Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 219/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩN

Αριθμός     219/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Αθανασόπουλο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Κοινοπραξίας με την επωνυμία ………….., 2) Ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας ……….και 3) Αλλοδαπής ανώνυμης εταιρίας …………, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Νασίκα.

Β.   ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΎΣΑΣ: Κοινοπραξίας …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Νασίκα.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:        …………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Αθανασόπουλο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες στην υπό στοιχείο Α έφεση – εφεσίβλητοι στη υπό στοιχείο Β έφεση – άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 21-12-2015 και με ΓΑΚ …. και ΑΚ …./21-12-2015 αγωγή και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 920/2019 οριστική απόφαση του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή ως προς τη δεύτερη και την τρίτη εναγόμενη και τη δέχθηκε εν μέρει ως προς την πρώτη εναγόμενη και αναγνώρισε την υποχρέωσή της να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του  Δικαστηρίου τούτου α) οι ενάγοντες με την από 18-9-2019 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …./4-3-2020 έφεσή τους και β) η πρώτη εναγόμενη με την από 11-11-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../12-11-2019 έφεσή της, δικάσιμος των οποίων (εφέσεων) ορίστηκε η 21-5-2020 (μετ’ αναβολή της συζήτησης της Β έφεσης από τις 5-3-2020 που είχε οριστεί αρχικά), οπότε η συζήτηση αμφοτέρων των εφέσεων ματαιώθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων από 13-3-2020 έως 31-5-2020 εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού. Στη συνέχεια, με τη με αριθ. 58/2020 πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά Προέδρου Εφετών Δήμητρας Τσουτσάνη [που εκδόθηκε σε συνέχεια της με αριθ. 37/2020 πράξης του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά «περί ορισμού, κατά τα χρονικά διαστήματα από 1η έως και 15η Ιουλίου 2020 και από 1η έως και 15η Σεπτεμβρίου 2020, δικασίμων για τη συζήτηση πολιτικών υποθέσεων», η οποία εκδόθηκε σε εφαρμογή του άρθρου 74 παρ. 2 Ν. 4690/2020 (Φ.Ε.Κ. Α’ 104/30-5-2020) «περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων από 13-3-2020 έως 31-5-2020], οι άνω εφέσεις ορίστηκαν αυτεπαγγέλτως να συζητηθούν στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (22-10-2020), κατά την οποία και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων στην Α έφεση – εφεσίβλητων στη Β έφεση, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων στην Α έφεση – εκκαλούσας στη Β έφεση, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση α) από 18-9-2019 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../4-3-2020 και β) από 11-11-2019 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../12-11-2019 εφέσεις (στο εξής: Α και Β έφεση αντίστοιχα) κατά της με αριθ. 920/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτή την από 21-12-2015 και με ΓΑΚ …. και ΑΚ …./21-12-2015 αγωγή, πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31, 246 Κ.Πολ.Δ.). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης, η οποία δημοσιεύτηκε στις 12 Μαρτίου  2019 και εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών, που ισχύει για τις ασκούμενες από 1-1-2016 εφέσεις, όπως, εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, με το οποίο τροποποιήθηκε η παρ. 2 του άρθρου 518 Κ.Πολ.Δ. και σύμφωνα με τα άρθρα 495 παρ. 1, 2, 496, 499, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1, 517, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, δεδομένου ότι για το παραδεκτό καθεμίας εκ των άνω εφέσεων κατατέθηκε και το προβλεπόμενο από το νόμο παράβολο ποσού 150,00 ευρώ (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει από 23-1-2017 μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α’ 240/22-12-2016), να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την τακτική διαδικασία που εφαρμόστηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες στην Α έφεση / εφεσίβλητοι στη Β’ έφεση, με την προαναφερθείσα αγωγή τους εξέθεσαν ότι τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης-12-2014 εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο υπό ιταλική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «ΝΑ», που εκτελούσε δρομολόγιο από Πάτρα – Ηγουμενίτσα προς Ανκόνα Ιταλίας. Ότι το ανωτέρω πλοίο ανήκε κατά κυριότητα στην ιταλική εταιρία «………….», που το είχε ναυλώσει στην επίσης ιταλική εταιρία «……………..», η οποία το είχε υπεκναυλώσει στη δεύτερη εναγόμενη εταιρία, που με τη σειρά της το είχε εισφέρει κατά χρήση και εκμετάλλευση στην πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία. Ότι η πυρκαγιά έγινε αντιληπτή ενώ το πλοίο βρισκόταν εν πλω εντός ελληνικών χωρικών υδάτων, 4,8 ναυτικά μίλια βορειοανατολικά της Κέρκυρας, πλησίον των αλβανικών ακτών, οφειλόταν δε σε «ίδιον πταίσμα» και αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων, νομίμως εκπροσωπουμένων, όπως και σε πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων τους, πλοιάρχου και πληρώματος, καθώς και των λοιπών προσώπων που χρησιμοποίησαν για την εκπλήρωση της θαλάσσιας μεταφοράς και των οποίων είχαν τον έλεγχο και την εποπτεία, οι οποίες ανάγονταν στην πρόκληση και δημιουργία των εστιών, τη μη έγκαιρη διαπίστωση και κατάσβεσή τους, τη μη προσέγγιση σε στεριά κ.ά, όπως αναλυτικά περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο, και που συνετέλεσαν αιτιωδώς στην καταστροφή των οχημάτων τους. Ότι, περαιτέρω, οι εναγόμενες απατηλά τους διαβεβαίωναν ότι το ως άνω πλοίο παρείχε όλα τα εχέγγυα ασφαλείας και αξιοπλοΐας και διέθετε πλήρωμα ειδικά εκπαιδευμένο και εξειδικευμένο στην αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων, προκειμένου να τούς πείσουν να το επιλέξουν για τη μεταφορά των οχημάτων τους που μετέφεραν εμπορεύματα, η αδικοπρακτική δε συμπεριφορά των εναγομένων επιτάθηκε μετά την επέλευση του ναυτικού συμβάντος, καθώς ουδέν ποσό τους κατέβαλαν για τα κατεστραμμένα οχήματά τους, ενάντια στα χρηστά και τα συναλλακτικά ήθη. Ότι στο άνω πλοίο ευρίσκονταν έμφορτα, κατά τον χρόνο εκδήλωσης της πυρκαγιάς, τα παρακάτω φορτηγά οχήματα (ελκυστήρες και επικαθήμενα ημιρυμουλκούμενα ψυγεία) των εναγόντων, τα οποία είχαν φορτωθεί στις 27-12-2014 στο λιμάνι της Πάτρας (αυτά του πρώτου και του πέμπτου των εναγόντων) και στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας (αυτά των λοιπών). Ότι συγκεκριμένα επρόκειτο για α) τον υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ………. ελκυστήρα (τράκτορα), που ήταν συνδεδεμένος με το ρυμουλκούμενο – επικαθήμενο ψυγείο υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ………., κυριότητας αμφοτέρων του πρώτου ενάγοντος, για τα οποία είχε εκδοθεί από την πρώτη εναγόμενη η υπ’ αριθ. ………/27-12-2014 απόδειξη μεταφοράς, β) τον υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ………… ελκυστήρα (τράκτορα), που ήταν συνδεδεμένος με το ρυμουλκούμενο – επικαθήμενο ψυγείο υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……….., κυριότητας αμφοτέρων του πρώτου ενάγοντος, για τα οποία είχε εκδοθεί από την πρώτη εναγόμενη η υπ’ αριθ. Ι ……./27-12-2014 απόδειξη μεταφοράς, γ) τον υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……… ελκυστήρα (τράκτορα), κυριότητας της δεύτερης εναγομένης, που ήταν συνδεδεμένος με το ρυμουλκούμενο – επικαθήμενο ψυγείο υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……., κυριότητας της γερμανικής εταιρίας «…………»,  το οποίο η τελευταία είχε μισθώσει στη δεύτερη ενάγουσα δυνάμει σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης και για τα οποία (ελκυστήρα και επικαθήμενο) είχε εκδοθεί από την πρώτη εναγόμενη η υπ’ αριθ. Ι ………./27-12-2014 απόδειξη μεταφοράς, δ) τον υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……… ελκυστήρα (τράκτορα), που ήταν συνδεδεμένος με το ρυμουλκούμενο – επικαθήμενο ψυγείο υπ’ αριθ. κυκλοφορίας Ρ 12663, κυριότητας τρίτου (………..), για το οποίο είχε εκδοθεί από την πρώτη εναγόμενη η υπ’ αριθ. Ι …………./27-12-2014 απόδειξη μεταφοράς, ε) τον υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……….. ελκυστήρα (τράκτορα), που ήταν συνδεδεμένος με το ρυμουλκούμενο – επικαθήμενο ψυγείο υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……….., κυριότητας του τρίτου ενάγοντος, για το οποίο είχε εκδοθεί από την πρώτη εναγόμενη η υπ’ αριθ. Ι ………/27-12-2014 απόδειξη μεταφοράς, στ) τον υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……… ελκυστήρα (τράκτορα), που ήταν συνδεδεμένος με το ρυμουλκούμενο – επικαθήμενο ψυγείο υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …….., κυριότητας της τέταρτης ενάγουσας, για το οποίο είχε εκδοθεί από την πρώτη εναγόμενη η υπ’ αριθ. Ι ………./27-12-2014 απόδειξη μεταφοράς και ζ) τον υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ……… ελκυστήρα (τράκτορα), που ήταν συνδεδεμένος με το ρυμουλκούμενο – επικαθήμενο ψυγείο υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …. ……, κυριότητας του πέμπτου ενάγοντος, για το οποίο είχε εκδοθεί από την πρώτη εναγόμενη η υπ’ αριθ. Ι ………../27-12-2014 απόδειξη μεταφοράς. Με βάση τα ανωτέρω, επικαλούμενοι την ευθύνη της πρώτης εναγόμενης ως αντισυμβαλλομένης τους θαλάσσιας μεταφορέα, της δεύτερης εναγόμενης ως υποναυλώτριας του άνω πλοίου που το είχε εισφέρει κατά χρήση και εκμετάλλευση στην πρώτη, την εν γένει ευθύνη των εναγομένων για την παροχή κατάλληλου και ασφαλούς πλοίου, αλλά και την περαιτέρω ευθύνη της δεύτερης και της τρίτης των εναγομένων ως μελών της πρώτης εναγομένης κοινοπραξίας, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με αυτήν, καθώς και τη συρρέουσα αδικοπρακτική ευθύνη τους, ζήτησαν – μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και με τις προτάσεις που κατέθεσαν νομότυπα σ’ αυτό – να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη: Α) στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 538.563,06 ευρώ, ήτοι: α) το ποσό των 200.000,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής του ζημίας από την καταστροφή των δυο ελκυστήρων (τρακτόρων) και των επικαθήμενων αυτών (αξίας 50.000,00 εκάστου ελκυστήρα και 50.000,00 ευρώ εκάστου επικαθήμενου), β) το ποσό των 288.000,00 ευρώ ως αποζημίωση της αποθετικής του ζημίας (απώλεια εισοδήματος) από τη στέρηση της χρήσης των ανωτέρω συρμών (δυο ελκυστήρων και των συνδεόμενων με αυτούς επικαθήμενων) για χρονικό διάστημα 24 μηνών από την ημέρα του ατυχήματος, γ) το ποσό των 7.380,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής του ζημίας για την απώλεια συμφωνηθέντων κομίστρων μεταφοράς εμπορευμάτων με τους άνω συρμούς, δ) το ποσό των 2.200,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής του ζημίας για την απώλεια καυσίμων των ανωτέρω ελκυστήρων (αξίας 1.000,00 ευρώ στον καθένα), ε) το ποσό των 4.000,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής του ζημίας για την απώλεια χρημάτων που υπήρχαν στους άνω ελκυστήρες (2.000,00 ευρώ στον καθένα), στ) το ποσό των 15.000,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής του ζημίας για την καταστροφή 600 τσιγκελιών που υπήρχαν στα άνω επικαθήμενα (300 τσιγκέλια στο καθένα), ζ) το ποσό των 1.983,06 ευρώ, ως θετική του ζημία για δαπάνες ναύλου που κατέβαλε στην πρώτη εναγόμενη για τη μεταφορά των άνω συρμών του (991,53 ευρώ για τον καθένα), η οποία δεν εκπληρώθηκε προσηκόντως, αφού οι συρμοί του έφτασαν κατεστραμμένοι στον προορισμό τους, εξαιτίας της σε βάρος του αδικοπραξίας των εναγομένων και ζ) το ποσό των 20.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης από την καταστροφή των άνω συρμών του, την παρατεταμένη στέρηση αυτών και των εισοδημάτων που του απέφεραν και τη βλάβη στη φήμη και στην αξιοπιστία του από τη μη παράδοση των μεταφερόμενων εμπορευμάτων στους πελάτες του, τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από τις 29-12-2014 οπότε επήλθε το ζημιογόνο γεγονός, άλλως από τις 5-2-2015 οπότε επέδωσε την από 27-1-2015 εξώδικη δήλωσή του, άλλως, αναφορικά με την απώλεια εισοδήματος, από το πέρας κάθε μήνα απώλειας, άλλως αναφορικά με όλα τα αιτήματα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, επιφυλασσομένου του πρώτου ενάγοντος για περαιτέρω ποσό 40,00 ευρώ, προκειμένου να το διεκδικήσει στα αρμόδια ποινικά δικαστήρια, παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων, Β) στη δεύτερη  ενάγουσα το συνολικό ποσό των 581.907,80 ευρώ, ήτοι: α) το ποσό των 115.000,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής της ζημίας από την καταστροφή του ……………. ελκυστήρα (τράκτορα) και του συνδεόμενου με αυτόν επικαθήμενου (αξίας 40.000,00 και 75.000,00 ευρώ αντίστοιχα), β) το ποσό των 192.000,00 ευρώ ως αποζημίωση της αποθετικής της ζημίας (απώλεια εισοδήματος) από τη στέρηση της χρήσης του ανωτέρω συρμού για χρονικό διάστημα 24 μηνών από την ημέρα του ατυχήματος, γ) το ποσό των 2.800,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής της ζημίας για την απώλεια συμφωνηθέντων κομίστρων μεταφοράς εμπορευμάτων με τον άνω συρμό, δ) το ποσό των 50.000,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής της ζημίας από την καταστροφή του …….. ελκυστήρα (αξίας 50.000,00 ευρώ), ε) το ποσό των 192.000,00 ευρώ ως αποζημίωση της αποθετικής της ζημίας (απώλεια εισοδήματος) από τη στέρηση της χρήσης του ανωτέρω ελκυστήρα (ο οποίος δημιουργούσε συρμό με άλλα επικαθήμενά της) για χρονικό διάστημα 24 μηνών από την ημέρα του ατυχήματος, στ) το ποσό των 2.300,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής της ζημίας για την απώλεια συμφωνηθέντων κομίστρων μεταφοράς εμπορευμάτων με τον άνω συρμό, ζ) το ποσό των 2.200,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής της ζημίας για την απώλεια καυσίμου των δυο ανωτέρω συρμών (αξίας 1.000,00 ευρώ στον καθένα), η) το ποσό των 4.000,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής της ζημίας για την απώλεια χρημάτων που υπήρχαν στους άνω ελκυστήρες (2.000,00 ευρώ στον καθένα), η) το ποσό των 1.607,80 ευρώ, ως θετική της ζημία για δαπάνες ναύλου που κατέβαλε στην πρώτη εναγόμενη για τη μεταφορά των άνω συρμών  (803,90 ευρώ για τον καθένα), η οποία δεν εκπληρώθηκε προσηκόντως, εξαιτίας της σε βάρος της αδικοπραξίας των εναγόμενων, αφού οι άνω συρμοί έφτασαν κατεστραμμένοι στον προορισμό τους και ζ) το ποσό των 20.