αυτό δεν έχει διαπιστωθεί εάν το διατακτικό της είναι ορθό (άρθρο 534ΚΠολΔ) αλλά αντικαθιστάμενων των αιτιολογιών, η αγωγή θα κριθεί μέσα στα πλαίσια της νομικής βάσης, τα στοιχεία της οποίας και περιέχει (βλ. ΑΠ 778/2009, Εφ.Αν.Κρητ. 139/2017, Εφ.Αθ.744/2011 Εφ.Δυτ.Μακ. 44/2011 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ)

Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη αγωγή, η οποία παραδεκτά εισάγεται ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων, καθώς η ενάγουσα συνδέεται με το Ελληνικό Δημόσιο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, έχουσα το προαναφερόμενο περιεχόμενο και υπό τα εκτιθέμενα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της, κατά το πρώτο αίτημά της, με το οποίο διώκεται να αναγνωριστεί ότι η υπηρεσία της ενάγουσας κατά το χρονικό διάστημα από 2.9.2013, οπότε κατέθεσε την αίτηση μετάταξής της σε ανώτερη κατηγορία  έως τις 17.1.2017 είναι υπηρεσία ΠΕ Γραμματέως Διοικητικού με αντίστοιχη αναπροσαρμογή των αποδοχών της, επιχειρεί να βασιστεί  στις διατάξεις των άρθρων 70 και  671 επ. ΑΚ και 83 Ν 2812/2010, της τελευταίας διάταξης ως ειδικότερης της ομοίου περιεχομένου παρ.3 του άρθρου 70 του Ν3528/2007, που επικαλείται στην αγωγή της η ενάγουσα, και οχι στη διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, όπως εξέλαβε η εκκαλουμένη απόφαση δεδομένου ότι αίτημα της αγωγής είναι η αναγνώριση της υπηρεσίας της ενάγουσας κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ως υπαλλήλου της κατηγορίας Π.Ε. και η αντίστοιχη αναπροσαρμογή των αποδοχών της, και η καταβολή της διαφοράς μεταξύ των νομίμων, ως υπαλλήλου ΠΕ και καταβληθέντων αποδοχών την οποία η ίδια προσδιόρισε στο ποσό των 20.940,50 ευρώ και όχι η καταβολή αποζημίωσης λόγω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων. Ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη νομική υπαγωγή των εκτιθέμενων στην αγωγή πραγματικών περιστατικών στην  ως ανω διάταξη, όπως ορθά επισημαίνει η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο έφεσής της, ο οποίος όμως δεν μπορεί να οδηγήσει άνευ άλλου τινός σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης, αφού δεν έχει διαπιστωθεί αν, παρά ταύτα, το διατακτικό της είναι ορθό και επομένως η αγωγή κρίνεται στα πλαίσια της ως άνω ορθής νομικής βάση, καθ’ οτι λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το παρόν Δικαστήριο μπορεί να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα της αγωγής και να προβεί στην ορθή θεμελίωση αυτής, με βάση τα προβαλλόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά. Εφαρμοζομένων, επομένως, των ορθών διατάξεων κατά τις οποίες οι αξιώσεις της ενάγουσας βασίζονται κυρίως στην εργασιακή σχέση των διαδίκων, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η κρινόμενη αγωγή είναι μη νόμιμη, με δεδομένο οτι η ισχύς της πράξης μετάταξης και η καταβολή των αποδοχών που σχετίζονται με τη νέα θέση, αρχίζει με τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης στην ΕτΚ, χωρίς να συντρέχει λόγος απόκλισης από τον κανόνα της, περί του μέλλοντος, ρυθμίσεως του νόμου, αφού ούτε από διάταξη νόμου προβλέπεται η αναδρομική της ισχύ, ούτε εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, ενώ η τυχόν καθυστέρηση  εκ μέρους της Διοίκησης  να ολοκληρώσει  τη διοικητική  διαδικασία της μετάταξης δεν συνιστά από μόνη της λόγο, χωρίς τη συνδρομή των δυο προαναφερθέντων περιπτώσεων, που προσδίδει αναδρομική ισχύ στη σχετική διοικητική πράξη. Εξάλλου, η κτήση του τυπικού προσόντος του πτυχίου δεν συνεπάγεται άνευ άλλου τινός την αποδοχή της αίτησης μετάταξης, αλλά συνεκτιμώνται από το Δικαστικό Συμβούλιο, που γνωμοδοτεί θετικά ή αρνητικά για την αιτούμενη μετάταξη, και τα ουσιαστικά προσόντα του δικαστικού υπαλλήλου. (ΔεφΑθ.1208/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Η αναφορά της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου οτι ως χρόνος υπηρεσίας στο βαθμό αυτό νοείται μόνο ο χρόνος που έχει διανυθεί με τα τυπικά προσόντα του κλάδου, στον οποίο γίνεται η μετάταξη, αναφέρεται στον υπολογισμό του πλεονάζοντος χρόνου και δεν έχει την έννοια οτι ο υπάλληλος που μετατάχθηκε σε ανώτερη βαθμίδα, δικαιούται τις αποδοχές αυτής πριν την ολοκλήρωσή της. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τηναγωγή  ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της , παρά την κατά τα ανωτέρω εσφαλμένη νομική υπαγωγή, η οποία αντικαθίσταται και συμπληρώνεται με τις προαναφερθείσες ορθές νομικές διατάξεις (άρθρου 536 ΚΠολΔ), ορθά κατ αποτέλεσμα έκρινε περί τούτου και ο πρώτος λόγις της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται οτι με την αγωγή της δεν ζητεί αποζημίωση κατ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, αλλά τη διαφορά των δεδουλευμένων αποδοχών της αν και είναι βάσιμος δεν οδηγεί στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης.

