Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 255/2021

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός  αποφάσεως    255 /2021

ΤΟ   ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη δικαστή Μαρία Κωττάκη, εφέτη, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα  Δ.Π..

Συνεδρίασε   δημόσια    στο  ακροατήριό  του,   στις   ………………….,  για    να   δικάσει  την υπόθεση  μεταξύ  :

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1……2……..3…..4…….5…6….7……8……, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του Πληρεξουσίου Δικηγόρου Παναγιώτη Λαζαράτου δυνάμει δηλώσεως κατ΄άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία (όπως παραδεκτώς διορθώθηκε με δήλωση καταχωρισθείσα στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης και της παρούσας πρακτικά) : “Διοίκηση 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας (Δ.Υ.ΠΕ.) Πειραιώς και Αιγαίου”, που εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, Θηβών αρ. 196-198, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτού, το οποίο παραστάθηκε δια της Πληρεξουσίας Δικηγόρου Παρασκευής Γεωργίου.

Οι εκκαλούντες  άσκησαν κατά του εφεσίβλητου  την  από 22.3.2019 αγωγή, που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με  ΓΑΚ /ΕΑΚ …………./2019, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθ. 1287/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που την απέρριψε. Με την ίδια απόφαση το ως άνω δικαστήριο κρίθηκε κατά τόπον αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών ως προς τους, μη διαδίκους εν προκειμένω, ………. (έβδομο ενάγοντα) και “Διοίκηση 6ης Υγειονομικής Περιφέρειας Πελοποννήσου, Ιονίων Νήσων, Ηπείρου και Δυτικής Ελλάδας” (δεύτερη εναγομένη).

Κατά της ανωτέρω 1287/2020 οριστικής αποφάσεως, καθ’ ο μέρος αυτή απέρριψε την αγωγή τους, οι εκκαλούντες άσκησαν την από 27.7.2020 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με ΓΑΚ/ΕΑΚ : ………./2020 και στη Γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου με ΓΑΚ/ΕΑΚ: ………../29.07.2020, και προσδιορίσθηκε να δικασθεί κατά την αναφερομένη στην αρχή δικάσιμο.

Κατά  τη  συζήτηση  της υποθέσεως,  οι  πληρεξούσιοι  δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις  προτάσεις  που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ  ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ  ΚΑΤΑ  ΤΟ  ΝΟΜΟ

Ι.  Η υπό κρίση από 27.07.2020 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1287/2020  οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614 αριθ. 3 και 621 ΚΠολΔ, έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη δικαστηρίου, και εμπρόθεσμα. Πρέπει επομένως να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518 § 1, 520 § 1, 522, 533 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι κατά την κατάθεση του δικογράφου της εφέσεως οι εκκαλούντες κατέθεσαν, για το παραδεκτό της, το υπ΄αριθ. ……………/2020 ηλεκτρονικό παράβολο (e- παράβολο), ποσού 100 ευρώ, χωρίς να υποχρεούνται προς τούτο καθόσον πρόκειται για εργατική διαφορά που ρητώς εξαιρείται από την υποχρέωση καταθέσεως παραβόλου (αρθ. 495 παρ. 3  εδάφιο τελευταίο ΚΠολΔ).  Επομένως, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του ως άνω αχρεωστήτως καταβληθέντος παραβόλου ανεξάρτητα από την έκβαση της εφέσεως.

ΙΙ. Με την από 22.03.2019 κριθείσα αγωγή τους, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, εκθέτουν ότι είναι ιατροί, με τις αναφερόμενες ειδικότητες, προσληφθέντες από το ΙΚΑ και μεταφερθέντες στη συνέχεια αρχικά στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και ακολούθως, δυνάμει των άρθρων 16 και 17 του Ν. 4238/2014, στο εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο, όπου και   απασχολούνταν, με  συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου  χρόνου,  μέχρι την  16-01-2019, οπότε και έλαβε χώρα η απόλυσή τους. Ότι, ειδικότερα, δυνάμει των διατάξεων του Ν.   4238/2014,  αφού  αφαιρέθηκε από τον  Ε.Ο.Π.Υ.Υ  η αρμοδιότητα  για παροχή υπηρεσιών πρωτοβάθμιας υγείας και μεταφέρθηκε στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (που αποτελούν πλέον τις     δημόσιες δομές παροχής     υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του Π.Ε.Δ.Υ), προβλέφθηκε η θέση ιατρών και οδοντιάτρων σε καθεστώς διαθεσιμότητας και ακολούθησε η μεταφορά των εργασιακών τους σχέσεων στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.ΠΕ). Ότι το ανωτέρω νομοθετικό καθεστώς επέφερε ουσιώδεις μεταβολές στις εργασιακές σχέσεις των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων και δη αιφνίδια ανατροπή στην οικονομική και επαγγελματική τους ζωή αφού μέχρι τότε και επί σειρά ετών είχαν το δικαίωμα να διατηρούν ιδιωτικά ιατρεία  και γενικότερα να ασκούν ελευθέριο επάγγελμα ενώ δεν προβλέφθηκε η απολύτως αναγκαία μεταβατική περίοδος προσαρμογής, δηλαδή περίοδος αναγκαία για την ομαλή διακοπή του ελευθέριου επαγγέλματος, χωρίς αυτό να αντισταθμίζεται από την υπαγωγή τους σε κάποιο ειδικό βελτιωμένο μισθολόγιο, αλλά θα εξακολουθούσαν να αμείβονται ως απλοί υπάλληλοι ΠΕ  χωρίς να είναι βέβαιη η ένταξή τους στο Ε.Σ.Υ.   Ότι ακολούθησε πλήθος δικαστικών προσφυγών με σκοπό την κατάργηση του  ως άνω δυσμενώς γι΄αυτούς μεταβληθέντος εργασιακού καθεστώτος και εκδόθηκαν δικαστικές αποφάσεις που έκριναν αντισυνταγματικές τις ως άνω διατάξεις, όπως αυτές (αποφάσεις) αναφέρονται στην αγωγή,  με τις οποίες υποχρεώθηκε το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο να αποδέχεται προσωρινά τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους χωρίς διακοπή άσκησης  του ελεύθερου  επαγγέλματός  τους.  Ότι, στη  συνέχεια,  ο   νομοθέτηs, παρεμβαίνοντας ευθέως στις εκκρεμείς σχετικές δίκες, όρισε, με το άρθρο 26 του Ν. 4461/2017, ότι οι ιατροί των άρθρων 16 και 17 του Ν. 4238/2014, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις Δ.Υ.Πε ασκώντας παράλληλα το ελευθέριο επάγγελμά τους, δυνάμει προσωρινών διαταγών ή δικαστικών αποφάσεων, οφείλουν να παύσουν το  ελευθέριο επάγγελμά τους  μέχρι την 31.12.2018, προσκομίζοντας βεβαίωση διακοπής της δραστηριότητάς τους αυτής αλλά και επικυρωμένο αντίγραφο παραίτησής τους από το δικόγραφο και το δικαίωμα αίτησης, αγωγής, προσφυγής ή ενδίκου μέσου που έχουν ασκήσει ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου,  πολιτικού ή διοικητικού, από και λόγω της εφαρμογής των άρθρων 16 και 17 του Ν. 4238/2014, καθώς και από αξιώσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί ή θα εκδοθεί δικαστική απόφαση. Ότι η παρέμβαση αυτή του νομοθέτη σε εκκρεμείς δίκες είναι αντισυνταγματική, παραβιάζουσα την αρχή της  διάκρισης  των λειτουργιών  αλλά και τα άρθρα  20 παρ.  1 και 87 του Συντάγματος, καθώς και τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., ενώ καθ’ο μέρος το άρθρο 26 του Ν. 4461/2017 θεσπίζει υποχρεωτική διακοπή του ελεύθερου επαγγέλματός τους,  προκειμένου να κατοχυρώσουν θέση ιατρού  σε Δ.Υ.ΠΕ.          (ήδη υπό ένταξη στο Ε.Σ.Υ.),  είναι επίσης αντισυνταγματικό, καθώς αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4, 25 παρ.1 εδ. δ’ του Συντάγματος, στο Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και στις αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου και στο δικαίωμα για προστασία της οικονομικής και συμβατικής ελευθερίας, δεδομένου ότι αυτού του είδους η δραστική παρέμβαση του νομοθέτη δεν δικαιολογείται από λόγο  δημόσιου  συμφέροντος, ενώ  η ανατροπή   των οικονομικών δεδομένων της ζωής των θιγομένων ιατρών έγινε χωρίς   αποζημίωσή τους.  Ότι, επιπροσθέτως, η αιτιολογία των  διαπιστωτικών πράξεων της απολύσεώς τους είναι αόριστη, ασαφής, αντιφατική και καταχρηστική και κατ’ επέκταση, η επί τη βάσει της  αιτιολογίας αυτής, απόλυσή τους είναι άκυρη. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι η η απόλυσή τους είναι άκυρη και να υποχρεωθεί το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο Ν.Π.Δ.Δ. να συνεχίσει να αποδέχεται την προσηκόντως  προσφερόμενη εργασία τους υπό τους ίδιους όρους που την παρείχαν και πριν από την απόλυσή τους  και με  διατήρηση όλων των δικαιωμάτων τους, χωρίς διακοπή του ελευθέριου επαγγέλματός τoυς καταβάλλοντας   πλήρως  τις νόμιμες αποδοχές τους, επί  ποινή τριακοσίων (300) ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσής του στην απόφαση που θα εκδοθεί.

