Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 227/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ      

Αριθμός απόφασης   227/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη (κωλυομένων των υπηρετούντων Προέδρων Εφετών και των αρχαιότερων Εφετών), Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη- Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα, Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των καλούντων-εκκαλούντων : 1) ……., 2) . ……., 3) ……., και 4) …….., απάντων κατοίκων ……., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Γεωργίου Καλτσά, με δήλωση του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ.

Της καθ’ής η κλήση-εφεσίβλητης, εδρεύουσας στην Αθήνα (……..) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «……..», ως ειδικής διαδόχου της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………», Α.Φ.Μ. ……….,νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Ελένης Καραβέλα, με δήλωση του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ.

Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 17-8-2015 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……../17-8-2015) αγωγή τους, την οποία άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’ αριθμ. 3941/2017 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε στο σύνολό της.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ενάγοντες με την από 21-3-2018 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2018) έφεσή τους. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 197/2019 μη οριστική απόφασή του, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο. Στη συνέχεια, με την από 12-6-2020 (υπ’αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2020) κλήση της εφεσίβλητης τράπεζας, η παραπάνω έφεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 19-3-2020, οπότε και ματαιώθηκε λόγω της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων.

Ήδη δε, η υπόθεση επαναφέρεται αυτεπαγγέλτως προς συζήτηση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατ’ άρθρο 74 § 2 του ν. 4690/2020 (περί κυρώσεως : α) της από 13.4.2020 Π.Ν.Π. «Μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και άλλες κατεπείγουσες διατάξεις» (A’ 84) και β) της από 1.5.2020 Π.Ν.Π. «Περαιτέρω μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και την επάνοδο στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα» (Α’ 90) και άλλες διατάξεις), με την υπ’ αριθμ. 55/2020 Πράξη του Εφέτη, Ιωάννη Αποστολόπουλου, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 12-6-2020 (υπ’αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2020) κλήση των εναγόντων, νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση η από 21-3-2018 (υπ’ αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2018) έφεσή τους, κατά της υπ’ αριθμ. 3941/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που απέρριψε την από 17-8-2015 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………../17-8-2015) αγωγή τους κατά της εναγομένης, περί αναγνωριστικής της ακυρότητας και επικουρικά ακυρωσίας δανειακών συμβάσεων σε ελβετικό φράγκο, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 197/2019 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, που ανέβαλλε τη συζήτησή της μέχρι την έκδοση απόφασης της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, επί του παρεπεμφθέντος σε αυτήν νομικού ζητήματος, με την υπ’ αριθμ. 884/2018 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος αυτού,  ως ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος. Η έφεση δε αυτή, όπως έχει ήδη κριθεί με την ανωτέρω μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, και έχει γίνει τυπικά δεκτή, κατά συνέπεια πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522,  533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, στην προαναφερθείσα από 17-8-2015 αγωγή τους, εξέθεταν ότι, δυνάμει των υπ’ αριθμ. … /8-8-2003 και ……./23-1-2006 συμβάσεων δανείου, που συνήψαν με την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………..», της οποίας η εναγομένη τυγχάνει ειδική διάδοχος, όπως αυτές τροποποιήθηκαν, με πρόσθετες πράξεις, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, χορηγήθηκε στον πρώτο και τη δεύτερη απ’ αυτούς (ενάγοντες), ως συνοφειλέτες, με την εγγύηση του τρίτου και της τέταρτης των εναγόντων, στεγαστικό δάνειο ύψους 100.000 και 50.000 ευρώ, αντίστοιχα, για την ανέγερση κατοικίας στη νήσο Κέα Κυκλάδων, τα οποία τελικώς μετατράπηκαν από στεγαστικά δάνεια «euribor» σε στεγαστικά δάνεια «libor» ξένου νομίσματος και δη ελβετικού φράγκου, με κυμαινόμενο επιτόκιο, αποπληρωτέα τελικώς σε δεκαοκτώ (18) και δεκαέξι (16) έτη, αντίστοιχα, μέσω συνεχών, μηνιαίων, τοκοχρεωλυτικών δόσεων. Ότι η μετατροπή του κεφαλαίου των δανειακών συμβάσεων, για τις οποίες ουδείς λόγος συνέτρεχε, αφού δεν διέθεταν και δεν επρόκειτο να αποκτήσουν εισοδήματα σε ελβετικό φράγκο ούτε και προτίθεντο να διοχετεύσουν τα ποσά των δανείων σε συναλλαγή σε ελβετικά φράγκα, υποδείχθηκε από τους αρμοδίους υπαλλήλους της δανείστριας Τράπεζας, ως συμφέρουσα, αφού θα τους εξασφάλιζε χαμηλό επιτόκιο και, επομένως, χαμηλότερη επιβάρυνση της μηνιαίας δόσης τους, χωρίς οι τελευταίοι να τους επισημάνουν τον κίνδυνο μεταβολής του ποσού των δανείων, ενόψει ενδεχόμενης μεταβολής των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ότι μετά το έτος 2010 οι μηνιαίες δόσεις που καλούνταν να καταβάλουν, παρουσίασαν σημαντική αύξηση, λόγω της ραγδαίας και απρόβλεπτης υποτίμησης του ευρώ, έναντι του ελβετικού φράγκου,  για την οποία, παρά την ανησυχία τους, έλαβαν τη διαβεβαίωση από τους άνω υπαλλήλους ότι επρόκειτο για προσωρινή κατάσταση. Ότι, τελικά, μετά και την από 15-1-2015 απόφαση της Ελβετικής Κεντρικής Τράπεζας για απελευθέρωση της σταθερής ισοτιμίας ελβετικού φράγκου-ευρώ, υπήρξε δραματική μεταβολή της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων με σημαντική υποχώρηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, καθώς στις 8-6-2015 η ισοτιμία αυτή ανερχόταν σε 1,05, με σημαντική επιβάρυνσή τους, όπως ειδικότερα αναλύεται. Ότι οι επίδικες συμβάσεις αποτελούν ουσιαστικά επενδυτικά προϊόντα και με την υπογραφή των τροποποιήσεών τους οι ίδιοι ενεπλάκησαν σε συμβάσεις υψηλού ρίσκου, που διέφεραν ουσιωδώς από εκείνες των στεγαστικών δανείων που πράγματι επιθυμούσαν. Ότι δεν έλαβαν ειδική και εμπεριστατωμένη πληροφόρηση από τους τραπεζικούς υπαλλήλους, τόσο κατά το προσυμβατικό στάδιο, όσο και κατά τη διάρκεια των συμβάσεων, περί των κινδύνων, της δυνατότητας και του κόστους κάλυψης του συναλλαγματικού κινδύνου που αυτές περιείχαν και τον οποίο οι ίδιοι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν, ούτε οι υπάλληλοι που συμβλήθηκαν για λογαριασμό της δανείστριας στις κρίσιμες τροποποιήσεις της μετατροπής των κεφαλαίων των δανείων σε ελβετικό φράγκο, είχαν την κατάλληλη πιστοποίηση του άρθρου 49 του ν.3371/2005, ώστε να είναι σε θέση να τους παρέχουν εξειδικευμένες πληροφορίες σχετικά με την αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου. Ισχυριζόμενοι, ακολούθως, ότι : α/ οι πρόσθετες πράξεις τροποποίησης των στεγαστικών τους δανείων σε ελβετικό φράγκο  είναι ανυπόστατες εφόσον δεν τους παραδόθηκαν πράγματι ελβετικά φράγκα αλλά η οφειλή τους προέκυψε μόνον λογιστικά, β/ τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο αποτελούν απαγορευμένη μορφή χρηματοδότησης κατά την Π.Δ.Τ.Ε 1955/1991, αφού δεν είναι επιτρεπτή η χορήγηση στεγαστικού δανείου μέσω χρηματοπιστωτικών μέσων, που έχουν τα στοιχεία της επένδυσης, και, επομένως, οι άνω πράξεις είναι άκυρες, κατ’άρθρο 174 του ΑΚ, γ/ η χορήγηση στεγαστικών δανείων σε συνάλλαγμα έγινε παρανόμως, ελλείψει ανάγκης κίνησης κεφαλαίων στο εξωτερικό, χρηματοδότησής τους σε ξένο νόμισμα και εξυπηρετούμενης συναλλαγής σε ξένο νόμισμα, και ως εκ τούτου οι προαναφερθείσες πράξεις είναι και για το λόγο αυτό άκυρες, δ/ επικουρικά, οι τροποποιήσεις αυτές είναι άκυρες, καθώς ουσιαστικά αναθέτουν ανεπίτρεπτα τον  προσδιορισμό της παροχής τους στην απόλυτη κρίση της δανείστριας, ε/ επικουρικότερα, ότι οι προδιατυπωμένοι όροι των συμβάσεων που αφορούν στη διαμόρφωση της παροχής τους είναι άκυροι ως καταχρηστικοί, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 2 § § 6 και 7 ε) και ια) του ν.2251/1994, καθώς επιφέρουν σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, δεν είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της διαφάνειας, και επιτρέπουν στη δανείστρια Τράπεζα να προσδιορίζει μονομερώς και κατά την απόλυτη κρίση της το ύψος της εκάστοτε δόσης ή του εκάστοτε καταλοίπου των δανείων τους, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία, που η ίδια διαμόρφωνε, με κριτήρια, όχι εύλογα και ειδικά και μάλιστα γνωστά στους ίδιους εκ των προτέρων, με αποτέλεσμα τη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών τους, άλλως διότι αντιβαίνουν την αρχή της καλής πίστης, και ότι η ακυρότητα αυτών, λόγω του ουσιώδους χαρακτήρα τους, επιφέρει ακυρότητα των συμβάσεων στο σύνολό τους, στ/ επικουρικότερα, οι πρόσθετες αυτές πράξεις δανείου είναι άκυρες, κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 του ΑΚ,  ως αντίθετες στα χρηστά ήθη, αφού αντιβαίνουν τις ιδέες του κατά γενική αντίληψη έμφρονος ανθρώπου, και διότι η δανείστρια τράπεζα προέβη στη συνομολόγησή τους, εκμεταλλευόμενη την απειρία τους και αποσιωπώντας τους αθέμιτα τους κινδύνους που ενείχαν, με αποτέλεσμα την προφανή δυσαναλογία μεταξύ της δικής της παροχής και της αντιπαροχής των ιδίων, χωρίς μάλιστα πρόβλεψη δυνατότητας αντιστάθμισης για την υπερβολική αύξηση της οφειλής τους,  άλλως ως αντίθετες στην καλή πίστη, ζ/ επικουρικότερα, οι τροποποιήσεις αυτές αποτελούν προϊόν απάτης άλλως πλάνης τους, γεγονός που τις καθιστά ακυρώσιμες, κατά τα άρθρα 147 και 140 του ΑΚ, η/ επικουρικότερα, είναι εικονικές και ως εκ τούτου άκυρες, κατ’άρθρο 138 του ΑΚ, θ/ επικουρικότερα, οι γενόμενες μετατροπές σε ξένο νόμισμα είναι άκυρες λόγω έλλειψης αποδεικτικού τύπου, σύμφωνα με την Π.