Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 226/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός  απόφασης  226/ 2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Μπερσή Εφέτη, Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………………….,  για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ :

ΤΗΣ   ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:  ……….,  η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Ειρήνη Κρητσιώτη.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ  : 1) ………, 2) ………και 3) …………. οι οποίοι  εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια τους δικηγόρο Στεφάνια Γιαννακολουκά.

Οι  ενάγοντες  και ήδη εφεσίβλητοι   άσκησαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την  από 7-3-2017  και με αριθμό καταθ. ………/2017 αγωγή τους,  επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 2444/2018 απόφαση του άνω  Δικαστηρίου, που έκανε αυτή δεκτή.

Κατά της απόφασης αυτής  παραπονείται  η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα  με την από 24-9-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ../2018 έφεσή της, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε αρχικά  για τη δικάσιμο της 10-10-2019 και μετά από αναβολή,  γι΄αυτήν  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους.

AΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από την ως άνω διάταξη με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατ’ απόφασης που εκδόθηκε ερήμην   του εκκαλούντος και  είχε συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή (άρθρα 271, 272 § 1 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ο δε εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που  μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς, να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, η συζήτηση ενώπιον του οποίου γίνεται πλέον προφορικά. Αν ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης,  χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 476/2017, ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 1906/2008, ΕφΠειρ 449/2018 ΤΝΠ ΔΣΑ,  ΕφΠειρ 67/2016,  ΕφΑνατΚρητ 61/2015, ΕφΠειρ 336/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μπαλογιάννη σε Απαλαγάκη ΕρμΚΠολΔ άρθρο 528 αρ.3 σ.1468,  Πανταζόπολος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα άρθρο 528 αρ.2-3).

Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται στο παρόν Δικαστήριο  η  από 24-9-2018 και με αριθ.καταθ.  ………../2018 έφεση  της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας, κατά της με αρ. 2444 /2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  που εκδόθηκε ερήμην αυτής, κατά την τακτική διαδικασία. Η έφεση  έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα,  δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις 25-7-2018  (βλ.  την σχετική επισημείωση του δικ. επιμελητή . ……, στο αντίγραφο της απόφασης που επιδόθηκε), η δε κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 12.11.2018 (άρθρο 518 § 1 ΚΠολΔ) κι επιπλέον έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το με αρ. ………….  e – παράβολο, το οποίο πληρώθηκε). Η εκκαλούσα εξάλλου, αρνείται την   αγωγή και πλήττει την εκκαλούμενη απόφαση, μεταξύ άλλων, για  εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (4ος λόγος έφεσης), οπότε η έφεση πρέπει  να γίνει τυπικά και ουσιαστικά  δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, με βάση τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, αφού δε κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, κατά το μέρος, κατά το οποίο μεταβιβάσθηκε σ’αυτό με την έφεση,  να ερευνηθεί η αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα. Λόγω και της ουσιαστικής