Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 253/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     253/2021

ΤΟ MONOΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Ιωάννη Κυριακού, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ..

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………, 2) ……….. οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Νικολάου Αναγνωστόπουλου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ..

Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) την από 8-1-2019 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. ……./9-1-2019 αγωγή κατά του εκκαλούντος. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η με αριθ. 1143/2020 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), που δέχτηκε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εναγόμενος με την από 25-6-2020 και με Γ.Α.Κ. ……… και Ε.Α.Κ. ……./25-6-2020 έφεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (19-11-2020), κατά την οποία και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την υποβολή των ως άνω δηλώσεων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 25-6-2020 και με Γ.Α.Κ. …….. και Ε.Α.Κ. ……/25-6-2020 έφεση του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό εναγομένου κατά των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων και κατά της με αριθ. 1143/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 8-1-2019 και με Γ.Α.Κ. ……… και Ε.Α.Κ. ……/2019 αγωγής των εφεσίβλητων και δέχτηκε αυτήν (αγωγή), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 25-6-2020, προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει άλλωστε από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα), αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 1-4-2020, αρμόδια δε καθ’ ύλη και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό της καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο παράβολο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

Mε την ανωτέρω αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι είναι οι μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος στις 10-3-2014 ……….. και δη η πρώτη (σύζυγος αυτού) κατά ποσοστό 25% και οι δεύτερος και τρίτος (τέκνα αυτού) κατά ποσοστό 37,50% έκαστος. Ότι ο ανωτέρω κληρονομούμενος μετείχε κατά ποσοστό 32% στο μετοχικό κεφάλαιο της Λιβεριανής εταιρίας «………..» (στο εξής: η πλοιοκτήτρια), η οποία στις 17-3-2009 αγόρασε το υπό σημαία Λιβερίας Φ/Γ πλοίο «E.», το οποίο μετονόμασε σε «ES» και το έθεσε υπό τη διαχείριση της εγκατεστημένης στην Ελλάδα αλλοδαπής εταιρίας του Ν. 89/1967 «……………….», συμφερόντων και νόμιμης εκπροσώπησης του εναγομένου. Ότι στο μετοχικό  κεφάλαιο της άνω πλοιοκτήτριας εταιρίας μετείχε και η ελεγχόμενη και εκπροσωπούμενη νόμιμα από τον εναγόμενο εταιρία των Marsall Islands «……….» κατά ποσοστό 47%, καθώς και οι ……., ……. και εταιρία «………» κατά ποσοστό 10% έκαστος. Ότι τον Αύγουστο του 2011 η άνω πλοιοκτήτρια εταιρία, με απόφαση της πλειοψηφίας των μετόχων της, πώλησε το άνω πλοίο για παλιοσίδερα (scrap) αντί τιμήματος 3.880.000,00 δολ. Η.Π.Α. Ότι μετά από την πώληση του άνω πλοίου της o κληρονομούμενος ζήτησε να συγκληθεί γενική συνέλευση των μετόχων της για τα οικονομικά αποτελέσματα της μέχρι τότε διαχείρισης του άνω πλοίου, καθώς και για τη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισής της στους μετόχους της, ενόψει του ότι η άνω εταιρία ήταν μονοβάπορη και δεν θα μπορούσε να έχει πλέον δραστηριότητα. Ότι για να αποφύγει το διαχειριστικό έλεγχο στα πλαίσια της εκκαθάρισης της άνω εταιρίας και για να αποκτήσει το δικαίωμα να διαχειρίζεται ουσιαστικά μόνος του τα χρήματα που αυτή εισέπραξε από την πώληση του άνω πλοίου της ο εναγόμενος πρότεινε στον κληρονομούμενο, κατά εντέχνως εκβιαστικό τρόπο, να αγοράσει η άνω εταιρία συμφερόντων του «…………..» (στο εξής: η αγοράστρια) το σύνολο των μετοχών του στην άνω πλοιοκτήτρια, ήτοι 320 ανώνυμες μετοχές, επί συνολικού μετοχικού κεφαλαίου 1.000 ανώνυμων μετοχών αυτής. Ότι την άνω πρόταση αποδέχθηκε ο κληρονομούμενος για να αποφύγει να εμπλακεί σε