Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 697/2018

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   697/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, …., Εφέτη και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ. Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το εφεσίβλητο, Ελληνικό Δημόσιο, νόμιμα εκπροσωπούμενο, άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 23/02/2009 και με αριθμ. κατάθ. …………αγωγή του, εναντίον των εκκαλούντων. Επί της αγωγής αυτής, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 28/04/2010, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με αριθμ. 6058/22-11-2010 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας έγινε δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη. Εν συνεχεία, οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με την από 25-02-2011 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με Αριθμ. Κατάθ. ……….. και απευθύνεται στο παρόν Δικαστήριο, προσέβαλαν την απόφαση αυτή, κατά τα αναφερόμενα στην έφεσή τους κεφάλαια. Επί της εφέσεως αυτής, μετά από συζήτηση που έγινε αντιμωλία των διαδίκων, στις 23/05/2013, εκδόθηκε αρχικά η με αριθμ. 819/2013 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας έγινε τυπικά δεκτή η υπό κρίση έφεση και αναβλήθηκε, κατά τα λοιπά, η συζήτησή της, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, επί της από 12/10/2011 προσφυγής του πρώτου των εκκαλούντων, από το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μετά δε την έκδοση της με αριθμ. 3406/02-10-2013 αποφάσεως του Β΄ Τμήματος Συμβουλίου της Επικρατείας, επί της ως άνω από 12/10/2011 προσφυγής, κατόπιν ασκήσεως της από 28/05/2012 αιτήσεως αναιρέσεως από τον πρώτο των εκκαλούντων, με την από 20/10/2014 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……….. κλήση του εφεσιβλήτου, Ελληνικού Δημοσίου, η υπό κρίση έφεση νόμιμα φέρεται, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς συζήτηση και έκδοση οριστικής απόφασης, κατά την ίδια διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Στην προκείμενη περίπτωση, το ενάγον, Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο, ήδη εφεσίβλητο, με την υπό κρίση από 23/05/2009 (αριθμ. κατάθ. …………….) αγωγή του, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων, ………….., εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, κατά του πρώτου των εναγομένων, έχει ληξιπρόθεσμη συνολική απαίτηση, ύψους 2.348.622,13 ευρώ, απορρέουσα από φόρους εισοδήματος των οικονομικών ετών 2004 και 2006, που βεβαιώθηκαν ταμειακά στις 29-9-2008 από τη Δ.Ο.Υ. Στ΄ Πειραιώς και την ίδια ημέρα απεστάλη σε αυτόν ατομική ειδοποίηση χρεών, με συνολικό βεβαιωθέν το ως άνω ποσό και ημερομηνία πρώτης δόσης την 31-10-2008, ποσού 391.437,03 ευρώ. Ότι, στις 14-11-2008, ο παραπάνω πρώτος εναγόμενος και οφειλέτης του, ……………., ο οποίος γνώριζε την οφειλή του, προέβη στις ακόλουθες απαλλοτριώσεις ακινήτων: α) με το με αριθμ. ………… συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Κωνσταντίνου, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε προς τη σύζυγό του, …………, τρίτη εναγομένη, λόγω δωρεάς εν ζωή, το ανήκον σε αυτόν ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, εκτάσεως 1.025 τ.μ., κειμένου στην Κοινότητα ……… Ν. Φθιώτιδας, αξίας 37.822,5 ευρώ και β) με το με αριθμ. ……….. συμβόλαιο του ιδίου ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε προς τον υιό του, ………….., δεύτερο εναγόμενο, λόγω γονικής παροχής, 1) ένα οικόπεδο 480,95 τ.μ., κείμενο στο Δήμο ………… Ν. Αρκαδίας και 2) ένα διαμέρισμα Β΄, εμβαδού 59 τ.μ. και το δικαίωμα, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, ανεγέρσεως περαιτέρω ορόφου επί της οικοδομής, που κείται επί της οδού ……….., στο Δήμο Περιστερίου, αξίας 19.238 ευρώ και 64.496,25 ευρώ, αντίστοιχα. Ότι οι ως άνω απαλλοτριώσεις έγιναν προς βλάβη της περιουσίας του ενάγοντος, εν γνώσει της πρόθεσης αυτής από τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ικανοποιήσει (το ενάγον) την απαίτησή του, γιατί η υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη του δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της οφειλής του. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να διαρρηχθούν οι ανωτέρω, λόγω δωρεάς εν ζωή και γονικής παροχής, μεταβιβάσεις, ως καταδολιευτικές. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 6058/22-11-2010 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 28/04/2010, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή είναι νόμιμη, έκανε δεκτή αυτήν ως κατ’ ουσία βάσιμη και απήγγειλε τη διάρρηξη, υπέρ του ενάγοντος, των απαλλοτριωτικών ένδικων δικαιοπραξιών, οι οποίες αφορούν τα ως άνω επίδικα ακίνητα, αντίστοιχα, επέβαλε τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, ύψους πεντακοσίων (500) ευρώ στους εναγομένους και διέταξε τη Γραμματέα του Δικαστηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να διαβιβάσει, κατ’ άρθρο 38 ΚΠοινΔ, κυρωμένα αντίγραφα της κρινόμενης αγωγής, των πρακτικών της εκκαλουμένης, της από 12/06/2008 έκθεσης ελέγχου του ………. και ………… – Ελεγκτών της Ελεγκτικής Υπηρεσίας Δ.Ο.Υ. Στ΄ Πειραιά-, των προτάσεων των διαδίκων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και της εκκαλουμένης (η οποία, κατά το διατακτικό της εκκαλουμένης είχε θέση εκθέσεως), στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, για τις τυχόν δικές του ενέργειες, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της εκκαλουμένης. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εναγόμενοι, με την υπό κρίση έφεσή τους, για τους αναφερομένους στην έφεσή τους λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε να γίνει δεκτή η έφεσή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η ως άνω αγωγή.

Κατά το άρθρο 939 ΑΚ οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτριώσεως, που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους (ΟλΑΠ 19/2008 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 6/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος). Με το θεσμό της διαρρήξεως σκοπείται η κατοχύρωση της υπεγγυότητας της περιουσίας του οφειλέτη, ήτοι της δυνατότητας των δανειστών να επιληφθούν της περιουσίας του με τα μέσα της αναγκαστικής εκτελέσεως. Αφού ο νόμος δεν διακρίνει, η διάταξη αφορά κάθε περιουσιακή αξίωση του δανειστή (ΟλΑΠ 19/2008 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 939 έως 942 Α.Κ., προκύπτει ότι, για τη γέννηση της αξίωσης προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων: α) Απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά το χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, με την έννοια ότι τα παραγωγικά γεγονότα αυτής πρέπει να έχουν συντελεσθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, χωρίς να απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά ή να είναι εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο, ούτε δυνάμει αυτού ο δανειστής να έχει προβεί σε δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη και αυτή να έχει καταστεί απαιτητή και ληξιπρόθεσμη, κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο Δικαστήριο, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή (ΟλΑΠ 709/1994 ΝοΒ 23.300, ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 28/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 661/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 928/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1701/2008 Δημ. Νόμος). β) Απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου. Ο όρος “απαλλοτρίωση” χρησιμοποιείται στη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ με την ευρύτατη έννοια και περιλαμβάνει κάθε σοβαρή και ηθελημένη (μη εικονική) διάθεση, εκποίηση, αλλοίωση ή παραίτηση, που επιφέρουν μείωση της υπέγγυας στους δανειστές περιουσίας, ανεξάρτητα αν έγινε με ή χωρίς αντάλλαγμα. Ως απαλλοτρίωση, νοείται η μεταβίβαση, η αλλοίωση προς το χειρότερο, η επιβάρυνση και η κατάργηση ενοχικού ή εμπραγμάτου δικαιώματος του οφειλέτη. Συνεπώς, σε διάρρηξη υπόκειται σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις τόσο οι επαχθείς όσο και οι χαριστικές δικαιοπραξίες (941, 942 ΑΚ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η γονική παροχή, που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 του Α.Κ., αφού και αυτή συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα, καθώς και κάθε παροχή που έγινε από ηθικό καθήκον (βλ. ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 778/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1475/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1800/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 18/1998 ΕλλΔνη 40.124, ΕΑ 730/2009 Δημ. Νόμος, ΕΑ 507/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΑιγ 273/2009 Δημ. Νόμος, ΕΘ 1028/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 760/2006 Δημ. Νόμος). Το γεγονός δε ότι η απαλλοτρίωση (διάθεση) αυτή γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπληρώσεως από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεων του έναντι των νόμιμων (ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 1728/2006 ΕλΔ 48.479, ΑΠ 818/1998 ΕλΔ 40.123, ΕΑ 730/2009 Δημ. Νόμος, ΕΑ 507/2009 ό.π., ΕφΑθ 5061/2004 ΕλΔ 46.563). γ) Πρόθεση βλάβης των δανειστών. Ειδικότερα, η πρόθεση βλάβης του δανειστή θεωρείται ότι υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή (ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος), καθόσον στην περίπτωση αυτή είναι προφανές πως ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της απαλλοτριωτικής του πράξεως είναι η βλάβη του δανειστή, την οποία αποδέχεται (ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 1798/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 862/1998 ΕλλΔικ 1999.125, ΑΠ 818/1998 ΕλλΔικ 1999.124). δ) Γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι, κατά την απαλλοτρίωση, σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό, ή από αγχιστεία έως το δεύτερο, το οποίο τεκμήριο δεν ισχύει αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της περί διαρρήξεως αγωγής και είναι μαχητό, επομένως μπορεί να ανατραπεί αν ο σύζυγος ή ο συγγενής ισχυριστεί και αποδείξει ότι δεν γνώριζε ότι ο απαλλοτριώσας προέβη στην απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών του. Η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (ΟλΑΠ 15/2012 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 6/2003 ΕλΔ 44 σελ. 401, ΑΠ 28/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 339/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 417/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1092/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1284/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 846/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1475/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1189/2003 ΕλΔ 45.460, ΑΠ 637/2001 ΕλΔ 43.1410, ΕφΠειρ 184/2016 Δημ. Νόμος). Επομένως, σε περίπτωση που με την αγωγή διώκεται η διάρρηξη απαλλοτρίωσης, που συνίσταται σε χαριστική δικαιοπραξία, δεν απαιτείται για το ορισμένο του δικογράφου της η αναφορά και της γνώσης του τρίτου, υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση (ΑΠ 28/2017 ό.π.). Η γνώση του τρίτου εξάλλου ως προς το δόλο του οφειλέτη, δηλαδή την πρόθεσή του να βλάψει τους δανειστές του, πρέπει να είναι θετική και δεν αρκεί υπαίτια άγνοια, έστω και από βαριά αμέλεια. Το στοιχείο της γνώσης πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης. Μεταγενέστερη γνώση του τρίτου δεν βλάπτει (ΑΠ 1798/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος). ε) Αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία τούτου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή (ΟλΑΠ 15/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1881/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1112/2004, ΑΠ 862/1998 ΕλλΔικ 1999.125, Καυκάς, ΕνοχΔ, άρθρ. 939-942). Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη, η οποία είναι ένα εκ των στοιχείων της βάσεως της αγωγής διαρρήξεως, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο εγέρσεως αυτής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή, η οποία υπάρχει μόνον όταν ο οφειλέτης είναι κατ’ εκείνο το χρόνο αφερέγγυος (ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 1902/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 637/2001 Δημ. Νόμος, ΑΠ 88/1998 ΕλλΔικ 39.843). Ειδικότερα, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 939 Α.Κ., ως «υπόλοιπη περιουσία» του οφειλέτη θεωρείται η εμφανής περιουσία αυτού, της οποίας μπορούν να επιληφθούν οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όχι δε η αφανής (λ.χ. τραπεζικές καταθέσεις, χρήματα, ομόλογα ή τιμαλφή στο σπίτι του οφειλέτη ή σε τραπεζική θυρίδα), αφού δεν μπορούν να επιληφθούν αυτής με αναγκαστική εκτέλεση (Ι. Δεληγιάννη – Π. Κορνηλάκη, ό.π. σελ. 381), καθώς είναι ανύπαρκτη για αυτούς. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε ματαίωση του με τη διάρρηξη επιδιωκομένου από το νόμο σκοπού της προστασίας των δανειστών από την καταδολίευση αυτών από τον οφειλέτη (ΑΠ 637/2001 ΕλλΔικ 2002.1411, ΕφΔωδ 11/2006 ό.π.). Η απαιτούμενη για τη διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας πρόθεση βλάβης του δανειστή, εξακολουθεί να υφίσταται και όταν άλλος, εις ολόκληρον οφειλέτης, διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση του δανειστή, καθόσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτρίωσης κρίνεται από στοιχεία που συντρέχουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος (ΑΠ 28/2017 Δημ. Νόμος). Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει για το κατ` άρθρο 216 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται σε αυτήν (ΟλΑΠ 15/2012 ό.π., ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 943 του Α.Κ προκύπτει ότι, μεταξύ των στοιχείων, που πρέπει να περιέχει η αγωγή διαρρήξεως για να είναι ορισμένη, περιλαμβάνονται το ποσό της απαίτησης του ενάγοντος δανειστή και η αιτία (νόμιμη, συμβατική, αδικοπρακτική κ.λπ.), από την οποία προήλθε (ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 1339/2012 Δημ. Νόμος) και η αξία του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαίως ολική, αλλά επέρχεται μόνον κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, αν δε το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από την απαίτηση του δανειστή, η διάρρηξη είναι μερική και εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο με την αξία της απαιτήσεως του δανειστή προς την αξία του απαλλοτριωθέντος (ΟλΑΠ 15/2012 ό.π., ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 36/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1284/2011 ό.π., ΑΠ 846/2011 ό.π., ΑΠ 1701/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2200/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1652/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 184/2016 Δημ. Νόμος). Αν η ληξιπρόθεσμη απαίτηση του δανειστή είναι μεγαλύτερη από τη συνολική αξία των απαλλοτριωθέντων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, αρκεί η αναφορά της συνολικής αυτής αξίας και δεν απαιτείται ο προσδιορισμός της αξίας καθενός από αυτά (ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 1127/2005 Νόμος, ΑΠ 637/2001 Νόμος, ΕφΠειρ 344/2011 Δημ. Νόμος). Για την περίπτωση της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας ο ισχυρισμός του εναγομένου οφειλέτη ή του από αυτόν αποκτήσαντος τρίτου, προς απόκρουση της εις βάρος του αγωγής του δανειστή, με την οποία ζητείται η διάρρηξη δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, ότι ο απαλλοτριώσας οφειλέτης έχει άλλη εμφανή περιουσία, ικανή προς ικανοποίηση των δανειστών του οφειλέτη, αποτελεί ένσταση και για να είναι ορισμένος πρέπει να αναφέρονται τα περιουσιακά στοιχεία και η αξία αυτών, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον ενάγοντα δανειστή να αμυνθεί και να μπορεί να κριθεί αν η υπολειπόμενη αυτή εμφανής περιουσία, εν όψει της αξίας αυτής και της απαίτησης του δανειστή, είναι ικανή για την ικανοποίηση του δανειστή (ΑΠ 1824/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1001/2007 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2120/2014 Δημ. Νόμος). Αίτημα δε της αγωγής διάρρηξης είναι πλέον η απαγγελία της διάρρηξης (ΕφΛαρ 97/2002 Δικογρ. 2002.87, ΕΑ 518/2000 ΕλλΔικ 2000.1413, ΕΑ 5639/1998 ΕλλΔικ 1999.1159). Η αγωγή διάρρηξης είναι διαπλαστική και η καταγόμενη με αυτή προς δικαστική διάγνωση αξίωση είναι ανεπίδεκτη χρηματικής αποτιμήσεως, υπαγόμενη ως εκ τούτου στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (ΕφΑθ 5546/2006 Δημ. Νόμος, ΕΑ 582/2000 ΔΕΕ 2000.878, ΕΑ 940/1999 ΕλλΔικ 1999.1160, 1183, ΕΑ 5109/1999 ΕλλΔικ 2000.1412, ΕφΠειρ 925/1998 ΠειρΝομολ 1998.466). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι όταν, πλην άλλων, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους, οι δε ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται. Περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας υφίσταται, πλην των άλλων, και μεταξύ των καταδολιευτικώς συναλλαγέντων, απαλλοτριώσαντος και αποκτήσαντος, όταν ενάγονται από κοινού, γιατί στην περίπτωση αυτή δεν είναι νοητή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων απέναντι στους ομοδίκους αυτούς, δηλαδή του οφειλέτη του δανειστή και του τρίτου, με τον οποίο αυτός συμβλήθηκε (ΑΠ 965/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 417/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 192/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1230/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 554/2005 Δημ. Νόμος). Η κατά τόπο δε αρμοδιότητα του δικαστηρίου, που προσδιορίζεται στα άρθρα 22 έως 41 ΚΠολΔ (νόμιμη δωσιδικία), αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και ο ενάγων βαρύνεται με την επίκληση (αρθρ. 216 παρ. 2 εδαφ. β` ΚΠολΔ) και την απόδειξη των στοιχείων εκείνων, που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα αυτή, την οποία το Δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 46 ΚΠολΔ). Η αυτεπάγγελτη έρευνα της κατά τόπο αναρμοδιότητας περιορίζεται, όταν ο εναγόμενος παραστεί κατά τη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα ένσταση αναρμοδιότητας, καθόσον στην περίπτωση αυτή θεωρείται πως υπάρχει σιωπηρή συμφωνία παρέκτασης της αρμοδιότητας (άρθρο 42 παρ. 2 ΚΠολΔ). Αν, όμως, το Δικαστήριο είναι κατά τόπο αναρμόδιο, διότι από αυτεπάγγελτη έρευνα προκύπτει ότι υφίσταται αποκλειστική αρμοδιότητα άλλου δικαστηρίου, όπως π.χ. της τοποθεσίας του ακινήτου, το Δικαστήριο θα κηρύξει εαυτό αναρμόδιο, παρά τη μη πρόταση ένστασης αναρμοδιότητας, καθόσον δεν αρκεί η θεωρούμενη ως υπάρχουσα σιωπηρή περί παρέκτασης συμφωνία, αφού, όταν πρόκειται για διαφορές, για τις οποίες ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα, η συμφωνία περί παρέκτασης πρέπει να είναι ρητή (ΑΠ 703/2005 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΘεσ 68/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 833/2006 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, στη γενική δωσιδικία υπάγονται όλες καταρχήν οι διαφορές, ενώ στις ειδικές δωσιδικίες περιλαμβάνονται ορισμένες μόνο διαφορές. Οι ειδικές δωσιδικίες διακρίνονται σε αποκλειστικές και συντρέχουσες. Οι αποκλειστικές δωσιδικίες, παραμερίζοντας τη γενική δωσιδικία, έλκουν υποχρεωτικά προς τον εαυτό τους τις διαφορές που τους ανήκουν, ενώ οι συντρέχουσες δωσιδικίες, χωρίς να θίγουν την ισχύ της γενικής δωσιδικίας, παρέχουν απλώς στον ενάγοντα δικαίωμα επιλογής, μεταξύ γενικής και ειδικής δωσιδικίας. Ακόμη, οι αποκλειστικές δωσιδικίες αποκλείουν όχι μόνο οποιαδήποτε μορφή της γενικής δωσιδικίας, αλλά και τις συντρέχουσες δωσιδικίες, ενώ οι συντρέχουσες δωσιδικίες γνωρίζουν παράλληλη εφαρμογή, παρέχοντας δικαίωμα επιλογής στον ενάγοντα όχι μόνο απέναντι στη γενική, αλλά και μεταξύ τους. Γενικώς, κατά τόπο αρμόδιο «είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά» – γενική δωσιδικία (αρθρ. 22). Εδώ ο κώδικας πολιτικής δικονομίας καθιερώνει ως κανόνα την αρχή «actor rei forum sequi debet», δηλαδή συγκέντρωση των αγωγών στα δικαστήρια της κατοικίας του εναγομένου. Περαιτέρω, στις αποκλειστικές δωσιδικίες, που παραμερίζουν τη γενική δωσιδικία, αλλά και τις συντρέχουσες δωσιδικίες, είναι και η δωσιδικία της συνάφειας (αρθρ. 31). Η δωσιδικία της συνάφειας, που έχει ως δικαιολογητικό υπόβαθρο την οικονομία δίκης και την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, με παράλληλη διεξαγωγή δύο ή και περισσοτέρων δικών, σε δύο ή και περισσότερα διαφορετικά δικαστήρια, κατά κανόνα διέπει τη σχέση κύριας και παρεπόμενης δίκης, συντρέχει όμως και όταν ελλείπει η σχέση κυρίου και παρεπομένου, όταν πρόκειται, δηλαδή, για κύριες δίκες συναφείς μεταξύ τους, οπότε αποκλειστικά αρμόδιο είναι «το δικαστήριο που είχε επιληφθεί πρώτο» (αρχή της χρονικής προτεραιότητας), αρκεί η δεύτερη αγωγή να υπάγεται στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα ισόβαθμου ή κατώτερου δικαστηρίου. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άνω άρθρου 31 παρ. 3 ΚΠολΔ, «αν πρόκειται για κύριες δίκες που είναι συναφείς μεταξύ τους, έχει αποκλειστική αρμοδιότητα το δικαστήριο που έχει επιληφθεί πρώτο και εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη της παραγράφου 2». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στην περίπτωση κυρίων συναφών δικών, αποκλειστικά αρμόδιο όχι μόνο κατά τόπο, αλλά και καθ’ ύλη, είναι το δικαστήριο που έχει επιληφθεί πρώτο, εφόσον οι συναφείς δίκες θα υπάγονταν αυτοτελώς στα αυτά καθ’ ύλην αρμόδια δικαστήρια, το ιεραρχικώς δε ανώτερο δικαστήριο, αν οι συναφείς δίκες θα υπάγονταν αυτοτελώς σε διάφορα καθ’ ύλην αρμόδια δικαστήρια του αυτού ή διαφορετικού τόπου. Στην περίπτωση που συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις το δικαστήριο που επιλήφθηκε μεταγενέστερα ή είναι ιεραρχικώς κατώτερο υποχρεούται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ’ ένσταση να παραπέμψει κατ’ άρθρο 46 ΚΠολΔ την υπόθεση στο προγενέστερο επιληφθέν ή ιεραρχικώς ανώτερο δικαστήριο (ΤριμΕφΘεσ 68/2015 ό.π., ΕφΔωδ 78/2013 Δημ. Νόμος). Ουσιαστική, εξάλλου, συνάφεια μεταξύ δύο δικών υπάρχει «Όταν τα δικαιώματα, που συνιστούν τα αντικείμενα των περισσοτέρων δικών, εντάσσονται στην ίδια έννομη σχέση ή το ένα αποτελεί προδικαστικό ζήτημα του άλλου ή απορρέουν από το ίδιο βιοτικό συμβάν» (βλ. (βλ. ΤριμΕφΘεσ 68/2015 ό.π., ΕφΛαρ 317/2015 Δημ. Νόμος, Κ. Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, 1986, αρ. 41 III σελ. 61, Γ. Μητσόπουλος, Πολιτική Δικονομία, Τευχ. Α` 1972, σελ. 231, Γ. Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού, Τομ. Α, 1978, παρ. 92 Γ σελ. 203-204, Κ. Μπέη, Πολιτική Πολιτική Δικονομία, Τομ. Ια, 1973, υπ’ αριθμ. 31, παρ. IV. 2 σελ. 219-220, Δεληκωστόπουλος/Σινανιώτης, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Τομ. Α. 1968 υπ’ αριθ. 31, παρ. III, σελ. 96, Π. Αρβανιτάκης, Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη, 1989, σελ. 222- 223, Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Τομ. Α`, 1994, υπ’ άρθρον 31 αρ. 5, 21 όπου και αναφορά λοιπής νομολογίας, Γ. Παπακωνσταντίνου, Διεθνής δικαιοδοσία και αρμοδιότης των ελληνικών δικαστηρίων, 1972, σελ. 43-45, I. Κριτζάς, Διεθνής και εσωτερική δικαιοδοσία κατά το νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 1973, σελ. 44 κ.α. ΕφΑθ 7021/1989 ΕλλΔνη 1990/1504, ΕφΘεσ 2852/1991 ΕΣυγκΔ 1993).