παραδοχής της έφεσης πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην  εκκαλούσα, που κατέθεσε αυτό (άρθρο  495 § 3 ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες εξέθεταν στην  από 7-3-2017, και με αρ. καταθ. ………./2017 αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση,  ότι την 17/10/1993, απεβίωσε στην Κηφισιά Αττικής ο  …………, κάτοικος εν ζωή Κορυδαλλού, καταλείποντας πλησιέστερους συγγενείς :  τους ενάγοντες, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους  του κατά ποσοστό 1/9 τον καθένα  εξ αδιαιρέτου (μέσω της κληρονομίας  του μεταποβιώσαντος πατέρα τους)  ως εγγόνους   της προαποβιωσάσης αδελφής του θανόντος  ………., της οποίας  τέκνο ήταν ο μεταποβιώσας (μετά το θάνατο του ………)  ανηψιός του θανόντος, …….. πατέρας αυτών κι επιπλέον  τους εγγόνους ομοίως της  αδελφής του θανόντος  …….,  …… σύζυγο ………, τέκνο του μεταποβιώσαντος ανηψιού του θανόντος ………., κατά ποσοστό 3/9 εξ αδιαιρέτου,  καθώς και τους  ………, …….. και ……. σύζυγο ……, το γένος …….., τέκνα  του μεταποβιώσαντος ανηψιού του ενάγοντος …….., τον καθένα  κατά ποσοστό 1/9 εξ αδιαιρέτου. Ότι  ο θανών  φέρεται να άφησε την από 12-6-1993  ιδιόγραφη διαθήκη του,  η οποία δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 408/1999 πρακτικού του,  με την οποία εγκαθιστούσε την εναγομένη μοναδική κληρονόμο του επί του συνόλου της περιουσίας του, που αποτελείτο αφενός από  οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα, επιφανείας 35,59 τμ, που βρίσκεται επί της οδού ………. στον Κορυδαλλό Αττικής με  ΚΑΕΚ ……….., όπως περιγράφεται ειδικότερα στην αγωγή  και αφετέρου από χρηματική κατάθεση, στον υπ’αριθμ. ……. λογαριασμό του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου (κατάστημα Νίκαιας)  ο οποίος εμφάνιζε πιστωτικό  υπόλοιπο  την 17.10.1993 5.811.022 δρχ. (ή 17.053,62 ευρώ). Ότι  η επίδικη ως άνω διαθήκη δεν έχει γραφεί και υπογραφεί  από τον  θανόντα  ιδιοχείρως, αλλά αντίθετα  έχει πλαστογραφηθεί από άγνωστο τρίτο πρόσωπο, με συνέπεια να  είναι άκυρη. Ότι η εναγόμενη  κατέχει και κατακρατεί το κληρονομιαία ως άνω ακίνητα ως κληρονόμος του  ανωτέρω αποβιώσαντος αντιποιούμενη το κληρονομικό δικαίωμα των ίδιων, από το έτος 1999 κι επιπλέον έχει εισπράξει  τα χρήματα του τραπεζικού λογαριασμού του . …………….  Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά ζήτησαν :  α) Να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 12/6/1993 φερόμενης ως ιδιόγραφης διαθήκης του . ……………, β) να αναγνωριστεί η ανυπαρξία του κληρονομικού δικαιώματος της εναγομένης και αντιστοίχως η ύπαρξη του κληρονομικού δικαιώματος των εναγόντων, γ) Να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους αποδώσει τη νομή του περιγραφόμενου στην αγωγή κληρονομιαίου ακινήτου, άλλως, σε περίπτωση αδυναμίας απόδοσης, να υποχρεωθεί να καταβάλει σε καθέναν εκ των εναγόντων το ποσό των 2.467,57 €, που αντιστοιχεί στο 1/9 της αντικειμενικής του αξίας  δ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 1.894,84 €, το οποίο αντιστοιχεί στο 1/9 του κληρονομιαίου τραπεζικού λογαριασμού του  ……………, (ήτοι 17.053,62 ευρώ : 9), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, ε) να υποχρεωθεί να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 4.800 ευρώ, που αντιστοιχεί στο 1/9 των ωφελημάτων που αυτή αποκόμισε από την εκμετάλλευση του κληρονομιαίου ακινήτου, κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 1999 μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, στ) να απαγορευθεί κάθε διατάραξη των εναγόντων στο μέλλον με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης και να καταδικασθεί στα δικαστικά τους έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την  εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε  ως απαράδεκτo, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος το αίτημα αναγνώρισης της ανυπαρξίας κληρονομικού δικαιώματος της εναγόμενης (β i),  ως αόριστο το αίτημα καταβολής των ωφελημάτων (ε) και ως μη νόμιμα το επικουρικό αίτημα καταβολής του ποσού των 2.467,56 € σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης  του ακινήτου  (δ ii)  και διατάραξης με  απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης (στ).   