Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 228/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης      228/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Μαρία Κωττάκη, Προεδρεύουσα Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου,  Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εταιρείας ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Πάρι Καραμήτσιο με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: εταιρείας …………., η οποία δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η εκκαλούσα εταιρεία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./30.10.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.3710/2019 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την απέρριψε.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα εταιρεία και ήδη εκκαλούσα, με την από 17.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./17.12.2019 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………/17.12.2019 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην δικάσιμο 19.3.2020, κατά την οποία ματαιώθηκε, λόγω της επιβολής του έκτακτου μέτρου της προσωρινής αναστολής των δικών ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από την διασπορά του κορωνοϊού. Ήδη επανεισήχθη για συζήτηση αυτεπάγγελτα με την υπ’αριθμ.56/2020 πράξη της Προέδρου του Δικαστηρίου για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 17.12.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……/17.12.2019 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……./17.12.2019 έφεση της εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία “…………”, που εδρεύει σύμφωνα με το καταστατικό της στις Νήσους Μάρσαλ και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.3710/2019 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε, ως μη νόμιμη, την ασκηθείσα σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία “…………”, που εδρεύει στον Πειραιά, νομίμως εκπροσωπούμενη, από 30.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./30.10.2018 αγωγή της, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε η εκκαλούσα επικαλείται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, ερήμην της εφεσιβλήτου, καθόσον, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ……/23.12.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………, που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω έφεσης, με πράξη καταθέσεως και προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο στις 19.3.2020, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σ’αυτήν, κατά την οποία η συζήτηση ματαιώθηκε, λόγω της επιβολής του έκτακτου μέτρου της προσωρινής αναστολής των δικών ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από την διασπορά του κορωνοϊού και επανεισήχθη για συζήτηση αυτεπάγγελτα με την υπ’αριθμ.56/2020 πράξη της Προέδρου του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Δικαστηρίου τούτου, για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο. Επομένως, εφόσον δεν απαιτείται κλήτευση για την δικάσιμο αυτή και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο αυτεπάγγελτα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ.74παρ.2 Ν.4690/2020), η εφεσίβλητη που δεν εμφανίστηκε κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, πρέπει, να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα [άρθρο 524 παρ.4 εδαφ.α΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 1 του ν. 3994/2011 και η συγκεκριμένη παράγραφος εξακολουθεί να ισχύει υπό τον Ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από 1.1.2016 ένδικα μέσα, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015 – ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και τις διατάξεις του άρθρου 591 παρ.1 α΄ ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015), που εφαρμόζονται στην διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, κατ’εφαρμογή του άρθρου 524 παρ.1 ΚΠολΔ (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015)].

ΙΙ. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρεία στην από 30.10.2018 αγωγή της εξέθεσε ότι, με την από 11.4.2018 σύμβαση, που καταρτίστηκε μεταξύ της αναφερομένης διαχειρίστριας της, που έχει εγκαταστήσει γραφείο στον Πειραιά, ως αντιπροσώπου της και της εναγομένης εταιρείας, που έχει την εκμετάλλευση του ναυπηγείου στο Νεώριο Σύρου, αυτή ανέλαβε  την εκτέλεση των συμφωνηθεισών εργασιών συντήρησης και επισκευής του υπό σημαία Παναμά πλοίου μεταφοράς οχημάτων «SP”, πλοιοκτησίας της, κατά το διάστημα από 23 έως 28 Απριλίου 2018, αντί αμοιβής, που θα προσδιοριζόταν επακριβώς μετά την ολοκλήρωση των εργασιών, βάσει του είδους και του όγκου των εκτελεσθεισών εργασιών, προϋπολογισμού μεταξύ 80.000-100.000 ευρώ και ενώ, κατά τα συμφωνηθέντα, το πλοίο κατέπλευσε από το λιμάνι της Βεγγάζης στην Σύρο, εντούτοις δεν πραγματοποιήθηκε ο δεξαμενισμός του, καθόσον η πλωτή δεξαμενή σε συνέχεια εργασιών, που εκτελούνταν επ’αυτής, παρουσίασε το αναφερόμενο τεχνικό πρόβλημα με επακόλουθο την ελεγχόμενη βύθιση της, με αποτέλεσμα την μη δυνατότητα εκτέλεσης της προγραμματισμένης επισκευής του ανωτέρω πλοίου, που κατέστη αδύνατη από υπαιτιότητα της εναγομένης. Ακολούθως, η ενάγουσα με βάση την ενδοσυμβατική, αλλά συνάμα και την αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, επικαλούμενη περαιτέρω ότι, αντίθετα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, της παρείχε την ψευδή διαβεβαίωση ότι η δεξαμενή θα ήταν καθ’όλα έτοιμη να υποδεχθεί το πλοίο, αποκρύπτοντας με δόλο άλλως με βαρειά αμέλεια, το γεγονός ότι εκτελούνταν εργασίες επισκευής και συντήρησης, που καθιστούσαν αβέβαιη την ετοιμότητα της, ζήτησε, ως αποζημίωση, για την θετική της ζημία, που περιλαμβάνει τα έξοδα μετάβασης και παραμονής του πλοίου στην Σύρο και τα έξοδα διαμονής, διατροφής και τις αμοιβές του αναφερόμενου προσωπικού της διαχειρίστριας, που απεστάλη στην Σύρο για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στις επισκευές, όπως επαρκώς προσδιορίζονται, καθώς επίσης και για τα διαφυγόντα κέρδη, που θα είχε, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, από την ναύλωση του πλοίου της, από την λήξη της προηγούμενης, στις 19.4.2018, μέχρι την έναρξη της νέας στις 3.5.2018, εάν δεν είχε καταρτιστεί η  επίδικη σύμβαση και επικουρικά, ως εύλογη αποζημίωση, από την μη εκτέλεση της σύμβασης, συνολικά: α)344.092,67 δολάρια ΗΠΑ και 13.353,20 ευρώ, άλλως β) 13.353,20 ευρώ και το ισόποσο σε ευρώ των  344.092,67 δολαρίων ΗΠΑ, κατά την ημερομηνία πληρωμής, άλλως