Περαιτέρω, από το άρθρο 321 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει, ότι όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο, προκύπτει, ότι οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν αποτελούν δεδικασμένο στην πολιτική δίκη (ΑΠ 302/2016 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, “Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”. Ταυτόσημη είναι και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 2642/1997 και ορίζει ότι “Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο, εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί κατ` αρχήν τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 Π Κ). Το περιεχόμενό του συντίθεται από τις αρχές ότι: 1. Κανένας δε μπορεί να καταδικασθεί ή να κηρυχθεί ένοχος, αν δεν έχει δικασθεί σύμφωνα με το νόμο και ύστερα από μια νόμιμη δικαστική διαδικασία. 2. Καμία ποινή ή άλλη ανάλογη κύρωση δε μπορεί να επιβληθεί σε βάρος προσώπου, εφόσον η ενοχή του δεν έχει απαγγελθεί σύμφωνα με τους τύπους, που προβλέπει ο νόμος. 3. Κανένας δε μπορεί να υποχρεωθεί να αποδείξει την αθωότητά του. 4. Η αμφιβολία είναι πάντοτε υπέρ του κατηγορουμένου. Εάν η τέλεση μιας ποινικά κολάσιμης πράξης δικαιολογεί παράλληλα και αστική αξίωση του παθόντος για προστασία των οικονομικών του συμφερόντων, κατά την εκδίκαση του συγκεκριμένου βιοτικού γεγονότος στα πολιτικά δικαστήρια, θα τύχει μεν εφαρμογής το τεκμήριο της αθωότητας, πλην, όμως, η εφαρμογή του πρέπει να περιορίζεται στα όρια, που η δογματική του θέση και κατάταξη προσδιορίζουν. Συγκεκριμένα: 1. Ο εναγόμενος, στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη του εγκλήματος, θα πρέπει και στην (πολιτική) δίκη να αντιμετωπίζεται από το δικαστήριο ως αθώος με τις ίδιες εγγυήσεις, όπως και ενώπιον της αντίστοιχης ποινικής δίκης. 2. Δεν πρέπει η νομοθεσία και ειδικότερα το αστικό δίκαιο και η πολιτική δικονομία να θέτουν τεκμήρια ενοχής, τεκμήρια από τα οποία θα προκύπτει άνευ αποδείξεως η ενοχή του εναγομένου για τη διάπραξη του ποινικού και συγχρόνως αστικού αδικήματος. 3. Δεν πρέπει το βάρος αποδείξεως της μη τελέσεως του ποινικού και συγχρόνως αστικού αδικήματος να επιρρίπτεται στον εναγόμενο. 4. Κατά την αναφορά του πολιτικού δικαστηρίου σε τυχόν προεκδοθείσα αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου δεν πρέπει να γίνεται αμφισβήτηση του αθωωτικού αποτελέσματος αυτής, ιδίως με την επίκληση ότι α) είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητα, β) ότι λήφθηκε όχι ομόφωνα αλλά κατά πλειοψηφία, γ) ότι στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) ότι διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας κ.α. Ωστόσο, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο κωλύεται να καταλήξει μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση, συνεκτιμώντας φυσικά και την αθωωτική ποινική απόφαση- σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί οπωσδήποτε την ποινική αθώωση και να τη θέσει ως βάση στην απόφασή του. Οι διατάξεις των άρθρων 93 – 96 Συντ. αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ` αντιστοιχία των προβλεπόμενων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Βασική συνέπεια, που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διάκρισης των δικαιοδοσιών είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα: 321 επ. ΚΠολΔ, 57 ΚΠΔ, 197 ΚΔΔ). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ’ αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Περαιτέρω, αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας (όπως στο άρθρο 5 παρ. 2 ΚΔΔ). Επομένως, το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται, όμως, να λάβει σοβαρά υπόψη του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση (βλ. σχετ. ΑΠ 1422/2017 ό.π., ΑΠ 302/2016 ό.π.). Εξάλλου, το άρθρο 4 του (κυρωθέντος με τον ν. 1705/1987, Α΄ 8) Έβδομου Πρόσθετου Πρωτόκολλου (7ου ΠΠ) της ΕΣΔΑ ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση, για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με τον νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη σε αυτήν απαγόρευση (ne bis in idem), απαιτείται, κατ’ αρχήν, να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, (β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι “ποινικές” κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως “ποινικές” και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, εν όψει της φύσης των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων, (γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση και (δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά (βλ. ΣτΕ 951/2018 επταμ. Δημ. Νόμος, ΣτΕ 1992/2016 επταμ., 167-169/2017 επταμ., 680/2017 επταμ., 2987/2017 επταμ., 175/2018 κ.ά.). Ειδικότερα, η δεύτερη διαδικασία πρέπει να αφορά στο ίδιο ιστορικό γεγονός με την πρώτη (βλ. ΑΠ Ολομ. 1/2011, ΣτΕ 951/2018 ό.π.), ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κύρωσης (βλ. ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 10.2.2009, 14939/03, ..κατά.., σκέψη 84 – πρβλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, ECLI:EU:C:2018:197, σκέψεις 34-38). Όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. ΣτΕ 951/2018 ό.π., ΣτΕ 1992/2016 επταμ., 167- 169/2017 επταμ., 680/2017 επταμ., 2987/2017 επταμ., 1778/2017, 3174/2017, 284/2018 κ.ά.), ενόψει και των αποφάσεων του ΕΔΔΑ ..κατά ..της 16.6.2009, ..και λοιποί κατά ..της 30.4.2015, ..και ..κατά ..της 9.6.2016 και Α και Β κατά ..της 15.11.2016, το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ) αντιτίθεται, καταρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης, περί της επιβολής διοικητικής χρηματικής κύρωσης για φορολογική/τελωνειακή παράβαση, όταν για την ίδια κατ’ ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία. Ανάλογο κανονιστικό περιεχόμενο έχουν και οι διατάξεις των άρθρων 50 και 52 (παρ. 1) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκέψεις 60-62), λαμβανομένου υπόψη ότι η εξακολούθηση διαδικασίας ή δίκης για την επιβολή διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα για παράβαση της φορολογικής ή τελωνειακής νομοθεσίας βαίνει, καταρχήν, προδήλως πέραν των όσων απαιτούνται για την επίτευξη του σκοπού της καταπολέμησης της δασμοφοροδιαφυγής και της είσπραξης των οφειλόμενων φόρων ή/και δασμών, εφόσον υπάρχει είτε αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που διαπιστώνει ότι δεν στοιχειοθετείται η επίμαχη φορολογική παράβαση (ΣτΕ 951/2018 ό.π., πρβλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-596/16 και C-597/16, Di Puma & Zecca, ECLI:EU:C:2018:192, σκέψεις 33-34 και 41- 45, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκέψεις 41, 46 και 52), είτε αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, δυνάμενη να καταστείλει τη διαπραχθείσα παράβαση κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό (ΣτΕ 951/2018 ό.π., πρβλ. ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-537/16, Garlsson Real Estate SA και άλλοι, ECLI:EU:C:2018:193, σκέψεις 48 και 57-59, σε συνδυασμό με ΔΕΕ μειζ. συνθ. 20.3.2018, C-524/15, Menci, σκέψεις 41, 46 και 52). Εξάλλου, το ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το τεκμήριο αθωότητας, έχει δεχθεί ότι απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται τελικής αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών, ως “τελική” δε απόφαση, στο πλαίσιο της προαναφερόμενης νομολογίας, νοείται η αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου (βλ. σχετ. ΣτΕ 951/2018 ό.π.). Το άρθρο δε 5 παρ. 2 εδαφ. β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016), όριζε ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται «από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ως προς την ενοχή του δράστη», όχι, όμως, και από τις αμετάκλητες αθωωτικές ποινικές αποφάσεις, ρύθμιση η οποία έχει κριθεί ως συνάδουσα προς τα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1741/2015 Ολομ., ΣτΕ 951/2018 ό.π.). Με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016 – έναρξη ισχύος του άρθρου 17 από τη δημοσίευση του ν. 4446/2016 στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού), όμως, η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του ΚΔΔ αντικαταστάθηκε ως ακολούθως: «Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν έναντι όλων. Δεσμεύονται, επίσης, από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τ’ αμετάκλητα αποφαινόμενα να μη γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης.». Η ανωτέρω νέα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 (εδαφ. β΄) του ΚΔΔ δεν έχει πεδίο εφαρμογής ratione temporis στις υποθέσεις οι οποίες συζητήθηκαν ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου πριν από την 22.12.2016 (πρβλ. ΣτΕ 951/2018 ό.π., ΣτΕ 167-169/2017 επταμ., σχετικά με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 του ίδιου ν. 4446/2016), δεδομένου ότι, κατά γενική δικονομική αρχή, η νεότερη δικονομική ρύθμιση δεν καταλαμβάνει τις υποθέσεις που είχαν εκδικασθεί/συζητηθεί πριν από το χρόνο έναρξης της ισχύος της (βλ. ΣτΕ 167- 169/2017 επταμ., 3953/2007, 2467/2001). Η καταστολή της φοροδιαφυγής (και, ιδίως, της μεγάλης από απόψεως ποσού), μέσω της διαπίστωσης των οικείων παραβάσεων και της επιβολής των αντίστοιχων διαφυγόντων φόρων, καθώς και των προβλεπόμενων στο νόμο διοικητικών κυρώσεων, συνιστά, κατά το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 5, 26 και 106 παρ. 1 και 2), επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος και βασικό έργο της φορολογικής Διοίκησης, η νομιμότητα των πράξεων της οποίας υπόκειται στον έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 και το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 951/2018 επταμ. ό.π., ΣτΕ 1891/2018 επταμ. Δημ. Νόμος, ΣτΕ 680/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ.). Σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του σεβασμού της αξιοπρέπειας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος), του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος), της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος) και του τεκμηρίου αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και βρίσκει εφαρμογή και σε διοικητικές διαδικασίες καταλογισμού παραβάσεων και συναφών κυρώσεων, το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη σε ορισμένο πρόσωπο φορολογική παράβαση, η οποία επισύρει την επιβολή σε βάρος του των διαφυγόντων φόρων και συναφών κυρώσεων, φέρει, κατ’ αρχήν, το κράτος, ήτοι η φορολογική Διοίκηση ΣτΕ 1891/2018 ό.π.). Συναφώς, ο νομοθέτης μπορεί να χαρακτηρίσει, όχι μόνο ως διοικητικές παραβάσεις, αλλά και ως ποινικά αδικήματα, τις πλέον σοβαρές, από απόψεως ποσού ή/και συνθηκών τέλεσης, παραβάσεις φοροδιαφυγής, που, κατά την εκτίμησή του, χρήζουν έντονης κοινωνικής αποδοκιμασίας και απαιτούν συμπληρωματικές (σε σχέση με τις επιβαλλόμενες από τη φορολογική Διοίκηση) κυρώσεις, για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και αντιμετώπισή τους. Δεδομένου, όμως, ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η εφαρμογή και η επιβολή της διοικητικής νομοθεσίας περί φορολογίας ανάγεται στην άσκηση της, κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος, εκτελεστικής λειτουργίας, η δράση της οποίας, σε περίπτωση αμφισβήτησης των πράξεών της, υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, στο δικαιοδοτικό έλεγχο του διοικητικού δικαστή, που είναι ο “φυσικός” δικαστής των διαφορών μεταξύ του Κράτους και των διοικουμένων, όσον αφορά την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, η διπλή, διοικητική και ποινική, διαδικασία, που προβλέπεται στο νόμο για την αντιμετώπιση παραβάσεων φοροδιαφυγής, πρέπει, ανεξαρτήτως του ποσού αυτής, να οργανώνεται νομοθετικά και να διενεργείται κατά τρόπο ώστε ο ποινικός δικαστής να επιλαμβάνεται (μετά από διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του ποινικού αδικήματος) κατόπιν της τελεσίδικης κρίσης της ουσίας της υπόθεσης από το διοικητικό δικαστή, δοθέντος, άλλωστε, ότι δεν θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή ποινική καταδίκη για φοροδιαφυγή σε περίπτωση που ο διοικητικός δικαστής κρίνει, για λόγους αναγόμενους στην ουσία, ότι δεν είναι νόμιμη η σχετική καταλογιστική (του φόρου ή/και συναφούς προστίμου) πράξη της Διοίκησης (βλ. ΣτΕ 951/2018 ό.