Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 240/2021

Αριθμός Απόφασης  240 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Εκκαλούντων – Αντεφεσίβλητων: 1) …………., 2) …………, 3) ………. και 4) …………, ……, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Αβαρκιώτη, με δήλωση. Και

Εφεσίβλητου – Αντεκκαλούντος: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Κωνσταντίνα Γεωργούλη, με δήλωση.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 20.9.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την απόφαση 2090/2018 διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο και στη συνέχεια, με την απόφαση 5383/2018 δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, οι εναγόμενοι άσκησαν την από 29.3.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019 έφεση και ο ενάγων την από 2.7.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2019 αντέφεση, η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε για τις 20.2.2020, οπότε αναβλήθηκαν για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο. Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το πινάκιο και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 §2 του Κ.Πολ.Δ., δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η από 29.3.2019 έφεση των ηττηθέντων εναγομένων, κατά της μη οριστικής απόφασης 2090/2018 και της οριστικής απόφασης 5383/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκαν αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με τις οποίες έγινε εν μέρει δεκτή η από 20.9.2017 αγωγή του ενάγοντος, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §§1β, 2, 516 §1, 517 και 518 §2 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ έχει κατατεθεί και το σχετικό παράβολο 100 ευρώ, αρκούντος ενός παραβόλου από όλους τους εκκαλούντες (άρθρο 495 §3Γ εδ. γ´ του ίδιου Κώδικα). Εξάλλου, ο ενάγων, άσκησε την από 2.7.2019 αντέφεση, με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και επιδόθηκε στην εκκαλούσα εμπρόθεσμα, στις 7.12.2020, ήτοι 30 ημέρες πριν τη δικάσιμο, που έγινε πράγματι η συζήτηση της έφεσης (άρθρο 523 §2 του Κ.Πολ.Δ.), η οποία αφορά στην υπαιτιότητα, η οποία προσβάλλεται με την έφεση (άρθρο 523 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει επομένως, η έφεση και η αντέφεση να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα) και, αφού συνεκδικαστούν υποχρεωτικά, διότι δε νοείται χωριστή εκδίκασή τους, λόγω της φύσης της αντέφεσης ως ιδιόμορφου ένδικου βοηθήματος, παρεπόμενου της έφεσης (άρθρα 532 §1, 524 §1 και 246 του ίδιου Κώδικα), να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Σημειωτέον ότι α) ο εφεσίβλητος έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση αντέφεσης, αντίθετα με όσα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, διότι με την παραδοχή ότι οι τελευταίοι τέλεσαν το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης και όχι αυτό της απλής δυσφήμισης, λόγω του μεγαλύτερου βαθμού του πταίσματος τους, ζητείται από τον αντεκκαλούντα να επιδικαστεί σε βάρος τους και μεγαλύτερο ποσό ως χρηματική ικανοποίηση, με αποτέλεσμα να πλήττεται και το διατακτικό της εκκαλουμένης και β) δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από τον αντεκκαλούντα, εφόσον πρόκειται για αντέφεση, για την οποία δεν αναφέρεται στο νόμο (άρθρο 495 §3 του Κ.Πολ.Δ.) ότι απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (αφού η έφεση των εναγομένων είναι παραδεκτή, η αντέφεση δεν ισχύει ως αυτοτελής έφεση, ώστε να απαιτείται η κατάθεση τέτοιου) και επομένως, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του επισυναφθέντος από αυτόν ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό 284674607959 0902 0013, όπως ορίζεται στο διατακτικό, ανεξαρτήτως της έκβασης της αντέφεσης.

ΙΙ. Ο ενάγων –………………., με την από 20.9.2017 αγωγή, ιστορούσε ότι αυτός και οι εναγόμενοι –……………, έχουν την κυριότητα οριζόντιων ιδιοκτησιών στην ειδικά αναφερόμενη πολυκατοικία, που βρίσκεται στον Πειραιά, ο δε εναγόμενος ………………. διαμένει με τη δεύτερη εναγόμενη – σύζυγό του. Ότι η δεύτερη, ο τρίτος και η τέταρτη εναγόμενοι, υπέβαλαν σε βάρος του ψευδή έγκληση για το αδίκημα της αυτοδικίας, ισχυριζόμενοι ότι αυτός, ως διαχειριστής της πιο πάνω πολυκατοικίας, παράνομα απενεργοποίησε τον ανελκυστήρα. Ότι επιπλέον, η πρώτη, η δεύτερη και η τέταρτη εναγόμενες, στις 24.10.2016, υπέβαλαν στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ., καταγγελία σε βάρος του, με την οποία τον κατηγορούσαν ψευδώς, μεταξύ άλλων, για υπεξαίρεση ποσού 2.350 ευρώ από το αποθεματικό της πολυκατοικίας και για το ότι δεν επιδείκνυε παραστατικά – αποδείξεις από τη διαχείρισή της. Ότι οι εναγόμενοι με τις επισυναπτόμενες στην αγωγή ένορκες καταθέσεις τους, επιβεβαίωσαν την ανωτέρω ψευδή αναφορά, οι δύο πρώτες απέκρυψαν ότι το ποσό του αποθεματικού είχε επιστραφεί, ενώ οι άλλοι δύο και ότι η ειδικά αναφερόμενη συμπεριφορά του εκθέτει την ΕΛ.ΑΣ. Ότι από τις παράνομες και υπαίτιες αυτές πράξεις των εναγομένων (εξύβριση, ψευδορκία και συκοφαντική δυσφήμιση από όλους, καθώς και της ψευδούς καταμήνυσης από τους α, β και δ), των οποίων έλαβαν γνώση, εκτός των συνάδελφών του και οι υπόλοιποι κάτοικοι της πολυκατοικίας, που κλήθηκαν να καταθέσουν, προσβλήθηκε η προσωπικότητά του και υπέστη σημαντική ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας ζήτησε, ύστερα από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής με τις προτάσεις του (άρθρο 223 του Κ.Πολ.Δ.), να υποχρεωθούν να του καταβάλουν, ως χρηματική ικανοποίηση, ο τρίτος εναγόμενος το ποσό των 20.000 ευρώ και καθένας από τους λοιπούς από αυτό των 60.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά), δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε την αγωγή, ως νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914, 932 του Α.Κ., διάταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να συμπληρωθεί το δικαστικό ένσημο, που δεν είχε καταβληθεί πλήρως. Στη συνέχεια, με την οριστική απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον τρίτο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.000 ευρώ και καθεμία από τις λοιπές εναγόμενες να του καταβάλουν από 3.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Σημειωτέον ότι το νόμιμο της αγωγής, συμπληρωματικά με τη διάταξη του άρθρου 914 του Α.Κ., στηρίζεται και σ’ αυτές των άρθρων 224, 229, 361 – 363 του Π.Κ., με τις οποίες πρέπει να συμπληρωθεί η εκκαλουμένη. Ήδη, κατά της ως άνω απόφασης παραπονούνται οι εναγόμενοι, με την υπό κρίση έφεσή τους, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η από 20.9.2017 αγωγή, στο σύνολό της. Επιπλέον, κατά της ίδιας εκκαλούμενης απόφασης παραπονείται και ο ενάγων με την υπό κρίση αντέφεση, για τον διαλαμβανόμενο σ’ αυτήν λόγο, που ανάγεται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του, στο σύνολό της.