μακροχρόνιο και δαπανηρό δικαστικό αγώνα για τον έλεγχο της διαχείρισης του πλοίου, για τον οποίο δεν ήταν άλλωστε σε κατάλληλη φυσική και ψυχική κατάσταση, καθώς έπασχε από καρκίνο. Ότι κατόπιν τούτων καταρτίστηκε μεταξύ του κληρονομούμενου αφενός και των άνω πλοιοκτήτριας και αγοράστριας αφετέρου (εκπροσωπούμενων νόμιμα αμφοτέρων από τον εναγόμενο), το από 8-12-2011 συμφωνητικό για την πώληση από τον κληρονομούμενο στην αγοράστρια του συνόλου των άνω μετοχών της πλοιοκτήτριας που είχε στην κυριότητά του. Ότι με το άνω συμφωνητικό έγιναν εκατέρωθεν αποδεκτά ειδικότερα τα εξής: α) Η καθαρή αξία της πλοιοκτήτριας ανέρχεται σε 3.178.086,41 ευρώ (Α. Προοίμιο – όρος 3 συμφωνητικού), β) Ο κληρονομούμενος μεταβίβασε την κυριότητα και παρέδωσε την κατοχή του συνόλου των άνω ανώνυμων μετοχών του στην άνω αγοράστρια εταιρία αντί τιμήματος πώλησης που συμφωνήθηκε να είναι α) το ποσό των 1.016.988,00 δολ. Η.Π.Α. (Όρος Β2α συμφωνητικού) και β) το 32% του υπολοίπου (εάν υπάρξει), μετά την αφαίρεση 600.000,00 δολ. Η.Π.Α. που προκύπτουν από το σύνολο αα) της απαίτησης της ασφαλιστικής εταιρίας «………..» (στο εξής: ο αλληλασφαλιστικός οργανισμός) κατά της πλοιοκτήτριας, για την οποία (απαίτηση P&I) εκδόθηκε η με αριθ. 2287/2011 απόφαση του Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία απαίτηση P&I μπορεί να κριθεί κατόπιν της έκδοσης τελεσίδικης και αμετάκλητης δικαστικής απόφασης ή να διευθετηθεί εξωδικαστικώς μεταξύ της εναγούσης και της πλοιοκτήτριας και ββ) των δικαστικών εξόδων της πλοιοκτήτριας για υπεράσπισή της κατά της άνω απαίτησης Ρ&Ι ενώπιον του Εφετείου και του Αρείου Πάγου μέχρι του συνολικού ποσού των 22.000 ευρώ, περιλαμβανόμενου Φ.Π.Α. για το Εφετείο και των 20.000 Ευρώ, περιλαμβανόμενου Φ.Π.Α. για τον Άρειο Πάγο και γγ) της αφαίρεσης οποιονδήποτε άλλων δικαστικών εξόδων προς υπεράσπιση της άνω εταιρίας ή των μελών του διοικητικού της συμβουλίου σε σχέση με την άνω απαίτηση Ρ&Ι, περιλαμβανόμενων των δικαστικών εξόδων της ποινικής διαδικασίας κατά της εταιρίας ή του διοικητικού της συμβουλίου εκ μέρους του αλληλασφαλιστικού οργανισμού μέχρι τον Άρειο Πάγο (αμετάκλητη απόφαση). Με την παρούσα συμφωνείται ρητώς και διευκρινίζεται ότι οποιοδήποτε κέρδος της πλοιοκτήτριας, ως αποτέλεσμα νομικών διαδικασιών ή πράξεών της, δεν θα επηρεάσει με κανένα τρόπο ή δεν θα αυξήσει το ποσό του τιμήματος αγοράς και στο εξής τέτοιο κέρδος δεν θα ληφθεί υπόψη (¨Όρος Β2 συμφωνητικού). Β3. Το ανωτέρω τίμημα πώλησης θα καταβληθεί ως εξής: 1) Το ποσό του 1.016.988,00 ευρώ, πλέον τόκων ύψους 2.000 δολ. Η.Π.Α, κατεβλήθη σήμερα από την αγοράστρια στο λογαριασμό του πωλητή με αριθμό ΙΒΑΝ ……….. στο κατάστημα της Alpha Bank επί της Λεωφόρου Συγγρού. Ο πωλητής με την παρούσα αναγνωρίζει την είσπραξη του ποσού αυτού και συμφωνεί ότι η συμφωνία αυτή αποτελεί προσήκουσα απόδειξη περί αυτού. 2) Το ποσό του 32% του υπολοίπου (εφόσον υπάρξει) όπως αναφέρθηκε στην παράγραφο Β.2(β) ανωτέρω, θα καταβληθεί από την αγοράστρια στον πωλητή εντός 5 εργασίμων ημερών από την ημερομηνία τελικής τακτοποίησης της απαίτησης Ρ&Ι (είτε αυτή είναι αποτέλεσμα εξωδικαστικού διακανονισμού είτε τελεσίδικης ή αμετάκλητης απόφασης) όπως αναφέρεται στην παράγραφο Β2β)(αα) ανωτέρω, των δικαστικών εξόδων που αναφέρονται στην παράγραφο Β.2(β)(ββ) ανωτέρω και των δικαστικών εξόδων της παραγράφου Β.2(β)(γγ) ανωτέρω. Η πλοιοκτήτρια ή η αγοράστρια θα προσκομίσουν στον πωλητή έγγραφες αποδείξεις σχετικά με την πληρωμή όλων των ανωτέρω ποσών (Όρος Β.3.2. συμφωνητικού). Η πλοιοκτήτρια εταιρία αναλαμβάνει: α) να τηρεί αμφότερους πωλητή και αγοράστρια αστή και/ή τους νομικούς συμβούλους τους, εγκαίρως και λεπτομερώς ενήμερους για τις νομικές εξελίξεις επί της απαίτησης P&I καθώς και με άλλες νομικές διαδικασίες ή ενέργειες κατά αυτής ή κατά του Διοικητικού της Συμβουλίου και β) να παρέχει τόσο στον πωλητή όσο και στην αγοράστρια όλα τα κατάλληλα και εύλογα αποδεικτικά στοιχεία  και / ή έγγραφα σχετικά με την απαίτηση P& I και / ή οποιεσδήποτε άλλες νόμιμες διαδικασίες, όπως προαναφέρθηκε (Όρος Β 4 συμφωνητικού)…, Το συμφωνημένο τίμημα πώλησης γίνεται αποδεκτό και επιβεβαιώνεται τόσο από τον πωλητή όσο και από την αγοράστρια ότι: α) ανταποκρίνεται πλήρως στην σημερινή αξία του 32% της περιουσιακής αξίας της πωλήτριας, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις και τους ισολογισμούς, όπως αυτά παρουσιάστηκαν στον πωλητή και β) είναι δίκαιο και εύλογο, και ότι αμφότεροι πωλητής και αγοράστρια παραιτούνται από κάθε δικαίωμα να το αμφισβητήσουν για οποιοδήποτε λόγο, είτε ουσιαστικό είτε διαδικαστικό (Όρος Β5 συμφωνητικού). 