π., ΣτΕ 680/2017 επταμ.). Οι προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις ναι μεν έχουν την παραπάνω έννοια, καθώς και την έννοια ότι ο κοινός νομοθέτης κωλύεται να εξαρτήσει την άσκηση των ως άνω εξουσιών της Διοίκησης ή/και της αρμοδιότητας των διοικητικών δικαστηρίων για επίλυση των σχετικών διαφορών από την προηγούμενη ποινική καταδίκη του φορολογούμενου για το αντίστοιχα προβλεπόμενο ποινικό αδίκημα φοροδιαφυγής ή λαθρεμπορίας, αλλά, πάντως, σε περίπτωση που προβλέπονται για την ίδια παραβατική συμπεριφορά τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις, δεν αποκλείουν τη θέσπιση και την εφαρμογή διατάξεων νόμου (όπως εκείνη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ), από τις οποίες να προκύπτει επίδραση της αμετακλήτως περατωθείσας ποινικής διαδικασίας και δίκης περί φοροδιαφυγής/λαθρεμπορίας στην αντίστοιχη διοικητική διαδικασία και δίκη (βλ. ΣτΕ 951/2018 επταμ. ό.π., ΣτΕ 680/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ.). Πάντως, τέτοιες διατάξεις, στο μέτρο που προβλέπουν δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου από τις κρίσεις του ποινικού δικαστή, όσον αφορά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεδομένου ότι η ποινική διαδικασία περί φοροδιαφυγής/λαθρεμπορίας προϋποθέτει, καταρχήν, την έκδοση σχετικής διοικητικής καταλογιστικής πράξης, εξοπλισμένης με το τεκμήριο νομιμότητας, το οποίο μπορεί να ανατραπεί (εν όλω ή εν μέρει) μόνον μέσω της ακύρωσης ή της τροποποίησής της από το διοικητικό δικαστή, που είναι, κατά το Σύνταγμα, ο “φυσικός” δικαστής του ελέγχου του νόμω και ουσία βασίμου της (βλ. σχετ. ΣτΕ 951/2018 ό.π.). Η νέα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β΄ του ΚΔΔ, ερμηνευόμενη (στενά), υπό το πρίσμα όσων έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, έχει την έννοια ότι (α) το διοικητικό δικαστήριο δεσμεύεται από αμετάκλητη, καταδικαστική ή αθωωτική, απόφαση ποινικού δικαστηρίου, μόνον αν η ποινική απόφαση αφορά στην ίδια παράβαση, ως ιστορικό γεγονός, με εκείνη που καταλογίσθηκε στον προσφεύγοντα με την ένδικη διοικητική πράξη, με την οποία του επιβλήθηκε διοικητική κύρωση, και (β) η παραγόμενη δέσμευση αφορά στην «ενοχή» ή μη του προσφεύγοντος, ήτοι στο αξιόποινο ή μη της συμπεριφοράς του, και, συνακόλουθα, δεν καλύπτει την επιβολή δασμών και φόρων, που δεν έχουν το χαρακτήρα ποινής / κύρωσης για διοικητική παράβαση (ήτοι χαρακτήρα ανάλογο με το επαπειλούμενο στην ποινική δίκη μέτρο, ώστε να υπάρχει αναλογία μεταξύ της ποινικής διαδικασίας και της διοικητικής διαδικασίας και δίκης, ικανής να δικαιολογήσει τη δέσμευση), δεδομένου, άλλωστε, ότι (i) η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, θα κατέληγε στο (άτοπο και) ασύμβατο με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος αποτέλεσμα να αποφαίνεται εν τέλει ο ποινικός δικαστής, αντί για τον διοικητικό δικαστή που είναι ο “φυσικός” δικαστής των φορολογικών υποθέσεων, για τη νόμιμη ύπαρξη της φορολογικής υποχρέωσης, που αποτελεί το αντικείμενο της διοικητικής δίκης, και (ii) η γένεση των προβλεπόμενων στο νόμο φορολογικών υποχρεώσεων των διοικουμένων (η οποία διαπιστώνεται, στη συνέχεια, από τη Διοίκηση: βλ. ΣτΕ 951/2018 ό.π., ΣτΕ 2021/2010) δεν προϋποθέτει υπαιτιότητα και, γενικότερα, παραβατική συμπεριφορά τους, αλλά στηρίζεται στην εξ αντικειμένου ύπαρξη της οριζόμενης στο νόμο φορολογητέας ύλης/πράξης (βλ. σχετ. ΣτΕ 951/2018 ό.π.). Ενόψει και της διαφοράς των κανόνων απόδειξης και της αποδεικτικής διαδικασίας μεταξύ της διοικητικής και της ποινικής δίκης (ΣτΕ 951/2018 ό.π. και πρβλ. ΣτΕ 1741/2015 Ολομ., 1992/2016 επταμ., 434/2017 επταμ.), ο διοικητικός δικαστής, εκτιμώντας διαφορετικά από τον ποινικό δικαστή τα πραγματικά περιστατικά της ενώπιόν του υπόθεσης, που δεν έχει “ποινική” φύση, κατά την ΕΣΔΑ, ως αφορώσα στην επιβολή φόρου, δεν παραβιάζει τις επιταγές που απορρέουν από το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ (ΣτΕ 951/2018 επταμ. ό.π., πρβλ. ΣτΕ 1992/2016 επταμ., 434/2017 επταμ. και ΕΔΔΑ 18.12.2016, .. κατά .. 21107/07, σκέψεις 30-31, ΕΔΔΑ 14.10.2010, 29889/04, .. κατά .., σκέψη 68, ΕΔΔΑ 11.2.2003, Y. v. Norway, 56568/00, σκέψη 41 και ΕΔΔΑ decision 13.11.2003, 48518/99, .. κατά ..), υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι η διατύπωση της απόφασής του δεν εξέρχεται των ορίων του διοικητικού δικαίου και της διοικητικής δίκης (πρβλ. ΕΔΔΑ 27.9.2007, … κατά .., 35522/04, σκέψη 40) και, γενικότερα, δεν θέτει εν αμφιβόλω, κατά τρόπο σαφή, την ορθότητα της απαλλακτικής κρίσης στην οποία κατέληξε ο ποινικός δικαστής, βάσει της ενώπιόν του αποδεικτικής διαδικασίας (πρβλ. ΕΔΔΑ 18.12.2016, Alkai, op.cit., σκέψη 31). Επιπρόσθετα, με την πράξη επιβολής (ή πράξη καταλογισμού) του φόρου εξατομικεύεται από άποψη υποκείμενου και αντικειμένου ο γενικός και απρόσωπος κανόνας δικαίου που θεσπίζει αυτόν. Με την ως άνω πράξη, η οποία είναι έγγραφη, για λόγους ασφαλείας δικαίου, προσδιορίζεται ο υπόχρεος του φόρου και ο σε αυτόν αναλογών φόρος, καθώς, επίσης, και οι τυχόν άλλες επιβαρύνσεις για συγκεκριμένη χρήση (βλ. σχετικά Κ. Φινοκαλιώτη, Φορολογικό Δίκαιο, γ` έκδ., Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 347 επ. και 376-80). Το εν γένει δικαίωμα (ή η εξουσία, όπως, αλλιώς, ονομάζεται) του Δημοσίου, προς επιβολή φόρου, γεννιέται μεν μόλις συντελεστούν τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το δικαίωμά του αυτό, προς επιβολή του συγκεκριμένου φόρου, πλην, όμως, αξίωση του Δημοσίου, εναντίον συγκεκριμένου προσώπου, προς καταβολή ορισμένου ποσού, από τη δεδομένη φορολογική αίτια, υφίσταται μόνον από της εκδόσεως από την αρμόδια φορολογική Αρχή της κατά τα ανωτέρω πράξεως καταλογισμού (πρβλ. Φινοκαλιώτη, ό.π., σελ. 378 και 386-87). Πράξεις καταλογισμού φόρου συνιστούν, ειδικότερα, σε περίπτωση που ο προσδιορισμός γίνεται με βάση τη φορολογική δήλωση του διοικούμενου, το οικείο εκκαθαριστικό σημείωμα υπολογισμού του φόρου, και, σε περίπτωση που αυτός επισυμβαίνει κατόπιν διενέργειας φορολογικού ελέγχου, το σχετικό φύλλο ελέγχου (Φινοκαλιώτης, ό.π., σελ. 347­-349). Ο κυρωθείς δε με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ, Α΄ 151) όριζε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ότι στο άρθρο 28, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 14 του ν. 2753/1999 (Α΄ 249), ότι «1. Εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις είναι το κέρδος που αποκτάται από ατομική ή εταιρική επιχείρηση εμπορική, βιομηχανική ή βιοτεχνική […]. 2. Επιχείρηση αποτελεί και μεμονωμένη ή συμπτωματική πράξη που αποβλέπει στην επίτευξη κέρδους, καθώς και η πώληση μέσα σε δύο (2) χρόνια από την απόκτηση εξ επαχθούς αιτίας εδαφικών εκτάσεων, που βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως και έχουν μεγάλη αξία. 3. Θεωρείται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις: α) Το κέρδος από την άσκηση επιχείρησης αγοραπωλησίας ακινήτων γενικά, εκτός από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, των οποίων το κέρδος εξευρίσκεται με ειδικό τρόπο. Ως κέρδος θεωρείται η επιπλέον διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου, το οποίο πουλήθηκε, και της αξίας αυτού κατά το χρόνο της αγοράς. Ως αξία πώλησης λαμβάνεται αυτή που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν.1249/1982. Αν, όμως, το τίμημα που αναφέρεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια είναι μεγαλύτερο από την πιο πάνω αξία, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται το αναφερόμενο σε αυτά τα συμβόλαια τίμημα.» (βλ. σχετ. ΣτΕ 3260/2017 επταμ. Δημ. Νόμος, ΣτΕ 954/2016 Δημ. Νόμος, ΣτΕ 1400/2015 επταμ. Δημ. Νόμος, ΤριμΔιοικΕφΑθ 768/2016 Δημ. Νόμος, ΤριμΔιοικΕφΑθ 815/2016 Δημ. Νόμος). Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, ως εισόδημα από εμπορική επιχείρηση θεωρείται και εκείνο που προκύπτει από μεμονωμένες ή συμπτωματικές πράξεις, με την προϋπόθεση ότι οι πράξεις αυτές αποβλέπουν στην επίτευξη κέρδους (ΣτΕ 3564/1997, ΤριμΔιοικΕφΑθ 815/2016 ό.π.). Εξάλλου, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 28 παρ. 3 περιπτ. α΄ του ΚΦΕ περιέχει (υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 34 του ΚΦΕ, περί τεχνικών επιχειρήσεων, που δεν έχουν πεδίο εφαρμογής σε υπόθεση όπως η παρούσα) ειδική ρύθμιση, όσον αφορά τον προσδιορισμό του φορολογητέου, ως εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις, κέρδους από την άσκηση επιχείρησης αγοραπωλησίας ακινήτων. Η ρύθμιση αυτή αποκλείει τον προβλεπόμενο στο άρθρο 32 του ΚΦΕ εξωλογιστικό προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος, συνεπεία της μη τήρησης βιβλίων και στοιχείων, δεδομένου, άλλωστε, ότι, σε περίπτωση άσκησης επιχείρησης αγοραπωλησίας ακινήτων, το συμβόλαιο πώλησης και μεταβίβασης ακινήτου αποτελεί το προβλεπόμενο από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων παραστατικό στοιχείο της συναλλαγής, αντί για το τιμολόγιο ή την απόδειξη πώλησης (βλ. ΣτΕ 3260/2017 επταμ. ό.π., ΣτΕ 1365/2017 επταμ.).

Τέλος, κατά το άρθ. 249 εδ. α` ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μίας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μίας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης, εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα, που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση, που δεν μπορεί να προσβληθεί. Από τη διατύπωση και το σκοπό της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί χάριν οικονομίας χρόνου και δαπάνης και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, προκύπτει, ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή (αναστολή) της δίκης, όταν η διάγνωση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς εξαρτάται, εν όλω ή εν μέρει, από την επίλυση του νομικού ζητήματος, που αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης, ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου και συναρτάται με έννομη σχέση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση του επιδίκου δικαιώματος, ενώ παράλληλα η διάγνωση στην άλλη δίκη του νομικού αυτού ζητήματος θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης και στην ασφαλέστερη διάγνωση του ζητήματος αυτού (ΑΠ 1627/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 197/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες, τόσο με τις προτάσεις τους, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και με την κρινόμενη έφεσή τους, παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα απέρριψε την προβληθείσα από αυτούς ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως προς την τρίτη εναγομένη, κάτοικο ……… Αττικής, καθώς η υπόθεση εισήχθη προς εκδίκαση, ως προς αυτήν, σε αναρμόδιο κατά τόπο Δικαστήριο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δοθέντος, όπως κρίθηκε και με τη με αριθμ. 819/2013 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά και με την εκκαλουμένη, οι σωρευόμενες κύριες δίκες είναι συναφείς, αφού τα ίδια ουσιώδη πραγματικά γεγονότα (οφειλή του πρώτου εναγομένου προς το ενάγον, απαλλοτρίωση εκ μέρους του τελευταίου προς το σκοπό βλάβης του ενάγοντος, ανεπάρκεια υπολειπομένης περιουσίας προς ικανοποίηση της απαίτησης του ενάγοντος) αποτελούν στοιχεία της ιστορικής βάσης, δηλαδή κοινή βάση, των περισσοτέρων σωρευομένων αγωγών. Συνεπώς, αποκλειστικά αρμόδιο κατά τόπο για την εκδίκασή τους είναι το Δικαστήριο που επιλήφθηκε πρώτο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, καθώς η γενική δωσιδικία της κατοικίας αποκλείεται από την αποκλειστική δωσιδικία της συνάφειας, που συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση. Επομένως, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη, η οποία δέχθηκε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν τοπικά αρμόδιο για την εκδίκαση της ένδικης αγωγής και ως προς την τρίτη εναγομένη.