ΙΙΙ. Με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου της έφεσης οι εκκαλούντες εκθέτουν ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις διατάξεις των άρθρων 2 του ν. ΓπΟΗ´/1912 και 175 του Κ.Πολ.Δ. και του ν.δ. 1544/1942, με τη συνεκκαλούμενη μη οριστική απόφαση 2090/2018, εσφαλμένα διέταξε την επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να συμπληρωθεί από τον εφεσίβλητο το δικαστικό ένσημο, που είχε καταβάλει ελλιπές, ενώ έπρεπε να θεωρηθεί ο τελευταίος ως ερήμην δικασθείς και να απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη. Ωστόσο, η εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 254 του Κ.Πολ.Δ., εναπόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του, που ως δικονομική δεν δημιουργεί αυτοτελή λόγο αναίρεσης και κατ’ επέκταση και λόγο έφεσης (Α.Π. 232/2018, Α.Π. 1279/2017 και Α.Π. 104/2012 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), ενώ δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης (ούτε λόγος έφεσης), αν ο διάδικος, παρά τη μη καταβολή του δικαστικού ενσήμου, δικαστεί αντιμωλία (Α.Π. 491/2015, Α.Π. 204/2014, Α.Π. 936/2011 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 219/2005 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 478), πολύ περισσότερο μάλιστα, εφόσον συμπληρώθηκε το δικαστικό ένσημο στο ορθό. Τα ανωτέρω δε, ανεξαρτήτως της ουσιαστικής αβασιμότητας του ίδιου λόγου έφεσης, αφού το δικαστήριο, εάν διαπιστώσει τη μη πλήρη καταβολή του δικαστικού ενσήμου, υποχρεώνει τον ενάγοντα να το πληρώσει, απέχοντας από την περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης και εφόσον το παραλείψει, θεωρείται ως ερήμην δικασθείς και απορρίπτεται η αγωγή του, άλλως δεν είναι δεδομένη η άρνησή του να συμμορφωθεί προς την τυπική αυτή παράλειψη, οπότε το δικαστήριο, πρέπει να διατάξει την επανάληψη της περαιωμένης συζήτησης στο ακρατήριο, κατ’ άρθρο 254 του Κ.Πολ.Δ., προκειμένου να συμπληρωθεί αυτό (Εφ.Πειρ. 222/2016, Εφ.Θεσ. 602/2005, σχετ. Εφ.Πειρ. 705/2012, Εφ.Αθ. 4617/1990 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, βλ. και Βασ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠΟΛΔ Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο) Τόμος Α, άρθρο 175 αρ. 8). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, με τη συνεκκαλούμενη μη οριστική 2090/2018 απόφασή του, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης.

ΙV. Με το τελευταίο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσης, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η ένσταση αοριστίας της από 20.9.2017 αγωγής, που υπέβαλαν, αφού : α) δεν διευκρινίζεται εάν η προσβολή της προσωπικότητας του εφεσίβλητου στηρίζεται μόνο στην από 24.10.2016 αναφορά τους σε βάρος του ή στις ένορκες καταθέσεις τους ή και στα δύο, β) δεν προσδιορίζονται τα σημεία, τα οποία προσβάλλουν την προσωπικότητά του, ενώ γ) δεν εξειδικεύεται η οικονομική, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των διαδίκων, για την επιδίκαση της εύλογης χρημα-τικής ικανοποίησης, την οποία ζητεί. Ωστόσο, από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτού, προκύπτει ότι η αγωγή είναι αρκούντος ορισμένη, αφού έχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα (Α.Π. 1134/2017 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Ειδικότερα, η προσβολή της προσωπικότητας του εφεσίβλητου ερείδεται τόσο στην από 3.9.2016 έγκληση των δεύτερου, τρίτου και τέταρτης εκκαλούντων και στην από 24.10.2016 αναφορά των α, β και δ εκκαλούντων σε βάρος του, όσο και στις ένορκες καταθέσεις όλων τους. Επιπλέον, στην πιο πάνω αγωγή προσδιορίζονται τα σημεία, των οποίων ο εφεσίβλητος θεωρεί ότι προσβάλλουν την προσωπικότητά του και ειδικότερα, ως προς την αναφορά – καταγγελία, αυτά στα οποία αναφέρεται ότι έχει υπεξαιρέσει χρήματα, ότι λάμβανε αποφάσεις χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών, ότι δεν επιδείκνυε αποδείξεις των πληρωμών που έκανε και ότι προέβη στην απενεργοποίηση του ανελκυστήρα της πολυκατοικίας χωρίς δικαίωμα, ενώ το τελευταίο αναφερόταν και στην έγκληση. Επιπλέον, ως προς τις ένορκες καταθέσεις, η προσβολή της προσωπικότητας του εφεσίβλητου, πλην της ένορκης επιβεβαίωσης του ψεύδους της αναφοράς – καταγγελίας (οι α, β και δ εκκαλούσες), στηρίζεται και στην αναφορά ότι αγνοείται η τύχη του αποθεματικού της πολυκατοικίας, που κατείχε ο εφεσίβλητος (πρώτη και δεύτερη εκκαλούσες), ότι υπήρχε αδιαφάνεια ως προς τις ενέργειες διαχείρισης του τελευταίου (πρώτη εκκαλούσα) και στην προσβολή της ιδιότητάς του ως αστυνομικού (τρίτος και τέταρτη εκκαλούντες). Και τούτο, ανεξαρτήτως της μη αναφοράς περί υπαγωγής όλων των ανωτέρω σε ποινικές διατάξεις. Εξάλλου, αναφέρεται στην αγωγή ότι από τις ανωτέρω παράνομες και υπαίτιες πράξεις των εναγομένων, των οποίων έλαβαν γνώση οι συνάδελφοί του, στη Διεύθυνση της Αστυνομίας Πειραιά, στη Διεύθυνση Μεταγωγών Δικαστηρίων Αττικής, στη Γ.Α.Δ.Α., στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων, προσβλήθηκε η επαγγελματική τιμή του εφεσίβλητου, τόσο ως έντιμου και ευυπόληπτου πολίτη, όσο και ως αστυνομικού και κατ’ επέκταση η προσωπικότητά του. Τέλος, η οικονομική, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των διαδίκων, για το ύψος της επιδίκασης της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, που αιτείται ο εφεσίβλητος, είναι κάτι το οποίο θα προκύψει από τις αποδείξεις. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ορισμένη την αγωγή, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ο λόγος αυτός της έφεσης.

V. Κατά το άρθρο 57 του Α.Κ., όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει, μεταξύ των άλλων και αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, κατά δε το άρθρο 59 του ιδίου Κώδικα και στην περίπτωση του άρθρου 57, το δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί, και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επί πλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση δε αυτή συνίσταται, μεταξύ άλλων, και σε πληρωμή χρηματικού ποσού. Προσβολή της προσωπικότητας, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, υπάρχει σε κάθε περίπτωση μειωτικής επεμβάσεως από τρίτο στη σφαίρα αυτής, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά που συνθέτουν αυτήν (προσωπικότητα) και προσδιορίζουν την ταυτότητα του ανθρώπου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής ή ψυχικής πνευματικής και κοινωνικής προσωπικότητος του βλαπτόμενου. Η προσβολή είναι παράνομη, όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είτε είναι, από άποψη έννομης τάξης, ήσσονος σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Για την προστασία της προσωπικότητος δεν απαιτείται η ύπαρξη υπαιτιότητας, δόλου ή αμελείας, αυτού που προσβάλλει, η οποία όμως (υπαιτιότητα) απαιτείται για την αξίωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, αφού το άρθρο 57 §3 Α.Κ. παραπέμπει στις διατάξεις περί αδικοπραξιών (914 επ. Α.Κ.). Προσβολή της προσωπικότητας με αδικοπραξία πραγματώνεται και με ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ. (Α.Π. 521/2018 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εξάλλου, στην περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως, ως έγκλημα, η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει, επίσης, την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και, συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή, που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και, κατ’ αυτή την έννοια, θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 §1 Π.Κ. περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό, όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361 – 367 Π.Κ. εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Τέτοια είναι και η περίπτωση της προσβολής, που γίνεται για την εκτέλεση νόμιμου καθήκοντος, για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον (άρθρο 367 §1γ Π.Κ.). Κατ’ εξαίρεση, όμως, το αποτέλεσμα αυτό της άρσης του αδίκου της απλής δυσφήμησης δεν επέρχεται, σύμφωνα με την §2 του άρθρου 367 του ίδιου Κώδικα, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει όταν ο τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς δεν ήταν κατ’ αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, αλλά εν γνώσει του επιλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου, δηλαδή όταν υπάρχει υπέρβαση του αντικειμενικά αναγκαίου μέτρου, για την προστασία του δικαιώματος ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει, κατά το άρθρο 367 §1 Π.Κ., τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του, από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται, τελικώς, ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμισής του, από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (Α.Π. 292/2020 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Η αντένσταση αυτή δύναται να προβληθεί και καθ’ υποφοράν με το δικόγραφο της αγωγής (Α.Π. 129/2020, Α.Π. 501/2018 και Α.Π. 849/2015 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

VΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσης και το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου αυτής, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται αντίστοιχα ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του και έκανε δεκτή την αντένσταση, κατ’ άρθρο 367 §2 Π.Κ., ως καθ’ υποφοράν προβαλλόμενης, σύμφωνα με την οποία από τις αναφερόμενες φράσεις, που χρησιμοποίησαν οι εκκαλούντες, προέκυπτε σκοπός εξύβριση του εφεσίβλητου, χωρίς να προκύπτει η διατύπωση τέτοιας ένστασης, επικουρικά δε, ότι και αν ήθελε υποτεθεί ότι προβλήθηκε τέτοια αντένσταση, αυτή ήταν αόριστη, επειδή δεν περιείχε ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, όπως αυτό εκτιμάται, ο ενάγων – ήδη εφεσίβλητος προέβαλε ορισμένα, κατά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζήτηση της υπόθεσης, καθ’ υποφοράν με την αγωγή του, τον ισχυρισμό αντένσταση, στον ισχυρισμό – ένσταση των εκκαλούντων, ότι ενήργησαν για την εκτέλεση νόμιμου καθήκοντός τους, αυτόν (ισχυρισμό) ότι με φράσεις της σε βάρος του αναφοράς – καταγγελίας προκύπτει σκοπός εξύβρισης, αφού κατευθύνονταν στην προσβολή της τιμής και την αμφισβήτηση της ηθικής, επαγγελματικής και κοινωνικής αξίας του (Α.Π. 501/2018 και Α.Π. 849/2015 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε έτσι, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθούν τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με τους ως άνω λόγους της έφεσης.