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης από την καταστροφή των άνω ελκυστήρων, την παρατεταμένη στέρηση αυτών και των εισοδημάτων που της απέφεραν και τη βλάβη στη φήμη και την αξιοπιστία της από τη μη παράδοση των μεταφερόμενων εμπορευμάτων στους πελάτες της, τα ανωτέρω δε ποσά νομιμοτόκως από τις 29-12-2014 οπότε επήλθε το ζημιογόνο γεγονός, άλλως από τις 5-2-2015, οπότε επέδωσε την από 20-1-2015 εξώδικη δήλωσή της, άλλως, αναφορικά με την απώλεια εισοδήματος, από το πέρας κάθε μήνα απώλειας, άλλως αναφορικά με όλα τα αιτήματα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, επιφυλασσομένης της δεύτερης ενάγουσας για περαιτέρω ποσό 40,00 ευρώ, προκειμένου να το διεκδικήσει στα αρμόδια ποινικά δικαστήρια, παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα, Γ) στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 319.813,80 ευρώ, ήτοι: α) το ποσό των 105.000,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής του ζημίας από την καταστροφή του ελκυστήρα (τράκτορα) και του επικαθήμενου αυτού (αξίας 40.000,00 και 65.000,00 ευρώ αντίστοιχα), β) το ποσό των 144.000,00 ευρώ ως αποζημίωση της αποθετικής του ζημίας (απώλεια εισοδήματος) από τη στέρηση της χρήσης του ανωτέρω συρμού (ελκυστήρα με το συνδεόμενο με αυτόν επικαθήμενο) για χρονικό διάστημα 24 μηνών από την ημέρα του ατυχήματος, γ) το ποσό των 2.500,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής του ζημίας για την απώλεια συμφωνηθέντων κομίστρων μεταφοράς εμπορευμάτων με τον άνω συρμό, δ) το ποσό των 1.100,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής του ζημίας για την απώλεια καυσίμου του ανωτέρω ελκυστήρα, ε) το ποσό των 1.800,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής του ζημίας για την απώλεια χρημάτων που υπήρχαν στον άνω ελκυστήρα, στ) το ποσό των 988,80 ευρώ, ως θετική του ζημία για δαπάνες ναύλου που κατέβαλε στην πρώτη εναγόμενη για τη μεταφορά του άνω συρμού του, η οποία δεν εκπληρώθηκε προσηκόντως, εξαιτίας της σε βάρος του αδικοπραξίας των εναγόμενων, αφού ο συρμός του έφτασε κατεστραμμένος στον προορισμό του, ζ) το ποσό των 54.425,00 ως αποζημίωση της αποθετικής του ζημίας και δη της απώλειας ισόποσης επιδότησης προγράμματος ΕΣΠΑ για την αγορά του ανωτέρω επικαθήμενου, το οποίο καταστράφηκε και ο ίδιος στερήθηκε τη χρήση του μετά το ατύχημα και η) το ποσό των 10.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης από την καταστροφή του συρμού του, την παρατεταμένη στέρηση αυτού και των εισοδημάτων που του απέφερε και τη βλάβη στη φήμη και την αξιοπιστία του από τη μη παράδοση των μεταφερόμενων εμπορευμάτων στους πελάτες του, τα ανωτέρω δε ποσά νομιμοτόκως από τις 29-12-2014 οπότε επήλθε το ζημιογόνο γεγονός, άλλως από τις 16-2-2015 οπότε επέδωσε την από 28-1-2015 εξώδικη δήλωσή του, άλλως, αναφορικά με την απώλεια εισοδήματος, από το πέρας κάθε μήνα απώλειας, άλλως αναφορικά με όλα τα αιτήματα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, επιφυλασσομένου του τρίτου ενάγοντος για περαιτέρω ποσό 40,00 ευρώ, προκειμένου να το διεκδικήσει στα αρμόδια ποινικά δικαστήρια, παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων, Δ) στην τέταρτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 260.703,90 ευρώ, ήτοι: α) το ποσό των 100.000,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής της ζημίας από την καταστροφή του με αριθμό πλαισίου ……….. ελκυστήρα (τράκτορα) και του με αριθμό κυκλοφορίας ………. επικαθήμενου αυτού (αξίας 60.000,00 και 40.000,00 ευρώ αντίστοιχα),  β) το ποσό των 144.000,00 ευρώ ως αποζημίωση της αποθετικής της ζημίας (απώλεια εισοδήματος) από τη στέρηση της χρήσης του ανωτέρω συρμού για χρονικό διάστημα 24 μηνών από την ημέρα του ατυχήματος, γ) το ποσό των 2.800,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής της ζημίας για την απώλεια συμφωνηθέντων κομίστρων μεταφοράς εμπορευμάτων με τον άνω συρμό, δ) το ποσό των 1.100,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής της ζημίας για την απώλεια καυσίμου του ανωτέρω ελκυστήρα, ε) το ποσό των 2.000,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής της ζημίας για την απώλεια χρημάτων που υπήρχαν στον άνω ελκυστήρα (2.000,00 ευρώ), στ) το ποσό των 803,90 ευρώ, ως θετική της ζημία για δαπάνες ναύλου που κατέβαλε στην πρώτη εναγόμενη για τη μεταφορά του άνω συρμού της, η οποία δεν εκπληρώθηκε προσηκόντως, εξαιτίας της σε βάρος της αδικοπραξίας των εναγόμενων, αφού ο συρμός της έφτασε κατεστραμμένος στον προορισμό του και ζ) το ποσό των 10.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης από την καταστροφή του συρμού της, την παρατεταμένη στέρηση αυτού και των εισοδημάτων που της απέφεραν και τη βλάβη στη φήμη και την αξιοπιστία της από τη μη παράδοση των μεταφερόμενων εμπορευμάτων στους πελάτες της, τα ανωτέρω δε ποσά νομιμοτόκως από τις 29-12-2014 οπότε επήλθε το ζημιογόνο γεγονός, άλλως από τις 5-2-2015, οπότε επέδωσε την από 20-1-2015 εξώδικη δήλωσή της, άλλως, αναφορικά με την απώλεια εισοδήματος, από το πέρας κάθε μήνα απώλειας, άλλως αναφορικά με όλα τα αιτήματα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, επιφυλασσομένης της τέταρτης ενάγουσας για περαιτέρω ποσό 40,00 ευρώ, προκειμένου να το διεκδικήσει στα αρμόδια ποινικά δικαστήρια, παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα και Ε) στον πέμπτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 329.056,53 ευρώ, ήτοι: α) το ποσό των 90.000,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής του ζημίας από την καταστροφή του υπ’ αριθ. κυκλ. …….. ελκυστήρα (τράκτορα) και του συνδεόμενου με αυτόν υπ’ αριθ. κυκλ. ………. επικαθήμενου (αξίας 50.000,00 και 40.000,00 ευρώ αντίστοιχα), β) το ποσό των 216.000,00 ευρώ ως αποζημίωση της αποθετικής του ζημίας (απώλεια εισοδήματος) από τη στέρηση της χρήσης του ανωτέρω συρμού (ελκυστήρα με το συνδεόμενο με αυτό επικαθήμενο) για χρονικό διάστημα 24 μηνών από την ημέρα του ατυχήματος, γ) το ποσό των 7.500,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής του ζημίας για την καταστροφή 300 τσιγκελιών στο άνω επικαθήμενο, δ) το ποσό των 1.365,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής του ζημίας για την απώλεια καυσίμου του ανωτέρω συρμού, ε) το ποσό των 3.200,00 ευρώ ως αποζημίωση της θετικής του ζημίας για την απώλεια χρημάτων που υπήρχαν στον άνω ελκυστήρα (3.200,00 ευρώ), στ) το ποσό των 991,53 ευρώ, ως θετική του ζημία για δαπάνες ναύλου που κατέβαλε στην πρώτη εναγόμενη για τη μεταφορά του άνω συρμού του, η οποία δεν εκπληρώθηκε προσηκόντως, εξαιτίας της σε βάρος του αδικοπραξίας των εναγόμενων, αφού ο συρμός του έφτασε κατεστραμμένος στον προορισμό του και ζ) το ποσό των 10.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης από την καταστροφή του συρμού του, την παρατεταμένη στέρηση αυτού και των εισοδημάτων που του απέφερε και τη βλάβη στη φήμη και την αξιοπιστία του από τη μη παράδοση των μεταφερόμενων εμπορευμάτων στους πελάτες του, τα ανωτέρω δε ποσά νομιμοτόκως από τις 29-12-2014 οπότε επήλθε το ζημιογόνο γεγονός, άλλως από τις 5-2-2015 οπότε επέδωσε την από 20-1-2015 εξώδικη δήλωσή του, άλλως, αναφορικά με την απώλεια εισοδήματος, από το πέρας κάθε μήνα απώλειας, άλλως αναφορικά με όλα τα αιτήματα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, επιφυλασσομένου του πέμπτου ενάγοντος για περαιτέρω ποσό 40,00 ευρώ, προκειμένου να το διεκδικήσει στα αρμόδια ποινικά δικαστήρια, παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων. Ακόμη, ζήτησαν να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά τους έξοδα.

Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 920/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία απέρριψε την αγωγή ως προς τη δεύτερη και την τρίτη εναγόμενη και τη δέχτηκε εν μέρει ως προς την πρώτη εναγόμενη κατά τη βάση της από σύμβαση. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση έγινε δεκτό: α) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο  (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 18, 25 παρ. 2 και 37 Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. παρ. 1 περ. α’, 2, 3Α και Β Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς) και επομένως έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης που εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας [άρθρα 3 παρ. 1, 4 Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 62 παρ. 1, 63 παρ. 1α’, 80, 81 Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»], β) ότι εφαρμοστέο, τόσο κατά την ενδοσυμβατική όσο και κατά την εξωσυμβατική βάση της αγωγής, τυγχάνει, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 2 περ. α’, β’ και γ’ του Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και συγκεκριμένα η ισχύουσα στην Ελλάδα Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974 «σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους», όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της 19ης Νοεμβρίου 1976 και το Πρωτόκολλο της 1ης Νοεμβρίου 2002, που κυρώθηκαν με τους Ν. 1922/1991 (Φ.Ε.Κ. Α’ 15) και 4195/2013 (Φ.Ε.Κ. Α’ 211/10-10-2013) και από τον άνω Κανονισμό (Ε.Κ.) 392/2009, ενόψει του ότι, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους: α) το πλοίο φέρει τη σημαία κράτους μέλους της άνω Διεθνούς Σύμβασης (Ιταλίας) και είναι νηολογημένο σε λιμένα κράτους μέλους (Μπάρι Ιταλίας), β) η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς έχει συναφθεί σε κράτος μέλος (Ελλάδα) της άνω Διεθνούς Σύμβασης και γ) τόσο ο τόπος αναχώρησης (Πάτρα / Ηγουμενίτσα) όσο και ο τόπος προορισμού (Ανκόνα Ιταλίας), σύμφωνα με τις συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς, βρίσκονται σε κράτη μέλη της Ε.Ε. και της άνω Διεθνούς Σύμβασης (άρθρο 2 παρ. 1 αυτής), γ) ότι με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, που κρίθηκε εφαρμοστέο εν προκειμένω, η αγωγή i) ως προς την τρίτη εναγόμενη είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής της νομιμοποίησης, ii) ως προς τη δεύτερη εναγόμενη είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς τα στοιχεία της παθητικής της νομιμοποίησης, και iii) ως προς την πρώτη εναγόμενη είναι ορισμένη και νόμιμη μόνον όσον αφορά την ευθύνη της ως συμβατικής μεταφορέα, που είναι νόθος αντικειμενική, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 περ. α’ και β’, 3 παρ. 1, 2 και 6, 4 παρ. 1 και 2, 7, 8 παρ. 2, 9, 12 και 14 της Σύμβασης, 345 και 346 Α.Κ, 70 και 176 Κ.Πολ.Δ, πλην των αιτημάτων α) αποζημίωσης της αποθετικής ζημίας των εναγόντων από τη στέρηση της χρήσης των οχημάτων τους, β) αποζημίωσης της θετικής ζημίας των εναγόντων από την απώλεια των συμφωνηθέντων κομίστρων των συγκεκριμένων μεταφορών των οχημάτων τους, γ) αποζημίωσης της θετικής ζημίας των εναγόντων από την απώλεια των καυσίμων των ανωτέρω συρμών, δ) αποζημίωσης της θετικής ζημίας του πρώτου και του πέμπτου των εναγόντων για την καταστροφή των συρομένων τσιγκελιών που υπήρχαν στα επικαθήμενα ρυμουλκούμενα ψυγεία τους, ε) αποζημίωσης της αποθετικής ζημίας του τρίτου ενάγοντος από την απώλεια της εγκριθείσας δημόσιας επιδότησης προγράμματος ΕΣΠΑ για την αγορά καταστραφέντος επικαθήμενου, στ) αποζημίωσης της θετικής ζημίας των εναγόντων από την απώλεια των χρημάτων που υπήρχαν στους καταστραφέντες ελκυστήρες τους, ζ) αποζημίωσης της θετικής ζημίας των εναγόντων για δαπάνες ναύλου που κατέβαλαν στην πρώτη εναγόμενη για τη μη προσήκουσα μεταφορά των άνω καταστραφέντων συρμών τους και η) χρηματικής ικανοποίησης των εναγόντων για την ηθική βλάβη από την καταστροφή των συρμών τους και τις συνέπειές της, τα οποία (αιτήματα) απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα (σιωπηρά τα υπό στοιχ. δ’ και ζ’, ως συνάγεται από τη συνολική εκτίμηση του περιεχομένου της εκκαλουμένης). Στη συνέχεια η αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη έγινε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσία κατά τη βάση της από συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς (που εκτιμήθηκαν ειδικότερα ως συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς αποσκευών επιβατών) και κατά τα άνω κονδύλιά της για τα οποία κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη [καθώς κρίθηκε ότι 1) η ολοσχερής καταστροφή των οχημάτων των εναγόντων οφείλεται σε ναυτικό συμβάν, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 5 περ. α’ της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών όπως ίσχυε και δη σε πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στο πλοίο κατά την διάρκεια της θαλάσσιας μεταφοράς από τους λιμένες Πάτρας και Ηγουμενίτσας στο λιμένα Ανκόνα Ιταλίας στα πλαίσια συμβάσεων διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών και αποσκευών τους που είχαν καταρτιστεί στην Πάτρα και στην Ηγουμενίτσα αντίστοιχα με τους ιδιοκτήτες των άνω οχημάτων, 2) ότι η αμέλεια ή το πταίσμα της πρώτης εναγομένης συμβατικής μεταφορέως ως προς την ολοσχερή καταστροφή των ανωτέρω οχημάτων τεκμαίρεται και θεωρείται αποδεδειγμένη, αφού αυτή, που φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (νόθος αντικειμενική ευθύνη), δεν απέδειξε την έλλειψη πταίσματος ή αμέλειάς της ή ότι συντρέχει κάποιος από τους λόγους πλήρους απαλλαγής της που προβλέπονται στο άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α’ και β’ της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών και 3) ότι συνακόλουθα  συντρέχουν οι προϋποθέσεις, που θέτουν τα άρθρα 3 παρ. 1, 4 παρ. 1, 8 παρ. 2 της άνω Διεθνούς Σύμβασης για την ευθύνη της για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας των εναγόντων από την καταστροφή των οχημάτων τους] και αφού έγινε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία και η κατ’ άρθρο 8 παρ. 2 της άνω Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών ένσταση της πρώτης εναγομένης για τον περιορισμό της ευθύνης της μέχρι το ισόποσο σε ευρώ των 12.700,00 Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων (SDR) για κάθε όχημα των εναγόντων (ελκυστήρα ή επικαθήμενο), αναγνωρίστηκε ότι αυτή (πρώτη εναγόμενη) υποχρεούται να καταβάλει ως αποζημίωση στους πρώτο, δεύτερη, τρίτο, τέταρτη και πέμπτο των εναγόντων το ισόποσο σε ευρώ των 50.800,00, 38.100,00, 25.400,00, 25.400,00 και 50.800,00 Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων (SDR) αντίστοιχα, με βάση την ισοτιμία ευρώ – SDR κατά την ημερομηνία πληρωμής και το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και καταδικάστηκε η πρώτη εναγόμενη και σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, ποσού 3.500,00 ευρώ. Κατά της άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται, τόσο οι ενάγοντες όσο και η πρώτη εναγόμενη, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, ζητώντας για τους περιεχόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή των εφέσεών τους και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος που αυτή προσβάλλεται από τον καθένα τους, ώστε ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικαστεί εξαρχής η αγωγή ως προς τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, κατά μεν τους ενάγοντες, να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή και ως προς αυτά, κατά δε την πρώτη εναγόμενη να απορριφθεί στο σύνολό της.

