Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 218/2021

Αριθμός   218/2021

ΤΟ   ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών,  Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη-Εισηγήτρια και Μαρία Δανιήλ, Εφέτη,   και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την  …………….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο, Μαρία Ντούμα  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», 2) Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», 3) Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», 4)  Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», 5)  Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», 6) Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», 7) Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………….»,  ………….., εκπροσωπήθηκαν δε από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Αθανάσιο Κανελλόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ), 8) Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………..», ………….., 9) …………, ατομικά και με την ιδιότητά του, του νομίμου εκπροσώπου της 8ης ως άνω εταιρείας, …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Παναγιώτη Χιωτέλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και  10) …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Παναγιώτη Κάσση.

Ο εκκαλών από κοινού με την, μη διάδικο στην παρούσα δίκη, ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «……….» άσκησαν ενώπιον του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  25.3.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4150/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο δεύτερος εκ των εναγόντων και ήδη εκκαλών με την από  11.10.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2018) αγωγή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  ………./2019)  αρχικά η 6η.2.2020, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του δέκατου εκ των εφεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Φέρεται προς κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, Δικαστηρίου η με αριθμ. έκθ. κατάθ. ………./2018 έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος  κατά της  με  αριθμό  4150/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δημοσιεύθηκε  στις 6-9-2018, κατόπιν συζήτησης της με αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2017 αγωγής, με την τακτική διαδικασία και αντιμωλία των διαδίκων. Ενόψει του ότι η έφεση  ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα  άρθρα 495,  511, 513, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, μέσα στην προθεσμία των δυο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, δεδομένου ότι δεν προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας ούτε άλλωστε και οι διάδικοι  επικαλούνται   επίδοση αυτής,   κατατέθηκε το προβλεπόμενο στο άρθρο 495 παρ. 3Αα ΚΠολΔ παράβολο για την άσκησή της, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω,  κατά την ίδια, τακτική, διαδικασία (άρθρα 522  και 533 του ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα διαγραφόμενα από αυτούς όρια (άρθρο 522 ΚΠολΔ)

Ο ενάγων,  από κοινού με την ναυτική εταιρία με την επωνυμία «……….», άσκησαν την  προαναφερόμενη αγωγή στην οποία ισχυρίζονται ότι ο πρώτος είναι νόμιμος εκπρόσωπος και κύριος μέτοχος της δεύτερης καθώς και των εταιριών «………» και  της υπεράκτιας «…….», οι οποίες ανήκουν στον  όμιλο «……….» -με επικεφαλής τον ίδιο- και στα συμφέροντα αυτού και  μελών της οικογένειάς του. Ότι ο ένατος των εναγομένων, νόμιμος εκπρόσωπος της όγδοης  εναγόμενης εταιρίας, η οποία ως νεοσύστατη δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις συμμετοχής στον δημόσιο διαγωνισμό  που προκήρυξε ο όμιλος ……… για την ανάθεση της διαχείρισης των πλοίων των εναγόμενων πλοιοκτητριών εταιριών  κατά το έτος 2016 και περιγράφονταν στην  από 11-12-2015 πρόσκληση, προσέγγισε τον ενάγοντα και του πρότεινε την από κοινού συμμετοχή της  εν λόγω εναγομένης και της (πρώτης) ενάγουσας εταιρίας  καθώς  και δυο ακόμα εταιριών του ομίλου του, που πληρούσαν τις αντίστοιχες προϋποθέσεις, ώστε παρουσιάζοντας κοινά στοιχεία με την όγδοη εναγομένη  να επιτύχει τον σκοπό του ήτοι την συμμετοχή της τελευταίας στο διαγωνισμό. Ότι προκειμένου  να πειστεί ο ενάγων να συμμετάσχει στον διαγωνισμό, ο ένατος εναγόμενος τον διαβεβαίωσε ψευδώς ότι οι (συμμετάσχουσες) εταιρίες του ομίλου του θα ασκούσαν αποκλειστικά τη διαχείριση των πλοίων και θα είχαν μεγάλο οικονομικό όφελος, τουλάχιστον 500.000 ευρώ, ενώ η όγδοη εναγομένη θα περιοριζόταν στην κάλυψη των οικονομικών απαιτήσεων. Ότι ο ίδιος αποδέχθηκε