Οι άνω  απορριπτικές διατάξεις της αγωγής της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου,  δεν θίγονται με έφεση από πλευράς των εναγόντων, ώστε δεν έχουν μεταβιβασθεί  στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (άρθρο 522) κι έχουν καταστεί τελεσίδικες.   Κατά τα λοιπά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή λόγω του τεκμηρίου  ερημοδικίας της εναγόμενης, αναγνώρισε την ακυρότητα της επίδικης διαθήκης,  το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα των εναγόντων κατά ποσοστό 1/9 εξ αδιαιρέτου και υποχρέωσε την εναγόμενη να αποδώσει στους ενάγοντες κατά το άνω ποσοστό το ακίνητο που ανήκε στον θανόντα και να καταβάλει στον καθένα από τους ενάγοντες, το ποσό των 1.894,84 €, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την ένδικη έφεσή της παραπονείται κατά της απόφασης για λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικότερα αμφισβητεί την ιδιότητα των εναγόντων ως πλησιέστερων συγγενών του θανόντος  και αρνείται την αγωγή, ισχυριζόμενη ότι η διαθήκη που αποδίδεται στο θανόντα είναι γνήσια.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1718 και 1721 § 1 εδ.  ΑΚ. σαφώς συνάγεται ότι είναι άκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη εφόσον αυτή δεν έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη και δεν έχει χρονολογηθεί και υπογραφεί απ’ αυτόν. Ο νόμος απαίτησε την καθ’ ολοκληρία γραφή της ιδιόγραφης διαθήκης από το χέρι του ίδιου του διαθέτη προς διασφάλιση της γνησιότητας και του περιεχομένου της τελευταίας βούλησης του διαθέτη, μη επιτρέποντας την επέμβαση ξένης χειρός σ’ αυτήν, και, εφόσον δεν διακρίνει, απαιτείται να είναι ιδιοχείρως γραμμένη ολόκληρη η διαθήκη απ’ αρχής μέχρι τέλους, το οποίο επισημαίνεται με την επίσης ιδιοχείρως γραμμένη υπογραφή του διαθέτη (ΑΠ 463/2019, ΑΠ 579/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου την ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο και τέτοιο  έχουν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη,  αφού αποκτούν αμέσως  την περιουσία του διαθέτη (ΑΠ 988/2917, ΑΠ 1063/2006 ΕλΔ 47.1417 και ΕφΑθ 4896/2003 ΕλΔ 45.498).  Περαιτέρω, από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις προκύπτει ότι αυτός που ζητεί τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της ιδιόγραφης διαθήκης, αρκεί να επικαλεσθεί την έλλειψη κάποιου από τα παραπάνω ουσιώδη στοιχεία του κύρους εκείνης. Προσβολή συγχρόνως της διαθήκης ως πλαστής δεν είναι αναγκαία, αφού αυτή είναι εξίσου άκυρη και όταν δεν είναι πλαστή, όπως συμβαίνει ότι γράφηκε από τρίτο με υπαγόρευση του διαθέτη, οπότε χωρίς να  είναι πλαστή, είναι άκυρη (ΤρΕφΔωδ 84/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της υπογραφής σ’ αυτή, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο γράφτηκε ιδιοχείρως από το διαθέτη. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για ακυρότητα της διαθήκης, λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, όπου αρκεί μόνο η αντιτασσόμενη με την αγωγή γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλόμενου, από τη διαθήκη δικαιώματος του εναγομένου (ΑΠ 453/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤρΕφΠατρών 208/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ).  