κατά την κατάθεση της αγωγής, άλλως κατά την επίδοση της αγωγής, άλλως κατά την συζήτηση της αγωγής, άλλως το ποσό των 292.292,62 ευρώ, με βάση την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά τον χρόνο της δαπάνης και της απώλειας του κέρδους αντίστοιχα, όπως επαρκώς αναλύονται τα επιμέρους ποσά, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί στη δικαστική της δαπάνη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής και εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, ωστόσο την έκρινε μη νόμιμη και απορριπτέα, τόσο ως προς τις συρρέουσες κυρίως βάσεις της από την σύβαση και την αδικοπραξία, με το σκεπτικό, ως προς την πρώτη, ότι η επίδικη αξίωση αποζημίωσης δεν συνιστά θετικό διαφέρον, αλλά αρνητικό και ως προς την δεύτερη, ότι οι ενέργειες και παραλείψεις της εναγομένης διαπραττόμενες ανεξάρτητα από την σύμβαση δεν είναι καθεαυτές παράνομες ή αντίθετες με τα χρηστά ήθη, όσο και ως προς την επικουρική για εύλογη αποζημίωση, διότι δεν γίνεται επίκληση άσκησης από την ενάγουσα του δικαιώματος υπαναχώρησης.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση της, η ηττηθείσα ενάγουσα εταιρεία για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 25 εδ. α ΑΚ: “Οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη”. Εξάλλου, κατά την παρ.1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ο οποίος εφαρμόζεται για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009 (άρθρ. 28 του Κανονισμού),  αποτελεί έκτοτε εσωτερικό δίκαιο και επικρατεί του άρθρου 25 του Α.Κ.: “Η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή πρέπει να γίνεται ρητώς ή και να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης …”, ενώ κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου “Τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν οποτεδήποτε την υπαγωγή της σύμβασης σε δίκαιο άλλο από εκείνο που τη διείπε προηγουμένως, είτε δυνάμει προηγούμενης επιλογής κατά το παρόν άρθρο είτε δυνάμει άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Κάθε μεταβολή του εφαρμοστέου δικαίου που γίνεται μετά τη σύναψη της σύμβασης δεν θίγει, κατά το άρθρο 11, το τυπικό κύρος της σύμβασης, ούτε επηρεάζει αρνητικά δικαιώματα των τρίτων”. Περαιτέρω, κατά την παρ.1στοιχ.β΄ του άρθρου 4 του ανωτέρω Κανονισμού, το εφαρμοστέο δίκαιο, ελλείψει επιλογής, σύμφωνα με το άρθρο 3 και με την επιφύλαξη των άρθρων 5 έως 8, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, καθορίζεται ως εξής, βάσει του τύπου της σύμβασης:.. β)η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πάροχος υπηρεσίας έχει τη συνήθη διαμονή του. Σύμφωνα με την παρ.2 του ίδιου άρθρου, όταν η σύμβαση δεν μπορεί να υπαχθεί σε έναν συγκεκριμένο τύπο σύμβασης, ή όταν τα στοιχεία της εμπίπτουν σε περισσότερους από έναν τύπους, θα πρέπει να διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία έχει τη συνήθη διαμονή του, το μέρος που καλείται να πραγματοποιήσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance). Στην περίπτωση κατά την οποία το εφαρμοστέο δίκαιο δεν μπορεί να καθορισθεί ούτε βάσει του γεγονότος ότι η σύμβαση εμπίπτει σε έναν καθορισμένο τύπο, ούτε βάσει του ότι εφαρμοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία έχει τη συνήθη διαμονή του το μέρος που καλείται να πραγματοποιήσει τη χαρακτηριστική παροχή, η σύμβαση θα πρέπει να διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία είναι στενότερα συνδεδεμένη (άρθρ.4 παρ.4). Προκειμένου να καθορισθεί η εν λόγω χώρα, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, κατά πόσον η σχετική σύμβαση παρουσιάζει πολύ στενή σχέση με άλλη σύμβαση ή συμβάσεις.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 335 – 337 και 362 -364 του ΑΚ, που ρυθμίζουν την αδυναμία παροχής, συνάγονται τα εξής: Όταν η παροχή δεν μπορεί οριστικά να εκπληρωθεί, δυνατόν να οφείλεται είτε σε γεγονότα υφιστάμενα ήδη κατά τη γένεση της ενοχής, (αρχική αδυναμία παροχής) είτε σε γεγονότα επιγενόμενα αυτής (επιγενόμενη αδυναμία παροχής). Κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος στον οποίο αυτή πρέπει να εκπληρωθεί. Η αδυναμία που συνέβη κατά το χρόνο εκπληρώσεως, οφείλεται όμως σε λόγο που υπάρχει ήδη κατά την κατάρτιση της σύμβασης, δεν είναι επιγενόμενη αλλά αρχική. Η ευθύνη του οφειλέτη που περιήλθε στην κατάσταση αυτή υπάρχει, κατά βάση, μόνο όταν η αδυναμία οφείλεται σε υπαιτιότητα του. Αλλιώς, δηλαδή επί ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής, ο οφειλέτης απαλλάσσεται. Το περιεχόμενο όμως της υπαιτιότητας για την αδυναμία σε καθεμιά από τις ανωτέρω δύο κατηγορίες γεγονότων, που εμποδίζουν την εκπλήρωση είναι διαφορετικό. Για επιγενόμενα γεγονότα, που ματαιώνουν την εκπλήρωση, ο οφειλέτης ευθύνεται αν προκάλεσε αυτά με υπαίτια πράξη ή παράλειψή του, ενώ απαλλάσσεται αν τυχαίο [ανυπαίτιο] γεγονός εμποδίζει την εκπλήρωση [άρθ. 336 σε συνδυασμό προς 330 ΑΚ]. Όταν όμως τα γεγονότα που εμποδίζουν την εκπλήρωση υπήρχαν ήδη κατά την γένεση της ενοχής, είναι αδιάφορο για τον καθορισμό της απαλλαγής ή της ευθύνης του οφειλέτη, αν αυτά οφείλονται σε πράξη ή παράλειψη του οφειλέτη ή σε άλλο συμβάν. Το προέχον στην περίπτωση αυτή είναι η γνώση ή η άγνοια του οφειλέτη, σε περίπτωση δε άγνοιας η ύπαρξη ή ανυπαρξία υπαιτιότητας ως προς αυτή [άρθ. 363 ΑΚ]. (ΑΠ 1811/2007). Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 287, 362, 364, 365, 336, 381 και 382 του ΑΚ συνάγεται, ότι η οριστική αδυναμία της προς παροχή υποχρεώσεως από σύμβαση, αδιαφόρως αν είναι αντικειμενική ή υποκειμενική, ολική ή μερική ή η υπόσχεση της απαγορεύεται από το νόμο (νομική αδυναμία), εάν μεν είναι αρχική, δηλαδή υπήρχε κατά τη γένεση της ενοχής, συνεπάγεται τη μερική ή ολική (αναλόγως) απαλλαγή του οφειλέτη από την υποχρέωση του, εφόσον αποδεικνύει ότι χωρίς υπαιτιότητα του αγνοούσε την αδυναμία παροχής, εάν δε είναι επιγενόμενη, δηλαδή δεν υπήρχε κατά την κατάρτιση της συμβάσεως και ανέκυψε μεταγενέστερα, συνεπάγεται ανάλογη απαλλαγή του οφειλέτη από την υποχρέωση του, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 330-334ΑΚ, αποδεικνύει την έλλειψη υπαιτιότητας του, οπότε απαλλάσσεται και ο αντισυμβαλλόμενος -κατά το αντίστοιχο μέρος της αδύνατης παροχής-από την προς αντιπαροχή υποχρέωση του και αναζητεί την τυχόν καταβληθείσα κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Καθιερώνεται ο γενικός κανόνας ότι στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις καθένας από τους συμβαλλόμενους φέρει τον κίνδυνο της δικής του παροχής.