6) Οι μετοχές μεταβιβάστηκαν προσηκόντως σήμερα από τον πωλητή προς την αγοράστρια με την παράδοση του Πιστοποιητικού αρ. 4, το οποίο ενσωματώνει και αντιπροσωπεύει το σύνολο των ανωνύμων μετοχών που μεταβιβάστηκαν από τον πωλητή στην αγοράστρια (Όρος Β6 συμφωνητικού), γ) Εγγυήσεις του πωλητή: ..2. Ο Πωλητής έχει λάβει όλες τις κατάλληλες και απαραίτητες οικονομικές καταστάσεις και ισολογισμούς καθώς και τις εταιρικές πληροφορίες και δεδομένα της εταιρίας και με την παρούσα επιβεβαιώνει ότι α) τα έχει εξετάσει λεπτομερώς β) ο πωλητής με την παρούσα εγγυάται και δηλώνει στην αγοράστρια ότι αυτός (ο πωλητής) έχει εξετάσει και αποδέχεται την ακρίβεια, πληρότητα και νομιμότητα των οικονομικών καταστάσεων της πωλήτριας για όλη την περίοδο εκμετάλλευσης του πλοίου (ήτοι από 17/03/200915/09/2011) και γ) σε οποιαδήποτε περίπτωση, παραιτείται από κάθε δικαίωμα, είτε ουσιαστικό είτε διαδικαστικό, να αμφισβητήσει οποιαδήποτε από αυτές τις πληροφορίες, έγγραφα, ή οικονομικές καταστάσεις ή ισολογισμούς ή καταστάσεις λογαριασμών ή δεδομένα για οποιαδήποτε λόγο (όρος Γ συμφωνητικού). δ) Διάφορα. Ο κ. …………., διευθυντής της εταιρίας, αναλαμβάνει με την παρούσα για λογαριασμό της εταιρίας να παρέχει στον πωλητή αντίγραφο των εγγραφών και πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο Β.4 ανωτέρω. 2. Η παρούσα συμφωνία θα τηρηθεί αυστηρώς εμπιστευτική απ’ όλα τα συμβαλλόμενα μέρη. 3. Οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ των μερών σχετικά με την παρούσα συμφωνία θα ανταλλάσσεται ως ακολούθως: Για τον Πωλητή: ………., δικηγόρος Πειραιά…. Για την αγοράστρια και την πλοιοκτήτρια: κ. ……… (εναγόμενος) (Όρος Δ συμφωνητικού) και ε) Εφαρμοστέο δίκαιο και δικαιοδοσία: Η παρούσα συμφωνία θα ερμηνεύεται σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο.  Σε περίπτωση που προκύψει διαφωνία σχετικά με την παρούσα συμφωνία πώλησης μετοχών, αυτή θα επιλυθεί με διαιτησία στον Πειραιά, σύμφωνα με τα άρθρα 867 και επόμενα του Ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Κάθε πλευρά θα ορίσει δικό της διαιτητή (όρος Ε συμφωνητικού).  Ότι κατά την υπογραφή του ανωτέρω συμφωνητικού είχε ήδη εκδοθεί η με αριθ. 2287/2011 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία η άνω πλοιοκτήτρια καταδικάζονταν να καταβάλλει στον άνω αλληλασφαλιστικό οργανισμό το ποσό των 477.170,91 δολ. Η.Π.Α, εντόκως, πλέον δικαστικής δαπάνης 20.000,00 ευρώ, ενώ εκκρεμούσε η συζήτηση έφεσης της άνω πλοιοκτήτριας κατά της παραπάνω απόφασης. Ότι συνακόλουθα ήταν πιθανό η τελευταία να υποχρεωθεί τελικά να πληρώσει στον άνω αλληλασφαλιστικό οργανισμό την άνω επιδικασθείσα σ’ αυτόν πρωτοδίκως οφειλή και παράλληλα να εκτεθεί και σε ποινική καταδίκη ο νόμιμος εκπρόσωπός της (εναγόμενος), λόγοι για τους οποίους ετέθη  στο άνω συμφωνητικό ο άνω όρος Β.2.β, δυνάμει του οποίου κρατήθηκε από την άνω αγοράστρια το ποσό των 600.000,00 δολ. Η.Π.Α. από το άνω τίμημα και δεν πληρώθηκε στον πωλητή το 32% αυτού μέχρι να εκδοθούν αμετάκλητες αποφάσεις επί της άνω αστικής και της ποινικής υπόθεσης. Ότι τελικά η έφεση της πλοιοκτήτριας κατά της άνω με αριθ. 2287/2011 πρωτόδικης απόφασης απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσία με τη με αριθ. 676/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, έκτοτε δε παρήλθε τριετία χωρίς να ασκηθεί από την πλοιοκτήτρια αίτηση αναίρεσης, με αποτέλεσμα να καταστεί αμετάκλητη η άνω πρωτόδικη απόφαση που καταδίκαζε την πλοιοκτήτρια να καταβάλει στον άνω αλληλασφαλιστικό οργανισμό το αιτούμενο με την αγωγή του τελευταίου άνω χρηματικό