Η εκκαλουμένη αφενός παρέπεμψε την υπόθεση λόγω αναρμοδιότητας στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών ως προς τους μη διαδίκους εν προκειμένω έβδομο ενάγοντα και δεύτερο εναγόμενο αφετέρου ως προς τους λοιπούς ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες και το ήδη εφεσίβλητο απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς τη βάση περί ακυρότητας της απολύσεώς τους λόγω αντισυνταγματικότητας των διατάξεων δυνάμει των οποίων αυτή έλαβε χώρα ενώ, ως προς τη βάση περί ακυρότητας των διαπιστωτικών πράξεων απολύσεως ελλείψει αιτιολογίας, έκρινε ότι δεν έχει δικαιοδοσία να τη δικάσει κι ότι αρμόδια είναι τα διοικητικά δικαστήρια και την απέρριψε για το λόγο αυτό.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται τώρα οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την υπό κρίση έφεση, για κακή εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνισή της και την αποδοχή της αγωγής τους.

ΙΙΙ.  Με  τη διάταξη του άρθρου 17 του Ν. 3918/2011 συστάθηκε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ)», στο οποίο ορίστηκε ότι μεταφέρονται και εντάσσονται, ως υπηρεσίες, αρμοδιότητες και προσωπικό, ο κλάδος υγείας του Ι.Κ.Α – Ε.Τ.Α.Μ με τις μονάδες υγείας του, το κέντρο διάγνωσης ιατρικής της εργασίας του Ι.K.A με το σύνολο του εξοπλισμού του, οι κλάδοι υγείας του Ο.Γ.Α και του Ο. Α.Ε.Ε και ο Ο.Π.Α.Δ, ως προς τις παροχές σε είδος. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 26 του ιδίου νόμου, το διοικητικό, ιατρικό, νοσηλευτικό, παραϊατρικό και λοιπό προσωπικό, καθώς και οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή, που υπηρετούν στις περιφερειακές υπηρεσίες του Ι.Κ.Α -Ε.Τ.Α.Μ που εντάσσονται στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ, μεταφέρεται στον τελευταίο από την ημερομηνία ένταξής τους σε αυτόν. Το ανωτέρω ιατρικό προσωπικό μεταφέρεται με την ίδια εργασιακή σχέση, την οργανική θέση, βαθμό, κλάδο και ειδικότητά που κατέχει. Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ως άνω Ν. 3918/2011 εκδόθηκε η Φ.80000/32115/2009/28.12.2011 κοινή  απόφαση των Υπουργών Εργασίας,  Κοινωνικής Ασφάλισης, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με την οποία ορίζεται ότι από 1.1.2012 μεταφέρονται στον E.O.Π.Y.Y από το Ι.Κ.Α – Ε.ΤΑ.Μ οι Νομαρχιακές Μονάδες Υγείας, οι Τοπικές Μονάδες Υγείας, τα Τοπικά Ιατρεία, τα Διαγνωστικά Κέντρα, οι Υγειονομικές Υπηρεσίες που δεν αποτελούν οργανικές μονάδες και λειτουργούν μέχρι τότε ενταγμένες στις υπηρεσίες ασφάλισης του Ιδρύματος κλπ, που αποτελούν, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του π.δ 266/1989 (όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του π.δ. 363/1992) μαζί με τις λοιπές αναφερόμενες εκεί υπηρεσίες, τις Υπηρεσίες Υγείας του Ι.Κ.Α. Επίσης, με το άρθρο 29 παρ. 1 του ίδιου ως άνω Ν. 3918/2011 ορίζεται ότι ο E.O.Π.Y.Y αποτελεί καθολικό διάδοχο των εντασσόμενων φορέων και υπεισέρχεται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις  αυτών (βλ. ΑΠ 702/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1165/2014 ΤΝΠ “ΝΟΜΟΣ”). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του Ν. 4238/2014  «Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ και λοιπές διατάξεις», αναδιοργανώθηκε το δημόσιο σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στη χώρα μας, με γενικό σκοπό τη δημιουργία ενός καθολικού και ολοκληρωμένου συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (Π.Φ.Υ), υπό τη Διοίκηση των Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε). Για τον σκοπό αυτό η αρμοδιότητα για την παροχή υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, την οποία προηγουμένως παρείχε ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ, μεταφέρθηκε στις Δ.Υ.Πε μαζί με τις υπάρχουσες δομές του Ε.Ο.Π.Υ.Υ, τις εγκαταστάσεις και την υλικοτεχνική υποδομή του (ιατροτεχνολογικός και λοιπός εξοπλισμός), καθώς και το κάθε είδους υγειονομικό, φαρμακευτικό και λοιπό αναλώσιμο υλικό του, τις υφιστάμενες συμβάσεις του, καθώς και τις διαγωνιστικές διαδικασίες που βρίσκονταν σε εξέλιξη (άρθρο 21 παρ. 5 – 8 του Ν. 4238/2014). Στο άρθρο 16 (διαθεσιμότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ) του ίδιου ως άνω Ν. 4238/2014 ορίζεται ότι: «1. Το σύνολο του μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) ιατρικού, οδοντιατρικού, νοσηλευτικού, επιστημονικού, παραϊατρικού, τεχνικού, διοικητικού προσωπικού των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ τίθεται, αυτοδικαίως, από την ισχύ του παρόντος, σε καθεστώς διαθεσιμότητας με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχει. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παραμένουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας επί ένα (1) μήνα και εν συνεχεία μετατάσσονται / μεταφέρονται, μετά από αίτησή τους, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου, σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται για το σκοπό αυτό στις Διοικήσεις των αντίστοιχων, χωροταξικά, Υγειονομικών Περιφερειών (ΔΥ.Πε), όπως προβλέπεται με την παρ. 4 του άρθρου 17 του Ν. 4224/2013. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζεται η χωροταξική κατανομή, ανά Υγειονομική Περιφέρεια, των υφιστάμενων Μονάδων Υγείας του E.O.Π.Y.Y. Στους υπαλλήλους που τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας καταβάλλονται τα τρία τέταρτα (3/4) των αποδοχών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, εξακολουθούν να καταβάλλονται από το φορέα οι προβλεπόμενες, ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου που αναλογούν για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση, πρόνοια και υγειονομική περίθαλψη. Οι εισφορές αυτές, από τη θέση του υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα και για το χρονικό διάστημα που αυτή διαρκεί, προσδιορίζονται στο 75% των αποδοχών αυτού» και «3. Οι διαπιστωτικές πράξεις για τη θέση σε καθεστώς διαθεσιμότητας των ανωτέρω υπαλλήλων εκδίδονται από το όργανο διοίκησης του φορέα προέλευσης». Με το άρθρο 17 (κινητικότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ προς Δ.Υ.Πε) του ίδιου Ν. 4238/2014 προβλέφθηκε ότι: «1. Εκ των υπαλλήλων των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, οι ιατροί / οδοντίατροι, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ, μετατάσσονται/μεταφέρονται αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, κατόπιν αιτήσεώς τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης, λαμβανομένων υπόψη και των ρυθμίσεων της παρ. 18 του άρθρου 32 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει. Το λοιπό προσωπικό των ως άνω παραγράφων 1 και 2 μετατάσσεται / μεταφέρεται, αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, κατόπιν αιτήσεώς τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης. Η ισχύς των προηγούμενων εδαφίων αρχίζει την 4η Μαρτίου 2014. Οι παραπάνω αιτήσεις υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους, εντός επτά (7) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης των διαπιστωτικών πράξεων της ως άνω παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου. Οι εν λόγω αιτήσεις, οι οποίες επέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης του Ν. 1599/1986 (Α 75), υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους στις αρμόδιες υπηρεσίες των κατά τόπους περιφερειακών διοικητικών μονάδων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ, οι οποίες με ευθύνη τους τις διαβιβάζουν στις αντίστοιχες υπηρεσίες των Δ.Υ.Πε υποδοχής, εντός τριών ημερών. Το ιατρικό / οδοντιατρικό προσωπικό που ασκεί, παράλληλα, ελευθέριο επάγγελμα και το οποίο έχει υποβάλει αίτηση αποδοχής θέσης πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης σε Δ.Υ.Πε, οφείλει, κατά το χρόνο ανάληψης υπηρεσίας και προκειμένου να αναλάβει, να προσκομίσει στην αρμόδια υπηρεσία της Δ.Υ.