Ι. Με το ν. 2107/1992 κυρώθηκε από την Ελλάδα η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25-8-1924, για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές και τα τροποποιητικά αυτής πρωτόκολλα της 23-2-1968 και της 21-12-1979 (Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ). Από τις διατάξεις των άρθρων 1 περ. β’, 2 παρ. 1-2, 3 παρ. 1, 5 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της άνω Δ.Σ, που εφαρμόζονται στην Ελλάδα από 23-6-1993, προκύπτει ότι αυτές έχουν ισχύ α) στις θαλάσσιες μεταφορές στις οποίες τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη και εφόσον καλύπτονται από φορτωτική ή άλλο παρόμοιο έγγραφο που αποτελεί τίτλο για θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων και β) στις θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ ελληνικών λιμένων είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι (Α.Π. 343/2019, Α.Π. 376/2008, Εφ.Θεσ. 1241/2019, Εφ.Πειρ. 738/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κιάντου – Παμπούκη, Η κύρωση των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ και το δίκαιο της ναυλώσεως, Ε.Ν.Δ. 21, 287 επ.). Στην πρώτη από τις παραπάνω περιπτώσεις, η φορτωτική που εκδόθηκε πρέπει να είναι σε διαταγή και να κυκλοφόρησε, οπότε αποτελεί τον τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά (Εφ.Πατρ. 55/2018, Εφ.Πειρ. 1206/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έγγραφο παρόμοιο με τη φορτωτική, το οποίο να αποτελεί τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά, είναι προδήλως το έγγραφο που έχει παρόμοια λειτουργία με τη φορτωτική, δηλαδή που μεταβιβάζεται με οπισθογράφηση και ενσωματώνει την αξίωση του κατόχου (κομιστή) αυτού για την παράδοση των πραγμάτων που φορτώθηκαν στον τόπο προορισμού τους. Τέτοιο πάντως, παρόμοιο με τη φορτωτική, έγγραφο δεν προβλέπεται στην ελληνική νομοθεσία ούτε χρησιμοποιείται στη ναυτιλιακή πρακτική χωρών με μεγάλη ναυτική παράδοση. Επομένως, δεν εφαρμόζεται η παραπάνω Δ.Σ, αλλά οι διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ. και του Α.Κ. σε περίπτωση διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς για την οποία δεν έχει εκδοθεί φορτωτική με την παραπάνω έννοια, αλλά έχει καταρτιστεί ναύλωση που διέπεται μόνο από ναυλοσύμφωνο ή έχει εκδοθεί δελτίο θαλάσσιας μεταφοράς ή εισιτήριο οχήματος ή απόδειξη παραλαβής ή δελτίο επιβίβασης οχήματος (τα οποία εκδίδονται συνήθως στις περιπτώσεις μεταφοράς πραγμάτων με οχηματαγωγά πλοία, εντός εμπορευματοκιβωτίων ή φορτηγών οχημάτων), δηλαδή έγγραφα που δεν έχουν αξιογραφική και εμπράγματη λειτουργία και χρησιμοποιούνται σε μεταφορές στις οποίες δεν υπάρχει ενδεχόμενο να μεταβιβαστούν τα πράγματα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς (Εφ.Πειρ. 545/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πατρ. 55/2018, ό.α, Εφ.Πειρ. 738/2009, ό.α, Εφ.Πειρ. 76/2006, Εφ.Πειρ. 1206/2005, Εφ.Πειρ. 286/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, contra Ν. Γερασίμου, Το νομικό καθεστώς που διέπει τη διεθνή θαλάσσια μεταφορά φορτίων και συνοδευόμενων οχημάτων χωρίς την έκδοση φορτωτικής (με αφορμή το ναυτικό ατύχημα του M/V ΝΑ), 9ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου – Δ.Σ.Πειραιά, σελ. 339, ιδίως σελ. 357 επ.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 Κ.Ι.Ν.Δ, ο εκναυλωτής είναι υποχρεωμένος να διατηρεί το πλοίο κατάλληλο προς πλουν και προς διατήρηση του φορτίου. Το ελάττωμα του πλοίου, που προξενεί την ακαταλληλότητά του προς πλου είναι δυνατόν να οφείλεται σε διάφορες αιτίες, όπως στην έλλειψη των καταλλήλων οργάνων πλεύσης ή τηλεπικοινωνίας, στην κανονική σύνθεση του πληρώματος κ.λπ., συνεπεία των οποίων επιβάλλεται στο πλοίο διοικητική απαγόρευση απόπλου ή συνεχίσεως του πλου του. Το πιστοποιητικό του νηογνώμονα δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξιοπλοΐας του πλοίου, αλλά συνεκτιμάται με τις λοιπές αποδείξεις, πράγμα που σημαίνει ότι ο ναυλωτής μπορεί να αποδείξει την ακαταλληλότητα του πλοίου και συνακόλουθα τη μη εκτέλεση της συμβατικής υποχρέωσης του εκναυλωτή, δηλαδή τη μη εκτέλεση της αναληφθείσας μεταφοράς μέχρι την παράδοση του φορτίου στον παραλήπτη, σύμφωνα με τους ορισμούς του ανωτέρω άρθρου 111 Κ.Ι.Ν.Δ. (Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, 2005, σ. 198, Δ. Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, σ. 390). Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 135 και 138 Κ.Ι.Ν.Δ. προκύπτει ότι ο εκναυλωτής ευθύνεται για κάθε ζημιά που προέρχεται από ελάττωμα του πλοίου, το οποίο υπήρχε κατά την έναρξη του πλου, ως προς την καταλληλότητα αυτού προς πλου και προς διατήρηση του φορτίου, η ευθύνη του μάλιστα αυτή έχει θεσπιστεί έναντι παντός έχοντος συμφέρον επί του φορτίου, δηλαδή έναντι του φορτωτή (κι αν ακόμη δεν είναι ο ναυλωτής), του παραλήπτη, του ασφαλίσαντος αυτό (φορτίο) ή του έχοντος ενέχυρο επ’ αυτού. Ειδικότερα δε ο εκναυλωτής – μεταφορέας είναι υπεύθυνος για κάθε αποκαλυπτόμενη προϋπάρχουσα πλημμέλεια του πλοίου συναπτόμενη με την καταλληλότητα αυτού, έστω και αν η μέριμνα ως προς αυτήν ανατέθηκε απ’ αυτόν (που δεν έχει τα προσόντα να ενεργεί προς τούτο προσωπικά) σε πρόσωπο ειδικευμένο που επέλεξε με επιμέλεια (Εφ.Πειρ. 545/2020, ό.α.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 134 Κ.Ι.Ν.Δ, ο εκναυλωτής, δηλαδή ο θαλάσσιος μεταφορέας, υποχρεούται σε κάθε επιμέλεια του φορτίου, κυρίως δε ως προς τη φόρτωση, τη στοιβασία, τη φύλαξη, την καλή διατήρηση, τη μεταφορά και την εκφόρτωση, ευθυνόμενος σε αποζημίωση για κάθε ζημία η οποία οφείλεται στην απώλεια ή βλάβη των μεταφερομένων πραγμάτων και η οποία προκλήθηκε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της παραλαβής αυτών προς μεταφορά και της παράδοσής τους στον παραλήπτη. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 139 Κ.Ι.Ν.Δ, που είναι αυστηρού δικαίου (jus cogens), εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτή (θαλάσσιου μεταφορέα) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 134 Κ.Ι.Ν.Δ. για ολική ή μερική απώλεια των μεταφερθέντων δια θαλάσσης πραγμάτων, ο εκναυλωτής υποχρεούται να αποζημιώσει τον δικαιούχο αυτών, δηλαδή να αποκαταστήσει την αξία που είχαν τα πράγματα του αυτού γένους και της αυτής ποιότητας στο λιμάνι προορισμού τους, ήτοι στο λιμάνι εκφόρτωσής τους από το πλοίο, κατά το χρόνο έναρξης της εκφόρτωσής τους από αυτό. Τα ανωτέρω εκτεθέντα περί του καθορισμού της αποζημίωσης του παραλήπτη και της ευθύνης του εκναυλωτή σε αποκατάσταση της αξίας των απολεσθέντων πραγμάτων ισχύουν και επί συρροής αξιώσεων από αδικοπραξία και από σύμβαση, λόγω ταυτότητας της νομικής αιτίας καθορισμού της ιδιόμορφης ως άνω αποζημίωσης, καθόσον και η με βάση την αδικοπραξία αξίωση νοείται μόνο εντός των ορίων του συμβατικού πταίσματος, για να μη (άλλως) ματαιώνεται το εκ των προτέρων καθορισμένο όριο ευθύνης με την επιλογή της αγωγής με βάση την αδικοπραξία. Επομένως, οι προϋποθέσεις υπολογισμού της ζημίας και το είδος αυτής δεν είναι άλλες από αυτές που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 139 και 140 Κ.Ι.Ν.Δ, σύμφωνα με τις οποίες, εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτή για ολική ή μερική απώλεια των πραγμάτων, η αποζημίωση την οποία οφείλει στην περίπτωση συμβατικής ευθύνης είναι ίση με την αξία που έχουν τα πράγματα του αυτού γένους και της αυτής ποσότητας στον τόπο του προορισμού, ήτοι τον τόπο εκφόρτωσης (Α.Π. 1307/2006, Α.Π. 504/2003, Εφ.Θεσ. 1241/2019, Εφ.Πειρ. 738/2009, Εφ.Πειρ. 76/2006, Εφ.Πειρ. 286/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Νικ. Καμβύση, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, υπ’ άρθρα 139 και 140, σ. 400 έως 402, Αθ. Μαρκάκη, σε Ε.Ν.Δ. 31, 259). Ο ναυλωτής ή άλλος νομιμοποιούμενος επί του φορτίου, έναντι του οποίου ευθύνεται κατ’ άρθρο 135 Κ.Ι.Ν.Δ. ο εκναυλωτής, εκτός από την παραπάνω διαφορά δεν δικαιούται να αξιώσει άλλη ζημία, έστω και αν επικαλείται εξωσυμβατική ευθύνη του εκναυλωτή. Δεν δικαιούται δηλαδή να αξιώσει ούτε το κατά το άρθρο 298 Α.Κ. διαφυγόν κέρδος ούτε άλλη περαιτέρω ζημία, θετική ή αποθετική, προκύπτουσα από τη μη παράδοση ή τη βλάβη του πράγματος ή από τη στέρηση του κέρδους ή της ωφέλειας από τη μη χρησιμοποίησή του (Εφ.Πειρ. 545/2020, ό.α, Εφ.Θεσ. 1241/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 142/2012, Εφ.Πειρ. 835/2010, ό.α, Εφ.Πειρ. 738/2009, ό.α, Εφ.Πειρ. 76/2006, ό.α, Εφ.Πειρ. 286/2004, ό.α, Εφ.Πειρ. 159/1996, Ε.Ν.Δ. 24, 337, Τ. Θεοχαρίδη, Η Αδικοπρακτική Ευθύνη του Θαλάσσιου Μεταφορέα, 2000, σ. 126, 127, Αλ. Κιάντου- Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 3η έκδοση, παρ. 100, σ. 355- 357). Περαιτέρω, κατά την εκτέλεση της σύμβασης είναι δυνατόν να ανακύψει αδικοπραξία των αντισυμβαλλομένων έναντι αλλήλων, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη είναι υπαίτια και παράνομη και χωρίς τη συμβατική σχέση. Υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη, θα ήταν παράνομη. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει συρροή συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει τη σχετική αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο. Ειδικότερα, επί θαλάσσιας μεταφοράς, που διέπεται από τους Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ, περίπτωση κατά την οποία αντιμετωπίζεται συρροή συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα – εκναυλωτή είναι η απώλεια ή βλάβη των μεταφερομένων πραγμάτων. Κατά την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη, η μη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προφύλαξη του φορτίου αποτελεί απλή συμβατική παράλειψη του εκναυλωτή – θαλάσσιου μεταφορέα και των προστηθέντων αυτού προσώπων. Ως εκ τούτου, η συμπεριφορά αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πράξη παράνομη και υπαίτια χωρίς την ύπαρξη σύμβασης ναύλωσης – θαλάσσιας μεταφοράς, μη υφισταμένης συνεπώς αδικοπραξίας (Εφ.Πειρ. 545/2020, ό.α, Εφ.Θεσ. 1241/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 76/2006, ό.α, Εφ.Πειρ. 106/1994, Ε.Ν.Δ. 22, 375, Εφ.Πειρ. 1741/1990, Ε.Ν.Δ. 1991, 159, Ιωαν. Βρέλλου, Η Ευθύνη Προς Αποζημίωση στο ελληνικό και το Διεθνές Ναυτικό Δίκαιο, 4ο  Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου από 6 έως 9 Ιουνίου 2001, σ.σ. 56, 57, Τ. Θεοχαρίδη, ό.α, σ.σ. 128, 129). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 135 Κ.Ι.Ν.Δ, ο εκναυλωτής ευθύνεται για κάθε ζημία του φορτίου που προέρχεται από ελάττωμα του πλοίου  ως  προς  την καταλληλότητα  προς  πλου  ή  προς  διατήρηση του φορτίου, εκτός εάν αγνοούσε το ελάττωμα και δεν μπορούσε να το ανακαλύψει, έστω και καταβάλλοντας την απαιτούμενη επιμέλεια στις συναλλαγές, σε περίπτωση δε που το ελάττωμα δημιουργήθηκε μετά την έναρξη του πλου, εφαρμόζεται και η διάταξη του άρθρου 138. Το θεσπιζόμενο σύστημα της ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα στα προαναφερθέντα άρθρα 134 και 135 Κ.Ι.Ν.Δ, που περιέχουν εν μέρει διαφορετική ρύθμιση σε σχέση με αυτήν της άνω Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, βασίζεται στο τεκμαιρόμενο πταίσμα του οφειλέτη, δηλαδή στη νόθο αντικειμενική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα. Ειδικότερα, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα ως προς την τήρηση της απαιτούμενης επιμέλειας (συνετού εκναυλωτή), κυρίως ως προς τη φόρτωση, τη στοιβασία, τη φύλαξη, την καλή διατήρηση, τη μεταφορά και την εκφόρτωση των μεταφερόμενων πραγμάτων κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της παραλαβής αυτών προς μεταφορά και της παράδοσής τους στον παραλήπτη (Εφ.Θεσ. 1241/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 738/2009, ό.α, Εφ.Πειρ. 76/2006, ό.α, Εφ.Πειρ. 286/2004, ό.α, Νικ. Καμβύση, ό.α, υπ’ άρθρα 134-138, σ.σ. 385-386). Η διαβάθμιση του πταίσματος είναι όμοια με αυτή του αστικού δικαίου στη συμβατική ευθύνη (άρθρο 330 και 334 Α.Κ.), δηλαδή ο μεταφορέας ευθύνεται για δόλο, βαριά και ελαφρά αφηρημένη αμέλεια. Η ελαφρά αφηρημένη αμέλεια έχει την έννοια της μη καταβολής της επιμέλειας του μέσου συνετού μεταφορέα (Εφ.Πειρ. 142/2012, Εφ.Πειρ. 835/2010, Εφ.Πειρ. 738/2009, Εφ.Πειρ. 76/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στο άρθρο 138 Κ.Ι.Ν.Δ. ορίζεται ότι «Ο εκναυλωτής ευθύνεται δια το πταίσμα των υπ’ αυτού προστηθέντων, ιδία του πλοιάρχου και του πληρώματος, ως δι’ ίδιον αυτού πταίσμα. Εάν η ζημία προεκλήθη εκ πράξεως ή παραλείψεως περί την διακυβέρνησιν ή τον χειρισμόν του πλοίου, ο εκναυλωτής ευθύνεται μόνον δι’ ίδιον αυτού πταίσμα. Εις την διακυβέρνησιν ή τον χειρισμόν του πλοίου δεν περιλαμβάνονται μέτρα λαμβανόμενα κυρίως προς το συμφέρον του φορτίου. Εάν η ζημία προήλθεν εκ πυρκαγιάς, ο εκναυλωτής ευθύνεται μόνον δι’ ίδιον αυτού πταίσμα». Με την τελευταία αυτή διάταξη καθιερώνεται το ανεύθυνο του μεταφορέα για ζημιές, μεταξύ άλλων, από πυρκαγιά και μόνον όταν η πυρκαγιά οφείλεται σε δικό του προσωπικό πταίσμα αναβιώνει η ευθύνη του. Πταίσμα του πλοιάρχου, του πληρώματος και γενικά των προσώπων που έχουν προστηθεί από το μεταφορέα δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ευθύνης του για ζημιές από πυρκαγιά, αλλά απαιτείται «ίδιον», δηλαδή προσωπικό, πταίσμα του ή, εφόσον πρόκειται για εταιρία, των προσώπων που την εκπροσωπούν ή ασκούν τη διοίκηση της, αφού η ως άνω διάταξη απαλλάσσει στη συγκεκριμένη περίπτωση το μεταφορέα από την ευθύνη για το πταίσμα των προστηθέντων του. Για το λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι με τη διάταξη αυτή, εισάγεται μαχητό τεκμήριο υπέρ του μεταφορέα για την έλλειψη ευθύνης του για ζημιές από πυρκαγιά, το οποίο μπορεί να ανατραπεί με την απόδειξη προσωπικού πταίσματος αυτού και συνεπώς ο μεταφορέας, για να απαλλαγεί από την ευθύνη, αρκεί να αποδείξει ότι η ζημία οφείλεται σε πυρκαγιά, ενώ ο αντίδικός του που ζημιώθηκε μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό αποδεικνύοντας ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από προσωπικό πταίσμα του μεταφορέα (Εφ.Πειρ. 545/2020, ό.α, Εφ.Πατρ. 55/2018, ό.α, Εφ.Πειρ. 142/2012, ό.α, Εφ.Πειρ. 835/2010, ό.α, Εφ.Πειρ. 543/2010, Εφ.Πειρ. 830/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Νικ. Καμβύση, ό.α, υπ’ άρθρα 134-148, σ. 399, Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 2003, παρ. 108, σ. 390-391). Η αρχή δε της συσταλτικής ερμηνείας των εξαιρετικών διατάξεων, όπως είναι και η παραπάνω του άρθρου 138 εδάφ. δ’ Κ.Ι.Ν.Δ, επιβάλει να ισχύει το ανεύθυνο του μεταφορέα για ζημία που προκλήθηκε από πυρκαγιά μόνο στην περίπτωση που η ζημία αποδίδεται αποκλειστικά στην ύπαρξη «ναυτικού πταίσματος» του πλοιάρχου ή του πληρώματος και ο μεταφορέας δεν εμπλέκεται προσωπικά ούτε ως ένα ελάχιστο βαθμό (Δ. Καμβύση, ό.α, υπ’ άρθρο 139, σ.σ. 398, 399), ενώ ακόμη και εάν αποδειχθεί ότι συντρέχει πράγματι «ναυτικό πταίσμα» των προστηθέντων του μεταφορέα, δεν αποκλείεται να αναβιώσει η ευθύνη του, ιδίως στις περιπτώσεις που ο ίδιος ενέκρινε τις πράξεις ή παραλείψεις που σχετίζονταν με τη «διακυβέρνηση» ή τον «χειρισμό» του πλοίου ή που επωφελήθηκε αυτών [Γεωργία Μαρία Τσαϊνη, Η οριοθέτηση του ναυτικού πταίσματος, 2019, https://pergamos.lib.uoa.gr, Γ. Βιτάλη, Βασικαί αρχαί της ευθύνης του εκναυλωτού εν τη μεταφορά πραγμάτων, Ε.Εμπ.Δ. ΚΑ’, 1970, σ. 198, π.ρ.β.λ. και Wilson, Carriage of Goods by Sea, 1998, p. 254, Chorley &. Giles, Shipping Law, 8th edition, p. 322, 388, “The Arzew” (1981) I Lloyds Rep. 142, “The Wagon Mound” (no 1) Overseas Tankship (UK) Ltd v Morts Dock and Engineering Co Ltd (1961) AC 388].