ποσό. Ότι περαιτέρω, επί μηνύσεως του άνω αλληλασφαλιστικού οργανισμού κατά του εναγομένου, ως νομίμου εκπροσώπου της άνω πλοιοκτήτριας εταιρίας για το αδίκημα της καταδολίευσης δανειστών (λόγω του ότι, υπό την άνω ιδιότητά του ο εναγόμενος προέβη στην πώληση του άνω πλοίου της, που ήταν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της και μάλιστα σε τιμή κατώτερη της πραγματικής αξίας αυτού και έτσι κατέστησε μάταιη την ικανοποίηση της άνω αξίωσης του άνω αλληλασφαλιστικού οργανισμού), εκδόθηκε αρχικά η με αριθ. 850/15-2-2017 απόφαση του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, με την οποία ο εναγόμενος καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 μηνών για το άνω αδίκημα, πλην όμως στη συνέχεια, κατόπιν ασκηθείσας εφέσεώς του, αθωώθηκε με τη με αριθ. 1866/2018 απόφαση του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Ότι οι ίδιοι (ενάγοντες), μετά τον προαναφερθέντα θάνατο του  δικαιοπαρόχου τους ……., απέστειλαν στον εναγόμενο, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου των άνω αντισυμβαλλομένων του δικαιοπαρόχου τους αγοράστριας και πλοιοκτήτριας: α) το από 17-6-2014 εξώδικο, με το οποίο του γνωστοποίησαν την ιδιότητά τους ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του ……….. και τον κάλεσαν να τους ενημερώσει εγγράφως για την πορεία της αγωγής του άνω αλληλασφαλιστικού οργανισμού κατά της άνω πλοιοκτήτριας, ώστε να πληροφορηθούν το υπόλοιπο που απέμεινε από τα 600.000,00 δολ. Η.Π.Α, το 32% του οποίου με το άνω συμφωνητικό προβλέπονταν να καταβληθεί στον άνω δικαιοπάροχό τους ως μέρος του τιμήματος για τις άνω πωληθείσες μετοχές του, εάν πληρούνταν οι άνω προϋποθέσεις του όρου Β.2.β. του συμφωνητικού, β) το από 2-8-2016 ηλεκτρονικό μήνυμα, με το οποίο του απέστειλαν συνημμένα τα νομιμοποιητικά τους έγγραφα ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του …………. και ζήτησαν συνάντηση για την τακτοποίηση της οφειλής της αγοράστριας δυνάμει του άνω συμφωνητικού, αφού δεν αναμένονταν πλέον οιαδήποτε πράξη εκτέλεσης της άνω με αριθ. 2287/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία ήταν εκτελεστή από 25-7-2013 και γ) το από 15-10-2018 ηλεκτρονικό μήνυμα, με το οποίο, υπό την ίδια άνω ιδιότητά τους, ζήτησαν να τους καταβληθούν τα οφειλόμενα σύμφωνα με το άνω συμφωνητικό, αφού είχαν ήδη πληροφορηθεί ότι ουδέν ποσόν είχε καταβάλει η άνω πλοιοκτήτρια δυνάμει της άνω αμετάκλητης σε βάρος της με αριθ. 2287/2011 απόφασης στον άνω αλληλασφαλιστικό οργανισμό (ο οποίος είχε κλείσει οριστικά το φάκελο της υπόθεσης, εκτιμώντας ότι η απαίτησή του δεν ήταν δυνατό να εισπραχθεί), καθώς και ότι ο εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας, είχε αθωωθεί αμετάκλητα για το συναφές αδίκημα της καταδολίευσης δανειστών. Ότι τελικά, στις 28-11-2018 συναντήθηκε ο  πληρεξούσιος δικηγόρος τους με τον εναγόμενο στα γραφεία του τελευταίου στον Πειραιά και ο εναγόμενος δήλωσε ότι το πολύ που μπορεί να τους δώσει είναι 20.000,00 δολ. Η.Π.Α. και αυτά με δόσεις, σε διάστημα μερικών μηνών. Ότι την ανωτέρω ημερομηνία εκλαμβάνουν οι ίδιοι ως χρόνο άρνησης του εναγομένου να τους καταβάλει το άνω οφειλόμενο υπόλοιπο του συμφωνηθέντος τιμήματος πώλησης των μετοχών του δικαιοπαρόχου τους (32% των 600.000,00 δολ. Η.Π.Α.), χρηματικό ποσό που ευθύνεται να τους καταβάλει ατομικά ο εναγόμενος: α) ως ομόρρυθμος εταίρος της αγοράστριας των μετοχών και οφειλέτριας του ανωτέρω υπολοίπου του τιμήματος, η οποία είναι de facto ομόρρυθμη εταιρία (καθώς αυτή δεν αναπτύσσει εμπορική δραστηριότητα στα Marsall Islands όπου εδρεύει ή σε οποιαδήποτε άλλη εκτός Ελλάδος χώρα, ούτε έχει εγκατασταθεί ή λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα όπου έχει την πραγματική της έδρα και απλώς χρησιμοποιείται από τον εναγόμενο για τις εμπορικές του δραστηριότητες και συναλλάσσεται πραγματικά προς τρίτους προκειμένου να μην εμφανίζεται αυτός ατομικά, με συνέπεια να λογίζεται ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία και ο εναγόμενος εταίρος και / ή διευθυντής της και / ή νόμιμος εκπρόσωπός της να ενέχεται