ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμος απόφασης 233/2021
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……., ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Δαρδανο και
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………., η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Απόστολο Τσέα.
Η εφεσίβλητη, άσκησε κατά του εκκαλούντος την από 30.7.2015 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2015 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ ο εκκαλών άσκησε κατά της εφεσίβλητης την από 4.8.2015 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2015 αγωγή του. Οι αγωγές αυτές συνεκδικάστηκαν ερήμην της εφεσίβλητης κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση και επ αυτών εκδόθηκε η με αριθμό 4971/2017 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης και η ανωμοτί εξέταση των διαδίκων στο ακροατήριο,μετά τη διεξαγωγή της οποίας και με νομίμως παριστάμενη την εφεσίβλητη, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η με αριθμό 40/2019 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία έγιναν εν μέρει δεκτές οι αγωγές.
Τις αποφάσεις αυτές (οριστική και μη οριστική) προσβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εκκαλών με την από 12.2.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2019 έφεση. Δικάσιμος για τη συζήτηση της έφεσης ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση που είχε εγγραφεί στο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 38 εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 12.2.2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2019 έφεση, κατά των με αριθμό 4471/2017 μη οριστικής και με αριθμό 40/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση και δέχθηκε εν μέρει τις α) από 30.7.2015 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2015 και β) από 4.8.2015 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2015 αγωγές των διαδίκων, ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ τασσομένης προθεσμίας, καθώς ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυψε η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Σημειωτέον δε οτι ο εκκαλών δεν είχε υποχρέωση καταβολής παραβόλου Δημοσίου κατά την άσκηση του δικογράφου του, καθώς οι διαφορές που αφορούν επιμέλεια και διατροφή τέκνων εξαιρούνται της υποχρέωσης αυτής (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. τελ), παραταύτα ο εκκαλών κατέθεσε με την άσκηση της έφεσής του το με κωδικό . ………. ηλεκτρονικό παράβολο Δημοσίου σε συνδυασμό με την από 11.2.2019 βεβαίωση πληρωμής του, το οποίο πρέπει να του αποδοθεί ανεξαρτήτως της ευδοκίμησης ή μη της έφεσης του.
Στην κρινόμενη περίπτωση, με την από 30.7.2015 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2015 αγωγή της, η ενάγουσα εξέθετε ότι στα πλαίσια νόμιμου πολιτικού γάμου που σύναψε με τον εναγόμενο απέκτησαν ένα ανήλικο τέκνο, την …….. γεννηθείσα την 19.4.2012. Οτι η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάστηκε την 11.3.2015, με την αποχώρηση της ενάγουσας από τη συζυγική τους εστία και τη διαμονή της αρχικά σε ξενώνα κακοποιημένων γυναικών στον Πειραιά και εν συνεχεία σε μισθωμένο διαμέρισμα. Ζήτησε δε με την αγωγή της να ανατεθεί οριστικά στην ίδια η επιμέλεια της ανήλικης κόρης των διαδίκων, επικαλούμενη το συμφέρον της τελευταίας, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει ως μηνιαία διατροφή της ανήλικης το ποσό των 250 ευρώ, προκαταβολικά εως την πέμπτη ημέρα εκάστου μηνός και για χρονικό διάστημα δυο ετών από την επίδοση της αγωγής και νομιμότοκα από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης, άλλως να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας της με την ανήλικη κατά τον τρόπο που αναφέρεται στην αγωγή της και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Ο ενάγων (εναγόμενος της ως άνω αγωγής) με την από 4.8.2015 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2015 αγωγή του, ζήτησε να ανατεθεί στον ίδιο η επιμέλεια της ανήλικης κόρης των διαδίκων και να απειληθεί κατά της εναγομένης χρηματική ποινή 1.500 ευρώ και προσωπική κράτηση 1 μηνός για κάθε παραβίαση της εκδοθησσομένης απόφασης και να υποχρεωθεί η τελευταία στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επίσης ο ενάγων άσκησε την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2016 αγωγή κατά της εναγομένης με την οποία ζήτησε να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας της με την ανάλικη κόρη των διαδίκων. Οι αγωγές συνεκδικάστηκαν με απούσα την ενάγουσα-εναγομένη, κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών και επ αυτών εκδόθηκε η με αριθμό 4471/2017 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η τρίτη αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης και αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να προσκομιστούν από τους διαδίκους τα διατασσόμενα από την απόφαση έγγραφα και να εξεταστούν οι διάδικοι ανωμοτί στο ακροατήριο. Με την από 9.2.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2018 κλήση μετά από απόδειξη ο ενάγων επανέφερε προς συζήτηση την αγωγή του. Εν συνεχεία με την με αριθμό 40/2019 απόφασή του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την επαναληφθείσα συζήτηση των ένδικων αγωγών, απέρριψε την αγωγή του ενάγοντος, έκανε δεκτή την αγωγή της ενάγουσας, στην οποία ανέθεσε την οριστική επιμέλεια της ανήλικης και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα, ως μηνιαία διατροφή της κόρης τους το ποσό των 250 ευρώ, για χρονικό διάστημα δυο ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης διαβιβάστηκαν κατ άρθρο 38 του ΚΠΔ αντίγραφα της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και διατάχθηκε η επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της απόφασης στον Εισαγγελέα Ανηλίκων Αθηνών για τις δικές του ενέργειες. Κατά της οριστικής απόφασης αλλά και της προηγηθείσας μη οριστικής, άσκησε έφεση ο ενάγων-εναγόμενος και ήδη εκκαλών, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστούν οι εκκαλούμενες αποφάσεις, να γίνει δεκτή η αγωγή του, να απορριφθεί η αγωγή της εφεσίβλητης και να καταδικαστεί η τελευταία στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.