VΙΙ. Ως προς τους λοιπούς λόγους της έφεσης και αυτόν της αντέφεσης, από την επανεκτίμηση της ένορκης βεβαίωσης ……../14.12.2017, που λήφθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά …………., μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγομένων, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις επίδοσης ………../11.12.2017 της δικαστικής επιμελήτριας με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά ………. και των ένορκων βεβαιώσεων ………../27.11.2017 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., τις οποίες προσκομίζουν οι εναγόμενοι, μετά από νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος (άρθρα 421, 422 §1 και 424 του Κ.Πολ.Δ.), όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης ……/22.11.2017 του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………, καθώς και από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, που διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα (δεν λαμβάνεται υπόψη η χωρίς ημερομηνία υπεύθυνη δήλωση του ………, την οποία προσκομίζει ο ενάγων, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ως ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, αφού, ως μαρτυρία τρίτου, δεν δόθηκε κατά τον υπό του νόμου οριζόμενο τρόπο, αλλά έγινε επίτηδες για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη μεταξύ των διαδίκων δίκη αυτή – Ολ.Α.Π. 8/1987, Α.Π. 1088/2019, Α.Π. 297/2019 και Α.Π. 6/2019 όλες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς – Α.Π. 386/2015 και Α.Π. 1001/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εφεσίβλητος, η πρώτη, η δεύτερη και η τέταρτη εκκαλούσες έχουν την κυριότητα οριζόντιων ιδιοκτησιών σε πολυκατοικία, που βρίσκεται στον Πειραιά, επί της οδού ……………, ο δε τρίτος εκκαλών διαμένει με τη δεύτερη (εκκαλούσα) – σύζυγό του στην ίδια οριζόντια ιδιοκτησία. Ο εφεσίβλητος, ο οποίος είναι ανθυπαστυνόμος της ΕΛ.ΑΣ., με απόφαση που λήφθηκε περί τα τέλη του έτους 2011, με τη συναίνεση των υπόλοιπων συνιδιοκτητών της ως άνω πολυκατοικίας, διατέλεσε διαχειριστής αυτής, έως το Νοέμβριο του 2016, έκτοτε δε, τα σχετικά καθήκοντα ανέλαβε η πρώτη εκκαλούσα. Σημειωτέον ότι, στις 15.9.2016, ο εφεσίβλητος παρέδωσε τη διαχείριση (προσωρινά) στον ………….. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ανάμεσα στους διαδίκους δημιουργήθηκαν προστριβές και εντάσεις, σχετικά με τον τρόπο, με τον οποίο ο εφεσίβλητος ασκούσε τα καθήκοντά του ως διαχειριστής των συνιδιοκτητών της παραπάνω πολυκατοικίας. Στο πλαίσιο αυτό, στις 3.9.2016, η δεύτερη, ο τρίτος και η τέταρτη εκκαλούντες υπέβαλαν σε βάρος του (εφεσίβλητου) έγκληση για το αδίκημα της αυτοδικίας, ισχυριζόμενοι ότι ο τελευταίος, ως διαχειριστής της πιο πάνω πολυκατοικίας, αυθαίρετα ενεργώντας, διέκοψε τη λειτουργία του ανελκυστήρα. Για την έγκληση όμως, αυτή, οι ανωτέρω εκκαλούντες, όταν κλήθηκαν, δεν κατέθεσαν το απαιτούμενο παράβολο, δηλώνοντας ότι δεν επιθυμούν τη συνέχιση της διαδικασίας (η τέταρτη εκκαλούσα μέσω της δεύτερης), με αποτέλεσμα να μην προχωρήσει η ποινική διαδικασία. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η πρώτη, η δεύτερη και η τέταρτη εκκαλούσες, ως ιδιοκτήτριες οριζόντιων ιδιοκτησιών της επί της οδού …………. πολυκατοικίας, υπέβαλαν στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ., την από 24.10.2016, αναφορά – καταγγελία, σε βάρος του εφεσίβλητου, στην οποία αναφέρονταν, ως προς τα κρίσιμα σημεία, τα εξής: “Από το έτος 2012 τουλάχιστον και μέχρι σήμερα, που διαχειριστής ουσιαστικά είναι ο . ………………. (ενδιαμέσως από 11.1.2015 έχει αναλάβει τυπικά τη διαχείριση η ιδιοκτήτρια διαμερίσματος του δεύτερου ορόφου με τα στοιχεία Β2, κ:. ………..), η διαχείριση της πολυκατοικίας λειτουργεί κατά παράβαση του Κανονισμού και του Νόμου. Από την αρχή του έτους 2012, μέχρι και σήμερα, φέρονται ότι έχουν εκτελεστεί στην ειρημένη πολυκατοικία, σύμφωνα με όσα έχουν χρεωθεί στα “κοινόχρηστα”, οι κατωτέρω εργασίες: α) επισκευή, επίστρωση, στεγανοποίηση ταράτσας, συνολικού κόστους 4.880 ευρώ…, β) εργασίες συντήρησης της πολυκατοικίας κατά το έτος 2013, ύψους τουλάχιστον 2.500 ευρώ…., γ) εργασίες πιλοτής της πολυκατοικίας κατά το Μάρτιο, Απρίλιο 2014, καθώς και χωρίς προσδιορισμό είδους κλπ. εργασιών για Μάιο και Ιούνιο 2.014, συνολικού ποσού 800 ευρώ (πλέον υλικά 497 ευρώ).. .., δ) εργασίες εσωτερικών τοιχίων ασανσέρ….. Δεν ελήφθη ποτέ απόφαση της Γενικής Συνέλευσης για επιλογή για την ανάθεση του έργου σε αυτόν που έκανε την καλύτερη προσφορά, δεν έγινε ποτέ καμία ενημέρωση για τις προσφορές (εάν υπήρξαν) και ούτε υπάρχουν νόμιμες αποδείξεις πληρωμής στον κατασκευαστή του έργου, ούτε μας επιδείχτηκαν ποτέ κάποιες αποδείξεις, παρόλο που ζητήθηκαν, ε) εμφάνισε χρεώσεις (και όχι αποδείξεις) για αμοιβές μηχανικών, που γνωμάτευσαν ο ένας (ενώ αρμόδιος είναι δικηγόρος) για τη νομιμότητα του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης τμήματος της κοινόχρηστης ταράτσας εκ μέρους του διαμερίσματος του δώματος, 185 ευρώ και ο άλλος για θέματα του υπογείου της πολυκατοικίας, 150 ευρώ. Ούτε τις αποδείξεις είδαμε ποτέ, ούτε τις γνωματεύσεις. στ) Αναφορικά με τις εργασίες στο υπόγειο της πολυκατοικίας, υπήρξε μεν συμφωνία για το είδος και τον τρόπο της κατασκευής, πλην όμως δεν τηρήθηκε η διαδικασία των προσφορών ή τουλάχιστον δεν ενημερώθηκε η Γενική Συνέλευση, ούτε αυτή αποφάσισε… Εκείνο όμως, το οποίο είναι τελείως αδικαιολόγητο, είναι το γεγονός ότι ενώ έχουν χρεωθεί από την αρχή του 2012 στα κοινόχρηστα της πολυκατοικίας τα κάτωθι ποσά για Αποθεματικό (αλλού το ονομάζει Πάγιο), ήτοι: Ιανουάριος 2012 – 200 ευρώ, Δεκέμβριος 2012 – 100 ευρώ, Ιανουάριος 2013 – 100 ευρώ, Φεβρουάριος 2013 – 200 ευρώ, Μάρτιος 2013 – 200 ευρώ, Οκτώβριος 2013 – 440 ευρώ, Οκτώβριος 2015 – 550 ευρώ και Νοέμβριος 2015 – 550 ευρώ, δηλαδή συνολικά 2.350 ευρώ (ποσό το οποίο όφειλε να είναι κατατεθειμένο σε βιβλιάριο Ταμιευτηρίου σε λογαριασμό της Διαχείρισης της Πολυκατοικίας) και το οποίο δεν έχει χρησιμοποιηθεί μέχρι σήμερα, για την κάλυψη κάποιας ανάγκης της Πολυκατοικίας και το οποίο ο ανωτέρω κ. ………………. δεν εμφανίζει πουθενά… Ο κ. ……………….ς όμως δεν καταδέχθηκε να εμφανιστεί όπως όφειλε στη Γενική Συνέλευση της 25/5/2016, ούτε στη συνέχειά της. Στη συνέχεια θεωρώντας εμάς τους συνιδιοκτήτες ως αφελείς, ανήρτησε στον πίνακα ανακοινώσεων της Πολυκατοικίας, “ΔΗΛΩΣΗ ΙΔΙΟΚΤΗΤΩΝ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ . ………, ΠΕΙΡΑΙΑΣ”, με το εξής περιεχόμενο: “Δηλώνουμε ότι κατόπιν ενημέρωσης από τη διαχείριση της ανωτέρω πολυκατοικίας ότι κατά τη μεταφορά του αρχείου απωλέσθησαν όλα τα έγγραφα που αφορούν το χρονικό διάστημα έως 10-5-2016”, δηλαδή ότι έχουν απωλεσθεί, όλα τα παραστατικά των διαχειρίσεων της πολυκατοικίας από την αρχή του έτους 2012 μέχρι και τον Μάιο του 2016. Ακολουθούν οι υπογραφές των εκ των συνιδιοκτητών κ.κ. … Εξάλλου και να συνέβαινε “μεταφορά” του αρχείου (που ποτέ φυσικά δεν έγινε), πως είναι δυνατόν να “απωλεσθούν” τόσα έγγραφα μεταξύ δύο ορόφων της πολυκατοικίας;… Δεν γνωρίζουμε εάν αυτά τα οποία παραθέτουμε εμπίπτουν στα όρια των αρμοδιοτήτων σας, πάντως όμως βοηθάνε για να αντιληφθεί κανείς, με τι άνθρωπο έχει να κάνει. Πάντως αυτό που έχει να κάνει με την Υπηρεσία σας (πλην άλλων από αυτά που καταγγέλλονται και για τα οποία εσείς θα αποφασίσετε) είναι η τύχη των συνολικά 2.350 ευρώ του Αποθεματικού, που η τύχη τους αγνοείται και αποσιωπείται και το γεγονός αυτό πρέπει να ελεγχθεί, να αποδοθούν ευθύνες και να υπάρξει κολασμός”. Για τη διερεύνηση των καταγγελλόμενων με την παραπάνω έγκληση και αναφορά – καταγγελία παραγγέλθηκε η διενέργεια προκαταρκτικής διοικητικής εξέτασης σε βάρος του εφεσίβλητου. Στο πλαίσιο της διενεργούμενης αυτής προκαταρκτικής διοικητικής εξέτασης κατέθεσαν, μεταξύ άλλων, οι εφεσίβλητοι, oι οποίοι ανέφεραν : 1) η πρώτη (εκκαλούσα) στην από 27.4.2017 ένορκη διοικητική εξέταση μάρτυρα: “όσα αναφέρω στην από 24.10.2016 αναφορά μου προς τη Δ/vση Εσωτερικών Υποθέσεων…. είναι απολύτως αληθή, ο …………. σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα από το 2012 μέχρι και το 2016 έχει προβεί κατά καιρούς σε αυθαίρετες ενέργειες… Επιπλέον, υπάρχει αδιαφάνεια ως προς τις διαχειριστικές ενέργειές του. Συγκεκριμένα, ο ………………. έχει εισπράξει ως κοινόχρηστα υπέρογκα ποσά, αναλογικά με τις εργασίες για τις οποίες αυτά χρεώθηκαν. Για τις εργασίες αυτές ποτέ δεν έχει εμφανίσει μέχρι σήμερα νόμιμες αποδείξεις πληρωμής, παρά μόνο χρεώσεις υλικών και εργασιών, καίτοι και εγώ προσωπικά και οι ……… και …………., όλο αυτό το χρονικό διάστημα μέχρι και σήμερα του τις έχουμε επανειλημμένως ζητήσει. Επίσης, ποτέ δεν τήρησε τους νόμιμους τύπους, για παράδειγμα τη λήψη απόφασης της Γενικής Συνέλευσης της πολυκατοικίας ή έστω την ενημέρωση αυτής, όσον αφορά τις αναθέσεις των εν λόγω εργασιών σε συνεργεία και επαγγελματίες… Ακόμη, από την αρχή του έτους 2012 έχει χρεωθεί από τον ………………. στα κοινόχρηστα της πολυκατοικίας και του έχει καταβληθεί συνολικό ποσό 2.408 ευρώ ως αποθεματικό…. Το εν λόγω ποσό των 2.408 ευρώ δεν χρησιμοποιήθηκε για κάποια ανάγκη της πολυκατοικίας, ούτε ο …………… μέχρι και τον Οκτώβριο του 2016 δεν είχε εμφανίσει πουθενά, ούτε απαντούσε σε ερωτήσεις μου, ούτε στο εξώδικό μου για το τι έχει κάνει το ποσό αυτό και πού βρίσκεται. Απ’ όσο γνωρίζω από άλλους ιδιοκτήτες της πολυκατοικίας σήμερα έχει επιστρέψει στους επτά από τους δέκα ιδιοκτήτες το ποσό που κατέβαλαν ως αποθεματικό. Δεν το έχει επιστρέψει σε εμάς τις τρεις, δηλαδή την κυρία ………, την κυρία ……….. και εμένα, διότι, όπως ισχυρίζεται, το έχει συμψηφίσει με κοινόχρηστα που δεν του είχαμε καταβάλει, τα οποία ωστόσο είχαμε δηλώσει ότι δεν θα καταβάλλουμε διότι δεν είχε παρουσιάσει αποδείξεις πληρωμής, ούτε έχει παρουσιάσει μέχρι σήμερα. Παρά τη γενικότερη δυσαρέσκεια μπόρεσε όλο αυτό το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2012 μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2016 και έδρασε ουσιαστικά ανεξέλεγκτος, διότι στηριζόταν από την πλειοψηφία των ιδιοκτητών της πολυκατοικίας, τους οποίους κατόρθωσε να έχει υπό την επιρροή του, λόγω των φιλικών σχέσεων που διατηρούσε μαζί τους και εκμεταλλευόμενος την ανοχή τους και την έλλειψη χρόνου λόγω των προσωπικών υποχρεώσεών τους που δεν τους επέτρεπε να ασχολούνται επισταμένα με τον έλεγχο της διαχείρισης της πολυκατοικίας. Σε κάθε περίπτωση θεωρώ ότι προέβη μόνος του σε όλες τις παράτυπες ενέργειές του και έχει την αποκλειστική ευθύνη γι’ αυτές, των οποίων η αδιαφάνεια εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τη νομιμότητα των πράξεών του…, 2) η δεύτερη (εκκαλούσα) στην από 11.5.2017 ένορκη διοικητική εξέταση μάρτυρα: “όσα ανέφερα στη Δ/νση Εσωτερικών Υποθέσεων… είναι αληθή. Πριν αναλάβει διαχειρίστρια η κυρία ……., ο ……. επέστρεψε, απ’ όσο γνωρίζω, σε όλους τους ιδιοκτήτες της πολυκατοικίας τα χρήματα που του είχαν καταβάλει ως αποθεματικό, πλην ημών των τριών, δηλαδή της κυρίας ……., της κυρίας ………….. και εμένα, ισχυριζόμενος ότι είχε κάνει συμψηφισμό με τα κοινόχρηστα που του χρωστούσαμε, για τα οποία ομοίως δεν εμφάνισε ποτέ κάποια απόδειξη. Και ενώ δεν μας επέδειξε οποιαδήποτε απόδειξη πληρωμής, την 10/5/2016 μας ανακοίνωσε με γραπτή δήλωση στον Πίνακα ανακοινώσεων της πολυκατοικίας ότι είχαν χαθεί όλες οι αποδείξεις και τα παραστατικά που αφορούσαν το χρονικό διάστημα που ήταν διαχειριστής, δηλαδή από το έτος 2012 έως και την 10/5/2016… Μέσα στο καθεστώς αυτό της αδιαφάνειας όλα αυτά τα χρόνια, ο ……………….. έχει εισπράξει χρήματα που δεν ξέρουμε πού ακριβώς έχουν καταλήξει. Ποτέ δεν δέχθηκε να του γίνει έλεγχος, δεδομένου ότι, όπως μας ανακοίνωσε, έχασε όλα τα παραστατικά. Σε κάθε περίπτωση, ο ………………. εξακολουθεί να οφείλει εξηγήσεις για το τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια ως διαχειριστής της πολυκατοικίας, καθώς επίσης μας οφείλει και χρήματα που είχαμε καταβάλει ως αποθεματικό, το ακριβές ποσό των οποίων ωστόσο δεν θυμάμαι να σας αναφέρω… ο ……………….  είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τις πράξεις και τις πρωτοβουλίες του και οι υποψίες μου για την ενδεχόμενη κακοδιαχείριση των χρημάτων που του καταβάλαμε όλοι ως διαχειριστή της πολυκατοικίας, στρέφονται αποκλειστικά στον ίδιο και σε κανέναν άλλο, 3) ο τρίτος (εκκαλών) στην από 14.5.2017 ένορκη διοικητική εξέταση μάρτυρα: “όσα ανέφερα στην εν λόγω έγκλησή μου εις βάρος του Ανθυπαστυνόμου ………………. είναι αληθή… κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2016 ο …………. ανέλαβε να βαφτούν οι πόρτες του ανελκυστήρα, χωρίς προηγουμένως να γίνει συνέλευση της πολυκατοικίας, ώστε να ληφθεί μια κοινή απόφαση των ιδιοκτητών επί του θέματος… δεν εμφάνισε ποτέ αποδείξεις αγοράς των χρωμάτων και των λοιπών υλικών, ούτε αποδείξεις για την εργασία, παρότι του τις ζητήσαμε εντόνως… ακολούθησαν και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις κατά το τελευταίο διάστημα της θητείας του ως διαχειριστή, για τις οποίες αγανακτισμένοι πια από την όλη συμπεριφορά του όλα αυτά τα χρόνια δε του καταβάλαμε τα χρήματα που ζητούσε, ως κοινόχρηστα για τις αντίστοιχες εργασίες, ελλείψει σχετικών αποδείξεων και παραστατικών… σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις ο ……… έδρασε ακριβώς κατά τον τρόπο που σας περιέγραψα, με αποκλειστικά δική του αυθαίρετη πρωτοβουλία και αδιαφανώς, παρόλο που του γίνονταν επανειλημμένες συστάσεις να συγκαλεί συνέλευση πριν από κάθε εργασία στην πολυκατοικία και να επιδεικνύει τις σχετικές αποδείξεις… Προσωπική μου άποψη είναι ότι ο ………… ασκούσε ένα φόβο στους υπόλοιπους ιδιοκτήτες της πολυκατοικίας, οι οποίοι υποχωρούσαν σε όλες του τις αυθαιρεσίες, διότι άφηνε να εννοηθεί ότι λόγω της ιδιότητάς του ως αστυνομικός, έχει γνωριμίες που θα τον κάλυπταν σε κάθε περίπτωση. Θεωρώ ότι η συμπεριφορά του αυτή διασύρει το Σώμα, στο οποίο υπηρετεί και είναι έκθετος απέναντι σε όλους μας για όσα έκανε με προκλητικό τρόπο και ολοφάνερα μπροστά στα μάτια μας, μη σεβόμενος τους δύσκολους οικονομικούς καιρούς που διανύουμε” και 4) η τέταρτη (εκκαλούσα) στην από 11.5.2017 ένορκη διοικητική εξέταση μάρτυρα: “όσα ανέφερα στη Δ/νση Εσωτερικών Υποθέσεων… είναι αληθή. Ο ………..ως διαχειριστής της πολυκατοικίας από το 2012 μέχρι και το 2016 δεν ήταν τυπικός ως προς τις ενέργειές του, έχει αφήσει αναπάντητα ερωτήματα για το τι έκανε τα χρήματα που του καταβάλαμε ως κοινόχρηστα, μας ανάγκασε να καταβάλουμε υπερβολικά ποσά ως κοινόχρηστα για εργασίες που δεν δικαιολογούσαν τα εν λόγω ποσά και δεν εμφάνισε ποτέ του αποδεικτικά στοιχεία και παραστατικά, από τα οποία να προκύπτει πού κατέληξαν τα υπερβολικά ποσά που μας χρέωνε και του καταβάλαμε ως κοινόχρηστα. Πρόβαλε την αστυνομική του ιδιότητα με έμμεσο τρόπο, με σκοπό να δίνει την εντύπωση ότι μπορεί να ενεργεί όπως θέλει χωρίς να λογοδοτεί πουθενά. Ωστόσο, οι ενέργειές του σε καμία περίπτωση δεν τιμούν την ιδιότητά του ως αστυνομικού, ούτε το όποιο αξίωμα έχει στην υπηρεσία του. Θεωρώ ότι μας έχει εκμεταλλευθεί οικονομικά όλους τους ιδιοκτήτες της πολυκατοικίας με την αδιαφάνεια, με την οποία κινήθηκε ως διαχειριστής, εκμεταλλευόμενος την καλή μας διάθεση και το σεβασμό ή το φόβο που ίσως προκαλούσε λόγω του αστυνομικού αξιώματός του. Όλοι οι ιδιοκτήτες της πολυκατοικίας γνωρίζουν τις ενέργειές του, ωστόσο, έχει φροντίσει με διάφορε μεθοδεύσεις, είτε συνάπτοντας φιλικές σχέσεις με κάποιους από αυτούς είτε προκαλώντας τους εμμέσως φόβο και δισταγμό εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι αστυνομικός, να τους έχει πάρει με το μέρος τους, γι’ αυτό και δεν ξέρω αν τα όσα σας καταθέτω θα τα επιβεβαιώσουν και οι υπόλοιποι….”. Ως προς την αιτίαση ότι ο εφεσίβλητος προέβη στην απενεργοποίηση του ανελκυστήρα της πολυκατοικίας χωρίς δικαίωμα, η οποία αναφερόταν τόσο στην έγκληση, που υπέβαλαν στις 3.9.2016, σε βάρος του για αυτοδικία, η δεύτερη, ο τρίτος και η τέταρτη εκκαλούντες, όσο και στην από 24.10.2016 αναφορά – καταγγελία, που υπέβαλαν η πρώτη, η δεύτερη και η τέταρτη εκκαλούσες, ενώπιον της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ., αποδείχθηκε ότι ο πράγματι στις 2.9.2016, ο εφεσίβλητος, ως διαχειριστής της επί της οδού ….. πολυκατοικίας διέκοψε τη λειτουργία του ανελκυστήρα αυτής. Στην πράξη του αυτή ο εφεσίβλητος προέβη, ύστερα από την από 2.8.2016 ανακοίνωσή του, με την οποία ενημέρωνε τους ιδιοκτήτες και ενοικιαστές της πολυκατοικίας ότι, επειδή υπήρχαν οφειλές κοινοχρήστων από τα διαμερίσματα των πρώτης, δεύτερης και τέταρτης εκκαλούντων, συνολικού ποσού 733,21 ευρώ, από 1.8.2016 δεν υπάρχει συντηρητής για τον ανελκυστήρα και καλούσε τους ιδιοκτήτες, μέχρι τις 31.8.2016, να έχουν αποφασίσει ποιος θα αναλάβει τη διαχείριση της πολυκατοικίας, αλλιώς, από 1.9.2016 θα τον έκλεινε και θα ανέβαιναν όλοι με τα πόδια, καθώς δεν αναλάμβανε την ευθύνη λειτουργίας του χωρίς συντηρητή και χωρίς ασφαλιστήριο. Και μπορεί ο ανελκυστήρας της πιο πάνω πολυκατοικίας να χρειαζόταν να καταχωρηθεί στο σχετικό αρχείο, που τηρείται στις Διευθύνσεις Ανάπτυξης των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, σύμφωνα με την Κ.Υ.Α. 18425/1245/2008, ωστόσο, σύμφωνα και με την πιο πάνω ανακοίνωση του εφεσίβλητου, δεν ήταν αυτή η αιτία, που διέκοψε τη λειτουργία του ανελκυστήρα της πολυκατοικίας, όπου μένουν οι διάδικοι. Εξάλλου, στο από 3.10.2016 πιστοποιητικό περιοδικού ελέγχου εγκατάστασης ανελκυστήρα του διαπιστευμένου φορέα ελέγχου ανελκυστήρων “…………..” αναφέρεται ότι, κατά τον διενεργηθέντα στις 9.8.2016 έλεγχο, ήτοι προ της διακοπής του, ο πιο πάνω ανελκυστήρας πληρούσε τις απαιτήσεις της ανωτέρω Κ.Υ.Α., κάτι το οποίο ο εφεσίβλητος, ως διαχειριστής, γνώριζε, ενώ από τις αρχές του 2015 και μέχρι τη διακοπή του από τον τελευταίο λειτουργούσε χωρίς την καταχώρησή του στο ως άνω μητρώο. Άλλωστε, η λήψη του τιμολογίου από την εταιρία συντήρησης που επικαλείται ο εφεσίβλητος και η δήλωση του ανελκυστήρα στο αντίστοιχο μητρώο, εφόσον πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις της Κ.Υ.Α., ήταν μια τυπική διαδικασία, για την οποία δεν απαιτούνταν οικονομικές δαπάνες, όπως ισχυρίστηκε ο τελευταίος. Μάλιστα και ο …………., ο οποίος ανέλαβε, στις 12.9.2016, προσωρινά τη διαχείριση της πολυκατοικίας, ανέθεσε στην ίδια εταιρία τη συντήρηση και τη νομιμοποίηση του ανελκυστήρα, τον οποίο και δήλωσε στο σχετικό μητρώο. Εξάλλου, η ανωτέρω αιτιολογία, που όψιμα προέβαλε ο εφεσίβλητος για τη διακοπή του ανελκυστήρα (μη έκδοση τιμολογίου από την εταιρία συντήρησής του και αδυναμία για τη δήλωσή του στο σχετικό μητρώο), δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο έγγραφό του προς την εταιρία αυτή. Αντίθετα, με το από 9.8.2016 έγγραφό του προς την τελευταία ισχυρίζεται ότι δεν υπογράφει οποιοδήποτε έγγραφο για την πιστοποίηση του ανελκυστήρα, επικαλούμενος ότι οι δεύτερη και τέταρτη εκκαλούσες δεν αναγνώριζαν τις διαχειριστικές του πράξεις. Επομένως, ο πραγματικός λόγος που ο εφεσίβλητος διέκοψε τη λειτουργία του ανελκυστήρα, δεν ήταν η νομιμοποίηση του ανελκυστήρα, όπως όψιμα επικαλέστηκε, αλλά η δημιουργία προβλήματος στους εκκαλούντες, επειδή αντιδρούσαν διαμαρτυρόμενοι ως προς την καταβολή χρηματικών ποσών για κοινόχρηστες δαπάνες, που εκείνοι αμφισβητούσαν, ενώ κάλλιστα μπορούσε (ο εφεσίβλητος) να ολοκληρώσει τις ενέργειες για την καταχώριση του ανελκυστήρα στο σχετικό μητρώο ανελκυστήρων. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιρρωννύεται και από την ανακοίνωση που ανάρτησε ο εφεσίβλητος ένα μήνα μετά, τον Οκτώβριο του 2016, στην οποία ανέφερε “… Όποιος θέλει να έχει ασανσέρ να το πληρώσει ο ίδιος. Δεν θα ξαναπληρωθούν ΔΕΗ – ΕΥΔΑΠ. Δεν θα ανοίξει η θέρμανση. Το αποθεματικό που υπάρχει θα επιστραφεί στους ιδιοκτήτες ενυπογράφως. Όποιος διαφωνεί να πάει να κάνει μήνυση”, με την οποία συνέχισε να επικαλείται την ύπαρξη οικονομικών δυσχερειών για τη μη λειτουργία του ανελκυστήρα. Επομένως, ο ισχυρισμός που προβλήθηκε από τους δεύτερη, τρίτο και τέταρτη εκκαλούντες, με την από 3.9.2016 έγκλησή τους, όσο και από τις πρώτη, δεύτερη και τέταρτη εκκαλούσες, με την από 24.10.2016 αναφορά – καταγγελία τους, ότι δηλαδή ο εφεσίβλητος προέβη στην απενεργοποίηση του ανελκυστήρα της πολυκατοικίας χωρίς δικαίωμα, προκειμένου να τους εκδικηθεί, ήταν αληθής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας αντίθετα, δέχθηκε ότι ο ισχυρισμός αυτός συνιστά δυσφήμιση του τελευταίου, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης. Περαιτέρω, όσον αφορά στον ισχυρισμό ότι ο εφεσίβλητος λάμβανε αποφάσεις χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών ως προς την ανάθεση εργασιών στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας, ο οποίος περιλαμβανόταν στην από 24.10.2016 αναφορά – καταγγελία των πρώτης, δεύτερης και τέταρτης εκκαλούντων αποδείχθηκε ότι ήταν ψευδής. Και τούτο αφού, πλην των πρώτης, δεύτερης και τέταρτης εκκαλούντων, ιδιοκτητριών οριζόντιων ιδιοκτησιών της πολυκατοικίας, όπου διαμένουν οι διάδικοι, οι οποίες έχουν ποσοστό 97‰ η καθεμία επί της συνιδιοκτησίας αυτής (συνολικά 291‰), οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες, του εφεσίβλητου συμπεριλαμβανομένου, συμφωνούσαν για τις εργασίες που γίνονταν στην πολυκατοικία, για τις οποίες υπήρχε προηγούμενη ενημέρωση και συνεννόηση, ως προς το είδος των εργασιών, το πού θα αναθέτονταν αυτές και ποιο θα ήταν το κόστος τους. Τούτο αναφέρεται τόσο στην από 21.9.2017 έκθεση πορίσματος της Προκαταρκτικής Διοικητικής Εξέτασης, που διενεργήθηκε από την Αστυνόμο Β´ ………., όσο και στις ένορκες καταθέσεις διοικητικής εξέτασης ως μαρτύρων των υπόλοιπων ιδιοκτητών, ………… (ο ιδιοκτήτης ………….. δεν κατοικεί στην πολυκατοικία, δεν είχε άμεση αντίληψη και ενώ του φαίνονταν μεγάλες οι χρεώσεις, εντούτοις δεν διαφωνούσε με τις εργασίες, καταβάλλοντας τα κοινόχρηστα, που του αναλογούσαν). Αντίθετα, ο τρίτος εκκαλών, στην από 14.5.2015 ένορκη διοικητική εξέτασή του, ως μάρτυρας, δεν ανέφερε ότι ο εφεσίβλητος λάμβανε αποφάσεις χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών, αλλά χωρίς την σύγκληση της γενικής συνέλευσης, γεγονός το οποίο ήταν αληθές. Τέλος, οι πρώτη, δεύτερη και τέταρτη εκκαλούσες ισχυρίστηκαν με την από 24.10.2016 αναφορά – καταγγελία, ότι αγνοείται η τύχη των χρημάτων του αποθεματικού της πολυκατοικίας, ποσού 2.350 ευρώ, γεγονός το οποίο πρέπει να ελεγχθεί, να αποδοθούν ευθύνες και να υπάρξει κολασμός. Ως προς τον ισχυρισμό αυτόν αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος, πριν παραδώσει τη διαχείριση της πολυκατοικίας στην πρώτη εκκαλούσα, επέστρεψε στους ιδιοκτήτες οριζόντιων ιδιοκτησιών αυτής, πλην των πρώτης, δεύτερης και τέταρτης εκκαλούντων, τα ποσά του αποθεματικού, που είχαν καταβάλει. Από τα ποσά, που έπρεπε να λάβουν οι τελευταίες, αφαιρέθηκαν οι οφειλές κοινοχρήστων, που αυτές είχαν για τα έτη 2015 και 2016, τις οποίες δεν κατέβαλαν, επειδή ο εφεσίβλητος δεν τους επιδείκνυε τις αντίστοιχες αποδείξεις των πληρωμών, που είχε κάνει. Οι οφειλές αυτές των πιο πάνω εκκαλούντων συμψηφίστηκαν με την ανταπαίτηση που είχαν για την καταβολή των χρημάτων, που είχαν δώσει για το αποθεματικό της πολυκατοικίας. Ωστόσο, η απευθυντέα αυτή δήλωση περί συμψηφισμού περιήλθε στις ίδιες εκκαλούσες μετά την υποβολή της ως άνω αναφοράς – καταγγελίας, αφού τέτοια αναφορά (σε συμψηφισμό) γίνεται στις καταθέσεις μάρτυρα, που έδωσαν, το επόμενο έτος (2017), στο πλαίσιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης, που διενεργήθηκε σε βάρος του εφεσίβλητου. Εξάλλου, οι πρώτη, δεύτερη και τέταρτη εκκαλούσες δεν τελούσαν σε γνώση της αναλήθειας της μη επιστροφής του αποθεματικού στους υπόλοιπους ιδιοκτήτες, έως την κατάθεση της αναφοράς – καταγγελίας τους, όπως κατέθεσε και η πρώτη εκκαλούσα στην ένορκη διοικητική εξέτασή της ως μάρτυρα. Άλλωστε και στην ανακοίνωση που ανάρτησε ο εφεσίβλητος τον Οκτώβριο του 2016, δήλωνε απλά την πρόθεσή του, να επιστρέψει το αποθεματικό που υπήρχε, στους ιδιοκτήτες ενυπογράφως. Ούτε οι ανωτέρω εκκαλούσες τελούσαν σε γνώση της αναλήθειας του γεγονότος ότι ο εφεσίβλητος λάμβανε αποφάσεις χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών ως προς την ανάθεση εργασιών στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας. Τούτα δε, αφού του ζητούσαν λογοδοσία, τόσο με την από 17.5.2016 πρόσκληση σε έκτακτη γενική συνέλευση των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας, που έλαβε χώρα αρχικά στις 25.5.2016 και μετ’ αναβολή την 1.6.2016, χωρίς ωστόσο να παρευρεθεί προς τούτο ο εφεσίβλητος, όσο και με την από 23.6.2016 εξώδικη διαμαρτυρία, πρόσκληση και δήλωση, που του επιδόθηκε με θυροκόλληση, στις 5.7.2016, στην οποία επίσης δεν απάντησε. Επομένως, οι ισχυρισμοί αυτοί των ανωτέρω εκκαλουσών συνιστούν απλή δυσφήμιση, απορριπτομένων των αντίθετων λόγων της έφεσης και της αντέφεσης και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με διάφορη εν μέρει αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Αντίθετα, κρίνοντας το ίδιο δικαστήριο, ότι ο ισχυρισμός του τρίτου εκκαλούντος, στην από 14.5.2015 ένορκη διοικητική εξέτασή του, ως μάρτυρα, ότι ο εφεσίβλητος λάμβανε αποφάσεις χωρίς την σύγκληση της γενικής συνέλευσης, ήταν ψευδής, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης και ως ουσιαστικά βάσιμος. Σημειωτέον ότι δεν αποδείχθηκε πως η πιο πάνω καταγγελία – αναφορά, για την οποία κρίθηκε πειθαρχικά ελεγκτέος ο εφεσίβλητος (για απώλεια όλων των νόμιμων αποδείξεων και παραστατικών, που αφορούσαν στις κοινές δαπάνες των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας, μην έχοντας επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή κατά τη φύλαξή τους και μην έχοντας επιδείξει αυτές στους υπόλοιπους συνιδιοκτήτες, όπως όφειλε, δίνοντας αφορμή για διατύπωση εις βάρος του καταγγελιών και δυσμενών σχολίων, επιδεικνύοντας έτσι αναξιοπρεπή συμπεριφορά εκτός υπηρεσίας) και του επιβλήθηκε ανάλογη πειθαρχική ποινή, είχε ως αποτέλεσμα να μετακινηθεί από το Δικαστικό Μέγαρο Πειραιά, όπου υπηρετούσε, σε άλλη υπηρεσία. Εξάλλου, οι λοιποί φερόμενοι, με την αγωγή του εφεσίβλητου, ως δυσφημιστικοί ισχυρισμοί των εκκαλούντων δεν θα εξεταστούν, αφού δεν προβλήθηκε προς τούτο κάποιος σχετικός λόγος έφεσης ή αντέφεσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω αναφορά – καταγγελία των πρώτης, δεύτερης και τρίτης εκκαλουσών, ενώπιον της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ., σε βάρος του εφεσίβλητου, στην οποία περιέχονται οι δύο ανωτέρω δυσφημιστικοί ισχυρισμοί, έγινε κατ’ ενάσκηση του νόμιμου και συνταγματικά κατοχυρωμένου, δικαιώματός τους να αναφέρονται στις αρχές (άρθρο 10 του Συντ.), προκειμένου να διαφυλάξουν τα περιουσιακά και συμμετοχικά τους δικαιώματα, ως προς τα ζητήματα λήψης αποφάσεων και διαχείρισης του αποθεματικού, τα οποία ανέκυψαν στην ως άνω πολυκατοικία, όπου διέμεναν, όπως αυτά απορρέουν από τον Κανονισμό της, ενόψει της έλλειψης ενημέρωσής τους από τον εφεσίβλητο – διαχειριστή. Και τούτο, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, πριν προβούν στην κατάθεση της από 24.10.2016 αναφοράς – καταγγελίας τους, είχαν μεριμνήσει τόσο να συγκαλέσουν έκτακτη γενική συνέλευση των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας, με θέματα σχετικά με αυτά της αναφοράς, η οποία έλαβε χώρα αρχικά στις 25.5.2016 και μετ’ αναβολή την 1.6.2016, χωρίς όμως να παρευρεθεί ο εφεσίβλητος και να παράσχει λογοδοσία, όσο και να του κοινοποιήσουν, με θυροκόλληση, στις 5.7.2016, την από 23.6.2016 εξώδικη διαμαρτυρία, πρόσκληση και δήλωση, ζητώντας ενημέρωση και στοιχεία, επί των ζητημάτων, που θίγονται με την αναφορά – καταγγελία τους, στην οποία (ο εφεσίβλητος) επίσης δεν απάντησε. Εξάλλου, από τον τρόπο που εκδηλώθηκε το ως άνω νόμιμο καθήκον των εκκαλουσών αυτών, με την υποβολή της αναφοράς – καταγγελίας, δεν υπερέβη το αναγκαίο μέτρο, ούτε από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, ο οποίος κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής του εφεσίβλητου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του και περιφρόνηση αυτού, ενώ η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού των εκκαλουσών, δεν αποδείχθηκε ότι ασκήθηκε καταχρηστικά. Συνεπώς, συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 367 §1 εδ. γ του Π.Κ., που αφορά σε εκδήλωση, που έγινε για την εκτέλεση νόμιμου καθήκοντος, ένσταση η οποία παραδεκτά είχε προβληθεί από τις εκκαλούσες αυτές με τις πρωτόδικες προτάσεις τους και επαναφέρεται με σχετικό λόγο έφεσης, ενώ αντίθετα, δεν κρίνεται εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση η διάταξη του άρθρου 367 §2 εδ. β του Π.Κ., περί σκοπού εξύβρισης, ισχυρισμός ο οποίος παραδεκτά είχε προβληθεί από τον εφεσίβλητο καθ’ υποφοράν με την αγωγή του (βλ. σχετ. Α.Π. 1429/2019 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δεχόμενο την αντένσταση αυτή του εφεσίβλητου, στηριζόμενο στο ότι από τις αναφερόμενες φράσεις στις ένορκες διοικητικές καταθέσεις μάρτυρα, προκύπτει σκοπός εξύβρισης των εκκαλουσών αυτών, ενώ ο τελευταίος στήριξε την καθ’ υποφοράν υποβληθείσα αντένστασή του στην ύπαρξη σκοπού εξύβρισης μόνο στην αναφορά – καταγγελία και όχι και σε όσα κατέθεσαν οι τελευταίες και στις ένορκες διοικητικές καταθέσεις μάρτυρα (βλ. προτελευταία σελίδα της αγωγής του) και αφού απέρριψε την ένσταση των εκκαλουσών περί εκτέλεσης νόμιμου καθήκοντος, έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή του εφεσίβλητου, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνουν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι της έφεσης.

VΙΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αντέφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, ωστόσο, δεν θα επιβληθούν έξοδα σε βάρος του αντεκκαλούντος, επειδή οι αντεφεσίβλητοι δεν υποβλήθηκαν σε ιδιαίτερα έξοδα για την αντίκρουσή της. Επιπλέον, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη οριστική απόφαση 5383/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως προς τα ανωτέρω κεφάλαια, για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι της έφεσης. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η από 20.9.2017 αγωγή και να απορριφθεί αυτή ως ουσία αβάσιμη στο σύνολό της. Επίσης, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον τρίτο εκκαλούντα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το ………… ηλεκτρονικό παράβολο. Τέλος, η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί ως προς τη διάταξή της για τη δικαστική δαπάνη για όλα τα κεφάλαια της απόφασης, που αφορά στην ως άνω αγωγή, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής (Α.Π. 192/1998 Ελλ.Δ/νη 1998, σελ. 825, Α.Π. 748/1984 Ελλ.Δ/νη 1985, σελ. 642, Μαργαρίτης σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Τόμος Ι, άρθρα 535 αρ. 1 και 522 αρ. 13 και Βασ. Βαθρακοκοίλης ΚΠΟΛΔ Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο), Τόμος Γ, άρθρο 535, αρ. 4) και να καταδικαστεί ο ενάγων, στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των εναγομένων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός τους (άρθρα 69 §1, 68 §1, 63 §1 στοιχ. i περ. α του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Ωστόσο, ότι επειδή το αίτημα της αγωγής, κρίνεται υπέρογκο, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από τη δικηγόρο, ελλείψει πραγματικών στοιχείων, το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα, κατά την εκτίμηση του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 58 §5 του ν. 4194/2013, προσδιορίζει την νόμιμη αμοιβή, με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή (10.000 ευρώ από τον κάθε εναγόμενο).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την από 29.3.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2019 έφεση των ………. και την από 2.7.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../ 2019 αντέφεση του ….