ΙΙ.      Η διεθνής μεταφορά επιβατών διέπεται στην Ελλάδα από τη Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974 «σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους», όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της 19ης Νοεμβρίου 1976 και το Πρωτόκολλο της 1ης Νοεμβρίου 2002, που κυρώθηκαν με τους Ν. 1922/1991 (Φ.Ε.Κ. Α’ 15/15-2.1991) και 4195/2013 (Φ.Ε.Κ. Α’ 211/10-10-2013) αντίστοιχα, καθώς και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», ο οποίος, με βάση το άρθρο 2, ισχύει από την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι από την 29-5-2009, η δε εφαρμογή του αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Σύμβασης των Αθηνών, όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι όμως αργότερα από την 31-12-2012. Ειδικότερα, ο παραπάνω Κανονισμός θεσπίζει – μεταξύ άλλων – το ενωσιακό καθεστώς σχετικά με την ευθύνη και την ασφάλιση για τις θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, όπως ορίζουν οι συναφείς διατάξεις: α) της Σύμβασης των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 2002 και β) των επιφυλάξεων και των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, που υιοθέτησε η νομική επιτροπή του ΙΜΟ στις 19 Οκτωβρίου 2006 (άρθρο 1 παρ. 1). Ο Κανονισμός [και η με αυτόν διαμορφούμενη Σύμβαση των Αθηνών (εφεξής «Σύμβαση των Αθηνών 2002»)] εφαρμόζεται – μεταξύ άλλων – σε οποιαδήποτε διεθνή μεταφορά, κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 9 της άνω Σύμβασης, δηλαδή σε κάθε μεταφορά, της οποίας, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού βρίσκονται σε δύο διαφορετικά κράτη ή σε ένα μόνο κράτος εάν, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς ή το προγραμματισμένο δρομολόγιο, υπάρχει ενδιάμεσο λιμάνι προσέγγισης σε άλλο κράτος, εφόσον: α) το πλοίο φέρει σημαία κράτους μέλους ή είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος ή β) η σύμβαση μεταφοράς έχει συναφθεί σε κράτος μέλος ή γ) ο τόπος αναχώρησης ή προορισμού, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς βρίσκεται σε κράτος μέλος. Κατά ρητή πρόβλεψη του Κανονισμού, το καθεστώς ευθύνης ως προς τους επιβάτες, τις αποσκευές τους και τα οχήματά τους διέπεται από τον Κανονισμό, καθώς και από τα άρθρα 1 και 1α, 2 παράγραφος 2, 3 έως 16, 18, 20 και 21 της Σύμβασης που παρατίθενται στο παράρτημα Ι και τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ που παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙ (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 5α του Κανονισμού (Παράρτημα Ι), κατ’ εξαίρεση δεν αποτελούν αποσκευές και κατά συνέπεια δεν καλύπτονται από τη «Σύμβαση των Αθηνών 2002», τα αντικείμενα και οχήματα που μεταφέρονται από το μεταφορέα βάσει ναυλοσυμφώνου, φορτωτικής ή άλλης σύμβασης που αφορά πρωταρχικά τη μεταφορά αγαθών. Και

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43, 44, 48 Εμπ.Ν. (όπως ίσχυαν πριν το Ν.4072/2012), σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 2 Π.Δ. 99/1977, προκύπτει ότι η εμπορική συνεργασία δύο ή περισσοτέρων προσώπων (αποκαλούμενη στις συναλλαγές «Κοινοπραξία»), χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας που τάσσει ο νόμος, θα είναι είτε ομόρρυθμος εταιρεία «εν τοις πράγμασι» είτε αφανής εταιρεία (Α.Π. 1366/1992, ΕλλΔνη 35, 1334, Εφ.Δωδ. 125/2012, Εφ.Θεσ. 2186/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 3486/2002, ΕλλΔνη 2003, 221, Εφ.Αθ. 6785/1987, ΕλλΔνη 1988, 357, Κ. Παμπούκη, «Νομική φύσις της κοινοπραξίας και σχέσις αυτής προς τα μέλη της, σε Αρμ. 1976, 368 επ, Αθ. Λιακόπουλο, «Ζητήματα Εμπορικού Δικαίου», Ι, σ. 383 επ, Λεβαvτή, «Προσωπικαί Εταιρίαι» (1977), σ. 135, 136, Γ. Μητσόπουλο, ΔΙΚΗ (1992), 9 επ.). Τον εταιρικό τύπο της ομόρρυθμης εταιρίας θα έχει η «κοινοπραξία», αν εκείνος που ενεργεί ως διαχειριστής της συμβάλλεται με τους τρίτους επ’ ονόματι και για λογαριασμό όλων των εταίρων (Εφ.Δωδ. 153/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Λεβαντή σε Νο.Β. 33, 1092), ενώ της αφανούς αν συμβάλλεται με το δικό του όνομα και η εταιρία παραμένει αφανής απέναντι στους τρίτους (Εφ.Πειρ. 12/2005, Πειρ.Νομ. 2005, 32, Εφ.Αθ. 6785/1987, ό.α.). Αν λοιπόν η κοινοπραξία έχει χαρακτήρα ομόρρυθμης εταιρίας «εν τοις πράγμασι», τότε, εφόσον εμφανίστηκε στο κοινό και ανέλαβε υποχρεώσεις με το διαχειριστή της, αποκτά και νομική προσωπικότητα, με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός αυτό (Εφ.Αθ. 2229/2008, Δ.Ε.Ε. 2008, 1377, Εφ.Πειρ. 549/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1027, Λεβαντή, σε Νο.Β. 33, 1094). Συνεπώς, εφαρμόζεται το δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρίας σε όλη του την έκταση (Α.Π. 36/2011, ΕλλΔνη 2011, 1389, Ολ.Α.Π. 22/1998, Εφ.Δωδ. 125/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως με τον Ν. 4072/2012 ρυθμίστηκε η κοινοπραξία ως μορφή εταιρίας και ειδικότερα η παρ. 1 του άρθρου 293 ορίζει «Η κοινοπραξία είναι εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα. Εφόσον καταχωρισθεί στο Γ.Ε.ΜΗ. ή εμφανίζεται προς τα έξω, αποκτά, ως ένωση προσώπων, ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα» και ακόμα η παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίζει: «Εφόσον η κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο Γ.Ε.ΜΗ. και εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρία.» Από τις διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 293 Ν. 4072/2012 συνάγεται ότι για την ευθύνη των μελών της κοινοπραξίας που ασκεί εμπορική δραστηριότητα και της οποίας τα μέλη μπορεί να είναι είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που διέπουν την ευθύνη των μελών της ομόρρυθμης εταιρίας (Εφ.Πειρ. 638/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Ναυπλ. 222/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, τα μέλη μίας τέτοιας κοινοπραξίας ευθύνονται αλληλεγγύως, απεριόριστα και εις ολόκληρο, σύμφωνα και με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 249 Ν. 4072/2012 που ορίζει: «Ομόρρυθμη είναι η εταιρία με νομική προσωπικότητα που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για τα χρέη της οποίας ευθύνονται παράλληλα όλοι οι εταίροι απεριόριστα και εις ολόκληρον». Εξάλλου, το άρθρο 22 του ΕμπΝ, που καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 294 παρ. 2 του Ν. 4072/2012, όριζε ότι «οι ομόρρυθμοι συνεταίροι, οι αναφερόμενοι εις το καταστατικόν της εταιρείας έγγραφον, υπόκεινται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εις όλας τας υποχρεώσεις της εταιρείας, αν και υπογεγραμμένας παρ’ ενός μόνο των συνεταίρων, υπό την εταιρικήν όμως επωνυμίαν». Τέλος, η παρ. 1 του άρθρου 294 του Ν. 4072/2012 ορίζει ότι: «Ο παρών νόμος εφαρμόζεται και στις εταιρείες οι οποίες κατά την έναρξη της ισχύος του δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση». Και            IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα για συγκεκριμένη έννομη σχέση, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (Α.Π. 55/2020, Α.Π.. 154/2019, Α.Π. 75/2018, Α.Π. 401/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της (Α.Π. 92/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 455/2017, Α.Π. 208/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1617/2011, Νο.Β. 2012, 890). Η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της υπό κρίση έννομης σχέσης, όπως αυτή, ως προς το αντικείμενο και τους φορείς της, καθορίζεται από τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που καλείται σε εφαρμογή (Ολ.Α.Π. 18/2005, ΕλλΔνη 2005, 706). Για το λόγο αυτό τα γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η (κατά κανόνα η συνήθης) νομιμοποίηση ταυτίζονται με τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και της ιστορικής βάσης της αγωγής (Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σ. 68). Επομένως, νομιμοποιείται καταρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ως δικαιούχος ή υπόχρεος αντίστοιχα (Α.Π. 82/2016, Εφ.Πειρ. 624/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στο στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της αγωγής η κατά κανόνα νομιμοποίηση έχει χαρακτήρα τυπικό (Λ. Κιτσαράς, Η πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων, 2007, σ. 22) ή υποθετικό (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, παρ. 38, σ. 912, σημ. 1087), υπό την έννοια ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης αρκεί για τη νομιμοποίηση αμφοτέρων (Α.Π. 380/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), χωρίς να ασκεί καταρχήν επιρροή η αλήθεια ή η αναλήθεια αυτού, έστω δηλαδή και αν το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα δεν υφίσταται στην πραγματικότητα ή είναι ξένο ως προς τους διαδίκους. Η επίκληση περιστατικών θεμελιωτικών της νομιμοποίησης καθιστά δυνατή την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς (Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σ. 24), ενώ η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, χωρίς περαιτέρω έρευνα από το δικαστήριο. Η απόρριψη γίνεται τότε για λόγους τυπικούς και αποτελεί την κύρωση του απαραδέκτου που προκαλείται όταν, υπό τα επικαλούμενα, κάποιος από τους διαδίκους (ή και αμφότεροι) δεν έχει εξουσία διεξαγωγής της δίκης, επειδή δεν μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση, δεν είναι δηλαδή φορέας του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος ή της αντίστοιχης υποχρέωσης (Α.Π. 1736/2017, Εφ.Θεσ. 1221/2017, Εφ.Πειρ. 224/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πατρ. 112/2006, Επισκ.Ε.Δ. 2006, 520, Εφ.Πειρ. 455/2005, Πειρ.Ν. 2005, 361, ΕφΑθ. 5685/1999, ΕλλΔνη 2000, 528). Εξάλλου, αν τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει ο ενάγων ως θεμελιωτικά του δικαιώματος που ισχυρίζεται ότι έχει δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, η αγωγή απορρίπτεται ως νομικά αβάσιμη (Α.Π. 1595/2014, Ε.Εμπ.Δ. 2015, 101, Μ. Σταθόπουλος – Κ. Μπέης, Συρροή έλλειψης νομιμοποίησης και νομικώς αβασίμου της αγωγής, γνμδ. σε Δ. 1994, 278 επομ.), ενώ, αν τα πραγματικά περιστατικά των οποίων έγινε επίκληση προς θεμελίωση της νομιμοποίησης επάγονται μεν ως έννομη συνέπεια την κτήση του επίδικου δικαιώματος και τη γέννηση της αντίστοιχης υποχρέωσης αλλά παραμείνουν αναπόδεικτα κατά το στάδιο της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, αυτή απορρίπτεται κατ’ ουσία (Α.Π. 199/2017, Α.Π. 455/2017, Α.Π. 1157/2015, Α.Π. 60/2010, Εφ.Πειρ. 19/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Δεληκωστόπουλος, Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης, 2009, παρ. 12, αριθ. 30, σ. 397) λόγω ανυπαρξίας του δικαιώματος (Α.Π. 40/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Λ. Σινανιώτης, Η νομιμοποίησις των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη, 1965, σ. 66 επομ.). Προϋποτίθεται βέβαια ότι τα στοιχεία της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης έχουν εκτεθεί στο αγωγικό δικόγραφο με πληρότητα, ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι στην αντίθετη περίπτωση, αν οι ελλείψεις δεν συμπληρωθούν παραδεκτώς κατ’ άρθρα 224 και 227 Κ.Πολ.Δ, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (Α.Π. 1278/2017, Α.Π. 77/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 632/2014, Δ.Ε.Ε. 2014/1066, Α.Π. 117/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 879/2004, Δ. 2005, 465). Η αμφισβήτηση της νομιμοποίησης από τον εναγόμενο συνιστά άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής (Α.Π. 75/2018, Α.Π. 569/2017, Α.Π. 1311/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), το βάρος απόδειξης της οποίας φέρει ο ενάγων (Α.Π. 736/2019, Α.Π. 1718/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όταν, βέβαια, το προβαλλόμενο ελάττωμα της νομιμοποίησης σχετίζεται με τη διάγνωση του επιδίκου ουσιαστικού δικαιώματος, γιατί σε κάθε άλλη περίπτωση (όπως λ.χ. συμβαίνει όταν ο εναγόμενος, χωρίς να αρνείται τη γένεσή του, υποστηρίζει ότι ο ίδιος δεν είναι ο φορέας της εξ αυτού υποχρέωσης) ο σχετικός ισχυρισμός του συγκροτεί το περιεχόμενο ένστασης περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης (Εφ.Πειρ. 19/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Στ. Κουταλιανός, σε Π. Κολοτούρου, Ενστάσεις κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2011, [8], αρ. 4, σελ. 259).            Οι ενάγοντες, με τον πρώτο λόγο της Α έφεσής τους, όπως το περιεχόμενό του εκτιμάται από το Δικαστήριο, παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων κρίνοντας ότι είναι εφαρμοστέα επί της αγωγής τους η άνω Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών 2002, ισχυριζόμενοι ειδικότερα ότι οι επίδικες συμβάσεις διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς οχημάτων αφορούν πρωτίστως μεταφορές επαγγελματικών φορτηγών οχημάτων – συρμών μετά των φορτίων τους, οι οποίες συμφωνήθηκαν μεταξύ της πρώτης εναγομένης και των ιδίων ως ιδιοκτητών των άνω φορτηγών οχημάτων, προκειμένου τα τελευταία να ταξιδέψουν αυτόνομα δυνάμει συμβάσεων μεταφοράς πραγμάτων, όπως αποδεικνύεται από τις εκδοθείσες σχετικά από την πρώτη εναγόμενη αποδείξεις μεταφοράς οχημάτων και όχι στα πλαίσια συμβάσεων μεταφοράς επιβατών και ως αποσκευές τους κατά την έννοια της άνω Διεθνούς Σύμβασης ως έχει ενσωματωθεί στον Κανονισμό ΕΚ 392/2009 (Παράρτημα Ι). Ο άνω λόγος έφεσης, με βάση τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ άνω νομική σκέψη και τις παραδεκτά επισκοπούμενες στο στάδιο αυτό αποδείξεις μεταφοράς των άνω οχημάτων, κρίνεται βάσιμος κατ’ ουσία, ενόψει του ότι η άνω Διεθνής Σύμβαση ρυθμίζει την ευθύνη του μεταφορέα για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη ή της  απώλειας ή ζημίας των αποσκευών του (Α.Π. 376/2008, Α.Π. 1326/2008, Εφ.