ατομικά και εις ολόκληρο με αυτή έναντι τρίτων για τις υποχρεώσεις από την άνω εμπορική της δραστηριότητα), άλλως επικουρικά β) επειδή συντρέχει εν προκειμένω νόμιμος λόγος άρσης, προς όφελός τους, της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της αγοράστριας, λόγω κατάχρησης της νομικής προσωπικότητάς της από τον εναγόμενο (καθώς η εταιρία αυτή δεν έχει εταιρική λειτουργία και οικονομική αυτοτέλεια και δράση έναντι του εναγομένου μετόχου της και χρησιμοποιείται απ’ αυτόν απλώς ως «εργαλείο» – «χρηματοκιβώτιο» και ως μέτοχος σε πλοίο συμφερόντων του, κατά προφανή σύγχυση της εταιρικής της και της ατομικής του περιουσίας, για τις ανάγκες εξυπηρέτησης των εμπορικών δραστηριοτήτων του και προς κάλυψη της ατομικής ευθύνης του), άλλως επικουρικά γ) λόγω αδικοπραξίας, επειδή ο εναγόμενος είχε δολίως και παρανόμως εξαρχής αποφασίσει, ήτοι από τις αρχές του 2011 και οπωσδήποτε μετά την πώληση του άνω πλοίου τον Αύγουστο του 2011,  να εκμεταλλευτεί την άνω αγωγή / απαίτηση του άνω αλληλασφαλιστικού οργανισμού επί της οποίας είχε ήδη εκδοθεί η προαναφερθείσα με αριθ. 2287/2011 πρωτόδικη οριστική  απόφαση, ώστε να παρακρατήσει η αγοράστρια το άνω ποσό των 600.000,00 δολ. Η.Π.Α. για ίδιο όφελος και να μην το καταβάλει, ως υπόλοιπο μέρος του άνω συμφωνηθέντος τιμήματος για την πώληση των μετοχών του, στον άνω δικαιοπάροχό τους, ως καταδεικνύεται από τις αναφερόμενες περιστάσεις [οι οποίες συνοπτικά συνίστανται: i) στην απροθυμία του να προβεί σε εκκαθάριση της πλοιοκτήτριας μετά την πώληση του πλοίου (καθώς οι άλλοι μέτοχοι, πλην του εναγομένου, συνέπλεαν μαζί του, διαμορφώνοντας πλειοψηφία 68%), ii) στη διαμόρφωση από μέρους του, κατά το δοκούν, της συμφωνηθείσας μετέπειτα τιμής πώλησης των μετοχών του δικαιοπαρόχου τους ώστε να αντιστοιχεί στην αρχική συμμετοχή του στην πλοιοκτήτρια και να μην περιλαμβάνει οιοδήποτε κέρδος της από τη διαχείριση του πλοίου που οπωσδήποτε υπήρχε, iii) στην εκμετάλλευση  από μέρους του του γεγονότος ότι μετά την πώληση του άνω πλοίου η άνω πλοιοκτήτρια δεν είχε κανένα περιουσιακό στοιχείο για να εκτελέσει ο άνω αλληλασφαλιστικός οργανισμός την άνω απόφαση που του επιδίκασε αμετάκλητα την απαίτησή του και iv) στη χρησιμοποίηση από μέρους του της απαίτησης του αλληλασφαλιστικού οργανισμού με την άνω ρήτρα Β2β του συμφωνητικού για να καθυστερήσει όσο μπορούσε και εν τέλει να ματαιώσει την καταβολή στον δικαιοπάροχό τους του 32% των 600.000 δολ. Η.Π.Α. που του οφείλονταν δυνάμει του ιδίου συμφωνητικού (εφόσον εν τέλει η αγοράστρια δεν πλήρωσε τον άνω αλληλασφαλιστικό οργανισμό και ο τελευταίος έκλεισε οριστικά το φάκελο της σχετικής απαίτησής του λόγω αδυναμίας εισπράξεως) προκειμένου να χρησιμοποιήσει ο ίδιος (εναγόμενος) το άνω ανεξόφλητο υπόλοιπο τιμήματος για δικές του δουλειές]. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν – μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής τους από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν νόμιμα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο – να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει α) στην πρώτη απ’ αυτούς το ποσό των (600.000,00 Χ 32% Χ 25%) 48.000,00 δολ. Η.Π.Α, άλλως το ισάξιο του ποσού αυτού σε ευρώ κατά τη συναλλαγματική ισοτιμία των άνω νομισμάτων που θα ισχύει κατά το χρόνο της πληρωμής, άλλως ποσό των 37.100,83 ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των άνω νομισμάτων που ίσχυε κατά την 28-11-2018 και β) σε έκαστο των δευτέρου και τρίτου απ’ αυτούς το ποσό των (600.000,00 Χ 32% Χ 37,5 %) 72.000,00 δολ. Η.Π.Α, άλλως το ισάξιο του ποσού αυτού σε ευρώ κατά τη συναλλαγματική ισοτιμία των άνω νομισμάτων που θα ισχύει κατά το χρόνο της πληρωμής, άλλως ποσό των 63.601,43 ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των άνω νομισμάτων που ίσχυε κατά την 28-11-2018, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 28-11-2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Ακόμα, ζήτησαν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του εναγομένου ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης.

Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλούμενη με αριθ. 1143/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία κρίθηκε: α) ότι η αγωγή παραδεκτά εισήχθη προς εκδίκαση, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του ανωτέρω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως αρμοδίου καθ’ ύλη και κατά τόπο, β) ότι η ισχύς της αναφερόμενης στον όρο Ε του συμφωνητικού συμφωνίας διαιτησίας δεν επεκτείνεται και στον εναγόμενο νόμιμο εκπρόσωπο της πλοιοκτήτριας και της αγοράστριας, επειδή αυτός παραμένει τρίτος, ως λαβών μέρος στη συμφωνία για διαιτησία, όχι για τον εαυτό του, αλλά ως νόμιμος εκπρόσωπος των άνω συμβληθέντων εταιριών, γ) ότι κατά την πρώτη επικουρική βάση της, που επιχειρεί θεμελίωση στην άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της  αγοράστριας, η αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη, διότι δεν εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που καθιστούν καταχρηστική την επίκληση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της από τον εναγόμενο, δ) ότι κατά την κύρια βάση της περί ευθύνης του εναγομένου ως ομορρύθμου εταίρου της de facto ομόρρυθμης αγοράστριας εταιρίας η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι η άνω εταιρία δεν φέρει το χαρακτήρα της de facto ομόρρυθμης εταιρίας λόγω της συνδρομής του άρθρου 25 παρ. 7 Ν. 27/1975, όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 4 Ν. 2234/1994 (Φ.Ε.Κ. Α’ 142/1994), σε συνδυασμό με το άρθρο 1 Ν. 791/1978 και το άρθρο 11Δ Ν. 3816/2010, καθώς είναι κεφαλαιουχική εταιρία, κατέχουσα τίτλους συμμετοχής στην πλοιοκτήτρια που αποτελεί εταιρία του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 791/1978, δεν έχει άλλη επιχειρηματική (παραγωγική ή εμπορική) δραστηριότητα και δεν απαιτείται (όπως και η πλοιοκτήτρια) να είναι εγκατεστημένη στην ημεδαπή (ως εταιρία χαρτοφυλακίου της πλοιοκτήτριας, της οποίας το υπό ξένη σημαία άνω πλοίο διαχειρίζεται η άνω εταιρία «…………», που είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα), ε) ότι ως προς τα αιτήματα: i) να καταβληθούν τα αιτούμενα ποσά σε δολ. Η.Π.Α. ή στο ισάξιο αυτών ποσό σε ευρώ, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των άνω νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής και ii) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του εναγομένου ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του, η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, κατά μεν το πρώτο αίτημα διότι στην περίπτωση αξίωσης από αδικοπραξία, για την αποζημίωση, εφόσον η ζημία συνίσταται στην απώλεια ξένων νομισμάτων, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και ο δανειστής δικαιούται να ζητήσει μόνο σε ευρώ με βάση την αξία του ξένου νομίσματος κατά το χρόνο της απώλειας, ο οποίος, στην περίπτωση αυτή, συμπίπτει με το χρόνο επαγωγής της ζημίας, κατά δε το δεύτερο αίτημα λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα της αγωγής και στ) ότι κατά τα λοιπά και δη κατά τη δεύτερη επικουρική βάση της (από αδικοπραξία) η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 297, 298, 299, 346, 481 επ, 914, 932 Α.Κ, 45, 386 Π.Κ, 70, 176 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, καθώς και βάσιμη κατ’ ουσία [διότι αποδείχθηκε απατηλή συμπεριφορά του εναγομένου σε βάρος των εναγόντων και δη ότι αυτός, ενεργώντας κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του ως προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και ως νομίμου εκπροσώπου των άνω εταιριών «…………….» και εκμεταλλευόμενος τη σχετική δεσπόζουσα θέση του, είχε ειλημμένη την πρόθεση της μη εκπλήρωσης της υπόσχεσης να καταβληθεί η άνω οφειλή στον …………., δημιουργώντας την εντύπωση ότι η συμβαλλόμενες εταιρίες θα φανούν συνεπείς απέναντί του, επικαλούμενος την ύπαρξη οφειλής την οποία δεν προτίθετο να εξοφλήσει, με σκοπό την εμφάνιση ψευδούς εικόνας ως προς την αξία των πωλούμενων μετοχών, επιτυγχάνοντας με τον τρόπον αυτό να προβεί στην επιζήμια για την περιουσία του πωλητή καταβολή μειωμένου τιμήματος, συμπεριφορά η οποία έρχεται σε αντίθεση με το γενικότερο πνεύμα του δικαίου και ειδικότερα με το γενικό καθήκον «του μη ζημιούν άλλον υπαιτίως» και τελεί και σε αιτιώδη σύνδεσμο με την ισόποση ζημία των εναγόντων, αφού η πράξη του αυτή, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την επικαλούμενη στην αγωγή τους ζημία, την οποία πράγματι επέφερε»]. Ακολούθως, η αγωγή έγινε δεκτή κατά την ανωτέρω δεύτερη επικουρική βάση της (από αδικοπραξία) ως βάσιμη και κατ’ ουσία και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στους ενάγοντες, κατά το λόγο του κληρονομικού μεριδίου εκάστου, που ανέρχεται σε 25% για την πρώτη απ’ αυτούς και σε 37,5% για έκαστο των λοιπών, το ισάξιο σε ευρώ των 600.000,00 δολ. Η.Π.Α, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των άνω νομισμάτων στις 28-11-2018 και με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία αυτή, ενώ καταδικάστηκε ο εναγόμενος και στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 20.000,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείς διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή του για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφό της και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής του και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος της που τον βλάπτει, ούτως ώστε, στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή, να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της.