Περαιτέρω, σε περίπτωση υπαίτιας αδυναμίας παροχής (αρχικής ή επιγενόμενης), ο δανειστής δικαιούται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 382ΑΚ, είτε να επικαλεστεί τα δικαιώματα του άρθρου 380ΑΚ, είτε να ζητήσει αποζημίωση, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Το βάρος απόδειξης, σχετικά με την υπαιτιότητα του οφειλέτη της αδύνατης παροχής, στην περίπτωση του άρθρου 382ΑΚ, φέρει ο ίδιος, αφού η υπαιτιότητα του τεκμαίρεται, σύμφωνα, άλλωστε, με τον γενικό κανόνα που ισχύει στην ενδοσυμβατική ευθύνη. Ο δανειστής δηλαδή αρκεί να αποδείξει μόνο ότι η παροχή έγινε αδύνατη, όχι όμως και ότι η αδυναμία οφείλεται σε πταίσμα του οφειλέτη. Αντίθετα, ο οφειλέτης, αποκρούοντας την αξίωση της αγωγής, οφείλει αυτός να αποδείξει ότι η αδυναμία του οφείλεται σε γεγονός, για το οποίο δεν έχει ευθύνη, κατ` άρθ. 336 ΑΚ. (ΑΠ 1811/2007, ΑΠ 497/2010). Η αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση, συνίσταται στο λεγόμενο θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπληρώσεως και περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 298 AK, τόσο τη θετική ζημία, όσο και το διαφυγόν κέρδος. Η αποζημίωση αυτή αποτελεί υποκατάστατο του αρχικού αντικειμένου της παροχής και άρα αυτοτελή αξίωση, ενώ ως ζημία, που πρέπει να αποκατασταθεί, νοείται κάθε επιβλαβής μεταβολή της περιουσίας του δικαιούχου από τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου του, η οποία μπορεί να συνίσταται στην αξία της μη εκπληρωθείσας παροχής  π.χ. την αξία του απολεσθέντος γι` αυτόν πράγματος, υπολογιζόμενη με κρίσιμο χρόνο αυτόν της συζητήσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθώς και τις τυχόν δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε. (ΑΠ 568/2014, ΑΠ 1100/2010, ΑΠ 349/2010, ΑΠ 249/2009, ΑΠ 1547/2007).

Εξάλλου, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 του ίδιου Κώδικα και 386 του Π.Κ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, αποσκοπώντας στη δήλωση βουλήσεως του απατηθέντος, ο οποίος ένεκα της απάτης προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 631/2015, ΑΠ 481/2012, ΑΠ 325/2009), χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 147 και 149 ΑΚ, όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ. Α.Κ), εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 631/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, το οποίο είναι εφαρμοστέο, ως προς όλες τις βάσεις της αγωγής, αφενός, αναφορικά με την σύμβαση έργου, ελλείψει επιλογής, ως το δίκαιο της χώρας, που βρίσκεται η έδρα της παρόχου των υπηρεσιών εναγομένης εταιρείας, που καλείται να πραγματοποιήσει τη χαρακτηριστική παροχή και με την οποία είναι στενότερα συνδεδεμένη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ.1 β, παρ.2 και 4 του Κανονισμού 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I). Εξάλλου, τόσο η ενάγουσα εταιρεία στο αγωγικό δικόγραφο, αλλά και με την έφεση της, όσο και η εναγομένη στις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αν και αρνείται όλως αορίστως την εφαρμογή του ελληνικού δικαίου επικαλούμενη έλλειψη καθορισμού του ρητά στην σύμβαση, βάλλοντας εξ αυτού του λόγου όλως αλυσιτελώς της καθ’ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, εντούτοις ρητώς επικαλείται τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, για τη θεμελίωση των ισχυρισμών της προς αντίκρουση της αγωγής και ουδόλως αμφότερες οι διάδικοι επικαλούνται διατάξεις έτερου δικαίου, ούτως ώστε σε κάθε περίπτωση να υφίσταται μετασυμβατικός καθορισμός του ελληνικού δικαίου, ως εφαρμοστέου, στο οποίο υπήγαγαν την ένδικη σύμβαση τα συμβαλλόμενα μέρη εν επιδικία, αναφερόμενοι στις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, με αποτέλεσμα να συνάγεται ευκρινώς η βούληση υπαγωγής της σύμβασης στο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο. Αφετέρου, ως προς την αγωγική βάση την ερειδόμενη στην εξωσυμβατική εξ αδικοπραξίας ευθύνη της εναγομένης, εφαρμοστέο είναι πάλι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας επέλευσης της περιουσιακής ζημίας και με την οποία η ιστορούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό από το σύνολο των περιστάσεων και δη του τόπου επιχειρηματικής και εταιρικής δραστηριοποίησης της εναγομένης και υπάρξεως περιουσίας της, καθώς και από το γεγονός του ήδη ρηθέντος μετασυμβατικού καθορισμού του ελληνικού δικαίου, ως εφαρμοστέου στην ιστορούμενη σύμβαση έργου, που σχετίζεται στενά με την επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφοι 1 και 3 του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη ΙΙ»). Κατ’εφαρμογή λοιπόν του ελληνικού δικαίου, η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο έχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για τη θεμελίωση της ένδικης αποζημιωτικής αξιώσεως της ενάγουσας από τη μη εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης της αντισυμβαλλομένης της, εναγομένης, εκ της μεταξύ τους σύμβασης έργου, λόγω αδυναμίας παροχής από υπαιτιότητα της ίδιας και συγκεκριμένα εκτίθενται αναλυτικά και με σαφήνεια όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση της επί των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και κυρίως, η αδυναμία εκτέλεσης του συμφωνημένου έργου του δεξαμενισμού του πλοίου της και διενέργειας των συμφωνηθεισών εργασιών συντήρησης και επισκευής του, εκ μέρους της εναγομένης εργολάβου, από δικό της