την εν λόγω πρόταση πεισθείς στις υποσχέσεις του ένατου εναγομένου που διαβεβαίωνε ότι ήταν εξασφαλισμένη, λόγω προσωπικών γνωριμιών του, η ανάθεση της επίμαχης διαχείρισης των πλοίων των λοιπών εναγόμενων εταιριών στην όγδοη εξ αυτών. Ότι πράγματι υπογράφηκαν οι εμπεριεχόμενες στην αγωγή συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης των πλοίων  μεταξύ των εναγόμενων πλοιοκτητριών εταιριών και της όγδοης εναγομένης στις οποίες ωστόσο τέθηκε ως διαλυτική αίρεση, η μη εκπλήρωση της οποίας ορίστηκε ότι θα επιφέρει αυτοδικαίως την αναίρεση της εν λόγω ανάθεσης, η προσκόμιση από την διαχειρίστρια-όγδοη εναγόμενη, συμβάσεων συνεργασίας με τις άνω αναφερόμενες εταιρίες του ομίλου του ενάγοντος. Ότι  προς το σκοπό αυτό και προς υλοποίηση των όσων συμφωνήθηκαν  πριν την εν λόγω ανάθεση,  αφενός μεν υπογράφηκε η από 21-3-2016 σύμβαση έργου μεταξύ του ενάγοντος με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου των τριών εταιριών του ομίλου του και του ένατου εναγομένου με την ιδιότητα, ομοίως, του νομίμου εκπροσώπου της όγδοης εναγομένης, με την οποία η τελευταία, ως κυρία του έργου αναθέτει στις εργολήπτριες τρεις εταιρίες, το περιγραφόμενο στο κείμενό της έργο που αφορά θέματα τεχνικά,  διαχειριστικά, ασφάλειας και πληρώματος  δεξαμενόπλοιων και πλοίων LPG και αφετέρου συμφωνήθηκε προφορικά μεταξύ των ίδιων όπως και παραπάνω φυσικών προσώπων, το ποσό της αμοιβής των εργολάβων εταιριών και ο τρόπος καταβολής της . Ότι αν και οι τρεις εταιρίες του ομίλου  «……….» προέβησαν σε όλες τις συμφωνηθείσες ενέργειες που απαιτήθηκαν για την ανάθεση της διαχείρισης στην όγδοη και μάλιστα με έναρξη αυτής νωρίτερα από τον ορισθέντα στον διαγωνισμό χρόνο, στις 21-3-2016 αντί στην 1-4-2016, αν και εκτέλεσαν το συμφωνηθέν έργο επιτυχώς επί ένα μήνα, οι εναγόμενοι κατόπιν σχετικής  μεταξύ τους συνεννόησης προέβησαν στις περιγραφόμενες στο αγωγικό δικόγραφο ενέργειες  που οδήγησαν στην κατόπιν ψευδών διαβεβαιώσεων περί επιστροφής τους μετά από έλεγχο, αφαίρεση των φακέλων διαχείρισης των πλοίων των εναγομένων εταιριών από τα γραφεία της  ενάγουσας εταιρίας και ενώ ο ενάγων απουσίαζε στο εξωτερικό καθώς και την απόσπαση υπαλλήλων των εταιριών του με την υπόσχεση υπέρτερων αποδοχών. Με βάση το ιστορικό αυτό και  όπως  αναλυτικότερα εκτίθεται στην αγωγή, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενες πλοιοκτήτριες εταιρίες με τους νόμιμους εκπροσώπους τους και τις προστηθείσες υπαλλήλους τους από κοινού με τον ένατο εναγόμενο, νόμιμο εκπρόσωπο της όγδοης εναγομένης και τον δέκατο εναγόμενο προστηθέντα του προηγούμενου, διέπραξαν, κατά το χρονικό διάστημα Δεκέμβριος 2015 έως Μάρτιος 2016, σε βάρος του ενάγοντος ατομικά και ως νόμιμου εκπροσώπου  της ενάγουσας εταιρίας, το αδίκημα της απάτης με μοναδικό  σκοπό να πειστεί αυτός να συμβληθεί μαζί τους ώστε να επιτευχθεί η συμμετοχή της όγδοης στον προαναφερόμενο διαγωνισμό ενώ δεν σκόπευαν να τηρήσουν τις λοιπές επιμέρους συμφωνίες. Ότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων οι ενάγοντες υπέστησαν περιουσιακή ζημία συνιστάμενη στην απωλεσθείσα αμοιβή από την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης καθώς και  ηθική βλάβη και επιδιώκουν κατά την κύρια βάση της αγωγής τους την αποκατάσταση αμφοτέρων ζητώντας να υποχρεωθεί η όγδοη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα εταιρία το ποσό των 45.000 ευρώ που αντιστοιχεί στις υπηρεσίες διαχείρισης που παρείχε για ένα μήνα και περαιτέρω, όπως παραδεκτά περιόρισαν το αίτημά τους,  να  αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται οι σ’ ολόκληρον  ευθυνόμενοι εναγόμενοι, να καταβάλουν ως αποζημίωση για την  περιουσιακή της ζημία στην ενάγουσα το (ως προσδοκώμενο όφελος) ποσό 495.000 ευρώ  και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης αυτής το ποσό των 100.000 ευρώ  στον δε ενάγοντα το ποσό  των 50.000 ευρώ, ενώ κατά τις επικουρικές βάσεις της αγωγής επιδιώκουν, επικαλούμενοι συμβατική ευθύνη των εναγομένων, την καταβολή του ποσού των 495.000 ευρώ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την αγωγή ως αόριστη για την ενάγουσα εταιρία και ως απαράδεκτη για τον ενάγοντα λόγω έλλειψης  της διαδικαστικής προϋπόθεσης   της ενεργητικής  νομιμοποίησης αυτού,  κρίνοντας, με βάση τα ιστορούμενα στην αγωγή, ότι άμεσα ζημιωθείσα από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων είναι η ενάγουσα εταιρία καθώς ο ενάγων, με την ιδιότητα του  νόμιμου εκπροσώπου της, δεν νομιμοποιείται, ως έμμεσα ζημιωθείς από την αδικοπραξία των εναγομένων, να ζητήσει αποκατάσταση  ηθικής βλάβης για τον εαυτόν του.