Πειρ. 738/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), εν προκειμένω δε τα φορτηγά οχήματα των εναγόντων (ελκυστήρες και ρυμουλκούμενα επικαθήμενα ψυγεία) εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 1 παρ. 5α’ της άνω Διεθνούς Σύμβασης [Κανονισμός ΕΚ 392/2009 (Παράρτημα Ι)], κατά το οποίο δεν αποτελούν αποσκευές (και κατά συνέπεια δεν καλύπτονται από την άνω Σύμβαση) τα πράγματα ή τα οχήματα που μεταφέρονται με σύμβαση ναύλωσης που αποδεικνύεται με ναυλοσύμφωνο ή σύμβαση μεταφοράς που αποδεικνύεται με φορτωτική ή άλλη σύμβαση που αφορά κατά κύριο λόγο τη μεταφορά πραγμάτων. Πιο συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις εκδοθείσες από την πρώτη εναγόμενη αποδείξεις μεταφοράς των επίδικων οχημάτων (transportation contracts for vehicles) οι οποίες περιγράφονται ειδικότερα στη συνέχεια, καταρτίστηκαν συμβάσεις που αφορούσαν πρωταρχικά τη μεταφορά των άνω επαγγελματικών φορτηγών οχημάτων των εναγόντων, καθώς ουδόλως αναγράφονται στις αποδείξεις αυτές τα στοιχεία των οδηγών (συνοδών) των οχημάτων, παρά μόνο τα στοιχεία των οχημάτων και των φορτίων τους, ο απαιτούμενος για τη μεταφορά τους ναύλος (στοιχείο ενδεικτικό του αυτοτελούς χαρακτήρα της συγκεκριμένης παροχής του μεταφορέα), καθώς και τα στοιχεία του φορτωτή (shipper), ήτοι των εναγόντων και συνακόλουθα δεν δύναται να θεωρηθούν τα οχήματα αυτά ως παρακολούθημα (παρεπόμενο) επιβατών προοριζόμενο για προσωπική τους χρήση. Τούτο άλλωστε καταδεικνύει και το γεγονός ότι οι ενάγοντες δεν εμφανίζονται ως επιβάτες του άνω πλοίου (πλην των τρίτου και πέμπτου, οι οποίοι φέρονται ως οδηγοί που συνόδευαν μεταφερόμενα φορτηγά οχήματα – συρμούς που τους ανήκαν), καθώς και το γενικότερο πνεύμα της άνω Διεθνούς Σύμβασης για το όριο ευθύνης για απώλεια ή ζημία αποσκευών και οχημάτων, η οποία, για τον περιορισμό του ποσού αποζημίωσης κάθε οχήματος στα 12.700 ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα, ήτοι περίπου στα 15.000,00 ευρώ με βάση την ισχύουσα ισοτιμία αγοραίας αξίας ειδικού τραβηκτικού δικαιώματος –  ευρώ, φαίνεται ότι λαμβάνει υπόψη τη μέση αξία ενός καινούργιου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου και όχι ενός καινούργιου Δ.Χ.Φ. οχήματος – συρμού, αποτελούμενου από ελκυστήρα και ρυμουλκούμενο επικαθήμενο όχημα – ψυγείο, του οποίου η μέση αξία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι πολλαπλάσια. Εξάλλου, ενόψει του ότι, κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, η καταστροφή των μεταφερόμενων φορτηγών οχημάτων τους έλαβε χώρα από υπαιτιότητα μεταφορέα και των προστηθέντων του, δηλαδή της πρώτης εναγομένης, χωρίς για τα οχήματα αυτά να έχει εκδοθεί από την τελευταία φορτωτική ή άλλο παρόμοιο έγγραφο κατά την έννοια που προεκτέθηκε, στην προκείμενη υπόθεση, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις των άρθρων 107 επ. Κ.Ι.Ν.Δ. περί ναύλωσης και όχι οι κανόνες της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη. Μάλιστα επί της αγωγής έχουν εφαρμογή και οι διατάξεις περί αδικοπραξιών του αστικού κώδικα, διότι η επικαλούμενη υπαίτια συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης εμφανίζει αυτοτέλεια σε σχέση με τις υποχρεώσεις της ως θαλάσσιου μεταφορέα και η επελθούσα κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων ζημία τους δεν συνιστά το αποτέλεσμα της παράβασης μόνο των συμβατικών της υποχρεώσεων, αλλά και άλλων παράνομων και υπαίτιων πράξεων και παραλείψεων των εναγομένων (ανεξάρτητα πάντως από το ότι και η επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά τους αποκλείει την πλήρη αποζημίωση των εναγόντων για τις ζημίες τους από την καταστροφή των οχημάτων τους με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η αγωγή αφορά μεταφορά επιβατών και αποσκευών τους και ότι εφαρμοστέα επ’ αυτής (αγωγής) είναι η Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών 2002 και όχι ο Κ.Ι.Ν.Δ. και ο Α.Κ, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 5α’ της άνω Διεθνούς Σύμβασης και εσφαλμένα εκτίμησε και τις αποδείξεις και συγκεκριμένα τις παρακάτω περιγραφόμενες αποδείξεις μεταφοράς οχημάτων που εξέδωσε η πρώτη εναγόμενη για τη μεταφορά των φορτηγών οχημάτων των εναγόντων, κατά το βάσιμο πρώτο λόγο της άνω έφεσης των τελευταίων. Περαιτέρω, ενόψει του ότι στην προκείμενη διαφορά από θαλάσσια μεταφορά οχημάτων δεν είναι εφαρμοστέα η άνω Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών, προβάλλεται αλυσιτελώς, καθώς στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ο πρώτος λόγος της Β έφεσης της πρώτης εναγομένης, κατά το σκέλος του με το οποίο αυτή παραπονείται ότι η εκκαλουμένη έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της άνω Διεθνούς Σύμβασης [άρθρων 1 (παρ. 1-2, 5, 7, 8γ’), 3 (παρ. 1, 4-8) και 4 (παρ. 1 και 2) αυτής] και συναφώς και των δικονομικών διατάξεων των άρθρων 68, 73 και 216 παρ. 1α’ Κ.Πολ.Δ. και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων μεταφοράς των επίδικων οχημάτων, κρίνοντας ότι συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 3 παρ. 1, 4 παρ. 1, 8 παρ. 2 της Σύμβασης αυτής για νόθο αντικειμενική ευθύνη της (πρώτης εναγομένης) ως συμβατικής μεταφορέα επιβατών για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστησαν οι ενάγοντες από την καταστροφή των οχημάτων τους. Επίσης, κατά το έτερο σκέλος του, με το οποίο η πρώτη εναγόμενη παραπονείται για τη μη διατύπωση με την αγωγή συγκεκριμένων και τεκμηριωμένων ισχυρισμών των εναγόντων ότι η έναρξη της πυρκαγιάς και η μη έγκαιρη κατάσβεσή της υπήρξε αποτέλεσμα πράξεων και παραλείψεων αυτής και των προστηθέντων της ως συμβατικής μεταφορέα, ο ανωτέρω (πρώτος) λόγος της έφεσής της είναι αβάσιμος κατ’ ουσία, αφού από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι αναφέρονται σ’ αυτό επαρκή περιστατικά για να θεμελιώσουν τέτοια ευθύνη της [καθώς αναφέρεται ρητά, μεταξύ άλλων: α) ότι εν γνώσει της φορτώθηκαν στο πλοίο περισσότερα φορτηγά οχήματα απ’ όσα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν από την ηλεκτρολογική του εγκατάσταση, ότι αυτή δεν έκανε οποιαδήποτε ενέργεια προκειμένου να εφοδιάσει το πλοίο με ποσοτικά επαρκή και ποιοτικά κατάλληλα μέσα που να πληρούν τις νόμιμες προδιαγραφές ασφαλείας ώστε κάθε φορτηγό όχημα και ψυκτικό μηχάνημα να συνδέεται ασφαλώς και επαρκώς απευθείας στην κεντρική παροχή ηλεκτροδότησης του πλοίου και να μη χρειάζεται για τη λειτουργία του να τίθεται σε λειτουργία ο ειδικός κινητήρας εκάστου φορτηγού οχήματος και να ηλεκτροδοτείται έτσι παρανόμως αυτοδύναμα το σύστημα ψύξης κατά τον πλου, γεγονός που προφανώς προκάλεσε υπερθέρμανση των εν λόγω κινητήρων όσο και της ηλεκτρολογικής εγκατάστασης του πλοίου (που λειτουργούσε στο μέγιστο όριο) και προφανώς από τις ανωτέρω υπερθερμάνσεις (μηχανής, κυκλώματος και γειτνιαζόντων περιοχών) προκλήθηκε εστία φωτιάς η οποία έγινε αντιληπτή για πρώτη φορά στη γέφυρα 4 του γκαράζ (σ. 5), β) ότι το προσωπικό της δεν απέκλεισε την είσοδο και παραμονή στα γκαράζ του πλοίου ανθρώπων μη σχετιζόμενων με το πλοίο, ενώ αυτό απαγορεύεται (σ. 7-8), γ) ότι δεν είχε φροντίσει να λειτουργεί ο συναγερμός και να είναι εκπαιδευμένο, επαρκές και έτοιμο το πλήρωμα για να αντιμετωπίσει μια διαδικασία πυρόσβεσης, ενώ διακήρυττε στις διαφημιστικές προβολές του πλοίου ότι αυτό παρείχε όλα τα εχέγγυα ασφάλειας και αξιοπλοΐας, ότι ήταν εξοπλισμένο με τα τελειότερα και πλέον σύγχρονα μηχανήματα πλοήγησης και ασφάλειας, όπως επίσης πυροσβεστικών και σωστικών μέσων και ότι το πλήρωμά του ήταν ειδικά εκπαιδευμένο και εξειδικευμένο στην αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων, κάτι που ουδόλως συνέβαινε (σ.12, 16) και δ) ότι δεν είχε μεριμνήσει για να εφαρμοστεί κάποιο σύστημα υποστήριξης αποφάσεων πλοιάρχου (σ. 15)].             Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους – ο οποίος είναι αλληλένδετος εν πολλοίς με τον πρώτο λόγο αυτής, καθώς έχουν ως κοινή βάση ως επί τω πλείστον ότι δεν είναι εφαρμοστέα εν προκειμένω η άνω Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών 2002 – οι ενάγοντες παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απορρίπτοντας την αγωγή τους Α) ως προς τη δεύτερη εναγόμενη ως αόριστη [με την αιτιολογία ότι η ενάγουσα α) δεν προσδιορίζει αν η δεύτερη εναγόμενη, η οποία εμφανίζεται ως υποναυλώτρια, τυγχάνει πραγματικός μεταφορέας κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β’ της άνω εφαρμοζόμενης Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών, β) δεν αναφέρει άλλα περιστατικά, τα οποία είναι ουσιώδη για το ορισμένο της παθητικής νομιμοποίησης της δεύτερης εναγομένης, όπως εάν η ανωτέρω εναγόμενη τυγχάνει ναυλώτρια «γυμνού» πλοίου ή χρονοναυλώτρια δυνάμει εφοπλιστικής χρονοναύλωσης (ώστε να δύναται να θεωρηθεί αυτή ως πραγματική μεταφορέας κατά την άνω έννοια της εφαρμοζόμενης Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών) και γ) δεν εκθέτει κανένα στοιχείο, από το οποίο να μπορεί να συναχθεί η εις ολόκληρο ευθύνη της δεύτερης εναγομένης με την πρώτη εναγόμενη λόγω της συμμετοχής της ως μέλους της κοινοπραξίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 293 του Ν. 2072/2012] και Β) ως προς την τρίτη εναγόμενη ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής της νομιμοποίησης [με την αιτιολογία ότι α) υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά η τρίτη εναγόμενη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμβατικός ή πραγματικός μεταφορέας κατά την άνω έννοια της εφαρμοζόμενης Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών, λαμβανομένου υπόψη ότι είτε πρόκειται για συμβατική είτε για εξωσυμβατική ευθύνη, οι σχέσεις του επιβάτη διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς και του μεταφορέα ρυθμίζονται από τους διεθνείς κανόνες που περιλαμβάνονται στην άνω Διεθνή Σύμβαση και β) δεν εκτίθεται κανένα στοιχείο, από το οποίο μπορεί να συναχθεί η εις ολόκληρο ευθύνη της τρίτης εναγομένης με την πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία], ισχυριζόμενοι ότι επί της αγωγής τους δεν εφαρμόζεται η άνω Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών,  ότι η αγωγή τους περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία κατά τον Κ.Ι.Ν.Δ, τον Α.Κ και το Ν. 4072/2012 για την παθητική νομιμοποίηση των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων και για την εις ολόκληρον ευθύνη τους με την πρώτη εναγόμενη και ότι κρίνοντας τα αντίθετα η εκκαλουμένη παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 5α’ της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών 2002, 293 παρ. 1, 3, 4 και 249 παρ. 1 Ν. 4072/2012 και 216 Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι ρητά αναφέρουν στην αγωγή τους ότι η ευθύνη των δεύτερης και τρίτης των εναγομένων έγκειται στο γεγονός ότι αμφότερες αποτελούν μέλη της πρώτης εναγομένης κοινοπραξίας (η οποία είναι η αντισυμβαλλομένη τους θαλάσσια μεταφορέας, ευθυνόμενη από τις συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς των οχημάτων τους και από αδικοπραξία για τους αναφερόμενους λόγους) και άρα οι ανωτέρω εναγόμενες ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με την πρώτη εναγόμενη, καθώς η τελευταία είναι αδημοσίευτη κοινοπραξία, χωρίς καταστατικό και εμφανώς διεξάγει εμπορικές πράξεις ως μεταφορέας, με συνέπεια να εφαρμόζονται γι’ αυτήν οι διατάξεις για την αδημοσίευτη εν τοις πράγμασιν ομόρρυθμη εταιρία, στην οποία ισχύει η ευθύνη των ομορρύθμων εταίρων, δηλαδή η εις ολόκληρον, απεριόριστη, προσωπική και ευθεία ευθύνη, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 293 και 249 Ν. 4072/2012. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι βάσιμος κατ’ ουσία διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στα πλαίσια εκτίμησης του πρώτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, εφαρμοστέα επί της αγωγής δεν είναι η Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών 2002, όπως έκρινε η εκκαλουμένη, αλλά ο Κ.Ι.Ν.Δ, ο Α.Κ. και ο Ν. 4072/2012 και εν προκειμένω, από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι ρητά αναφέρεται σ’ αυτό η ιδιότητα της πρώτης εναγομένης ως αδημοσίευτης κοινοπραξίας με μέλη τη δεύτερη και την τρίτη των εναγομένων (σελ. 81, στιχ. 8-10), καθώς και ότι υπό την ανωτέρω ιδιότητά της η πρώτη εναγόμενη εμφανώς διεξάγει εμπορικές πράξεις ως μεταφορέας (σελ. 80, στιχ. 21-24), στοιχεία ικανά για τη θεμελίωση εις ολόκληρον με αυτή (λογιζόμενη ως εν τοις πράγμασιν ομόρρυθμη εταιρία) ευθύνη των μελών της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων έναντι των εναγόντων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 293 παρ. 1, 3, 4 και 249 παρ. 1 Ν. 4072/2012, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 7, 27, 28, 41 του π.δ. 177/2000 «Κανονισμός καταλληλότητας οχηματαγωγών πλοίων και συμπληρωματικές διατάξεις για την εφαρμογή της Οδηγίας 98/18/ΕΚ – Πρόσθετα και ισοδύναμα μέτρα και εξαιρέσεις Ε/Γ που εμπίπτουν στο πεδίο της οδηγίας 98/18/ΕΚ», 297, 481, 919, 922 Α.Κ. Πέραν τούτων, όπως εκτέθηκε στην ανωτέρω υπό στοιχείο ΙV νομική σκέψη, για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο ίδιος και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και συνεπώς, η από μέρους των εναγομένων αμφισβήτηση των επικαλουμένων για την τυπική θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού πραγματικών περιστατικών συνιστά όχι ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής, εν προκειμένω δε, ενόψει του ότι δεν αμφισβητείται από τις εναγόμενες η ιδιότητα με βάση την οποία ενάγονται (και δη της πρώτης εξ αυτών ως συμβατικής μεταφορέως / αδημοσίευτης κοινοπραξίας που διεξάγει εμφανώς εμπορικές πράξεις και των λοιπών εναγομένων ως μελών της πρώτης εξ αυτών), ο σχετικός με την εκ μέρους τους αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών που επικαλούνται οι ενάγοντες για την παθητική νομιμοποίηση της αγωγής τους ισχυρισμός πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσία (Α.Π. 619/2020, Α.Π. 75/2018, Α.Π. 60/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αγωγή ως αόριστη ως προς τη δεύτερη εναγόμενη και ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης ως προς την τρίτη εναγόμενη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δη τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 5α’ της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών 2002, 293 παρ. 1, 3, 4 και 249 παρ. 1 Ν. 4072/2012 και 216 Κ.Πολ.Δ, κατά το βάσιμο σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσης των εναγόντων. Μετά τις ανωτέρω παραδοχές πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι κατ’ ουσία οι άνω λόγοι έφεσης των εναγόντων, περαιτέρω δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη με αριθμό 920/2019 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως προς όλα τα κεφάλαιά της και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, για την ενότητα της εκτέλεσης, ώστε η απόφαση να έχει ενιαίο διατακτικό (Α.Π. 192/1998, ΕλλΔνη 1998, 825, Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Δωδ. 309/2019, Εφ.Πατρ. 279/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, αριθ. 1406, σ. 357) και ακολούθως να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία από το Δικαστήριο τούτο προς εκδίκαση κατ’ ουσία (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Σημειώνεται ότι, μετά την παραδοχή των άνω λόγων έφεσης, που οδηγούν στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης και σε νέο υπολογισμό των δικαστικών εξόδων από το Δικαστήριο τούτο, παρέλκει η έρευνα του όγδοου λόγου έφεσης των εναγόντων και του τέταρτου λόγου έφεσης της πρώτης εναγομένης που αναφέρονται στη δικαστική δαπάνη (Εφ.Πειρ. 529/2020, Εφ.