πταίσμα, η ζημία, που υπέστη η ενάγουσα και συνίσταται, αφενός στις δαπάνες, που υποβλήθηκε (θετική) και αφετέρου στο διαφυγόν της κέρδος και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της μη εκπλήρωσης της επίδικης συμβάσεως, ένεκα αδυναμίας παροχής της εναγομένης και της προς αποκατάσταση ζημίας της, η οποία συνίσταται στο λεγόμενο θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπληρώσεως και περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 298 AK, τόσο τη θετική ζημία, όσο και το διαφυγόν κέρδος της, που απορρέουν από την μη εκπλήρωση της σύμβασης και όχι σε αρνητικό διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης, ως εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον η αξίωση αποζημίωσης της ενάγουσας, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, θεμελιώνεται στην μη εκπλήρωση της ένδικης σύμβασης έργου, ένεκα αδυναμίας παροχής της εναγομένης από υπαιτιότητα της και δεν αφορά ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις, όπως απαραδέκτως για πρώτη φορά και σε αντίφαση με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, κατ’εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό τους, υποστηρίζει η ενάγουσα με τον τρίτο λόγο της έφεσης της, κατά την αναπτυσσόμενη εσφαλμένη επιχειρηματολογία της, αναφορικά με την αποδιδόμενη στην εκκαλουμένη πλημμέλεια για την απόρριψη της ενδοσυμβατικής βάσης της αγωγής, ως μη νόμιμης. Περαιτέρω, στο δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της συνδρομής δόλιας αποσιώπησης εκ μέρους της εναγομένης, κατά την σύναψη της σύμβασης, σε αντίθεση με την συναλλακτική καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, του γεγονότος της εκτέλεσης εργασιών επισκευής και συντήρησης στην δεξαμενή, που θα υποδεχόταν το πλοίο της ενάγουσας, με αβέβαιο χρόνο αποπεράτωσης τους και ψευδούς διαβεβαίωσης της ότι αυτή θα ήταν έτοιμη, κατά τον συμφωνημένο χρόνο και έτσι πείστηκε η ενάγουσα να προβεί στην επίδικη σύμβαση και να ταξιδέψει το πλοίο της από το λιμάνι προορισμού της τελευταίας ναύλωσης, στην Σύρο για δεξαμενισμό, με αποτέλεσμα να υποστεί την επικαλούμενη ζημία, που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της. Ενόψει των εκτιθέμενων, παρατίθενται στην αγωγή πρόσθετα πραγματικά στοιχεία, τα οποία μαζί με την ιστορούμενη συμβατική παράβαση, θεμελιώνουν το πραγματικό της αδικοπραξίας, με τη μορφή της απάτης. Πρόκειται δηλαδή για συρροή στο αγωγικό δικόγραφο ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, εφόσον η περιγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης εργολάβου αποτελεί αδικοπραξία και χωρίς τη συμβατική σχέση έργου, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον και να μετέρχεται απατηλή συμπεριφορά, σε αντίθεση και με τα χρηστά ήθη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του πραγματικού των ρηθέντων εφαρμοστέων διατάξεων, δέχθηκε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, ενώ συντρέχουν, αποφαινόμενο ότι η αγωγή, ως προς τις συρρέουσες κυρίως νόμιμες βάσεις της, δεν ερείδεται στον νόμο, απαιτώντας έτσι περισσότερα στοιχεία από τα κατά νόμο απαιτούμενα και στερώντας την απόφαση του νομίμου βάσεως, δεκτών γενομένων εν μέρει των πρώτου και δεύτερου λόγων της έφεσης, ως ουσιαστικά βασίμων. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς έρευνα του τέταρτου επικουρικού λόγου της έφεσης, η εξέταση του οποίου πλέον παρέλκει και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να ερευνηθεί η αγωγή από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ).

IV. Από τις υπ’αριθμ….. και …./5.2.2019 ένορκες βεβαιώσεις των …….. και ……… αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……….., που συντάχθηκαν με την επιμέλεια της ενάγουσας-εκκαλούσας, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης της εναγομένης-εφεσίβλητης (υπ’αριθ……..΄/30.1.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ………), που εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζονται μετ’επικλήσεως, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), είτε στην συνταχθείσα αγγλική γλώσσα χωρίς νόμιμη μετάφραση στην ελληνική, τα οποία ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 παρ.1 εδ. β΄ ΚΠολΔ (ΕφΠ 256/2014 δημ.ΤΝΠ NOMOS), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει της από 11.4.2018 σύμβασης, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, με την μεσολάβηση της μεσίτριας εταιρίας «……..”, μεταξύ της μη διαδίκου εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Λιβερία και έχει εγκαταστήσει γραφείο στον Πειραιά και ενεργούσε με την ιδιότητα της διαχειρίστριας του κατωτέρω πλοίου, στο όνομα και για λογαριασμό της ενάγουσας εδρεύουσας στις Νήσους Μάρσαλ εταιρείας με την επωνυμία «………..”, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Παναμά πλοίου μεταφοράς οχημάτων «SP», με αριθμό IMO ……….., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 36201 και της εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στον Πειραιά και έχει την εκμετάλλευση του ναυπηγείου στο Νεώριο Σύρου, κατόπιν αποδοχής στις 11.4.2018 εκ μέρους της ανωτέρω διαχειρίστριας του πλοίου για λογαριασμό της αντιπροσωπευόμενης ενάγουσας, με ηλεκτρονική επιστολή, της υποβληθείσας από 3.4.2018 προσφοράς της εναγομένης, αυτή ανέλαβε τον δεξαμενισμό του ανωτέρω πλοίου και την εκτέλεση των συμφωνηθεισών εργασιών συντήρησης και επισκευής του, ενόψει επιθεώρησης του