Δεν αποκλείεται όμως προβολή και αυτοτελούς αγωγικού ισχυρισμού περί πλαστότητας της ιδιόγραφης διαθήκης εκτός από την απλή αμφισβήτηση της γνησιότητάς της (ανεξαρτήτως αν αποδίδεται η πλαστότητα σε συγκεκριμένο πρόσωπο) οπότε στην  περίπτωση αυτή, ο ενάγων φέρει το βάρος της απόδειξης του ισχυρισμού του περί πλαστότητας, ενώ  ο εναγόμενος, αν δεν συντρέχει η ειδική περίπτωση του άρθρου 1777 του ΑΚ, φέρει το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας. Όμως το βάρος προαπόδειξης, που επιβάλλει το άρθρο 463 του ΚΠολΔ (προσκόμιση επί ποινή  απαραδέκτου των αποδεικτικών μέσων και αναφοράς  ονομαστικά των μαρτύρων και άλλων αποδεικτικών μέσων), δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δίκαιο της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού, αλλά συνιστά απλώς κανόνα της αποδεικτικής διαδικασίας και για το λόγο αυτό έχει εφαρμογή μόνον, όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ’ ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή και όχι, όταν εισάγεται με αυτοτελές δικόγραφο, δηλαδή με αυτοτελή αναγνωριστική της πλαστότητας του εγγράφου αγωγή, που δεν φέρει χαρακτήρα παρεμπίπτουσας αγωγής (ΟλΑΠ 23/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 726/2016, ΑΠ 781/2015 σε www.areiospagos.gr/). Ωστόσο και σε αυτήν την περίπτωση το άρθρο 98 εδ. β` ΚΠολΔ απαιτεί για την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού να είναι εφοδιασμένος με αντίστοιχη ειδική πληρεξουσιότητα ο δικηγόρος του διαδίκου που προσβάλλει το έγγραφο ως πλαστό (ΑΠ 1787/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872, 1882 του ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομιάς, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου της. Στοιχεία της περί κλήρου αγωγής, η οποία αποσκοπεί στην προστασία του καθολικού κληρονομικού δικαιώματος, είναι: α) ο θάνατος του κληρονομουμένου, β) το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον κληρονομούμενο ή από διαθήκη, γ) ότι ο κληρονομούμενος είχε στην κυριότητα ή και μόνο στη νομή ή κατοχή του κατά το χρόνο του θανάτου του τα κληρονομιαία πράγματα και δ) ότι ο εναγόμενος κατακρατεί pro herede τα κληρονομιαία, ως κληρονόμος, αντιποιούμενος κληρονομικό δικαίωμα. Δεν αποτελούν όμως στοιχεία της βάσης της αγωγής αυτής η αποδοχή και η μεταγραφή της κληρονομίας και η κυριότητα των εναγόντων στα αντικείμενα της κληρονομίας, εφόσον η αγωγή δεν περιέχει διεκδίκηση, έστω και εάν ζητείται η απόδοση στον ενάγοντα των αντικειμένων της κληρονομίας (ΑΠ 988/2017, ΑΠ 1126/2009, ΑΠ 788/2005 σε www.areiospagos.gr).  Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 1871 ΑΚ σε  συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 1710 παρ. 1 Α.Κ. προκύπτει, ότι η    αγωγή περί κλήρου για την έγερση της οποίας συνέτρεξαν οι πιο πάνω   προϋποθέσεις ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης της στο πρόσωπο    του κληρονόμου του θανόντος, μπορεί να ασκηθεί και από τους κληρονόμους του και κατά   των κληρονόμων εκείνου ο οποίος κατέλαβε τα πράγματα της κληρονομίας   αντιποιούμενος κληρονομικό δικαίωμα, καθότι η περί κλήρου αγωγή  μεταβιβάζεται στους κληρονόμους ενεργητικώς και παθητικώς (ΑΠ 686/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 1260/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ, Κουσούλης στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλο άρθρο 1871 αρ.6, Παπαδόπουλος Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου 1994 σ.397). Στην προκείμενη περίπτωση στο  δικόγραφο της επίδικης αγωγής έχουν ενωθεί αγωγή αναγνώρισης ακυρότητας διαθήκης και περί κλήρου αγωγή. Οι ενάγοντες, όπως επικαλούνται,  ως  πλησιέστεροι συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του