Από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο και μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμιμο της αγωγής και να την απορρίψει, αν αυτή δεν στηρίζεται στο νόμο. Ειδικότερα, επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά το νόμο και έγινε πρωτοδίκως δεκτή, εν όλω ή εν μέρει, κατ’ ουσία, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί, και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ως άνω παράλειψη και να την απορρίψει ως νόμω αβάσιμη, αρκεί ο εκκαλών – εναγόμενος να ζητεί την απόρριψή της, έστω και γι’ άλλους λόγους, και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη γι’ αυτόν απόφαση χωρίς αντέφεση του ενάγοντος (Α.Π. 1935/2017, Α.Π. 298/2010, Α.Π. 1436/2002, Εφ.Πειρ. 114/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 455/2019, www.nomotelia.gr, Εφ.Πατρ. 279/2018, www.dsanet.gr, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, ε’ έκδοση, παρ. παρ.  851, 852, σ. 332, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, παρ. 1348, σ. 341). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, όταν η αγωγή στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις ή σε μία κυρία βάση και σε μια επικουρική και ύστερα από έφεση του εναγομένου κατά της οριστικής απόφασης που δέχθηκε τη μια βάση και απέρριψε ενδεχομένως τις λοιπές, εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και απορριφθεί η αγωγή κατά τη βάση της αυτή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στερείται εξουσίας για αυτεπάγγελτη έρευνα των βάσεων που απορρίφθηκαν, εκτός εάν στην περίπτωση αυτή έχει ασκηθεί έφεση εκ μέρους του ενάγοντος (Α.Π. 1514/2018, Α.Π. 2039/2014, Α.Π. 994/2010, Α.Π. 834/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, ό.α, παρ. 2418, σ. 605). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. Α.Κ. περί αδικοπραξιών προκύπτει ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα, προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) από πράξη ή παράλειψη η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας, που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου η οποία παραβιάσθηκε. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Είναι δυνατό, ωστόσο, μια ζημιογόνα ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (Ολ.Α.Π. 967/1973, Α.Π. 14/2021, Α.Π. 345/2018, Α.Π. 1120/2005, Α.Π. 1801/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (Α.Π. 587/2020, Α.Π. 1010/2019, Α.Π. 920/2018, Α.Π. 1849/2017, Α.Π. 854/2017, Α.Π. 504/2016, Α.Π. 985/2015, Α.Π. 1667/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Καρακώστα, Αστικός Κώδικας, έκδ. 2009, υπ’ άρθρο 914, αριθ. 56, σ. 987, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, αστικός κώδιξ, 1982, τόμ. IV, υπ’ άρθρα 914-938, αριθ. 7, σ. 681).