από τον νηογνώμονα τούτου, που αφορούσαν τον καθαρισμό δεξαμενών καυσίμων και απόρριψη πετρελαιοειδών καταλοίπων, τον καθαρισμό και βαφή του κύτους του πλοίου, τις επισκευές του κύτους, τον έλεγχο και τη συντήρηση των βαλβίδων και των επιστομίων τους, του πηδαλίου και του συστήματος διεύθυνσης του πλοίου, της προπέλας και της ελικοφόρου ατράκτου, των αγκυρών και των αλυσίδων τους και των αγωγών του μηχανοστασίου, καθώς και την εξέταση και επιδιόρθωση του κυλίνδρου της κύριας μηχανής, αντί αμοιβής, που θα προσδιοριζόταν επακριβώς μετά την ολοκλήρωση των εργασιών, απολογιστικά, με αναλυτική καταγραφή των εκτελεσθεισών εργασιών και του κόστους, κατ’είδος, ποσότητα και τιμή μονάδος, προϋπολογισμού μεταξύ 80.000-100.000 ευρώ. Επομένως, εφόσον η ανωτέρω διαχειρίστρια εταιρεία του εν λόγω πλοίου συναλλάχθηκε σχετικά με αυτό συνάπτοντας με την εναγομένη την, ως άνω, σύμβαση έργου, δηλώνοντας ρητά ότι ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της ενάγουσας πλοιοκτήτριας εταιρείας, ως άμεσος αντιπρόσωπος της, κατά την έννοια του άρθρου 211 ΑΚ, άλλωστε αυτό μπορούσε να συναχθεί εναργώς και από τις διαγνωστέες στην αντισυμβαλλομένη περιστάσεις, καθόσον νόμιμος εκπρόσωπος και μοναδικός διευθυντής της πλοιοκτήτριας και διευθυντής του γραφείου της διαχειρίστριας ήταν το ίδιο πρόσωπο, ονόματι …………., τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από την διαχειρίστρια, μέσα στα πλαίσια της εξουσίας, που της είχε παρασχεθεί, αφορούσαν ευθέως την ενάγουσα πλοιοκτήτρια, η οποία είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από την επίδικη σύμβαση. Ενόψει των ανωτέρω, η σχετική ένσταση περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως της, που προέβαλε πρωτοδίκως η εναγομένη, καθώς και οι ισχυρισμοί της περί μη έγκυρης κατάρτισης της επίδικης σύμβασης από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατόπιν ενημέρωσης της εναγομένης, κατά το προσυμβατικό στάδιο, ότι η κύρια δεξαμενή του ναυπηγείου, που επρόκειτο να υποδεχθεί το πλοίο, δεν θα ήταν διαθέσιμη πριν τις 20 Απριλίου 2018, οι εν λόγω εργασίες συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθούν, κατά το χρονικό διάστημα από 23.4.2018 έως 28.4.2018, με ανταλλαγή σχετικών ηλεκτρονικών επιστολών επιβεβαίωσης, βάσει των προγραμματισμένων δρομολογίων του πλοίου και συγκεκριμένα, αφού λήφθηκε υπόψη από την ενάγουσα ο χρόνος λήξης, στις 19.4.2018, της υφισταμένης ναύλωσης του στον τελικό λιμένα εκφόρτωσης της Βεγγάζης της Λιβύης, καθώς και ο χρόνος ταξιδιού στην Σύρο, ενώ αυτή υπολογίζοντας την απαιτούμενη, ως άνω, διάρκεια δεξαμενισμού του πλοίου της, προς διενέργεια των ανωτέρω εργασιών, συνήψε την από 12.4.2018 νέα ναύλωση με προβλεπόμενη φόρτωση του πλοίου στον λιμένα Κόπερ της Σλοβενίας μεταξύ 3 με 4 Μαϊου 2018. Στις 20.4.2018, ενόσω το πλοίο ταξίδευε με προορισμό την Σύρο, η ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι οι εργασίες, που εκτελούνταν στην κύρια πλωτή δεξαμενή του ναυπηγείου, δεν είχαν ολοκληρωθεί και απευθυνόμενη στην εναγομένη με ανησυχία, έλαβε την διαβεβαίωση ότι ο δεξαμενισμός θα λάβει χώρα την καθορισμένη ημερομηνία, δηλαδή στις 23.4.2018 και προκειμένου να άρει κάθε επιφύλαξη της, αποδέχθηκε αυτοβούλως την επιβολή σε βάρος της, ποινικής ρήτρας, ύψους 12.000 δολαρίων ΗΠΑ, για κάθε ημέρα καθυστέρησης έναρξης του δεξαμενισμού.  Μετά ταύτα, το πλοίο κατέφθασε στην Σύρο στις 20.4.2018 και ώρα 14.35, αγκυροβολώντας ανοιχτά της νήσου, αναμένοντας την εισαγωγή του στο ναυπηγείο, κατά τα συμφωνηθέντα. Εντούτοις, δεν πραγματοποιήθηκε ο δεξαμενισμός τούτου την ορισμένη ημέρα, ούτε μεταγενέστερα, καθόσον, σύμφωνα με την από 24.4.2018 εξήγηση του εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου της εναγομένης, που απεστάλη με ηλεκτρονική επιστολή (email), σε απάντηση των σχετικών οχλήσεων της ανωτέρω διαχειρίστριας του πλοίου, μέσω του νομίμου εκπροσώπου της διαμεσολαβούσης στην εύρεση της ναυπηγικής θέσης, ως άνω, εταιρείας, η επίμαχη πλωτή δεξαμενή σε συνέχεια εργασιών, που εκτελούνταν επ’αυτής και συγκεκριμένα εκτεταμένης ανανέωσης χαλύβδινων τμημάτων, παρουσίασε κατά το τελικό στάδιο ελέγχου, σοβαρή βλάβη, καθόσον οι αντλίες δεν ανταποκρίθηκαν, με επακόλουθο την ελεγχόμενη βύθισή της και για τον λόγο αυτό, δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί ο προγραμματισμένος δεξαμενισμός του πλοίου, εφόσον δεν μπορούσε να προβλεφθεί η επαναλειτουργία της, όπως σημειώνεται στην ίδια επιστολή, πριν από την έρευνα των αιτιών του συμβάντος από τους τεχνικούς της εναγομένης και την σύνταξη της έκθεσης τους. Στην συνέχεια και κατόπιν αποτυχημένων προσπαθειών επίλυσης του προβλήματος, η εναγομένη επανήλθε με την από 30.4.2018 ηλεκτρονική επιστολή της προς τον νόμιμο εκπρόσωπο της αντιπροσώπου της ενάγουσας, ως άνω διαχειρίστριας, με την οποία προέβη στην καταγγελία της σύμβασης, λόγω ανωτέρας βίας, όπως την χαρακτήρισε, αν και όπως σημείωσε, ακόμα δεν είχαν προσδιοριστεί τα αίτια της σοβαρής ζημίας της κατασκευαστικής ακεραιότητας της δεξαμενής, ούτε η έκταση της, για τα οποία απαιτούνταν χρονοβόρες διαδικασίες. Σε απάντηση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αυθημερόν, η ενάγουσα αντιπροσωπευόμενη από την διαχειρίστρια του πλοίου,  αποδέχθηκε την λύση της σύμβασης από υπαιτιότητα της εναγομένης και επιφυλάχθηκε να αξιώσει αποζημίωση. Σημειωτέον, ότι η αποδοχή αυτή δεν συνιστά άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης της ενάγουσας από την σύμβαση, που επέφερε το πρώτον την λύση της, όπως αβασίμως αυτή ισχυρίζεται με την επικουρική βάση της αγωγής της, εφόσον αυτή είχε ήδη λυθεί με την απευθυντέα μονομερή καταγγελία της εναγομένης. Η τελευταία με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι η εστία της ζημίας και οι αιτίες της είναι αδιευκρίνιστες, επικαλούμενη ότι είχαν διενεργηθεί όλες οι εργασίες συντήρησης της εν λόγω δεξαμενής «Βιολάντω Γουλανδρή», σύμφωνα με τις προδιαγραφές και τους κανόνες της επιστήμης και τέχνης και διεξήχθησαν με επιτυχία όλοι οι έλεγχοι, κατά τον τελικό όμως έλεγχο οι αντλίες δεν ανταποκρίθηκαν, με αποτέλεσμα την ελεγχόμενη βύθιση της και τούτο προέκυψε στις 22.4.2018 βράδυ, καθόσον τότε έγινε μια μεγάλη ζημιά στην δεξαμενή, που επηρέασε την δομική της ακεραιότητα, η οποία δεν μπορούσε να προβλεφθεί, η δε πλήρης ανακατασκευή της διήρκεσε 100 ημέρες και εργάστηκαν γι’αυτό όλα τα τεχνικά τμήματα του Νεωρίου. Πλην όμως, παρεκτός της από 6.2.2019 αόριστης τεχνικής έκθεσης του ναυπηγού, …………., δεν επικαλείται, μήτε προσκομίζει, ουδέν πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει συγκεκριμένα ποίες, κατ’είδος και έκταση, εργασίες είχαν διενεργηθεί στην επίμαχη δεξαμενή και ποίοι έλεγχοι είχαν διεξαχθεί επακριβώς, ώστε να μπορεί να διακριβωθεί ότι είχαν πράγματι ληφθεί όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να αποτραπεί το ατύχημα, ούτε διευκρινίζεται ποία ζημία έλαβε χώρα επ’αυτής στις 22.4.2018, που επηρέασε την στατικότητα της και ποία τα συμπεράσματα για τα αίτια της βλάβης από την έρευνα που διενεργήθηκε με πρωτοβουλία της, δεδομένου ότι δεν θα ήταν δυνατή  η επιγενόμενη αποκατάσταση της, χωρίς προηγουμένως να διαγνωστούν οι αιτίες της, τις οποίες όμως, αν και προφανώς γνωρίζει η εναγομένη, δεν κατέστησε γνωστές στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτως ώστε να μην αποδεικνύεται ότι η παρουσιαζόμενη βλάβη ήταν πράγματι απρόβλεπτη και αναπότρεπτη με μέσα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, τα οποία ουδόλως προκύπτει ότι επέδειξε η εναγομένη, δεδομένης της πολύ κακής κατάστασης των εγκαταστάσεων του ναυπηγείου, λόγω παύσης λειτουργίας τους από την προηγούμενη εταιρεία, που τα εκμεταλλευόταν, συνεπεία οικονομικής κατάρρευσης της και εγκατάλειψης τους από τον Απρίλιο του έτους 2017, μέχρι που ανέλαβε την εκμετάλλευση τους η εναγομένη με το από 31.1.2018 συμφωνητικό παραχώρησης της χρήσης και ξεκίνησε τις εργασίες συντήρησης, προκειμένου να επαναλειτουργήσουν. Επομένως,  η εναγομένη έφερε την ευθύνη για την καλή λειτουργία του ναυπηγείου, των εγκαταστάσεων, των υποδομών και του μηχανολογικού εξοπλισμού του, ενόψει του δεξαμενισμού του πλοίου της ενάγουσας και έδει να μεριμνήσει για την διενέργεια των αναγκαίων προς τούτο κατάλληλων εργασιών, ούτως ώστε το εμφανιζόμενο στο σύστημα απάντλησης  των υδάτων της δεξαμενής λειτουργικό πρόβλημα, που ματαίωσε την εκπλήρωση της παροχής της από την σύμβαση έργου, που είχε συνάψει με την ενάγουσα, να καταλογίζεται σε υπαιτιότητα της, αφού δεν προκύπτει ότι οφείλεται σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία, όπως αβασίμως αυτή ισχυρίζεται, απορριπτομένης της ένστασης της περί απαλλαγής από την υποχρέωση της προς παροχή εκ της επίδικης συμβάσεως, λόγω ανυπαίτιας αδυναμίας, ως ουσιαστικά αβάσιμης.

Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη απέκρυψε δολίως, κατά την προσυμβατική κρίσιμη πληροφόρηση της ενάγουσας, ότι εκτελούνταν εργασίες επισκευής και συντήρησης στην επίμαχη δεξαμενή, γεγονός άλλωστε γνωστό στον ναυτιλιακό κόσμο και όχι μόνο, κατά την κρίσιμη περίοδο, αφού η επικείμενη επαναλειτουργία του ιστορικού ναυπηγείου Νεωρίου Σύρου ήταν δημόσιου ενδιαφέροντος και απασχολούσε τον τύπο με σχετικά δημοσιεύματα. Επιπλέον, το γεγονός αυτό δεν ήταν καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση της δικαιοπρακτικής βούλησης της ενάγουσας να συμβληθεί με την εναγομένη εταιρεία, αλλά κυρίως η συμφέρουσα προσφορά, που αυτή υπέβαλε και η ακριβόχρονη εκτέλεση του δεξαμενισμού του πλοίου της, προς διενέργεια των απαιτούμενων εργασιών, κατά το συμφωνηθέν χρονικό διάστημα, που διευκόλυνε την ίδια και δεν έθετε σε διακινδύνευση τα εισοδήματα της, καθόσον η υφισταμένη ναύλωση του πλοίου της περαιώνονταν στις 19.4.2018 και δεν εκκρεμούσε άλλη ναύλωση τούτου, διαπραγματευόταν δε την επόμενη, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων και την σύναψη της επίδικης σύμβασης, καταρτίζοντας τελικά την νέα ναύλωση, την επομένη ημέρα 12.4.2018 και αφήνοντας μάλιστα ένα χρονικό περιθώριο ενδεχόμενης καθυστέρησης έναρξης ή/και ολοκλήρωσης του δεξαμενισμού, τριών έως τεσσάρων ημερών, ούτως ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί εγκαίρως στην υποχρέωση φόρτωσης του πλοίου της στο Κόπερ της Σλοβενίας μεταξύ 3 και 4 Μαίου 2018, λαμβάνοντας υπόψη ότι το ταξίδι Σύρος-Κόπερ απαιτούσε 2,5 ημέρες. Επομένως, κατά την σύναψη της επίδικης σύμβασης, η ενάγουσα τελούσε σε γνώση των αναγκαίων για τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής βούλησης της πληροφοριών, εκ μέρους της εναγομένης και είχε τον απόλυτο έλεγχο του προγραμματισμού ναυλώσεων του πλοίου της, ούτως ώστε να μην διακινδυνεύσει την εκπλήρωση των εξ αυτών υποχρεώσεων της, ούτε να απωλέσει τα προσδοκώμενα εισοδήματα της. Εξάλλου, η διαβεβαίωση της εναγομένης, που δόθηκε