Πε υποδοχής βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας ή εναλλακτικά, στην περίπτωση που χωρίς δική του υπαιτιότητα είναι αδύνατη η άμεση λήψη αντίστοιχης βεβαίωσης, επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης διακοπής δραστηριότητας προς την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία υποδοχής, από τον υπόχρεο, αμέσως μετά τη λήψη της, το αργότερο εντός μηνός από την ανάληψη υπηρεσίας, άλλως απολύονται αυτοδικαίως. 2. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής της σχετικής αίτησης αποδοχής ο υπάλληλος που έχει τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας απολύεται, αυτοδικαίως, μετά την πάροδο του προκαθορισμένου χρόνου των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του παρόντος. 3. Στην περίπτωση που ο μετατασσόμενος / μεταφερόμενος υπάλληλος δεν παρουσιαστεί στην αρμόδια υπηρεσία του φορέα υποδοχής, προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία, απολύεται αυτοδικαίως. 4. Οι πράξεις μετάταξης / μεταφοράς των εν λόγω υπαλλήλων εκδίδονται από το αρμόδιο όργανο διοίκησης του φορέα υποδοχής». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 4238/2014 προκύπτει ότι οι ιατροί  και δη οι προερχόμενοι από τον κλάδο υγείας του ΙΚΑ, που συνδέονταν με αυτό με ειδικές συμβάσεις του Ν.Δ 1204/1972, οπότε και είχαν τη δυνατότητα παράλληλης ενάσκησης δραστηριότητας ελευθέριου επαγγέλματος, έπρεπε πλέον να επιλέξουν είτε μόνον την τελευταία είτε την απασχόληση στον δημόσιο τομέα, παρότι παγίως δεν υφίστατο γι’ αυτούς (πριν από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου) ασυμβίβαστο μεταξύ άσκησης ελευθέριου επαγγέλματος και απασχόλησης στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ ή προηγουμένως στο Ι.Κ.Α. Το ασυμβίβαστο αυτό θεσπίστηκε από τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 4238/2014 ως άμεσης εφαρμογής, χωρίς να προβλέπεται μεταβατική προθεσμία προσαρμογής του υπηρετούντος προσωπικού του Ε.Ο.Π.Υ. στα νέα δεδομένα που προκλήθηκαν από το ασυμβίβαστο. Ειδικότερα, εντός προθεσμίας επτά εργάσιμων ημερών από την έκδοση των διαπιστωτικών πράξεων θέσης τους σε διαθεσιμότητα, οι ιατροί του Ε.Ο.Π.Υ.Υ, εφόσον επέλεγαν τη μετάταξη / μεταφορά τους σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συνιστώνται στις Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε), έπρεπε να υποβάλουν αίτηση για τον σκοπό αυτό, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 4238/2014. Προϋπόθεση για την ανάληψη υπηρεσίας της νέας θέσης ήταν η διακοπή άσκησης του ελευθέριου επαγγέλματος. Κατόπιν τούτου και ενώ θιγόμενοι από την ανωτέρω νομοθετική μεταβολή προσέφυγαν δικαστικά για την ανατροπή αυτής, δεδομένου του προβληματισμού περί συνταγματικότητας των ανωτέρω διατάξεων, ιδίως αναφορικά με την αιφνίδια και άμεση, χωρίς πρόβλεψη εύλογης μεταβατικής περιόδου, μεταβολή του καθεστώτος εργασίας των ιατρών και οδοντιάτρων που είχαν, πάγια και επί έτη, τη δυνατότητα να ασκούν παράλληλα ελευθέριο επάγγελμα, ακολούθησε ο Ν. 4461/2017. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 26 του νόμου αυτού προβλέπεται ότι «1. Οι ιατροί και οδοντίατροι των άρθρων 16 και 17 του ν. 4238/2014 (Α 38), που παρέχουν προσωρινά τις υπηρεσίες τους στις Δ.Υ.Πε, δυνάμει σχετικών προσωρινών διαταγών ή δικαστικών αποφάσεων, ή για τους οποίους έχουν εκδοθεί προσωρινές διαταγές ή δικαστικές αποφάσεις που δεν εφαρμόστηκαν από τις Δ.Υ.Πε., εφόσον δεν έχουν καταταγεί σε θέσεις κλάδου ιατρών και οδοντιάτρων Ε.Σ.Υ. ή δεν έχουν αξιολογηθεί ή δεν έχουν υποβάλει την αίτηση της παρ. 1 του άρθρου 17 του ν. 4238/2014 (Α 38), δύνανται, μέχρι τις 30.9.2017, ακόμη και εάν έχει εκδοθεί για αυτούς διαπιστωτική πράξη απόλυσης ή οι αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει των οποίων παρέχουν προσωρινά τις υπηρεσίες τους, απώλεσαν εκ των υστέρων την ισχύ τους, να επανυποβάλουν / υποβάλουν στις αρμόδιες υπηρεσίες των οικείων Δ.Υ.Πε αίτηση ένταξής τους στον κλάδο ιατρών Ε.Σ.Υ. σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, συσταθείσες ήδη ή συνιστώμενες για το σκοπό αυτό στις Δ.Υ.Πε σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 (Α 288) είτε συνεχίζουν να ασκούν παράλληλα το ελευθέριο επάγγελμά τους είτε όχι. Οι ρυθμίσεις της παρ. 18 του άρθρου 32 του ν. 2190/1994 (Α 28) λαμβάνονται υπ’ όψιν. 2. α) Οι ιατροί και οδοντίατροι των άρθρων 16 και 17 του ν. 4238/2014, οι οποίοι, από τη μεταφορά / μετάταξή τους στις Δ.Υ.Πε συνέχισαν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε αυτές, ασκώντας παράλληλα το ελευθέριο επάγγελμά τους, παρά την ύπαρξη σχετικών απορριπτικών δικαστικών αποφάσεων ή προσωρινών διαταγών και αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων που εκ των υστέρων απώλεσαν την ισχύ τους, για τους οποίους δεν έχει εκδοθεί διαπιστωτική πράξη απόλυσης, έχουν επίσης τη δυνατότητα επανυποβολής / υποβολής της αίτησης της παραγράφου 1 του παρόντος, μέσα στην ίδια παραπάνω προθεσμία,  β) Στους ιατρούς και οδοντιάτρους της περίπτωσης α΄, για το χρονικό διάστημα από τη μεταφορά/μετάταξή τους μέχρι τις 30.9.2017, δεν εφαρμόζονται οι περί αυτοδίκαιης απόλυσης διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 4238/2014. Περαιτέρω, αυτοί, για την απασχόληση και την παροχή των υπηρεσιών τους στις Δ.Υ.Πε, για ολόκληρο το παραπάνω χρονικό διάστημα, αμείβονται με τις αποδοχές ιατρού / οδοντιάτρου Π.Ε. γ) Όσοι από τους ιατρούς και οδοντιάτρους της παραγράφου αυτής δεν επανυποβάλουν / υποβάλουν μέχρι τις 30.9.2017 την κατά την παράγραφο I του παρόντος αίτηση ένταξης απολύονται αυτοδικαίως. Τα καταβληθέντα ή καταβληθησόμενα έως την απόλυση από τις Δ.Υ.Πε σε αυτούς ποσά δεν αναζητούνται ως αχρεωστήτως καταβληθέντα. 3. α) Οι ιατροί και οδοντίατροι των παραγράφων 1 και 2, οι οποίοι επανυποβάλουν / υποβάλουν την αίτηση ένταξης σε οργανικές θέσεις της παραγράφου 1, εφόσον δεν έχουν κριθεί, αξιολογούνται και κατατάσσονται σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων Ε.Σ.Υ που εντάσσονται στο ΠΕΔΥ, μέχρι τις 31.12.2018. Μέχρι την κατάταξή τους, αμείβονται με τις αποδοχές ιατρού / οδοντιάτρου Π.Ε.  β) Με απόφαση του Υπουργού Υγείας συνιστάται και συγκροτείται, σε κάθε Δ.Υ.Πε, μέχρι τις 15.8.2017, πενταμελές Συμβούλιο αξιολόγησης των ιατρών/οδοντιάτρων, το οποίο αποτελείται από τον Διοικητή της ΔΥ.Πε., ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του τον αρμόδιο για θέματα ΠΦΥ Υποδιοικητή της Υ.Πε, και τέσσερα (4) μέλη, με τους αναπληρωτές τους, που είναι ιατροί με βαθμό Διευθυντή και έχουν την ίδια ή συναφή ειδικότητα με αυτήν του / των κάθε φορά αξιολογούμενων. Εφόσον πρόκειται για αξιολόγηση οδοντιάτρου/ων δύο (2) από τα τέσσερα (4) μέλη, με τους αναπληρωτές τους, είναι οδοντίατροι με βαθμό Διευθυντή και, ελλείψει αυτών, με βαθμό Επιμελητή Α`. Οι ιατροί και οδοντίατροι αυτοί επιλέγονται με κλήρωση αντιστοίχως από τον κατάλογο των Διευθυντών Ε.Σ.Υ της ειδικότητας και τον κατάλογο των οδοντιάτρων Διευθυντών και Επιμελητών Α`, οι οποίοι υπηρετούν στα νοσοκομεία και  τα ΚΥ/ΜΥ ΠΕΔΥ της Δ.Υ.Πε. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και ο γραμματέας του Συμβουλίου από τους υπαλλήλους Π.Ε. της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού της Δ.Υ.Πε. Η θητεία του Συμβουλίου λήγει στις 30.11.2018. γ) Oι κατατασσόμενοι στις θέσεις, κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων Ε.Σ.Υ, κατά τα παραπάνω, υποχρεούνται: αα) το αργότερο μέχρι τις 31.12.2018 να προβούν σε διακοπή της δραστηριότητας του ελευθέριου επαγγέλματος τους, ββ) εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών από την αίτησή τους της διακοπής της δραστηριότητας του ελευθέριου επαγγέλματός τους στην αρμόδια φορολογική αρχή, να προσκομίσουν στην αρμόδια υπηρεσία της οικείας Δ.Υ.