κληρονόμου του  θανόντος  δικαιολογούν έννομο συμφέρον για την άσκηση της αγωγής,  χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρουν αν έχουν προβεί σε αποδοχή της κληρονομία του πατέρα τους και του . ……………, ενώ δεν ήταν αναγκαίο  για την προσβολή της διαθήκης ως πλαστής, όπως εκτέθηκε, να αναφέρουν ονομαστικά τα αποδεικτικά μέσα της πλαστότητας. Oι ενάγοντες με τις από  30.6.2017 έγγραφες δηλώσεις τους, (με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής τους από την  Δικηγόρο τους ………),  παρείχαν στην πληρεξούσια Δικηγόρο τους .. ……………, που υπέγραφε το δικόγραφο της  αγωγής, την πληρεξουσιότητα να τους εκπροσωπήσει στη συζήτηση αυτής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εγκρίνοντας και όλο το περιεχόμενο αυτής  κατ’ άρθρο 98 εδ.β ΚΠολΔ (βλ. Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ, άρθρο 98 αρ.3),  τις οποίες επανέλαβαν με τις από 1.10.2020 έγγραφες δηλώσεις τους στο παρόν Δικαστήριο, ώστε για την προσβολή της διαθήκης ως πλαστής η πληρεξούσια Δικηγόρος τους ήταν εφοδιασμένη με ειδική πληρεξουσιότητα. Η αγωγή είναι νόμιμη, καθώς στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 1710, 1712, 1716, 1718, 1721, 1871   ΑΚ και 70 ΚΠολΔ, με την επισήμανση ότι  η αναγνώριση του κληρονομικού δικαιώματος  των εναγόντων, αφορά την κληρονομία του θανόντος, μέσω της κληρονομίας του πατέρα τους . ……………. Η αγωγή πρέπει περαιτέρω να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. H εναγόμενη εξάλλου και ήδη εκκαλούσα, με την έφεσή της αρνείται την αγωγή, ισχυριζόμενη ότι η διαθήκη που αποδίδεται στο θανόντα είναι γνήσια και ακόμα αμφισβητεί την ιδιότητα των εναγόντων ως πλησιέστερων συγγενών και κατ΄επέκταση εξ αδιαθέτου κληρονόμων του θανόντος.

Σύμφωνα με  το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, “καλή πίστη” θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενέργειας, ενώ ως κριτήριο των “χρηστών ηθών”, χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, δεν αρκεί, καταρχήν, μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου, ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ` αυτού ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, ούτε, κατ` ανάγκην, από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση συνδυασμός των ανωτέρω. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. (Ολ.ΑΠ 6/2016,  Ολ.ΑΠ 5/2011, ΟλΑΠ 7/ 2002, Ολ. Α.Π. 8/2001  Δ/νη 43: 681, ΑΠ 848/2017, ΑΠ 642/2016, ΑΠ 153/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Χελιδόνη η κατάχρηση δικαιώματος μία συστηματική και νομολογιακή ανασκόπηση ΕφΑΔΠολΔ 2016.650). Στην προκείμενη περίπτωση  η εναγόμενη ισχυρίζεται στον πέμπτο  λόγο της έφεσής της  ότι  η αγωγή  είναι  καταχρηστική, καθώς οι ενάγοντες  την άσκησαν μετά πάροδο 19 χρόνων από την δημοσίευση της από 12.6.1993 διαθήκης του . …………… κι ενώ με επίδικη αγωγή τους παραιτήθηκαν  από το δικόγραφο της  από 19.5.2000 και με αρ. καταθ. ……./2000 αγωγή τους, την οποία δεν της επέδωσαν. Ότι οι ενάγοντες ουδέποτε είχαν επισκεφθεί το θανόντα όσο ήταν εν ζωή, ούτε  έδειξαν κάποιο ενδιαφέρον για  την  κληρονομία του, με αποτέλεσμα αυτή να θεωρηθεί αρχικά σχολάζουσα, ούτε αμφισβήτησαν όλα αυτά τα χρόνια την εγκυρότητα της διαθήκης με τετιμημένη την εναγόμενη. ¨Όμως τα όσα ισχυρίζεται η εναγόμενη,  δεν είναι επαρκή για να χαρακτηρισθεί η άσκηση του δικαιώματος των εναγόντων καταχρηστική, αφού αναφέρεται απλώς σε  αδράνειά τους, χωρίς πρόσθετα περιστατικά  συγκεκριμένης συμπεριφοράς η οποία της δημιούργησε εύλογα την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσουν το δικαίωμα προσβολής της διαθήκης ως πλαστής.  Συνεπώς ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος.