Δ.Τ.Ε 2325/1994, άλλως λόγω της επίρριψης στους ίδιους του συναλλαγματικού κινδύνου, ι/ επικουρικότερα ότι οι επίμαχες τροποποιητικές συμβάσεις είναι άκυρες, κατά τις διατάξεις των άρθρων 388 άλλως 288 του ΑΚ, καθώς τα περιστατικά στα οποία οι ίδιοι στήριξαν τη σύναψή τους μεταβλήθηκαν στη συνέχεια και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, με αποτέλεσμα η οφειλόμενη εκ μέρους τους παροχή να καταστεί υπέρμετρα επαχθής. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά, οι ενάγοντες ζητούσαν : 1/ να αναγνωριστεί ότι οι πρόσθετες πράξεις μετατροπής της οφειλής τους από τις δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο, είναι ανυπόστατες, 2/ επικουρικά να αναγνωριστεί ότι οι πρόσθετες αυτές πράξεις είναι άκυρες, διότι αντιβαίνουν στην Π.Δ.Τ.Ε 1955/1991, επικουρικά στις διατάξεις της Π.Δ.Τ.Ε 2325/1995, όπως ίσχυε κατά την κατάρτισή τους και επικουρικότερα, του άρθρου 372 του ΑΚ, λόγω της αοριστίας της παροχής τους, 3/ επικουρικότερα ότι είναι άκυρες στο σύνολό τους, διότι περιέχουν καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών, κατά το άρθρο 6 § 2 του ν.2251/1994, επικουρικότερα διότι είναι αντίθετες στα χρηστά ήθη, με εκμετάλλευση εκ μέρους της δανείστριας της απειρίας τους περί τα χρηματοοικονομικά δεδομένα, με αποτέλεσμα τη συνομολόγηση παροχής, που τελεί σε προφανή δυσαναλογία με την αντιπαροχή της τράπεζας άλλως, ως καταχρηστικές, κατ’άρθρο 281 του ΑΚ, 4/ επικουρικότερα, ότι είναι άκυρες, κατά τα άρθρα 147 άλλως 140 του ΑΚ, άλλως ως εικονικές, 5/ επικουρικότερα να απαγγελθεί η ακυρότητα της προς αυτούς επίρριψης των κινδύνων εκ των συμβάσεων, σύμφωνα με την Π.Δ.Τ.Ε 2325/1994, όπως ίσχυε, και επικουρικότερα, να αναγνωριστεί η ακυρότητα των όρων τους (2.1, 2.4 και 3.1) των πρόσθετων πράξεων περί μετατροπής των δανείων σε ελβετικό φράγκο, ως καταχρηστικών, κατ’ άρθρο 2 § § 6 και 7 του ν. 2251/1994 και, όλως επικουρικώς, να αναπροσαρμοστεί το άληκτο κεφάλαιο των δανείων, κατά  τα άρθρα 388 άλλως 288 του ΑΚ, στο ποσό των 39.820,376 ευρώ για το πρώτο και των 23.042,14 ευρώ, για το δεύτερο, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα, με ημερομηνία αναφοράς την 8-6-2015. Ζητούσαν, ακόμη, να αναγνωριστεί ότι τα μοναδικά ποσά που έλαβαν ως δάνειο ήταν εκείνα των 100.000 και των 50.000 ευρώ, που αναγράφονται στο αρχικό κείμενο των συμβάσεων, να οριστεί ότι η αποπληρωμή τους θα πρέπει να γίνει με βάση την ισοτιμία ευρώ-ελβετικού φράγκου, κατά τον χρόνο σύναψής τους, ήτοι 1,6534 και 1,6568, αντίστοιχα, να υποχρεωθεί η εναγομένη να υπολογίσει τα δάνεια, τα άληκτα κεφάλαια αυτών, τις επιμέρους τοκοχρεωλυτικές δόσεις και κάθε καταβολή εκ μέρους τους, από την ημέρα εκταμίευσης και μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή τους, με βάση την προαναφερθείσα ισοτιμία των δύο νομισμάτων, αφαιρούμενων από αυτά όλων των δόσεων που είχαν καταβάλει έως εκείνο τον χρόνο, να καταδικαστεί η εναγομένη σε δήλωση βουλήσεως προκειμένου να καταρτιστούν νέες τροποποιητικές συμβάσεις, με τις οποίες θα αναγνωρίζεται ότι το υπόλοιπο του άληκτου κεφαλαίου της πρώτης σύμβασης ανέρχεται σε 39.820,376 ευρώ και της δεύτερης σε 23.042,14 ευρώ, κατά την 8η-6-2015, ή σε όποιο ποσό θα έχει αυτό διαμορφωθεί, με βάση τις γενόμενες καταβολές, έως την έκδοση της απόφασης, να υποχρεωθεί η εναγομένη να απέχει στο μέλλον από κάθε παράνομη επιβολή τόκων και, τέλος, να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά τους έξοδα.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη ως άνω απόφασή του, έκρινε την αγωγή, ως μη νόμιμη, όσον αφορά όλες τις βάσεις και αιτήματά της, πλην του υπ’ αριθμ. 5/ περί αναγνώρισης δηλαδή ως άκυρων των επικαλούμενων όρων των πρόσθετων πράξεων, περί μετατροπής της οφειλής των εναγόντων σε ξένο νόμισμα (ελβετικό φράγκο), ως καταχρηστικών, επειδή ήταν αδιαφανείς και διατάρασσαν σημαντικά την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, και ως μη νόμιμων, διότι αντέβαιναν στις διατάξεις της Π.Δ.Τ.Ε 2325/1994, και, τελικώς, μετά την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου, την απέρριψε στο σύνολό της, συμψηφίζοντας τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.

Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι εκκαλούντες για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, όχι στο σύνολό της, αλλά μόνον κατά το μέρος που απορρίφθηκε : α/ ως μη νόμιμη, αναφορικά ειδικότερα με το αίτημα αναπροσαρμογής της παροχής τους, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 388 και 288 του ΑΚ, και β/ ως ουσιαστικά αβάσιμη, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή τους, κατά τα αντίστοιχα-επικουρικά σωρευόμενα- αιτήματά της, περί ακυρότητας δηλαδή των επίμαχων όρων άλλως περί αναπροσαρμογής της παροχής τους στα μνημονευόμενα ποσά, και την καταδίκη της εναγομένης στα δικαστικά τους έξοδα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεσή τους.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 526 εδ. 1, 2 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη στην κατ` έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 597/2019, ΕφΑθ 3607/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).  Η μεταβολή βέβαια πρέπει να ανάγεται στα ουσιώδη μέρη της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής (ΕφΑθ 3607/2019 ό.π) και όχι της νομικής της βάσης (ΑΠ 597/2019, ΕφΑθ 3607/2019 ό.π), καθόσον ο διάδικος δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεσθεί νομικές διατάξεις, επί των οποίων στηρίζει την αγωγή του.             Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ο τέταρτος λόγος της έφεσης περί ακυρότητας του όρου των υπ’ αριθμ. ……… και . από 23-8-2011 πρόσθετων πράξεων των ένδικων συμβάσεων στεγαστικού δανείου περί αναγνώρισης της υφιστάμενης οφειλής των εναγόντων έναντι της εφεσίβλητης σε ελβετικά φράγκα  (94.853,02 και 53.795,14 αντίστοιχα), ως καταχρηστικού, διότι αυτή ισοδυναμεί με παραίτησή τους  από την προστασία που τους εξασφαλίζει η αρχή της διαφάνειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2251/1994, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, είναι άκυρη, τυγχάνει απαράδεκτος, καθώς συνιστά ανεπίπτρεπτη μεταβολή του αγωγικού αιτήματος, εφόσον στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιελήφθη σχετικό αίτημα και το ζήτημα αυτό δεν αποτέλεσε αντικείμενο δικαστικής κρίσης από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Εξάλλου, αβάσιμος, ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, τυγχάνει και ο  πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες διατείνονται ότι η επίρριψη του συναλλαγματικού κινδύνου στους ίδιους ως δανειολήπτες είναι παράνομη, ως αντιβαίνουσα στη διάταξη του άρθρου 4 του ν. 2842/2000 [η οποία αντικαθιστώντας το άρθρο 1 του ν.1083/1980 προβλέπει, ότι τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και έχουν εξουσιοδοτηθεί να πραγματοποιούν πράξεις σε συνάλλαγμα, διενεργούν ελεύθερα για ίδιο λογαριασμό και με δικό τους κίνδυνο πάσης φύσεως πράξεις σε συνάλλαγμα και ξένα τραπεζικά γραμμάτια, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις], καθώς η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει τη σύναψη δανειακών συμβάσεων σε ξένο νόμισμα, δυνάμει των οποίων, κατά ρητή πρόβλεψη, η παροχή των δανειοληπτών θα εξαρτάται από τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ με το εκάστοτε ξένο νόμισμα.           Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει, προτού ακόμη εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο (λ.χ. για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων), ως προς την αγωγή για ζητήματα αυτής, όπως ιδίως για τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, το παραδεκτό, το ορισμένο, το νόμω βάσιμο αυτής και χωρίς ειδικό παράπονο να την απορρίψει, ως απαράδεκτη, αόριστη ή μη νόμιμη (ΑΠ 140/2019, ΑΠ 121/2019, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015, ΕφΔωδ 73/2014, ΕφΑνΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6601/2011, ΕλλΔνη 2013.189). Στην περίπτωση αυτή, επειδή κατά το άρθρο 534 του ίδιου κώδικα δεν επιτρέπεται η αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό κατά το αποτέλεσμα διατακτικό, εξαφανίζεται αυτή και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γι’ αυτό παράπονο, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 140/2019, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 173/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην περίπτωση ειδικότερα που η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) ως ουσιαστικά αβάσιμη και κατά της απόφασης παραπονιέται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίνοντας αυτεπαγγέλτως ότι αυτή ήταν αόριστη, μη νόμιμη ή απαράδεκτη, εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση και απορρίπτει την αγωγή για έναν από τους παραπάνω λόγους, εφόσον μια τέτοια απόφαση είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα και δεν αρκεί απλή αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας, κατ’ άρθρο 534 του ΚΠολΔ (ΑΠ 92/2015 ό.π, ΑΠ 963/1999, ΕλλΔνη 2000.52, ΕφΠειρ 351/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 577/2008, ΑΧΑΝΟΜ 2009.346).