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος, ο οποίος εξετάστηκε με επιμέλεια των εναγομένων, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (το ενάγον δεν εξέτασε μάρτυρα) και του οποίου η κατάθεση περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, εκ των οποίων για μερικά γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς, όμως, να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμ. ……/8-5-2007 Εντολής Διενέργειας Φορολογικού Ελέγχου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΣΤ’ Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, μετά από την αποστολή του υπ’ αριθμ. πρωτ. ……….. δελτίου πληροφοριών της Δ.Ο.Υ. Κορωπίου, λόγω της διαπίστωσης της κατ’ επανάληψη αγοράς και πώλησης ακινήτων από τον πρώτο εναγόμενο, διενεργήθηκε έλεγχος, σχετικά με την ακρίβεια των δηλώσεων Φορολογίας Εισοδήματος του πρώτου εναγομένου, διότι με την πράξη αυτή θεωρείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 του Ν. 2238/94, ότι αποκτάται εισόδημα από την άσκηση εμπορικής επιχείρησης και πρέπει να φορολογείται. Ειδικότερα, δυνάμει της παραπάνω εντολής ελέγχου, ελέγχθηκαν τα οικονομικά έτη 1999, 2000, 2001, 2002, 2003, 2004, 2005, 2006 για τον πρώτο των εναγομένων. Μετά δε το πέρας των ελεγκτικών ενεργειών συνετάγη η υπ’ αριθμ. πρωτ. …….. Πρόσκληση σε Ακρόαση, η οποία επιδόθηκε νομίμως για τον πρώτο εναγόμενο, στη σύζυγο και σύνοικο αυτού, ………. (ήδη τρίτη εναγόμενη) στις 3 Μαρτίου 2008 (ημέρα Δευτέρα). Σύμφωνα με την από 12/6/2008 έκθεση ελέγχου των ελεγκτών …… και ………, η οποία συνετάγη μετά τον έλεγχο των ως άνω οικονομικών ετών, διαπιστώθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε προβεί, ως ιδιώτης – φυσικό πρόσωπο, κατά τα διαχειριστικά έτη 2003 και 2005, σε αγορές ακινήτων μεγάλης αξίας. Τ’ ακίνητα δε αυτά, στη συνέχεια μεταπώλησε, σε αξία κατά πολύ μεγαλύτερη της αγοραίας – αντικειμενικής, σε σύντομο χρονικό διάστημα, εντός του ίδιου έτους της αγοράς εκάστου, στην εταιρεία «…….ΟΕ». Ειδικότερα, για το οικονομικό έτος 2006 (διαχειριστικό έτος 2005), προέκυψε ότι ο πρώτος εναγόμενος, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …….. προσυμφώνου του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε.Σ., υποσχέθηκε και ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει και να μεταβιβάσει, με οριστικό συμβόλαιο, το οποίο θα υπέγραφαν το αργότερο μέχρι την 11/8/2005, προς την ομόρρυθμη εταιρία, με την επωνυμία «………..», δύο (2) οικόπεδα, επιφάνειας 1.993,28 και 893,77 τ.μ., αντί τιμήματος 3.950.000,00 ευρώ, τα οποία θα αποκτούσε, μετά την οριστικοποίηση του υπ’ αριθμ. ………. προσυμφώνου συμβολαίου πώλησης ακινήτων του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ.Κ. Ολόκληρο το συμφωνημένο συνολικό ως άνω τίμημα πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί στον πωλητή με τραπεζική επιταγή, εις διαταγήν του πωλητή, η οποία θα του παραδίδονταν κατά την ημέρα της υπογραφής του οριστικού συμβολαίου, ενώ όλα τα έξοδα του προσυμφώνου και του οριστικού συμβολαίου και ο φόρος μεταβίβασης ακινήτου συμφωνήθηκε να βαρύνουν την αγοράστρια εταιρία. Στις 10/3/2005 (και σ’ εκτέλεση του με αριθμ. …………. προσυμφώνου) συνήφθη το με αριθμ. ………… οριστικό συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ.Κ.  πωλήσεως των ως άνω ακινήτων από τη …….. προς τον πρώτο εναγόμενο, αντί συνολικού συμφωνηθέντος τιμήματος 2.347.963,00 ευρώ, εκ του οποίου α) ποσό 176.082,00 ευρώ κατεβλήθη στις 29/11/2004, κατά την υπογραφή με του με αριθμ. ………. προσυμφώνου, β) ποσό 571.881,00 ευρώ, κατεβλήθη σε μετρητά, ενώπιον του Συμβολαιογράφου, κατά την υπογραφή του με αριθμ. ……… οριστικού συμβολαίου και γ) ποσό 1.600.000 ευρώ υποσχέθηκε και ανέλαβε την υποχρέωση ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στην πωλήτρια, άτοκα, μέχρι 15/7/2005, σε μία δόση. Ακολούθως, με το υπ’ αριθμ. ……… οριστικό συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε.Σ., ο ………. (πρώτος εναγόμενος) πώλησε και μεταβίβασε, σε εκτέλεση του υπ’ αριθμ. ……… προσυμφώνου του ιδίου Συμβολαιογράφου, τα ανωτέρω ακίνητα στην ως άνω ομόρρυθμη εταιρία, με την επωνυμία «…………», αντί του συμφωνηθέντος συνολικού τιμήματος, ύψους 3.950.000,00 ευρώ. Το τίμημα η αγοράστρια εταιρία κατέβαλε δε προς τον πωλητή δια της παράδοσης, ενώπιον του Συμβολαιογράφου, της υπ’ αριθμ. ………. δίγραμμης τραπεζικής επιταγής της τράπεζας με την επωνυμία «………», εις διαταγή του πωλητή, ………. (πρώτου εναγομένου). Από το ως άνω οριστικό συμβόλαιο προκύπτει, επίσης, ότι ο πρώτος εναγόμενος, πριν από την είσπραξη της ως άνω επιταγής, δυνάμει της με αριθμ. ………. πράξεως του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ.Κ., είχε εξοφλήσει το υπόλοιπο του τιμήματος, προς τη ……….., ύψους 1.600.000,00 ευρώ. Αναφορικά, δε, με το οικονομικό έτος 2004 (διαχειριστικό έτος 2003) προέκυψε ότι ο πρώτος εναγόμενος, από κοινού και εξ αδιαιρέτου, μαζί με τον ……….., Δικηγόρο, απέκτησαν, κατά ποσοστό 30% ο πρώτος και κατά ποσοστό 70% ο δεύτερος, τ’ ακόλουθα ακίνητα, ήτοι: Α) Δυνάμει του με αριθμ. ……… οριστικού συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ.Κ  αγόρασαν, κοινώς και αδιαιρέτως, κατά ποσοστό 30% ο πρώτος και 70% ο δεύτερος, αντίστοιχα, ένα οικόπεδο, που βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών ….. και  . ……… αρ. …….., στο Αιγάλεω, επιφάνειας 1.248,03 τ.μ., με τίμημα ίσο με την αντικειμενική αξία, ύψους 347.285,17 ευρώ, από την ανώνυμη εταιρεία «……….» με δ.τ. «…….», Β) Δυνάμει του με αριθμ. ………. οριστικού συμβολαίου του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασαν, κοινώς και αδιαιρέτως, κατά ποσοστό 30% ο πρώτος και κατά ποσοστό 70% ο δεύτερος, αντίστοιχα, ένα οικόπεδο, που βρίσκεται στην οδό ……… αριθμ. ….., στο Αιγάλεω, επιφάνειας 347,77 τ.μ., με τίμημα ίσο με την αντικειμενική αξία, ύψους 105.587,98 ευρώ, από τις …….και ………, Γ) Δυνάμει του με αριθμ. …….οριστικού συμβολαίου του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασαν, κοινώς και αδιαιρέτως, κατά ποσοστό 30% ο πρώτος και 70% ο δεύτερος, αντίστοιχα, από τις ίδιες πωλήτριες, που αναφέρονται στην προηγούμενη περίπτωση, ένα οικόπεδο, που βρίσκεται στην οδό ……. αριθμ. ……., στο Αιγάλεω, επιφάνειας 260,08 τ.μ., με τίμημα ίσο με την αντικειμενική αξία, ύψους 102.385,58 ευρώ, Δ) Δυνάμει του με αριθμ. ……. οριστικού συμβολαίου του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου αγόρασαν, κοινώς και αδιαιρέτως, κατά ποσοστό 30% ο πρώτος και 70% ο δεύτερος, αντίστοιχα, ένα οικόπεδο, που βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών …….., αριθμ. ….. και ……, στο Αιγάλεω, επιφάνειας 719,29 τ.μ., με αντικειμενική αξία, ύψους 181.110,84 ευρώ και τίμημα ύψους 237.000 ευρώ, από την ανώνυμη εταιρεία «………..». Εν συνεχεία, οι ως άνω, ……….., την επομένη ημέρα μετά από τη σύνταξη των τριών (3) ως άνω τελευταίων συμβολαίων, δυνάμει του με αριθμ. ….. προσυμφώνου του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε.Σ., υποσχέθηκαν να πωλήσουν και να μεταβιβάσουν τα ανωτέρω οικόπεδα στην «………..», με οριστικό συμβόλαιο, αντί τιμήματος 4.988.995,00 ευρώ. Δυνάμει δε του με αριθμ. ……… οριστικού συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε.Σ., οι ανωτέρω πώλησαν τ’ ανωτέρω οικόπεδα, κατά τα ποσοστά εξ αδιαιρέτου, τα οποία ανήκαν σε έκαστο, στην αγοράστρια εταιρία «……….», αντί συνολικού τιμήματος 4.988.995 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε με δίγραμμες ισόποσες επιταγές της τράπεζας «………….». Κατόπιν, με το υπ’ αριθμ. ……… συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε.Σ., ο πρώτος εναγόμενος, ………… εκχώρησαν στην αγοράστρια εταιρία «……….» όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από την αριθμ. ………… άδεια ανοικοδόμησης νέου διώροφου καταστήματος τροφίμων με υπόγειο, η οποία εκδόθηκε από τη Δ/νση Πολεοδομίας Δυτ. Αθήνας της Νομαρχίας Αθηνών, αντί τιμήματος 293.470,00 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε με ισόποσες δίγραμμες επιταγές της τράπεζας «…………». Σημειώνεται ότι ήδη, δυνάμει του με αριθμ. ……….. προσυμφώνου του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε.Σ., είχαν υποσχεθεί να πωλήσουν και να μεταβιβάσουν τα ανωτέρω οικόπεδα στην «………». Σύμφωνα με όσα κατέθεσε ενόρκως ο μάρτυρας, ο οποίος εξετάστηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με επιμέλεια των εναγομένων, το τίμημα αγοράς από τον πρώτο εναγόμενο εκάστου εκ των ως άνω ακινήτων, το οποίο αναγράφεται στο αντίστοιχο για έκαστο ακίνητο συμβόλαιο αγοράς, δεν είναι το πραγματικό, διότι η αγορά τους έγινε από αυτόν σε αξία μεγαλύτερη από αυτές που αναγράφονται στα ως άνω αγοραπωλητήρια συμβόλαια. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, καθώς οι εναγόμενοι ουδέν στοιχείο προσκόμισαν περί του ισχυριζόμενου πραγματικού ύψους του τιμήματος αγοράς των ως άνω ακινήτων και του ύψους της διαφοράς του τιμήματος εκάστου από το τίμημα της πώλησής τους προς την εταιρία «……….» και συνεπώς ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται βάσιμος. Κατόπιν τούτων, ενόψει του ότι ο πρώτος εναγόμενος άσκησε επιχείρηση αγοραπωλησίας ακινήτων προς επίτευξη κέρδους και δεν δήλωσε στην αρμόδια φορολογική τα κέρδη του από την άσκηση της επιχείρησης αυτής, ήτοι τα παραπάνω εισοδήματά του, από εμπορική δραστηριότητα Δ’ Πηγής, κλήθηκε προς ακρόαση από την αρμόδια φορολογική αρχή, κατ’ άρθρο 20 παρ. 2 του Συντ., προκειμένου να προσέλθει στην εν λόγω υπηρεσία για να δώσει τις αναγκαίες εξηγήσεις, αναφορικά με τα παραπάνω θέματα. Ο πρώτος εναγόμενος, όμως, δεν ανταποκρίθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας των (5) εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση, στις 03/03/2008, της ανωτέρω με αριθμ. ……. πρόσκλησής του σε ακρόαση της Δ.Ο.Υ. Στ΄ Πειραιώς και ως εκ τούτου συντάχθηκε η από 12/6/2008 έκθεση ελέγχου των Ελεγκτών …………….. Με βάση τα πορίσματα της ως άνω από 12/6/2008 έκθεσης ελέγχου, κρίθηκε από την αρμόδια φορολογική αρχή ότι, οι συγκεκριμένες ενέργειες και πράξεις, στις οποίες προέβη ο πρώτος εναγόμενος, δεν αποτελούν περιστασιακές πράξεις πώλησης περιουσιακών στοιχείων από ιδιώτη, αλλά αποτελούν εμπορικές πράξεις, με σκοπό το κέρδος, δεδομένου ότι οι διαδικασίες πώλησης οικοπέδων έγιναν σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την αγορά τους και επαναλαμβάνονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Επομένως, κρίθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε εισοδήματα από εμπορική δραστηριότητα Δ’ Πηγής, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 28 του Νόμου 2238/1994, τα οποία, όμως, δεν είχε δηλώσει στις φορολογικές δηλώσεις εισοδήματος των οικονομικών ετών 2004, 2005, 2006 και 2007. Ειδικότερα, δεν είχε δηλώσει τα εισοδήματα, τα οποία προέκυπταν από την επιπλέον διαφορά μεταξύ της αξίας των ακινήτων, τα οποία είχαν πωληθεί, σε σχέση με την αξία αυτών, κατά το χρόνο της αγοράς τους, ως εισόδημα από εμπορική δραστηριότητα (Δ’ πηγή), κατά τις χρήσεις 2003 και 2005. Για τους λόγους αυτούς εκδόθηκαν τα υπ’ αριθμ. ……… Φύλλα Ελέγχου προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων, τα οποία αφορούσαν τα οικονομικά έτη 2004 και 2006 αντίστοιχα και κατέστησαν οριστικά (όπως αναγράφεται επ’ αυτών, λόγω μη άσκησης προσφυγής ή αιτήματος Διοικητικής Επίλυσης εντός της νομίμου προθεσμίας), κοινοποιήθηκαν δε στον πρώτο εναγόμενο (στην κατοικία του, επί της οδού … ….), μετά της εκθέσεως ελέγχου, στις 18/06/2008. Δυνάμει των ως άνω φύλλων ελέγχου καταλογίζονταν καθαρά εισοδήματα ύψους 1.259.020,89 ευρώ και 1.602.037 ευρώ αντίστοιχα, με αποτέλεσμα να μην αποδοθεί από τον πρώτο εναγόμενο, αν και είχε υποχρέωση, στο ενάγον, ο φόρος, ο οποίος αναλογούσε στα εισοδήματα αυτά, και ανερχόταν για την πρώτη ως άνω περίοδο σε 1.259.935,85 ευρώ και για τη δεύτερη ως άνω περίοδο σε 978.115,29 ευρώ. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο πρώτος εναγόμενος άσκησε επιχείρηση αγοραπωλησίας ακινήτων προς επίτευξη κέρδους και συνεπώς απέκτησε εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις (Δ΄ πηγής), σύμφωνα με το άρθρο 28 του Ν. 2238/1994, έπρεπε δε για το λόγο αυτό να προβεί σε δήλωση έναρξης εργασιών και να τηρήσει βιβλία και στοιχεία του ΚΒΣ, όπως ορθά έκρινε η φορολογική αρχή, η οποία καταλόγισε τον επίμαχο φόρο εισοδήματος από Δ΄ πηγή. Σε κάθε δε περίπτωση σημειώνεται ότι ο πρώτος εναγόμενος, κατά το χρόνο αγοράς εκάστου εκ των πωληθέντων στη συνέχεια στην ως άνω εταιρία ακινήτων, απέβλεπε στην επίτευξη κέρδους, επιχείρηση δε αποτελεί, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και μεμονωμένη ή συμπτωματική πράξη, που αποβλέπει στην επίτευξη κέρδους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, ενόψει του ότι, έως τις 28/9/2008, ο πρώτος εναγόμενος δεν είχε προβεί σε καμία ενέργεια εμπρόθεσμης άσκησης προσφυγών ή υποβολής αιτήματος συμβιβασμού (βλ. σχετ. με αριθμ. ……….. προσφυγές – αιτήματα συμβιβασμού του πρώτου των εναγομένων, σε συνδυασμό με τα με αριθμ. ……….. έγγραφα της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Στ΄ Πειραιά, περί «Απόρριψης εκπροθέσμως υποβληθέντος αιτήματος συμβιβασμού», με συνέπεια την οριστικοποίηση των ως άνω φύλλων ελέγχου, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης προσφυγής, και τη βεβαίωση του φόρου –άρθρα 68, 70 και 74 του Ν. 2238/1994-, τα οποία -έγγραφα- επιδόθηκαν στον πρώτο εναγόμενο στις 3/11/2008 και τα με αριθμ. πρωτ. ……….. έγγραφα της Δ.Ο.Υ. Στ΄ Πειραιά προς το αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά, με τα οποία διαβιβάστηκαν οι ως άνω προσφυγές του), η αρμόδια φορολογική αρχή προέβη στη διαδικασία της ταμειακής βεβαίωσης των οριστικών πλέον –λόγω μη άσκησης προσφυγών- φύλλων ελέγχου ………. (βλ. με αριθμ. ……. χρηματικό κατάλογο της Δ.Ο.Υ. Στ΄ Πειραιά, μετά της με αριθμ. ………. πράξεως ταμειακής βεβαιώσεως), απεστάλη, δε, από τη Δ.Ο.Υ. ΣΤ’ Πειραιά, στον πρώτο εναγόμενο, επίσης, η με αριθμ. ……… ατομική ειδοποίηση χρεών, για το συνολικό ποσό των 2.348.622,13 ευρώ, με ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης την 31/10/2008 και ποσό αυτής εκείνο των 391.437,03 ευρώ, διότι, λόγω των ως άνω εκπροθέσμως ασκηθεισών προσφυγών του πρώτου εναγομένου, κατά των ως άνω φύλλων ελέγχου προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, αλλά και της μη άσκησης αιτήσεως για την αναστολή τους, δεν είχε ανασταλεί η υποχρέωση καταβολής των χρεών του. Μετά τη λήξη της πρώτης δόσης (31/10/2008), το δικαστικό τμήμα της Δ.Ο.Υ. Πειραιά, απέστειλε στον οφειλέτη –πρώτο εναγόμενο- τη με αριθμ. πρωτ. ……… Ατομική Ειδοποίηση Ληξιπροθέσμων Χρεών Προ Κατάσχεσης, στην οποία ο τελευταίος δεν ανταποκρίθηκε. Ακολούθως, εκδόθηκαν παραγγελίες κατάσχεσης προκειμένου να χωρήσει η διαδικασία κατάσχεσης ακινήτων του οφειλέτη, τα οποία είχαν περιληφθεί στη δήλωση ακινήτων (Ε9) έτους 2005 και συγκεκριμένα η Παραγγελία Κατάσχεσης με αριθμό ……….., η Παραγγελία Κατάσχεσης με αριθμό ……….. και η Παραγγελία Κατάσχεσης με αριθμό ………….. Οι πρώτες δύο ως άνω Παραγγελίες Κατάσχεσης επέστρεψαν, όμως, ανεκτέλεστες, διότι ο πρώτος εναγόμενος, ενώ είχε αποσταλεί σε αυτόν η με αριθμ. ………. ατομική ειδοποίηση χρεών, για το συνολικό ποσό των 2.348.622,13 ευρώ και με ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης την 31/10/2008, ύψους 391.437,03 ευρώ, έχοντας το σχετικό χρέος βεβαιωθεί ταμειακά με τη στενή έννοια του όρου, καθώς και η με αριθμ. πρωτ. ……….. Ατομική Ειδοποίηση Ληξιπροθέσμων Χρεών Προ Κατάσχεσης, προέβη, στις 13/11/2008, σε υποβολή δηλώσεως φόρου γονικής παροχής και δηλώσεως φόρου δωρεάς και εν συνεχεία, στις 14/11/2008, προέβη στη μεταβίβαση των ακινήτων, για τα οποία είχαν δοθεί οι με αριθμ. ………… και ……….. Παραγγελίες Κατάσχεσης, οι οποίες είχαν επιστραφεί για την αιτία αυτή ως ανεκτέλεστες. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε στο δεύτερο εναγόμενο και στην τρίτη εναγομένη, τ’ ακόλουθα ακίνητα, ήτοι: 1) Δυνάμει του με αριθμ. ………. συμβολαίου δωρεάς του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ.Κ., που νόμιμα μεταγράφηκε, μεταβίβασε στη σύζυγό του, ….. (τρίτη εναγομένη), λόγω δωρεάς, ποσοστό πενήντα εκατοστών (50%) εξ αδιαιρέτου, του υπ’ αριθμόν δέκα οκτώ (18) οικοπέδου του δέκα εννέα (19) οικοδομικού τετραγώνου, άρτιου και οικοδομήσιμου, κατά τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, που βρίσκεται εντός του σχεδίου του οικισμού Ο.Σ.Μ.Α.Ε.Σ. της Κοινότητας ….. του Ν. Φθιώτιδος και ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος ……… του Δήμου ………. Φθιώτιδος, όπως αυτό περιγράφεται ειδικότερα στο συμβόλαιο αυτό και έχει αριθμό ΚΑΕΚ …………., αξίας 37.822,50 ευρώ και 2) Δυνάμει του με αριθμ. …………. συμβολαίου γονικής παροχής του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ.Κ., που νόμιμα μεταγράφηκε, μεταβίβασε στον υιό του, ……. (δεύτερο εναγόμενο), λόγω γονικής παροχής: α) ένα οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, που βρίσκεται στον προϋφιστάμενο του 1923 οικισμό …., εντός της περιφέρειας του ομώνυμου Δήμου της πρώην Επαρχίας ……., του Νομού Αρκαδίας, στη θέση …… και επί δημοτικής οδού, όπως αυτό περιγράφεται ειδικότερα στο εν λόγω συμβόλαιο γονικής παροχής, έκτασης 480,95 τ.μ., αξίας 19.238,00 ευρώ και β) μία οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του Β’ ορόφου, επιφάνειας 59 τ.μ., μετά του δικαιώματος ανεγέρσεως περαιτέρω ορόφου πάνω από το δώμα του Β’ πάνω από το ισόγειο ορόφου, σε ποσοστό (1/2) επί της οδού …… αρ. …. οικοδομής, ευρισκομένης στο Δήμο Περιστερίου, εντός του ……… οικοδομικού τετραγώνου στη θέση «………», όπως αυτό περιγράφεται ειδικότερα στο εν λόγω συμβόλαιο γονικής παροχής, αξίας 64.496,25 ευρώ. Εν συνεχεία, το εφεσίβλητο, Ελληνικό Δημόσιο, άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την υπό κρίση από 23/02/2009 και με αριθμ. κατάθ. ………. αγωγή του, εναντίον των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, στις 28/04/2010. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η απαίτηση του ενάγοντος, κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ήταν γεννημένη, ορισμένη, ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Μετά δε την έκδοση της με αριθμ. 6058/22-11-2010 εκκαλουμένης οριστικής αποφάσεως, με την οποία έγινε δεκτή η υπό κρίση αγωγή και απαγγέλθηκε η διάρρηξη των ένδικων δικαιοπραξιών, οι εναγόμενοι άσκησαν την υπό κρίση από 25-02-2011 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Αριθμ. Κατάθ. …… Παράλληλα, με την από 1-3-2011 αίτησή του, ενώπιον του Προϊσταμένου της ως άνω Δ.Ο.Υ., ο πρώτος εναγόμενος ζήτησε την ακύρωση της σε βάρος του γενομένης με το προαναφερθέν φύλλο ελέγχου φορολογικής εγγραφής, κατ’ επίκληση του άρθρου 72 του ν. 2238/1994 («Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος», Α’ 151). Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με τη με αριθμ. ……….. πράξη της φορολογικής αρχής. Μετά δε την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως και πριν από τη συζήτηση αυτής ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ο πρώτος εναγόμενος, παρόλο που δεν είχε ασκήσει εμπρόθεσμα προσφυγή, κατά των με αριθμ. ……….. και ……………. φύλλων ελέγχου προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, τα οποία αφορούσαν τα οικονομικά έτη 2004 και 2006, αντίστοιχα, με αποτέλεσμα να χωρήσει η διαδικασία της ταμειακής βεβαίωσης στις 29/09/2008, άσκησε, ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, την από 12/10/2011 προσφυγή του, με την οποία ζητούσε την ακύρωση των με αριθμ. ………………. αρνητικών απαντήσεων του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Στ΄ Πειραιώς, με τις οποίες είχε απορριφθεί αίτημά του για την ακύρωση της οριστικής εγγραφής του φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2004, ύψους 1.259.935,85 ευρώ συνολικά, που καταλογίσθηκε, σε βάρος του, με το σχετικό με αριθμ. ……….. φύλλο ελέγχου. Επί της ως άνω από 12/10/2011 προσφυγής εκδόθηκε αρχικά η με αριθμ. 1162/2012 απόφαση του  ως άνω Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την προσφυγή αυτή. Κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως, ο πρώτος εναγόμενος άσκησε, ενώπιον του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, την από 25-8-2012 αίτηση αναιρέσεως, με αριθμ. κατάθ. ……….., με την οποία ζητούσε ν’ αναιρεθεί η ως άνω με αριθμ. 1162/2012 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς και να γίνει δεκτή η προσφυγή του. Η αίτηση αυτή αναιρέσεως συζητήθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 30/01/2013, και εκδόθηκε επ’ αυτής η με αριθμ. 3406/02-10-2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η ως άνω αίτηση αναιρέσεως του πρώτου των εναγομένων κατά της με αριθμ. 1162/2012 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς. Προ της εκδόσεως, όμως, της ως άνω με αριθμ. 3406/02-10-2013 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, είχε συζητηθεί η υπό κρίση έφεση, στις 23/05/2013, αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η με αριθμ. 819/02-09-2013 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, αφού έγινε τυπικά δεκτή η υπό κρίση έφεση, επειδή δεν είχε εκδοθεί ακόμη σχετική απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, ανεβλήθη, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, κατά τα λοιπά, η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της από 12-10-2011 προσφυγής του πρώτου των εναγομένων, από το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ως άνω με αριθμ. 3406/2013 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας έγιναν δεκτά, μεταξύ άλλων, τ’ ακόλουθα: «…με το …….. φύλλο ελέγχου φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΣΤ’ Πειραιώς καταλογίσθηκε σε βάρος του ήδη αναιρεσείοντος κύριος και πρόσθετος φόρος εισοδήματος Δ’ πηγής (από εμπορικές επιχειρήσεις), οικονομικού έτους 2004, 1.259.935,85 ευρώ συνολικώς, από τη διαφορά μεταξύ αγοράς και πωλήσεως, το έτος 2003, τριών οικοπέδων, τα οποία ο ανωτέρω είχε αγοράσει μαζί με τον ……….. εξ αδιαιρέτου, σε ποσοστό 30% και 70%, αντιστοίχως, και στη συνέχεια πώλησαν στην εταιρεία «………..ΟΕ». Κατόπιν της από 29-9-2008 πράξεως οριστικοποιήσεως, συνταχθείσης επί του σώματος του ως άνω φύλλου ελέγχου, ο αναιρεσείων άσκησε κατ’ αυτού προσφυγή. Στη συνέχεια, η κοινωνία αστικού δικαίου «…………» υπέβαλε ενώπιον της φορολογικής αρχής τις από 30-6-2010 και 1-7-2010 δηλώσεις ενάρξεως (από 30-1-2003) και διακοπής (από 31-5-2003), αντιστοίχως, δραστηριότητας, καθώς και δήλωση φορολογίας εισοδήματος, στην οποία συμπεριέλαβε το εισόδημα από τις ανωτέρω αγοραπωλησίες, κατέβαλε δε τον αναλογούντα φόροι ανερχόμενο σε 311.401,32 ευρώ. Ακολούθως, με την από 1-3-2011 αίτησή του ο αναιρεσείων ζήτησε την ακύρωση της σε βάρος του γενομένης με το προαναφερθέν φύλλο ελέγχου φορολογικής εγγραφής, κατ’ επίκληση του άρθρου 72 του ν. 2238/1994 («Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος», Α’ 151), η οποία απερρίφθη με την …….. πράξη της φορολογικής αρχής, κατά της πράξεως δε αυτής ο ανωτέρω άσκησε προσφυγή. Ακολούθως, με την από 9-6-2011 αίτησή του ζήτησε από τη φορολογική αρχή την ακύρωση της ιδίας φορολογικής εγγραφής κατ’ επίκληση του άρθρου 75 του ν.2238/1994 (περί ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά οριστικοποιηθέντος, λόγω μη ασκήσεως ενδίκου μέσου, φύλλου ελέγχου, ελλείψει φορολογικής υποχρεώσεως, εντός τριετίας από την καταχώριση του φύλλου στο οικείο βιβλίο), ισχυριζόμενος ότι η προαναφερθείσα δήλωση φορολογίας εισοδήματος της ανωτέρω κοινωνίας έγινε κατόπιν υποδείξεως των ……….. και ……….. εγγράφων του Υπουργείου Οικονομικών και ότι μετά την καταβολή από την κοινωνία του αναλογούντος φόρου δεν μπορεί αυτός να καταβληθεί και από τον ίδιο, για δεύτερη φορά, λόyω της αρχής του nοn bίs ίn ίdem. Και η δεύτερη ως άνω αίτηση ακυρώσεως απερρίφθη με τις ταυτόσημες μεταξύ τους ένδικες πράξεις της φορολογικής αρχής, με