Περαιτέρω, από το άρθρο 904 του ΑΚ  που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, συνάγεται ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι εκτός άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Κατά την πιο πάνω διάταξη, προϋποθέσεις της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού και συνακόλουθα στοιχεία της σχετικής αγωγής είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας [ΑΠ 493/2010].. Ο παραπάνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 του  ΑΚ,  που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού γι` αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΑΠ 1358/2015, ΑΠ 543/2015). Περαιτέρω, η εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού αγωγή (άρθρο 904 του ΑΚ)  είναι μεν φύσης επιβοηθητικής, υπό την έννοια όμως ότι αυτή δεν χωρεί όταν δύναται να ασκηθεί η εκ της σύμβασης αγωγή, ώστε να μην αποστερηθεί ο εναγόμενος της ευχέρειας να αντιτάξει τις ενστάσεις εκ της τοιαύτης εννόμου σχέσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον, όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία [ΑΠ 16/2008]. Εάν, επομένως, αυτή στηρίζεται στα αυτά πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, τότε η αγωγή εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού τυγχάνει νομικά αβάσιμη [Ολ. Α.Π. 2/1987 ΝοΒ 36.69, ΕφΘρ 664/2004, Δ.Ε.Ε. 2005/591]. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της από 31.7.2017 και με αριθ. κατάθ………/2017 αγωγής,  η ενάγουσα και ήδη  εκκαλούσα ιστορούσε ότι, από την 2.9.2013 οπότε κατέθεσε την αίτησή της για μετάταξη σε κατηγορία ΠΕ μέχρι την 18.1.2017 οπότε αυτή ολοκληρώθηκε,ελάμβανε αποδοχές ΔΕ. Οτι κατά τον τρόπο αυτό κατά το χρονικό διάστημα από 2.9.2013 έως 31.3.2014 ελάμβανε μηνιαίως ως ΔΕ στο κλιμάκιο ΓΟ ποσό 1.299 ευρώ μεικτές αποδοχές και 962,46 ευρώ καθαρές αποδοχές, ενώ κατά το ίδιο διάστημα ως ΠΕ στο ίδιο κλιμάκιο οι απολαβές θα ανέρχονταν στο ποσό των 1.850 ευρώ μεικτές και στο ποσό των 1.293,83 ευρώ καθαρές, με αποτέλεσμα για το παραπάνω  χρονικό διάστημα να της οφείλουν οι εναγόμενοι το ποσό των 3.857 ευρώ και με τον ίδιο τρόπο υπολογίζει την οφειλόμενη διαφορά των δεδουλευμένων της και για τα επόμενα χρονικά διαστήματα, ζητώντας την επιδίκαση του συνολικού ποσού των 20.940,50 ευρώ, με βάση τη συμβαση εργασίας, που συνιστούσε την κύρια βάση της αγωγής η οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη.  Επικουρικά δε ζητησε την επιδίκαση του ίδιου ποσού με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού καθώς το αιτούμενο ποσό συνιστά το ποσό κατά το οποίο οι εναγόμενοι κατέστησαν χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότεροι από την παροχή της εργασίας της,δεδομένου οτι θα κατέβαλαν τα ίδια ποσά ως αμοιβή σε άλλο μισθωτό με τις ικανότητες και τα προσόντα της για την απασχόλησή του κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, η οποία είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, σύμφωνα με οσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, καθώς δεν επικαλείται διαφορετικά πραγματικά περιστατικά από αυτά που θεμελιώνουν την κύρια βάση της αγωγής, ούτε ακυρότητα της σύμβασης, ούτε οτι τα καθήκοντα που εκτελούσε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανατίθενται σε υπαλλήλους κατηγορίας Π.Ε. και οχι Δ.Ε. Η εκκαλουμένη απόφαση η οποία απέρριψε αν και σιγή την ως άνω αγωγική βάση ορθά κατ αποτέλεσμα εφάρμοσε το νόμο, συμπληρούμενη με τις αιτιολογίες που ευθύς ανωτέρω παρατέθηκαν. Με τους υπόλοιπους λόγους της έφεσής της η εκκαλούσα βάλλει κατά των σκέψεων της εκκαλουμένης απόφασης με τις οποίες αιτιολογείται η απόρριψη της αγωγής ως νόμω αβάσιμης κατ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και ειδικά ως προς την σκέψη της έλλειψης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράλειψης της Διοίκησης και τη ζημίες της ενάγουσας, σκέψεις που ήδη έχουν αντικατασταθεί με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης και επομένως οι σχετικοί λόγοι έφεσης τυγχάνουν απορριπτέοι. Πρέπει επομένως να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της δυσχέρειας των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 , 183 ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ ουσία την έφεση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 19-4-2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ αυτής λόγω μεταθέσεως και αναχώρησης,

η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης

του Εφετείου Πειραιώς,