Πε: ααα) βεβαίωση διακοπής της δραστηριότητας του ελευθέριου επαγγέλματός τους και, εφόσον αυτό δεν είναι δυνατόν, αντίγραφο της αίτησης διακοπής της δραστηριότητας προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ, με την υποχρέωση της κατάθεσης της βεβαίωσης διακοπής της δραστηριότητας εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την προσκόμιση της προαναφερόμενης αίτησης, και βββ) επικυρωμένο αντίγραφο παραίτησής τους από το δικόγραφο και το δικαίωμα αίτησης, αγωγής, προσφυγής ή ένδικου μέσου που έχουν ασκήσει ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, πολιτικού ή διοικητικού, από και λόγω της εφαρμογής των άρθρων 16 και 17 του ν. 4238/2014, καθώς και από αξιώσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί ή θα εκδοθεί δικαστική απόφαση. Μέχρι την προσκόμιση των παραπάνω εγγράφων από τους υπόχρεους, η έκδοση / εφαρμογή της διαπιστωτικης πράξης κατάταξής τους αναστέλλεται και αυτοί εξακολουθούν να διέπονται ως προς την υπηρεσιακή τους σχέση από τις σχετικές διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα για την κατηγορία υπαλλήλων Π.Ε, και να αμείβονται με τις οικείες αποδοχές ιατρού / οδοντιάτρου Π.Ε. Σε περίπτωση μη προσκόμισης των παραπάνω εγγράφων εντός των προαναφερομένων χρόνων και προθεσμιών, αυτοί απολύονται αυτοδικαίως και αζημίως.        4. Τα οριζόμενα στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 3 ισχύουν και εφαρμόζονται και στους ιατρούς και οδοντιάτρους των άρθρων 16 και 17 του ν. 4238/2014, για τους οποίους έχει εκδοθεί διαπιστωτική πράξη κατάταξης και οι οποίοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις Δ.Υ.Πε, ασκώντας παράλληλα το ελευθέριο επάγγελμά τους, δυνάμει προσωρινών διαταγών ή δικαστικών αποφάσεων. 5. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 και των περιπτώσεων α΄ και γ΄ της παραγράφου 3 εφαρμόζονται αναλόγως στους ιατρούς /οδοντιάτρους της υποπαραγράφου ΙΖ. 1 της παρ. ΙΖ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α 85), οι οποίοι υπηρετούν σε δημόσια νοσοκομεία και παρέχουν προσωρινά τις υπηρεσίες τους σε αυτά, δυνάμει προσωρινών διαταγών ή δικαστικών αποφάσεων είτε συνεχίζουν να ασκούν παράλληλα το ελευθέριο επάγγελμά τους είτε όχι. Η αξιολόγηση και κατάταξη του προσωπικού αυτού στον κλάδο ειδικευμένων ιατρών Ε.Σ.Υ. πραγματοποιείται από το Συμβούλιο Αξιολόγησης Ιατρών της παραγράφου Δ2 της υποπαραγράφου ΙΖ. 1 της παρ. ΙΖ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014, το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Υγείας». Με τις παραπάνω διατάξεις του Ν. 4461/2017 ο νομοθέτης επανέρχεται στο ζήτημα που είχε ρυθμιστεί ως άνω με τις διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του Ν. 4238/2014, ορίζοντας ότι οι ιατροί και οδοντίατροι των τελευταίων διατάξεων, που όμως είχαν προσφύγει κατά της προβλεφθείσας διαδικασίας δικαστικά και είτε έχουν δικαιωθεί, ακόμα και αν είχε εκδοθεί διαπιστωτική πράξη απόλυσής τους, είτε δεν έχουν δικαιωθεί ή η υπέρ αυτών δικαστική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων έχασε την προσωρινή ισχύ της, εφόσον όμως για τους τελευταίους δεν έχει εκδοθεί διαπιστωτική πράξη απόλυσής τους, πρέπει εκ νέου να επιλέξουν είτε την απασχόληση στον δημόσιο τομέα υγείας είτε την άσκηση της ιατρικής ως ελευθέριου επαγγέλματος. Το ασυμβίβαστο αυτό, με τις διατάξεις του Ν. 4461/2017, δεν θεσπίζεται, όπως με τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 4238/2014, ως άμεσης εφαρμογής αφού πλέον προβλέπεται μεταβατική προθεσμία και δη ανώτερη του ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου (4461/2017), προκειμένου το προσωπικό να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα που προκαλούνται από το ασυμβίβαστο. Ειδικότερα, οι ανωτέρω ιατροί και οδοντίατροι κλήθηκαν να υποβάλουν / επανυποβάλουν αίτηση ένταξής τους στον κλάδο ιατρών / οδοντιάτρων Ε.Σ.Υ, μέχρι τις 30.9.2017, είτε συνεχίζουν να ασκούν παράλληλα το ελευθέριο επάγγελμά τους είτε όχι, όμως οι κατατασσόμενοι, με την ειδικώς προβλεπόμενη διαδικασία, η ολοκλήρωση της οποίας προβλέφθηκε εντός συγκεκριμένων χρονικών ορίων, υποχρεούνται, όχι άμεσα, αλλά μέχρι τις 31.12.2018, οπότε θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί και η διαδικασία κατάταξής τους, να προβούν σε διακοπή της δραστηριότητας του ελευθέριου επαγγέλματός τους. Σημειώνεται ότι από τις ρυθμίσεις του ανωτέρω Ν. 4461/2017, με βάση τη διατύπωση του νομοθέτη, εξαιρέθηκαν κατηγορίες ιατρών και οδοντιάτρων των άρθρων 16 και 17 του Ν. 4238/2014. Ήτοι εξαιρέθηκαν αφενός οι ιατροί και οδοντίατροι, οι οποίοι είχαν υποβάλλει αίτηση ένταξής τους στον κλάδο ιατρών του Ε.Σ.Υ, υπό τις προϋποθέσεις του Ν. 4238/2014, διακόπτοντας έκτοτε και άμεσα το ελευθέριο επάγγελμά τους, αυτονόητα χωρίς να εκδοθεί διαπιστωτική πράξη απόλυσης για αυτούς, καθώς και οι ιατροί για τους οποίους, αφού εξακολούθησαν τη δραστηριότητα του ελευθέριου επαγγέλματός τους, παρά τις ρυθμίσεις του Ν. 4238/2014, είχαν εκδοθεί διαπιστωτικές πράξεις απόλυσης, κατά των οποίων δεν προσέφυγαν, αποδεχόμενοι τη λύση των συμβατικών τους σχέσεων, οπότε συνακόλουθα δεν υφίστατο λόγος περαιτέρω ρύθμισης του ζητήματος ως προς τις ως άνω εξαιρούμενες κατηγορίες, αφετέρου δε εξαιρέθηκαν οι ιατροί και οδοντίατροι, οι οποίοι προσέφυγαν δικαστικά όμως δεν δικαιώθηκαν ή έπαυσε η προσωρινή δικαστική προστασία που είχαν επιτύχει ή ακόμα δεν υφίσταται δημοσιευμένη δικαστική απόφαση περί αυτών, με τη σημείωση ότι ήδη ως προς τις τελευταίες εξαιρούμενες περιπτώσεις, έχει υπάρξει σχετική νομοθετική ρύθμιση, με τη διάταξη του άρθρου 127 του Ν. 4600/2019. Αποτέλεσμα τούτου είναι ότι οι ως άνω εξαιρούμενοι δεν δύνανται και εκείνοι, όπως οι εντασσόμενοι στις ρυθμίσεις του Ν. 4461/2017, κάνοντας χρήση αυτής της μεταβατικής προθεσμίας και διατηρώντας τη δραστηριότητα του ελευθέριου επαγγέλματος τους μέχρι 31.12.2018, ήτοι για χρόνο σαφώς μεταγενέστερο, εκείνου που είχε προβλεφθεί με τον Ν. 4238/2014, να υποβάλουν / επανυποβάλουν αίτηση ένταξής τους στον κλάδο ιατρών του Ε.Σ.Υ.  Το γεγονός αυτό ενδεχομένως να εγείρει ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας, που αφορά, όμως, τους εξαιρούμενους από τις διατάξεις του. Ν. 4461/2017, ήτοι εκείνους που δεν μπορούν, βάσει των οριζόμενων με τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, να επανέλθουν υποβάλλοντας σχετική αίτηση, ώστε να καταταγούν στο Ε.Σ.Υ, και όχι τους εντασσόμενους στις διατάξεις αυτού (ήτοι ενδεχομένως, λόγω αντίθεσης στη διάταξη του άρθρου 4 του Συντάγματος, να δύναται να εγείρει ζήτημα επέκτασης των σχετικών ρυθμίσεων και στους εξαιρούμενους, εφόσον ήθελε κριθεί ότι η ανωτέρω εξαίρεση και η συνακόλουθη διάκρισή τους δεν είναι δικαιολογημένη (πρβλ. ΟλΑΠ 9/2004, ΟλΑΠ 46/2005, ΑΠ 482/2017, ΑΠ 2122/2013, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αναφορικά με τα πρόσωπα που καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις της διάταξης του άρθρου 26 Ν. 4461/2017, συγκεκριμένα ως προς τη δυνατότητα υποβολής / επανυποβολής αίτησης ένταξης στον κλάδο ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ, με την παράλληλη υποχρέωση διακοπής της δραστηριότητας του ελευθέριου επαγγέλματός τους μέχρι την 31.12.2018, δεν εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας, κατά τούτο, ενόψει του ότι το κρίσιμο ζήτημα (ένταξης στο Ε.Σ.Υ) επαναρρυθμίζεται. Κατά το μέρος των ρυθμίσεων της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 26 του Ν. 4461/2017, που δεν άπτονται της εξέλιξης δικών και διαγνωσμένων δικαιωμάτων, από και λόγω του Ν. 4238/2014, δηλαδή, κατά κύριο λόγο πλην της διάταξης του άρθρου 26 παρ. 3 στοιχ. γ περ. ββ υποπερ. βββ του Ν. 4461/2017 (που επιβάλλει παραίτηση από δικόγραφο και δικαίωμα για αξιώσεις που ανέκυψαν από και λόγω του Ν. 4238/2014), δεν υφίσταται παρέμβαση του νομοθέτη σε εκκρεμή δίκη, ούτε αναδρομική ρύθμιση έννομης σχέσης. Τούτο διότι οι εντασσόμενοι στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 26 παρ. 1 και 2 του Ν, 4461/2017, ήτοι με βάση όσα προεκτέθηκαν, λαμβανομένης υπόψη και της ρύθμισης του άρθρου 127 του Ν. 4600/2019, το σύνολο των ιατρών και οδοντιάτρων, των οποίων η ένταξη ή μη στο Ε.Σ.Υ παρέμενε εκκρεμής, δικαιούνται να υποβάλουν / επανυποβάλουν αίτηση ένταξής τους στο Ε.Σ.