Κατά  τη διάταξη του άρθρου 368 Κ.Πολ.Δ, «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει ένα ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει, ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (§ 1). «Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (§. 2). Από τη διάταξη αυτή  συνάγεται, ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη

ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελεύθερα εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, αλλά “ιδιάζουσες” τέτοιες γνώσεις, οπότε οφείλει, στην περίπτωση αυτή, να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Επομένως, εάν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματος αυτού, δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 300/2017, ΑΠ 757/2017,  ΑΠ 594/2016, ΑΠ 821/2013, ΑΠ 89/2013, ΕφΛαμ 162/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα που προσκομίζουν κι επικαλούνται  οι διάδικοι και μεταξύ αυτών τις από 3.5.2000 και 1.3.2019 γραφολογικές γνωμοδοτήσεις των γραφολόγων ……… και   ………… αντίστοιχα, το Δικαστήριο  δεν μπορεί να σχηματίσει  ασφαλή δικανική πεποίθηση για την γνησιότητα  της γραφής και  υπογραφής  στην φερόμενη ως πλαστή διαθήκη, με δεδομένο κυρίως ότι οι διαπιστώσεις των άνω γραφολόγων είναι διαμετρικά αντίθετες, καθώς η γραφολόγος ……  αποφαίνεται ότι η επίδικη διαθήκη είναι πλαστή, ο δε ……. ότι αυτή είναι γνήσια,  προερχόμενη από τον …………….. Και επειδή  για το ζήτημα αυτό  απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης, το Δικαστήριο, κατά παραδοχή και του σχετικού αιτήματος της εκκαλούσας – εναγόμενης (4ος λόγος της έφεσης),  κρίνει ότι προς ασφαλή διάγνωση της επίδικης διαφοράς, είναι αναγκαίο να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο και η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης από γραφολόγο πραγματογνώμονα, όπως ορίζεται το διατακτικό (άρθρα 254, 368 και 369 ΚΠολΔ). Τέλος, σημειώνεται ότι τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά, θα συνεκτιμηθούν κατά την κατ`επανάληψη συζήτηση, η οποία αποτελεί συνέχεια της παρούσας συζήτησης.  Δικαστικά έξοδα δεν θα επιβληθούν επειδή η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά  και   κατ’ ουσίαν, την έφεση κατά της με αριθμό  2444/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης, στην εκκαλούσα, που κατέθεσε αυτό.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 7-3-2017  και με αριθμό καταθ. ………../2017  αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε στο σκεπτικό ως απορριπτέο.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να διενεργηθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη που θα  διενεργηθεί από τον  επιμελέστερο από τους διαδίκους.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ  πραγματογνώμονα τον γραφολόγο  …….., Ειδικό Δικαστικό γραφολόγο, τακτικό μέλος της SOCIETE GRAPHOLOGIE των Παρισίων, επιστημονικό συνεργάτη και επιμελητής του Γραφολογικού Εργαστηρίου του Δικ. Γραφολόγου ……, κάτοχος μεταπτυχιακού στο Αστικό Δίκαιο με επιμορφωτικά Σεμινάρια Γραφολογίας στου Νομικό Τμήμα του ΕΚΠΑ, κάτοικο Αθηνών, .. ., τηλ. ….., κιν. ……., email……  , το όνομα  του οποίου  περιλαμβάνεται στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων, που τηρείται στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου,

Ο ανωτέρω  αφού δώσει το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την προς αυτήν κοινοποίηση της παρούσας, ενώπιον του Δικαστηρίου και σε ημέρα και ώρα που θα οριστεί αρμοδίως, κατόπιν κλήσεως του επιμελέστερου των διαδίκων και αφού λάβει γνώση όλων των κρίσιμων εγγράφων της δικογραφίας, και όσα άλλα έγγραφα του προσκομίσουν οι διάδικοι (ιδίως αυτά που περιλαμβάνουν τη  γνήσια γραφή του θανόντος), καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο, που βρίσκεται στην κατοχή των διαδίκων ή κάποιας δημόσιας αρχής, γνωμοδοτήσει, με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή του  αν η από 12.6.1993 διαθήκη, η οποία δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 408/1999 πρακτικού του έχει γραφεί και υπογραφή ιδιοχείρως από τον θανόντα . ……………  …….., ο οποίος  απεβίωσε στην Κηφισιά Αττικής την 17/10/1993. Την γνωμοδότησή του οφείλει να καταθέσει στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  5-4-2021 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στις  15 -4-2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