την αιτιολογία ότι, «ενόψει και της ασκήσεως προσφυγής κατά του φύλλου ελέγχου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 75 του ν.2238/1994 που απαιτούν οριστικό φύλλο ελέγχου, ενώ, πάντως ,… φορολογικώς υπόχρεος είναι ο αναιρεσείων και όχι η οψιγενώς, ασχέτως τrρος την συντελεσθείσα κρίσιμη αγοραπωλησία ακινήτου και φορολογικώς μη νομίμως συσταθείσα… κοινωνία». Κατά την ημερομηνία εκδικάσεως της επίδικης προσφυγής (4-4-2012) κατά των τελευταίων ως άνω πράξεων ο αναιρεσείων παραιτήθηκε του δικογράφου της προαναφερθείσης προσφυγής κατά του επιμάχου φύλλου ελέγχου. … με την αναιρεσιβαλλομένη κρίθηκε ότι η σε βάρος του αναιρεσείοντος φορολογική εγγραφή οριστικοποιήθηκε λόγω μη ασκήσεως προσφυγής, όπως ρητώς αναφέρεται στο σχετικό (………) φύλλο ελέγχου, και, επομένως, χωρεί κατ’ αυτής αίτηση ακυρώσεως του άρθρου 75 του ν. 2238/1994, ανεξαρτήτως του ότι, μετά την εν λόγω οριστικοποίηση, ασκήθηκε προσφυγή κατά του φύλλου, από την οποία πάντως, υπεβλήθη παραίτηση, και ότι μόνον η πρώτη (…….) από τις ένδικες πράξεις της φορολογικής αρχής είναι εκτελεστή και, συνεπώς, η προσφυγή απαραδέκτως ασκείται κατά της δεύτερης (………), η οποία, ως επανάληψη της πρώτης, στερείται εκτελεστότητας. Περαιτέρω, το δικάσαν διοικητικό εφετείο απέρριψε την προσφυγή και κατά της πρώτης ως άνω ένδικης πράξεως, κρίνοντας α) ότι από το επίμαχο φύλλο και την οικεία έκθεση ελέγχου δεν προκύπτει αμέσως έλλειψη φορολογικής υποχρεώσεως του αναιρεσείοντος, εφ’ όσον η φορολογική αρχή θεωρεί αυτόν ως φορολογικώς υπόχρεο, ότι έρευνα του ζητήματος αυτού αποκλείεται να γίνει το πρώτον από το εν λόγω δικαστήριο, ήτοι τίθεται ζήτημα απαραδέκτου της προσφυγής και κατά το μέρος αυτό, β) ότι, ανεξαρτήτως αυτού, στα προαναφερθέντα έγγραφα του Υπουργείου οικονομικών γίνεται μεν δεκτή η ύπαρξη κοινωνίας αστικού δικαίου, η άποψη, όμως, αυτή βασίζεται σε όσα δεδομένα τα φερόμενα ως μέλη της πρόσωπα, ήτοι ο αναιρεσείων και ο …………, έθεσαν υπ’ όψιν της Διοικήσεως, αποσιωπώντας το γεγονός ότι η φορολογική αρχή είχε ήδη εκδώσει το επίμαχο ….. (…) φύλλο ελέγχου σε βάρος του αναιρεσείοντος λόγω ανυπαρξίας της κοινωνίας ως φορολογικού υποκειμένου κατά το κρίσιμο οικονομικό έτος 2004, γ) ότι αβασίμως προβάλλεται παράβαση της αρχής του nοn bίs ίn ίdem, η οποία αφορά σε επιβολή περισσοτέρων ποινών σε βάρος του αυτού προσώπου για την ίδια παράβαση κι όχι ως εν προκειμένω, σε καταλογισμό φόρων σε βάρος φυσικού προσώπου και μέλους κοινωνίας, ήτοι διαφορετικών προσώπων και δ) ότι πάντως ο αναιρεσείων, ως πρώην μέλος της ως άνω κοινωνίας, θα μπορούσε, ενδεχομένως, να επιδιώξει την ακύρωση της φορολογικής εγγραφής σε βάρος της κοινωνίας λόγω φορολογικής υποχρεώσεως του ιδίου και όχι αυτής… με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι, «κατά την ανέκαθεν κρατούσα στο Υπουργείο Οικονομικών άποψη», επί διενεργείας εμπορικών πράξεων από περισσότερα πρόσωπα όχι ατομικώς άλλα ως μέλη κοινωνίας (…) αστικού δικαίου, φορολογικώς υπόχρεη καθίσταται η τελευταία, ότι εν προκειμένω, εφ’ όσον η καθ’ υπόδειξη του Υπουργείου Οικονομικών υποβληθείσα από την επίμαχη κοινωνία δήλωση φορολογίας εισοδήματος έγινε δεκτή από τη φορολογική αρχή και κατεβλήθη ο σχετικός φόρος, εξέλιπε η φορολογική υποχρέωση του αναιρεσείοντος και, συνεπώς, έπρεπε να γίνει δεκτή η κατ’ επίκληση του άρθρου 75 του ν.2238/1994 εμπροθέσμως ασκηθείσα από αυτόν αίτηση ακυρώσεως, ενόψει και του ότι η υποχρέωση καταβολής από τον ίδιο για δεύτερη φορά φόρου εισοδήματος ανέρχεται σε ποσό σχεδόν διπλάσιο της προκυψάσης γι αυτόν φορολογητέας ύλης…». Καταλήγει δε η ως άνω με αριθμ. 3406/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι «…Με τους λόγους, όμως, αυτούς δεν πλήττεται, πάντως, η παρατεθείσα στην προηγουμένη σκέψη κρίση της αναιρεσιβαλλομένης περί απαραδέκτου της προσφυγής ως προς αμφότερες τις επίδικες πράξεις της φορολογικής αρχής (λόγω μη συναγωγής ελλείψεως φορολογικής υποχρεώσεως του αναιρεσείοντος από το φύλλο και την οικεία έκθεση ελέγχου ως προς την ……… πράξη και ελλείψει εκτελεστότητας της …… πράξεως), η κρίση δε αυτή αποτελεί αυτοτελές αιτιολογικό έρεισμα απορρίψεως της εν λόγω προσφυγής. Επομένως, όλοι οι υπό κρίση λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι προεχόντως ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι…ενόψει των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα…». Εν συνεχεία, μετά την έκδοση της με αριθμ. 3406/2013 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί της από 12/10/2011 προσφυγής του πρώτου των εκκαλούντων, κατά των με αριθμ. ….. και ……. Πράξεων του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΣΤ΄ Πειραιώς (ήδη Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά), ο πρώτος εναγόμενος άσκησε, ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, τις από 22/07/2016 και με αριθμ. κατάθ. …… προσφυγές του, εκ των οποίων η μεν πρώτη στρέφεται κατά της με αριθμ. ……. απάντησης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Στ΄ Πειραιά (διαχειριστικής περιόδου 1.1.2003 έως 31.12.2003), με την οποία απορρίφθηκε αίτησή του περί ακύρωσης ή τροποποίησης του με αριθμ. ………. οριστικού φύλλου προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του ιδίου ως άνω Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ., η δε δεύτερη κατά του με αριθμ. ……….. οριστικού φύλλου προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του ιδίου ως άνω Προϊσταμένου. Δικάσιμος των προσφυγών αυτών ορίστηκε η 16/03/2018. Με τις έγγραφες δε προτάσεις τους οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, υπέβαλαν αίτημα, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για την εκ νέου αναστολή, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, της συζήτησης της υπό κρίση εφέσεως, μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί των ως άνω προσφυγών. ΄Οσον αφορά στον προβαλλόμενο, το πρώτον με την υπό κρίση έφεση, ισχυρισμό των εναγομένων περί ανυπαρξίας της απαίτησης του ενάγοντος, λόγω συστάσεως κοινωνίας αστικού δικαίου, μεταξύ του πρώτου εξ αυτών και του ………….., η οποία (κοινωνία) διενήργησε τις αγοραπωλησίες του έτους 2003 και όχι ο πρώτος εναγόμενος ατομικά, με συνέπεια να μην υπόκειται σε φορολογία ατομικά ο τελευταίος και να μην οφείλει ατομικά στο ενάγον οποιοδήποτε ποσό για την ανωτέρω αιτία, αλλά η κοινωνία, η οποία, ως υποκείμενη σε φορολογία, έχει ήδη εξοφλήσει τις φορολογικές της υποχρεώσεις για την ως άνω αιτία, πρέπει να σημειωθεί ότι προβάλλεται αβασίμως, κατ’ ορθή εκτίμηση, η παράβαση της αρχής του ne bίs ίn ίdem, η οποία, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφορά σε επιβολή περισσοτέρων ποινών σε βάρος του αυτού προσώπου για την ίδια παράβαση κι όχι ως εν προκειμένω, σε καταλογισμό φόρων σε βάρος φυσικού προσώπου και μέλους κοινωνίας, ήτοι διαφορετικών προσώπων, όπως αναφέρεται και στην ως άνω με αριθμ. 3406/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όπως έγινε δεκτό και με την τελευταία αυτή απόφαση, η κοινωνία αστικού δικαίου «……» υπέβαλε, ενώπιον της φορολογικής αρχής, τις από 30-6-2010 και 1-7-2010 δηλώσεις ενάρξεως (από 30-1-2003) και διακοπής (από 31-5-2003), αντιστοίχως, δραστηριότητας, καθώς και δήλωση φορολογίας εισοδήματος, στην οποία συμπεριέλαβε το εισόδημα από τις ανωτέρω αγοραπωλησίες, κατέβαλε δε, στις 30/06/2010, τον αναλογούντα φόρο, ανερχόμενο σε 311.401,32 ευρώ (βλ. με αριθμ. Στ ……….. Διπλότυπο Είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Δ΄ Αθηνών) και εκδόθηκε το από 26/11/2010 εκκαθαριστικό σημείωμα περαίωσης Ν. 3888/2010, με το οποίο προσδιορίστηκε ο φόρος περαίωσης στο ποσό των 26.412,33 ευρώ, κατεβλήθη δε ποσό 5.282,47 ευρώ, ως προκαταβολή του φόρου περαίωσης (βλ. με αριθμ. ΣΤ …… Διπλοτύπου Είσπραξης της Δ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών). Η ως άνω κοινωνία αστικού δικαίου, όμως, η οποία δεν τηρούσε ούτε τα αναγκαία, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 186/1992, όπως τροποποιήθη με άρθρο 21 Ν. 2166/1993 και αντικαταστάθηκε με άρθρο 2 ΠΔ 134/1996, βιβλία για την άσκηση της δραστηριότητάς της (βλ. σχετ. ΑΠ 708/2017 ό.π.), υπέβαλε, ενώπιον της φορολογικής αρχής, τις από 30-6-2010 και 1-7-2010 δηλώσεις ενάρξεως της δραστηριότητάς της, όχι μόνον μετά από την άσκηση της υπό κρίση από 23/02/2009 και με αριθμ. κατάθ. ………… αγωγής καταδολίευσης, αλλά και μετά από τη συζήτηση αυτής, στις 28-04-2010, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Εν συνεχεία, ο πρώτος εναγόμενος, με την από 9-6-2011 αίτησή του, είχε ζητήσει από τη φορολογική αρχή την ακύρωση της ιδίας φορολογικής εγγραφής, κατ’ επίκληση του άρθρου 75 του ν.2238/1994 (περί ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά οριστικοποιηθέντος, λόγω μη ασκήσεως ενδίκου μέσου, φύλλου ελέγχου, ελλείψει φορολογικής υποχρεώσεως, εντός τριετίας από την καταχώριση του φύλλου στο οικείο βιβλίο), ισχυριζόμενος ότι η προαναφερθείσα δήλωση φορολογίας εισοδήματος της ανωτέρω κοινωνίας έγινε κατόπιν υποδείξεως των ……. και …………. εγγράφων του Υπουργείου Οικονομικών και ότι μετά την καταβολή από την κοινωνία του αναλογούντος φόρου δεν μπορεί αυτός να καταβληθεί και από τον ίδιο, για δεύτερη φορά, λόyω της αρχής του nοn bίs ίn ίdem. Και η δεύτερη ως άνω αίτηση ακυρώσεως απερρίφθη με τις ταυτόσημες μεταξύ τους πράξεις της φορολογικής αρχής. Σημειώνεται, όμως, ότι η φορολογική αρχή, προ της ως άνω δηλώσεως ενάρξεως δραστηριότητας της κοινωνίας, είχε εκδώσει τα ως άνω φύλλα ελέγχου, σε βάρος του πρώτου των εναγομένων, τα οποία μέχρι σήμερα δεν έχουν ακυρωθεί ή τροποποιηθεί, λόγω ανυπαρξίας της κοινωνίας, ως φορολογικού υποκειμένου, κατά τα ως άνω κρίσιμα οικονομικά έτη. ΄Αλλωστε, ο πρώτος εναγόμενος, ούτε στις ως άνω από 23/09/2008 προσφυγές του, ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά των με αριθμ. …….. και ……… Φύλλων ελέγχου προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Στ΄ Πειραιά (για τις χρήσεις 2003 –οικονομικό έτος 2004- και 2005 –οικονομικό έτος 2006- αντίστοιχα), οι οποίες είχαν κατατεθεί στις 29/09/2008, είχε ισχυριστεί την ύπαρξη κοινωνίας, ως φορολογικού υποκειμένου, κατά τα ως άνω κρίσιμα οικονομικά έτη, παρά μόνον ότι αναγκάστηκε να προβεί στις ως άνω πωλήσεις ακινήτων, εντός του ημερολογιακού έτους αγοράς τους, «για προσωπικούς και οικογενειακούς λόγους». Ενόψει των ανωτέρω και λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη ότι στην ως άνω με αριθμ. 