Υ, χωρίς τούτο να επηρεάζει την έκβαση δικών και χωρίς, καταρχάς, να θίγονται δικαιώματα, από και λόγω του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος (από και λόγω του Ν. 4238/2014) και ανεξάρτητα από το τελευταίο. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι για την ευδοκίμηση της εν λόγω αίτησης τίθενται από τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 3 στοιχ. γ κατ’ ουσίαν δύο προϋποθέσεις, αφενός διακοπής της δραστηριότητας του ελευθέριου επαγγέλματος μέχρι 31.12.2018, αφετέρου, και παράλληλα, παραίτηση από δικόγραφο και δικαίωμα επί πάσης φύσεως αξιώσεων που έχουν ανακύψει από και λόγω της εφαρμογής του Ν. 4238/2014. Σημειώνεται ότι εκάστη των προϋποθέσεων αυτών δεν μπορεί παρά να τύχει αυτοτελούς εκτιμήσεως, ως προς τον οριακό και μόνο έλεγχο συνταγματικότητας, στον οποίο προβαίνει το Δικαστήριο. Άλλωστε, ο συνταγματικός έλεγχος είναι παρεμπίπτων (δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με την ευκαιρία της κρίσης για την κύρια υπόθεση που απασχολεί το Δικαστήριο), αλλά και συγκεκριμένος, αφορών, δηλαδή, μόνο στη διάταξη νόμου που είναι κρίσιμη για την επίλυση της εκάστοτε ένδικης διαφοράς (Κ. Χρυσόγονος Συνταγματικό Δίκαιο, έκδ. 2003, σελ. 134-137) και, υπό την έννοια αυτή διαπίστωση αντισυνταγματικότητας μίας επιμέρους ρυθμίσεως και, για το λόγο αυτό, μη εφαρμογή της, δεν άγει στην αυτόθροη διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας εν γένει των ρυθμίσεων μίας νομοθετικής διατάξεως και στη συλλήβδην μη εφαρμογή αυτής στο σύνολό της. Ως εκ τούτου, και οι ρυθμίσεις της διάταξης του άρθρου 26 παρ. 3 στοιχ. γ του Ν. 4461/2017, υπόκεινται στον παρεμπίπτοντα, αλλά συγκεκριμένο έλεγχο συνταγματικότητας, με αποτέλεσμα εκάστη αυτών να ελέγχεται αυτοτελώς. Πολλώ δε μάλλον όταν, στην προκειμένη περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 3 στοιχ. γ του Ν. 4461/2017, αξιώνει τη συνδρομή σωρευτικά και όχι συμπλεκτικά δύο προϋποθέσεων, αφού η πλήρωση εκάστης αυτών δύναται να λάβει χώρα αυτοτελώς και χωρίς να εξαρτάται από την πλήρωση της άλλης. Τούτο διότι η δυνατότητα πλήρωσης της πρώτης προϋποθέσεως περί παύσεως της δραστηριότητας του ελευθέριου επαγγέλματος μέχρι την 31.12.2018, τιθέμενη αυτοτελώς, δεν εξαρτάται από την παραίτηση των ίδιων προσώπων από δικόγραφο και δικαιώματα, από και λόγω των διατάξεων του Ν. 4238/2014, ήτοι από την πλήρωση της δεύτερης προϋποθέσεως που τίθεται με τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 3 στοιχ. γ περ. ββ υποπερ. βββ του ως άνω νόμου. Περαιτέρω και ειδικότερα σε σχέση με τις προαναφερόμενες κατ’ ουσίαν δύο προϋποθέσεις, που θέτει ή ως άνω διάταξη του άρθρου 26 παρ. 3 στοιχ. γ του Ν. 4461/2017, είναι γεγονός ότι, τουλάχιστον για το ζήτημα συνταγματικότητας ή μη των σχετικών ρυθμίσεων, που ενδιαφέρουν την ένδικη υπόθεση, προσήκει διαφορετική αντιμετώπιση. Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, περί υποχρεώσεως παύσεως της δραστηριότητας του ελευθέριου επαγγέλματος, έως την 31.12.2018, ώστε να δύνανται οι ενδιαφερόμενοι να ενταχθούν στον κλάδο ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ, δεν ανακύπτει ζήτημα αντισυνταγματικότητας της συγκεκριμένης νομοθετικής ρυθμίσεως που εισάγεται με την ως άνω διάταξη του άρθρου 26 παρ. 3 στοιχ. γ περ. αα και ββ. υποπερ. ααα του Ν. 4461/2017. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις που έχουν προεκτεθεί, αρχής γενομένης από το Ν. 3918/2011, οπότε και μεταφέρθηκαν στο Ε.Σ.Υ οι υπηρεσίες νοσοκομειακής υποστήριξης και μονάδες υγείας του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, καθώς και οι ιατροί που υπηρετούσαν σε αυτές, είτε ως μόνιμο προσωπικό, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, είτε με ειδικές συμβάσεις εργασίας, εντάσσονται στο πλαίσιο γενικότερης προσπάθειας συνολικής αναδιάρθρωσης της δημόσιας διοίκησης και εξορθολογισμού της οργάνωσης και στελέχωσης των υπηρεσιών παροχής υγείας και, συνεπώς, εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον (πρβλ ΣτΕ 917/2015, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Οι ανωτέρω διατάξεις θεσπίστηκαν για τη διαμόρφωση, κατ’ επιλογή του νομοθέτη, ενός ενιαίου και μοναδικού συστήματος ορθολογικής, αποτελεσματικής και διαρκούς παροχής υγειονομικής περίθαλψης σε όλους τους πολίτες και κατοίκους της χώρας, η οποία θα παρέχεται, μόνο από τις ενταγμένες στο ΕΣΥ μονάδες υγείας και νοσοκομεία, οπότε, κατά λογική ακολουθία, θα πρέπει πλέον όλοι οι απασχολούμενοι ιατροί του ΕΣΥ, ήτοι και αυτοί που προέρχονται από τις καταργηθείσες υπηρεσίες νοσοκομειακής υποστήριξης και τους καταργηθέντες κλάδους υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, να τελούν υπό ακριβώς όμοιο, νομικό και πραγματικό, καθεστώς παροχής των ιατρικών τους υπηρεσιών, αφού όλοι θα απασχολούνταν πλέον σε οργανικές θέσεις ιατρών του Ε.Σ.Υ. Ο ανωτέρω σκοπός, αποβλέποντας στην καλύτερη και αποδοτικότερη διαμόρφωση και διοργάνωση ενός ενιαίου συστήματος παροχής υπηρεσιών υγείας, στην αποφυγή του κατακερματισμού της παροχής των υπηρεσιών αυτών υπό διάφορους φορείς και από ιατρούς υπαγόμενους σε διαφορετικά νομικά καθεστώτα και στον εξορθολογισμό του νοσοκομειακού δικτύου και της αντίστοιχης δημοσιονομικής δαπάνης, σκοπός που πραγματικά επιτελείται με την ύπαρξη ενός και μόνο συστήματος παροχής υπηρεσιών υγείας, αποτελεί, άνευ ετέρου, σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Για την επίτευξή του είναι αναγκαία αφενός μεν η στελέχωση του Ε.Σ.Υ με ιατρικό προσωπικό, ενιαία αντιμετωπιζόμενο και απασχολούμενο υπό το ίδιο νομικό και πραγματικό καθεστώς, έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο, αφετέρου δε η εξάλειψη οποιασδήποτε ανισότητας μεταξύ των μελών του ιατρικού προσωπικού. Ακριβώς για το λόγο αυτό, για την αποφυγή δηλαδή διχοτόμησης του ιατρικού προσωπικού, ενόψει του ότι όλοι πλέον, ήτοι και οι ιατροί από τις πρώην υπηρεσίες νοσοκομειακής υποστήριξης και κλάδους υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, θα απασχολούνται σε οργανικές θέσεις εργασίας, και οι τελευταίοι θα έπρεπε να επιλέξουν είτε την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στον δημόσιο τομέα υγείας, υπό το καθεστώς που υπηρετούν και οι άλλοι ιατροί του Ε.Σ.Υ, είτε την άσκηση της ιατρικής ως ελεύθερου επαγγέλματος, που νομίμως ασκούσαν πριν τις κρίσιμες νομοθετικές μεταβολές, πριν δηλαδή τη θέσπιση του σχετικού ασυμβίβαστου μεταξύ άσκησης ελευθερίου επαγγέλματος και αποκλειστικής απασχόλησης στο Ε.Σ.Υ. Υπό διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος αυτού και τη διατήρηση του συστήματος της διπλής απασχόλησης μόνο για τους μεταφερθέντες από τις καταργηθείσες υπηρεσίες νοσοκομειακής υποστήριξης και κλάδους υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ιατρούς, το μόνο που θα επιτυγχάνονταν θα ήταν η παραβίαση της αρχής της ισότητας μεταξύ αυτών και των έτερων ιατρών, αυτών δηλαδή που αποκλειστικά απασχολούνται σε οργανικές θέσεις εργασίας και θα ανατρεπόταν ο σκοπός του νόμου (πρβλ. ΕφΘεσ 1175/2019, ΕφΘρακ 244/2016, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Παρά τον προπεριγραφόμενο σκοπό που επιδιώκουν οι κρίσιμες ρυθμίσεις και ιδίως εκείνη του άρθρου 26 παρ. 3 στοιχ. ,γ περ. αα και ββ υποπερ. ααα του Ν. 4461/2017, περί υποχρέωσης των κατατασσόμενων στις θέσεις κλάδου ιατρών  / οδοντιάτρων Ε.Σ.Υ να διακόψουν την τυχόν προγενέστερη παράλληλη δραστηριότητα ελευθέριου επαγγέλματος, δεδομένης της ανατροπής που συνεπάγεται τούτο, ως προς μία κατάσταση που είχε διαμορφωθεί επί σειρά ετών, ερευνητέο παραμένει το ζήτημα περί τυχόν αντίθεσης των σχετικών ρυθμίσεων σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, σε διατάξεις συνταγματικές και τις απορρέουσες από αυτές αρχές, ιδίως της αναλογικότητας, της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, αλλά και της οικονομικής ελευθερίας και της προστασίας των περιουσιακής φύσεως αγαθών. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», ενώ στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος  ορίζεται ότι: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Στα πλαίσια των ως άνω διατάξεων έχει κριθεί (ΣτΕ 215/2012, ΣτΕ 2227/2010 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ότι στην άσκηση της κατοχυρωμένης με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος οικονομικής ελευθερίας, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η ελευθερία άσκησης επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητος, είναι δυνατόν να επιβληθούν από το νόμο περιορισμοί, οι οποίοι, για να είναι συνταγματικώς επιτρεπτοί, πρέπει να ορίζονται γενικώς κατά τρόπο αντικειμενικό και να δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, οι οποίοι τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα της ρυθμιζόμενης επαγγελματικής δραστηριότητος (ΟλΣτΕ 2204/2010, ΟλΣτΕ 1210/2010 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ενόψει δε της προαναφερθείσας συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, οι ως άνω περιορισμοί πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νομοθέτη σκοπού δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι σε σχέση προς τον σκοπό αυτό. Όσον αφορά δηλαδή στον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας των μέτρων που θεσπίζονται για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, ο νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης, ως προς τον καθορισμό των σχετικών ρυθμίσεων που αυτός κρίνει πρόσφορες και αναγκαίες, ενόψει και των δημοσιονομικών συνθηκών που επικρατούν σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο στη χώρα. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση εάν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη, είτε υπερβαίνει προδήλως το αναγκαίο, για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου ανωτέρω συνταγματικού σκοπού, μέτρο και, κατά συνεκδοχή, εάν η σχετική εκτίμηση του κοινού νομοθέτη, ως προς την προσφορότητα και αναγκαιότητα αυτής, είναι καταδήλως εσφαλμένη (ΟλΣτΕ 3031/2018, ΣτΕ 4171/2012 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ακόμη, από τη συνταγματική αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, η οποία αναγνωρίζεται και ως αρχή του κοινοτικού δικαίου, ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται να εισάγει ρυθμίσεις διαφορετικές από αυτές που ίσχυαν στο παρελθόν και προς τις οποίες έχουν προσαρμοσθεί και αποβλέψει οι διοικούμενοι, έστω και αν θίγονται υφιστάμενα δικαιώματα ή συμφέροντα αυτών, αρκεί η επιχειρούμενη ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό, νομίμως και κατά τρόπο σύμφωνο προς τις αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Και τούτο διότι η μακροχρόνια διατήρηση της ισχύος ενός ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία προσώπων νομοθετικού καθεστώτος δεν αποτελεί, κατά το Σύνταγμα, πρόσκομμα για τη μεταβολή του, δεδομένου ότι ο συνταγματικός νομοθέτης, όπου θέλησε να θεσπίσει περιορισμούς στο περιεχόμενο της ρυθμιστικής δράσης του κοινού νομοθέτη εκφράστηκε ρητά και ειδικά (άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος) και, συνεπώς, ένας γενικός περιορισμός της νομοθετικής λειτουργίας που θα στηριζόταν σε μόνο το επισφαλές κριτήριο του ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία προσώπων χαρακτήρα μιας υφιστάμενης ρύθμισης θα κατέληγε, ενόψει της ευρύτητάς του, στη διαιώνισή της και θα οδηγούσε στην παράλυση της δράσης του νομοθέτη και τη ματαίωση της, κατά το Σύνταγμα, αποστολής του να ρυθμίσει τις έννομες σχέσεις σύμφωνα με τις επιταγές του δημόσιου συμφέροντος, όπως, διαμορφώνονται από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες (ΟλΣτΕ 691/2013, ΣτΕ 1786/2012, ΣτΕ 1434/2005 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καί των Θεμελιωδών Ελευθεριών (άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974) επέμβαση του νομοθέτη σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, καταρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο, ενώ η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (ΟλΣτΕ 3177/2014, ΕφΘεσ 1175/2019 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Υπό το προαναφερόμενο πλαίσιο, η υποχρέωση που τίθεται με τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 3 στοιχ. γ περ. αα και ββ υποπερ. ααα του Ν. 4461/2017, περί παύσεως της δραστηριότητας του ελευθέριου επαγγέλματος έως την 31.12.2018, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι επιλέξουν να ενταχθούν στον κλάδο ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ, επέφερε μεν (επαναρρυθμίζοντας το ζήτημα μετά τις ήδη αναφερθείσες διατάξεις του Ν. 4238/2014) ανατροπή της προηγούμενης κατάστασης, στην οποία τελούσαν οι ιατροί / οδοντίατροι που προέρχονταν από τις καταργηθείσες υπηρεσίες, νοσοκομειακής υποστήριξης και τους καταργηθέντες κλάδους υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (και μετέπειτα Ε.Ο.Π.Υ.Υ), ως προς τη δυνατότητα δραστηριότητας ελευθέριου επαγγέλματος. Όμως, το γεγονός αυτό, όπως το συγκεκριμένο ζήτημα ρυθμίστηκε εκ νέου, δεν κρίνεται ότι υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο και πρόσφορο μέτρο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος, όπως ο σκοπός αυτός έχει ήδη εκτεθεί, και πραγματικά επιτελείται με την ύπαρξη ενός και μόνο συστήματος παροχής υπηρεσιών υγείας και νοσοκομειακής περίθαλψης. Επισημαίνεται ότι ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση εάν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το αναγκαίο για τον επιδιωκόμενο σκοπό μέτρο και, κατά συνεκδοχή, εάν η εκτίμηση του κοινού νομοθέτη, ως προς την προσφορότητα και αναγκαιότητα αυτής, είναι καταδήλως εσφαλμένη, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω αναφορικά με τη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 26 παρ. 3 στοιχ. γ περ. αα και ββ υποπερ. ααα του Ν. 4461/2017. Ούτε κρίνεται ότι συνιστά παραβίαση των προστατευόμενων από το άρθρο 5 του Συντάγματος ελευθεριών, ενώ και η επέμβαση σε περιουσιακά αγαθά παρίσταται σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δικαιολογούμενη από λόγους δημόσιου συμφέροντος. Άλλωστε, δεν αντίκειται ούτε στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, που, όπως προεκτέθηκε, δεν εξικνείται έως την παρεμπόδιση του νομοθέτη να επιφέρει νομοθετικές μεταβολές και δη αναφορικά με την οργάνωση της δημόσιας υγείας, που ομοίως προστατεύεται συνταγματικά (άρθρο 21 του Συντάγματος). Τούτο λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η επίμαχη ανατροπή παρίσταται αναγκαία και πρόσφορη για την επίτευξη του προεκτιθέμενου δημοσίου συμφέροντος σκοπού, υπαγορεύεται από τη μεταβολή των αντιλήψεων του νομοθέτη, ως προς τον τρόπο οργάνωσης της παροχής υπηρεσιών της δημόσιας υγείας,  καθώς και από το γεγονός ότι, υπό τα σύγχρονα δεδομένα, δεν δικαιολογείται η διατήρηση διαφορετικών εργασιακών καθεστώτων στο χώρο της δημόσιας υγείας που παρέχεται από τα  Ε.Σ.Υ.  Επιπρόσθετα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι δεν προσβάλλεται η οικονομική και επαγγελματική ελευθερία των ιατρών / οδοντιάτρων, των προερχόμενων από τις υπηρεσίες νοσοκομειακής υποστήριξης και κλάδους υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, αφού οι τελευταίοι έχουν το δικαίωμα επιλογής είτε της συνέχισης του ελευθέριου επαγγέλματός τους, κατά πλήρες μάλιστα ωράριο και εξ αυτού του λόγου με δυνατότητα αύξησης των εισοδημάτων τους από αυτή τη δραστηριότητά τους, είτε την παροχή των ιατρικών τους υπηρεσιών με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση με την κατάταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ, ήτοι πλέον και υπό καθεστώς μονιμότητας στον χώρο της δημόσιας υγείας, αλλά και υψηλότερες αποδοχές, ως προς αυτήν τη δραστηριότητα τους (πρβλ ΕφΘεσ 1175/2019 ό.