Από το άρθρο 246 KΠολΔ προβλέπεται ότι το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου των διαδίκων να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων ενώπιον αυτού εκκρεμουσών δικών, μεταξύ των αυτών ή διαφόρων διαδίκων, εάν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση εξόδων. Όταν δε, κατ` εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκαση αντιθέτων αγωγών είναι ανεπίτρεπτη η περαιτέρω συζήτηση της μιας μόνο απ` αυτές. Και τούτο γιατί παραβιάζεται η σχετική διάταξη της εκδοθείσας αποφάσεως περί συνενώσεως και εκδικάσεως των ανωτέρω αγωγών, δια της οποίας επιδιωκόταν η επιτάχυνση στη διεξαγωγή της δίκης, η μείωση των εξόδων αυτής, η αποφυγή εκδόσεως αντιφασκουσών αποφάσεων επί του αυτού αντικειμένου διαφοράς. Επομένως ο διάδικος που ενδιαφέρεται να εισαγάγει την αγωγή του στο κριθέν ως αρμόδιο δικαστήριο πρέπει να εισάγει και την αντίθετη αγωγή, της οποίας είχε διαταχθεί η συνεκδίκαση με τη δική του, διαφορετικά η συζήτηση της υποθέσεως κηρύσσεται απαράδεκτη (βλ. Εφ.Αθ. 1987/1971, Αρμ. 25.1073 Μακρίδου σε Ερμηνεία KΠολΔ Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας,άρθρα 230 αρ.2 και 246 αρ. 10), το δε δικαστήριο, εφόσον δεν ανακαλέσει την μη οριστική απόφαση περί συνεκδίκασης των υποθέσεων που είχε διαταχθεί με την παραπεμπτική απόφαση, πρέπει να συνεκδικάσει και τις δύο αγωγές, άλλως η συζήτηση της μίας μόνο είναι απαράδεκτη. Περαιτέρω, από τα άρθρα 68 και 106 KΠολΔ προκύπτει ότι εκτός από τις θεσπιζόμενες από το νόμο ειδικές αποκλίσεις, τα πολιτικά Δικαστήρια δεν παρέχουν έννομη προστασία αυτεπαγγέλτως αλλά, μόνον ύστερα από την υποβολή εκ μέρους των διαδίκων σχετικής αίτησης. Η προστασία αυτή περιορίζεται στα όρια που καθορίζει η εκάστοτε υποβαλλόμενη αίτηση, χωρίς ο Δικαστής να μπορεί να τα υπερβεί. Έτσι δεν μπορεί να επιδικάσει κάτι που δεν έχει ζητηθεί ή άλλο από εκείνο που έχει ζητηθεί ή πέρα από εκείνο που ζήτησαν οι διάδικοι, γιατί αλλιώς θεμελιώνεται λόγος αναιρέσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 KΠολΔ (βλ. ΑΠ 207/1971 ΝοΒ 23. 1037, ΕφΑθ 8324/1985 Δνη 27. 133). Λόγοι δε έφεσης (άρθρο 520 KΠολΔ ) μπορεί να είναι και παράπονα κατά της εκκαλουμένης απόφασης, αναφερόμενα σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του Δικαστή. Τέτοια σφάλματα αποτελούν και οι παραβάσεις δικονομικών ορισμών που μπορούν, πριν από την τελεσιδικία της απόφασης, να θεμελιώσουν λόγο αναίρεσης εναντίον της Περαιτέρω, όπως γίνεται δεκτό, το δικονομικό (από την αθέτηση δικονομικής διατάξεως) απαράδεκτο, συνεπαγόμενο το κατά νόμο ανεπίτρεπτο κάποιας διαδικαστικής πράξεως ή ενεργείας (ανεξαρτήτως του κύρους, της νομιμότητας ή βασιμότητας αυτής), ανάγεται στην εσωτερική διάρθρωση και πορεία της διαδικασίας και αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ομαλής εξελίξεώς της, ώστε να καθίσταται εφικτή η υπεράσπιση από τους διδίκους των ένδικων δικαιωμάτων τους και η ορθή εν γένει απονομή της δικαιοσύνης (Ολ.ΑΠ 1331/1985 ΕλλΔνη 26.1133, Ολ.ΑΠ 963/1985 ΝοΒ 33.1406), για τη λήψη δε υπόψη δικονομικού απαραδέκτου, το οποίο συντρέχει υπέρ κάποιου από τους διαδίκους, δεν απαιτείται επίκληση αυτού αλλά τούτο κατά κανόνα λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η άρση του απαραδέκτου, ως εκ του ειδικότερου σκοπού του, εξαρτάται από την πρωτοβουλία του διαδίκου, υπέρ του οποίου λειτουργεί, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν απαιτείται επέλευση βλάβης και επίκληση αυτής από το διάδικο (Ολ. ΑΠ 963/1985 ο.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 KΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο και μόνο, δηλαδή στις δικονομικές ακυρότητες, που ανάγονται στη διαδικασία και είναι συνέπεια εφαρμογής δικονομικής διατάξεως (Ολ. ΑΠ 1/1999). Έτσι, σε περίπτωση παραλείψεως της κηρύξεως προσωρινού απαραδέκτου, όπως είναι το απαράδεκτο της συζητήσεως, ο πιο πάνω λόγος ιδρύεται, όταν το απαράδεκτο αυτό επιβάλλεται από το νόμο προς κατοχύρωση του αποτελέσματος της ακυρότητας άλλης διαδικαστικής πράξεως, που προηγήθηκε ή προς εξασφάλιση της ασκήσεως δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 12/2000, ΑΠ 548/2018, ΑΠ 1588/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας και κυρίως από τα προσκομιζόμενα δικόγραφα προκύπτουν τα εξής: Η εφεσίβλητη άσκησε κατά του εκκαλούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 30.7.2015 