Στην προκειμένη περίπτωση, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της κρινόμενης έφεσης του εναγομένου, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τούτο έχει την εξουσία να ερευνήσει μόνο τη δεύτερη βάση της αγωγής (από αδικοπραξία), αφού οι λοιπές άνω βάσεις της αγωγής απορρίφθηκαν πρωτόδικα και κατά της απορριπτικής αυτής κρίσης δεν ασκήθηκε έφεση ή αντέφεση από τους ενάγοντες. Επί της ερευνούμενης άνω βάσης (από αδικοπραξία) παρατηρείται ακολούθως ότι, στα ανωτέρω ιστορούμενα στην αγωγή δεν περιέχονται στοιχεία ώστε να μπορεί να θεμελιωθεί αποζημιωτική από αδικοπραξία ευθύνη του εναγομένου, δοθέντος ότι το επικαλούμενο πταίσμα του, που φέρεται να επέφερε την επικαλούμενη ζημιά του δικαιοπαρόχου των εναγόντων, δηλαδή τη μη καταβολή σ’ αυτόν μέρους του συμφωνηθέντος τιμήματος για την πώληση των άνω μετοχών του, δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την άνω σύμβαση πώλησης στα πλαίσια της οποίας ενήργησε ο εναγόμενος υπό την άνω ιδιότητά του και ταυτίζεται, κατά το πραγματικό του περιεχόμενο, με την παραβίαση της σύμβασης αυτής. Ο άνω αορίστως επικαλούμενος «έντεχνος εκβιαστικός τρόπος» αγοράς των μετοχών του δικαιοπαρόχου των εναγόντων με το άνω συμφωνητικό – του οποίου, σημειωτέον, δεν ζητείται η ακύρωση υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 140 επ Α.Κ. – καθώς και η άνω επικαλούμενη δόλια εξαρχής πρόθεση του εναγομένου, υπό την άνω ιδιότητά του, να εκμεταλλευτεί την αγωγή / απαίτηση του άνω αλληλασφαλιστικού οργανισμού για να πληρώσει η αγοράστρια εταιρία συμφερόντων του μικρότερο τίμημα για την αγορά των άνω μετοχών του δικαιοπαρόχου τους και παράλληλα, αφενός να μην πληρώσει τον άνω αλληλασφαλιστικό οργανισμό που δεν είχε εξασφάλιση της απαίτησής του και αφετέρου να χρησιμοποιήσει ο ίδιος το ανεξόφλητο αυτό υπόλοιπο του τιμήματος για δικές του δουλειές, δεν συνιστούν συμπεριφορές οι οποίες, αυτές καθ’ εαυτές και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομες, ως αντίθετες στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον. Πολύ δε περισσότερο αν συνεκτιμηθεί και το ότι, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή i) η απαίτηση του άνω αλληλασφαλιστικού οργανισμού κατά της άνω πλοιοκτήτριας έγινε δεκτή με αμετάκλητη δικαστική απόφαση και δεν έχει εισέτι τακτοποιηθεί και ii) ο δικαιοπάροχος των εναγόντων αποδέχθηκε ρητά με τον άνω όρο Β.2.β. του συμφωνητικού, το οποίο μάλιστα υπέγραψε συμβουλευόμενος νομικό του σύμβουλο, ότι «οποιοδήποτε κέρδος της πλοιοκτήτριας ως αποτέλεσμα νομικών διαδικασιών ή πράξεών της …., δεν θα επηρεάσουν με κανένα τρόπο ή δεν θα αυξήσουν το ποσό του τιμήματος αγοράς και στο εξής τέτοια κέρδη δεν θα ληφθούν υπόψη» και ενώ γνώριζε ότι ο ίδιος και ο άνω αλληλασφαλιστικός οργανισμός δεν είχαν εξασφάλιση των απαιτήσεών τους. Συνεπώς, η ερευνούμενη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής (από αδικοπραξία) πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε νόμιμη την επικουρική βάση αυτή και στη συνέχεια δέχθηκε αυτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και ακολούθως και την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στους ενάγοντες, κατά το λόγο του άνω κληρονομικού μεριδίου εκάστου, το ισάξιο σε ευρώ των 600.000,00 δολ. Η.Π.Α, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των άνω νομισμάτων στις 28-11-2018 και με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία αυτή, ως οφειλόμενη αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν από αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, έσφαλε ως προς την ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και ειδικότερα του επικαλούμενου από τους ενάγοντες άρθρου 914 Α.Κ, το οποίο δεν ήταν εφαρμοστέο εν προκειμένω και παρά ταύτα το εφάρμοσε, καθώς έπρεπε να δεχθεί ότι η άνω επικουρική βάση, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην αγωγή και τις προτάσεις των εναγόντων, είναι νομικά αβάσιμη, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση α) ως προς το κεφάλαιό της με το οποίο δέχεται τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής (από αδικοπραξία) και χωρίς ειδικό παράπονο από τον εκκαλούντα, αφού αυτός ζητεί την απόρριψη της βάσης αυτής, έστω για άλλους λόγους (αοριστία, ουσία αβάσιμο αυτής) και β) ως προς το κεφάλαιό της περί επιβολής δικαστικών εξόδων, προκειμένου να γίνει στη συνέχεια ενιαίος καθορισμός αυτών, για την ενότητα της εκτέλεσης (Α.Π. 1279/2004, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Δωδ. 309/2019, Εφ.Πατρ. 279/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143). Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, πρέπει να δικαστεί η αγωγή και να απορριφθεί ως προς την άνω επικουρική βάση της ως νομικά αβάσιμη.  Ακολούθως, μη υπάρχουσας άλλης βάσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της πλοκής των νομικών θεμάτων της υπόθεσης και της ιδιαίτερης δυσχέρειας ως προς την υπαγωγή των σχετικών περιστατικών στους κανόνες δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 εδάφ. γ΄ Κ.Πολ.Δ, Εφ.Πειρ. 60/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου άσκησης έφεσης στον εκκαλούντα (άρθρο 495 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 25-6-2020 και με Γ.Α.Κ. ………. και Ε.Α.Κ. ………/25-6-2020 έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 1143/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τμήμα ναυτικό – τακτική διαδικασία) ως προς το κεφάλαιό της που δέχεται τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής (από αδικοπραξία), καθώς και ως προς το κεφάλαιό της περί επιβολής δικαστικών εξόδων.

Κρατεί και δικάζει την από 8-1-2019 και με ΓΑΚ …….. και ΕΑΚ ………../2009 αγωγή.

Απορρίπτει αυτή.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.           Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του με κωδικό e-παραβόλου άσκησης έφεσης ………….. του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.            Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  5 Μαΐου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