1. Το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές προβλέπει ότι: “Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας. Η έκφραση “νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμον μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Επιπλέον, στη 13η σκέψη του Προοιμίου της εν λόγω Οδηγίας εξηγείται ότι: “Οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας οι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη-μέλη ή η Κοινότητα,• ότι, γι` αυτόν τον λόγο, η έκφραση “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ” που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει τους κανόνες οι οποίες εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την Οδηγία 93/12, συμβατικοί όροι οι οποίοι απηχούν, δηλαδή επαναλαμβάνουν νοηματικά ή ταυτίζονται με διατάξεις μιας χώρας-μέλους, εξ ορισμού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και, επομένως, δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας ως γενικοί όροι συναλλαγών, αφού αυτό που προβλέπεται ως συμβατικός όρος θα ίσχυε έτσι και αλλιώς, ακόμη και αν δεν υπήρχε η επίμαχη ρήτρα. Αιτιολογία του αποκλεισμού αυτού είναι το γεγονός ότι οι εθνικές διατάξεις εξ ορισμού δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αφού ο εθνικός νομοθέτης ήδη προέβη σε στάθμιση συμφερόντων των μερών και μία τέτοια νομοθετική στάθμιση δεν μπορεί να είναι καταχρηστική. Σε διαφορετική περίπτωση, ο έλεγχος των ρητρών αυτών για καταχρηστικότητα θα σήμαινε στην ουσία έλεγχο σκοπιμότητας του νομοθετικού έργου από τα δικαστήρια, πράγμα που αντίκειται στη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.) Οι όροι αυτοί, αποκαλούμενοι “δηλωτικοί”, μπορεί να απηχούν εθνικές ρυθμίσεις όχι μόνον αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου, όπως σαφώς εξηγείται στην προπαρατιθέμενη σκέψη του Προοιμίου, με αποτέλεσμα η αναφορά του άρθρου 1 παρ. 2 σε “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” να μη συνιστά νομική ακριβολογία και γι` αυτό πρέπει να νοηθεί ως διατάξεις απλώς δεσμευτικού, αναγκαστικού ή ενδοτικού, δικαίου, αφού και οι διατάξεις του ενδοτικού δικαίου περιέχουν σταθμισμένες από το νομοθέτη ρυθμίσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και των δύο μερών. Περαιτέρω, είναι μεν αληθές ότι η ως άνω εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το ν. 2251/1994 που αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13. Παρότι, όμως, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας. Και τούτο διότι σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994: “Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται”. Επομένως, για να υπάρξει κατά τον ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός γενικού όρου των συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα “τη σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή”. Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994. Η ως άνω ερμηνεία καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό της Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα, μεταξύ των διαδίκων, υφίσταται ο επίμαχος Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι “δηλωτικός”, ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου. Πράγματι, το άρθρο 291 του ΑΚ ορίζει σχετικά: “Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στον χρόνο και τον τόπο της πληρωμής, δηλαδή την αξία που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα, πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291 του ΑΚ, και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου. Ειδικότερα, η αναγραφή στον όρο αυτό, ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, κατά την έννοια των άρθρων 305 επ. του ΑΚ, παρά τη χρήση της λέξεως υποχρεούται, αφού δεν οφείλονται δύο αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα, και απλώς παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει, είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, που είναι πλέον το εθνικό νόμισμα από 1-1-2001, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν έχουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 305 επ του ΑΚ περί διαζευκτικής ενοχής, ώστε να τίθεται ζήτημα επιλογής εκ μέρους του οφειλέτη, εφόσον με τον όρο αυτό δεν του αφέθηκε η επιλογή, αν θα έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα ή σε ευρώ, αλλά εξαρχής έχει προβεί στην επιλογή δανείου σε ξένο νόμισμα και του παρέχεται η ευχέρεια να το εξοφλήσει είτε στο ξένο νόμισμα είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Για τον λόγο αυτό, ένας τέτοιος όρος δεν επαναλαμβάνει μεν νοηματικά, απηχεί όμως το περιεχόμενο του άρθρου 291 του ΑΚ (ΟλΑΠ 4/2019 ΕΕμπΔ 2019.404).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι υπό στοιχ. 2.1, 2.4, 3.1 και 4.2 όροι των από 4-5-2007 και 8-5-2007 πρόσθετων πράξεων μετατροπής στεγαστικού δανείου, που συνιστούν προδιατυπωμένους γενικούς όρους,  δυνάμει των οποίων οι ενάγοντες, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, συμφώνησαν με την Τράπεζα να μετατραπεί η οφειλή τους σε οφειλή ελβετικού φράγκου, με επιτόκιο, το κυμαινόμενο επιτόκιο Libor CHF ενός μήνα, προσαυξημένο, να εξαρτηθεί κάθε τοκοχρεωλυτική δόση από το ύψος του επιτοκίου κατά την ημερομηνία της καταβολής της, και να αναληφθεί πλήρως από τους ενάγοντες ο κίνδυνος, από τη μεταβολή είτε των επιτοκίων Libor CHF είτε της συναλλαγματικής ισοτιμίας, μεταξύ του ευρώ και του ελβετικού φράγκου, που μπορούν να έχουν ως συνέπεια τη μείωση ή την αύξηση του ποσού της,  αποτελούν  δηλωτικούς όρους – naturalia negotii – των πρόσθετων πράξεων, αφού δεν εισάγουν απόκλιση από τη διάταξη του άρθρου 291 του ΑΚ, δίχως να τη συμπληρώνουν με επιπλέον ρυθμίσεις και κυρίως δίχως να εναποθέτουν τον προσδιορισμό του ύψους της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην Τράπεζα. Το γεγονός δε ότι πρόκειται για διάταξη ενδοτικού και όχι αναγκαστικού δικαίου στερείται εννόμων συνεπειών, παρά τα αντιθέτως διαλαμβανόμενα από τους εκκαλούντες στις προτάσεις τους, σύμφωνα και με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπ’αριθμ.1). Συνεπώς, οι όροι αυτοί και κυρίως ο υπό στοιχ. 2.1 σε συνδυασμό με τον 3.1 όρο επαναλαμβάνουν ουσιαστικά εθνική ρύθμιση σε συναλλαγή που δεν αποκλίνει από το ρυθμιστικό πρότυπο του εθνικού νομοθέτη, όπως το έθεσε όταν θέσπιζε την παραπάνω διάταξη. Για τον λόγο αυτό δεν μπορούν να αποτελέσουν  αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, κατά ρητή επιταγή της Οδηγίας 93/13 (βλ. 13η σκ. Προοιμίου της Οδηγίας και αριθ. 1 παρ. 2 αυτής), κατά την οποία αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οι συμβατικές ρήτρες που απηχούν διατάξεις ενδοτικού δικαίου της εθνικής νομοθεσίας, δίχως να τροποποιούν το περιεχόμενό τους ή το πεδίο εφαρμογής τους, εκφεύγοντας έτσι του ελέγχου καταχρηστικότητος. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, ερευνώντας κατ’ ουσίαν την εν λόγω υπόθεση, χωρίς να αποφανθεί περί του δηλωτικού ή μη χαρακτήρα των εν λόγω όρων, δέχθηκε ότι αυτοί δεν είναι καταχρηστικοί, καθώς δεν επιφέρουν διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και, πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της έφεσης, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του και του σκέλους του, με το οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι με τους επίμαχους όρους επήλθε ουσιώδης διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ως προς το μέρος της που αφορά στη σχετική διάταξή της, να κρατηθεί προς εκδίκαση η υπόθεση κατά το ανωτέρω μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, και να απορριφθεί η αγωγή ως προς αίτημα της περί ακυρότητας των επίδικων Γ.Ο.Σ., ως μη νόμιμη, εφόσον απλή αντικατάσταση των αιτιολογιών δεν αρκεί, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, ούτε καθίσταται χειρότερη η θέση των εκκαλούντων.

2. Περαιτέρω,  μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές περιπτώσεις του άρθρου 2 § 7 του N. 2251/1994, είναι η αρχή της διαφάνειας, η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της εκ των προτέρων, χωρίς σπουδαίο λόγο, δέσμευσης του καταναλωτή, να μην ασκήσει κατά τη λειτουργία και εξέλιξη της σύμβασης, νόμιμα δικαιώματά του έναντι του προμηθευτή (ΟλΑΠ 12/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η αρχή της διαφάνειας των Γ.Ο.Σ. διακηρύσσεται στην 20η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και διατυπώνεται ρητά και στα άρθρα 4 παρ. 2 και 5 εδ. α της Οδηγίας αυτής [ΕφΘρ 110/2017, ΕφΑθ (Μον) 699/2020, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»] ενώ στο εσωτερικό δίκαιο η ίδια αρχή περιέχεται στο άρθρο 2 παρ. 2 α και 7 ε, ια του Ν. 2251/1994 [ΕφΘρ 110/2017, ό.π, ΕφΘρ 24/2017, ΕΕμπΔ 2017.132, ΕφΑθ (Μον) 699/2020 ό.π]. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΟλΑΠ 12/2017 ό.π). Αποτελεί δε εκδήλωση του προτύπου πληροφόρησης που ενισχύει την προσωπική ευθύνη του καταναλωτή για τη συμβατική επιλογή του, με την παροχή σε αυτόν προστασίας εμφανιζόμενης υπό την μορφή της εξασφάλισης ενός επιπέδου πληροφόρησης, το οποίο θα καθιστά τον ίδιο υπεύθυνο φορέα λήψης αποφάσεων εντός μιας αγοράς, όπου λειτουργούν οι κανόνες του ανταγωνισμού. Το συγκεκριμένο πρότυπο πληροφόρησης κατά τη νομολογία του ΔΕΕ έχει ως αποδέκτη τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (ΔΕΕ της 30/4/2014, υπόθεση C-26/13, σκέψη 74). Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, που συμπληρώνει το άρθρο 5 εδ. α΄ αυτής οι συμβατικές ρήτρες του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης και της σχέσης παροχής και αντιπαροχής δεν ελέγχονται ως καταχρηστικές, παρά μόνο σε σχέση με την αρχή της διαφάνειας, δηλαδή αν είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό [ΕφΘρ 110/2017, ΕφΘρ 24/2017, ΕφΑθ (Μον) 699/2020 ό.