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2015 αγωγή της, με την οποία ζήτησε να της ανατεθεί η οριστική επιμέλεια της ανήλικης κόρης των διαδίκων και να υποχρεωθεί ο εκκαλών να της καταβάλλει μηνιαία διατροφή για λογαριασμό της ως άνω ανήλικης. Επίσης, ο εκκαλών άσκησε κατά της εφεσίβλητης, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου την από 4.8.2015 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2015 αγωγή του, με την οποία ζήτησε να ανατεθεί στον ίδιο η η επιμέλεια της ίδιας ανήλικης. Οι παραπάνω αγωγές συνεκδικάσθηκαν ερήμην της εφεσίβλητης και εκδόθηκε η με αριθμό 4471/2017 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Με αυτήν το Δικαστήριο διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομιστούν τα αναφερόμενα στην απόφαση έγγραφα και να εξεταστούν ανωμοτί οι διάδικοι στο ακροατήριο. Ακολούθως, ο εκκαλών με την από 9-2-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2018 κλήση του, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, την οποία απηύθυνε κατά της εφεσίβλητης, ζήτησε να οριστεί δικάσιμος για την συζήτηση της δικής του αγωγής, και οχι της αγωγής της εφεσίβλητης, αν και ήδη οι αγωγές αυτές είχαν συνεκδικαστεί με την ως ανω μη οριστική απόφαση. Κατά τη νομίμως ορισθείσα δικάσιμο, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αν και ούτε ο εκκαλών ούτε η εφεσίβλητη επανέφεραν προς συζήτηση την αγωγή της τελευταίας, συνεκδίκασε τις αγωγές, αντιμωλία πλέον των διαδίκων, αφού η εφεσίβλητη παραστάθηκε νομίμως κατά την επανάληψη της συζήτησης και εξέδωσε την εκκαλούμενη με αριθμό 40/2019 απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή του εκκαλούντος και έκανε δεκτή την αγωγή της εφεσίβλητης, η οποία δεν είχε εισαχθεί προς συζήτηση. Εφόσον δε το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά δεν ανακάλεσε την μη οριστική απόφασή του, περί συνεκδίκασης των δύο αγωγών, και παρά την διάταξη περί συνεκδίκασης εισήχθη ενώπιόν του προς συζήτηση μόνο η μια από τις συνεκδικασθείσες αγωγές έπρεπε να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση ο εναγόμενος στην γενομένη δεκτή αγωγή, η οποία δεν είχε εισαχθεί προς συζήτηση, και ενάγων στην απορριφθείσα αγωγή με τον πρώτο λόγο αυτής ζητεί την κατά παραδοχή του, εξαφάνιση της εκκαλούμενης. Εν όψει των προαναφερθέντων, η εκκαλούμενη 40/2019 απόφαση, κατ` εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου προχώρησε στη συζήτηση των αγωγών και δημιούργησε δικονομικό απαράδεκτο, επιλαμβανόμενη πλέον των αιτηθέντων, σφάλμα το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, Επομένως πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη η έφεση και να εξαφανιστεί στο σύνολό της η εκκαλούμενη με αριθμό 40/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η συνεκκαλούμενη με αριθμό 4471/2017 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να εξεταστούν οι εκκρεμείς αγωγές των διαδίκων.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1511 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1510, 1512-1514 του ΑΚ, προκύπτει ότι, όταν το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή επιμέλειας ανήλικου τέκνου σε έναν από τους εν διαζεύξει ευρισκόμενους γονείς του, πρέπει να έχει ως αποκλειστικό οδηγό της δικαιοδοτικής του κρίσεως το γενικό συμφέρον και μόνον του ανήλικου τέκνου, σωματικό, υλικό πνευματικό, ψυχικό και ηθικό, χωρίς να επιδρά αυτοτελώς στη λήψη της αποφάσεώς του κανένας από τους διαφορετικούς παράγοντες, που συνοδεύουν το πρόσωπο κάθε γονέα, όπως είναι το φύλο, η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία, η κοινωνική προέλευση, η περιουσιακή κατάσταση κλπ. Για τη λήψη της αποφάσεως το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και τους με ανεπηρέαστη επιλογή αναπτυχθέντες μέχρι τότε δεσμούς του διαθέτοντος ικανότητα διακρίσεως τέκνου με τους γονείς του (και τους τυχόν αδελφούς του), τις τυχόν συμφωνίες των γονέων σχετικά με την επιμέλεια και την περιουσία του, καθώς και τη γνώμη του, εφόσον αυτό, κατά την ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου, ενόψει της ηλικίας του και της πνευματικής του αναπτύξεως, είναι ικανό να αντιληφθεί το πραγματικό του συμφέρον. Οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στο πλαίσιο της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβιώσεως, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Αυτό δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαιτίου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας – επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της εκτάσεως και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητάς του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (ΑΠ 1316/2009, ΑΠ 1736/2007). Η μικρή ηλικία του τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο, κατά νόμο, στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του τέκνου προς ανάθεση της γονικής μέριμνάς του σε έναν από τους γονείς του μετά τη νηπιακή ηλικία του, οπότε παύει η σαφής βιοκοινωνική υπεροχή της μητέρας από άποψη καταλληλότητας για τη γονική μέριμνα του τέκνου (ΑΠ 952/2007), ενώ συνεκτιμάται αυτή, κατά τη νηπιακή ηλικία του τέκνου, με τους υπόλοιπους παράγοντες, που εξασφαλίζουν την ομαλή σωματική και ψυχοπνευματική του ανάπτυξη. Το συμφέρον του τέκνου, δηλαδή, λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια και προς διαπίστωσή του λαμβάνονται υπόψη και αξιολογούνται όλα τα επωφελή για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις, χωρίς η εκφρασθείσα γνώμη του τέκνου να αποτελεί, χωρίς άλλο, αποφασιστικό παράγοντα με ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι πολλές φορές η θέληση του ανηλίκου είναι αποτέλεσμα επηρεασμού και πρόσκαιρη και δεν σημαίνει ότι εξυπηρετεί πράγματι το συμφέρον του. Το συμφέρον του τέκνου αποτελεί αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το Δικαστήριο της ουσίας. Για την εξειδίκευση της έννοιας αυτής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εκτιμώνται από το Δικαστήριο τα περιστατικά που αποδείχθηκαν, με βάση αξιολογικά κριτήρια, τα οποία αντλεί το Δικαστήριο από τους κανόνες της λογικής και κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη, σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου και τα πορίσματα της ψυχολογίας, πρέπει δε να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα (ΑΠ 358/2019, ΑΠ 824/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Οι κρινόμενες αγωγές είναι νόμιμες βασιζόμενες, η μεν από 30.7.2015 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2015 αγωγή της ενάγουσας στις διατάξεις των άρθρων 1389,1485,1486,1487,1488,1489,1493,1496,1497,1498,1510,1511,1512,1513, 1514, 1518, 1520, 340, 345 και 346 ΑΚ 907,910 αρ.4, 950 και 176 ΚΠολΔ, η δε από από 4.8.2015 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2015 αγωγή του ενάγοντος στις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511,1512,1513,1514,1518 ΑΚ και 950 και 176 ΚΠολΔ και πρέπει να εξεταστούν ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα, συνεκδικαζόμενες κατ άρθρο 246 ΚΠολΔ καθώς από την ένωσή τους επιταγχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των δικαστικών εξόδων.
Από την επανεκτίμηση της κατάθεσης της μάρτυρας του ενάγοντος που εξετάστηκε ένορκα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα με αριθμό 4471/2017 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την κατάθεση της μάρτυρας του ενάγοντος που εξετάστηκε ένορκα και τις ανωμοτί καταθέσεις των διαδίκων που περιέχονται στα με αριθμό 40/2019 πρακτικά του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, των με αριθμούς … και …./2020 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που λήφθηκαν επιμελεία του ενάγοντος, μετά από νόμιμη κλήτευση της εναγομένης, όπως προκύπτει από την με αριθμό ……/7.1.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………, οι οποίες παραδεκτά λήφθηκαν ενόψει της εκδίκασης της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό, των με αριθμούς …. και …./2017 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον του ίδιου Συμβολαιογράφου, που λήφθηκαν επιμελεία του ενάγοντος μετά από νόμιμη κλήτευση της εναγομένης όπως προκύπτει από την με αριθμό …./2017 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω Δικαστικού Επομελητή, και προσκομίστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, των με αριθμούς …/2016, …./2015 ,…/2018, …/2019, …/2016, …/2016, …/2015 και …/2015 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον του ίδιου Συμβολαιογράφου, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος και προσκομίστηκαν σε άλλες δίκες μεταξύ των διαδίκων και λαμβάνονται επομένως υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, της επισκόπησης των φωτογραφιών που προσκομίζουν οι διάδικοι, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, της