στις 20.4.2018, ότι  η επίμαχη δεξαμενή θα ήταν έτοιμη να υποδεχθεί το πλοίο της ενάγουσας την καθορισμένη ημερομηνία της 23ης.4.2018, δεν ήταν ψευδής, αλλά ανταποκρινόταν στην αληθινή πεποίθηση της, εφόσον εύλογα αυτή πίστευε ότι πράγματι τούτο θα συνέβαινε, καθόσον βρίσκονταν στο στάδιο του τελικού ελέγχου και δεν υπήρχαν βάσιμες ενδείξεις ότι αυτή δεν θα λειτουργούσε. Ήταν μάλιστα τόσο εδραία η ανωτέρω πεποίθηση της, που δεσμεύτηκε αυτοβούλως να καταβάλει διόλου ευκαταφρόνητη ποινική ρήτρα για κάθε ημέρα καθυστέρησης εκπλήρωσης της υποχρέωσης της. Άλλωστε, δεν είχε κανένα λόγο να υπόσχεται αδύνατη παροχή, κατά την σύναψη της σύμβασης, μήτε να διαβεβαιώνει ότι μπορούσε να εκπληρώσει την παροχή της, εν γνώσει της, ότι δεν μπορούσε, ως αβασίμως υποστηρίζει η ενάγουσα, αφού δεν είχε καμία ωφέλεια να αποκομίσει, δεδομένου ότι δεν είχε εισπράξει ουδεμία προκαταβολή, ώστε να αποσκοπεί ότι θα την παρακρατήσει, τουναντίον δικαιολογημένα προσδοκούσε την είσπραξη της συμφωνημένης εργολαβικής αμοιβής, που εξαρτιόταν όμως από την προηγούμενη εκπλήρωση των δικών της υποχρεώσεων, εφόσον αυτή, όπως προεκτέθηκε, θα προσδιοριζόταν εκ των υστέρων απολογιστικά με καταγραφή των εκτελεσθεισών εργασιών. Ενόψει των ανωτέρω, ουδεμία αθέμιτη απόκρυψη ή/και ψευδής παράσταση κρίσιμων γεγονότων έλαβε χώρα εκ μέρους της εναγομένης και εν γένει απατηλή συμπεριφορά της και σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη, κατά συνέπεια, δεν συντρέχει  αδικοπρακτική συμπεριφορά της σε βάρος της ενάγουσας, απορριπτομένης της συρρέουσας βάσης από αδικοπραξία, ως ουσιαστικά αβάσιμης.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα υποβλήθηκε στις ακόλουθες δαπάνες για την έγκαιρη μετάβαση και παραμονή του πλοίου στην Σύρο, σε εκπλήρωση της υποχρέωσης της από την σύμβαση να παραδώσει το πλοίο στο ναυπηγείο της εναγομένης, προκειμένου να λάβει χώρα ο δεξαμενισμός του και η εκτέλεση των συμφωνημένων εργασιών, καθώς επίσης για την διαμονή, διατροφή και τις αμοιβές του κατάλληλου προσωπικού της διαχειρίστριας, που απεστάλη στην Σύρο για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στις επισκευές και για την εκεί πρακτόρευση του πλοίου. Ειδικότερα: α) Για το ταξίδι από το λιμένα Βεγγάζης της Λιβύης, που διήρκεσε μία ημέρα, πέντε ώρες και τριάντα εννέα λεπτά, ήτοι 29,65 ώρες, με απόπλου από την Βεγγάζη στις 19.4.2018, ώρα 8.54 και άφιξη ανοιχτά της Σύρου στις 20.4.2018, ώρα 14.35, κατανάλωσε: α) κατά μέσο όρο 23 μετρικούς τόνους ανά 24ωρο καύσιμου τύπου IFO (GST 380), δηλαδή συνολικά 28,41 μετρικούς τόνους (29,65 ώρες Χ 0,9583μ.τ. ανά ώρα), αξίας 11.506,05 δολαρίων ΗΠΑ  (28,41μ.τ. Χ 405 δολάρια ΗΠΑ ανά μ.τ.), σύμφωνα με το υπ’αριθμ…../18-96/28.3.2018 τιμολόγιο της προμηθεύτριας εταιρείας “………” και β) κατά μέσο όρο 3 μετρικούς τόνους καυσίμου τύπου MGO ανά 24ωρο, δηλαδή συνολικά 3,7μ.τ. (29,65 ώρες Χ 0,125 ανά ώρα), αξίας 2.375,40 δολαρίων ΗΠΑ (3,7μ.τ. Χ 642 δολάρια ανά μ.τ.), σύμφωνα με το υπ’αριθμ……../4.3.2018 τιμολόγιο της προμηθεύτριας εταιρείας “…………”, 2)Κατά την διάρκεια παραμονής του πλοίου αγκυροβολημένου στην Σύρο σε αναμονή εισαγωγής στο ναυπηγείο της εναγομένης, από την ως άνω άφιξη του, μέχρι τις 24.4.2018 και ώρα 14.25, που έλαβε γνώση της υπαίτιας αδυναμίας παροχής της εναγομένης, δηλαδή για χρονικό διάστημα  τεσσάρων ημερών, μιας ώρας και πενήντα λεπτών (4,08 ημέρες), κατανάλωσε  κατά μέσο όρο 5 μετρικούς τόνους καυσίμου τύπου MGO ανά 24ωρο, δηλαδή συνολικά 20,4 μ.τ. (4,08 ημέρες Χ 5μ.τ. ανά ημέρα), αξίας 13.096,80 δολαρίων ΗΠΑ (20,4 μ.τ. Χ 642 δολάρια ανά μ.τ.), 3) Για τα έξοδα μετάβασης μετ’επιστροφής και εκτός έδρας απασχόλησης του προσωπικού του τεχνικού τμήματος της διαχειρίστριας εταιρείας, που μετέβη στην Σύρο και είχε την αρμοδιότητα της οργάνωσης, του συντονισμού και της επίβλεψης των εργασιών, που θα εκτελούνταν επί του πλοίου, κατέβαλε σ’αυτήν το συνολικό ποσό των 6.800 ευρώ και συγκεκριμένα τα ποσά των 1.900 ευρώ (2 ημέρες Χ 950) και 1.200 ευρώ (2 ημέρες Χ 600) στον επιβλέποντα αρχιμηχανικό, το ποσό των 1.800 ευρώ (3 ημέρες Χ 600) στον βοηθό επιβλέποντα μηχανικό και το ποσό των 1.900 ευρώ (2 ημέρες Χ 950) στον αρχιπλοίαρχο, εκδιδομένου του σχετικού υπ’αριθμ……/30.4.2018 χρεωστικού σημειώματος της διαχειρίστριας εταιρείας. Επιπλέον έξοδα, ύψους 2.695,65 ευρώ, για την διαμονή και την διατροφή των ανωτέρω προσώπων στην Σύρο, δεν προκύπτει ότι κατέβαλε η ενάγουσα, το δε υπ’αριθμ……./30.4.2018 σχετικό χρεωστικό σημείωμα της διαχειρίστριας δεν περιλαμβάνει ουδεμία τέτοια αιτιολογία, απορριπτομένου του συναφούς κονδυλίου, ως ουσιαστικά αβασίμου και 4) Για έξοδα πρακτόρευσης του πλοίου στην Σύρο κατέβαλε στην ναυτιλιακή πράκτορα, ………, το ποσό των 3.856,55 ευρώ, σύμφωνα με το από 11.5.2018 χρεωστικό έγγραφο της και συγκεκριμένα για άδεια απόπλου το ποσό των 5 ευρώ,  για πλοηγικά δικαιώματα το ποσό των 485,81 ευρώ, για λάντζες εξυπηρέτησης πλοίου 1.220 ευρώ, για τελωνειακές εργασίες 130 ευρώ, για παροχή νερού στο πλοίο 995 ευρώ, για τροφοδοσία πλοίου 365 ευρώ, για αμοιβή πρακτοριακού γραφείου 300 ευρώ, για διατροφικά έξοδα 128,74 ευρώ, για εισιτήρια 165 ευρώ και για μεταφορικά έξοδα 62 ευρώ. Επομένως, η θετική ζημία της ενάγουσας, εξαιτίας της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της εναγομένης από την ένδικη σύμβαση έργου, λόγω υπαίτιας αδυναμίας της, ανέρχεται στα ποσά των 26.978,25 δολαρίων ΗΠΑ και 10.656,55 ευρώ.

Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα είχε κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για την ναύλωση του πλοίου της, κατά το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε, από την λήξη της προηγούμενης ναύλωσης στην Βεγγάζη της Λιβύης, στις 19.4.2018 και ώρα 8.50, μέχρι την έναρξη της επόμενης στο Κόπερ της Σλοβενίας, στις 3.5.2018 και ώρα 5.24. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο δεξαμενισμός του πλοίου κανονίστηκε να πραγματοποιηθεί κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα 23-28 Απριλίου 2018, με ιδιαίτερη έμφαση εκ μέρους της ανωτέρω διαχειρίστριας, ως αντιπροσώπου της ενάγουσας πλοιοκτήτριας, στις συζητήσεις με την εναγομένη, για την αυστηρή τήρηση του χρονοδιαγράμματος, καθόσον τα προγραμματισμένα δρομολόγια του πλοίου δεν επέτρεπαν παρεκκλίσεις, όπως προκύπτει ιδίως από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας, ………., τεχνικού διευθυντή της διαχειρίστριας εταιρείας και …….., αρχιπλοιάρχου στο επιχειρησιακό τμήμα αυτής, το οποίο κατήρτισε το πρόγραμμα των ναυλώσεων του πλοίου, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εκτελεστούν οι εργασίες επισκευής και συντήρησης του, ενόψει της επιθεώρησης του από τον ιαπωνικό νηογνώμονα «NKK», στο ενδιάμεσο κενό διάστημα, μετά την λήξη της υφιστάμενης ναύλωσης στον τελικό λιμένα προορισμού την Βεγγάζη και πριν την έναρξη της νέας ναύλωσης στο Κόπερ της Σλοβενίας, για την οποία βρίσκονταν ήδη σε διαπραγματεύσεις, γι’αυτό και καθορίστηκε, ως ημερομηνία αναχώρησης του πλοίου από την Σύρο στις 28.4.2018 και λήφθηκε υπόψη χρονικό περιθώριο ασφαλείας 3-4 ημερών για την περίπτωση καθυστέρησης έναρξης ή περαίωσης των εργασιών ή τυχόν άλλων απρόβλεπτων συνθηκών π.χ.καιρικών, ώστε να μπορέσει το πλοίο να εκπληρώσει κανονικά τις υποχρεώσεις του από την νέα ναύλωση φθάνοντας στο Κόπερ για φόρτωση στις 3 με 4 Μαίου 2018. Ενόψει των ανωτέρω, είχαν ληφθεί εκ μέρους της ενάγουσας, μέσω της διαχειρίστριας του πλοίου της, όλα τα απαραίτητα προπαρασκευαστικά μέτρα, ούτως ώστε να μην υποστεί απώλεια των προσδοκώμενων εισοδημάτων της από τις ναυλώσεις του, γι’αυτό και προγραμμάτισε τον επίδικο δεξαμενισμό στο ναυπηγείο της εναγομένης, ενόσω δεν εκκρεμούσε άλλη ναύλωση και παράλληλα διαπραγματευόταν την επόμενη ναύλωση, σε χρόνο και τόπο, που διευκόλυνε την πραγματοποίηση τούτου και συνάμα την συνέχιση εκμετάλλευσης του πλοίου της και αποκόμισης οφέλους, σύμφωνα με τα επιχειρησιακά σχέδια της. Επομένως, η επικαλούμενη αποθετική ζημία της από την απώλεια διαφυγόντων κερδών, ύψους 317.114,42 δολαρίων ΗΠΑ, που θα είχε εισπράξει από ναύλους, κατά το διάστημα από 19.4.2018 έως 3.5.2018, παρίσταται εντελώς έωλη, υποθετική και αβέβαιη, ενώ ουδόλως  συνδέεται αιτιωδώς με την μη εκπλήρωση της παροχής της εναγομένης και ως εκ τούτου, κρίνεται απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Ενόψει των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και, ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά την πρώτη κύρια βάση της από την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης και να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει ως αποζημίωση, στην ενάγουσα το ποσό των 10.656,55 ευρώ και το ισόποσο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, των 26.978,25 δολαρίων ΗΠΑ, κατά μερική παραδοχή του πρώτου επικουρικού αιτήματος της, απορριπτομένου, ως μη νόμιμου, του κύριου αιτήματος καταβολής στο αλλοδαπό νόμισμα. Όσον αφορά την προβαλλόμενη πρωτοδίκως ένσταση καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής, καθόσον επιχειρείται να θεμελιωθεί στους αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς και τις, ως άνω, προβαλλόμενες ενστάσεις της εναγομένης, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη, διότι τα επικαλούμενα αυτά περιστατικά δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση της επίδικης αποζημιωτικής αξίωσης, ούτε στοιχειοθετείται σ’αυτά συμπεριφορά της ενάγουσας, που δημιούργησε στην εναγομένη-εφεσίβλητη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα διεκδικήσει το ένδικο δικαίωμα της για αποζημίωση, ούτε μέχρι την έγερση της κρινόμενης αγωγής θεμελιώνεται μακρά αδράνεια της, ως δικαιούχου τούτης, ενώ ουδόλως εκτίθενται, ούτε προσδιορίζονται, οι δυσβάσταχτες οικονομικές συνέπειες της εναγομένης, ένεκα της ικανοποίησης της.

V. Κατ’ακολουθίαν, παρελκομένης της εξέτασης του τέταρτου επικουρικού λόγου της έφεσης, η έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, κατά τους αναφερόμενους λόγους, ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, κατά την πρώτη κύρια βάση της από την ενδοσυμβατική ευθύνη, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη να καταβάλει στην ενάγουσα-εκκαλούσα το ποσό των 10.656,55 ευρώ και το ισόποσο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, των 26.978,25 δολαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας –εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης-εφεσίβλητης, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρ. 178 παρ.1, 183, 189 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στην εκκαλούσα (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και να ορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την απολιπομένη εφεσίβλητη (άρθρα 501 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσιβλήτου την ένδικη έφεση.

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290)  ευρώ.

Δέχεται την έφεση τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος, κατά την άσκηση της έφεσης, παραβόλου στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει, την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.3710/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 30.10.2018 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει κατ’ουσίαν.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων εξακοσίων πενήντα έξι και πενήντα πέντε λεπτών (10.656,55) ευρώ και  το ισόποσο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, του ποσού των είκοσι έξι χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα οκτώ και είκοσι πέντε λεπτών (26.978,25) δολαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 26 Μαρτίου 2021 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 19 Απριλίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