π]. Αυτού του είδους ρήτρες είναι εκείνες που ορίζουν τις κύριες παροχές της σύμβασης και οι οποίες ως τέτοιες χαρακτηρίζουν τον οικείο συμβατικό τύπο. Αντίθετα οι ρήτρες που έχουν δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με τις ρήτρες που ορίζουν την ουσία αυτή καθ’ εαυτή του συμβατικού δεσμού, δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν στην έννοια του κύριου αντικειμένου της σύμβασης, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης. Έτσι, η σχέση παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ., εν τούτοις, με το ως άνω άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας ελέγχεται, ώστε να διαγνωστεί αν είναι σύμφωνος με την αρχή της διαφάνειας, η οποία συμπτύσσεται σε ένα τρίπτυχο κατευθύνσεων, που πρέπει να τους διακρίνει [ΕφΑθ (Μον) 699/2020 ό.π]. Η πρώτη πτυχή είναι αυτή της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης, η δεύτερη αφορά στο ορισμένο (ή οριστό) του περιεχομένου των όρων και η τρίτη πτυχή στην προβλεψιμότητα των όρων που επάγεται την απαγόρευση απροσδόκητων, αιφνιδιαστικών ή παραπλανητικών ρητρών. Η απαίτηση περί διαφάνειας των Γ.Ο.Σ. δεν αφορά απλά και μόνον τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν. Η παραπάνω σαφήνεια δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή [ΕφΘρ 110/2017, ΕφΘρ 24/2017, ΕφΑθ (Μον) 699/2020 ό.π]. Για τον λόγο αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ιδιαίτερα, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις έναντι του προμηθευτή [ΕφΑθ (Μον) 699/2020 ό.π]. Προς την κατεύθυνση της προβλεψιμότητας που επιβάλλει η αρχή της διαφάνειας και της αποτροπής της διάψευσης των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, υπάρχει ανάγκη της προστασίας των προσδοκιών αυτών, στις λεγόμενες απροσδόκητες ή αιφνιδιαστικές ρήτρες, δηλαδή στις ρήτρες εκείνες που μεταβάλλουν την εικόνα που δικαιολογημένα έχει δημιουργηθεί στον καταναλωτή αναφορικά με το ύψος του τιμήματος ή την έκταση της κύριας παροχής, δηλαδή στοιχεία που είναι συνήθως και τα μόνα που πράγματι εξετάζει ο καταναλωτής. Ως προβλέψιμος χαρακτηρίζεται ο όρος, που είναι όμοιος με αυτούς που συνήθως εμφανίζονται και διαμορφώνουν το αντίστοιχο περιεχόμενο των ιδίου τύπου συμβάσεων, με τις οποίες η επιβαλλόμενη στον καταναλωτή οικονομική επιβάρυνση είναι ορισμένη ή προκύπτει ο αριθμητικός της προσδιορισμός από συγκεκριμένες εκτιθέμενες παραμέτρους, με την εκτέλεση από τον καταναλωτή απλού μαθηματικού υπολογισμού. Οι όροι που εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά αυτά είναι αναμενόμενοι, για τους καταναλωτές που επιλέγουν να μετέχουν στον αντίστοιχο συμβατικό τύπο, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ένα υψηλό επίπεδο αυτοπροστασίας μέσω της λειτουργίας του ανταγωνισμού, ώστε να αποκλείεται η δικαιοδοτική επέμβαση και η επιβολή μια διαφορετικής διαμόρφωσης του συμβατικού περιεχομένου [ΕφΘρ 24/2017, ΕφΑθ (Μον) 699/2020 ό.π]. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική, και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής. Ένας Γ.Ο.Σ., ο οποίος δεν πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις της αρχής της διαφάνειας είναι άκυρος [ΟλΑΠ 12/2017, ΟλΑΠ 15/2007, ΟλΑΠ 6/2006, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]

3. Επίσης, με την ΠΔΤΕ 2325/2.8.1994, που εκδόθηκε νομίμως στο πλαίσιο των καθηκόντων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, να καθορίζει με Πράξεις του, μεταξύ άλλων, τους όρους χορηγήσεως πιστώσεων από τις Τράπεζες και εν γένει την πιστωτική πολιτική του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά κυρίως με τις διατάξεις Ν. 2842/2000, καθιερώνεται η σύννομη κατάρτιση μίας συμβάσεως δανείου σε συνάλλαγμα, όπως το ελβετικό φράγκο. Η ενοχική σχέση του δανείου, βάσει της γενικής αρχής της καλής πίστης (άρθρο 288 του ΑΚ) υπό την ειδική έκφανση της προστασίας των δικαιωμάτων, εννόμων αγαθών και συμφερόντων του αντισυμβαλλομένου, οδηγεί σε αυξημένες υποχρεώσεις πρόνοιας σε βάρος του πιστωτικού ιδρύματος και υπέρ του δανειολήπτη. Οι αυξημένες αυτές υποχρεώσεις προκύπτουν κυρίως από ένα συγκεκριμένο γνωσιακό προβάδισμα της τράπεζας, το οποίο δεν διαθέτει ο πελάτης, καθώς επίσης και στις περιπτώσεις που από τη συμβατική σχέση γεννάται ιδιαίτερος κίνδυνος για τον πελάτη. Η υποχρέωση ενημέρωσης, εκτός από τη θεμελίωσή της στην ανωτέρω γενική αρχή της καλής πίστης, μπορεί να θεμελιώνεται και σε συγκεκριμένη διάταξη νόμου, η οποία τελικά ως lex specialis εξειδικεύει και έχει προβάδισμα έναντι της αρχής του άρθρου 288 ΑΚ. Ειδικότερα στα δάνεια σε ξένο νόμισμα η υποχρέωση ενημέρωσης καθιερώνεται και από διατάξεις του θετικού (ουσιαστικού δικαίου). Μεταξύ αυτών των διατάξεων του ελληνικού δικαίου και μάλιστα του εποπτικού τραπεζικού, ιδιαίτερη θέση κατέχει η ΠΔ/ΤΕ  2501/2002, η οποία ανάγεται σε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή ελέγχεται αναιρετικά (ΕφΑθ 3607/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Με την τελευταία αυτή πράξη, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 18 § 5 του ν. 2076/1992,  κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές που θεσπίζονται στην παράγραφο Α΄ αυτής, με τίτλο «Γενικές Αρχές»,  τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν, μεταξύ άλλων, να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές, να παρέχουν περιοδική έγγραφη ενημέρωση στους συναλλασσόμενους κατά τη διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων για τον τρόπο εφαρμογής των όρων που έχουν συμφωνηθεί, να ανταποκρίνονται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος σε αιτήματα συναλλασσομένων για την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων, σχετικά με την εφαρμογή των συμβατικών όρων και να διαθέτουν ειδική υπηρεσιακή μονάδα για την εξέταση παραπόνων ή καταγγελιών πελατών. Επίσης, στην παράγραφο Β΄ αυτής, καθορίζεται η ελάχιστη ενημέρωση αναφορικά με συγκεκριμένες τραπεζικές εργασίες, όπως καταθέσεις, χορηγήσεις, λοιπές εργασίες, καθώς και σε σχέση με πιστωτικές κάρτες και παράγωγα προϊόντα, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης, σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης. Ειδικώς, αναφορικά με τα χορηγούμενα σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος δάνεια, η ελάχιστη ενημέρωση των δανειοληπτών περιλαμβάνει ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος (παρ. Β, αρ. 2 περ. x), και τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων (παρ. Β, αρ. 2 περ. ix). Εξάλλου, στην ίδια πράξη προβλέπεται, σε ό,τι αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, των οποίων η απόδοση προσδιορίζεται βάσει στοιχείων και δεικτών και τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, ότι η ενημέρωση των συναλλασσομένων πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης και των πιθανών κινδύνων. Ειδικότερα, για τη διευκόλυνση της κατανόησης και συγκρισιμότητας των παραπάνω προϊόντων, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε : α) αναγωγή του ποσοστού απόδοσης σε ετήσια βάση κατά το χρόνο της επένδυσης, ανεξάρτητα από το χρονικό ορίζοντα της επένδυσης, β) σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων που προσδιορίζουν την απόδοση των προϊόντων σε εναλλακτικές παραδοχές ως προς τις κύριες συνιστώσες του προϊόντος (δείκτες χρηματιστηρίων, εξέλιξη συναλλαγματικής ισοτιμίας κ.λ.π.), παραθέτοντας δύο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα (παρ. Β, αρ. 2 περ. στ).

5. Πλέον αυτών, κατά την έννοια του άρθρου 388 του ΑΚ, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλόμενους, σε αμφοτεροβαρή σύμβαση (όπως η σύμβαση εντόκου δανείου, σχετ. ΕφΛαμ 5/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», Α. Γεωργιάδης-Μ. Σταθόπουλος «Αστικος Κώδιξ», τόμος IV, σελ. 227, αρ.16), το διαπλαστικό δικαίωμα, να ζητήσει από το Δικαστήριο, την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής, στο μέτρο που αρμόζει ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί, είναι : α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης, β) η μεταβολή μπορεί να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, γ) από την μεταβολή αυτή, η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής (ΑΠ 62/2019, ΑΠ 53/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου, είναι αυτά που δεν επέρχονται, κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων και προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κλπ. (ΑΠ 800/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαμ 5/2020, ΕφΑθ 3607/2019, ΕφΘρακ 21/2017 ό.π), συνεπεία των οποίων επέρχεται πλήρης κατάλυση της ισορροπίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, ώστε ο μεν οφειλέτης, εκτελώντας τη σύμβαση, να υφίσταται ουσιώδη και υπερμεγέθη ζημία, που προκλήθηκε εκτάκτως και απρόοπτα, ο δε αντισυμβαλλόμενος να ωφελείται υπέρμετρα από την περιουσία του υπόχρεου, ενώ, αν εξελισσόταν ομαλά η σύμβαση, η οικονομική επιβάρυνση θα ήταν συνήθης και αυτή που είχε προβλεφθεί (ΑΠ 844/2018, ΑΠ 841/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 3607/2019 ό.π). Απρόοπτη μεταβολή των περιστατικών στα οποία στηρίχθηκαν τα μέρη μπορεί να αποτελέσει και μόνη η υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος, όταν είναι τόσο μεγάλη που, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ανατρέπει τους υπολογισμούς των μερών (ΑΠ 800/2020, ΑΠ 678/1996, ΕλλΔνη 1998.552, ΕφΛαμ 5/2020 ό.