από 22.1.2016 παιδοψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε η παιδοψυχίατρος ………, των από 10.6.2015, 4.8.2015 και 30.9.2015 εκθέσεων παιδοψυχιατρικής εκτίμησης που συνέταξαν η ………, η …….. και ο …….. αντίστοιχα, της από 25.7.2017 παιδοψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου παίδων ………., της από 20.7.2017 παιδοψυχιατρικής παραγματογνωμοσύνης που συνέταξε ο παιδοψυχίατρος ……….., της από 22.6.2018 έκθεσης κοινωνικής έρευνας της κοινωνικής λειτουργού του Δήμου Παλάιού Φαλήρου, των από 5.4.2018, 9.12.2015 και 20.6.2015 εκθέσεων κοινωνικής έρευνας της Κοινωνικής Λειτουργού του Δήμου Νέας Ιωνίας, και όλων των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε είναι πρόσφορα για πλήρη απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηριων, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στις 27.1.2012 στο Δημαρχείο …….. Από το γάμο τους απέκτησαν ένα τέκνο, την ………. που γεννήθηκε στις 19.4.2012. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάστηκε οριστικά την 11.3.2015 με την αποχώρηση της ενάγουσας από τη συζυγική οικία και την προσωρινή της εγκατάσταση μαζί με την ανήλικη κόρη των διαδίκων σε ξενώνα κακοποιημένων γυναικών στον Πειραιά. Η ενάγουσα ήδη από το έτος 2014 είχε προσφύγει σε κέντρο συμβουλευτικής υποστήριξης γυναικών του Δήμου …….., καταγγέλοντας σωματική, λεκτική και οικονομική βία από τον σύζυγό της, επιζητώντας την παροχή ψυχολογικής και νομικής συμβουλευτικής υποστήριξης. Με την αποχώρησή της από τη συζυγική οικία κατέθεσε μύνυση σε βάρος του ενάγοντος για τις πράξεις της ενδοοικογενειακής βίας και απειλής, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 14803/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος, καθώς η ενάγουσα δηλωσε οτι την 11.3.2015 δεν άσκησε σωματική βια εναντίον της και οτι δεν επιθυμεί την τιμωρία του, καταθέτοντας όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της απόφασης οτι άλλη φορά ο κατηγορούμενος την είχε χτυπήσει. Περαιτέρω, οι διάδικοι προσέφυγαν στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας έκαστος την προσωρινή ανάθεση της επιμέλειας της ανήλικης κόρης τους. Επί των αντίθετων αιτήσεων των διαδίκων που συνεκδικάστηκαν εκδόθηκε η με αριθμό 1221/2015 απόφαση με την οποία ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια της ανήλικης κόρης των διαδίκων στον ενάγοντα με την σκέψη οτι είναι προς το συμφέρον του τέκνου να διαμείνει στο περιβάλλον εντός του οποίου ζούσε μέχρι τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων του και ορίστηκε προσωρινά ο τρόπος επικοινωνίας της ανήλικης με τη μητέρα της. Μετά τη συζήτηση των παραπάνω αιτήσεων και συνεπεία κατάθεση του ενάγοντος και των γονέων του, δόθηκε εισαγγελική παραγγελία, ψυχιατρικής εξέτασης της ενάγουσας, προκειμένου να διαπιστωθεί αν συντρέχει περίπτωση ακούσιας νοσηλείας της. Η ενάγουσα εξετάστηκε την 4.6.2015 στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, από δυο ιατρούς του νοσοκομείου και διαπιστώθηκε οτι παρουσίαζε αγχώδη διαταραχή χωρίς να συντρέχει λόγος ακούσιας νοσηλείας της αλλά και ούτε ανάγκη λήψης φαρμακευτικής αγωγής. Εν συνεχεία, από τα μέσα Ιουλίου 2015 και μέχρι το τέλος του μήνα αυτού η ανήλικη κόρη των διαδίκων διέμεινε με τη μητέρα της στο πλαίσιο της ορισθείσας επικοινωνίας τους, Με την επιστροφή της ανήλικης στην πατρική οικία ο ενάγων άσκησε μήνυση σε βάρος της ενάγουσας, με την κατηγορία της συνέργειας σε σεξουαλική κακοποίηση του τέκνου από εραστές της τελευταίας. Δυνάμει της μήνυσης αυτής ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος σε βάρος της ενάγουσας και διενεργήθηκε κύρια ανάκριση, ενώ μετά απο σχετική αίτηση του ενάγοντος μεταρρυθμίστηκε ο τρόπος επικοινωνίας της ενάγουσας με την κόρη της, ώστε αυτή να μην περιλαμβάνει διανυκτέρευση στην οικία της μητέρας και να διεξάγεται με την παρουσια τρίτου προσώπου και δη της γιαγιάς της ανήλικης από την πατρική γραμμή. Μετά την κατάθεση της μήνυσης ο ενάγων προσκόμισε την από 4.8.2015 έκθεση της Σύμβουλου Ψυχικής Υγιεινής ……… και την από 30.9.2015 παιδοψυχιατρική γνωμοδότηση που συνέταξε ο παιδοψυχίατρος ……….., σύμφωνα με τις οποίες τα αναφερόμενα από την ανήλικη περιστατικά κακοποίησης ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Ειδικότερα, η ανήλικη κατά την επιστροφή της από τη θερινή διαμονή με τη μητέρα της, αφηγήθηκε περιστατικό κατά το οποίο ένα