π, βλ. και ΕφΑθ 6302/2020-ΤΝΠ “Νόμος”). Επιπλέον και κυρίως λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η διενεργούμενη μεταβολή, ως προς το ασυμβίβαστο που εισάγεται για την κατηγορία αυτή ιατρών /οδοντιάτρων (όπως ισχύει άλλωστε για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ), υπό τις υπό τις ρυθμίσεις του άρθρου 26 του Ν. 4461/2017, επιχειρείται, πλέον, με την παράλληλη πρόβλεψη εύλογης μεταβατικής προθεσμίας προσαρμογής (31.12.2018), μέχρι την οποία, άλλωστε, προβλέφθηκε και η αναμφίβολη, υπό το νομοθετικό αυτό καθεστώς, διαδικασία κατάταξής τους σε θέσεις του Ε.Σ.Υ. Μάλιστα, προβλέπεται, αν όχι η προγενέστερη της διακοπής της δραστηριότητας του ελευθέριου επαγγέλματος τους, τουλάχιστον η σύγχρονη με αυτήν κατάταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ, αφού, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη (άρθρο 26 παρ. 3 στοιχ. α του Ν. 4461/2017), η εν λόγω κατάταξή τους ορίζεται με καταληκτική προθεσμία την 31.12.2018. Ήτοι η κρίσιμη μεταβολή επιχειρείται, πλέον, με την πρόβλεψη και εκ νέου ρύθμιση του ζητήματος ως προς δύο καίρια σημεία, αφενός αναφορικά με την παροχή εύλογης μεταβατικής περιόδου και αναφορικά με τη βεβαιότητα ως προς τη διαδικασία ένταξης στο Ε.Σ.Υ και τον χρόνο ολοκλήρωσης αυτής, σημεία, που κατά κύριο λόγο, είχαν εγείρει προβληματισμούς περί συνταγματικότητας της προηγούμενης νομοθετικής ρύθμισης του ίδιου ζητήματος με το Ν. 4238/2014. Ως εκ τούτου, με βάση όσα προεκτέθηκαν, δεν ανακύπτει ζήτημα αντισυνταγματικότητας της συγκεκριμένης νομοθετικής ρυθμίσεως, που εισάγεται με τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 3 στοιχ. γ περ. αα και ββ υποπερ. ααα του Ν. 4461/2017, περί υποχρεώσεως παύσεως της δραστηριότητας του ελευθέριου επαγγέλματος έως την 31.12.2018, ώστε να δύνανται οι ενδιαφερόμενοι ιατροί / οδοντίατροι, που προέρχονται από τις υπηρεσίες του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (και εν συνεχεία του Ε.Ο.Π.Υ.Υ) να ενταχθούν στους κλάδους ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ.  Υπό τις ανωτέρω νομικές παραδοχές η αγωγή, κατά τη βάση της, με την οποία επιδιώκεται η αναγνώριση της αντίθεσης στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ της διάταξης του άρθρου 26 του Ν. 4461/2017, βάσει του οποίου απολύθηκαν οι εφεσίβλητοι, με συνακόλουθη συνέπεια την ακυρότητα της απολύσεώς τους και την υποχρέωση του εκκαλούντος να αποδέχεται την προσήκοντως προσφερόμενη εργασία τους, είναι μη νόμιμη, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη. Τούτο διότι, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, η πρώτη προϋπόθεση που έθεσε η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 3 στοιχ. γ περ. αα υποπερ. ααα του Ν. 4461/2017, προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία ένταξης των εφεσιβλήτων στον κλάδο ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ, ήτοι η παύση δραστηριότητας του ελευθέριου επαγγέλματός τους μέχρι την 31.12.2018, δεν αντίκεινται σε διατάξεις του Συντάγματος, ούτε σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, όπως αντίθετα, αλλά αβάσιμα, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγους εφέσεως. Συνεπώς, και εφόσον οι εκκαλούντες δεν επικαλούνται με την αγωγή ότι πληρούν αυτή τη μία εκ των σωρευτικά τιθεμένων προϋποθέσεων της διατάξεως του άρθρου 26 παρ. 3 στοιχ. γ του Ν. 4461/2017, η οποία, ως αυτοτελής, επιμέρους ρύθμιση, κρίνεται συνταγματική και συνεπώς ισχυρή, η δε μη πλήρωση αυτής και μόνο αρκεί για την τιθέμενη συνέπεια της αυτοδίκαιης απολύσεώς τους από 1.1.2019, μη νόμιμα ισχυρίζονται ότι η αυτοδίκαιη αυτή απόλυσή τους είναι άκυρη. Σημειώνεται ότι όπως εκτέθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, η ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 26 παρ. 3 στοιχ. γ περ. αα και περ. ββ υποπερ. ααα του Ν. 4461/2017 και η ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 26 παρ. 3 στοιχ. γ περ. ββ υποπερ. βββ του ίδιου νόμου υπόκεινται αυτοτελώς σε έλεγχο συνταγματικότητας, δεδομένου και του ότι οι προϋποθέσεις που αυτές θέτουν, προκειμένου να ενταχθούν (και) οι εφεσίβλητοι στον κλάδο ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ, τίθενται μεν σωρευτικά όχι όμως και συμπλεκτικά, αφού η δυνατότητα πληρώσεως εκάστης αυτών δεν εξαρτάται, ούτε απαιτεί την πλήρωση της άλλης, απορριπτομένων ως αβάσιμων όσων περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο εφέσεως. Κατ’ αποτέλεσμα, εφόσον οι εκκαλούντες δεν επικαλούνται ότι πληρούν την πρώτη προϋπόθεση περί διακοπής της δραστηριότητας του ελευθέριου επαγγέλματός τους το αργότερο μέχρι τις 31.12.2018, η μη πλήρωση δε αυτής και μόνο αρκεί για την τιθέμενη συνέπεια της αυτοδίκαιης απολύσεώς τους από 1.1.2019, παρέλκει, καθώς αποβαίνει άνευ εννόμου αποτελέσματος, ο έλεγχος αντισυνταγματικότητας της ρυθμίσεως που αφορά στη δεύτερη προϋπόθεση, περί παραιτήσεως των εκκαλούντων από το δικόγραφο και δικαίωμα ένδικων βοηθημάτων και μέσων, αναφορικά με τυχόν δικαιώματά τους από και λόγω του Ν. 4638/2014. Τούτο διότι, έστω και αντισυνταγματική η συγκεκριμένη ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 26 παρ. 3 στοιχ. γ περ. ββ υποπερ. βββ του Ν. 4461/2017, η για το λόγο αυτό μη εφαρμογή της στην ένδικη περίπτωση, δεν θα ήταν ικανή να μεταβάλει το αποτέλεσμα της  παρούσας δίκης. Επομένως, δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αλλά κατ΄ορθή ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς την ανωτέρω βάση της, απορριπτομένων ως αβάσιμων όσων αντίθετων υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγους εφέσεως. Έσφαλε, όμως, η εκκαλουμένη που απέρριψε την αγωγή ελλείψει δικαιοδοσίας ως προς τη βάση της με την οποία οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ζήτησαν να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της απολύσεώς τους επικαλούμενοι ότι η αιτιολογία στις εκδοθείσες διαπιστωτικές πράξεις απολύσεως  είναι ασαφής και αόριστη, καθόσον δεν ζητούν με την αγωγή την ακύρωση των ως άνω ατομικών διοικητικών πράξεων ώστε να θεωρηθεί η διαφορά ως διοικητική και να υπαχθεί στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αλλά πρόκειται για ζήτημα που κατ΄άρθρο 2 ΚΠολΔ επιτρέπεται να εξετασθεί παρεμπιπτόντως από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια, στα πλαίσια της υπό κρίση διαφοράς από παροχή εργασίας με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η έφεση κατ’ ουσίαν, μόνο ως προς τον τρίτο λόγο της, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται για την ανωτέρω κρίση της εκκαλουμένης και να εξαφανιστεί αυτή μόνο ως προς το ανωτέρω κεφάλαιό της. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί και δικασθεί η αγωγή μόνο ως προς την ανωτέρω βάση της (κεφάλαιο IV της αγωγής), επί της οποίας λεκτέα τα εξής: Ισχυρίζονται οι ενάγοντες ότι οι πράξεις απολύσεώς τους στερούνται σαφούς και ειδικής αιτιολογίας γιατί αναφέρουν γενικά ότι «δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 4461/2017 για την ένταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων Ε.Σ.Υ», χωρίς να προσδιορίζεται ποία προϋπόθεση δεν πληροί ο καθένας και, ειδικότερα, εάν  παρέλειψαν να προσκομίσουν εντός της τασσόμενης προθεσμίας τη βεβαίωση διακοπής του ελευθέριου επαγγέλματος ή την παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα αίτησης, αγωγής, προσφυγής ή ένδικου μέσου που είχαν ασκήσει ενώπιον πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή κρίνεται μη νόμιμη και απορριπτέα και ως προς τη βάση της αυτή, διότι η απόλυση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 26 του Ν. 4461/2017, επέρχεται αυτοδικαίως ως συνέπεια, λόγω μη τηρήσεως των σωρευτικά τιθέμενων από αυτήν προϋποθέσεων, χωρίς το κύρος της να εξαρτάται από τη διαπιστωτική πράξη που εκδίδει ο Διοικητής της οικείας Δ.Υ.Πε. (βλ. και ΕφΑθ 6302/2020, ο.π.) Ουδαμώς δε ισχυρίζονται οι ενάγοντες ότι απολύθηκαν μολονότι πληρούσαν τις ανωτέρω προϋποθέσεις, αντιθέτως από το όλο πνεύμα της αγωγής προκύπτει ότι αν και δεν πληρούσαν τις ανωτέρω προϋποθέσεις, επιθυμούν να συνεχιστεί η σχέση εργασίας τους με το εναγόμενο υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς που τους επέτρεπε την παράλληλη άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος.