Δέχεται αυτές τυπικά.

Απορρίπτει κατ’ ουσία την αντέφεση.

Διατάσσει την επιστροφή στον αντεκκαλούντα του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου των εκατόν (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Δέχεται κατ’ ουσία την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 5383/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ως προς το αίτημα για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, που αφορά στους ισχυρισμούς ότι: α) ο ενάγων προέβη στην απενεργοποίηση του ανελκυστήρα της πολυκατοικίας χωρίς δικαίωμα, που προβλήθηκε από όλους τους εναγόμενους, β) αγνοείται η τύχη των χρημάτων του αποθεματικού της πολυκατοικίας, που κατείχε ο ενάγων, που προβλήθηκε από τις πρώτη, δεύτερη και τέταρτη εναγόμενες και γ) ο ενάγων λάμβανε αποφάσεις χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών ως προς την ανάθεση εργασιών στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας, που προβλήθηκε από τις πρώτη, δεύτερη και τέταρτη εναγόμενες, καθώς και ότι η ανάθεση των ως άνω εργασιών γινόταν χωρίς την σύγκληση της γενικής συνέλευσης, που προβλήθηκε από τον τρίτο εναγόμενο.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 20.9.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2017 αγωγή, ως προς τα ανωτέρω.

Απορρίπτει την αγωγή ως προς το αίτημα αυτό.

Διατάσσει την επιστροφή στον τρίτο εκκαλούντα, …….., του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου των εκατόν (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και

Καταδικάζει τον ενάγοντα – ………. στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων (2.400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 21 Απριλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