Ο ενάγων με την ενώπιον μας έφεσή του παραπονείται για την απορριπτική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ζητά για τους αναφερόμενους στο εφετήριο δικόγραφο λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται ορθά από το Δικαστήριο, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προς το σκοπό αποδοχής της αγωγής του και περαιτέρω με αίτημα παραδεκτά υποβληθέν με τις προτάσεις της παρούσας συζήτησης, την αναβολή αυτής ενόψει μηνύσεων που έχουν κατατεθεί μεταξύ των αντιδίκων.

Ι.  Σύμφωνα με το άρθρο 250 ΚΠολΔ, αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή, που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία. Η ρύθμιση της διάταξης αυτής, χωρίς να θεσμοθετεί υποχρέωση, παρέχει τη  δυνατότητα στο δικαστήριο και στην κατ` έφεση δίκη (ΑΠ 680/1994, ΕλλΔνη 36.1104, ΑΠ 678/1998, ΕΕργΔ 47.297, ΕΑ 3221/2006 τνπ «ΝΟΜΟΣ»), να αναβάλει με απόφασή του τη συζήτηση της υπόθεσης, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση διαδίκου, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική δίκη, η οποία επηρεάζει, με  οποιοδήποτε τρόπο, τη διάγνωση της ενώπιον του αστικής διαφοράς (ΑΠ 1479/1984, ΕλλΔνη 26,646). Προϋπόθεση της εν λόγω αναβολής ωστόσο είναι αφενός και ιδίως,  η ύπαρξη  εκκρεμούς ποινικής αγωγής, αφετέρου δε επηρεασμός της ποινικής αγωγής στη διάγνωση αστικής διαφοράς (ΕφΑθ 1504/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3221/2006, ΕλλΔνη 2009, 274), θεωρείται δε εκκρεμής η ποινική αγωγή, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και έχει διαταχθεί προανάκριση ή κύρια ανάκριση, χωρίς να επηρεάζει για την αποδοχή του αιτήματος  το γεγονός της  εισαγωγής ή όχι της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά το χρόνο της έκδοσης της αναβλητικής απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων αιτούμενος την εφαρμογή του άρθρου 250 ΚΠολΔ αναφέρεται στην κατάθεση μηνύσεων μεταξύ των αντιδίκων, αλλά, για το παραδεκτό του αιτήματός του, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν εκθέτει αν με βάση τις εν λόγω μηνύσεις,  έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και έχει διαταχθεί ανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση. Κατά συνέπεια  της έλλειψης αυτής το αίτημα περί αναβολής της δίκης είναι απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο.