Ενόψει των προηγουμένων, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή κατ΄ουσίαν κατ’ αποδοχή του βάσιμου τρίτου (τελευταίου) λόγου της, απορριπτομένων των λοιπών ως αβάσιμων, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη μόνο κατά το κεφάλαιό της που αφορά στην απόρριψη του υπό στοιχείο IV κεφαλαίου της αγωγής ελλείψει δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων και ακολούθως αφού κρατηθεί και δικασθεί η αγωγή ως προς το ανωτέρω κεφάλαιό της να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

-Διατάζει την επιστροφή στους εκκαλούντες του (αχρεωστήτως) κατατεθέντος παραβόλου (e-παράβολο) με αριθμό ………../2020.

-Δέχεται την έφεση τυπικώς.

-Δέχεται την έφεση κατ’ ουσίαν μόνο ως προν τον τρίτο λόγο της, απορριπτομένης κατ΄ουσίαν ως προς τους λοιπούς λόγους.

-Εξαφανίζει την εκκαλουμένη μόνο ως προς το κεφάλαιό της που αφορά στο υπό στοιχείο IV κεφάλαιο της αγωγής.

-Κρατεί και δικάζει την αγωγή ως προς το ανωτέρω κεφάλαιό της.

-Απορρίπτει αυτή.

-Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια, στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 11 Μαΐου 2021.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