π), ενώ η υποτίμηση αυτή μπορεί να συνιστά απλώς μεταβολή των συνθηκών, με την έννοια της διάταξης του άρθρου 288 του ΑΚ (ΑΠ 765/2020, ΑΠ 1145/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Από τις ως άνω προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 του ΑΚ, αν δεν συντρέχει εκείνη της απρόοπτης και ανυπαίτιας μεταβολής των συνθηκών, τότε είναι επιτρεπτή η εφαρμογή του άρθρου 288 του ΑΚ (ΑΠ 928/2020, ΑΠ 298/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Για να στοιχειοθετηθεί, όμως, περίπτωση εφαρμογής του προαναφερόμενου άρθρου (388 του ΑΚ), δεν αρκεί μόνη η κατά τα άνω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας-και για την ταυτότητα του νομικού λόγου η υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος- αλλά θα πρέπει να κριθεί σε σχέση και με τις υπόλοιπες συνθήκες και ιδίως, το αναμενόμενο κέρδος από τη σύμβαση, την οικονομική κατάσταση των μερών, την εξυπηρετούμενη ανάγκη αυτών με τη σύμβαση και τις υποχρεώσεις προς τρίτους, που εξαρτώνται από τη σύμβαση, έτσι ώστε οι συνέπειες από την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας –ή για την ταυτότητα του νομικού λόγου, την υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος-να έγιναν δυσβάστακτες για το ένα των συμβληθέντων μερών και να υπερβαίνουν τον κίνδυνο, που, κατά τις συνηθισμένες συνθήκες, αναλαμβάνει κάθε συμβαλλόμενος, όταν μάλιστα αποφασίζει σύναψη σύμβασης, που πρόκειται να εκτελεσθεί στο μέλλον (ΑΠ 53/2019, ΑΠ 566/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Για να είναι δε νόμιμος ο ισχυρισμός που στηρίζεται στην ανωτέρω διάταξη (388 ΑΚ), πρέπει να έχει σαφή και ευσύνοπτη ιστορική βάση, να περιέχει δηλαδή αναφορά όλων των προαναφερόμενων στοιχείων που απαιτεί ο νόμος ( ΑΠ 678/1996 ό.π, ΕφΑθ 7313/2004 ΕλλΔνη 2006.295) και δη ότι τα συμβαλλόμενα μέρη στήριξαν την κατάρτιση της σύμβασης σε ορισμένα περιστατικά, τα οποία να αναφέρονται και τα οποία μεταγενέστερα μεταβλήθηκαν από έκτακτους και απρόβλεπτους λόγους, ώστε να συνεπάγονται δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής (ΕφΛαμ 5/2020, ΕφΘρ 21/2017 ό.π, ΕφΠειρ 953/2004 ΠειρΝομ 2004.418). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από τον νόμο, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 του ΑΚ. Παρέχει δε η διάταξη αυτή (288 ΑΚ) στο δικαστή τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο, το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης (ΟλΑΠ 9/1997 ΕλλΔνη 1997.767, ΑΠ 73/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, τα δικαιώματα εκ των άρθρων 388 και 288 του ΑΚ είναι διαπλαστικά και κατά συνέπεια τόσο οι σχετικές αγωγές όσο και οι αποφάσεις είναι διαπλαστικές, η δε διάπλαση μπορεί να ανάγεται από τον χρόνο επιδόσεως της αγωγής και εντεύθεν (ΑΠ 463/2017, ΑΠ 207/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» όσον αφορά το άρθρο 388 του ΑΚ, ΟλΑΠ 3/2014 Νοβ 2014.1131, όσον αφορά το άρθρο 288 του ΑΚ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον 6ο λόγο της υπό κρίση εφέσεως οι εκκαλούντες – ενάγοντες παραπονούνται για την απόρριψη της επικουρικής βάσης της αγωγής τους με την οποία ζητείται η αναπροσαρμογή της επίδικης δανειακής σύμβασης στο προσήκον μέτρο κατ’ άρθρο 388 του ΑΚ, άλλως κατ’ άρθρο 288 του ΑΚ,  ως μη νόμιμης, από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι, ως προς μεν την επικουρική της βάση, που επιχειρείτο να θεμελιωθεί στο άρθρο 388 του ΑΚ, η συγκεκριμένη διάταξη δεν εφαρμόζεται επί δανείου, αλλά μόνον επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, ότι τα περιστατικά που επικαλέστηκαν οι ενάγοντες, αναγόμενα σε χρόνο μεταγενέστερο της σύναψης των πρόσθετων πράξεων μετατροπής των δανείων, δεν συνιστούσαν απρόοπτη, ανυπαίτια για τους ίδιους, μεταβολή των συνθηκών, και ότι δεν επικαλέστηκαν ότι η συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού φράγκου-ευρώ αποτέλεσε το κοινό δικαιοπρακτικό θεμέλιο όλων των συμβαλλομένων, και ως προς εκείνη που επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 288 του ΑΚ, ότι το σχετικό δικαίωμά τους, ως διαπλαστικό, αφορά τον μετά την επίδοση της αγωγής χρόνο, χωρίς αναδρομικότητα. Σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου, οι εκκαλούντες – ενάγοντες, ζητώντας την εφαρμογή του άρθρου 388 του ΑΚ, άλλως του 288 του ΑΚ, ισχυρίσθηκαν με αυτήν ότι αμφότερα τα μέρη, για τη σύναψη της δανειακής συμβάσεως σε αλλοδαπό νόμισμα, στηρίχθηκαν στη σχετική σταθερότητα της ισοτιμίας μεταξύ των δύο νομισμάτων, που είχε υπάρξει επί μακρό χρονικό διάστημα πολλών ετών και συνακόλουθα στην προοπτική συναλλαγματικών διακυμάνσεων μεταξύ των δύο αυτών νομισμάτων, κατά τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου, σε συνήθη επίπεδα. Ότι, παρά τις προσδοκίες αυτές των μερών, από λόγους έκτακτους και απρόβλεπτους, υπήρξε ραγδαία υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, που έφθασε το 57%, με αποτέλεσμα να ανατραπεί πλήρως η συμβατική ισορροπία μεταξύ των δύο μερών και να καταστεί υπέρμετρα επαχθής η δική τους παροχή, καθόσον αυξήθηκαν κατά πολύ οι δόσεις σε ευρώ, που πρέπει να καταβάλλουν για την αποπληρωμή των οφειλόμενων ποσών των δανείων σε ελβετικά φράγκα. Περαιτέρω, οι εκκαλούντες, με την αγωγή τους ισχυρίσθηκαν ότι ακόμη και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 388 του ΑΚ, δεδομένου ότι εξαιτίας των ανωτέρω περιστατικών υπήρξε η προαναφερόμενη ουσιώδης αύξηση της οφειλής τους, που την κατέστησε ιδιαιτέρως επαχθή, επιβάλλεται με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών η αναπροσαρμογή της στο προσήκον μέτρο κατά το άρθρο 288 του ΑΚ. Ακολούθως, αυτοί ζητούσαν την αναπροσαρμογή του άληκτου κεφαλαίου των δανείων σε ελβετικά φράγκα κατά την 8-6-2015, ώστε αυτό πλέον να υπολογιστεί με την ισοτιμία της μετατροπής που ίσχυε κατά τον χρόνο μεταβολής των επίδικων συμβάσεων από ευρώ σε ελβετικό φράγκο.                Επομένως, με βάση την παραπάνω νομική σκέψη (υπ’ αριθ. 5), στο αγωγικό δικόγραφο εκτίθεντο με πληρότητα όλα τα κατά νόμον στοιχεία για τη θεμελίωση της εκ του άρθρου 388 του ΑΚ αξίωσης των εναγόντων και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο οδηγούμενο στην προαναφερθείσα αντίθετη κρίση έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου, ενώ εσφαλμένως απέκλεισε την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης με το αιτιολογικό ότι οι επίμαχοι όροι αφορούν ετεροβαρείς και όχι, όπως αυτή προϋποθέτει, αμφοτεροβαρείς συμβάσεις. Επιπλέον, οι ενάγοντες δεν ζήτησαν την αναδρομική προσαρμογή της οφειλής τους, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 388 και, επικουρικά, του άρθρου 288 του ΑΚ, αλλά την αναπροσαρμογή του άληκτου κεφαλαίου των δανείων κατά την 8-6-2015, λίγο δηλαδή πριν την κατάθεση της αγωγής και για το μέλλον, με βάση την ισοτιμία ελβετικού φράγκου και ευρώ που ίσχυε κατά τον χρόνο μετατροπής των δανείων. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε και ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, περί την εφαρμογή του νόμου, όπως ορθώς διατείνονται οι εκκαλούντες. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή του έκτου λόγου της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ως προς το αντίστοιχο μέρος της, να κρατηθεί η υπόθεση κατά το ως άνω μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν η αγωγή, ως προς τις άνω βάσεις της, δηλαδή, αρχικά, εκείνη εκ του άρθρου 388 του ΑΚ και, σε περίπτωση απόρριψης αυτής, εκείνη εκ του άρθρου 288 του ΑΚ.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα αποδείξεως, που εξετάστηκε ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), χωρίς αντιθέτως να ληφθεί υπόψη ο προσκομιζόμενος από τους εκκαλούντες ψηφιακός δίσκος, αφού το περιεχόμενό του δεν έχει αποτυπωθεί σε έγγραφο κείμενο με πιστοποίηση της ακρίβειας της μεταφοράς του [ΑΠ 1133 /2013, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 228/2012, Νοβ 2012.2364, ΕφΠειρ (Μον) 752/2014 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης  :  Δυνάμει των υπ’ αριθμ. …./8-8-2003 και …./259/23-1-2006 συμβάσεων στεγαστικού δανείου που καταρτίστηκαν μεταξύ της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «… .», της οποίας η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη κατέστη  ειδική διάδοχος, σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της ένδικης αγωγής – κατόπιν πωλήσεως, δυνάμει της από 26-3-2013 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης στοιχείων, μεταξύ των οποίων και τα στεγαστικά δάνεια των εναγόντων, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθμ. 96/26-3-2013 διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, δημοσιευθέν στο 4640/26-3-2013 φύλλο της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας, και την υπ’ αριθμ. 66/3/26-3-2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδας, στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσής της – και των εναγόντων, ήδη εκκαλούντων, και τους ειδικότερους αυτών όρους, η εν λόγω τράπεζα χορήγησε στον πρώτο και δεύτερη από αυτούς, …… και ……….., δάνεια, ύψους 100.000 και 50.000 ευρώ, αντίστοιχα, τα οποία και εκταμιεύθηκαν, προκειμένου αυτοί να τα χρησιμοποιήσουν αποκλειστικά για την κατασκευή κατοικίας, επί οικοπέδου κειμένου στην «……..» στην νήσο …. Κυκλάδων, οι δε τρίτος και τέταρτη εγγυήθηκαν εις ολόκληρον την πιστή τήρηση των όρων των συμβάσεων και την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή τους, ως αυτοφειλέτες, παραιτούμενοι της ενστάσεως διζήσεως. Η εξόφλησή τους επρόκειτο να γίνει σταδιακά, σε 180 και 156 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, αντίστοιχα, της πρώτης καταβλητέας ένα μήνα μετά την εκταμίευσή τους, το ύψος δε κάθε δόσης, η οποία κατά την υπογραφή της συμβάσεως ανερχόταν στο ποσό των 827,63 και των 451,32 ευρώ, αντίστοιχα, με βάση το ισχύον κατά την καταβολή των δανείων κυμαινόμενο βασικό επιτόκιο στεγαστικών δανείων (5,50 %) και το περιθώριο κέρδους της δανείστριας τράπεζας, εξαρτήθηκε από το ύψος του επιτοκίου αυτού. Στη συνέχεια, με τις από 29-9-2006 και 7-9-2006 πρόσθετες πράξεις μετατροπής των συμβάσεων αυτών στεγαστικού δανείου κυμαινόμενου επιτοκίου σε «Euribor» τοκοχρεωλυτικό, οι συμβαλλόμενοι τροποποίησαν (όρος 2.2) τον όρο τους που αφορούσε στο επιτόκιο, ορίζοντας ότι αυτό θα είναι το κυμαινόμενο – Euribor τριών μηνών, προσαυξανόμενο κατά 1,75 % (περιθώριο). Το έτος 2007, λόγω των ευνοϊκών, για τους δανειολήπτες δανείων σε ελβετικό φράγκο, όρων, σύμφωνα με όσα θα αναπτυχθούν στη συνέχεια, με παρότρυνση από συγγενικό τους πρόσωπο, οι ενάγοντες απευθύνθηκαν στην Τράπεζα, υπάλληλοι της οποίας προέβησαν σε σχετική ενημέρωσή τους και στη συνέχεια, με τις από 13-4-2007 και 8-5-2007 αντίστοιχα, αιτήσεις τους, ζήτησαν τη μετατροπή της οφειλής τους σε ξένο νόμισμα και δη ελβετικό φράγκο. Ακολούθως, καταρτίστηκαν οι από 4-5-2007 και 8-5-2007, αντίστοιχα, πρόσθετες πράξεις, οι οποίες ρητά ορίστηκε ότι θα αποτελούν ενιαίο και αναπόσπαστο μέρος των αρχικών και πρόσθετων αυτών πράξεων, εφόσον δεν τροποποιούνταν με αυτές (όρος 4.2). Δυνάμει αυτών, αφού προηγουμένως οι ενάγοντες αναγνώρισαν το χρεωστικό υπόλοιπο εκ των συμβάσεων, ανερχόμενο κατ’ εκείνο τον χρόνο στο ποσό των 83.061 ευρώ και ήδη των 137.333,06 ελβετικών φράγκων, και των 46.570,73 ευρώ, αντίστοιχα, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν τη μετατροπή τους σε οφειλή ελβετικού φράγκου (CHF), σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. 