ΙΙ.   Ως νομιμοποίηση των διαδίκων (άρθρο 68 ΚΠολΔ), η οποία συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή για βιοτική σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή με αντικείμενο, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενο της και η οποία έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια, δικαίωμα ή υποχρέωση, ή, δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του ώστε, αν δεν εκτίθενται στην αγωγή περιστατικά ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων, στοιχείο  που ερευνάται  και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 73 ΚΠολΔ), η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ενώ, αν εκτίθενται αλλά δεν αποδεικνύονται τα θεμελιωτικά της νομιμοποίησης περιστατικά, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη,  η δε απόκρουση της νομιμοποίησης από τον εναγόμενο αποτελεί άρνηση και όχι ένσταση. Η εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση συνιστά ουσιαστική προϋπόθεση παροχής δικαστικής προστασίας, η δε παραβίαση της εμπίπτει στον αναιρετικό λόγο για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου (ΑΠ 75/2018,  ΑΠ 1157/2017, ΑΠ 981/2017, ΑΠ 772/2014, ΑΠ 2172/2013, ΑΠ 1831/2011, ΑΠ 1383/2010, ΕφΔωδ 134/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 378/2016 και  525/2015 τνπ  ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534, 8107/2001 ΕλλΔνη 2003.225, ΕφΘεσσ 1857/2003 Αρμ 2005.372, ΕΠ 151/2000 ΝΟΜΟΣ και 318/1998 ΕλλΔνη 1998.920).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 34 του ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. «Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρου 61 του ΑΚ να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου…. Επομένως νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία από εκείνη των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ` αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρ. 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους». (ΟλΑΠ 2/2013). Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ προκύπτει ότι αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία έχει, κατά κανόνα, μόνον ο αμέσως ζημιωθείς, εκείνος δηλαδή που προσβλήθηκε άμεσα  στα δικαιώματα και στα έννομα  γενικώς και προστατευόμενα συμφέροντά του. Επί  αδικοπραξίας τρίτου, στρεφόμενης κατά εταιρίας με νομική προσωπικότητα όπως είναι η ανώνυμη εταιρία και η εταιρία περιορισμένης ευθύνης,  άμεσα ζημιωθείς είναι το ίδιο το  νομικό  πρόσωπο της εταιρίας και όχι οποιοσδήποτε εταίρος αυτής, που αντανακλαστικά και μόνο ζημιώνεται από την αδικοπραξία σε βάρος της εταιρίας, η οποία μόνον  δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και όχι τα μέλη αυτής και μάλιστα είτε η αδικοπραξία έχει τελεσθεί από τρίτο πρόσωπο είτε από τα ίδια τα μέλη της εταιρίας, είτε από τον νόμιμο εκπρόσωπό της ή διαχειριστή της και αυτό γιατί άμεσα παθόν, όπως αναφέρθηκε είναι το νομικό πρόσωπο ως αυτοτελές υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, διαφορετικό από τους εταίρους (ΑΠ 1218/2016 τνπ « ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1648/2014 τνπ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 2172/2013 τνπ  ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1831/2011 τνπ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 895/2008 τνπ ΝΟMOΣ, ΑΠ 1296/2007 τνπ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ΑΠ 1947/2006 ΔΕΕ 2007.446,  ΕφΠατρ 397/2009 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 485/2006 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσ 1331/2005 τνπ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση και σύμφωνα με όσα ο ίδιος ο ενάγων εκθέτει στην ιστορική βάση της αγωγής του-η οποία οριοθετείται με την επέλευση της εκκρεμοδικίας και δεν επιτρέπεται έκτοτε η μεταβολή της με την προσθήκη σε άλλο δικόγραφο, της πρώτης ή μεταγενέστερης συζήτησης, νέων πραγματικών περιστατικών (άρθρα 221 και 224 ΚΠολΔ)-η συναλλακτική επαφή μεταξύ του ίδιου και του όγδοου εναγόμενου έγινε με την ιδιότητα αυτού ως νομίμου  εκπροσώπου της ενάγουσας εταιρίας και όχι ατομικά ως διακεκριμένου των εταιριών του, προσώπου. Οι φερόμενες από τους εναγομένους απατηλές, ψευδείς, διαβεβαιώσεις ως προς την μελλοντική συνεργασία τους και τα εξ αυτής οικονομικά οφέλη, αφορούσαν την μεταξύ των εταιριών, της ενάγουσας και των λοιπών δυο εταιριών που ανήκαν στον όμιλο  «…………»  αφενός  και της όγδοης εναγομένης αφετέρου,  συνεργασία καθώς