βράδυ στο δωμάτιο της μητέρας της στο ξενοδοχείο ήρθαν δύο μαύροι κύριοι και ένα παιδάκι η ……… και ενώ η μητέρα της πήγε στην κουζίνα να μαγειρέψει ο ένας μαύρος φίλος της που ήταν Ιταλός έβγαλε το βρακί του και ξάπλωσε στο καναπέ, εν συνεχεία δε έβγαλε και το βρακί των δυο ανήλικων και τις πείραζε στο πιπί με τα χέρια του, βάζοντας τα καφέ του δάχτυλα στο πιπί τους και πειράζοντάς τις στο πιπί με το πιπί του. Οτι εν συνεχεία ήρθε η μαμά της από την κουζίνα και ήταν και αυτή ξεβράκωτη, ξάπλωσε δίπλα στο φίλο της και τον χαιδευε και την χαιδευε και εκείνος και μετά έβαλε το πιπί του στο πιπί της. Αντίθετα, ο άλλος μαύρος ήταν καλός και δεν τις πείραζε. Η ανακρίτρια του Δ ανακριτικού Γραφείου Πειραιά, διόρισε με διάταξή της ως πραγματογνώμονες τους παιδοψυχιάτρους …….. και …….., προκειμένου να διερευνήσουν αν οι παραπάνω διηγήσεις ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ο δε ενάγων διόρισε ως τεχνική του σύμβουλο την ψυχολόγο ……… Οι παραπάνω πραγματογνωμονες μετά από συναντήσεις με τους διαδίκους και με την ανήλικη, ατομικά με τον καθένα αλλά και από κοινού με την ανήλικη έκαστος γονέας, κατέληξαν στο συμπέρασμα με τις από 20.7.2017 και 25.7.2017 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης οτι τα καταγγελόμενα δεν είναι πραγματικά γεγονότα αλλά προιόν είτε ασυνείδητης καθοδήγησης από τον πατέρα, κατά τον πραγματογνώμονα ………… είτε παρερμηνείας από τον ίδιο αποσπασματικών γεγονότων που αφηγήθηκε η ανήλικη κατά τον πραγματογνώμονα …….. Επίσης παιδοψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη διενέργησε και η ……., επιμελήτρια Β του Ιατροπαιδαγωγικού Κέντρου του Γ.Ν. Παίδων Πεντέλης, μετά απο εντολή του τμήματος προστασίας ανηλίκων της Γενικής Διεύθυνσης Ασφάλειας της Αττικής, η οποία στην από 22.1.2016 έκθεσή της αν και δεν αναφέρεται ρητά στην αλήθεια ή μη των καταγγελομένων τονίζει οτι η ανήλικη περιγράφει τα περιστατικά με διαφορετικές εκδοχές χωρίς να διακατέχεται από συναισθήματα φόβου ή θυμού αλλά σαν να διηγείται μια ιστορία και χωρίς να εκδηλώνει συναισθήματα φόβου προς τη μητέρα της ή να απομακρύνεται από αυτήν. Εν τέλει για την εν λόγω υπόθεση εκδόθηκε το με αριθμό 301/2018 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, το οποίο έχει καταστεί αμετάκλητο, με το οποίο το ως άνω Συμβολύιο, αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία σε βάρος της ενάγουσας, επειδή δεν προέκυψαν καθόλου ενδείξεις ενοχής της για την αποδιδόμενη σε αυτήν πράξη. Επιπλέον σε βάρος του ενάγοντος, των γονέων του, της συμβούλου ψυχικής υγείας …….. και του παιδοψυχιάτρου ………. ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις πράξεις της ψευδούς αναφοράς στην αρχή, της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ εξακολούθηση σε βάρος της ενάγουσας, της ψευδορκίας άπαξ και κατ εξακολούθηση, και της ψευδούς ιατρικής βεβαίωσης, υπόθεση η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, προς εκδίκαση. Στις διενεργηθείσες πραγματογνωμοσύνες, ο ενάγων έχει εκτιμηθεί ως μορφωμένος, υψηλού πνευματικού επιπέδου άντρας, ιδιαίτερα αγχώδης και ανήσυχος και σε σχέση με τη …….., τρυφερός αλλά ιδιαίτερα αγχώδης και υπερπροστατευτικός. Απέναντι στην ενάγουσα τρέφει ανάμεικτα συναισθήματα, καθώς άλλες φορές δηλώνει οτι πρέπει να είναι παρούσα στην ζωή της κόρης τους και άλλες φορές θεωρεί οτι εκδίδεται και υπονοεί οτι προτίθεται να εκπορνεύσει την ανήλικη και εν συνεχεία να την εγκαταστήσει σε ορφανοτροφείο στη Βουλγαρία. (βλ. πραγματογνωμοσύνες ….. και ………). Η ενάγουσα επίσης έχει υψηλό μορφωτικό επίπεδο ως κάτοχος δυο πανεπιστημιακών πτυχίων, με τραυματικό ιστορικό παιδικών χρόνων και παρουσιάζεται ιδιαίτερα αγχωμένη κατά τις συνεντεύξεις με τους πραγματογνώμονες, που πάντως λήφθηκαν κατά το χρόνο που εκκρεμούσε σε βάρος της η κατηγορία σε βαθμό κακουργήματος για άμεση συνέργεια σε κακοποίηση της ανήλικης κόρης της. Περαιτέρω, από τις εκθέσεις κοινωνικής έρευνας που διεξήχθησαν στις οικίες των γονέων της ανήλικης, προέκυψε οτι τοσο η πατρική όσο και η μητρική οικία είναι πλήρως κατάλληλες για την διαμονή της ανήλικης, ενώ και οι δυο γονείς εργάζονται ως ιδιωτικοί υπάλληλοι διαθέτοντας σταθερή εργασία, η ενάγουσα στην επιχείρηση ….., ως υπεύθυνη της συνεργασίας της με εταιρείες που εδρεύουν στη Βουλγαρία και ο ενάγων ως μαθηματικός στο Κέντρο Ερευνας Γενετικής του Καρκίνου. Σε οτι αφορά τις προσωπικότητες των γονέων, οι