499/16/18/18-5-1992 απόφασης της Επιτροπής Νομισματικών Θεμάτων της Τραπέζης της Ελλάδος, με βάση την τιμή 1,6534 και 1,6568, αντίστοιχα, εφαρμοζόμενων έκτοτε των διατάξεων της υπ’ αριθμ. 2325/2-8-1994 ΠΔ/ΤΕ και συμπληρωματικά των όρων των κύριων συμβάσεων και των πρόσθετων αυτών πράξεων (όροι 2.1 και 2.2). Επίσης, συμφωνήθηκε ότι το επιτόκιο των δανείων θα είναι το – κυμαινόμενο – επιτόκιο Libor CHF ενός μήνα, προσαυξανόμενο κατά 1,60 % (περιθώριο), το δε επιτόκιο Libor θα είναι το επιτόκιο που ισχύει για χορηγήσεις του ίδιου νομίσματος με το νόμισμα στο οποίο θα γίνεται η εξυπηρέτηση της χορήγησης και για την περίοδο, η οποία θα συμφωνείται μεταξύ της Τράπεζας και των οφειλετών, και το οποίο εμφανίζεται στη σελίδα του Telerate 3750 ή 3740 την 11.00 πρωϊνή ώρα Λονδίνου, δύο εργάσιμες ημέρες πριν από την κάθε περίοδο υπολογισμού των τόκων. Στην περίπτωση που το επιτόκιο Libor δεν εμφανίζεται στη σελίδα του Telerate 3750 ή 3740, τότε το επιτόκιο θα υπολογίζεται με βάση τον μέσο όρο του διατραπεζικού επιτοκίου (Offer), που ισχύει για χορηγήσεις αντίστοιχης διάρκειας νομίσματος και ποσού (ύψους) που προσφέρονται στην Τράπεζα από πρώτης τάξεως Τράπεζες (όρος 2.4). Η πρώτη περίοδος υπολογισμού των τόκων, θα αρχίσει την ημερομηνία της ως άνω μετατροπής των δανείων και θα λήγει την αντίστοιχη ημερομηνία του εκάστου επομένου μήνα. Μετά τη λήξη της πρώτης περιόδου εκτοκισμού και για κάθε επόμενο μήνα, το επιτόκιο θα αναπροσαρμόζεται και θα ισούται με το εκάστοτε επιτόκιο Libor CHF ενός μήνα, προσαυξημένο κατά 1,60 %. Για τον υπολογισμό δεν των τόκων, συμβατικών, υπερημερίας και τόκων επ’ αυτών, συνομολογήθηκε ότι το έτος θα καθορίζεται σε 360 ημέρες (όρος 2.5). Ο τόκος καταβάλλεται μαζί με την οφειλόμενη δόση του δανείου σύμφωνα με τα οριζόμενα στο όρο 6 της αρχικής σύμβασης που τροποποιείται στη συνέχεια (όρος 2.6). Ορίστηκε, ακόμη, ότι η εξόφληση των δανείων θα πραγματοποιηθεί εντός έντεκα ετών, όσον αφορά στο πρώτο και των ένδεκα ετών και εννέα μηνών, όσον αφορά στο δεύτερο δάνειο, με αφετηρία την ως άνω μετατροπή του, όπως αυτή αποδεικνύεται από τα παραστατικά της Τράπεζας, σε εκατόν τριάντα έξι και εκατόν σαράντα μία συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, καταβλητέες κατά τα ειδικότερα οριζόμενα, το ύψος των οποίων θα εξαρτάτο από το ύψος του επιτοκίου που ισχύει κατά την ημερομηνία καταβολής της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον όρο 2 των πρόσθετων αυτών πράξεων. Με βάση δε το ισχύον επιτόκιο κατά την υπογραφή τους, το ύψος της μηνιαίας τοκοχρεωλυτικής δόσης ανερχόταν σε 1.249,19 και 682,40, αντίστοιχα, ελβετικά φράγκα (όρος 3.1). Συνομολογήθηκε ακόμη ότι ο εκάστοτε κίνδυνος που θα ενέχει, είτε η μεταβολή των επιτοκίων Libor CHF, είτε η μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του ευρώ και του νομίσματος εξυπηρέτησης της χορήγησης, στην παρούσα περίπτωση CHF (ελβετικού φράγκου), αναλαμβάνεται πλήρως από τον οφειλέτη, ο οποίος παραιτείται από κάθε δικαίωμα ή απαίτησή του κατά της Τραπέζης, που τυχόν θα δημιουργείτο από την αιτία αυτή. Ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, η μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του ευρώ και του CHF, με ισχυροποίηση του ευρώ, στις περιπτώσεις που η πληρωμή γίνεται με ευρώ, θα έχει ως συνέπεια τη μείωση του ποσού της οφειλόμενης δόσης, ενώ στην αντίστοιχη περίπτωση ισχυροποίησης του CHF, θα έχει ως συνέπεια την αύξηση του ποσού της (όρος 4.2). Μεταγενέστερα, δυνάμει των υπ’ αριθμ. ……. και ………. από 23-8-2011 πρόσθετων πράξεων, που συνυπέγραψαν όλοι οι παραπάνω συμβαλλόμενοι και με τις ίδιες ιδιότητες,  συμφωνήθηκε τροποποίηση του όρου 2.4 των παραπάνω, από 4-5-2007 και 8-5-2007, αντίστοιχα, πρόσθετων πράξεων, με αύξηση του αναφερόμενου στον όρο αυτό περιθωρίου από 1,60% σε 2,50 % (περιθώριο), ενώ παράλληλα οι ενάγοντες, ως οφειλέτες και εγγυητές, αναγνώρισαν ότι η οφειλή τους μέχρι τη συγκεκριμένη ημεροχρονολογία, από τις επίμαχες συμβάσεις στεγαστικού δανείου, για τις οποίες τηρήθηκαν οι υπ’ αριθμ. ….. και ……… λογαριασμοί, ανερχόταν στο ποσό των 94.853,02 ελβετικών φράγκων, πλέον τόκων και εξόδων, το οποίο αντιστοιχούσε σε 83.637,26 ευρώ και των 53.795,14 ελβετικών φράγκων, πλέον τόκων και εξόδων, το οποίο αντιστοιχούσε σε 47.434,21 ευρώ, αντίστοιχα (όρος 1). Τέλος, με τις υπ’ αριθμ. …… και …….. από 23-8-2011 πρόσθετες πράξεις παράτασης διάρκειας των υπ’ αριθμ. …… και …… συμβάσεων στεγαστικού δανείου, οι ως άνω συμβαλλόμενοι, συμφώνησαν την επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης των δανείων (όρος 3), και συγκεκριμένα ότι η εξόφληση του υπολοίπου τους θα πραγματοποιηθεί εφεξής, σε 122 και 125 συνεχείς μηνιαίες, τοκοχρεωλυτικές δόσεις, μετά από παράταση του χρόνου εξόφλησής τους, κατά τρία έτη και 35 μήνες αντίστοιχα, της πρώτης καταβλητέας στις 30-8-2011 και στις 30-9-2011 αντίστοιχα.

Συνεπώς, όλοι οι όροι των παραπάνω συμβάσεων, αρχικών και πρόσθετων, όπως προκύπτει από το ως άνω περιεχόμενο τους, επομένως, και οι επίμαχοι, έχουν διατυπωθεί με σαφήνεια και δεν προκύπτει κάποια αμφιβολία για το είδος της παροχής των εναγόντων και τον τρόπο υπολογισμού της, ότι δηλαδή αυτοί οφείλουν να καταβάλουν κάθε μηνιαία τοκοχρεωλυτική δόση, είτε σε ελβετικά φράγκα είτε το αντίστοιχο ποσό των ελβετικών φράγκων σε ευρώ, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία τους, κατά τον χρόνο καταβολής της, με βάση το ισχύον επιτόκιο Libor CHF πλέον του προβλεπόμενου περιθωρίου. Ούτε, επίσης,  μπορούν να χαρακτηριστούν ως παραπλανητικοί, αφού δεν συγκαλύπτουν, ούτε διαστρεβλώνουν το περιεχόμενό τους, το οποίο όλοι οι ενάγοντες, όπως και ο μέσος συνετός καταναλωτής, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, μπορούσαν να αντιληφθούν, ώστε να πληροφορηθούν και να εκτιμήσουν τον αναλαμβανόμενο εκ μέρους τους συναλλαγματικό κίνδυνο. Άλλωστε η έννοια της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι πασίδηλη και οικεία, καθώς σε καθημερινή βάση επηρεάζει τις συναλλαγές οποιουδήποτε αγοράζει εισαγόμενα προϊόντα ή απλά ταξιδεύει στο εξωτερικό και δεν απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις, για να αντιληφθεί ο εκάστοτε δανειολήπτης, ακόμη και ο πιο αδαής ότι η συναλλαγματική ισοτιμία δεν είναι σταθερός παράγοντας, ενέχοντας όχι μόνον ωφέλειες αλλά και κινδύνους.   Άλλωστε, δεν προέκυψε ότι οι ενάγοντες στερούνταν της μέσης ικανότητας πρόσληψης και επεξεργασίας των πληροφοριών, σχετικά με την έκταση και το περιεχόμενο των κύριων συμβατικών τους υποχρεώσεων. Αντιθέτως, με δεδομένο ότι ο πρώτος είναι κυβερνήτης πολιτικών αεροσκαφών, η δεύτερη ενάγουσα, αδελφή του, όπως και ο τρίτων ενάγων, πατέρας αυτών, εργάζονται σε εταιρεία επίγειας εξυπηρέτησης σε διεθνές αεροδρόμιο και η τέταρτη, σύζυγος του τρίτου και μητέρα του πρώτου και δεύτερης των εναγόντων είναι συνταξιούχος της διεθνούς αεροπορικής εταιρείας «………», αποδεικνύεται η εκ μέρους τους γνώση της έννοιας της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του ευρώ και του εκάστοτε ξένου νομίσματος άλλων χωρών, αφού ήταν επαρκώς εξοικειωμένοι με τη συγκεκριμένη έννοια και διέθεταν περισσότερες γνώσεις από τον μέσο καταναλωτή. Εξάλλου, δεν ήταν απαραίτητο για την κατανόηση εκ μέρους τους της σχετικής συμβατικής υποχρέωσης που ανέλαβαν και των συνεπειών που συνδέονταν με αυτήν, να έχουν εξειδικευμένες γνώσεις της λειτουργίας του διεθνούς συστήματος διαμόρφωσης και μεταβολής των συναλλαγματικών ισοτιμιών.  