Πειρ. 656/2020, www.efeteio-peir.gr, Β. Βαθρακοκοίλη, ό.α, αριθ. 2412, 2419, σ.σ. 604, 606).             Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα  με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά του τα οποία τηρήθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και προσκομίζονται με επίκληση σε επίσημο αντίγραφο, απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια [συμπεριλαμβανομένων των υπ’ αριθ. …./12-2-2018 και ……./12-2-2018 ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων απόδειξης ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. και της υπ’ αριθ. …./12-2-2018 ένορκης βεβαίωσης μάρτυρος απόδειξης ενώπιον του συμβολαιογράφου Λευκάδας ….. ….., οι οποίες συντάχθηκαν με την επιμέλεια των εναγόντων, ύστερα από εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 422 Κ.Πολ.Δ.  (βλ. σχετ.  τις υπ’ αριθ. ……’/7-2-2018 και …….’/7-2-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …….. και την υπ’ αριθ. ……./7-2-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Κρήτης ………….)], από τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, οι οποίες συνάγονται από το σύνολο των ισχυρισμών τους (άρθρο 261 Κ.Πολ.Δ.) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ), αποδείχθηκαν πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος ενάγων είναι αποκλειστικός κύριος α) του πετρελαιοκίνητου με στοιχεία κυκλοφορίας ……… ελκυστήρα δημοσίας χρήσεως, μάρκας SCANIA 580 και του συνδεδεμένου κατά τον επίδικο χρόνο και νόμιμα συρόμενου από το ρυμουλκό αυτό με στοιχεία κυκλοφορίας … …. επικαθήμενου οχήματος δημοσίας χρήσεως (ρυμουλκούμενου – επικαθήμενου – ψυγείου), μάρκας SCHMITZ GOTHA FAHRZEU 6331 και β) του πετρελαιοκίνητου με στοιχεία κυκλοφορίας ………. ελκυστήρα δημοσίας χρήσεως, μάρκας SCANIA 580 και του συνδεδεμένου κατά τον επίδικο χρόνο και νόμιμα συρόμενου από το ρυμουλκό αυτό με στοιχεία κυκλοφορίας ……… επικαθήμενου οχήματος δημοσίας χρήσεως (ρυμουλκούμενου – επικαθήμενου – ψυγείου), μάρκας CASADELI. Η δεύτερη ενάγουσα είναι αποκλειστική κυρία α) του πετρελαιοκίνητου με στοιχεία κυκλοφορίας …….. ελκυστήρα δημοσίας χρήσεως, μάρκας SCANIA R164LA4X2NA75115 και β) του πετρελαιοκίνητου με στοιχεία κυκλοφορίας …………. ελκυστήρα δημοσίας χρήσεως, μάρκας VOLVO FH440 4X2 FAL7 RAD A4. Ο ελκυστήρας αυτός κατά τον επίδικο χρόνο έσυρε το επικαθήμενο Δ.Χ.Φ. όχημα – ψυγείο με στοιχεία κυκλοφορίας …………, που ήταν κυριότητας της γερμανικής εταιρίας «……………..» [χωρίς να αποδεικνύεται πάντως, παρά τα όσα αντίθετα η δεύτερη ενάγουσα ισχυρίζεται στην αγωγή της, ότι της εκχωρήθηκαν από την άνω κυρία του επικαθήμενου οι αξιώσεις της κατά των εναγομένων από το ένδικο συμβάν επειδή το είχε μισθώσει απ’ αυτή δυνάμει σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, αφού η ανωτέρω ενάγουσα δεν προσκόμισε τέτοια σύμβαση ή άλλο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η σύναψή της (για τα δικαιώματα του μισθωτή από σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αλλά και για τα βασικά στοιχεία της σύμβασης αυτής βλ. Α.Π. 1320/2018, Α.Π. 1661/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ο τρίτος ενάγων είναι αποκλειστικός κύριος του με στοιχεία κυκλοφορίας ……….. ελκυστήρα δημοσίας χρήσεως, μάρκας DAF ………. SUPERSOACE και του συνδεδεμένου κατά τον επίδικο χρόνο και νόμιμα συρόμενου από το ρυμουλκό αυτό με στοιχεία κυκλοφορίας ………. επικαθήμενου οχήματος δημοσίας χρήσεως (ρυμουλκούμενου – επικαθήμενου – ψυγείου), μάρκας CHEREAU 9652. Η τέταρτη ενάγουσα είναι αποκλειστική κυρία του με στοιχεία κυκλοφορίας ………. ελκυστήρα δημοσίας χρήσεως, μάρκας VOLVO …….. και του συνδεδεμένου κατά τον επίδικο χρόνο και νόμιμα συρόμενου από το ρυμουλκό αυτό με στοιχεία κυκλοφορίας ……… επικαθήμενου οχήματος δημοσίας χρήσεως (ρυμουλκούμενου – επικαθήμενου – ψυγείου), μάρκας CHEREAU C 382 BN. Ο πέμπτος ενάγων είναι αποκλειστικός κύριος του με στοιχεία κυκλοφορίας …………… ελκυστήρα δημοσίας χρήσεως, μάρκας VOLVO 2702 και του συνδεδεμένου κατά τον επίδικο χρόνο και νόμιμα συρόμενου από το ρυμουλκό αυτό με στοιχεία κυκλοφορίας ……… επικαθήμενου οχήματος δημοσίας χρήσεως (ρυμουλκούμενου – επικαθήμενου – ψυγείου), μάρκας UNIFRIG. Στις 28-12-2014 τα ως άνω φορτηγά οχήματα (ελκυστήρες με τα ρυμουλκούμενα επικαθήμενα ψυγεία που σχημάτιζαν τους αντίστοιχους συρμούς) βρίσκονταν έμφορτα, μεταξύ άλλων οχημάτων, στο υπό ιταλική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «ΝΑ», πλοιοκτησίας της ιταλικής εταιρίας «………….», το οποίο είχε αναχωρήσει περί ώρα 17.40 μ.μ. της 27ης -12-2014 από το λιμάνι της Πάτρας με τελικό προορισμό το λιμάνι της Ανκόνα Ιταλίας. Από τα οχήματα αυτά, τα ανήκοντα στον πρώτο ενάγοντα (με στοιχεία κυκλοφορίας …….. ελκυστήρας με το συνδεδεμένο με αυτόν με στοιχεία κυκλοφορίας ……. επικαθήμενο όχημα και με στοιχεία κυκλοφορίας ………. ελκυστήρας με το συνδεδεμένο με αυτόν με στοιχεία κυκλοφορίας ………. επικαθήμενο όχημα) είχαν φορτωθεί στο λιμάνι της Πάτρας την 27η-12-2014, τα ανήκοντα στη δεύτερη ενάγουσα (με στοιχεία κυκλοφορίας ……… και ……….. ελκυστήρες) είχαν φορτωθεί στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας την 27η -12-2014, τα ανήκοντα στον τρίτο ενάγοντα (με στοιχεία κυκλοφορίας ………. ελκυστήρας με το συνδεδεμένο με αυτόν με στοιχεία κυκλοφορίας ……….. επικαθήμενο όχημα) είχαν φορτωθεί στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας την 27η -12-2014,  τα ανήκοντα στην τέταρτη ενάγουσα (με στοιχεία κυκλοφορίας ….. ελκυστήρας με το συνδεδεμένο με αυτόν με στοιχεία κυκλοφορίας ……….  επικαθήμενο όχημα) είχαν φορτωθεί στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας την 27η -12-2014 και τα ανήκοντα στον πέμπτο ενάγοντα (με στοιχεία κυκλοφορίας ……… ελκυστήρας με το συνδεδεμένο με αυτόν με στοιχεία κυκλοφορίας ……… επικαθήμενο όχημα) είχαν φορτωθεί στο λιμάνι της Πάτρας την 27η -12-2014. Για την ως άνω θαλάσσια μεταφορά τους δεν είχαν εκδοθεί φορτωτικές παρά μόνο αποδείξεις μεταφοράς οχημάτων από την πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία, η οποία είχε αναλάβει, ως μεταφορέας, δυνάμει αντίστοιχων συμβάσεων θαλάσσιας μεταφοράς οχημάτων που καταρτίστηκαν, να μεταφέρει τα πιο πάνω φορτηγά οχήματα από τα λιμάνια της Ηγουμενίτσας ή της Πάτρας στο λιμάνι της Ανκόνα Ιταλίας έναντι των καταβληθέντων ναύλων. Συγκεκριμένα εκδόθηκαν από την πρώτη εναγόμενη οι αποδείξεις μεταφοράς οχημάτων (Transportation contracts for vehicles) α) με στοιχεία Ι ……./27-12-2014 και Ι …../27-12-2014 αντίστοιχα για τους δυο συρμούς (ελκυστήρες με επικαθήμενα) του πρώτου ενάγοντος, β) με στοιχεία Ι ……/27-12-2014 και Ι ……/…../12/2014 αντίστοιχα για τους δυο ελκυστήρες της δεύτερης ενάγουσας, γ) η με στοιχεία Ι ……../27-12-2014 για το συρμό (ελκυστήρα με επικαθήμενο) του τρίτου ενάγοντος, δ) η με στοιχεία Ι ……./27-12-2014 για το συρμό (ελκυστήρα με επικαθήμενο) της τέταρτης ενάγουσας και ε) η με στοιχεία Ι ……./27-12-2014 για το συρμό (ελκυστήρα με επικαθήμενο) του πέμπτου ενάγοντος. Σημειώνεται ότι το άνω πλοίο είχε υπεκναυλωθεί από τη ναυλώτρια ιταλική εταιρία «………..» στη δεύτερη εναγόμενη εταιρία (………..), η οποία με τη σειρά της το είχε εισφέρει προς εκμετάλλευση στην πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία, της οποίας είναι μέλος (όπως και η τρίτη των εναγομένων). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι περί ώρα 01.30 π.μ. της 28ης-12-2014 το πλοίο απέπλευσε από την Ηγουμενίτσα και τις αμέσως επόμενες ώρες, πριν τις 4.00 π.μ, ενώ είχε ολοκληρώσει τον διάπλου του στενού της Κέρκυρας και έπλεε με κατεύθυνση προς την Αδριατική θάλασσα, εκδηλώθηκε πυρκαγιά σε κάποιον από τους κλειστούς χώρους στάθμευσης οχημάτων, η οποία έλαβε ταχύτατα ανεξέλεγκτες διαστάσεις, καθώς εξαπλώθηκε από το κατάστρωμα 4 του πλοίου στο οποίο αρχικά αναπτύχθηκε, σε όλους τους χώρους και τα καταστρώματα, με συνέπεια, μεταξύ άλλων, την ολοσχερή καταστροφή των ανωτέρω οχημάτων. Το συντονισμό της επιχείρησης διάσωσης ανέλαβε αρχικά το Εθνικό Κέντρο Διάσωσης και Έρευνας της Ελλάδας, στη συνέχεια δε, καθώς το πλοίο συνέχιζε να κινείται εξαιτίας του αέρα, της θάλασσας και των ρευμάτων, ακυβέρνητο όμως, αντικαταστάθηκε από το αντίστοιχο Κέντρο της Ρώμης (Γενική Διεύθυνση Λιμενικού). Εστία της πυρκαγιάς αποτέλεσε φορτηγό ψυγείο που βρισκόταν στο προαναφερθέν κατάστρωμα 4 του πλοίου, πιθανόν στην πρύμνη του νομέα αριθ. 156, το οποίο δεν ήταν συνδεδεμένο με την ηλεκτρική παροχή ρεύματος του πλοίου και είχε αναμμένο τον κινητήρα της μηχανής του, προκειμένου η ψύξη του να είναι σε λειτουργία και να μην αλλοιωθεί το μεταφερόμενο εμπόρευμα, προκλήθηκε δε η ανάφλεξη, το πιθανότερο, από τη δυσλειτουργία ενός βοηθητικού συστήματος που διατηρήθηκε σε λειτουργία. Τούτο συνέβη διότι η ναυλώτρια εταιρία ………. – η οποία με το άρθρο 5.15 του ναυλοσυμφώνου μεταξύ αυτής και της πλοιοκτήτριας του πλοίου …………… είχε αναλάβει, μέσω των στοιβαστών ή του δικού της προσωπικού, τη σύνδεση και / ή αποσύνδεση των μεταφερόμενων φορτηγών ψυγείων με τις εγκατεστημένες κατά μήκος των τοιχωμάτων των καταστρωμάτων 3 και 4 πρίζες για ηλεκτρικές συνδέσεις – δεν μερίμνησε για την παράδοση στον αρμόδιο αξιωματικό καταστρώματος πριν την έναρξη των διαδικασιών επιβίβασης ενός ολοκληρωμένου καταλόγου με τα χαρακτηριστικά όλων των φορτηγών ψυγείων που είχαν ανάγκη να συνδεθούν στο ηλεκτρικό ρεύμα. Λόγω της παράλειψής της αυτής ο ανωτέρω αξιωματικός α) διένειμε το φορτίο ανομοιογενώς, κατευθύνοντας περισσότερα από τα φορτηγά ψυγεία που ήταν δυνατό να τροφοδοτηθούν από τις υπάρχουσες στο κατάστρωμα 4 παροχές ρεύματος σ’ αυτό και αφήνοντας ανεκμετάλλευτες αρκετές από τις ηλεκτρικές πρίζες του καταστρώματος 3 και β) δεν απαγόρευσε την επιβίβαση μερικών οχημάτων – ψυγείων που μετέφεραν ζωντανούς ιχθύες και δεν επιτρεπόταν να επιβιβαστούν βάσει σχετικών οδηγιών που είχαν δοθεί από τις αρχές του κράτους της σημαίας του πλοίου και σύμφωνα και με το άρθρο 5.15 του άνω ναυλοσυμφώνου, επειδή δεν διέθεταν σύστημα που να επέτρεπε τη σύνδεσή τους με εξωτερικό ηλεκτρικό δίκτυο (αυτά χρησιμοποιούσαν ένα σύστημα οξυγόνωσης με αέρα, που λειτουργούσε αποκλειστικά μέσω κινητήρων που έπρεπε καθ’ όλη τη διάρκεια του πλου να παραμένουν σε κίνηση). Ομοίως, η ανωτέρω ναυλώτρια παρέδωσε στο πλοίο μια αναφορά φορτίου (cargo report) ημιτελή, από την οποία δεν ήταν δυνατόν να εξαχθεί καμία πληροφορία για την ασφάλεια του ταξιδιού και την ορθή στοιβασία των οχημάτων (βλ. αναλυτικά περί των ανωτέρω σ. 161-168 και 557-560 της από 1-2-2017 τεχνικής έκθεσης των συμβούλων που ορίστηκαν από τον Ανακριτή του Δικαστηρίου του Μπάρι, η οποία προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση και αποτελεί το πλέον αξιόπιστο και ασφαλές για την ένδικη υπόθεση αποδεικτικό μέσο). Άλλωστε, το προσωπικό της ……….. δεν απαγόρευσε τη λειτουργία των κινητήρων των φορτηγών ψυγείων μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών στοιβασίας, ούτε την είσοδο των οδηγών τους στους χώρους γκαράζ κατά τη διάρκεια της πλεύσης προκειμένου να ελέγξουν τα οχήματά τους ή και να κοιμηθούν στο εσωτερικό της καμπίνας τους, καίτοι ο έλεγχος των ανελκυστήρων εισόδου στα γκαράζ ήταν αρμοδιότητα του προσωπικού της ανωτέρω ναυλώτριας ελληνικής εταιρίας και συγκεκριμένα τις εισόδους στους χώρους αυτούς διαχειριζόταν ο Αρχιφροντιστής του πλοίου …………, καθήκον του οποίου ήταν να βεβαιώνεται ότι οι είσοδοι αυτές ήταν κλειστές (βλ. περί των ανωτέρω σ. 78, 581, 582 της άνω τεχνικής έκθεσης). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μέρος του προσωπικού, συμπεριλαμβανομένης και της πυροσβεστικής ομάδας, που αποτελούνταν από ναυτικούς ιταλικής και ελληνικής εθνικότητας, δεν εκτέλεσε σωστά τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί από τον Πίνακα Οδηγιών Κατάστασης Ανάγκης για την περίπτωση πυρκαγιάς ενώ δεν είχε στην κατοχή του και την αναγκαία πιστοποίηση για την εκτέλεση τέτοιων καθηκόντων στο συγκεκριμένο πλοίο (βλ. σ. 44, 51, 52 και 609 της άνω τεχνικής έκθεσης). Με βάση τα παραπάνω, ανεξαρτήτως τυχόν αμέλειας και του ιταλικού προσωπικού (σε σχέση ενδεικτικά με τον καθυστερημένο εντοπισμό της φωτιάς και εν συνεχεία τη διαχείριση της κατάστασης και τις διαδικασίες πυρόσβεσης) που είχε προστηθεί από την ιταλική πλοιοκτήτρια εταιρία ………, ενόψει της από 31-7-2009 «γυμνής» ναύλωσης του πλοίου, ευθυνόταν και το ελληνικό πλήρωμα, που είχε προστηθεί από την υποναυλώτρια του πλοίου δεύτερη εναγόμενη εταιρία ……….., για την εκδήλωση της πυρκαγιάς και τη συνεπεία αυτής ολοσχερή καταστροφή των οχημάτων των εναγόντων, η οποία οφείλεται αιτιωδώς και σε αμελείς πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων αυτής (δεύτερης εναγομένης εταιρίας – υποναυλώτριας του πλοίου) και ευρισκομένων στην υπηρεσία της, εφόσον η αδικοπραξία τους δεν ήταν άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που τους είχε ανατεθεί από εκείνη, αλλά τελούσε σε εσωτερική αιτιώδη σχέση μ’ αυτήν, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία τους δεν ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου υποστηριζόμενων από τις εναγόμενες (από την πρώτη εξ αυτών και με σχετικό σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής της). Θεμελιώνεται παράλληλα, ωστόσο, και ενδοσυμβατική ευθύνη, καθώς αποδείχθηκε το «ίδιον πταίσμα» της πρώτης εναγόμενης – θαλάσσιας μεταφορέα, η οποία δεν έλαβε τα ανωτέρω μέτρα που εύλογα απαιτούνταν για να αποτραπεί η εκδήλωση της πυρκαγιάς και να περιοριστούν οι συνέπειές της, όπως όφειλε και μπορούσε να είχε λάβει, με συνέπεια την ευθύνη και των λοιπών εναγόμενων, υπό την ανωτέρω ιδιότητά τους ως μελών της πρώτης εναγομένης κοινοπραξίας, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο IV νομική σκέψη. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το πιστοποιητικό κλάσεως του πλοίου υπ’ αριθ. …………/1-9-2014, με ισχύ έως την 21η-9-2019, σύμφωνα με το οποίο αυτό ήταν κλάσεως C, εγκεκριμένο για «απεριόριστη ναυσιπλοΐα», ούτε από την από 21-3-2014 «έκθεση επί των υφάλων – κατάσταση στεγανότητας κατά την ανανέωση», που συντάχθηκε κατόπιν ολοκλήρωσης της επιθεώρησης των αναρροφήσεων θαλασσίου ύδατος και των πλεγμάτων των συνδέσεων προς τη θάλασσα κ.λπ, ούτε από το από 31-5-2013 και με αριθμό ……../3302 «έγγραφο συμμόρφωσης» (document of compliance) του συστήματος διαχείρισης του πλοίου, καθώς τα πιστοποιητικά αυτά δεν αποκλείουν τις προαναφερθείσες υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις που βαρύνουν προσωπικά και τον ίδιο τον θαλάσσιο μεταφορέα (πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία), συνεπώς, επισύρουν και ευθύνη του (Εφ.Πειρ. 1049/2001, Ε.Ν.