οποίοι προσκομίζουν ιατρικά πιστοποιητικά με τα οποία βεβαιώνεται οτι είναι ψυχικά υγιείς, και καθίσταται εμφανές οτι τρέφουν συναισθήματα αγάπης για την ανήλικη θυγατέρα τους, προκύπτουν τα ακόλουθα ερωτήματα. Ως προς τον ενάγοντα, ο οποίος φέρεται να έχει αντικρουόμενα συναισθήματα απέναντι στην ενάγουσα, κατά πόσο τα συναισθήματά του αυτά έχουν επηρεάσει την ψυχική κατάσταση και τη διαπαιδαγώγηση της ανήλικης, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο και εάν συνεπεία αυτών η ανήλικη παρουσιάζεται αποστασιοποιημένη από την μητέρα της. Ως προς την ενάγουσα, η οποία πλέον έχει κατακτήσει ένα σταθερό και αυτόνομο επίπεδο διαβίωσης, κατά πόσο έχει αναπτύξει ψυχολογικά την δυνατότητα στήριξης της ανήλικης, αντιμετωπίζοντας ή ξεπερνώντας το κακοποιητικό παρελθόν της. Επιπλέον η ανήλικη η οποία διαμένει στην πατρική οικία από τη γέννησή της και μέχρι τη συζήτηση της έφεσης, εμφανίζεται φροντισμένη, παθολογικά υγιής και απολαμβάνει τις δραστηριότητες των παιδιών της ηλικίας της. Από τις διενεργηθείσες πραγματογνωμοσύνες όμως προκύπτει οτι ψυχολογικά η ανήλικη εμφάνισε σημάδια άγχους κατά την περίοδο της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, λόγω της έντασης που δημιουργήθηκε ανάμεσά τους. Στην πραγματογνωμοσύνη που διενέργησε η κα ……, η οποία προηγείται χρονικά, των υπόλοιπων, διαφαίνεται οτι η ανήλικη λόγω των τεταμένων σχέσεων των γονέων της, προσπαθεί να ευχαριστήσει και τους δύο γονείς, να διατηρήσει την καλή συναισθηματική της επαφή και με τους δυο και να κρατήσει ενστικτωδώς ίσες αποστάσεις και απο τους δυο προσπαθώντας να παραμείνει έξω από τη σύγκρουσή τους, αλλά παραμένει επικοινωνιακή. Στις δυο μεταγενέστερες πραγματογνωμοσύνες, των κων …. και ….., εκτίθεται οτι η ανήλικη έχει αναπτύξει «επιλεκτική αλαλία», αποφεύγοντας να συνομιλήσει με τους πραγματογνώμονες, ενώ ο πατέρας της επιβεβαιώνει οτι συνομιλεί με τα οικεία της πρόσωπα αλλά αρνείται να μιλήσει με ξένους, συμπέρασμα που καταδεικνύει επιβάρυνση της ψυχικής της κατάστασης. Περαιτέρω, η ανήλικη κατά το χρόνο συζήτησης της έφεσης ήταν οκτώ ετών, ήτοι σε ηλικία κατά την οποία μπορεί να ζητηθεί η γνώμη της ως προς το πρόσωπο του γονέα με τον οποίο επιθυμεί να διαμένει. Λόγω όμως αφενός της πιθανότητας συνειδητής ή ασυνείδητης χειραγώγησής της και αφετέρου της αποφυγής επικοινωνίας της με τρίτους, μέσω της επιλεκτικής αλαλίας, δεν αρκεί προς διαπίστωση της πραγματικής της βούλησης η επικοινωνία της με τη Δικαστή, αλλά κρίνεται αναγκαία η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και η εξέταση της ανήλικης από ειδικό παιδοψυχολόγο, προκειμένου να διερευνηθεί η πραγματική βούληση αυτής και να διαπιστωθεί η ψυχική της υγεία και η εξασφάλιση της διαβίωσής της σε περιβάλλον μη (ψυχικής) κακοποίησης. Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν ενόψει του ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι προς απόδειξη και ανταπόδειξη των περιστατικών, τα οποία επικαλούνται σε σχέση με την ανάθεση της επιμέλειας της ανήλικης κόρης τους, καθίσταται αμφίβολος ο σχηματισμός ασφαλούς δικανικής πεποιθήσεως προς ορθή επίλυση της επίδικης διαφοράς, δεδομένου μάλιστα ότι για τη διαπίστωση της ψυχικής κατάστασης της ανήλικης σε σχέση με την ανάθεση της επιμέλειά της στον έναν από τους δύο γονείς τους ή και στους δύο, [ανεξαρτήτως της αγάπης που τρέφουν αυτοί (γονείς – διάδικοι) προς την ανήλικη], απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης, πρέπει, προκειμένου το Δικαστήριο να αχθεί σε κρίση, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της ένδικης υπόθεσης, προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη, σύμφωνα με τα άρθρα 368 επ. του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο κατά την επανάληψη της συζήτησης, εκτιμώντας και τα στοιχεία της διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης θα επικοινωνήσει και με την ως άνω ανήλικη, κατ΄ άρθρα 1511 του ΑΚ και 612 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκειμένου να συνεκτιμήσει τη γνώμη της σχετικά με την ανάθεση της επιμέλειάς της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε με την άσκησης της έφεσης, στον εκκαλούντα.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό αριθμό 40/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε κατά τη διαδικασία των διατροφών και την με αριθμό 4971/2017 μη οριστική απόφαση του ίδιου ως ανω Δικαστηρίου.
ΚΡΑΤΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις από 30.7.2015 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2015 καιν από 4.8.2015 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………/2015, αγωγές ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής αποφάσεως.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, προκειμένου να διενεργηθεί προηγουμένως η αμέσως κατωτέρω πραγματογνωμοσύνη, με την φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων και η επικοινωνία της ανήλικης με το Δικαστή κατά την ημέρα που εκείνος θα ορίσει κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα τον ……. , Παιδοψυχίατρο, κάτοικο …….., οδός ……., τηλ ………, ο οποίος περιλαμβάνεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων, που τηρείται, κατ΄ άρθρο 371 του ΚΠολΔ, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, ο οποίος αφού δώσει το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα, εντός προθεσμίας είκοσι (20) εργασίμων ημερών από την προς αυτόν επίδοση της παρούσας, ενώπιον της Δικαστή και σε περίπτωση κωλύματός της ενώπιον του νόμιμου αναπληρωτή της, που θα ορισθεί από τους λοιπούς υπηρετούντες στο Δικαστήριο Εφέτες, στο κατάστημα του ίδιου Δικαστηρίου και σε ημέρα και ώρα που θα οριστεί αρμοδίως, κατόπιν κλήσεως του επιμελέστερου των διαδίκων και αφού λάβει υπόψη του κάθε αναγκαίο από τη δικογραφία στοιχείο, και όσα άλλα στοιχεία θέσουν υπόψη του οι διάδικοι, συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες και ενεργήσει κάθε αναγκαία πράξη, να εξετάσει το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, ……….., σε συνδυασμό με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο του περιβάλλοντός της, και να γνωμοδοτήσει με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή του ως προς την ψυχική κατάσταση αυτής, σχετικά με το αντικείμενο της δίκης, ήτοι την ανάθεση της επιμέλειας αυτής στον ενάγοντα – πατέρα της ή στην ενάγουσα – μητέρα της, και ειδικότερα να απαντήσει στα εξής ερωτήματα, που διατυπώνονται ενδεικτικώς: α) εάν η συμπεριφορά των γονέων της – διαδίκων, όπως αυτή εκφράζεται από τις διηγήσεις της ανήλικης και από συνεντεύξεις των ιδίων των διαδίκων, προς την κόρη τους έχει αρνητικές συνέπειες στην ψυχοσυναισθηματική κατάσταση αυτής, ήτοι της δημιουργεί ψυχική αναστάτωση, διαταράσσει την ομαλή ανάπτυξή της και θέτει σε κίνδυνο την ψυχική της υγεία. β) η στάση που τηρεί (η ανήλικη) γενικώς απέναντι στους γονείς της απορρέει από προσωπικές διαπιστώσεις ή έχει διαμορφωθεί με βάση τις διηγήσεις αυτών και των οικείων του πατέρα της (γονείς και αδελφή του) και γ) με ποιον από τους δύο γονείς έχει αναπτύξει, εάν έχει αναπτύξει, με ανεπηρέαστη επιλογή και ικανότητα διάκρισης, η ως άνω ανήλικη σταθερό συναισθηματικό δεσμό και εάν ο δεσμός αυτός διευκολύνει την περαιτέρω ανάπτυξή της, δ) ποιές θα είναι οι ψυχολογικές επιπτώσεις της αλλαγής του τόπου διαμονής της ανήλικης, με την τυχόν ανάθεση της επιμέλειας αυτής στην ενάγουσα και ποιοί είναι οι ενδεδειγμένοι τρόποι ελαχιστοποίησης των τυχόν δυσμενών για την ανήλικη ψυχολογικών επιπτώσεων της αλλαγής αυτής. Τη σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης πρέπει να καταθέσει ο ανωτέρω πραγματογνώμονας ή ειδικά εξουσιοδοτημένο πρόσωπο στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την όρκισή του, ενώ αυτοί που θα εξετασθούν πρέπει να κληθούν να παραστούν δέκα (10) ημέρες πριν από τη διενέργειά της. Η νέα δε συζήτηση της υποθέσεως θα προσδιοριστεί με κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, με την τήρηση των διατυπώσεων και της προθεσμίας του άρθρου 254 παρ. 2 και 3 του ΚΠολΔ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 19-4-2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αντ αυτής λόγω μεταθέσεως και αναχώρησης,
η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης
του Εφετείου Πειραιώς,