η τελευταία και ο νόμιμος εκπρόσωπός της, ένατος εναγόμενος, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο,  απέβλεπαν στην φήμη, την ικανότητα, την εμπειρία, το προσωπικό και την τεχνογνωσία που διέθεταν οι τρεις άνω αναφερόμενες εταιρίες ανήκουσες στον ίδιο όμιλο συμφερόντων και μάλιστα όχι αποκλειστικά του ενάγοντος αλλά και  μελών της οικογένειάς του. Σε κανένα σημείο της κρινόμενης αγωγής δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά σύμφωνα με τα οποία οι εναγόμενοι απέβλεπαν με τις πράξεις τους στον  ενάγοντα προσωπικά και διακεκριμένα από τις εταιρίες του καθώς και στην πρόκληση ζημίας στην φήμη του ίδιου ατομικά. Αντίθετα σύμφωνα με την αγωγή ο σκοπός των εναγομένων ήταν η εξασφάλιση της συμμετοχής του έμπειρου ομίλου  του οποίου ήταν επικεφαλής ο ενάγων στον διαγωνισμό του ομίλου ………. και η οποία (συμμετοχή), στη συνέχεια,  θα εξασφάλιζε την συμμετοχή της όγδοης εναγομένης στο διαγωνισμό για τη διαχείριση των πλοίων του ομίλου στον οποίο ανήκουν οι πρώτες επτά εναγόμενες πλοιοκτήτριες εταιρίες, οι δε απαιτούμενες για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού διαπραγματεύσεις τόσο στο προσυμβατικό στάδιο όσο και στο συμβατικό, κατά την κατάρτιση των απαιτούμενων συμφωνιών, γίνονταν από τα φυσικά πρόσωπα στα οποία είχε ανατεθεί κατά το καταστατικό των νομικών προσώπων  η εκπροσώπηση και διαχείριση των υποθέσεών τους, ως εκφραστών της βούλησης αυτών.  Εξάλλου κανένα περιστατικό άμεσης βλάβης του ενάγοντος στα ατομικά του συμφέροντα δεν εκτίθεται στην αγωγή, πέραν των συνεπειών από την μη τήρηση των συμφωνηθέντων μεταξύ των διαδίκων τα οποία είτε προφορικώς  είτε γραπτώς εκφρασθέντα, αφορούσαν τα νομικά πρόσωπα και συγκεκριμένα της ενάγουσας ναυτικής εταιρίας του ν. 959/1979 αφενός και των εναγομένων αφετέρου. Ο ενάγων ουδόλως εκθέτει στην αγωγή του ότι η απατηλή συμπεριφορά των τελευταίων αποσκοπούσε να επιτύχει  την προσωπική λόγω των ικανοτήτων του, της εμπειρίας του ή της φήμης του εμπλοκή αυτού  στον εν λόγω διαγωνισμό ώστε να εξασφαλιστεί η ανάθεση της διαχείρισης στην όγδοη εναγομένη, άλλωστε ο ίδιος εκθέτει στην αγωγή του ότι, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις του ένατου εναγομένου, η ανάθεση στην όγδοη εναγομένη ήταν εξασφαλισμένη λόγω των προσωπικών γνωριμιών του τελευταίου (ένατου εναγομένου),  αρκεί η εταιρία του να μπορούσε να ανταποκριθεί στην απαιτούμενη από το έργο της διαχείρισης των πλοίων, τεχνογνωσία, προϋπόθεση που επιδίωξε και κάλυψε  με την συμμετοχή των εταιριών που νόμιμα εκπροσωπούσε ο ενάγων και οι οποίες την διέθεταν. Ορθά επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι άμεσα πληγείσα από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων είναι η ενάγουσα εταιρία, η οποία συνεπεία αυτής απώλεσε τη συμφωνηθείσα αμοιβή και όχι ο ενάγων μέλος και νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου της που θεωρείται εμμέσως, εξ αντανακλάσεως, ζημιωθείς και κατά συνέπεια ορθά έκρινε περαιτέρω ότι μόνο η ενάγουσα νομιμοποιείται να εγείρει την υπό κρίση αγωγή προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η ίδια και μόνο στα έννομα συμφέροντά της και απέρριψε αυτήν λόγω έλλειψης  ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, όπως η έννοια αυτής αναλύεται στις προηγηθείσες σκέψεις  και όσα αντίθετα υποστηρίζει με την έφεσή του ο ενάγων είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα, όπως και η έφεση στο σύνολό της. Τέλος και κατόπιν παραδοχής σχετικού αιτήματος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα αυτών, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος ενάγοντος-εκκαλούντος, όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό και  να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση  της εφέσεως   στο Δημόσιο Ταμείο,  ομοίως σύμφωνα με το διατακτικό (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων και με  την τακτική διαδικασία την  με αριθμ. έκθ. κατάθ. ………../2018 έφεση κατά της  με  αριθμό  4150/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  αυτήν  κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων – εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος του ενάγοντος-εκκαλούντος, τα οποία ορίζει σε πέντε χιλιάδες  (5.000) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ………… ηλεκτρονικού παραβόλου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 11η Μαρτίου 2021   και δημοσιεύθηκε στις 9 Απριλίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