3406/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «…δεν πλήττεται, πάντως, η … κρίση της αναιρεσιβαλλομένης περί απαραδέκτου της προσφυγής ως προς αμφότερες τις επίδικες πράξεις της φορολογικής αρχής (λόγω μη συναγωγής ελλείψεως φορολογικής υποχρεώσεως του αναιρεσείοντος από το φύλλο και την οικεία έκθεση ελέγχου ως προς την   ….. πράξη και ελλείψει εκτελεστότητας της ……… πράξεως)…», το αίτημα περί της εκ νέου αναστολής της συζητήσεως της υπό κρίση εφέσεως, μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί των ως άνω από 22/7/2016 προσφυγών του πρώτου εναγομένου, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμο, διότι το Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση περί της ύπαρξης και του ύψους της ένδικης απαιτήσεως από όλα τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα, σε κάθε δε περίπτωση το αίτημα αυτό είναι απορριπτέο ως προβαλλόμενο παρελκυστικά. Σημειώνεται ότι ο πρώτος εναγόμενος, παρά την πρόσκλησή του από την αρμόδια φορολογική αρχή να προσέλθει στην εν λόγω υπηρεσία για να δώσει τις αναγκαίες εξηγήσεις, αναφορικά με τα παραπάνω θέματα, πριν από τη σύνταξη της ως άνω από 12/6/2008 έκθεσης ελέγχου, δεν είχε ανταποκριθεί στην ανωτέρω πρόσκληση της προηγούμενης ακρόασης. Οι φορολογούμενοι, όμως, οφείλουν, κατ’ αρχήν, να ανταποκριθούν στην κλήση της φορολογικής ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσουν τα αναγκαία και εύλογα, ενόψει των συνθηκών, πληροφοριακά στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής τους κατάστασης, η οποία συνάγεται, μεταξύ άλλων, από την κτήση περιουσιακών στοιχείων, από δαπάνες τους ή/και από άλλες οικονομικές τους δραστηριότητες και η οποία δεν ανταποκρίνεται σε εκείνη που προκύπτει από τα (μη απορριφθέντα από τη φορολογική αρχή) στοιχεία των δηλώσεών τους φορολογίας εισοδήματος, τυχόν δε άρνηση ή παράλειψή τους να παράσχουν τις παραπάνω πληροφορίες ή η αδυναμία τους να τεκμηριώσουν επαρκώς τους ισχυρισμούς, που προβάλλουν προς δικαιολόγηση της περιουσιακής τους κατάστασης, λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή (και περαιτέρω, σε περίπτωση άσκησης ένδικης προσφυγής, από το διοικητικό δικαστήριο) των αποδείξεων και επιτρέπεται να οδηγήσει στη συναγωγή συμπερασμάτων προς θεμελίωση της ύπαρξης παράβασης ανακρίβειας της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και αντίστοιχης φοροδιαφυγής (πρβλ. ΣτΕ 1891/2018 Δημ. Νόμος, ΣτΕ 884/2016 επταμ., 435/2017, 1225/2017, 3071/2017). Αντιθέτως, μετά τη λήξη της πρώτης δόσης, στις 31/10/2008 και την κοινοποίηση της με αριθμ. πρωτ. ………… Ατομικής Ειδοποίησης Ληξιπροθέσμων Χρεών Προ Κατάσχεσης, ο πρώτος εναγόμενος επέλεξε να προβεί αμέσως, στις 14-11-2008, στις ένδικες μεταβιβάσεις των ακινήτων προς τον υιό του και τη σύζυγό του αντίστοιχα. Με βάση όλα τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν, προκύπτει ότι, με τις ως άνω ένδικες μεταβιβάσεις ακινήτων, από χαριστική αιτία, δυνάμει του με αριθμ. ……… συμβολαίου δωρεάς του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ.Κ. και του με αριθμ. ……….. συμβολαίου γονικής παροχής του ιδίου Συμβολαιογράφου, από τον πρώτο εναγόμενο προς την τρίτη εναγομένη με το πρώτο συμβόλαιο και προς το δεύτερο εναγόμενο με το δεύτερο συμβόλαιο, αντιστοίχως, σκοπός του πρώτου εναγομένου ήταν η βλάβη του δανειστή του, δηλαδή του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, αφού επεδίωκε με τον τρόπο αυτό να ματαιώσει την ικανοποίηση της αξιώσεως του τελευταίου από τα καταλογισθέντα σε βάρος του ποσά φόρων. Ο σκοπός του δε αυτός πραγματοποιήθηκε, διότι το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο δεν είναι σε θέση να εισπράξει τις απαιτήσεις του, αφού, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ο οποίος, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι ο κρίσιμος χρόνος για να κριθεί η αφερεγγυότητα του οφειλέτη και ο προσδιορισμός της βλάβης του δανειστή, ο πρώτος εναγόμενος δεν είχε, αλλά ούτε και αποδείχθηκε ότι διαθέτει άλλη εμφανή ακίνητη περιουσία, η οποία να είναι αρκετή για την ικανοποίηση των απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου. ΄Αλλωστε, ούτε οι εναγόμενοι επικαλούνται ότι απέμεινε στον πρώτο των εναγομένων αξιόλογη περιουσία από την οποία να μπορεί να ικανοποιηθεί το Ελληνικό Δημόσιο. Γνώριζε δε ο πρώτος εναγόμενος, κατά το χρόνο σύναψης των ένδικων δικαιοπραξιών (14-11-2008), την οφειλή του και το ύψος αυτής προς το ενάγον και ειδικότερα ότι φορολογικώς υπόχρεος ήταν ο ίδιος ατομικά και όχι η οψιγενώς (με δηλώσεις, ενώπιον της φορολογικής αρχής, στις 30-6-2010 και 1-7-2010, περί ενάρξεως από 30-1-2003 και διακοπής από 31-5-2003, αντιστοίχως, της δραστηριότητάς της) και φορολογικώς, συνεπώς, μη νομίμως συσταθείσα, κατά το χρόνο των ένδικων μεταβιβάσεων προς τους λοιπούς εναγομένους, κοινωνία. Πρέπει δε να σημειωθεί δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη της γνώσης της πρόθεσης βλάβης του δανειστή ενάγοντος εκ μέρους αυτών υπέρ των οποίων έγινε η απαλλοτρίωση (τρίτων), ήτοι, εν προκειμένω, του δευτέρου και της τρίτης των εναγομένων, καθώς οι ένδικες απαλλοτριώσεις ήταν χαριστικές. Σε διάρρηξη υπόκεινται δε, σύμφωνα με τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τόσο οι επαχθείς όσο και οι χαριστικές δικαιοπραξίες (941, 942 ΑΚ), καθώς και κάθε παροχή που έγινε από ηθικό καθήκον. Το γεγονός δε ότι οι ένδικες απαλλοτριώσεις (διαθέσεις) έγιναν, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης του πρώτου εναγομένου προς το δεύτερο και την τρίτη των εναγομένων αντίστοιχα, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη του δανειστή, ενάγοντος, ούτε την προτίμηση εκπληρώσεως από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεων του έναντι των νόμιμων, ούτε, άλλωστε, προέκυψε ιδιαίτερος λόγος που να δικαιολογεί την εσπευσμένη και αιφνίδια σύναψη των επίδικων δικαιοπραξιών προς τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων, με συνέπεια να μην αναιρείται ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της σχετικής παροχής απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων. Η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους εναγομένους με αριθμ. 254, 347, 414 και 540/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, η οποία εκτιμάται ελεύθερα ως δικαστικό τεκμήριο και δυνάμει της οποίας ο πρώτος εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος για το «αδίκημα της φοροδιαφυγής με την υποβολή ανακριβούς δηλώσεως φορολογίας εισοδήματος, ο φόρος δε που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των 150.000 ευρώ, κατ’ εξακολούθηση». Ειδικότερα, με την ως άνω απόφαση ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος του ότι: «…Στον Πειραιά Αττικής, κατά τους ακολούθως αναφερόμενους χρόνους, ενεργώντας με πρόθεση, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, διέπραξε το κακούργημα της φοροδιαφυγής, με τη υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος, ενώ το ύψος του φόρου, που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα, που έχουν αποκρυβεί, υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των 150.000,00 ευρώ. Συγκεκριμένα, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος από εμπορική του επιχείρηση αγοραπωλησίας ακινήτων, με πρόθεση υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. Στ΄ Πειραιά: α)  κατά το Μάρτιο του έτους 2004 ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τη χρονική περίοδο από 1.1.2003 έως 31.12.2003 και β) κατά το Μάρτιο του έτους 2006 ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τη χρονική περίοδο από 1.1.2005 έως 21.12.005, αποκρύπτοντας καθαρά φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος της άνω επιχείρησής του, με αποτέλεσμα να μην αποδοθεί στο Δημόσιο κύριος φόρος, σύμφωνα με τα υπ’ αριθμ. ……. και ………. αντίστοιχα φύλλα ελέγχου της Στ΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιά, για την πρώτη άνω περίοδο 1.259.935,85 ευρώ και για τη δεύτερη άνω περίοδο 978.115,29 ευρώ, αν και είχε υποχρέωση να αποδώσει στο Δημόσιο τα άνω ποσά φόρου, που αναλογούν σε καθαρά εισοδήματά του, που έχουν αποκρυβεί κατά τις εν λόγω χρονικές περιόδους και ανέρχονται αντίστοιχα σε 1.259.020,89 και 1.602.037,00 ευρώ. Οι παραπάνω φορολογικές εγγραφές οριστικοποιήθηκαν την 29.9.2008. Τα δε εισοδήματα αυτά, σύμφωνα με τα άνω φύλλα ελέγχου και την από 30.5.2008 έκθεση ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, προήλθαν από αγορά ακινήτων και πώληση αυτών με σκοπό το κέρδος στην εταιρεία ………. Ο.Ε. και δη δύο ακινήτων στην περιοχή …….. το έτος 2005 και τεσσάρων ακινήτων στην περιοχή ……. το 2003…». Ειδικότερα, αφενός μεν δεν προκύπτει ότι η ως άνω ποινική απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη, καθώς δεν προσκομίζονται πιστοποιητικά της Γραμματείας του Εφετείου Πειραιώς και της Γραμματείας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου περί μη ασκήσεως ενδίκων μέσων κατ’ αυτής (παρά μόνον η από 27/02/2015 βεβαίωση της Προϊσταμένης του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Πειραιώς περί καταχώρησης της αποφάσεως αυτής «…στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 9 Ν. 969/1979 την 27/02/2015 καθαρογραμμένη και υπογεγραμμένη από τον Πρόεδρο…»), αφετέρου δε, από την επισκόπηση των πρακτικών της ως άνω ποινικής απόφασης, δεν προκύπτει ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε προσκομίσει, ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, την εκδοθείσα προγενεστέρως με αριθμ. 3406/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως κατά της με αριθμ. 1162/2012 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία είχε απορριφθεί η ασκηθείσα προσφυγή του κατά του ως άνω φύλλου ελέγχου. Συνεπώς, εφόσον αποδείχθηκε η συνδρομή όλων των κατά το νόμο προϋποθέσεων διάρρηξης των γενόμενων ως άνω μεταβιβάσεων των ακινήτων, κυριότητας του πρώτου εναγομένου, προς το δεύτερο και την τρίτη των εναγομένων αντίστοιχα, ήτοι η ένδικη γεννημένη και ληξιπρόθεσμη, κατά το χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, απαίτηση του ενάγοντος κατά του πρώτου των εναγομένων, η αξία των μεταβιβασθέντων ακινήτων, καθώς και ότι το ενάγον, Ελληνικό Δημόσιο, δεν δύναται να ικανοποιηθεί από τη λοιπή περιουσία του πρώτου εναγομένου για τις ένδικες απαιτήσεις του, το ενάγον δικαιούται να απαιτήσει τη διάρρηξη των ένδικων απαλλοτριώσεων, ως καταδολιευτικών, στο σύνολό τους, προκειμένου να υπάρξει, έστω και μερική, ικανοποίηση της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος από την ανωτέρω αιτία, καθώς η συνολική αξία των μεταβιβασθέντων ακινήτων υπολείπεται της απαίτησης του ενάγοντος κατ’ αυτού, απορριπτόμενων ως αβασίμων, ως εκ τούτου, των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, δεχόμενο ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση να διαρρηχθούν οι προαναφερόµενες απαλλοτριωτικές πράξεις στο σύνολό τους και έκανε δεκτή την υπό κρίση, εκ του άρθρου 939 ΑΚ, αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, απήγγειλε δε τη διάρρηξη των ως άνω ένδικων απαλλοτριώσεων, στο σύνολό τους, υπέρ του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελ­λιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει μετά τη συ­μπλήρωση και την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα από τους εναγόμενους. Εξάλλου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως βεβαιώνεται στην προσβαλλόμενη απόφασή του, κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμά του, αφού έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος, ο οποίος εξετάστηκε με επιμέλεια των εναγομένων, καθώς και όλα τα έγγραφα που είχαν προσκομιστεί από τους διαδίκους, όπως προκύπτει και από την περιεχόμενη σ’ αυτήν βεβαίωση, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων που περιέχει στο αιτιολογικό της. Συνεπώς, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι, για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος, είχε λάβει υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τ’ αποδεικτικά μέσα. Σημειώνεται ότι προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος).

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 6058/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν, λόγω της ήττας τους, οι εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματός του (αρθρ. 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), να επιβληθούν, όμως, μειωμένα, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957 και την Υ.Α. 134423/1992 (βλ. σχετ. ΑΠ 104/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2131/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 553/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 437/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1116/2003, ΑΠ 780/2001, ΑΠ 755/2001 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠατρ 107/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 474/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαμ 12/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 210/2009 Δημ. Νόμος), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στο σύνολο των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων ενενήντα τριών (293) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 10/07/2018 στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 12/11/2018, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