Άλλωστε, στον ίδιο τον όρο 4.2 των άνω πρόσθετων πράξεων γίνεται αναφορά στον κίνδυνο από τη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας και ρητά εκτίθενται οι συνέπειες από την τυχόν ισχυροποίηση ή υποτίμηση του ευρώ, καθώς ορίζεται ότι στην πρώτη περίπτωση, αυτή θα έχει ως συνέπεια τη μείωση του ποσού της οφειλόμενης δόσης, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, την αύξησή της, με αποτέλεσμα να είναι σαφές ότι κρίσιμο μέγεθος για τον υπολογισμό της δόσεως, ήταν η συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων και οι μεταβολές αυτής, όπως και το ενδεχόμενο αρνητικής μεταβολής αυτής, ειδικώς σε ένα βάθος χρόνου, αντίστοιχου των επίδικων συμβάσεων. Επιπλέον, οι ενάγοντες μπορούσαν, αν αγνοούσαν το νόημά τους, παρά τη σαφήνειά τους, να διατυπώσουν ερωτήσεις κατά το στάδιο προ της υπογραφής των πράξεων της ως άνω μετατροπής. Έτσι, ακόμη και αν δεν υπήρξε αριθμητικό παράδειγμα διακύμανσης της ισοτιμίας, παρά μόνο μια συγκριτική αποτίμηση ενός δανείου σε ευρώ και ενός σε ελβετικό φράγκο και μάλιστα μόνο θετικής εξέλιξης και κανένα αρνητικής ούτε μακροπρόθεσμης εξέλιξης, όπως ισχυρίζονται, δεν θα μπορούσε να καταλογιστεί στους προστηθέντες υπαλλήλους της Τράπεζας έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης. Άλλωστε, το ακριβές περιεχόμενο της ενημέρωσης των εναγόντων, κατά το προσυμβατικό στάδιο, εκ μέρους των τελευταίων (υπαλλήλων), στους οποίους αυτοί απευθύνθηκαν για το σχετικό ζήτημα, δεν αποδείχθηκε, πολλώ μάλλον ότι δεν τους επεξηγήθηκε καθόλου η έννοια του συναλλαγματικού κινδύνου, η οποία είναι παρ’ όλ’ αυτά γνωστή, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Πέραν όμως της ανωτέρω σαφήνειας των πρόσθετων όρων, δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι δεν υπήρξε σχετική στοιχειώδης προφορική ενημέρωση των εναγόντων, ενόψει και του ότι η σύναψη ή μετατροπή ήδη υφιστάμενων δανειακών συμβάσεων από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, με τους προαναφερθέντες όρους, που ευνοούσαν τους δανειολήπτες τη συγκεκριμένη περίοδο, μεταξύ δανειοληπτών και Τραπεζών, εκείνη την εποχή ήταν διαδεδομένη, οπότε εάν η ενημέρωση εκ μέρους των Τραπεζών ήταν επιπόλαιη και επιφανειακή, θα έπρεπε να έχει προσελκύσει την πλειοψηφία των δανειοληπτών, πράγμα που, όπως είναι κοινώς γνωστό, δεν συνέβη. Ούτε υφίστατο υποχρέωση εκ μέρους της Τράπεζας η ενημέρωση αυτή να αφορά και στα προϊόντα αντιστάθμισης ή ασφάλισης του κινδύνου, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι η ίδια είχε διαθέσιμα αντίστοιχα προϊόντα, ώστε να μπορεί να της καταλογιστεί δόλος ως προς την απόκρυψή τους. Εξάλλου, με δεδομένο ότι οι ένδικες συμβάσεις δεν αποτελούσαν επενδυτικά προϊόντα με κεφαλαιοκτητικό σκοπό, καθώς η χρηματική ροή ήταν από την τράπεζα προς τον πελάτη, δεν απαιτείτο η ενημέρωση των εναγόντων να περιλαμβάνει τις προαναφερθείσες ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης και των πιθανών κινδύνων, όπως προβλέπεται στο Κεφάλαιο Β, άρθρο 1 περ. στ`, παρ. 2 του ΠΔ 2501/2002, που αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, τα οποία προσιδιάζουν στον χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων (ΕφΘρακ 176/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘρ 21/2017, ό.π). Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι και στην υπ’ αριθμ. 457/23-4-2013 εγκύκλιο της Τράπεζας της Ελλάδας που αφορά την υιοθέτηση της Σύστασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου της 21ης Σεπτεμβρίου 2011 σχετικά με τον δανεισμό σε ξένο νόμισμα, και ανάγεται σε κάθε περίπτωση σε χρόνο μεταγενέστερο της μετατροπής των επίδικων συμβάσεων σε οφειλή σε ξένο νόμισμα, ορίζεται ότι : α/ στην προσυμβατική ενημέρωση θα πρέπει να περιλαμβάνεται, πέραν της δυνατότητας και του κόστους χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων, ζήτημα για το οποίο έγινε ήδη λόγος, β/ για τη διευκόλυνση της κατανόησης των επιπτώσεων στις δόσεις από τέτοια μεταβολή, τα πιστωτικά ιδρύματα θα έπρεπε να δίνουν παραδείγματα, στα οποία για τον υπολογισμό της δόσης αποπληρωμής του δανείου θα λαμβάνεται ως ισοτιμία, η μέγιστη τιμή της αρνητικής διακύμανσης κατά την τελευταία τριετία μεταξύ των νομισμάτων που προσδιορίζουν την οφειλή του δανειολήπτη και ως επιτόκιο αναφοράς, το υψηλότερο της τελευταίας τριετίας, που, ακόμα και αν γινόταν στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν θα οδηγούσε τους ενάγοντες στη δημιουργία διαφορετικής εικόνας από αυτήν που ως άνω τους παρασχέθηκε και μπορούσαν να σχηματίσουν, καθώς η διακύμανση αυτή κατά το οριζόμενο αυτό χρονικό διάστημα ήταν μικρή, και πάντοτε υπέρ του ευρώ, όπως θα αναπτυχθεί και στη συνέχεια.  Εν τέλει, αποδείχθηκε ότι ο βασικός παράγοντας, εξαιτίας του οποίου όλοι οι ενάγοντες προέβησαν στη συγκεκριμένη επιλογή, μετά από προτροπή από συγγενικό τους πρόσωπο, δεν ήταν η άγνοια του κινδύνου της συναλλαγματικής ισοτιμίας αλλά η υποτίμησή του, λόγω της ευνοϊκής, τη δεδομένη χρονική στιγμή της σύναψης των ανωτέρω πρόσθετων πράξεων και, κατά τα τελευταία έτη, υπέρ του ευρώ, ισοτιμία με το ελβετικό φράγκο, που οδηγούσε σε χαμηλότερη μηνιαία δόση σε σύγκριση με το δάνειο σε ευρώ, και η εκτίμηση ότι αυτή θα εξακολουθήσει και στο μέλλον όπως είχε συμβεί στο παρελθόν, ώστε να αξιολογείται εκ μέρους τους ως περισσότερο συμφέρουσα. Οι επίμαχοι δηλαδή όροι ήταν προϊόν επιλογής τους, και ήταν σαφές ότι οι παράμετροι από τους οποίους εξαρτάτο το ύψος των τοκοχρεωλυτικών δόσεων των στεγαστικών δανείων που έλαβαν οι δύο πρώτοι των εναγόντων ήταν, αφενός μεν η ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου και αφετέρου το ύψος του διατραπεζικού επιτοκίου του Λονδίνου. Στην επιλογή τους αυτή, όπως και άλλοι δανειολήπτες, ωθήθηκαν, εξαιτίας του γεγονότος ότι, όπως είναι γνωστό, στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 2006-2009 υπήρξε διαφορά του διατραπεζικού επιτοκίου του επιτοκίου του Λονδίνου για τα δάνεια αυτά (CHF Libor) σε σχέση με το διατραπεζικό επιτόκιο των αντίστοιχων δανείων σε ευρώ (Euribor), καθώς οι τράπεζες μπορούσαν να δανείζονται φθηνότερα σε ελβετικό φράγκο απ’ ότι σε ευρώ, με αποτέλεσμα να έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν δανειακά προϊόντα σε ελβετικό φράγκο, με ευνοϊκότερο επιτόκιο σε σύγκριση με εκείνα σε ευρώ και έτσι τα στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο παρουσίασαν σημαντική αύξηση. Σε αυτό συνέβαλε και η ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου, η οποία είχε διατηρηθεί σταθερή επί δεκαπενταετία, με ενισχυμένο το ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου. Έτσι, οι ενάγοντες, όπως όλοι οι δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο, αισθάνονταν ευνοημένοι από τη συναλλαγή αυτή, αφού κατέβαλαν αισθητά μικρότερο ποσό τοκοχρεωλυτικής δόσης, σε σύγκριση με εκείνο που θα έπρεπε να καταβάλουν αν είχαν λάβει ισόποσο και ίσης διάρκειας δάνειο σε ευρώ. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση μετά το 2008, όμως, μετέβαλε την υφιστάμενη νομισματική σταθερότητα του ευρώ, με χαρακτηριστική, μεταξύ άλλων την ανατίμηση της αξίας του ελβετικού φράγκου, από τα μέσα του έτους 2009, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των καταβλητέων δόσεων στα προαναφερθέντα στεγαστικά δάνεια, τα οποία αποπληρώνονταν κατά κανόνα σε ευρώ, καθώς, η ανατίμηση αυτή είχε ουσιαστικά οδηγήσει σε αύξηση του δανεισθέντος κεφαλαίου, αφού αυτό εκφραζόταν σε ελβετικά φράγκα. Έτσι, εν τέλει τα προσδοκώμενα οφέλη από το χαμηλό επιτόκιο εξανεμίστηκαν από τη μεταβλητότητα του άληκτου κεφαλαίου της  οφειλής τους, το οποίο, εκφραζόμενο σε ευρώ, αυξανόταν αλματωδώς. Συγκεκριμένα, η ισοτιμία ευρώ-ελβετικού φράγκου διαμορφώθηκε στις 2-1-2002, σε 1,4833, στις 2-1-2003, σε 1,4528, στις 2-1-2004, σε 1,5615, στις 3-1-2005, σε 1,5444, στις 2-1-2006, σε 1,5536, στις 2-1-2007 σε 1,6104, στις 2-1-2008 σε 1,6529, στις 2-1-2009 σε 1,4874, στις 31-12-2010 σε 1,2504, στις 3-1-2011, σε 1,2465, στις 2-1-2012, σε 1,2155, στις 2-1-2013 σε 1,2090, στις 2-1-2014, σε 1,2307, στις 3-1-2015 σε 1,2022 και στις 5-1-2016 σε 1,0891, δηλαδή είχε ήδη μία μικρή διακύμανση με ισχυροποίηση του ευρώ μέχρι το έτος 2010, στη συνέχεια, όμως, αυτό υποτιμήθηκε έναντι του ελβετικού φράγκου σημαντικά, με αποτέλεσμα, όπως αμέσως ανωτέρω εκτέθηκε, να προκληθεί σταδιακά ποσοτική αύξηση του ύψους του ποσού, που οι δανειολήπτες εν γένει και, μεταξύ αυτών, και οι ενάγοντες ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν για την κάλυψη της μηνιαίως οφειλόμενης εκ μέρους τους παροχής, αν και το επιλεγέν επιτόκιο ήταν και συνέχισε να είναι ευνοϊκότερο έναντι του euribor. Πλέον αυτών, οι ενάγοντες, παρ’ ότι ενημερώνονταν σχετικά με την πορεία διαμόρφωσης του χρέους τους, μετά και τις γενόμενες εκ μέρους τους καταβολές, με την αποστολή περιοδικών εκκαθαρίσεων λογαριασμών εκ μέρους της εναγομένης και ενώ διαπίστωσαν αναμφίβολα αύξηση της μηνιαίας τοκοχρεωλυτικής δόσης τους, δεν προέβησαν σε ουδεμία ενέργεια, όπως πρόταση προς αυτήν για την εκ νέου μετατροπή του οφειλόμενου υπολοίπου των δανείων σε ευρώ. Ακόμα και αν είναι αληθές ότι οι ενάγοντες απέστειλαν σ’ αυτήν (εναγομένη) τη σχετική άνευ ημερομηνίας επιστολή, που προσκομίζουν, γεγονός, όμως, που δεν προκύπτει από κάποιο στοιχείο, εφόσον δεν υπάρχει βεβαίωση παραλαβής της, ούτε εξάλλου υπήρξε και κάποια απάντηση αυτής, το προαναφερθέν συνέβη, κατά τους ισχυρισμούς τους, μόλις τον Νοέμβριο του έτους 2014, ενώ δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη κάποιας άλλης ενέργειάς τους μετά την προς αυτούς αποστολή επιστολής από την εναγομένη, ως διάδοχο της αντισυμβαλλομένης τους Τράπεζας, περί τον Φεβρουάριο του έτους 2015, με την οποία καλούνταν σε διευθέτηση της οφειλής τους. Σε κάθε περίπτωση, με την επιστολή τους αυτή ζητούσαν την κατάργηση των επίμαχων όρων των πρόσθετων πράξεων περί της ως άνω μετατροπής της οφειλής τους, ως καταχρηστικών, και την αναδρομική πίστωση των ποσών που είχαν προκύψει μέχρι τότε από τη συναλλαγματική διαφορά που είχε προέλθει από την αλλαγή της ισοτιμίας ελβετικού φράγκου-ευρώ, χωρίς να απευθύνουν πρόταση προς την Τράπεζα, περί μετατροπής των δανειακών συμβάσεων εκ νέου σε ευρώ. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει ότι είχαν υποβαθμίσει τον συναλλαγματικό κίνδυνο και ότι εκτιμούσαν και προσέβλεπαν στο ότι η συναλλαγματική ισοτιμία θα επανερχόταν στα ευνοϊκά για τους ίδιους επίπεδα. Από όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται, συνεπώς, ότι οι επίδικοι, προδιατυπωμένοι όροι, ήταν σαφείς από γραμματική άποψη και διαφανείς κατά το περιεχόμενό τους και τις οικονομικές τους συνέπειες, η δε λειτουργία τους ήταν κατανοητή από τους ενάγοντες κατά την υπογραφή των εν λόγω πρόσθετων πράξεων, και έτσι επιλέγησαν ως συμφέροντες για τους ίδιους με βάση τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο συνομολογήσεώς τους οικονομικά δεδομένα. Επιπλέον, η εφεσίβλητη τήρησε τις υπαγορευόμενες τόσο από τις γενικές διατάξεις και κυρίως το άρθρο 288 του ΑΚ όσο και από τις ειδικές διατάξεις (του ΠΔ/ΤΕ 2501/2002) υποχρεώσεις της και εκπλήρωσε την υποχρέωσή της για ενημέρωση και πληροφόρηση των εναγόντων, ο δε συναλλαγματικός κίνδυνος αποτέλεσε φυσικό επακόλουθο της επιλογής τους, στο πλαίσιο της συμβατικής τους ελευθερίας να αποπληρώσουν τις δόσεις των δανείων σε ευρώ.