Δ. 30, 46). Άλλωστε, οι εκπρόσωποι της ναυλώτριας εταιρίας …………. είχαν λάβει γνώση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν σχετικά με την αξιοπλοΐα του πλοίου κατόπιν της από 19-12-2014 επιθεώρησής του από κλιμάκιο του Λιμεναρχείου Πάτρας και τα οποία αφορούσαν ιδίως σε ελλείψεις του σχεδίου για την εκκένωση του πλοίου σε περίπτωση κινδύνου, σε ελλείψεις του φωτισμού έκτακτης ανάγκης, στον τομέα της πυροπροστασίας, λόγω προβλημάτων στις θύρες αποκλεισμού και στον τομέα των σωστικών μέσων, αλλά δεν απέτρεψαν τον απόπλου του προτού οι ελλείψεις διορθωθούν και δη εν μέσω δυσμενών καιρικών συνθηκών και ενώ το πλοίο στερούνταν ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης ασφάλειας, αντίθετα ενέμειναν στην πιστοποίηση με συστήματα ασφαλείας και στη σχετική εξειδίκευση του πληρώματος, με δημόσια προβολή των εν λόγω δικλείδων ασφαλείας, οι οποίες δεν αποδείχθηκαν αληθείς (βλ. περί τούτων σ. 41-44,  44, 51, 52, 496 της άνω τεχνικής έκθεσης). Ωστόσο, δεν αποδεικνύεται ότι έπραξαν τα παραπάνω με πρόθεση και κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, ούτε ότι εξαπάτησαν τους ενάγοντες ως υποψήφιους πελάτες τους και τους έπεισαν να ναυλώσουν το άνω πλοίο για να μεταφέρουν τα οχήματά τους, προβάλλοντας δημοσίως αναληθείς δικλείδες ασφαλείας για την αξιοπλοΐα του πλοίου, ούτε ότι μετά το συμβάν, με πρόθεση και τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, δεν προκατέβαλαν στους ενάγοντες οποιοδήποτε ποσό αποζημίωσης για να εκμεταλλευτούν την ανάγκη τους και να τους εξαναγκάσουν σε επιβλαβή γι’ αυτούς συμβιβασμό, ώστε να στοιχειοθετείται ευθύνη τους και εκ του άρθρου 919 Α.Κ. και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους ενάγοντες με τους έκτο και έβδομο λόγους της έφεσής τους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ακολούθως, σε σχέση με τα κονδύλια αποζημίωσης των εναγόντων για θετικές και αποθετικές ζημιές τους που επήλθαν από την καταστροφή των οχημάτων τους και για χρηματική τους ικανοποίηση για ηθική τους βλάβη, πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Όπως εκτέθηκε στην υπό στοιχείο Ι ανωτέρω νομική σκέψη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 139 και 140 Κ.Ι.Ν.Δ. που εφαρμόζονται εν προκειμένω, ο ναυλωτής ή άλλος νομιμοποιούμενος επί του φορτίου, εκτός από τη διαφορά της αξίας που έχουν τα πράγματα του αυτού γένους και της αυτής ποσότητας στον τόπο του προορισμού, ήτοι στον τόπο της εκφόρτωσης, δεν δικαιούται ν’ αξιώσει άλλη ζημία, ούτε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ούτε το κατ’ άρθρο 298 Α.Κ. διαφυγόν κέρδος, ούτε άλλη περαιτέρω θετική ή αποθετική ζημία προκύπτουσα από την απώλεια ή βλάβη του πράγματος, αυτό δε είτε η βλάβη του πράγματος ανέκυψε από την αθέτηση της ναύλωσης ή της σύμβασης μεταφοράς είτε από αδικοπραξία. Επομένως, είναι μη νόμιμα και απορριπτέα, όπως ορθά κατ’ αποτέλεσμα κρίθηκε και πρωτόδικα, αν και με εσφαλμένο νομικό σκεπτικό, στηριζόμενο στην εφαρμογή της άνω Σύμβασης των Αθηνών 2002 Α) τα κονδύλια αποζημίωσης α) για απώλεια των εισοδημάτων 24 μηνών που θα εισέπρατταν οι ενάγοντες από τα οχήματά τους που καταστράφηκαν, β) για απώλεια των κομίστρων που θα εισέπρατταν οι ενάγοντες από τους πελάτες τους για τις μεταφορές εμπορευμάτων που πραγματοποιούσαν τα άνω οχήματά τους, γ) για δαπάνες ναύλου που κατέβαλαν οι ενάγοντες στην πρώτη εναγόμενη για τη θαλάσσια μεταφορά των οχημάτων τους (άλλωστε στις δαπάνες αυτές θα υποβάλλονταν οι ενάγοντες για τη μεταφορά των οχημάτων τους και συνεπώς οι δαπάνες αυτές σε κάθε περίπτωση δεν αποτελούν θετική ζημία τους από την ένδικη πυρκαγιά) και δ) για απώλεια από τον τρίτο από τους ενάγοντες προγράμματος ΕΣΠΑ, με το οποίο χρηματοδοτείτο η αγορά από μέρους του με χρηματοδοτική μίσθωση του συρόμενου από τον άνω ελκυστήρα του επικαθήμενου οχήματος – ψυγείου που καταστράφηκε και Β) τα κονδύλια χρηματικής ικανοποίησης των εναγόντων λόγω ηθικής τους βλάβης, και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους ενάγοντες με σχετικά σκέλη του τέταρτου λόγου της έφεσής τους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Περαιτέρω, αναφορικά με τα λοιπά κονδύλια της αγωγής, που είναι ορισμένα και νόμιμα, αποδείχθηκαν τα εξής: Α) Σε σχέση με τα οχήματα του πρώτου ενάγοντος: Εξαιτίας της πυρκαγιάς καταστράφηκαν ολοσχερώς οι δυο ανωτέρω ελκυστήρες και τα δυο ανωτέρω ρυμουλκούμενα απ’ αυτούς επικαθήμενα κλειστά οχήματα (θάλαμοι ψυγεία) του πρώτου ενάγοντος, με τα οποία μεταφέρονταν σε χώρες του εξωτερικού (Αγγλία και Ολλανδία) φορτία νωπών λαχανικών ανήκοντα σε τρίτους. Συγκεκριμένα, επρόκειτο α) για έναν ελκυστήρα μάρκας SCANIA 580, με αριθμό κυκλοφορίας …….., ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 1-7-2002, διαξονικό, πετρελαιοκίνητο, κυλινδρισμού 15607, φορολογήσιμης ισχύος 94,0, μάζας (G) 7570, ο οποίος ήταν ατρακάριστος και καλοδιατηρημένος και διέθετε φώτα xenon, διακοσμητικά inox, 6 καινούργια λάστιχα Michelin και καινούργια ταπετσαρία, β) για ένα κλειστού τύπου επικαθήμενο ημιρυμουλκούμενο όχημα – ψυγείο (στο οποίο είχε τοποθετηθεί ειδική κατασκευή για να μεταφέρει σφάγια κρεμασμένα σε 300 ανοξείδωτα τσιγκέλια), μάρκας SCHMITZ GOTHA FAHRZEU, με αριθμό κυκλοφορίας …………, ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 2-7-2002, τριαξονικό, διαστάσεων 13,5μ Χ 2,6 μ,  μάζας (G) 10210, το οποίο ήταν ατρακάριστο και καλοδιατηρημένο και διέθετε διακοσμητικά inox και 6 καινούργια λάστιχα Michelin, γ) για έναν ελκυστήρα μάρκας SCANIA 580, με αριθμό κυκλοφορίας …….., ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 10-8-2004, διαξονικό, πετρελαιοκίνητο, κυλινδρισμού 15607, φορολογήσιμης ισχύος 85,0, μάζας (G) 6010, ο οποίος ήταν ατρακάριστος και καλοδιατηρημένος και διέθετε φώτα xenon, διακοσμητικά inox, 6 καινούργια λάστιχα Michelin και καινούργια ταπετσαρία και δ) για ένα κλειστού τύπου επικαθήμενο ημιρυμουλκούμενο όχημα – ψυγείο (στο οποίο είχε τοποθετηθεί ειδική κατασκευή για να μεταφέρει σφάγια κρεμασμένα σε 300 ανοξείδωτα τσιγκέλια), μάρκας CASADELI, με αριθμό κυκλοφορίας ………., ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 16-2-2001, τριαξονικό, διαστάσεων 13,6μ Χ 2,6 μ, x 2,45, το οποίο ήταν ατρακάριστο και καλοδιατηρημένο και διέθετε διακοσμητικά inox, ζάντες αλουμινίου και 6 καινούργια λάστιχα Michelin. Η αξία των άνω οχημάτων, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όπως προέκυψε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, με βάση τα άνω χαρακτηριστικά τους, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ανερχόταν κατά το χρόνο εκφόρτωσης στο λιμάνι προορισμού και τέλεσης της αδικοπραξίας στο ποσό των 40.000,00 ευρώ για κάθε ελκυστήρα και για κάθε επικαθήμενο ψυγείο  και όχι στο ποσό των 50.000,00 ευρώ για κάθε ελκυστήρα ή επικαθήμενο ψυγείο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο πρώτος ενάγων. Επομένως, η αποκαταστατέα αξία των άνω καταστραφέντων συνεπεία του ενδίκου ναυτικού συμβάντος οχημάτων του ανήλθε συνολικά σε (40.000,00 + 40.000,00 + 40.000,00 + 40.000,00) 160.000,00 ευρώ. Ενόψει δε του ότι αποδείχθηκε περαιτέρω ότι το ντεπόζιτο εκάστου των ανωτέρω ελκυστήρων του πρώτου ενάγοντος περιείχε καύσιμα ποσότητας τουλάχιστον 1.000,00 λίτρων, συνήθους αξίας, ελλείψει χρηματιστηριακής ή τρέχουσας τέτοιας στο λιμάνι προορισμού και κατά το χρόνο της εκφόρτωσης, τουλάχιστον 1.100,00 ευρώ, τα οποία (καύσιμα) κάηκαν και σε κάθε περίπτωση απωλέσθησαν, ο πρώτος ενάγων δικαιούται γι’ αυτά πρόσθετη αποζημίωση ποσού (1.100,00 + 1.100,00) 2.200,00 ευρώ. Ακόμη, ενόψει του ότι εντός εκάστου των άνω επικαθημένων ψυγείων του πρώτου ενάγοντος υπήρχαν 300 ανοξείδωτα τσιγκέλια (με μπίλια για κίνηση σε ράγες), συνήθους αξίας, ελλείψει χρηματιστηριακής ή τρέχουσας τέτοιας στο λιμάνι προορισμού και κατά το χρόνο της εκφόρτωσης, τουλάχιστον 25,00 ευρώ το καθένα, τα οποία καταστράφηκαν από την υπερθέρμανση που προκάλεσε η πυρκαγιά, ο πρώτος ενάγων δικαιούται γι’ αυτά πρόσθετη αποζημίωση ποσού (300 Χ 25 Χ 2) 15.000,00 ευρώ, όπως βάσιμα παραπονείται με τον πέμπτο λόγο της έφεσής του (αφού τα σχετικά κονδύλια απορρίφθηκαν σιωπηρά πρωτόδικα). Δεν αποδείχθηκε όμως ότι εντός εκάστου των άνω ελκυστήρων του πρώτου ενάγοντος υπήρχε το ποσό των 2.000,00 ευρώ, ενόψει και της ευθύνης του εκάστοτε οδηγού για τη μη απώλεια του απαιτούμενου για τις ανάγκες των δρομολογίων χρηματικού ποσού (λ.χ. λόγω κλοπής, αν αφήνονταν χωρίς επίβλεψη εντός των οχημάτων) και συνεπώς τα σχετικά κονδύλια πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσία. Μετά ταύτα η συνολικά προκληθείσα συνεπεία του ένδικου ναυτικού συμβάντος ζημία του πρώτου ενάγοντος ανέρχεται στο ποσό των (160.000,00 + 2.200,00 + 15.000,00) 177.200,00 ευρώ. Β) Σε σχέση με τα οχήματα της δεύτερης εναγομένης: Εξαιτίας της πυρκαγιάς καταστράφηκαν ολοσχερώς οι δυο ελκυστήρες της, οι οποίοι ρυμουλκούσαν επικαθήμενα κλειστά οχήματα (θαλάμους ψυγείων), με τα οποία μεταφέρονταν σε χώρες του εξωτερικού (Αυστρία, Γερμανία, Ολλανδία) φορτία βιολογικών φρούτων και τυριού φέτας ανήκοντα σε τρίτους. Συγκεκριμένα, επρόκειτο α) για έναν ελκυστήρα μάρκας SCANIA ………, με αριθμό κυκλοφορίας ……….., ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 13-7-2001, πετρελαιοκίνητο, 8κύλινδρο, ισχύος 426 ΚW, διαξονικό, μήκους 5,99, πλάτους 2,55, μεταξονίου 3,70 εκ, μέγιστης μάζας εφελκυσμού χωρίς πέδηση 42.320 κιλών, ο οποίος ήταν ατρακάριστος και καλοδιατηρημένος και β) για έναν ελκυστήρα μάρκας VOLVO ………., με αριθμό κυκλοφορίας …………, ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 3-4-2006, πετρελαιοκίνητο, 6κύλινδρο, ισχύος 324 ΚW, διαξονικό, μήκους 5,99, πλάτους 2,47, μεταξονίου 3,80, μέγιστης μάζας εφελκυσμού χωρίς πέδηση 42.650 κιλών, με εγγεγραμμένο σύστημα ABS, προεγκατεστημένο περιοριστή ταχύτητας 90 km/h, ο οποίος ήταν ατρακάριστος και καλοδιατηρημένος. Η αξία των άνω ελκυστήρων, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όπως προέκυψε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, με βάση τα ως άνω χαρακτηριστικά τους σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ανερχόταν κατά το χρόνο εκφόρτωσης στο λιμάνι προορισμού και τέλεσης της αδικοπραξίας στο ποσό των 30.000,00 ευρώ για τον πρώτο και 40.000,00 ευρώ για το δεύτερο και όχι στα ποσά των 40.000,00 και 50.000,00 ευρώ αντίστοιχα, όπως αβάσιμα η δεύτερη ενάγουσα  ισχυρίζεται. Επομένως, η αποκαταστατέα αξία των άνω καταστραφέντων ελκυστήρων της συνεπεία του ενδίκου ναυτικού συμβάντος ανήλθε συνολικά σε (30.000,00 + 40.000,00) 70.000,00 ευρώ. Ενόψει δε του ότι το ντεπόζιτο εκάστου των ανωτέρω ελκυστήρων της δεύτερης ενάγουσας αποδείχθηκε ότι περιείχε καύσιμα ποσότητας τουλάχιστον 1.000,00 λίτρων, συνήθους αξίας, ελλείψει χρηματιστηριακής ή τρέχουσας τέτοιας στο λιμάνι προορισμού και κατά το χρόνο της εκφόρτωσης, τουλάχιστον 1.100,00 ευρώ, τα οποία (καύσιμα) κάηκαν και σε κάθε περίπτωση απωλέσθησαν, η ανωτέρω ενάγουσα δικαιούται γι’ αυτά πρόσθετη αποζημίωση ποσού (1.100,00 + 1.100,00) 2.200,00 ευρώ. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι εντός εκάστου των άνω ελκυστήρων υπήρχε το ποσό των 2.000,00 ευρώ, ενόψει και της ευθύνης του εκάστοτε οδηγού για τη μη απώλεια του απαιτούμενου για τις ανάγκες των δρομολογίων χρηματικού ποσού, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν και συνεπώς τα σχετικά κονδύλια πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσία. Μετά ταύτα η συνολικά προκληθείσα συνεπεία του ένδικου ναυτικού συμβάντος ζημία της δεύτερης ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των (70.000,00 + 2.200,00) 72.200,00 ευρώ. Γ) Σε σχέση με τα οχήματα του τρίτου ενάγοντος: Εξαιτίας της πυρκαγιάς καταστράφηκαν ολοσχερώς ο ελκυστήρας και το ρυμουλκούμενο απ’ αυτόν επικαθήμενο κλειστό όχημα (θάλαμος ψυγείου), με το οποίο μεταφέρονταν σε χώρα του εξωτερικού (Ιταλία) φορτία φρούτων, λαχανικών, γαλακτοκομικών προϊόντων και ζωντανών μπλε καβουριών ανήκοντα σε τρίτους. Συγκεκριμένα, επρόκειτο α) για έναν ελκυστήρα, με αριθ. κυκλ. …………, μάρκας DAF …….., με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 19-3-2003, διαξονικό, πετρελαιοκίνητο, κυλινδρισμού κινητήρα 12580, φορολογήσιμης ισχύος 89,0, μάζας (G) 7650, μέγιστης αποδεκτής μάζας φορτωμένου οχήματος εν κυκλοφορία (F2) 18.000, με εγγεγραμμένο σύστημα ABS, προεγκατεστημένο περιοριστή ταχύτητας 90 km/h, ξύλινη επένδυση ταμπλό, δερμάτινα καθίσματα, ζάντες αλουμινίου, spoiler  – INTARTER, κλιματισμό καμπίνας clima super space cab, webasto, με πρόσφατα αμμοβολισμένο και βαμμένο το σασί του και την καμπίνα του, του οποίου η μηχανή είχε πρόσφατα υποβληθεί σε γενικό σέρβις και ο οποίος ήταν ατρακάριστος και καλοδιατηρημένος και β) για ένα κλειστού τύπου επικαθήμενο ημιρυμουλκούμενο όχημα – ψυγείο, με αριθ. κυκλ. …….., μάρκας CHEREAU, με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 1-6-2012, τριαξονικό, διαστάσεων 13,55 Χ 2,60 Χ 2,80,  μάζας (G) 9450, εγκεκριμένο και προεγκατεστημένο σύστημα ABS, δυο χώρων συντήρησης και κατάψυξης, διπλής ψύξης και ισοθερμικού χωρίσματος, με ψυκτικό μηχάνημα CARRIER VECTOR 1850 MT, πιστοποιητικό ΑΤΡ για τη διεθνή μεταφορά ευπαθών τροφίμων, το οποίο ήταν ατρακάριστο και καλοδιατηρημένο. Η αξία των άνω οχημάτων, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όπως προέκυψε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, με βάση τα ως άνω χαρακτηριστικά τους σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ανερχόταν κατά το χρόνο εκφόρτωσης στο λιμάνι προορισμού και τέλεσης της αδικοπραξίας στο ποσό των 30.000,00 ευρώ για τον ελκυστήρα και στο ποσό των 55.000,00 για το επικαθήμενο ψυγείο και όχι στα ποσά των 40.000,00 και 65.000,00 ευρώ αντίστοιχα, όπως αβάσιμα ο τρίτος ενάγων ισχυρίζεται. Επομένως, η αποκαταστατέα αξία των άνω καταστραφέντων οχημάτων του συνεπεία του ενδίκου ναυτικού συμβάντος ανήλθε συνολικά σε (30.000,00 + 55.000,00) 85.000,00 ευρώ. Περαιτέρω, ενόψει του ότι αποδείχθηκε ότι το ντεπόζιτο του άνω ελκυστήρα του τρίτου ενάγοντος περιείχε καύσιμα ποσότητας τουλάχιστον 1.000,00 λίτρων, συνήθους αξίας, ελλείψει χρηματιστηριακής ή τρέχουσας τέτοιας στο λιμάνι προορισμού και κατά το χρόνο της εκφόρτωσης, τουλάχιστον 1.100,00 ευρώ, τα οποία (καύσιμα) κάηκαν και σε κάθε περίπτωση απωλέσθησαν, ο τρίτος ενάγων δικαιούται γι’ αυτά πρόσθετη αποζημίωση ποσού 1.100,00 ευρώ. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι εντός του άνω ελκυστήρα του υπήρχε το ποσό των 2.000,00 ευρώ, ενόψει και της ευθύνης του εκάστοτε οδηγού για τη μη απώλεια του απαιτούμενου για τις ανάγκες των δρομολογίων χρηματικού ποσού, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν και συνεπώς το σχετικό κονδύλι πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσία. Μετά ταύτα η συνολικά προκληθείσα συνεπεία του ένδικου ναυτικού συμβάντος ζημία του τρίτου ενάγοντος ανέρχεται στο ποσό των (85.000,00 + 1.100,00) 86.100,00 ευρώ. Δ) Σε σχέση με τα οχήματα της τέταρτης ενάγουσας: Εξαιτίας της πυρκαγιάς καταστράφηκαν ολοσχερώς ο ελκυστήρας και το ρυμουλκούμενο απ’ αυτόν επικαθήμενο κλειστό όχημα (θάλαμος ψυγείου), με το οποίο μεταφέρονταν σε χώρες του εξωτερικού (Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία) φορτία βιολογικών προϊόντων ανήκοντα σε τρίτους. Συγκεκριμένα, επρόκειτο α) για έναν ελκυστήρα, με αριθμό  κυκλοφορίας ……….., μάρκας VOLVO FH 12 4 X 2T, με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 15-4-2003, διαξονικό, πετρελαιοκίνητο, κυλινδρισμού κινητήρα 12130, βάρους 7.390, μέγιστου επιτρεπομένου βάρους φόρτωσης 18.600, χωρητικότητας (P1) 12130, καθαρής ισχύος 338, μάζας (G) 7390, μέγιστης αποδεκτής μάζας φορτωμένου οχήματος εν κυκλοφορία (F2) 18.600, ο οποίος πρόσφατα είχε υποβληθεί σε γενική επισκευή φρένων, επισκευή μηχανής, επισκευή σασμάν, αμμοβολή όλων των επιφανειών του και σε βάψιμο αυτών και ήταν ατρακάριστος και καλοδιατηρημένος και β) για ένα κλειστού τύπου επικαθήμενο ημιρυμουλκούμενο όχημα – ψυγείο, με αριθ. κυκλ. ……… ΕΑ, μάρκας CHEREAU C 382 BN, με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 4-8-1997, τριαξονικό, μάζας (G) 9710, το οποίο ήταν ατρακάριστο και καλοδιατηρημένο. Η αξία των άνω οχημάτων, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όπως προέκυψε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, με βάση τα ως άνω χαρακτηριστικά τους σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ανερχόταν κατά το χρόνο εκφόρτωσης στο λιμάνι προορισμού και τέλεσης της αδικοπραξίας στο ποσό των 40.000,00 ευρώ για τον ελκυστήρα και στο ποσό των 30.000,00 για το επικαθήμενο ψυγείο  και όχι στα ποσά των 60.000,00 και 40.000,00 ευρώ αντίστοιχα, όπως αβάσιμα η τέταρτη ενάγουσα ισχυρίζεται. Επομένως, η αποκαταστατέα αξία των άνω καταστραφέντων οχημάτων της συνεπεία του ενδίκου ναυτικού συμβάντος ανήλθε συνολικά σε (40.000,00 + 30.000,00) 70.000,00 ευρώ. Περαιτέρω, ενόψει του ότι αποδείχθηκε ότι το ντεπόζιτο του άνω ελκυστήρα της τέταρτης ενάγουσας περιείχε καύσιμα ποσότητας τουλάχιστον 1.000,00 λίτρων, συνήθους αξίας, ελλείψει χρηματιστηριακής ή τρέχουσας τέτοιας στο λιμάνι προορισμού και κατά το χρόνο της εκφόρτωσης, τουλάχιστον 1.100,00 ευρώ, τα οποία (καύσιμα) κάηκαν και σε κάθε περίπτωση απωλέσθησαν, η ανωτέρω ενάγουσα δικαιούται γι’ αυτά πρόσθετη αποζημίωση ποσού 1.100,00 ευρώ. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι εντός του άνω ελκυστήρα υπήρχε το ποσό των 2.000,00 ευρώ, ενόψει και της ευθύνης του εκάστοτε οδηγού για τη μη απώλεια του απαιτούμενου για τις ανάγκες των δρομολογίων χρηματικού ποσού, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν και συνεπώς το σχετικό κονδύλι πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσία. Μετά ταύτα η συνολικά προκληθείσα συνεπεία του ένδικου ναυτικού συμβάντος ζημία της τέταρτης ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των (70.000,00 + 1.100,00) 71.100,00 ευρώ. Και Ε) Σε σχέση με τα οχήματα του πέμπτου ενάγοντος: Εξαιτίας της πυρκαγιάς καταστράφηκαν ολοσχερώς ο ελκυστήρας και το ρυμουλκούμενο απ’ αυτόν επικαθήμενο κλειστό όχημα (θάλαμος ψυγείου), με το οποίο μεταφέρονταν σε χώρα του εξωτερικού (Ολλανδία) φορτίο πορτοκαλιών ανήκον σε τρίτη εταιρία. Συγκεκριμένα, επρόκειτο α) για έναν ελκυστήρα, με αριθμό κυκλοφορίας ……….., μάρκας VOLVO FH 13 480, με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 4-2-2010, διαξονικό, πετρελαιοκίνητο, κυλινδρισμού κινητήρα 12777, μέγιστης τεχνικά επιτρεπτής ρυμουλκούμενης μάζας με σύστημα πέδησης 32460, φορολογήσιμης ισχύος 77,0, μάζας (G) 7540, μέγιστης αποδεκτής μάζας φορτωμένου οχήματος εν κυκλοφορία (F2) 18.000, με προεγκατεστημένο σύστημα ABS με ψηφιακό ταχογράφο και περιοριστή ταχύτητας 90 km/h, ο οποίος πρόσφατα είχε υποβληθεί σε γενική επισκευή (που περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, αλλαγή δίσκου, πλατώ, εγκεφάλου addblue), σε πλήρη βαφή, σε αλλαγή 4 από τις 6 ζάντες αλουμινίου και στρώματος οδηγού, σε προσθήκη μπάρας αλουμινίου trucks για τη στήριξη των προβολέων, διέθετε 4 προβολείς κάτω, πλαϊνές μαρκίζες με φώτα σε κάθε πλευρά και ήταν ατρακάριστος και καλοδιατηρημένος και β) για ένα κλειστού τύπου επικαθήμενο ρυμουλκούμενο όχημα – ψυγείο, στο οποίο είχε τοποθετηθεί ειδική κατασκευή για να μεταφέρει σφάγια κρεμασμένα σε 300 ανοξείδωτα τσιγκέλια, μάρκας CHEREAU C 382 BN, με αριθμό κυκλοφορίας …………, ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 23-2-2000, τριαξονικό, μάζας (G) 9000, διαστάσεων 18,55 Χ 2,46 Χ 2,30, το οποίο ήταν ατρακάριστο και καλοδιατηρημένο. Η αξία των άνω οχημάτων, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όπως προέκυψε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, με βάση τα ως άνω χαρακτηριστικά τους σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ανερχόταν κατά το χρόνο εκφόρτωσης στο λιμάνι προορισμού και τέλεσης της αδικοπραξίας στο ποσό των 45.000,00 ευρώ για τον ελκυστήρα και στο ποσό των 30.000,00 για το επικαθήμενο ψυγείο  και όχι στα ποσά των 50.000,00 και 40.000,00 ευρώ αντίστοιχα, όπως αβάσιμα ο πέμπτος ενάγων ισχυρίζεται. Επομένως, η αποκαταστατέα αξία των άνω καταστραφέντων οχημάτων του συνεπεία του ενδίκου ναυτικού συμβάντος ανήλθε συνολικά σε (45.000,00 + 30.000,00) 75.000,00 ευρώ. Περαιτέρω, ενόψει του ότι αποδείχθηκε ότι το ντεπόζιτο του ανωτέρω ελκυστήρα του πέμπτου ενάγοντος περιείχε καύσιμα ποσότητας τουλάχιστον 1.000,00 λίτρων, συνήθους αξίας, ελλείψει χρηματιστηριακής ή τρέχουσας τέτοιας στο λιμάνι προορισμού και κατά το χρόνο της εκφόρτωσης, τουλάχιστον 1.100,00 ευρώ, τα οποία (καύσιμα) κάηκαν και σε κάθε περίπτωση απωλέσθησαν, ο ανωτέρω ενάγων δικαιούται γι’ αυτά πρόσθετη αποζημίωση ποσού 1.100,00 ευρώ. Ακόμη, ενόψει του ότι εντός του άνω επικαθήμενου  ψυγείου του πέμπτου ενάγοντος υπήρχαν 300 ανοξείδωτα τσιγκέλια (με μπίλια για κίνηση σε ράγα), συνήθους αξίας, ελλείψει χρηματιστηριακής ή τρέχουσας τέτοιας στο λιμάνι προορισμού και κατά το χρόνο της εκφόρτωσης, τουλάχιστον 25,00 ευρώ το καθένα, τα οποία καταστράφηκαν από την υπερθέρμανση λόγω της πυρκαγιάς, ο ανωτέρω ενάγων δικαιούται γι’ αυτά πρόσθετη αποζημίωση ποσού (300 Χ 25) 7.500,00 ευρώ, όπως βάσιμα παραπονείται με τον πέμπτο λόγο της έφεσής του (αφού το σχετικό κονδύλι του απορρίφθηκε πρωτόδικα σιωπηρά). Δεν αποδείχθηκε όμως ότι εντός του άνω ελκυστήρα του υπήρχε το ποσό των 2.000,00 ευρώ, ενόψει και της ευθύνης του εκάστοτε οδηγού για τη μη απώλεια του απαιτούμενου για τις ανάγκες των δρομολογίων χρηματικού ποσού, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν και συνεπώς το σχετικό κονδύλι πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσία. Επομένως, η συνολικά προκληθείσα συνεπεία του ένδικου ναυτικού συμβάντος ζημία του πέμπτου ενάγοντος ανέρχεται στο ποσό των (75.000,00 + 1.100,00 + 7.500,00) 83.100,00 ευρώ. Σημειωτέον ότι, λόγω της εφαρμογής εν προκειμένω του Κ.Ι.Ν.Δ. και όχι της Σύμβασης των Αθηνών 2002, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενες, παρέλκει η έρευνα Α) της επικουρικά προταθείσας απ’ αυτές ένστασης περιορισμού της ευθύνης τους κατά τα άρθρα 8 και 9 της άνω Σύμβασης, καθώς και των συναφών ισχυρισμών τους, με τους οποίους επικαλούνται α) το ανεπίτρεπτο του περιορισμού της ευθύνης τους κατά την άνω Σύμβαση ξεχωριστά και επί των ρυμουλκούμενων επικαθήμενων ψυγείων των εναγόντων επειδή δεν είναι αυτοκινούμενα αλλά παρελκόμενα ελκυστήρων (δεύτερος λόγος) και β) λογιστικό σφάλμα κατά την επιδίκαση στον πέμπτο ενάγοντα αποζημίωσης σε ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (SDR) με βάση την άνω Σύμβαση (τρίτος λόγος) και Β) του επικουρικού σκέλους του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγόντων, τον οποίον προβάλουν για την περίπτωση που ήθελε κριθεί εφαρμοστέα η άνω Σύμβαση και ο κατ’ άρθρο 8 αυτής περιορισμός ευθύνης των εναγομένων που έγινε πρωτόδικα δεκτός, ισχυριζόμενοι ότι ο άνω περιορισμός δεν πρέπει να τύχει εφαρμογής για τους εκτιθέμενους λόγους που επικαλούνται στην αγωγή (εν είδει καθ’ υποφοράν υποβαλλόμενης αντένστασης κατ’ άρθρο 13 της άνω Σύμβασης). Κατόπιν όλων αυτών πρέπει: Α) να απορριφθεί η Β έφεση της πρώτης εναγομένης ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της, να επιβληθούν σε βάρος της, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν νόμιμου σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) και να διαταχθεί και η εισαγωγή του κατατεθέντος από την πρώτη εναγόμενη παραβόλου άσκησης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο και Β) να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η Α έφεση των εναγόντων και καθώς, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της και κρατήθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο, πρέπει ακολούθως να γίνει εν μέρει δεκτή η από 21-12-2015 και με ΓΑΚ ……. και ΕΑΚ ………../21-12-2015 αγωγή [η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη ως προς τις συρρέουσες αξιώσεις αποζημίωσης (λόγω συμβατικής παράβασης και λόγω αδικοπραξίας) και ως προς τα κονδύλια που προαναφέρθηκαν, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται και αναλύονται στις ανωτέρω υπό στοιχεία Ι – IV νομικές σκέψεις, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 7, 27, 28, 41 του π.δ. 177/2000 «Κανονισμός καταλληλότητας οχηματαγωγών πλοίων και συμπληρωματικές διατάξεις για την εφαρμογή της Οδηγίας 98/18/ΕΚ «Πρόσθετα και ισοδύναμα μέτρα και εξαιρέσεις Ε/Γ που εμπίπτουν στο πεδίο της οδηγίας 98/18/ΕΚ», 293 παρ. 1, 3, 4 και 249 παρ. 1 Ν. 4072/2012, 297, 345, 346, 481, 919, 922 Α.Κ, 70, 74 (ως προς τους ενάγοντες) 76 (ως προς τις εναγόμενες), 176 Κ.Πολ.Δ, πλην του αιτήματος καταβολής τόκων από 29-12-2014, το οποίο είναι μη νόμιμο και απορριπτέο, αφού η ημερομηνία αυτή δεν συνιστά δήλη ημέρα, ούτε οι ενάγοντες επικαλούνται ότι επιχείρησαν κατά την ημερομηνία αυτή όχληση «ακριβή, ορισμένη και σαφή» προς τις εναγόμενες για να τους καταβάλουν τα αιτούμενα ποσά (Α.Π. 999/2015, Α.Π. 1866/2014, Α.Π. 1605/2013, www.areiospagos.gr)] και να αναγνωριστεί ότι οι τελευταίες υποχρεούνται να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη: α) στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 177.200,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 16-2-2015, οπότε παρήλθε η δεκαήμερη προθεσμία που είχε ταχθεί με την από 5-2-2015 εξώδικη όχλησή του προς τις εναγόμενες (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. ……../5-2-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………….), β)  στη δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 72.200,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 16-2-2015, οπότε παρήλθε η δεκαήμερη προθεσμία που είχε ταχθεί με την από 5-2-2015 εξώδικη όχλησή της προς τις εναγόμενες (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. ………./5-2-2015 έκθεση επίδοσης του ιδίου άνω δικαστικού επιμελητή), γ) στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 86.100,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 27-2-2015, οπότε παρήλθε η δεκαήμερη προθεσμία που είχε ταχθεί με την από 16-2-2015 εξώδικη όχλησή του προς τις εναγόμενες (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. ………./16-2-2015 έκθεση επίδοσης του ιδίου άνω δικαστικού επιμελητή), δ) στην τέταρτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 71.200,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 16-2-2015, οπότε παρήλθε η δεκαήμερη προθεσμία που είχε ταχθεί με την από 5-2-2015 εξώδικη όχλησή της προς τις εναγόμενες (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. ………./5-2-2015 έκθεση επίδοσης του ιδίου άνω δικαστικού επιμελητή) και ε) στον πέμπτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 83.100,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 16-2-2015, οπότε παρήλθε η δεκαήμερη προθεσμία που είχε ταχθεί με την από 5-2-2015 εξώδικη όχλησή του προς τις εναγόμενες (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. ……../5-2-2015 έκθεση επίδοσης του ιδίου άνω δικαστικού επιμελητή), έως την πλήρη εξόφληση. Τέλος, οι εναγόμενες, λόγω της ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικασθούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν νομίμου σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, 63 παρ. 1α’, 68 παρ. 1, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), δικαστικά έξοδα που θα καθοριστούν ενιαία, λόγω της κοινής νομικής τους παράστασης (Α.Π. 21/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενώ πρέπει να διαταχθεί και η επιστροφή στους εκκαλούντες στην Α έφεση του παραβόλου άσκησης αυτής (άρθρο 495 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις Α και Β εφέσεις.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Ι. Απορρίπτει κατ’ ουσία τη Β έφεση.          Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.          Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με κωδικό  e-παραβόλου άσκησης έφεσης …………. του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.          ΙΙ. Δέχεται κατ’ ουσία την Α έφεση.          Εξαφανίζει τη με αριθ. 920/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί και δικάζει κατ΄ ουσία την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 21-12-2015 και με ΓΑΚ ……….. και ΕΑΚ ………./21-12-2015 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη: α) στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των εκατόν εβδομήντα επτά χιλιάδων, διακοσίων (177.200,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 16-2-2015 έως την πλήρη εξόφληση, β) στη δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό των εβδομήντα δυο χιλιάδων διακοσίων (72.200,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 16-2-2015 έως την πλήρη εξόφληση, γ) στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των ογδόντα έξι χιλιάδων εκατό (86.100,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 27-2-2015 μέχρι την πλήρη εξόφληση, δ) στην τέταρτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των εβδομήντα μια χιλιάδων διακοσίων (71.200,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 16-2-2015 έως την πλήρη εξόφληση και ε) στον πέμπτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των ογδόντα τριών χιλιάδων εκατό (83.100,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 16-2-2015 έως την πλήρη εξόφληση.

Καταδικάζει τις εναγόμενες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του με κωδικό e- παραβόλου άσκησης έφεσης …………….  του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  11 Μαρτίου 2021   και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 9 Απριλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