Περαιτέρω, οι εκκαλούντες : 1) Με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους διατείνονται ότι οι υπ’ αριθμ. 2.1, 2.4, 3.1 και 4.2 όροι των από 4-5-2007 και 8-5-2007 πρόσθετων πράξεων των αρχικών συμβάσεων είναι άκυροι, ως καταχρηστικοί, κατά παράβαση των άρθρων 6, 3 παρ.1, 4 παρ. 2, 5 και 8 της ανωτέρω Οδηγίας και συνακόλουθα του άρθρου 2 παρ. 2, 6 και 7 του ν. 2251/1994, λόγω της αδιαφάνειάς τους, αυτής συνιστάμενης στο ότι : Η διατύπωσή τους δεν επιτρέπει να διαφανούν τα μειονεκτήματα και οι επιβαρύνσεις που η εφαρμογή τους ενσωματώνει, και οι οικονομικές τους συνέπειες στην πλήρη έκτασή τους, ούτε υπάρχει ευκρίνεια ως προς το σοβαρό ενδεχόμενο να μη μειωθεί το οφειλόμενο κεφάλαιο παρά την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του δανειολήπτη, δηλαδή να κατανοηθεί η έννοια του συναλλαγματικού κινδύνου – η οποία σημειωτέον δεν αφορά τη δανείστρια τράπεζα, που επιστρέφει το ποσό του δανείου που και η ίδια προηγουμένως είχε αγοράσει με την ισοτιμία κατά τον χρόνο αγοράς του-  δεδομένης ιδιαιτέρως της χρονικής διάρκειας των δανειακών συμβάσεων, δεν καλλιεργήθηκε η προσδοκία ή η αντίληψη σε αυτούς, ως δανειολήπτες και εγγυητές ότι ακόμη και ένα ισχυρό νόμισμα όπως το ευρώ θα μπορούσε να υποστεί διολίσθηση, και δεν υπήρξε ενημέρωσή τους περί μέτρων για τον περιορισμό της έκθεσής τους σε αυτόν τον κίνδυνο (δεν είναι τυχαίο ότι η λήψη τέτοιων δανείων προβλεπόταν για εταιρείες που ασκούν εξαγωγικό εμπόριο και έχουν τη δυνατότητα να αποπληρώνουν το δάνειο σε ξένο νόμισμα). Επίσης, κατά τους ισχυρισμούς τους, ότι δεν αρκεί η σαφήνεια από γραμματικής άποψης αλλά θα πρέπει και ένας συνήθως απρόσεκτος καταναλωτής που διαθέτει μέση αντίληψη να κατανοήσει τις ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος. 2/ Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους  διατείνονται ότι ήταν ελλιπής η προσυμβατική ενημέρωσή τους ως προς του κινδύνους, τη δυνατότητα και το κόστος τεχνικών κάλυψης του συναλλαγματικού κινδύνου, δεδομένων των σαφών επενδυτικών χαρακτηριστικών των ένδικων συμβάσεων, κατά παράβαση της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, που απαιτεί μέριμνα για την κατάλληλη εκπαίδευση των υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών προς το συναλλακτικό κοινό, καθώς και ότι δεν υπήρξε αριθμητικό παράδειγμα διακύμανσης της ισοτιμίας, παρά μόνο μια συγκριτική αποτίμηση ενός δανείου σε ευρώ και ενός σε ελβετικό φράγκο και μάλιστα μόνο θετικής εξέλιξης και κανένα αρνητικής ούτε μακροπρόθεσμης εξέλιξης, και ότι εν τέλει η ενημέρωσή τους ήταν νομικά επουσιώδης και επιφανειακή διότι δεν έγινε προσπάθεια ένας μη έμπειρος να αντιληφθεί τον κίνδυνο, ενώ η τράπεζα απέκρυψε τεχνικές κάλυψης και αντιστάθμισης. 3/ Με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους διατείνονται ότι αδυνατούσαν να γνωρίζουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο από τον όρο περί μετατροπής, διότι δεν εκτίθεντο οι οικονομικές συνέπειες, με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ευκρινείς και άμεσα κατανοητές στους ίδιους που δεν διέθεταν εξειδικευμένες γνώσεις. Σύμφωνα, όμως, με όσα προεκτέθηκαν, οι λόγοι αυτοί ελέγχονται ως αβάσιμοι, με αποτέλεσμα να μην συντρέχει περίπτωση ακυρότητας των παραπάνω όρων, λόγω παραβίασης της αρχής της διαφάνειας, με βάση τον ν. 2251/1994 και την Οδηγία 93/13 ΕΚ, αλλά και των προσυμβατικών υποχρεώσεων της εναγομένης προς ενημέρωση των εναγόντων, με βάση την ΠΔΤΕ 2325/1994, ούτε αποδείχθηκε έλλειψη γνώσης του συναλλαγματικού κινδύνου εκ μέρους τους.

Επίσης, είναι αδιανόητο, επί των επίδικων συμβάσεων μετατροπής των ληφθέντων δανείων σε ξένο νόμισμα, που εξ ορισμού υπόκειται σε συναλλαγματικό κίνδυνο, να αποτέλεσε κοινό δικαιοπρακτικό θεμέλιο των μερών η σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ ελβετικού φράγκου. Θα ήταν παράλογο να αναμένει κανείς τέτοιου είδους διαβεβαίωση ότι δεν θα αλλάξει η συναλλαγματική ισοτιμία, την οποία ουδέποτε μπορούσαν να παράσχουν και ούτε παρείχαν τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως η εναγομένη. Άλλωστε, όπως ήδη εκτέθηκε, σε αυτή τη μεταβολή προσέβλεπαν οι ενάγοντες, προσδοκώντας κέρδη σε περίπτωση ενίσχυσης του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, αλλά και απολαμβάνοντας αμέσως, κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας των συμβάσεων, την υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ ελβετικού φράγκου, η οποία τους εξασφάλιζε χαμηλή μηνιαία επιβάρυνση κατά την αποπληρωμή των δόσεων. Μόνη δε η ενδεχόμενη διαβεβαίωση των υπαλλήλων της εναγομένης για ευνοϊ­κότερους όρους λήψης των δανείων, κατά τη σταδιακή αποπληρωμή τους, και αληθές υποτι­θέμενο ως γεγονός, δεν αρκεί για να το αναγάγει σε δικαιοπρακτικό θεμέλιο της σύμβασης και έτσι δεν δικαιολογείται η ύπαρξη αξίωσης των εναγόντων για αναπροσαρμογή της οφειλής τους με βάση τη διάταξη του άρθρου 388 του ΑΚ, απορριπτομένης, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης της αγωγής, όσον αφορά τη θεμελιούμενη στη διάταξη του άρθρου 388 του ΑΚ βάση. Επιπλέον, η αιτούμενη αναπροσαρμογή της παροχής των εναγόντων, λόγω της εν τω μεταξύ υποτίμησης του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, με εφαρμογή της ισοτιμίας που ίσχυε κατά τον χρόνο εκταμίευσης των δανείων, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιβαλλόμενη από την καλή πίστη, αφού οδηγεί σε πλήρη απαλλαγή τους από τον συναλλαγματικό κίνδυνο, παραδοχή ανεπιεική, που συνεπάγεται με τη σειρά της μονόπλευρη επιβολή των συμφερόντων των εναγόντων σε βάρος των συμφερόντων της εφεσίβλητης, με τη μετακύλιση αποκλειστικά σε αυτήν του κινδύνου μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ενώ οι ενάγοντες απολάμβαναν τα οφέλη του χαμηλού επιτοκίου και της χαμηλής τοκοχρεωλυτικής δόσης. Εξάλλου, για τον ίδιο λόγο δεν μπορεί να θεωρηθεί επιβεβλημένη, με βάση την καλή πίστη η αναπροσαρμογή αυτή της παροχής τους σε οποιοδήποτε άλλο ποσό, χαμηλότερο εκείνου που προκύπτει από την εφαρμογή των όρων των επίδικων συμβάσεων. Και τούτο, διότι δεν αποδείχθηκε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε επιβάρυνση της εναγομένης, από την εν τω μεταξύ διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η ίδια, για τις επίμαχες μετατροπές, παρ’ ότι έγιναν μόνον λογιστικά, προέβη με τη σειρά της σε λήψη δανείου από τη διατραπεζική αγορά, υποκείμενη και αυτή στον σχετικό συναλλαγματικό κίνδυνο, η εκμηδένιση του οποίου, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, ή έστω η μείωσή του, πχ με τη σύναψη συμφωνιών αντιστάθμισης συναλλαγματικού κινδύνου (swaps), με την πώληση των δανείων σε άλλη τράπεζα ή οικονομικό οργανισμό έναντι έκδοσης ομολογιακών τίτλων, με την εξασφαλιστική εκχώρηση των αξιώσεών της κατά των δανειοληπτών σε τρίτους έναντι μετακύλισης σε αυτούς του συναλλαγματικού κινδύνου, δεν αποδείχθηκε. Μόνο δε στην περίπτωση της εκμηδένισης ή της μείωσης του συναλλαγματικού αυτού κινδύνου για την ίδια, με συγκεκριμένα οικονομικά δεδομένα, θα ήταν δυνατή, όχι οποιαδήποτε μείωση γενικώς της παροχής των εναγόντων, αλλά η αναπροσαρμογή της σε συγκεκριμένο ποσό και με συγκεκριμένα κριτήρια. Εκτός δηλαδή από τα θεμιτά συμφέροντα των εναγόντων πρέπει να προστατευθούν τα επίσης θεμιτά συμφέροντα της εναγομένης, η οποία υφίσταται και η ίδια τον συναλλαγματικό κίνδυνο και τη ζημία από την ανατίμηση του ελβετικού φράγκου. Έτσι, από τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι δυνατόν να σχηματιστεί δικανική πεποίθηση για τη διαμόρφωση της τοκοχρεωλυτικής δόσης για τις επίδικες συμβάσεις, που αντισταθμίζει την αντιπαροχή που έλαβαν, δηλαδή το ποσό των δανείων, καθώς δεν μπορεί να προσδιοριστεί το συνολικό κόστος του συγκεκριμένου δανεισμού, από τη σύναψη των πρόσθετων πράξεων μετατροπής της οφειλής τους έως τον χρόνο άσκησης της αγωγής αλλά και έως τη λήξη του χρόνου αποπληρωμής των δανείων, αφού συνυπολογιστεί και το όφελος των εναγόντων από το χαμηλό επιτόκιο Libor έναντι του Euribor, όπως και η επιβάρυνση της εναγομένης από τη μετακύλιση αποκλειστικά σε αυτήν του κινδύνου της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Επομένως, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη, όσον αφορά και τη θεμελιούμενη στη διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ βάση.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως προς έρευνα, πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της έφεσης, κατά το οικείο σκέλος της, αλλά και του έκτου λόγου αυτής, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά το αντίστοιχο μέρος της, ήτοι κατά το μέρος που απέρριψε, το μεν αίτημα περί αναπροσαρμογής της παροχής των εναγόντων, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 388 και 288 του ΑΚ, ως μη νόμιμο, και το αίτημα περί ακυρότητας των επίμαχων όρων των πράξεων μετατροπής της οφειλής σε ελβετικό φράγκο, ως καταχρηστικών, ως ουσιαστικά αβάσιμο, για τον λόγο ότι με αυτούς δεν διαταράχθηκε σημαντικά η συμβατική ισορροπία, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνατΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014 Αρμ 2015.288), να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο, κατά το ως άνω μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), και στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή, ως μη νόμιμη και ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά τα αντίστοιχα αιτήματά της, όπως προεκτέθηκε. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες κατά την άσκησή της, λόγω της νίκης τους (άρθρο 495 παρ. 3 εδ.ε΄ του ΚΠολΔ) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, γιατί ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο, λόγω της έκδοσης επί του κάτωθι νομικού ζητήματος, της υπ’ αριθ. 4/2019 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και της σχετικής κρίσης που διατυπώθηκε με αυτήν, κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, για τη φύση των επίμαχων όρων (Γ.Ο.Σ.) των ένδικων συμβάσεων, και, ειδικώς περί του εάν αυτοί, επαναλαμβάνοντας νοηματικά νομοθετική διάταξη της εσωτερικής νομοθεσίας, δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας, σύμφωνα με την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ, παρ’ ότι η σχετική διάταξή της δεν έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 21-3-2018 (υπ’αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2018) έφεση των εναγόντων κατά της υπ’ αριθμ. 3941/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη, αποκλειστικά, κατά το μέρος της που απέρριψε το μεν αίτημα περί αναπροσαρμογής της σχετικής παροχής των εναγόντων, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 388 και 288 του ΑΚ, ως μη νόμιμο, και το αίτημα περί ακυρότητας των επίμαχων όρων των πράξεων μετατροπής της οφειλής σε ελβετικό φράγκο, ως καταχρηστικών, ως ουσιαστικά αβάσιμο.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου που κατέθεσαν κατά την άσκησή της (υπ’ αριθ. ……. e-παραβόλο).

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 17-8-2015 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………/17-8-2015) αγωγή, κατά το ως άνω μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως προς το ως άνω αντίστοιχο μέρος της.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 11-2-2021 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 15-4 -2021.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